Κουτζαμάνης Ιωάννης

Λέσβος

Τόπος γέννησης: Κάπη, Λέσβος

Χρόνος γέννησης: 1923

Προσωνύμιο («Παρατσούκλι»):

Το ‘Κουτζαμάνης’, ο πατέρας μας ήταν απ’ τ’ν Μικρά Ασία. Λοιπόν αυτοί λέγινταν Δημητρίου. Το ‘Κουτζαμάνης’, το βγάλαν οι Τουρκ’. Επειδή αυτοί ήταν μιγαλόσουμ’, τ’ς λέγαν ‘Κουτζαμάνδις’. Τσι ντου κιρό που ήρθι η πατέρας μ’ πια, τ’ φάν’τσι πιο εύκουλου, πιο καλό του Κουτζαμάν’ς. Τσι γράφτσι έτσ’.

 

Στοιχεία καταγωγής:

Γεννήθηκε το 1923 και έζησε στην Κάπη Λέσβου, εκτός από την τριετία 1949-1952, όπου εργάστηκε ως κουρέας στην Αθήνα [Γλυφάδα] και ταυτόχρονα έλαβε μαθήματα μουσικής.

 

 

Ιδιότητα:

Oργανοπαίχτης με λίγες θεωρητικές γνώσεις μουσικής και τραγουδιστής, παίζει κιθάρα και ακορντεόν:

Ε, όλ’ τραγουδάγαμε, δεν είχαμι τσι μικρόφωνα. Δεν είχαμι μικρόφωνα πρώτα. Τώρα τσι να μην ήξιρις κανέ τραγούδ’ μες του ταβατούρ’, τα νταβούλια τσι τα αυτά, έλιγις τσι άλλα!

 

Γονείς:

Ο πατέρας του Ι. Κουτζαμάνη ήταν αγρότης και καταγόταν από το Αντά Τιπέ της Μικράς Ασίας, ο οποίος μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στην Κάπη. Η μητέρα του, το γένος Βαρελτζή, καταγόταν από την Κάπη:

Ο πατέρας μ’ το ’22 ήρθε, στην οπισθοχώρησ’ δηλαδή, ήταν φαντάρους τσι γλύτουσι. Τα αδέρφια τ’ όλα τα σφάξαν οι Τούρκοι. Απ’ τον Αντά Τιπέ ήταν. Μιτά που ήρθι στην Κάπ’ τσι γνώρσι ντ’ μητέρα μ’, που ήταν Καπιώτ’σα, τσι ντ’ πήρι. Είχει υπηρετήσ’ πουλλά χρόνια σντ’ Τουρκία, στο Μικρασιατικό πόλεμο που είχαν με τους Τούρκους. Ε, μιτά, γίντσει η οπισθοχώρηση, τέλειωσε ο πόλεμος, κι επειδή ήταν μόνους πια παντρεύτσει ντ’ μητέρα μ’. Κατευθείαν έμεινε στο χωριό [στην Κάπη] το ’22. Γιατί πρώτα γίν’τσι ένας άλλους διουγμός, του ‘12 νομίζω, είχε έρθ’ όλ’ η οικουγένεια εδώ. Οι αδερφάδες τ’, τα άλλα αδέρφια, τσι μιτά που έγινε πάλι η ειρήνη, φύγαν όλ’ πάλι μαζί, κι ήξιρι τη Κάπ’ εκείνος. Νομίζω όμως η μητέρα τ’ ήταν Καπιώτ’σα. Ο πατέρας μ’ ήταν τρεις αδερφάδες και δυο αδέρφια, και ήταν όλ’ εδώ τότις κι γλύτουσι μόνο εκείνος, επειδή ήταν φαντάρος.

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Ο Ι. Κουτζαμάνης παντρεύτηκε το 1957 και η σύζυγός του κατάγεται από την Κλειού:

Παντρεύτ’κα του ’57. Με έρωτα σχεδόν, προυξινιό, να όλα μαζί.

 

Στην οικογένειά του υπήρχαν οι ακόλουθοι μουσικοί:

 

  • Μιχάλης Βαρελτζής, σαντούρι, από την Κάπη. Παππούς του, πατέρας της μητέρας του. Η σύζυγός του ήταν αδερφή του Μιχάλη Κυριακόγλου ή ‘Τρόμπατζη’, από την Κάπη. Ο Μιχάλης Βαρελτζής είχε κομπανία στην Κάπη σε συνεργασία με τους γιους του:

Τη μουσική εμείς ντ’ πήραμι απ’ ντ’ μάνα μας, γιατί τα αδέρφια τ’ς μάνας μ’ ήταν οι Κυριάκουγλ’. Και το σπίτ’ εδώ που καθόμαστι, ήταν του Κυριάκογλου […]. Όλα τα αδέρφια τσ’ μητέρας μ’ γινήκαν μουσικοί, οι πρόβες γίνταν εδώ, μες τούτου του σπίτ’. Λοιπόν εμείς από μικροί ακούγαμι μουσική. Ι πάππους ι δικός μ’, επειδή ήταν γαμπρός τους τον κάναν και εκείνον μουσικό, πήρι σαντουράκ’. Όπως λέγαν, εμείς δε τουν φτάξαμι καθόλ’, έπαιζε σαντούρ’ τσι μια μέρα ντουν είχαν στα ‘Γέλοια’ [Πελόπη Λέσβου], κάτ’ μιτσμέν’ [μεθυσμένοι] που φύγαν απ’ ντου στρατό, ντουν είχαν τσι έπιζι, διασκεδάζαν. Λοιπόν εδώ κάτ’ αγρουφυλάκ’, που τσ’ περιμέναν τσ’ λιπουτάχτις, βγαίνοντας ο πάππος μας μι του σαντούρ’, νομίζαν πως θα βγει πρώτα ο λιποτάχτ’ς. Βγάλαν πρώτα μι του σαντούρ’ ντου παππού μας, αυτοί νομίζαν πως θα βγει ο λιποτάχτ’ς, τ’ ρίξαν λοιπόν, ντου σκουτώσαν. Κι μείναν τα παιδιά τ’, πολλά μικρά παιδιά. Μετά η γιαγιά μας να πούμι, που μιγαλώσαν αυτά τα παιδιά, γίν’καν όλ’ μουσικοί. Επειδή ήταν οι μπαρμπάδες όλ’ Κυριάκογλου, γινήκαν όλ’ μουσικοί.

 

  • Γιώργος Βαρελτζής, τρομπόνι, γιος του Μιχάλη Βαρελτζή και θείος του Γιάννη Κουτζαμάνη, αδερφός της μητέρας του. Ήταν επίσης ανιψιός του Μιχάλη Κυριακόγλου ή ‘Τρόμπατζη’. Ήταν οργανοπαίχτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής:

Είχαμι δε τσι έναν μπάρμπα, τσ’ μάνας μ’ αδερφός, ο Γιώργος ο Βαρελτζής. Αυτός πήγι στη Στρατιωτικιά τη μουσική τσι έμαθε και καλή μουσική. Και τα αδέρφια τ’ μετά τα έβαλε και γίν’καν όλοι μουσικοί. Η Κάπη πρώτα είχε τέσσερις ορχήστρες, ήταν οι Βαρελτζήδες, ήταν αυτοί πολλά αδέρφια, τρία-τέσσερα αδέρφια. Τσι όλες οι άλλες οι μουσικές ήταν πρώτα ξαδέρφια, δεύτερα ξαδέρφια, οι άλλες οι μουσικές. Μουνάχα είχι πέντε – έξ’ άτουμα που δεν ήτανε δικοί.

 

  • Γιάννης ή ‘Γιαννακός’ Βαρελτζής, γιος του Μιχάλη Βαρελτζή. Έπαιζε σαντούρι, κλαρίνο και τρομπόνι.

 

  • Νίκος Βαρελτζής, γιος του Μιχάλη Βαρελτζή. Έπαιζε τρομπόνι και συνεργαζόταν με τον πατέρα του και τους αδερφούς του.

 

  • Μιχάλης Κυριακόγλου ή «Τρόμπατζης», από την Κάπη. Κουνιάδος του Μιχάλη Βαρελτζή [αδερφός της συζύγου του]. Έπαιζε κορνέτα, τρόμπα και «αρμόνικα».

 

  • Μενέλαος Κυριακόγλου, γιος του Μιχάλη Κυριακόγλου. Οργανοπαίχτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής, έπαιζε βιολί και τρομπόνι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Είχε κομπανία [οι «Μενελάηδες» ή οι «Καπιώτες»] στην Κάπη, σε συνεργασία με τους γιους του Μιχάλη και Στράτο, ενώ πρωτύτερα, τη δεκαετία του 1940-1950, συνεργαζόταν με τους Βαρελτζήδες και άλλους Καπιώτες μουσικούς. Σ’ αυτή την κομπανία του εντάχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ο Ι. Κουτζαμάνης, παίζοντας πρώτα κιθάρα και κατόπιν ακορντεόν.

