Χρήστου Παναγιώτης
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Πλαγιά, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1921
Ιδιότητα:
Οργανοπαίχτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής, παίζει βιολί.
Γονείς:
Οι γονείς του Παναγιώτη Χρήστου ήταν από την Πλαγιά, ο πατέρας του ήταν μουσικός και έπαιζε βιολί, βιολοντσέλο και σαντούρι.
Όπως αναφέρει ο ίδιος:
Δημήτρη τον λέγαν τον πατέρα μου και έπαιζε βιολί και κείνος. Ε θέλησε να με βάλει και μένα. Μου ’δωσε τα πρώτα μαθήματα….ύστερα έπιασα δουλειά στα 18 μου χρόνια. Απ’ το 1939. Κάνα χρόνο περίπου, έμεινα με τον πατέρα μου. Έπαιζα με τον πατέρα μου. Μαζί με συγκρότημα….
Οικογενειακή κατάσταση:
Η σύζυγος του Παναγιώτη Χρήστου κατάγεται από την Πλαγιά, και παντρεύτηκαν το 1950 ή το 1951. Το 1952 απέκτησαν ένα γιο, το Δημήτρη, ο οποίος είναι δάσκαλος και εργάζεται στη Μυτιλήνη.
Ο Παναγιώτης Χρήστου προέρχεται από οικογένεια μουσικών:
- Ο παππούς του, Ιωάννης Χρήστου, ήταν μουσικός και έπαιζε γκάϊντα ή «τουλούμι» και κλαρίνο. Για τον παππού του, ο Παναγιώτης αναφέρει χαρακτηριστικά:
Κι ο παππούς μας ήταν μουσικός, ναι, έπαιζε κλαρίνο. Κι ύστερα έμαθε ο πατέρας μου, ε κι ο πατέρας μου, κληρονομικό πήγε… Από την Πλαγιά ήταν. Στην αρχή έπαιζε ζουρνά. Η γιαγιά μ’ λέει, άμα δε μάθεις κλαρίνο, δε θα σε παντρευτώ… Έπαιζε κλαρίνο πολύ καλό… Έπαιζε με τ’ αδέρφια του, ναι ήταν μουσικοί, αλλά είχανε πνευστά όργανα. Είχανε τρόμπες, είχανε τρομπόνια και ένα άλλο που δίνει, που κάνεις ακομπανιαμέντο, ένα πνευστό, ναι μπομπαρδίνο, πως το λένε. Έκανε ακομπανιαμέντο, αλλά τα καταφέρναν καλά. Τους πρόλαβα, ναι, αλλά είναι τώρα πολλά χρόνια πεθαμένοι, γιατί ήταν μεγάλοι άνθρωποι. Ναι, βέβαια (παίζανε μουσική πριν το 1930).
- Ο πατέρας του, Δημήτρης Χρήστου, ήταν μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Έπαιζε βιολί, βιολοντσέλο και σαντούρι. Ο παναγιώτης αναφέρει για τον πατέρα του:
Ο πατέρας μου κούρδιζε, κούρδιζε λατέρνες, ναι, γιατί έπαιζε και σαντούρι ο πατέρας μου και ήξερε και κούρδιζε και λατέρνες… Ναι, γιατί κούρδιζε και πιάνα, στο Πλωμάρι που είχανε ορισμένες πιάνα, κούρδιζε και πιάνα.
- Ο ετεροθαλής αδελφός του, Γιάννης Χρήστου, έπαιζε σαντούρι και συνεργαζόταν σταθερά με τον πατέρα του, Δημήτρη.
- Ο νεώτερος αδερφός του Παναγιώτη, Στρατής Χρήστου είναι επίσης επαγγελματίας μουσικός. Παίζει κιθάρα και ακορντεόν σε σταθερή συνεργασία με τον αδερφό του, από τη δεκαετία του 1950 και μετά.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Εκτός από μουσικός ο Παναγιώτης Χρήστου ήταν και κουρέας. Επίσης απασχολούνταν και σε αγροτικές δουλειές, κυρίως με την καλλιέργεια της ελιάς στα δικά του κτήματα.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Ο Παναγιώτης Χρήστου κατοικεί στην Πλαγιά Λέσβου. Όπως αναφέρει και ο ίδιος:
Ε, καλά έχω το σπίτι μου, έχω κτήματα και αυτό, γεννήθηκα κι εδώ πέρα. Και στη Μυτιλήνη καμιά φορά που πηγαίνω να δω το παιδί μου, έτσι κάθομαι και θέλω να φύγω να ’ρθω στο σπίτι.
Προσωπική και οικογενειακή πορεία:
Σημαντικό ρόλο στην απόφαση του Παναγιώτη Χρήστου να ασχοληθεί με τη μουσική έπαιξε ο πατέρας του, Δημήτρης, που ήταν επαγγελματίας μουσικός. Ο ίδιος άλλωστε έκανε τα πρώτα μαθήματα βιολιού στο γιο του και για ένα έτος τον συμπεριέλαβε στην κομπανία του.
