Βαλάσης Νίκος

Λέσβος

Τόπος γέννησης: Στύψη, Λέσβος

Χρόνος γέννησης: 1928

Στοιχεία καταγωγής: Ο Νίκος Βαλάσης γεννήθηκε και ζει στη Στύψη Λέσβου, το 1928.

Ιδιότητα: Ο Νίκος Βαλάσης είναι ερασιτέχνης τραγουδιστής.

Γονείς: Οι γονείς του ήταν από τη Στύψη και ο πατέρας του, Στέλιος Βαλάσης, ήταν οικοδόμος:
Τυγχάνω να είμαι από οικογένεια, ο πατέρας μου ήταν μάστορας, οικοδόμος, μάστορας, αρχιπελεκάνος. Έχτιζε σπίτια και πελεκούσε πέτρες και μαραγκός μαζί, και μαραγκός και χτίστης και πελεκάνος. Την εκκλησία [της Αγίας Τριάδας στην Στύψη], ι πατέρας μ’ τ’ν έχ’ κάν’. Έχ’ κάτ’ πόρτις, κάτ’ πράγματα, ι πατέρας μ’ τσ’ έχ’ κάν’. Να μέσα στου χουριό τα έκανι. Του ’28 [1928] έκανε εμ την εκκλησία, εμ του σχουλιό. Κι του εργοστάσιου του [Ελαιουργικού] Συνεταιρισμού έχ’ φτιάξ’ κι τα καλύτερα σπίτια εδώ. Κι από κει ξεκινήσαμε, κι τ’ αδέρφια μου και εγώ. Ο πατέρας μ’ ήταν κτίστης και μαραγκός και όλα, την οικοδομή την έπαιρνε από το θεμέλιο κι ήθιλι να σ’ δώσ’ του κλειδί, κι τα τζάμια ακόμα! Με τα χέρια τα φτιάχναμε όλα! Ένα πάτωμα να ροκανίζεις, είνι μιγάλους αγώνας.

Ο πατέρας του Ν. Βαλάση είχε συνεργείο με τους γιούς του. Όταν το έργο που αναλάμβαναν ήταν πολύ μεγάλο, όπως π.χ. μια εκκλησία ή ένα βιομηχανικό κτίριο, συνεργάζονταν και με άλλους πελεκάνους για την εξαγωγή της πέτρας, που την προμηθεύονταν συνήθως από την περιφέρεια τους. Οι συνεργάτες τους προέρχονταν από άλλα χωριά που είχαν ανάλογη παράδοση στην οικοδομική, όπως ήταν η Αγία Παρασκευή και η Ανεμότια. Πριν το 1912 ο πατέρας του είχε μεταναστεύσει στον Καναδά:
Λοιπόν, ο πατέρας μ’ ιμένα, έφ’γει στουν Καναδά, από δω. Τσ’ τσυνηγούσαν να τσ’ πάρν’ στρατιώτες οι Τούρκ’, τσι σ’κουθούκαν τα παλκάρια τσι φύγαν στουν Καναδά. Βέβαια πριν το ’12 [1912]. Τσ’ από κεί πήγαν στν’ Αμερική. Τώρα πότι έγινι πιά, του ’12 έγινι η επανάστασ’; [Η απελευθέρωση της Λέσβου από τους Τούρκους]. Γραφτήκαν τότις εθελοντές απ’ την Αμερική, τσι ήρταν εδώ τσι πολεμίσαν.

Οικογενειακή κατάσταση: Ο Ν. Βαλάσης έχει τρεις γιούς παντρεμένους, που συνεχίζουν το επάγγελμα του οικοδόμου και μένουν στη Στύψη. Για τη γυναίκα του επισήμανε ότι:
Εγώ μι ντ’ γυναίκα μ’ είχα ιστουρία μιγάλ’. Πουλλά χρόνια, απού μικροί. Κι οι γουνείς μ’ δεν ηθέλαν να ντ’ πάρου, θέλαν πλούσια να πάρου. Αλλ’ άμα ντ’ θέλ’ς εσύ δε λουγαριάζ’ς ούτι προίκα, ούτι τίπουτα.