 

  • Μιχάλης Κυριακόγλου, γιος του Μενέλαου. Παίζει βιολί, κιθάρα, ακορντεόν και αρμόνιο.

 

  • Ευστράτιος Κυριακόγλου, γιος του Μενέλαου. Παίζει ντραμς, μπουζούκι και ακορντεόν και συνεργάζεται συστηματικά με τον αδερφό του.

 

  • Παπαδόπουλοι ή «Μουμτζήδες». Οικογένεια μουσικών Μικρασιατικής καταγωγής, που εγκαταστάθηκαν στην Κάπη. Είχαν κομπανία και η περίοδος της συστηματικής τους δραστηριότητας ήταν στις δεκαετίες 1930-1950. Ήταν επίσης ξυλουργοί και ξυλογλύπτες.

 

  • Μιχάλης Παπαδόπουλος ή «Μουμτζής», έπαιζε λαούτο και ούτι.

 

  • Γιώργος Παπαδόπουλος ή «Μουμτζής», γιος του Μιχάλη, έπαιζε κλαρίνο.

 

  • Κώστας Παπαδόπουλος ή «Μουμτζής», γιος του Μιχάλη, έπαιζε βιολί και κλαρίνο.

 

  • Τηλέμαχος Παπαδόπουλος ή «Μουμτζής», γιος του Μιχάλη, έπαιζε σαντούρι.

 

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

 

Ο Ι. Κουτζαμάνης ήταν και κουρέας, επάγγελμα που το ακούσε καθημερινά ως βασικό βιοποριστικό. Έμαθε την τέχνη στο κουρείο του Γιώργου Καπάνταη, το 1939. Στη συνέχεια, αφού εργάστηκε ως κουρέας σε διάφορα καφενεία της Κάπης, κατέβηκε στην Αθήνα το 1949, για να λάβει μαθήματα μουσικής και εκμάθησης ακορντεόν. Στο διάστημα που παρέμεινε στην Αθήνα εργαζόταν στο κουρείο του Καπιτάν-Διαμαντή στη Γλυφάδα, η σύζυγος του οποίου ήταν Μυτιληνιά. Στο κουρείο αυτό παρέμεινε μέχρι το 1952, οπότε επέστρεψε στην Κάπη:

Πήγαινα στου Καπάνταη ντου Γιώργου τσι μάθαινα κουρέας. Σι έπαιρνε ο κουρέας κι έβαζε ντου πατέρα σ’ να ξυρίγσ’, να ντου κουρέψ’ς, τσι κανέ φίλου σ’. Λοιπόν, τσι μάθινις πα’ σ’ αυτνού του κιφάλ’. Διότι δεν είναι μια τέχν’ που να σου δείχν’. Έτσ’ θα πιάσεις του ψαλίδι, έτσ’ του ξυράφ’, αλλά έπριπι να συνιθήσ’ να κόβ’ του χέρ’. Κανέ χρόνου κάθσα ικεί. Ύτσιρα τούτους, ι Καπάνταης ι Γιώργους αρρώστσι. Πήγι κι μια φουρά στου Σανατόριου. Κι του μαγαζί του δούλιυα ιγώ πια μιτά. Ε, μ’σα-μ’σα [τα κέρδη] […].

[…] Ιγώ πια φεύγουντας απ’ ντν’ Αθήνα, ήρθα ιδώ, άνοιξα μαγαζί. Όχ’ μαγαζί, μες τα καφινεία δουλεύαμι τότι. Δούλεψα στο ‘Άνθος’ , είχαμι μια καρέκλα δίπλα στου καφινείου, στην άκρια, κι ξυρίζαμι ικεί. Μιτά πήγα στ’ Β’ντανή ντου καφινέ. Μιτά στ’ Γιωργαλά του καφενείο , μες τ’ Χατζησάββα πήγα. Τσι μιτά, του μαγαζί που κάθουμι τώρα ιδώ, του νοίκιασα πρώτα. Ύστιρα ήθιλι να του πουλήσ’ η γριά η Περικλήδινα, κι τ’ αγόρασα ιγώ τσι έμεινα πια ικεί. Έχω εργασία τώρα απ’ του ‘40 να σου βάλω σα κουρέας είνι 57 χρόνια.

 

Για τον συνδυασμό των δύο επαγγελματικών του ενασχολήσεων ο Ι. Κουτζαμάνης υπογράμμισε:

Ε, άμα είσαι νέος αντέχεις. Τώρα τα δυο τα επαγγέλματα, ταιριάζουν να πούμε, σχόλες να πας να παίξ’ς, κι σχόλη να ξυρίσεις. Μόλις αρχόμ’ ιγώ απ’ του παίξμου που λέγαμι, ξ’μηρουμένους πήγαινα στου ξυράφ’. Αλλά τότις ήμασταν νέοι.

 

Προσωπική και οικογειακή πορεία:

Για τις σχέσεις με τους Τούρκους, στις αρχές του 20ου αιώνα στην Κάπη, ο Ι. Κουτζαμάνης ανέφερε:

Ντου κιρό που γίνκει η οπισθοχώρισ’, ντου κιρό που ήταν ιδώ οι Τούρκ΄, δε πειράζαν κανέναν Έλληνα. Οι αυτοί φύγαν μιτά ανενόχλητ’ δε τσ’ πειράξαν οι Έλληνις ιδώ. Ενώ σι άλλα χουριά φεύγοντας οι Τούρκ’ άλλουν σκουτώσαν κι άλλουν […]. Όλα τα κτήματα ιδώ, που έχ’ η Κάπ’, τα 90%, ήταν Τουρκικά, ήρταν [μετά] οι Μικρασιάτες, και τα πήραν όλο Μικρασιάτες. Άμα ήθηλις να αγουράγς’, ήπιρνις. Παίρναν μουνάχα αυτοί που είχαν κτήματα ικεί. Τι περιουσία είχις εκεί, κι παίρναν το ανάλογο μερίδιο. Αλλά άλλ’, παίρναν τσι λιφτά, παίρναν […], ουμουλουγίις είχι τότις. [Ο πατέρας μου] πήρε 3-4 κτήματα, πήρε πολλά λεφτά, διότι ήταν πλούσιοι, είχαν αρκετά χουράφια. Αλλά ήρθι νεαρός κι απ’ ντου πόλεμου κι απ’ τα αυτά, τσι τά ‘τρουγει κάθα βράδ’ σντ’ μουσική, τα πουλλά τα έφαγει σντ’ μουσική […]. Ξέρς’ τι συμβαίν’; Εδώ ήρθαν πουλλοί Μικρασιάτες. Αφού όσοι ήταν οι Τούρκ’ ιδώ, ήρθαν άλλ’ τόσοι Μικρασιάτες, σε άλλα χωριά μπορεί να μην πήγανε. Γιατί είχε χωριά που δεν είχι Τούρκ’, μπουρεί να είχι μια περιφέρεια εδώ Καπιώτες κι να ‘χαν χουράφια στου Μανταμάδου. Τ’ Μανταμαδιού ντ’ περιφέρεια λεν ότι ντν’ είχαν οι Καπιώτις οι Τούρκ’ παρμέν’, όλα. Και στις Σαρακίνες από δώ κι […]. Τσ’ είχαν πάρει οι Ρωμιοί μετά αλλά είχαν περιφέρειες οι Τούρκ’ οι Καπιώτες, οι αγάδις […].

[…] Δεν ξέρω να ‘χει Τούρκοι να δουλεύουν στους Έλληνες. Πάντους όπου είχει καλά νιρά, κι καλά αυτά, πηγαίναν ικεί κι καθόταν οι Τούρκοι. Οι πουλλοί οι Τούρκ’ ήταν ιδώ, στην Κάπ’, στην Κλειού. Στην Κάπ’ προυπαντώς είχει πουλλοί Τούρκ’ γιαυτό είχει κι του Τζαμί. Το Τζαμί κάναν λάθος οι δικοί μας που το ρίξαν, απ’ το 1950 κι μιτά, ήταν ανοιχτός τόπους. Ι μιναρές τους ήταν […], ανιβαίναμι ιμείς οι μικροί πάνω, κατιβαίναμι […]. Κι του Τζαμί τους να πούμι του είχει πάρ’ ι Καραγιώρς’ ι γέρους, κι του είχει για τα ζώα τ’, κακώς τα κάναν αυτά οι δικοί μας. Κι μεις τώρα που λέμι αυτοί που τα κάναν Τζαμιά κι βάζουν ζώα κι αυτά, τα ίδια κάναμι κι μείς […].

 

Ο Ι. Κουτζαμάνης δεν υπηρέτησε στο στρατό:

Δεν πήγα φαντάρος διότι είχα του πόδ’ μ’, λόγω αναπηρίας. Δεκατέσσερων χρονών, είχα πάθ’ οστεομυελίτιδα.