Το 1946 ο Παναγιώτης Χρήστου παρουσιάστηκε στο στρατό. Υπηρέτησε τη θητεία του στην Αλεξανδρούπολη όπου έπαιζε μουσική στη Λέσχη Αξιωματικών. Όπως αναφέρει ο ίδιος:
Λοιπόν, φεύγοντας οι Γερμανοί με πήρανε στρατιώτη, οπότε λοιπόν πήγα στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί πέρα, ως βιολί και άλλοι στρατιώτες ήταν μουσικοί και μας πήραν και παίζαμε στη Λέσχη Αξιωματικών. Είχαμε πιάνο, ακορντεόνια, βιολιά. Πλην όμως, μπουζούκια και αυτό δεν τα δεχότανε.
Μουσική παιδεία:
Ο Παναγιώτης Χρήστου έχει θεωρητικές γνώσεις μουσικής.
Μουσική μαθητεία:
Ο Παναγιώτης Χρήστου διδάχτηκε τα πρώτα μαθήματα στο βιολί από τον πατέρα του, Δημήτρη Χρήστου, που ήταν επαγγελματίας μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Μετά συνέχισε τα μαθήματα βιολιού στον μουσικοδιδάσκαλο Βασίλη Καλδή στο Πλωμάρι. Όπως αναφέρει ο ίδιος:
Δημήτρη τον λέγαν τον πατέρα μου και έπαιζε βιολί και κείνος. Ε, θέλησε να με βάλει και μένα. Μου ’δωσε τα πρώτα μαθήματα κι ύστερα ήταν ένας μουσικοδιδάσκαλος εδώ πέρα και πήγα κι έβγαλα δυο – τρεις μεθόδους. Στο Πλωμάρι. Καλδής (Βασίλης) λεγόταν, ναι. Λοιπόν, έμαθα μουσική, έβγαλα και δυο – τρεις μεθόδους, ναι, ύστερα έπιασα δουλειά στα 18 μου χρόνια. Απ’ το 1939.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Παναγιώτης Χρήστου ξεκίνησε να παίζει βιολί σε τοπικά συγκροτήματα, σε ηλικία 18 ετών. Αρχικά, για ένα χρόνο περίπου, έπαιζε στο ίδιο συγκρότημα με τον πατέρα του. Όταν απολύθηκε από το στρατό, μετά από 3 χρόνια θητείας, το 1949, συνεργάστηκε με τοπικούς μουσικούς και έφτιαξε δικό του συγκρότημα:
Λοιπόν, έκανα ένα συγκρότημα μοναχός μου, ανεξάρτητα απ’ τον πατέρα μου. Δουλεύαμε καλά. Είχα κι έναν ακορντεόν άλλον (δηλαδή εκτός από τον αδερφό του, τον Στρατή), τον Μανώλη Γιαγνίση ο οποίος πέθανε, τραγουδούσε αυτός και ευρωπαϊκά… Είχαμε “τζαζ” (ντραμς), είχαμε κιθάρα, (άλλοτε τον Αντώνη Χατζηδημητρίου από την Πλαγιά και άλλοτε τον Ηλία Ρουμελιώτη ή “Καραχάλια” από το Πλωμάρι), τραγούδια. Ευρωπαϊκό τραγούδι και χωριστά, άλλο τραγούδι, τα λαϊκά…. Έκτοτε που λες, έκανα ένα συγκρότημα κανονικό. Ήταν κι ένας άλλος, ο οποίος έπαιζε σαντούρι, ένας γέρος, “Αράπη” τον λέγανε, Καβαρνός. Ήτανε από το 1949 και ύστερα, έπαιζα μέχρι που έφυγε στην Αυστραλία. Παίζαμε μαζί και είχαμε καταρτίσει αρκετά καλή κομπανία και πηγαίναμε ταξίδια, σε πανηγύρια και λοιπά… Κιθάρα, έπαιζε κι ο αδερφός μου, (ο Στρατής) είχαμε κι έναν ξένον….
Ντραμς έπαιζε αρχικά κάποιος από τον Τρίγωνα και μετά τον θάνατο του, έπαιζε ο Δημήτρης Κριτζάς, από την Πλαγιά.
Στη δεκαετία του 1960 και του 1970, ο Παναγιώτης Χρήστου στο βιολί και ο αδερφός του Στρατής στο ακορντεόν, συνεργάζονταν με τον Γεώργιο Καβαρνό ή «Αράπη» στο σαντούρι και τον Κώστα Στεριανό ή «Μπουρλή» στα ντραμς. Μετά τη μετανάστευση του Γ. Καβαρνού στην Αυστραλία, συνεργάστηκαν με τον Δημήτρη Στεριανό ή «Μπουρλή» στο σαντούρι. Όταν έπαιζαν σε κέντρα διασκέδασης, σε συνεστιάσεις κ.λ.π. συνεργάζονταν με τραγουδίστριες, καθώς και με μουσικούς από την Αθήνα, που έπαιζαν μπουζούκι.