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα: Εκτός από την ερασιτεχνική ενασχόλησή του με το τραγούδι ο Ν. Βαλάσης ήταν οικοδόμος, επάγγελμα που το διδάχτηκε από τον πατέρα του. Αρχικά είχε συνεργείο με τον πατέρα του και τους αδερφούς του και αργότερα με τους γιούς του. Αναλάμβανε ποικίλες «οικοδομικές» εργασίες, όπως χτίσιμο σπιτιών, κατασκευές βρυσών, πλακοστρώσεις δρόμων με πέτρα, στη Στύψη, αλλά και στις περιφέρειες της Καλλονής και του Μολύβου:

Τυγχάνω να είμαι από οικογένεια, ο πατέρας μου ήταν μάστορας, οικοδόμος, μάστορας, αρχιπελεκάνος. Έχτιζε σπίτια και πελεκούσε πέτρες και μαραγκός μαζί. Κι από κει ξεκινήσαμε, κι τ’ αδέρφια μου και εγώ […]. Εδώ δίπλα στου καφενείο έχ’ μια βρυσούλα, που είν’ πέτριν’ κι τσ’ έχουμι κάν’ ιμείς, τζάκια ωραία [κατασκευάζαμε], απ’ όλα φτιάχνουμι. Δεν πιάνουμι σέτια, γιατί δε μας αφήνουν οι δουλειές, όταν έχ’ς μια δουλειά, να πας να φτιάχν’ς σέτια στα κτήματα; Αυτά τα κάνουμε στα δικά μας τα κτήματα […]. Ι Μόλυβους, εγώ έκανα του Τζαμί [την αναπαλαίωση], κι έριξα τα ντουβάρια κι βρήκα μιναρέ μέσα, εγώ τα ‘χω κάν’ αυτά. Απάνω στο Κάστρο [του Μολύβου], ούλα τα πλακόστρωτα εγώ με το γιό μ’ τα ‘χουμι κάν’.

Επίσης κατασκεύαζε «ντουσιμέδες» [λιθόστρωτους δρόμους]:
Απ’ τη Σκάλα του Μολύβου μέχρι απάνω που έχ’ ένα πλακόστρωτο, εγώ τα ‘χω κάν’. Στη Σκάλα Καλλονής, μεσ’ στην Καλλονή που έχ’ έναν δρόμου που είνι σα ψηφιδωτό οι πέτρες, είνι παλιά πέτρα. Εμείς τα ‘χουμι κάν’.

Τις πέτρες τις προμηθεύονταν από την γύρω περιοχή της Στύψης:
Εδώ τα βουνά είνι ούλου πέτρα. Έξω απ’ του χουριό που ‘χει ένα εκκλησάκ’, ι Άγιους Γιώργ’ς, εκεί έχ’ την καλύτερη πέτρα. Και η εκκλησία από κει είνι φτιαγμέν’. Κι ου [Ελαιουργικός] Συνεταιρισμός. Αλλά για να μη γκρεμίσ’ τώρα, του απαγορέψαν να ντ’ δουλεύ’ ντ’ πέτρα αυτή.

Παράλληλα ασχολούνταν με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες, για οικιακή κυρίως χρήση, όπως ελαιοκαλλιέργεια, καλλιέργεια καπνού παλαιότερα και εκτροφή προβάτων:
Εμένα που με βλέπς’, έχω ελιές, τσι είχα τσι κατό τσιφάλια πρόβατα. Ήθιλα να σκουθώ προυί, να αρμέξου τα πρόβατα, να πάου στου τυροκομείου του γάλα, κι ύστερα να πάω στ’ν δ’λειά! Του βράδ’ πάλι απ’ τη δουλειά έρχουμνα στου χουριό κι ήθιλα να πάω στα πρόβατα κι έρχουμνα στ’ς έντεκα η ώρα του βράδ’!

Προσωπική και οικογειακή πορεία: Ο Ν. Βαλάσης παρουσιάστηκε στο στρατό το 1949:
Εγώ υπηρέτησα όλη τη θητεία μου στη Θεσσαλονίκ’. Αλλά βγήκα ορισμένες φορές μέχρι […], στου Σουχό πήγα. Έκανα και στην Αλεξανδρούπολη.

Μουσική μαθητεία: Ο Ν. Βαλάσης έμαθε να τραγουδάει πρακτικά ακούγοντας τους μεγαλύτερους σε ηλικία που τραγουδούσαν στα καφενεία. Στη συνέχεια εμπλούτισε το ρεπερτόριο του με τραγούδια που άκουγε από τους δίσκους γραμμοφώνου και μετά τη δεκαετία του 1960 από το ραδιόφωνο:

Στα δικά μ’ τα χρόνια [δεκαετία 1940-1950] όταν είχι σκοποί, αυτά που γυρνούσαν, είχι ούλου τέτοιοις πλάκις [δίσκους γραμμοφώνου]. Μανέδες τσι τραγούδια. Άλλα τραγούδια τα βρήκαμι απ’ τσ’ παλιοί.