 

Για την πολιτική του δράση ανέφερε:

[…] Τσι μιτά που έφυγα στν’ Αθήνα, πήγα. Τότις ι αδερφός μ’ η Μιχάλς δούλευε σ’ ένα βενζινάδκο. Είχε ικεί δίπλα ένα κουρείου […]. Τότις ιδώ ήταν αντάρτικο, ιγώ είχα βεβαρυμένο […], ήμουν υπεύθυνος στα ‘Αϊτόπουλα’. Λοιπόν, έπρεπε να φάγου όχ’ μουνάχα φυλακή […], αλλά επειδή είχα ένα μπάρμπα ιδώ τουν Ευριπήδη, που ήταν νουνός μ’, τσι ήταν αυτοί τότι, ήταν στην Κοινότητα πρόεδρος, γι’ αυτό δε μι πειράξαν ιμένα. Ήταν η ΕΠΟΝ, εμείς γράφκαμι πρώτα στο ΕΑΜ. Μιτά η νεολαία ξιχουρίστκει κι έγινει η ΕΠΟΝ. Λοιπόν, η ΕΠΟΝ έβγαζει καθουδηγηταί, ιμένα μι ρίξαν, επειδή είχα κι αγάπ’ στα πιδιά, μι καταλάβαν αυτοί, τσι έκανα μαθήματα στα πιδάκια. Όλο το δημοτικό τσι κάναμε μαθήματα, ερχόταν απού κάτου βιβλία, τσι τα διαβάζαμι. Τσι τώρα αυτό δε ντουν σύμφιρνει ντουν πλουσίων, αυτά που λέγαμι ιμείς, κατάλαβεις; Φανερά γινόταν [τα μαθήματα]. Αλλά βλέπ’ς οι πιτσιρικάδις […], [τους ρωτούσαν μετά]τι σας κάναν σήμιρα ικεί, τσι τα λέγαν τι μας είπαν, τι είπαμε. Ε, δε μπορούσαν να κάνιν τίποτα γιατί τότις ήταν ΕΑΜ. Μετά όμως, γυρίσαν τα πράγματα, ιμείς έπρεπε να πάμε φυλακή. Μι γλύτουσει [ο νονός μου] διότι σι παίρναν απού κάτου, σι ρμάζαν στου ξύλου κι άντι στου μπουντρούμ. Σ’ λεγ’ αυτόν δε θα ντου πειράξτει. Όποιοι δίναν ουνόματα απού δω αυτόν θα πιάγσ’, ιμένα δε μι δώσαν του όνουμά μ’. Τς ιντου κιρό που πήγα στν’ Αθήνα ιγώ, πήγα μες του κουρείου αυτό, είχε 5 πολυθρόνες τσι έναν κουρέα μέσα. Άμα πήγα ικεί γνωρίστηκα μι του πιδί, μι ντουν αδιρφό μ’ τα είχαν πει. Λεγ’: ‘Γιάνν’ ξέρς’ τίνους είνι του κουρείου τούτου; Είνι τ’ Καπιτάν-Διαμαντή’. Τότις στη φούρια ο ανταρτοπόλεμος, κι ου Καπιτάν Διαμαντής ήταν απντ’ Γλυφάδα κι δρούσε στην Πελοπόννησο, πρόσεξε λεγ’ μη λές τίπουτα. Ιγώ είμι απ’ του Φάληρου ιδώ, αλλά έχω Μυτιληνιά γυναίκα. Ιδώ λεγ’ ούλ’ τσ’ μαζέψαν ήταν αριστεροί κι πήγαν για ντουφεκισμό. Λοιπόν, κάθε βράδ’ ερχόταν η μάνα τ’ Διαμαντή να παρ’ ντου λουγαριασμό, διότι εμείς δ’λεύαμι μισά εμείς κι μισά του μαγαζί. Λοιπόν, να η Ασφάλεια μέσα, μι ρουτήσαν ιμένα, λεν ισύ από που είσαι; Λέου απντ΄ Μυτιλήν’. Τώρα λεν ανεύκεις; Λέου τώρα ήρθα. Γιατί ήρθεις ιδώ; Λέου μι κυνηγήσαν οι αντάρτις. Αρνήθ’κα κι γω ντου Χριστό. Λεν πρόσιξι, θα πάρουμι κάτου να ρουτήσουμι ποιός είσαι, λέου πάρτε. Πήραν κάτου, ήταν ου νουνός μ’, λέει τούτος είναι δικός μας, κι έτσ’ δε μι ξαναενοχλήσαν. Λέγαν σντ’ μητέρα αυτνού, πως άμα μαγκώσουμι ντου γιό σ’ απάνου, θα σ’ φέρουμι μουνάχα του κιφάλ’ τ’. Η καημέν’ η γριούλα δε μλούσει καθόλ’ τίπουτα.

 

Μουσική μαθητεία:

Ο Ιωάννης Κουτζαμάνης τα πρώτα μαθήματα μουσικής τα έλαβε από το οικογενειακό του περιβάλλον και ιδιαίτερα από τον Μενέλαο Κυριακόγλου, που είχε θεωρητικές γνώσεις και έπαιζε βιολί και τρομπόνι. Ξεκίνησε να παίζει κιθάρα στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και κατόπιν ο Μενέλαος Κυριακόγλου τον παρότρυνε να μάθει ακορντεόν, για να τον πάρει στη συνέχεια στην κομπανία του, το 1952:

Έπαιζα κιθάρα, ντουν καιρό που θέλαν κιθάρα μουνάχα, έπαιζα κιθάρα, ύστιρα έπαιζα ακορντεόν. Ου πάππους ο Μινέλαος [Κυριακόγλου], θέλαν τότις ακορντεόν, λέγ’ ‘Γιάνν’ ισύ θα πας να μάθ’ς ακορντεόν’. Τότις δεν είχι κανέναν δάσκαλου ακορντεόν, στ’ Μυτιλήν’ είχι έναν, πού να πας στ’ Μυτιλήν’; Τσι πήγα στν’ Αθήνα, το ’49 πήγα λοιπόν στν’ Αθήνα, είχι δε ι πάππους ο Μενέλαος δείξ’ μουσική, καλή μουσική, κι ντουν ευχαριστώ πουλύ γι’ αυτό. Κι όπ’ ντουν βρω, ντουν σέβουμι. Πήγα στην Αθήνα, έμαθα ακορντεόν, δε ντο θυμάμαι τον δάσκαλο. Σ’ ένα μέρος ήταν, Μαυρομιχάλη τόσα, που είχι έναν καθηγητή τσ’ μουσικής, αλλά το όνομά τ’ δεν το θυμάμαι. Ε, ίσαμ’ να του μάθου, δυο-τρία χρόνια, δούλευα κουρέας σντ’ Γλυφάδα μέσα, τσι πήγαινα τσι έκανα μαθήματα ακορντεόν. Μετά γύρ’σα εδώ, τσι πήγα μι ντουν Μινέλαο [την κομπανία].

 

Ο Ι. Κουτζαμάνης ανέφερε ότι τη δεκαετία του 1950 τα νέα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια τα μάθαιναν από τα γραμμόφωνα που υπήρχαν σε κάποια καφενεία στην Κάπη:

Απ’ τα γραμμόφωνα, βάζαμι ντ’ πλάκα. Μια δυο φουρές, θα του μάθς’ ισύ, το παίζεις. Με το αυτί, τώρα ι Μινέλαους [Κυριακόγλου] νομίζω πως έγραφι κιόλας [νότες]. Εμείς τα βγάζαμι τα νέα τραγούδια, όταν ζητούσε ένας ένα ρεμπέτικο, βάζαμι ιμείς του κινούριου, πριν δεν είχι ονομασίες, όπως είναι τώρα: ‘βάλε τούτο, βάλε εκείνο’, τότις τα ρεμπέτικα ήταν λίγα, τσι δε λέγαν τσι ‘βάλε του τάδε!’. Λέγαν ‘βάλε έναν καρσιλαμά’, βάζαμι εμείς, κι άμα ήταν κανένα καινούριο, το βάζαμε. Όταν του μάθαινε να πούμι ένας, ι Μινέλαους έξαφνα, πηγαίναμι όλ’ μαζί. Ε, όταν κάν’ς πρόβες, του παίρν’ς αμέσους. Άμα του μάθ’ς κι του τραγουδάς κι γιμώγ’ς [γεμίσεις] του τσιφάλ’ σ’ ισύ μ’ αυτό, του παίζ’ς μιτά. Γραμμόφωνα, ε, σχεδόν οι καφιτζήδις είχαν όλοι, κι ι Μινέλαους είχι ένα καλό, του είχι φέρ’ ι πατέρας του απ’ ντν’ Αμερική, τσι είχι τσι Σμυρνέϊκα ωραία.