Τη δεκαετία του 1970 σε γάμους στο Κάτω Τρίτος της Γέρας, ο Παναγιώτης Χρήστου – βιολί και ο αδερφός του Στρατής – ακορντεόν, συνεργάστηκαν με τον Παναγιώτη Παπλωματά ή «Καλέλη», από τη Μυτιλήνη, που έπαιζε ντραμς.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο Παναγιώτης Χρήστου και ο αδερφός του Στρατής, συνεργάστηκαν για 6-7 χρόνια με τον Γιώργο Μπατζάκα, από τη Γέρα, που έπαιζε μπουζούκι. Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Χρήστου:
Τώρα πρόσφατα είχαμε παίξει μ’ έναν, με κάνα – δυο Γεραγώτες. Είχαμε τοπικά συγκροτήματα καμωμένα.
Ο Παναγιώτης Χρήστου ανέφερε επίσης του εξής μουσικούς στην ευρύτερη περιφέρεια του τόπου του:
– Αναστασία Τυρρηνή ή «Στασούλ’» από την Πλαγιά. Έπαιζε τουμπερλέκι και τραγουδούσε.
- Αλβανός ή «Πασ’μας». Είχε λατέρνα στην Πλαγιά.
- Ψείρας, μουσικός από τον Τρίγωνα της περιφέρειας Πλωμαρίου. Παίζει ντραμς.
- Βασίλης Καλδής, μουσικοδίδακαλος, μικρασιατικής καταγωγής που μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στο Πλωμάρι. Δίδαξε βιολί και στον ίδιο τον Παναγιώτη Χρήστου.
- Ποσειδώνας Καραβάς, περίφημος βιολιστής και καλλίφωνος τραγουδιστής, μικρασιατικής καταγωγής, εγκατεστημένος στο Παλιοχώρι της περιφέρειας Πλωμαρίου.
- Γιώργος Χατζέλλης ή «Βέβα» ή «Χαχίνα», περίφημος σαντουριέρης από το Ακράσι της περιφέρειας Πλωμαρίου.
- «Τα Παντελέλια», μουσικό συγκρότημα των αδερφών Παντελέλη από το Παλιοχώρι της περιφέρειας Πλωμαρίου.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Ο Παναγιώτης Χρήστου απ’ το 1949 και έπειτα, όταν έκανε δικό του συγκρότημα στην Πλαγιά μαζί με τον αδερφό του Στρατή Χρήστου συνεργάστηκαν με το Μανώλη Γιαγνίση στο ακορντεόν και το τραγούδι, ενώ στην κιθάρα συνεργάστηκαν κυρίως με τον Αντώνη Χατζηδημητρίου και με τον Ηλία Ρουμελιώτη ή «Καραχάλια» από το Πλωμάρι. Στο συγκρότημα συμμετείχε επίσης ο Δημήτρη Κριτζάς στα ντραμς και ο Γιώργος Καβαρνός ή «Αράπςη» στο σαντούρι. Για τη συνεργασία του με το Μανώλη Γιαγνίση ο Παναγιώτης Χρήστου αναφέρει:
Είχα κι έναν ακορντεόν άλλον, ο οποίος πέθανε. Ήτανε στα ευρωπαϊκά καλός ήτανε, ναι τον Γιαγνίση. Τραγουδούσε αυτός και ευρωπαϊκά, δηλαδή Κουφινιώτη, Γιαννίδη και τέτοια.
Επίσης αναφέρει για το Γιώργο Καβαρνό ή «Αράπη»:
Ήταν κι ένας άλλος, ο οποίος έπαιζε σαντούρι, ένας γέρος, “Αράπη” τον λέγανε, Καβαρνός, ο οποίος έφυγε στην – είχε μια κόρη παντρεμένη στην Αυστραλία – και εκεί, πώς αυτό και πέθανε ο άνθρωπος. Αλλά ήταν, είχε πολύ μουσικό αυτί και μπορούσε, δηλαδή ήξερε τους τόνους, αρκετά καλά, που δηλαδή, κομμάτι που το ’παιζες πρώτη φορά, μπορούσε με τις συγχορδίες που ήθελε να πιάσει, να είναι σαν να το ’ξερε. Ήταν πολύ γερός… Καταγότανε, Μικρασιάτης ήταν, κι ύστερα είχε πάει και στην Αίγυπτο. Κι ύστερα παντρεύτηκε εδώ πέρα, γιατί ήταν ο πατέρας του καταγωγής από το χωριό τούτο (την Πλαγιά). Ήτανε από το 1949 και ύστερα, έπαιζα μέχρι, προ λίγα χρόνια, ναι μέχρι που έφυγε στην Αυστραλία. Ναι παίζαμε μαζί και μπορώ να σου πω ότι είχαμε καταρτίσει αρκετά καλή κομπανία και πηγαίναμε ταξίδια, σε πανηγύρια και λοιπά.