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα): Ο Ν. Βαλάσης ανέφερε για τη «Φιλιανή μουσική», κομπανία από το χωριό Φίλια Λέσβου:
Μπορεί ου κόσμους να ήταν φτουχός, αλλά είχι άλλου σύστημα. Είχι μια ‘Φιλιανή μουσική’, είχι σαξόφωνου, τύμπανου, κλαρίνου, που δεν υπάρχ’ τέτοια μουσική τώρα. Είχι ανθρώπ’ που πίναν καφέ κι δεν κάναν ντν’ απόφασ’ να πάρειν μια εφημερίδα να διαβάσειν, αλλά όταν μεθούσαν ξούδευαν πολλά λεφτά. Τρία μερόνυχτα!

 

Πριν τη Γερμανική κατοχή: […] με παράδις [πλήρωναν τους μουσικούς]. Αλλά μετά, του ’40 [Γερμανική κατοχή], δεν είχι λεφτά, λοιπόν ερχόταν οι μουσικοί, πιανόμασταν μια παρέα, δυό, μαζεύουνταν τσι άλλους κόσμους […]. Λοιπόν λεφτά δεν είχι, είχαν ένα τεφτεράκ’ οι μουσικάντες, του βαστούσε ένας κι έγραφε βερεσέ. Ήλιγεις ισύ, γράψι μ’ 20 κιλά λάδ’, ι άλλους 50, ι άλλους ένα δοχείο. Ερχόνταν η εποχή που φορτώναν ολόκληρα κάρα λάδ’ τσι του παίρναν οι ανθρώπ’ τσι φεύγαν τότι. Ερχόταν όπουτι θέλαν, Γιάνν’ς [π.χ.] 20 κιλά, Νίκους 50 κιλά. Μαζεύαν αραμπαδιές λάδ’.

Σε σχέση με τους αμανέδες ανέφερε τον «Αραπάκη» [μπουζούκι – τραγούδι] και τον Γρηγόρη [ούτι – τραγούδι], οι οποίοι ήταν πρόσφυγες εγκατεστημένοι στη Μυτιλήνη που έπαιζαν και τραγουδούσαν «ανατολίτικα» τραγούδια, κάθε φορά που επισκεπτόταν τη Στύψη:
Ο μανές πρέπει να είναι ανατολίτικο. Είχαμε δυο [μουσικούς], ήταν Μικρασιάτες, μέναν στ’ν Μυτιλήν’. Κάθε Σαββατοκύριακο ήθελες να δεις τουν Γληγόρ’ μι του ούτ’, μι μια τραγιάσκα έναν χουντρό κι έπιζει ανατουλίτικα τραγούδια. Ου άλλους λέγινταν «Αραπάκης», ήλιγει τέτοια τραγούδια […]. Εγώ πολλές φορές έχω τραγουδήσ’ και σε πανηγύρ’. Μανέδες, με όλα τα όργανα μπορώ να πω. Βιολί, μπουζούκ’ κι του κλαρίνου, άμα ι μουσικάντ’ς είνι καλός […].

Επίσης ανέφερε και τους:

  • [Γιώργος] Μιχαλόπουλος, έπαιζε τρόμπα στη «Φιλιανή μουσική».
  • Μιχάλης Μιχαλόπουλος, συγγενής του προηγούμενου, έπαιζε νταούλι.
  • Δημήτρης Μαρμαρέλλης, έπαιζε σαξόφωνο στη «Φιλιανή μουσική»: Μαρμαρέλλης έπαιζε του σαξόφωνο. Του σαξόφωνο το στείλαν απ’ την Αμερική ένας αδερφός του, κι ήταν του μόνου σαξόφωνου εκείνα τα χρόνια.
  • Στέφανος από τη Φίλια, κουρέας και μουσικός, έπαιζε βιολί στη «Φιλιανή μουσική».
  • Ευστράτιος Μαρμαρέλλης, έπαιζε κλαρίνο στη «Φιλιανή μουσική».
  • Γιώργος «Αόμματος» από την Κάπη: Απ’ τ’ Κάπ’ είχαμι τουν Γιώργου τουν ‘Αόμματου’, ένα φτωχόπιδου που του υποστηρίζαμι. Και στα σπίτια μας τουν φιλεύαμι τουν Γιώργου. Εγώ τουν ήπιρνα στου σπίτι μ’ κι τουν κοίμιζα.

Για τις κομπανίες που επισκέπτονταν τη Στύψη, ο Ν. Βαλάσης υπογράμμισε ότι:
Μερόνυχτα παίζαν, δεν σταματούσαν. Κι μι ντν’ αύριου, δυο – τρία μερόνυχτα παίζαν! Εδώ απάνου είχι ξινουδουχείου [που διανυκτερεύαν οι μουσικοί], ερχόταν Σαββατοκύριακο αυτοί. Ξέραν ότι η Στύψη έχ’ γλετζέδις κι ερχόταν του Σαββάτου. Άμα βρουν δ’λειά καλά, άμα δε βρούν […]. Ως για του γάμου, είχαμι άλλα έθιμα τότι. Απόψε γίν’ταν γάμος, η μουσική έπρεπε να τη ξημερώσ’, κι του προυί στις 10 η ώρα θα γίν’ ου ‘αντίγαμους’. Θα μαζευτούν όλ’ οι συγγενείς τ’ς νύφης, αδέρφια, συγγενείς μεσ’ στουν καφενέ, αρχόνταν μουσική κι άρχιζι του γλέντ’.