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):

Ο Ι. Κουτζαμάνης ξεκίνησε να παίζει κιθάρα [περίπου] στα τέλη της δεκαετίας του 1940, συμμετέχοντας στην κομπανία του Μενέλαου Κυριακόγλου [οι «Καπιώτες» ή «Μενελάηδες»]. Το 1949, μετά από παρότρυνση του Μ. Κυριακόγλου έμαθε ακορντεόν και από το 1952 και έπειτα, οπότε και επέστρεψε από την τριετή απουσία του στην Αθήνα, συνέχισε να συμμετέχει στην ίδια κομπανία, παίζοντας ακορντεόν. Στην κομπανία συμμετείχαν ακόμα ο γιος του Μενέλαου, Μιχάλης Κυριακόγλου [βιολί, κιθάρα, ακορντεόν, αρμόνιο], ο Γιάννης Στεφάνου από την Κλειού, που έπαιζε κορνέτα, ο Βύρων Τέρζης από την Κλειού, που έπαιζε κιθάρα και ο Παναγιώτης «Καπετανάκης». Στα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1950 ξεκίνησε να συμμετέχει στο συγκρότημα και ο δεύτερος γιος του Μενέλαου, Ευστράτιος Κυριακόγλου [ντραμς, μπουζούκι, ακορντεόν και τραγούδι].

Τη δεκαετία του 1950, το συγκρότημα των Κυριακόγλου συνεργάστηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα και με κάποιους μουσικούς από την Αγία Παρασκευή:

Α, είχαμι τσι Αγιά Παρασκευώτες [μουσικούς], έναν άλλον Σαράντο [Σταμπουλή ή ‘Κατεργάρη’], δε θυμάμαι τα ονόματά τους, είχαμι άλλουν απ’ ντν’ Αγιά Παρασκευή που έπαιζε σαντουράκ’. Αυτοί ερχόνταν τσι γίνταν μια κουμπανία μι ντη Κάπ’, συνεργαζόμαστε και στα πανηγύρια και σ’ αυτά, ανεκατουμέν’ που λέμε.

 

Ο Ι. Κουτζαμάνης ανέφερε ότι μαζί με τον Μενέλαο Κυριακόγλου είχαν συνεργαστεί για κάποιο χρονικό διάστημα [πριν ξεκινήσουν να παίζουν επαγγελματικά μουσική οι γιοι του Μενέλαου Κυριακόγλου], με την κομπανία του Μιχάλη Παπαδόπουλου ή «Μουμτζή» [λαούτο, ούτι] από την Κάπη. Επίσης ανέφερε ότι συνεργάστηκαν και με τον βιολιστή Χαράλαμπο Γιάννο, από τον Μανταμάδο:

Είχαμι έναν […], μι ντου Μινέλαου ήταν τσι συμμαθηταί [μάθαιναν μαζί μουσική στη Μυτιλήνη από τον Κλεάνθη Μυρογιάννη], Γιάννος. Ο [Χαράλαμπος] Γιάννος ήταν Μανταμαδιώτ’ς, ήταν βιολιστής ωραίος. Αυτός άκ’γι τώρα ντ’ πλάκα [δίσκος γραμμόφωνου] κι βαστούσι του αυτό κι έγραφι ντ’ μουσική. Παίζαμε και μ’ αυτόν, ερχόταν στη παρέα μας, άμα τουν θέλαμε ερχόταν κι αυτός.

 

Από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα ο Ι. Κουτζαμάνης ανέφερε ότι συνεργάστηκε περιστασιακά με διάφορους Μυτιληνιούς μουσικούς:

Ε, ιγώ έπαιξα πολλές φορές με Μυτιληνιούς. Σε χορούς, σε γάμους, ναι, ανεξάρτητα. Όταν χρειάζονταν κανένα όργανο, πήγινα εγώ εκεί, ήταν έτσ’, τ’ς ώρας να πούμι. Πηγαίναμι για μια βραδιά, για δυο βραδιές, πηγαίναμι μαζί παρέα.

 

Ο Ι. Κουτζαμάνης ανέφερε ότι κυρίως τις δεκαετίες 1950-1960 τα μουσικά συγκροτήματα της Λέσβου συνεργάζονταν με τραγουδίστριες [τις επονομαζόμενες «ντιζέζ»], στα πανηγύρια και στις διασκεδάσεις στα καφενεία:

Ε, τσ’ τραγουδίστριις τσ’ είχαμι απ’ του ‘50 κι μιτά. Είχαμι τσι στη Κλειού, παίρναμι τραγουδίστριις, το καφενείο τσ’ έφερνε, ιμείς ως μουσικοί ακουλουθούσαμι. Άμα ήταν καλή, χουρίς να κάν’ς μια πρόβα μπουρείς να ντν’ ακουλουθήγ’ς. Δεν ήταν τσι πουλύ να πούμι τραγουδίστριις, ε, εμφάνιση μπορεί να είχαν αλλά στα τραγούδια δεν ήταν τσι πουλύ καλές… Είχαν δικά τους τραγούδια, ρεμπέτικα, να τέτοια. Κι όταν δε ξέραν κανένα, άμα σηκώνταν να χουρέψιν ας πούμι, άμα ξέραν κανένα του λέγαν, άμα δε ξέραν δε του λέγαν, καθόταν κι άλλ’ ντέφ’ έπιζι, άλλ’ τα παλάμια τσ’. Αυτές μέναν στου καφιτζή που τσ’ έπιρνι, τσ’ παίρναν στου σπίτι. Ήταν απ’ έξω, απ’ έξω αρχόνταν [εκτός Λέσβου]». Ι καφιτζής τσ’ έδινι, κάναν ένα αυτό [μια συμφωνία] κι έλιγι ‘θα σ’ δίνου 5.000 δραχμές τη βραδυά’, νουμίζου όμως πους ήπιρνι τσι ‘τυχερά’…

 

Ο Ι. Κουτζαμάνης σταμάτησε την επαγγελαμτική του ενασχόληση με τη μουσική στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Από τότε παίζει μόνο περιστασιακά σε γάμους της περιφέρειας του, μαζί με το συγκρότημα του Μιχάλη Κυριακόγλου:

Ο λόγος, τα βαρέθ’κα πια. Το επάγγελμα δεν το ‘θελα, γιατί άμα βαρεθείς ένα πράγμα δε το θέλ’ς πια. Είχα το κουρείο, ύστιρα θέλ’ να ‘χ’ς τσι αδειές για να κάν’ς πρόβες, ε; Τις οποίες ιγώ δε τσ’ έχου τσ’ άδειες. Δε μπουρείς να πας να παίζ’ς μουνάχα. Πρέπει να κάν’ς τσι πρόβις μαζί μι τα πιδιά που θα παίξ’ς. Να γι’ αυτό του σταμάτ’σα πιο πολύ.

 

Ο Ι. Κουτζαμάνης ανέφερε τους ακόλουθους μουσικούς:

 

  • Γιώργος Παπαντής ή «Ραφάλ’ς», από την Κάπη, έπαιζε κλαρίνο.

 

  • Βαγγέλης «τ’ Λιγουνή», ανιψιός κάποιου Παπαντή. Έπαιζε βιολί και συνεργαζόταν με τον Γιώργο Παπαντή, καθώς και με έναν ακόμα μουσικό που έπαιζε τρομπόνι:

Η αλλ’ η μουσική ήταν ι Γιώργους ι ‘Ραφάλ’ς’, έπαιζε κλαρίνο, Παπαντής μάλλον λέγινταν. Ου Βάγγελος ‘τ’ Λιγουνή’, έπιζι βιουλί. Αυτοί λέγινταν […], δε θυμάμαι τώρα. Ήταν κι ένας άλλος που έπαιζε τρομπόν’, ήταν δε τ’ Παπαντή ανίψια. Οι Βαρελτζήδες τσ’ μάθαν αυτοί όλ’, ήταν μαθηταί.

 

  • Γεωργαλάδες ή «Πασάδες». Οικογένεια μουσικών, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που εγκαταστάθηκαν στην Κάπη. Είχαν δική τους κομπανία στην Κάπη τις δεκαετίες 1940-1950.

 

  • Χαράλαμπος Γεωργαλάς ή «Πασάς», έπαιζε νταούλι.

 

  • Δούκας Γεωργαλάς ή «Πασάς», γιος του Χαράλαμπου. Έπαιζε ακορντεόν το οποίο είχε διδαχθεί από τον Γιάννη Κουτζαμάνη, τη δεκαετία του 1950 ή 1960 μετανάστευσε στην Αυστραλία.

 

  • Νίκος Γεωργαλάς ή «Πασάς», γιος του Χαράλαμπου, έπαιζε βιολί. Την δεκαετία του 1950 ή 1960 μετανάστευσε μαζί με τους αδερφούς του στην Αυστραλία.

 

  • Κώστας Γεωργαλάς ή «Πασάς», γιος του Χαράλαμπου, έπαιζε σαντούρι. Την δεκαετία του 1950 ή 1960 μετανάστευσε μαζί με τους αδερφούς του στην Αυστραλία.

 

  • «Καπετανάκης» από την Κλειού, έπαιζε βιολί και συμμετείχε στο συγκρότημα του Μενέλαου Κυριακόγλου τη δεκαετία του 1950.