Τις δεκαετίες 1960-1970, όταν έπαιζαν σε καφενεία και σε μουσικά κέντρα συνεργάζονταν με τραγουδίστριες από την Αθήνα. Την περίοδο αυτή οι αδελφοί Χρήστου συνεργάζονταν με τον Γιώργο Καβαρνό ή «Αράπη» στο σαντούρι και στη συνέχεια με το Δημήτρη Στεριανό ή «Μπουρλή», ενώ στα ντραμς συμμετείχε ο Κώστας Στεριανός ή «Μπουρλής». Συνεργάστηκαν επίσης με τον Παναγιώτη Παπλωματά ή «Καλέλη» όταν έπαιζαν σε γάμους στο Κάτω Τρίτος της Γέρας
Τη δεκαετία του 1980 ο Παναγιώτης και ο Στρατής Χρήστου συνεργάστηκαν για 6-7 χρόνια με τον Γιώργο Μπατζάκα – μπουζούκι. Την περίοδο έπαιξαν μουσική και στη Μυτιλήνη, σε εκδηλώσεις όπως «Η Γιορτή του ούζου», σε χορό του Ο.Τ.Ε., στο Ξενοδοχείο «Ξενία» και στο Κάστρο.
Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:
Ο Παναγιώτης Χρήστου συμμετείχε σε ηχογράφηση του Συλλόγου Προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής, υπό τη διεύθυνση του Σίμωνα Καρρά. Συγκεκριμένα ηχογραφήθηκε στον δίσκο βινιλίου:
- «Τραγούδια Μυτιλήνης και Χίου», Σύλλογος προς διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής (Σ. Καρράς): Παίζει βιολί στο τραγούδι: «Τα δύο κυπαρίσσια», ενώ ο αδερφός του Στρατής τον συνοδεύει με την κιθάρα.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Για την προέλευση των βιολιών του Παναγιώτης Χρήστου αναφέρει:
Το βιολί το ’χω φέρ’, το ένα, το πρώτο βιολί που έχω, το είχα φέρει από την Τσεχοσλοβακία, το ’χα παραγγείλει. Το άλλο είναι απ’ την Ιαπωνία, ιαπωνέζικο. Ε, πάντως δεν είναι κλασικά βιολιά, αλλά γι’ αυτές τις δουλειές είναι καλά.
Ο ίδιος αναφέρεται και στα τουμπελέκια που παίζανε στη Γέρα και δίνει πληροφορίες για τον τρόπο κατασκευής τους:
…Πηγαίναν έξω στις εξοχές και λοιπά, ναι και είχανε, ‘νταρμπούκες’ τις λέγανε, τουμπερλέκια τις λέγανε, να τέτοια. Είχαν κάτι πήλινα τουμπερλέκια. Κεραμικά, φτιάχναν τέτοια τουμπερλέκια, κεραμικά και βάζανε, ε, τέτοιο, δέρμα από γάτες, γιατί το δέρμα της γάτας είναι πολύ λεπτό και βγάζει πιο καλό ήχο.
Αναφέρεται επίσης και στον Μούρτζινο – κατασκευαστή οργάνων στην Αθήνα:
Κι έφερνε και καλά όργανα, δεν ξέρω αν ξέρετε – πέθανε αυτός – ο Μούρτζινος, απ’ την Αθήνα, έκανε καλές κιθάρες και καλά μαντολίνα.
Τοπικές δράσεις:
Ο Παναγιώτης Χρήστου με την κομπανία του έπαιζε μουσική κυρίως στα χωριά της περιφέρειας Πλωμαρίου.
Στην Πλαγιά παίζανε τακτικά στο εξοχικό κέντρο «Κάμπος» καθώς και σε διάφορα πανηγύρια, π.χ. της Αγίας Τριάδας, της Υπαπαντής κ.ά. Το καλοκαίρι παίζανε επίσης σε εξοχικά κέντρα στον Τρίγωνα.