Τοπικές δράσεις: Ο Ν. Βαλάσης κατά τη διάρκεια της ερασιτεχνικής του ενασχόλησης με το τραγούδι, έχει τραγουδήσει σε πολλά χωριά της Λέσβου, σε διάφορες περιστάσεις:
Εγώ όταν του έλεγα [τον αμανέ] μεσ’ στα καφενεία [στη Στύψη], τσι ακόμα του λέγου, έβλεπες τα μ’σουκαλίκια [εννοεί τα παλιά μπουκάλια του ούζου χωρητικότητας μισής οκάς] γέμ’ζι του τραπέζ’. Σπασίματα μη λουγαριάζ’ς! Είχα σν’τν’ ηλικία μ’, είμαστι του ’49 [1949] κλάσ’, είμαστι πουλλά πιδιά μες του χουριό μας. Είχαμι γίν’ μια παρέα, κάθι βράδ’ θέλαμι να κάτσουμι στου καφινείου ούλ’ η παρέα. Άμα κάναμι του γλέντ’, γλιντούσαμι ουραία. Άμα αρχινούσαμι τσ’ μανέδις τα τραγούδια, ήβλιπεις τα μ’σουκαλίκια – ήταν τα μπουκάλια τότις, τα ούζα – γέμιζει του τραπέζ’ απάνου μπουκάλια., κεράσματα, από ντν’ ευχαρίστησ’ που είχι ι κόσμους. Ύστιρα θέλαμι να βγούμι, άμα έκλεινει η αγουρά στις 12.00 η ώρα, να πάρουμι του χουριό να κάνουμι καντάδις, μανέδες.

Για το πανηγύρι της Στύψης που γίνεται στα Εννιάμερα της Θεοτόκου, στις 23 Αυγούστου, ανέφερε:
Παλιά η εκκλησία της Παναγιάς έχ’ χώρου, είνι του περιβόλ’ απέναντι. Του νοίκιαζε [η εκκλησία με πλειστηριασμό] κι έκαναν μι τα κλαδιά μια τσαρντάκα, τσι κάναν μπαρ ικεί. Έκανει μια τσαντήρα [σκέπαζαν έναν χώρο δηλαδή], είχι τσι μουσική τσι του γλιντούσαν. Έρχιντειν τσ’ οι φίλοι μας που γνουρίζουμι τσι ξ’μιρώνουμι. Είνι τσι τριήμερο, τρία μερόνυχτα!”.

Επίσης ανέφερε τα χωριά:
 Γέλοια [Πελόπη], σε γλέντια στα καφενεία και σε πανηγύρια.

 Υψηλομέτωπο, σε γλέντια στα καφενεία και σε πανηγύρια.

 Μόλυβος, σε γλέντια στα καφενεία.

 Μανταμάδο, Κάπη, Συκαμιά, σε γλέντια στα καφενεία.

Ρεπερτόριο: Ο Ν. Βαλάσης τραγουδούσε ή «τραβούσε» [κυρίως] αμανέδες:
Ου μανές ήταν παραδοσιακό τραγούδ’, τσι ωραίου τραγούδ’! Ένας είνι η σκουπός. [Σε] αλλά τραγούδια λέγ’ς πουλλά [τετράστιχα], αυτό πρέπει να είναι ανατολίτικο. Στη Στύψη μονάχα ήταν ανατολίτικα τραγούδια. Μανέδες, σαρκιά, κλέφτικα. Σαρκί είναι τούρκικα, εμείς το λέμε μανέ […].
[…] Θελ’, άμα κουράσ’ ντ’ φουνή να έχ’ς αντουχή, να κρατήσ’, στου μανέ. Αλλά έχ’ άθρουπου να πούμι που ντου τσαλαπατεί. Σκοπός είνι να έχ’ς αντουχή, να κάν’ς μέσα πάσα πουλλών λουγιών. Έχουν και τουρκικές λέξεις μέσα, λες ‘μεντέτ’ ή ‘αρέ μεντέτ’, κι λες και τα ορισμένα τ’ τραγουδιού τα λόγια.

Φωτογραφίες

Βίντεο

Video Grid with Modal
Video 1
Video 2
Μετάβαση στο περιεχόμενο