 

  • Βύρων Τερζής, από την Κλειού. Έπαιζε κιθάρα και συμμετείχε στο συγκρότημα του Μενέλαου Κυριακόγλου, τη δεκαετία του 1950.

 

  • Γιάννης Σωκράτης, από την Κλειού. Έπαιζε κορνέτα συμμετείχε στο συγκρότημα του Μενέλαου Κυριακόγλου, τη δεκαετία του 1950.

 

  • Σαράντος, από τη Νάπη, έπαιζε κλαρίνο και συνεργαζόταν με τον Γιάννη Κουτζαμάνη τη δεκαετία 1950 ή 1960.

 

  • Μπούρμπουλας, από την Αγία Παρασκευή, έπαιζε τρομπόνι και πήγαινε στην Κάπη.

 

  • Χαράλαμπος Γιάννος, από τον Μανταμάδο, έπαιζε βιολί και είχε θεωρητικές γνώσεις μουσικής, που τις είχε διδαχθεί από τον Κλεάνθη Μυρογιάννη στη Μυτιλήνη:

Είχαμι έναν Μυτιληνιό, μι ντου Μινέλαου [Κυριακόγλου] ήταν τσι συμμαθηταί, Γιάννος. Ο Γιάννος ήταν Μανταμαδιώτ’ς, ήταν βιολιστής ωραίος. Αυτός άκ’γι τώρα ντ’ πλάκα κι βαστούσι του αυτό κι έγραφι ντ’ μουσική, παίζαμε και μ’ αυτόν. Ερχόταν στη παρέα μας, άμα τουν θέλαμε ερχόταν κι αυτός. Από Μυτιλήν’ ανέβαινε. Πέθανε ο Γιάννος, ήταν μια ηλικία μι ντου Μινέλαου [Κυριακόγλου]. Κι βιουλί μάθαν σι έναν δάσκαλου, πάλι μαζί, είχαν σχέσεις. Καλός άθρουπους, αλλά έπιζι βιουλί κι στ’ν Αθήνα, ήταν πουλύ σπουδαίος.

 

 

Τοπικές δράσεις:

Ο Ι. Κουτζαμάνης έχει παίξει σε πανηγύρια, αρραβώνες, γάμους, καντάδες και σε διασκεδάσεις σε σπίτια και σε καφενεία, ενώ έχει επισκεφτεί παρά πολλά χωριά της Λέσβου:

[Στην Κάπη και στην Κλειού] είχαμε φιλικές σχέσεις [με την Κλειού]. Τις πιο πολλές φορές παίζαμε εμείς στη Κλειού, γιατί πριν ο κόσμος γλεντούσε. Τη βδομάδα ήθελαν να μας σηκώσουν απ’ το στρώμα 12.00 η ώρα, 1.00 η ώρα, να πάμε στην Κλειού, κι παίζαμι, είχι γλιντζέδις. Τώρα πια αυτά αλλάξαν. Είχι παρέες, εκεί που πίναν ούζα και διασκεδάζαν μας φωνάζαν και παίζαμε […]. Ι Μινέλαος [Κυριακόγλου] είχι ένα χούγ’, όταν καθόμαστι τώρα, δε πίναμι βέβαια τακτικά ούζο, αλλά όταν θέλαμι να πιούμι ούζο, ο Μινέλαος έπρεπε να ξμιρουθεί. Βέβαια καλοκαιράκια αυτά, ξ’μιρουνόμαστι κι του προυί θέλαμι να πάρουμι τα όργανα τσι να πηγαίνουμι σι σπίτια. Στου Πλάτανου τ’ Καραγιάνν’ εδώ, όπου είχαμι του θάρρους. Τσι αυτοί δε οι αθρώπ’ σ’κώνταν απ’ του στρώμα που λέμι, ευχάριστα τσι μας κάναν τσι παρέα. Έπρεπε νά ‘ρθ’ του μεσιμέρ’ πια για να φύγουμι […].

[…] Καντάδες, και ταίριαζε όχι μόνο καλοκαίρια, τότις που είμασταν μικροί, είχι παρέες που μας παίρναν μι του χιόν’! Μας παίρναν από δω κι πηγαίναμι στην Κλειού, τσι κάναμι καντάδες μι του χιόν’!

 

Στην Αγία Παρασκευή κυρίως τη δεκαετία του 1950 και 1960:

Ο κόσμος τότε δεν είχε λεφτά, κυνηγούσε ο κόσμος τις δουλειές. Εμείς πηγαίναμε τώρα, ο Μενέλαος, ο Μιχάλης [Κυριακόγλο], πηγαίναμε μι τα πόδια από δω. Πόσα χιλιόμετρα είνι η Αγιά Παρασκευή; Μι τα πόδια πηγαίναμι! Κι φουρτουνώμαστι τα όργανα όλα στην πλάτη μας! Δεν είχι πρώτα συνγκοινουνίες. Κι νά ‘χε να πούμι κανένα ταξί, δεν φτάναν αυτά που θα πάρ’ς να πληρώσεις του ταξί. Πηγαίναμι τσι παίζαμι μι τα πόδια.

 

Στον Μανταμάδο:

Μια φουρά παίζαμι στν’ Αγιά Παρασκιυή, ι Μιχάλης, ι Μενέλαος [Κυριακόγλου] τσι είχαμι [μαζί μας στην κομπανία] τσ’ Κλειώτες αυτοί [μουσικοί από την Κλειώ Λέσβου], ήμασταν όλ’ νεαροί. Λοιπόν ανεβαίνοντας, απ’ έξω απ’ τον Μανταμάδο, είχι ένα μεγάλο κτήμα, από κάτω ήταν ο Μανταμάδος, γλυκουχάραζι. Λέμει ‘κάνουμι μια καντάδα τώρα εδώ; Στις Μανταμαδιώτ’σις’. Λέμε, ‘Πως δε κάνουμι!’. Όλ’ είμασταν νεαροί, βγάζουμι τα όργανά μας, παίζαμι τραγούδια ε; Παίζαμι κι ωραία. Από κάτω αυτό το χωράφ’, είχει καμιά δεκαριά άλογα, φοράδες, γαϊδουράκια, αυτά ήταν κάτω κάτω στο χωράφ’. Το χωράφ’ αυτό δεν ήταν ευθεία να ανεβείς, έκανε ποδόμες για να ανεβείς απάνω. Βλέπουμε, όταν παίξαμε κανέ-δυο σκοποί, τα άλογα αυτά τσι κάνιν έτσ’ να ακούσουν από που έρχεται η μουσική, τσι κάναν όλο του χουράφ’ ζικ-ζακ, τσι ήρθαν απού κάτου μας! Τσι ακούγαν μουσική. Η μουσική είνι ωραίου πράμα! Διότι τα μέσα σ’ γίνουντι ωραία, αγαπάς ντου κόσμο όλον, έχ’ς λεπτά [αισθήματα] μέσα πια!

 

Στη Στύψη, στη Συκαμιά, στη Σκάλα Συκαμιάς και στην Άργενο:

Πηγαίναμι συχνά. Σαββατοκύριακα, καμιά γιουρτή, καμιά Κυριακή. Στη Σκαμιά, στ’ Σκάλα […]. Στην Άργενο παίζαμι κάποτε δυο-τρεις μέρες του Αγιού Γιουργιού, εκεί είχαν ένα έθιμου τσι αρριβουνιάζνταν τσείνις τσ’ μέρις, μονάχα τ’ Αγιού Γιουργιού. Μπορεί να γίνταν οι αρραβώνες κι άλλη μέρα, αλλά του Αγίου Γεωργίου ήταν η επίσημη γιορτή τους. Κάναμι έξ’ αρριβώνις σ’ ένα μικρό χωριουδέλ’ τώρα, γινόταν έξ’ αρριβώνις έτσειν’ ντ’ βραδυά! Πηγαίναμε απ’ τη μία αρραβώνα στην άλλη. Δε τσ’ κάναμι εμείς βέβαια όλες, αλλά ακούσαμι ότι αρραβουνιάστκαν έξ’ άτουμα ιτσείν’ ντ’ βραδυά. Δε μπορούσαμι να πάμι σ’ όλις.