Στο Πλωμάρι έπαιζαν στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στη συνοικία του «Ταρσανά» και στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος στο «Αμμουδέλι», σε διάφορα κέντρα, καθώς και όταν τους καλούσαν να παίξουν στη Λέσχη Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος», σε χοροεσπερίδες:
Η Λέσχη Πλωμαρίου ήταν οι πλούσιοι μονάχα ξέρετε και θέλαν τέτοια: ταγκό, ρούμπες, φοξ, δεν ξέρω τι και τέτοια. Εμείς τα κατείχαμε αυτά τα πράγματα και πηγαίναμε, παίζαμε. (Οργάνωναν χοροεσπερίδες) τα Χριστούγεννα, Απόκριες… Κανονίζαμε, τόσα θέλαμε. Πού θα περιμένω ’γω, απ’ το ταγκό να πάει να με πληρώσει; Αυτοί στη Λέσχη ήταν οργάνωση, οπότε δηλαδή, εμείς παίρναμε, ανάλογα το ποσόν που κάναμε παζάρι και μας πλήρωνε η Λέσχη και πληρώναν αυτοί ως μέλη. […] Στο Πλωμάρι πηγαίναμε σε κέντρα. Ναι, στ’ “Αυτουσμή”, στ’ “Αθανασιάδη”. Ε, τ’ είναι, μικρά κέντρα. Όταν έπαιζες σε κέντρο θε να ’ρθουν εκείνοι που θέλουν να διασκεδάσουν, δεν ερχόνταν να πιούν καφέ. Όταν είχανε γυναίκες, κλείναμε και δέκα και δεκαπέντε μέρες συνέχεια, αλλά για μένα ήταν μαρτύριο, γιατί ερχόμουνα και τρεις – τρεισήμισι ώρα απ’ το Πλωμάρι και ήμουνα υποχρεωμένος να φύγω στις ελιές. Γιατί, τί να κάνω; Θα καθόταν κι η γυναίκα. Κι έτσι λοιπόν, έφευγα από τη μια τη δουλειά και πήγαινα στην άλλη τη δουλειά. Ναι, κούραση μεγάλη.
Εκτός από την περιφέρεια Πλωμαρίου, ο Παναγιώτης Χρήστου ανέφερε ότι έπαιξε μουσική και σε χωριά της Κεντρικής Λέσβου, καθώς και στη Μυτιλήνη.
Στο Παλαιοχώρι, στον Πολυχνίτο, στα Βασιλικά και στην Καλλονή έπαιζαν κυρίως σε καφενεία και πανηγύρια, ενώ στην περιοχή της Γέρας συνήθως τους καλούσαν να παίξουν σε γάμους τις δεκαετίες του 1970 και 1980.
Στην Πηγή και Κώμη, έπαιζαν κυρίως στο πανηγύρι του «Ταύρου» – του Αγίου Χαραλάμπους, στα τέλη Ιουνίου:
Στην Πηγή, έχω πάει σ’ ένα πανηγύρι, του Αγίου Χαραλάμπους, ναι, σφάζαν και ταύρο. Μάλιστα, μας πήρανε κιόλας και παίζαμε σ’ ένα, Κώμη λέγεται, ένα χωριό και γυρίζαν τον ταύρο. Λοιπόν ευλογούσε ένας παπάς (τον ταύρο) και του λέω, “κι εσύ”, λέω, “κι εμείς θέλουμε ξύλο”. Λέει, “γιατί;” “Εμ εσύ, λέω, βλογάς το, το βόδι, να το σφάξετε, εμείς παίζουμε για να, αυτό, και οι δυο μας”, λέω, “θέλουμε ξύλο”. Γελούσε ο παπάς. Γίνεται πανηγύρι μεγάλο, αλλά κούραση μεγάλη. Γιατί είν’ ο Άγιος Χαράλαμπος απάνω, ψηλά σ’ ένα βουνό. Πάνω, εκεί πέρα, παίζαμε. Τούτοι συνηθούν ένα, το «σαλβάρι» και λοιπά, αυτό που κάνουνε ιππασία, αυτό το τραγούδι θέλουνε. Τραγουδούσαν το «σαλβάρι» κείνο τον καιρό. Ναι, είχε λόγια. Ε, τούρκικο είναι, αλλά βαστά αυτό το έθιμο από τότες και αυτό το πανηγύρι το γιορτάζουνε και οι Αγιοπαρασκευιώτες με τους Πηγιώτες, (από την Πηγή). Και μάλιστα, μαλώναν τον άγιο, ποιός θα τον πάρει. Ναι, και κάνανε άλλον καιρό ο ένας πανηγύρι, άλλον καιρό ο άλλος.
Στην πόλη της Μυτιλήνης έπαιξε μουσική κυρίως από το 1985 και μετά σε διάφορες εκδηλώσεις, όπως στη «Γιορτή του ούζου» στη συνοικία της «Επάνω Σκάλας», στο Κάστρο της πόλης, σε χορό του Ο.Τ.Ε. και στο Ξενοδοχείο «Ξενία».
Ρεπερτόριο:
Ο Παναγιώτης Χρήστου έπαιζε καρσιλαμάδες, συρτά, ζεϊμπέκικα, τοπικούς σκοπούς του Πλωμαρίου (όπως το αποκριάτικο «Έρι-πάλε») και της Λέσβου, καθώς και πολλούς σκοπούς από τη Μικρά Ασία, τους οποίους είχε μάθει κυρίως από τον πατέρα του, Δημήτρη Χρήστου και από τον Μικρασιατικής καταγωγής σαντουριέρη Γιώργο Καβαρνό ή «Αράπη».
Τη δεκαετία του 1950 άρχισαν να παίζουν και τα επονομαζόμενα «ευρωπαϊκά» κομμάτια:
Παίζαμε ταγκό, βαλσάκια, απ’ όλα, ρούμπες, μπλουζ….
Επίσης τη δεκαετία του 1970 έρχονταν στα κέντρα διασκέδασης πολλές τραγουδίστριες από την Αθήνα, οι οποίες έφερναν και δικό τους ρεπερτόριο (όπως τραγούδια από επιθεωρήσεις), και έτσι υποχρεώνονταν οι μουσικοί να μελετήσουν τα κομμάτια για να τα μάθουν και να τα συμπεριλάβουν στο δικό τους ρεπερτόριο.
Για την επιλογή των τραγουδιών που αποτελούσαν το ρεπερτόριο τους, ο Παναγιώτης Χρήστου αναφέρει:
Στην αρχή μ’ άρεσε η κλασική μουσική κι ακόμα μου αρέσει. Αλλά, είναι το ζήτημα ότι, εδώ πέρα, σ’ αυτή τη δουλειά δεν μπορείς να είσαι, τι να σου πω, πολύ καλός δεν θα πάρεις δραχμή, γιατί ο κόσμος δεν το κατέχει. Ε, καταγίναμε στα ελαφρά ευρωπαϊκά, τύπου Αττίκ, Γιαννίδη, Κουφινιώτη, και λοιπά κι αυτά, γιατί τα θέλουν ορισμένοι. Και προτιμούμασταν, γιατί είχαμε ποικιλία… Σχεδόν ο κόσμος στα χωριά είναι ίδιος, δηλαδή θέλει τα ευρωπαϊκά, θέλει και τα ρεμπέτικα, αλλά ως επί το πλείστον τα ρεμπέτικα ζητάει. Δηλαδή συρτά, συρτοτσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα και τέτοια, καρσιλαμάδες και λοιπά….
Αμοιβή:
Γενικά για τον τρόπο πληρωμής τους ο Παναγιώτης Χρήστου αναφέρει:
Μάλλον ο κόσμος (μας πλήρωνε), δηλαδή πηγαίναν στο χορό και πληρώναν. Ο καφετζής τι να σε πληρώσει, κάτι μηδαμινά πράγματα, γιατί έχεις κι έξοδα, αυτοκίνητα. Ένα φορτηγάκι θέλεις να πάρεις μηχανήματα και τέτοια και πόσα χώρια, για να πας το συγκρότημα και λοιπά. Χρειάζονται έξοδα και παίρναμε τα έξοδα απ’ τον καφετζή και έχουμε τ’ άλλα.
Αντίθετα, στη Λέσχη Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος», όταν τους καλούσαν στη διοργάνωση Χοροεσπερίδων, πληρώνονταν με προκαθορισμένη αμοιβή από τη Λέσχη:
Η Λέσχη Πλωμαρίου ήταν οι πλούσιοι μονάχα ξέρετε και θέλαν τέτοια: ταγκό, ρούμπες, φοξ, δεν ξέρω τι και τέτοια. Εμείς τα κατείχαμε αυτά τα πράγματα και πηγαίναμε, παίζαμε. (Οργάνωναν χοροεσπερίδες) τα Χριστούγεννα, Απόκριες… Κανονίζαμε, τόσα θέλαμε. Πού θα περιμένω ’γω, απ’ το ταγκό να πάει να με πληρώσει; Αυτοί στη Λέσχη ήταν οργάνωση, οπότε δηλαδή, εμείς παίρναμε, ανάλογα το ποσόν που κάναμε παζάρι και μας πλήρωνε η Λέσχη και πληρώναν αυτοί ως μέλη.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Ιωάννης Χρήστου, παππούς του Παναγιώτη, έπαιζε γκάϊντα ή «τουλούμι» και κλαρίνο. Για τον παππού του και το συγκρότημα που είχε στην Πλαγιά ο Παναγιώτης Χρήστου αναφέρει:
Κι ο παππούς μας ήταν μουσικός, ναι, έπαιζε κλαρίνο. Κι ύστερα έμαθε ο πατέρας μου, ε κι ο πατέρας μου, κληρονομικό πήγε…. Από την Πλαγιά ήταν. Στην αρχή έπαιζε ζουρνά. Η γιαγιά μ’ λέει, άμα δε μάθεις κλαρίνο, δε θα σε παντρευτώ… Έπαιζε κλαρίνο πολύ καλό… Έπαιζε με τ’ αδέρφια του, ναι ήταν μουσικοί, αλλά είχανε πνευστά όργανα. Είχανε τρόμπες, είχανε τρομπόνια και ένα άλλο που δίνει, που κάνεις ακομπανιαμέντο, ένα πνευστό, ναι μπομπαρδίνο, πως το λένε. Έκανε ακομπανιαμέντο, αλλά τα καταφέρναν καλά. Τους πρόλαβα, ναι, αλλά είναι τώρα πολλά χρόνια πεθαμένοι, γιατί ήταν μεγάλοι άνθρωποι. Ναι, βέβαια (παίζανε πριν το 1930)….