 

Στα Βασιλικά και στο Λαφιώνα:

Στου Λαφιώνα πηγαίναμι τακτικά. Γιατί ου Μινέλαους [Κυριακόγλου] είχι κάν’ μ’ έναν φαντάρους, που ήτανε καφιτζής εκεί. Στη Λαφιώνα δε, τώρα συζητούμι προ 40 χρόνια, ήταν πουλύ ιξιυγινισμένα [εξευγενισμένα] τα κουρίτσια, σντ’ μουσική, στα τραγούδια. Τσι είχει τσι ουραία κουρίτσια. Ικεί χουρεύαν δέκα κουρίτσια, ουραία άμα ε; Δίχους να χάσουν αυτό [το ρυθμό]. Πάντους ξέραν από χορό… Μια φουρά πήγαμι στν’ Λαφιώνα ικεί, παίζαμι σ΄ένα καφινείου, Αντών’ς λέγινταν. Αυτός ήταν χουρζμένους [χωρισμένος] τότι μι ντ’ γυναίκα τ’. Λοιπόν άμα τιλειώσαμι, ντ’ πρώτ’ μέρα, Απόκριις ήταν, είχι ένα κρύο αμα τί. Κατά ντ’ μία η ώρα, δυό, λέγ’ ‘Γιάνν’ θα ‘ρθεις μι τ’ ακουρντιόν οι δυο μας να πάμι να κάνουμι καντάδα’, στν’ γυναίκα τ’. Λέγου, ‘Έρχουμι Αντών’’. Πάμι λοιπόν κάτου απ’ του σπίτ’, τσ’ κάνουμι καντάδα. Καθούμαστι επί μ’σή ώρα, παραπάνου, λοιπόν ανοίξαν τα παράθυρα, κείνου του βράδ’ μίλ’σι του αντρόγυνου, συμφιλιώθ’κι. Λοιπόν άμα ξ’μέρουσι, γιατί του βράδ’ ήθιλι να πιάσει δουλειά, είμαστι μεσ’ του καφινείου. Ένα άλλου καφινείου απού πάνου, μ’ αυτόν είχει κάν’ ι Μινέλαους [Κυριακόγλου] φαντάρους. Λέγ’: ‘Μινέλαε έλα να μας παίξτι κανέ-δυο ώρις’, είχι παρέες γιμάτους. Πριν να πούμι πιάσ’ ι Αντών’ς ι κάτου [το κάτω το καφενείο με το οποίο είχε κλειστεί η συμφωνία] κι μαζεύει παρέες. Πηγαίνουμι μεσ’ τ’ άλλου του καφινείου, τσι αρχινούν ντου χουρό. [Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα] λέμι τ’ καφετζή ‘πρέπ’ να φύγουμι ιμείς, μας περιμέν’ ου άλλους που έχ’ του καφινείου απού κάτου’. Πού να φύγουμι; Οι άλλ’ που ήταν απού κάτου [οι πελάτες] μεθυσμένοι δε μας αφήναν να φύγουμι. Καθόμαστε, νύχτιασε, ου άλλους απού κάτου δεν είχι ούτε έναν. Αντών’ ντου λέγαν, ήταν δε τσι σκληρός. Μιτά, όταν σταματήσαν πια αυτοί τσι φύγαν απού κει απ’ του καφινείου οι μιθισμέν’, ιμείς τώρα πώς να κατεβούμε κάτου, ε; Βέβαια όλ’ ντν’ αυτήν ντν’ είχι ι Μινέλαος, γιατί εκείνος ήταν μιγάλους, εκείνος ήταν αρχηγός. Λέγ’: ‘Δεν είνι για να κατέβουμε’. Θυμάμαι, εκείν’ ντ’ μέρα παίζαμι ιγώ, ι Μιχάλης [Κυριακόγλου], είχαμι τσι τσ’ δυο τσ’ Κλειώτες, ντου Βύρων μι ντ’ κιθάρα, τσι ντου Γιάνν’ μι του τρουμπόν’. Καμιά φουρά, μας στέλν’ είδησ’ μι ένα πιδί, να κατεβείτε να παίξτι ιδώ. Ιμείς κατιβαίνουμι, δε μίλ’σι κανένας, αλλά ούτε κι αυτός μίλ’σι ου καφιτζής, πάντους μια φουρά ήταν σκληρός. Λοιπόν, πιάνουμι τώρα ντ’ δουλειά, μαζεύτσι [μαζεύτηκε] ι κόσμους, κατά τα μισάνυχτα, αυτός, ήταν μέσα γιμάτου, ε! Τσι όλου τζουμπαναρέοι, τσι είχαν τσι κάτ’ κάμις! Ναι, μαχαίρια, καρφωμένα πα’ στα τραπέζια. Τζουμπανιοί αυτοί, κάτ’ άγριοι άμα τι! Έρχιτι λοιπόν αυτός ο καφετζής δίπλα μ’ τσι είχι μια κάμα μες τη μέσ’, λέγ’: ‘Θα χτυπήσου ντου Μινέλαου’, ‘Ε, γιατί θα ντου χτυπήγσ’;’. Λέγ’: ‘Γιατί μ’ έκανι αυτό το πράγμα’, ‘Αντών’ κάτσι καλά!’. Λέγ’: ‘Γιάνν’, θα ντου χτυπήσου’. Λέγου: ‘Άκου να δεις. Θα ακούγ’ς τα δικά μ’ τα λόγια;’, ‘Για να ακούσου’. ‘Μι πήρις μες του κρύου…’, ‘Ναι’. Μ’ είπι να μι πληρώσ’ τότι κι ιγώ τ’ είπα δε θέλου τίπουτα. Λέγου: ‘Αντών’ θα σιβαστείς ιμένα. Μι πήρις χτες τα μισάνυχτα μεσ’ του κρύου, κι παίζαμι δυο ώρες έξου απ’ ντ’ γυναίκα σ’. Λοιπόν αφού σ’ κάνου του χατήρ’, τώρα δε θα πειράξ’ς ντου Μινέλαου’. Τέλος λοιπόν συμβιβάστσι, μαλάκουσι. Αλλά παίζαμι τρία μιρόνυχτα! Όλ’ είχαν παραλύσ’! Ήταν μικρός. Ο Βύρωνας έπιζι κιθάρα τσι ίσα-ίσα τσοιμάνταν [κοιμόταν]. Ο Τερζής, ου άλλους ου Γιάνν’ς που έπιζι ντ’ ντρόμπα, ου Σωκράτ’ς, πρήσκαν [πρίστηκαν] τα χείλια τ’ απ’ ντ’ τρόμπα που έπιζι. Μάϊνα! Τώρα ιγώ τσι ου Μινέλαους, το ακορντεόν τσι βιουλί. Τα χέρια μ’ πια πιάσαν να παραλύουν. Ήταν 2.00 η ώρα, τι; Ούλ’ αγριεμέν’ μέσα ε! Κάμις φουρτουμέν’. Λέγου: ‘Έλα εδώ Αντών’. Ντ’ πρώτ’ φουρά μ’ άκ’σις. Δε πείραξις ντου Μινέλαου’. Λέει: ‘Τι θες τώρα;’. ‘Δε μπουρούμι να παίξουμι πια! Είμαστι σμπαράλια! Να, αυτοί μείναν, οι αθρώπ’. Κι τσ’ βρίζαν οι άλλ’ τώρα. Τι ξέρουν απού μουσική; Τσ’ βρίζαν τσ’ αθρώπ’, γιατί δε παίζιν ε;’. ‘Λοιπόν τι θες να κάνου τώρα;’. ‘Μπουρείς να τσ’ διώξ’ς, μι τσ’ κάμις καρφουμένις να φύγουμι;’. ‘Πιρίμινι’. Δεν είχι φώτα, είχι λούξ. Κατιβάζ’ του λουξ. Παίρν’ ένα ραβδί πρώτα όμως. Λεγ’: ‘Σι πέντι λιπτά δε θα μείν’ κανένας εδώ!’. Μερικοί χουρεύαν, λεν’: ‘Ρε Αντών’ ιμείς τώρα ρίξαμι λιπτά να χουρέψουμι τίπουτα’. ‘Πάρτι τα μαχαίρια σας τσι φεύγιτι!’. Αλλά ντου φουβάνταν [φοβόντουσαν] όμους! Τό ‘λιγι η καρδιά τ’! Μεσ’ σι δέκα λιπτά, δεν είχι του καφινείου ψυχή! Παίρναν τσ’ κάμις τσι φεύγαν.