Για τον Γεώργιο Καβαρνό ή «Αράπη» που έπαιζε σαντούρι και συνεργαζόταν πολλά χρόνια μαζί του, αναφέρει:
Ήταν κι ένας άλλος, ο οποίος έπαιζε σαντούρι, ένας γέρος, «Αράπη» τον λέγανε, Καβαρνός, ο οποίος έφυγε στην – είχε μια κόρη παντρεμένη στην Αυστραλία – και εκεί, πώς αυτό και πέθανε ο άνθρωπος. Αλλά ήταν, είχε πολύ μουσικό αυτί και μπορούσε, δηλαδή ήξερε τους τόνους, αρκετά καλά, που δηλαδή, κομμάτι που το ’παιζες πρώτη φορά, μπορούσε με τις συγχορδίες που ήθελε να πιάσει, να είναι σαν να το ’ξερε. Ήταν πολύ γερός… Καταγότανε, Μικρασιάτης ήταν, κι ύστερα είχε πάει και στην Αίγυπτο. Κι ύστερα παντρεύτηκε εδώ πέρα, γιατί ήταν ο πατέρας του καταγωγής από το χωριό τούτο (την Πλαγιά). Ήτανε από το 1949 και ύστερα, έπαιζα μέχρι, προ λίγα χρόνια, ναι μέχρι που έφυγε στην Αυστραλία. Ναι παίζαμε μαζί και μπορώ να σου πω ότι είχαμε καταρτίσει αρκετά καλή κομπανία και πηγαίναμε ταξίδια, σε πανηγύρια και λοιπά.
Για τη συνεργασία του με το Μανώλη Γιαγνίση αναφέρει:
Είχα κι έναν ακορντεόν άλλον, ο οποίος πέθανε. Ήτανε στα ευρωπαϊκά καλός ήτανε, ναι τον Γιαγνίση. Τραγουδούσε αυτός και ευρωπαϊκά, δηλαδή Κουφινιώτη, Γιαννίδη και τέτοια.
Επίσης για την Αναστασία Τυρρηνή ή “Στασούλ”, από την Πλαγιά η οποία έπαιζε τουμπερλέκι και τραγουδούσε αναφέρει:
Έπαιζε το τουμπερλέκι και «λα- λα – λα – λα – λα – λα». Δηλαδή έκανε το συρτό με το «λα – λα – λα», αλλά ήταν κι ο κόσμος τότε… αλλά είχε χρόνο καλόν». Η δε σύζυγος του Παναγιώτη Χρήστου συμπληρώνει: «Ήταν τόσο πολύ γριά, μεγάλη γυναίκα και δόντια δεν είχε και συνάμα το τουμπερλέκι έπαιζε κι όποιος ήταν ερωτευμένος, ήταν, να πάρει αυτή, να πάει στο σπίτι έξω να πούμε, και ν’ αρχίσει αυτή να τραγουδάει και να γίνεται το σώσε.
Για τον Γιώργο Χατζέλλη ή «Βέβα» ή «Χαχίνα» από το Ακράσι λέει:
Η “Χαχίνα”, έπαιζε σαντούρι αυτός, ήταν καλός, γερό σαντούρι. Ήταν γερός μουσικός, είχε καλό σαντούρι, κι έπαιζε και καλά. Είχε πάει στην Αμερική αυτός. Ναι, βέβαια, βέβαια πολύ παλιά (πριν το 1920).