 

Στην Πελόπη:

Σντ’ Πελόπ’ όπουτι πηγαίναμι, πάντουτι είχι καυγάδις τσι μαχιρώματα. Μια φουρά πήγαμι ικεί να κάνουμι έναν γάμου, λοιπόν, κάναμι ούλ’ ντ’ διαδικασία, γιατί έχ’ μιγάλ’ διαδικασία ι Πιλόπ’! Οι γάμοι τους: Θα πας πρώτα να παίξ’ς να ξυρ’στεί ο γαμπρός, να παίζεις κανέ δυο ώρες να ξυρίζεται ο γαμπρός. Μέχρι να ντου ξυρίσ’ ι κουρέας θα παίζ’ς ισύ ντου σκουπό τ’ γάμου. Μιτά θα πάρ’ς ντου γαμπρό τσι θα πάτι στ’ς νύφ’ς του σπίτ’ να παίζεις να χουρέψιν τα κουρίτσια. Κι ου γαμπρός μαζί κι μιτά θα τ’ς παρ’ς να πάτι στην εκκλησία. Κι απού κει, απ’ ντν’ εκκλησία, θα τ’ς περιμέν’ς να τ’ς, πας στου καφινείου. Κι όταν είνι απ’ ντουν έναν ντου μαχαλά ου ένας, κι απ’ ντουν άλλουν ου άλλους, κάν’ς δυό ώρες διαδικασία! Πηγαίνουμι λοιπόν μέσα, πιάσαμι να χουρέψ’ ου γαμπρός μι ντ’ νύφ’. Λοιπόν, βλέπουμι έναν γυμνό απ’ ντ’ μέσ’ κι απάνου τσι μια μαχιριά απού δω απού κάτου. Ντουν φέρνιν μέσα στου καφινείο, έναν μαχιρουμένου, νεαρόν! Λένε: ‘μη βλέπτι τούτουν. Απ’ έξου έχ’ τσι έναν σκουτουμένου!’. Αυτοί τώρα ήταν μωρά, 13-14 χρονών. Πήγαν τσι κριμάσαν σι έναν χαρτάκ’ απού πίσου τ’. Αυτός, γιατί να τ’ κριμάσιν χαρτάκ’, πιάσι, έβγαλι του μαχαίρ’ τσι χτύπσι αυτόν ντου νεαρό. Λοιπόν, ένας μπάρμπας αυτουνού, είδε που χτύπσι ντουν ανηψιό τ’, πέφτ’ απού πίσου τ’, ντουν είδε ότι έρχιτι ου άλλους, μες σ’ ένα στινό, ντου προυλαβαίν’, κι τ’ πατεί 5-6 μαχιριές, ντουν αφήν’ επί τόπου. Αυτό του περιστατικό του είδαμι. Μιτά διάλ’σει ι γάμους. Είχει πια ι κόσμους όρεξ’ για γάμου; Εμείς φύγαμι… Γινόταν καυγάδις αναμεταξύ τους, για δικό τους λόγο. Ότι έπρεπε να χορέψω ιγώ και χόριψεις ισύ… Ύστιρα είχαν και τα δικά τους εκεί οι παρέες, μι τσ’ γκόμενές τους τσι γίνταν οι καυγάδις. Αλλά σντ’ Πελόπ’ γίνταν πουλλοί καυγάδις τσι μαχαίρες πα’ στα τραπέζια, αλλά τσ’ ξέν’ [από άλλα χωριά] δε τσ’ πειράζαν εκεί. Ιμείς να πούμι που είμαστι ξέν’ μουσικοί, δε μας πειράζαν, μας σέβινταν.

 

Στη Θερμή

Όχ’ συχνά, στα πανηγύρια μουνάχα. Έχιν ένα πανηγύρ’, τώρα νουμίζου, στις 25 Μαϊου [21 Μαϊου] είνι. Τι πανηγύρ’ είνι αυτό δε ξέρου. Κανέ δυο τρεις φουρές πήγαμι, Κωσταντίνου και Ελένης νουμίζου. Κάνιν πανήγυρ’ κάτου καλό, στου χουριό.

 

Ρεπερτόριο:

Για το ρεπερτόριο των σκοπών και των τραγουδιών που έπαιζε, ο Ι. Κουτζαμάνης ανέφερε:

[…] Στα γλέντια τους [οι Τούρκοι] φουνάζαν τσ’ δικοί μας. Ακόμα τσι ου προππάπους σ’, πηγαίναν στν’ Ανατουλή τσι παίζαν. Θέλαν να τσ’ καλέσν’ σι γάμου, τσι πηγαίναν τσι παίζαν. Αλλά δεν είχει μουσικοί Τούρτσ’. Δεν ήταν ιξιλιγμέν’ η μουσική σ’ αυτοί. Είχαν ντου ‘Τσάκιτζη’ που λέμι. Είνι ένας καρσιλαμάς που έχ’ λόγια Τούρκικα, τσι όπους ντουν ακούγου, άμα καμιά φουρά βάζου Τουρκία [στο ραδιόφωνο], είνι ίδιους, στη νύφ’ που παίζαμι ντου ‘Νυφκάτου’, έχ’ τσι Τούρκικο ‘Νυφκάτου’, σε ίδιο σκοπό, αλλά αλλάζ’ η μουσική, αλλά αλλάζ’ ο ήχος.

 

Επίσης παίζει και τραγουδάει «λαϊκά» και «ρεμπέτικα» τραγούδια, καθώς και τα επονομαζόμενα «ευρωπαϊκά» τραγούδια, δηλαδή φοξ, βαλς, ταγκό κ.ο.κ.:

Α, τότες τα παίζαμι όλα. Ευρωπαϊκά, ρεμπέτικα… Είχε τότες το βαλς, το ταγκό, ρούμπα. Αυτά ήταν οι χουροί. Τώρα δε τσ’ χορεύιν.

 

Σύμφωνα με τον Ι. Κουτζαμάνη τα «ευρωπαϊκά» τραγούδια τα προτιμούσε:

Η άρχουσα τάξη, ερχόταν λοιπόν, απ’ τη Κλειού που κάναν κι τσ’ επίσημις… Εδώ όχι, δεν γίνταν. Η Κλειού είχι καμπόσις επίσημις. Ήταν λοιπόν απού κάτου απ’ του αυτό, στα ‘Τσόνια’ [επίνειο της Κλειού] του καλουκαίρ’ που παίζαμι, κι λέει: ‘Ένα Ταγκό!’… Είχι κι πιο απάνου ένα άλλου. ‘Ζαχαρής’ λέγινταν, πιο απάνου. Είχε και ‘κει εξοχικό. Αυτή που σ’ λέγου, ο άντρας τσ’ ήταν του Συνεταιρισμού. Γραμματέας του Συνεταιρισμού, γραμματέας της Κοινότητας, αυτοί [ήταν η ‘άρχουσα τάξη’]. Οι άλλ’ χορεύαν τα ρεμπέτικα, καλαματιανοί, μαντήλια, τα νησιώτκα…

 

Για τις καντάδες ανέφερε:

Τα τραγούδια τσ’ νύχτας, ε, ‘Ξύπνα μικρό μου κι άκουσε’ κι δεν ξέρου τί. Ε, ωραία πράγματα. Δεν είναι ρεμπέτικα, είναι ωραία τραγουδάκια. Λέγαμι ντ’ ‘Μυγδαλιά’, τέτοια τραγουδάκια. Ε, ανακατεμένα. Λέγαμε και ρεμπέτικα: ‘Άνοιξε, άνοιξε και γω δεν αντέχω’, λέγαμι πολλά τραγούδια… Και ταίριαζε όχι μόνο καλοκαίρια [να κάνουμε καντάδες]. Τότις που ήμασταν μικροί, είχει παρέες που μας παίρναν μι του χιόν’! Μας παίρναν από δω κι πηγαίναμι στην Κλειού, τσι κάναμι καντάδες μι του χιόν’. Να, είχαμι ντου Μιχάλ’ ντου Σταυρινό απ’ την Κλειού, τότις ήθηλει να πάρ’ μια Κλειώτ’σα, λοιπόν, μας φώναζει από δω. Μια βραδιά ήταν τσι χιόνια!… Οι καντάδες πριν γίνταν τσι μι γραμμόφουνου. Στην αγκαλιά, βάζαν ντ’ πλάκα ικεί, έξου απ’ του παράθυρου, παίζαν του γραμμόφωνου.

 

Για τον σκοπό «Κιόρογλου» σχολίασε ότι:

Ε, ο ‘Κιόρογλου’ είναι τσ’ παρέας. Όταν μια παρέα θέλ’ να πα’ από ένα καφενείου στ’ άλλου, παίζαμι ντου ‘Κιόρογλου’. Στου δρόμου. Από σπίτ’ σε σπίτ’ ή από καφενείο σε καφενείο. Αυτό ήταν του δρόμου [σκοπός], άλλες ήταν οι καντάδες.

 

Για τον τρόπο εκμάθησης των νέων τραγουδιών ανέφερε:

Απ’ τα γραμμόφωνα [τα μαθαίναμε], βάζαμι ντ’ πλάκα. Μια δυο φουρές, θα του μάθ’ς, εσύ το παίζεις. Με το αυτί. Τώρα ι Μινέλαους [Κυριακόγλου] νομίζω πως έγραφι [νότες] κιόλας… Εμείς τα βγάζαμι τα νέα τραγούδια. Όταν ζητούσε ένας ένα ρεμπέτικο, βάζαμι ιμείς του κινούριου. Πριν δεν είχι ονομασίες, όπως είναι τώρα: ‘βάλε τούτο, βάλε εκείνο’. Τότις τα ρεμπέτικα ήταν λίγα, τσι δε λέγαν τσι ‘βάλε του τάδε!’. Λέγαν ‘βάλε έναν καρσιλαμά’, βάζαμι εμείς. Κι άμα ήταν κανένα καινούριο, το βάζαμε…. Όταν του μάθαινε να πούμι ένας, ι Μινέλαους [Κυριακόγλου] έξαφνα, πηγαίναμι όλ’ μαζί. Ε, όταν κάν’ς πρόβες, του παίρν’ς αμέσους. Άμα του μάθ’ς κι του τραγουδάς κι γιμώγ’ς [γεμίσεις] του τσιφάλ’ σ’ ισύ μ’ αυτό, του παίζ’ς μιτά… Γραμμόφωνα, ε, σχεδόν οι καφιτζήδις είχαν όλοι. Κι ι Μινέλαους [Κυριακόγλου] είχι ένα καλό. Του είχι φέρ’ ι πατέρας του απ’ ντν’ Αμερική. Τσι είχι τσι Σμυρνέϊκα ωραία.

 

Για τους σκοπούς που παίζανε στους γάμους ανέφερε:

Στην νύφ’ που παίζαμι ντου ‘Νυφκάτου’, έχ’ τσι Τούρκικο ‘Νυφκάτου’, σε ίδιο σκοπό, αλλά αλλάζ’ η μουσική, αλλάζ’ ο ήχος, η αυτή. Πηγαίναμι τώρα, παίζαμι τουν έναν πρώτα κανέ-δυό φουρές, κι ύστιρα ντουν αλλάζαμι, παίζαμι ντουν άλλουν. Είνι, δε μπουρείς να ντου γνουρίγ’ς άμα δεν ξέρ’ς μουσική, λες, είνι ‘Νυφκάτους’. Πηγαίναμι ντ’ νύφη μ’ αυτό ντου σκουπό κι μιτά βάζαμι ντουν άλλουν κι ντ’ γυρίζαμι απ’ ντ’ εκκλησία. Ντου παίζουμι ιμείς σι γάμους [μέχρι σήμερα], ντου παίζουμι κι αυτόν. Ε, είνι πιο γλυκός, αρχότι (έρχεται) ι Τούρκικους. Ύστιρα είχι ένα Τούρκικο, του ‘Καζιλέρ’ λέγιτι, που ντουν παίζαν όταν μια παρέα ήταν να σηκωθεί για να πάει αλλού, στου δρόμου μέσα. Τσι μπουρεί να γυρίζαν του χουριό οι Τούρκ’, τσι παίζαν του ‘Καζιλέρ’. ‘Καζιλέρ’ λέγιτι κι Τούρκικος χαβάς [σκοπός]. Αυτά τώρα έχω χρόνια να τα παίξω, να τα θυμηθώ αυτά, γιατί η μουσική όταν τη σταματήγ’σ, σι σταματεί. Λεν πους μια μέρα άμα δε του πιάσεις [το όργανο] του καταλαβαίν’ς ισύ. Άμα έχ’ς να του πιάσεις δυο-τρεις μέρις του καταλαβαίν’ κι ι άλλους.

 

Αμοιβή:

O Ι. Κουτζαμάνης ανέφερε σχετικά με την αμοιβή των μουσικών, τους τρόπους πληρωμής τους και τον καταμερισμό των χρημάτων μεταξύ τους:

Στα πανηγύρια μας ειδουποιούσαν οι καφιτζήδις. Κι λεν’ ιμείς σας θέλουμι να ‘ρθείτε. Κι όταν δίνουμι ντου λόγου μας, κι άλλ’ να μας γυρεύαν μιτά ιμείς πηγαίναμι ικεί. Δε κάναμι να πούμι, να δούμι… Γιατί τα πανηγύρια, ου καφιτζής μπουρεί να είνι καλός, αλλά τι παρέες θα ‘ρθούν μέσα. Παίξαμι τσι σι πανηγύρια που δε πήραμι ούτι μια δραχμή! Δυο μιρόνυχτα, κι δε πήραμι ούτι μια δραχμή. Τα καφινεία γιμάτα! Μονάχα διατάζαν κάτι τραγούδια να τους παίξουμε, απ’ ντου κόσμου εξαρτάται. Στη Στύψ’ ταίριασι μια δόσ’, παίζαμι δυο μέρις τσι δε πήραμι φράγκου!… Τα λεφτά εξίσου τα μοιράζαμε. Βγάζαμε τα έξοδα που είχαμι, τα μεταφορικά, φαγητά κι τέτοια κι παίρναμε εξ’ ίσου… Διότι τα καλύτερα χωριά, δε μπορεί να είναι τσι κάθε μέρα πανηγύρ’ εκεί. Τα καλύτερα χωριά που διασκεδάζαν και πληρώναν καλά ήταν η Σ’καμιά [Συκαμιά]. Η Σκαμιά ήταν μιρακλήδις τότις.

 

Για τη δεκαετία του 1940 ανέφερε:

Με λάδια [πληρώνονταν οι μουσικοί] επί Γερμανών. Ιμείς είμασταν τότι νεαροί που είχαμι άλλ’ μουσική. Είχαμι τσ’ παλιοί τσ’ μουσικοί τσι παίζαν τσι τσ’ πληρώναμι μι λάδια. Έλεγες όταν σηκώνεσαι να χορέψεις ότι σου δίνω ένα κιλό σιτάρ’, πέντι κιλά λάδ’, παίζαν τσι έγραφι ένας. Ο Κουτζαμάν’ς χρουστά πέντι κιλά λάδ’, μι ντν’ αύριου γυρίζαν τσι τα μαζεύαν. Στα δικά μας τα χρόνια δεν είχι πια [αμοιβή σε] είδος.

 

Σύμφωνα με τον Ι. Κουτζαμάνη η δεκαετία του 1950 ήταν οικονομικά, πολύ καλή περίοδος για τους μουσικούς:

Απ’ τις αρχές του ’50 και μετά, ένα διάστημα παίρναμε λεφτά. Του ’50 μέχρι του ’60 ήταν καλά. Μετά κόψαν οι δουλειές, ταίριασε χρόνια που άμα δεν είχε μαξούλια [καλές σοδειές λαδιού], δεν παντρεύονταν ο κόσμος… Ε βέβαια, αυτοί ήταν οι λόγοι. Άμα δεν έχ’ ο κόσμος λεφτά πώς θα διασκεδάσ’; Η μετανάστευση έγινε, η νεολαία έφυγε, όλα αυτά παίζουν ρόλο… Σε κανένα πανηγύρ’ μουνάχα, σε κανένα χουρό άμα πας, σε κανέναν γάμο άμα πας. Ενώ πριν αυτά δεν ήταν, ήταν ταχτικιά η δουλειά, μπορεί ντ’ βδουμάδα να έκανις 4-5 παιξίματα, να σι φουνάξιν παρέες. Πότι στην Κλειού, πότι στη μια, πότι στν’ άλλ’… Του στήναν στου ρακί, δεν είχι σχέσ’, δουλεύαν στα κτήματα, για δε θα δουλεύαν, η διασκέδασ’ γινόταν, πριν ι κόσμους διασκέδαζι. Η νεολαία δεν είχι να ξυλών’τι σντ’ τηλεόραση. Όταν ήπ’νι ούζο, λέγ’ πήγαινε και φώναξε τη μουσική, ερχόταν η μουσική. Μι ντν’ νεολαία μαζί διασκέδαζε και ο γέρος.

… Τώρα τσι οι μουσικοί να πούμι διαλέγαν λιγάκ’. Σ’ λέγ’ αυτός θα ρίξει λεφτά, ο άλλος δε θα ρίξ’. Εκεί που παίζαμι στ’ Θερμή, ένας Μανταμαδιώτ’ς που έπιζι κιθάρα [Ευστράτιος Γιαννής], βαστούσι ντ’ σειρά. Λοιπόν, βλέπου ιγώ δυο νεαρά πιδιά, ι κόσμους κάνταν έξου σντ’ πλατεία, τα δυο πιδιά καθόνταν μέσα. Ιγώ κοιτάζου τώρα, ζητήσαν σειρά. Λέει αυτός εντάξ’. Βλέπου ιγώ ότι ήρθι η σειρά τους, τσι σ’κών’ άλλ’ τσι χουρεύν’. Σ’κών’ άλλ’ άλλ’! Λέου: ‘Γιάνν’, δώσι στα πιδιά σειρά, γιατί θα καυγαδίσου ιγώ τώρα μαζί σ’’! ‘Μα αυτοί είνι μωρά’. ‘Δώσει στα πιδιά σειρά! Κρίμα δεν είνι; Αυτοί είνι νεαροί αυτοί θα χουρέψιν’. Λοιπόν, έδουσι σειρά τσι σ’κώντιν να χουρέψιν αυτοί. Ε, όσα λιφτά ρίξαν οι άλλ’ τόσις ώρις που χουρέψαν, αυτά τα δυο παιδιά πληρώσαν για τσ’ άλλ’ όλ’! Όχ’ ότι πήραν είδηση ή θυμώσαν. Κατάλαβις; Αυτοί ύστιρα μάθαμι πως ήταν στα καράβια κι είχαν τόσα λιφτά. Γι’ αυτό δεν πρέπ’ να κάν’ς εξαιρέσεις.

 

Φωτογραφίες

Μετάβαση στο περιεχόμενο