Για τον δάσκαλο του, τέλος, στο βιολί, το Βασίλη Καλδή, ο οποίος ήταν μουσικοδιδάσκαλος από τη Μικρασία και εγκαταστάθηκε στο Πλωμάρι, ο Παναγιώτης Χρήστου αναφέρει:
Είχε και πιάνα, κιθάρες, μαντολίνα είχε, πολύ ωραίο μαντολίνο. Να, τα πλούσια τα παιδιά μαθαίνανε όργανα. Ε, ήταν μεγάλος. Στον Ταρσανά έμενε. Κι εδώ είχε έρθει κάποτε, τα παλιά τα χρόνια και μαθαίναν τα παιδιά εδώ πέρα του χωριού, από γονείς που ’χαν τη δυναμική (δηλαδή τα χρήματα να τον πληρώσουν). Κι έφερνε και καλά όργανα – πέθανε αυτός – ο Μούρτζινος, απ’ την Αθήνα, έκανε καλές κιθάρες και καλά μαντολίνα. Αυτός ο Καλδής έπαιζε πολύ ωραίο μαντολίνο κι είχε μαντολινάτες, έκανε. Μαθαίναν οι γυναίκες κιθάρες και μαντολίνα. Από τις πλούσιες οικογένειες μαθαίναν και μαντολίνα και κιθάρες και λοιπά.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα σκοπών, μουσικών, τραγουδιών, χορών του τόπου:
Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Χρήστου:
Σχεδόν ο κόσμος στα χωριά είναι ίδιος, δηλαδή θέλει τα ευρωπαϊκά, θέλει και τα ρεμπέτικα, αλλά ως επί το πλείστον τα ρεμπέτικα ζητάει. Δηλαδή συρτά, συρτοτσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα και τέτοια, καρσιλαμάδες και λοιπά.
Επαφές – επιρροές από άλλες περιοχές του Βορείου Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια στα μουσικά δρώμενα:
Ο Παναγιώτης Χρήστου και ο αδελφός του Στρατής διδάχτηκαν πολλούς μικρασιάτικους σκοπούς από τον πατέρα τους, Δημήτρη Χρήστου, καθώς και από τον σαντουριέρη Γιώργο Καρβανό ή «Αράπη» που καταγόταν από τη Μικρά Ασία.
Επιδράσεις στον τοπικό μουσικό πολιτισμό από αστικούς χώρους της Ελλάδας και του εξωτερικού:
Τη δεκαετία του 1950 άρχισαν να παίζουν και τα επονομαζόμενα «ευρωπαϊκά» κομμάτια:
Παίζαμε ταγκό, βαλσάκια, απ’ όλα, ρούμπες, μπλουζ… […] Ε, καταγίναμε στα ελαφρά ευρωπαϊκά, τύπου Αττίκ, Γιαννίδη, Κουφινιώτη, και λοιπά κι αυτά, γιατί τα θέλουν ορισμένοι. Και προτιμούμασταν, γιατί είχαμε ποικιλία….
Τις δεκαετίες 1960-1970 έρχονταν στα κέντρα διασκέδασης πολλές τραγουδίστριες από την Αθήνα, οι οποίες έφερναν και δικό τους ρεπερτόριο (όπως τραγούδια από επιθεωρήσεις), και έτσι υποχρεώνονταν οι μουσικοί να μελετήσουν τα κομμάτια για να τα μάθουν και να τα συμπεριλάβουν στο δικό τους ρεπερτόριο.
Στις Χοροεσπερίδες που διοργάνωνε η Λέσχη Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος», έπαιζαν κατεξοχήν τα επονομαζόμενα «ευρωπαϊκά» κομμάτια:
Η Λέσχη Πλωμαρίου ήταν οι πλούσιοι μονάχα ξέρετε και θέλαν τέτοια: ταγκό, ρούμπες, φοξ, δεν ξέρω τι και τέτοια. Εμείς τα κατείχαμε αυτά τα πράγματα και πηγαίναμε, παίζαμε…
Ακροατές – γλεντιστές:
Ο Παναγιώτης Χρήστου διευκρινίζει ότι γενικά το ρεπερτόριο καθοριζόταν από τους ακροατές, τόσο στα πανηγύρια όσο και στα γλέντια στα καφενεία:
Στην αρχή μ’ άρεσε η κλασική μουσική κι ακόμα μου αρέσει. Αλλά, είναι το ζήτημα ότι, εδώ πέρα, σ’ αυτή τη δουλειά δεν μπορείς να είσαι, τι να σου πω, πολύ καλός δεν θα πάρεις δραχμή, γιατί ο κόσμος δεν το κατέχει. Ε, καταγίναμε στα ελαφρά ευρωπαϊκά, τύπου Αττίκ, Γιαννίδη, Κουφινιώτη, και λοιπά κι αυτά, γιατί τα θέλουν ορισμένοι. Και προτιμούμασταν, γιατί είχαμε ποικιλία… Σχεδόν ο κόσμος στα χωριά είναι ίδιος, δηλαδή θέλει τα ευρωπαϊκά, θέλει και τα ρεμπέτικα, αλλά ως επί το πλείστον τα ρεμπέτικα ζητάει. Δηλαδή συρτά, συρτοτσιφτετέλια, ζεϊμπέκικα και τέτοια, καρσιλαμάδες και λοιπά….
Στις χοροεσπερίδες που διοργάνωνε η Λέσχη Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος», όπου συμμετείχαν κυρίως οι εύποροι του Πλωμαρίου με τις οικογένειές τους, το ρεπερτόριο περιελάμβανε κυρίως τα επονομαζόμενα «ευρωπαικά»:
…Η λέσχη Πλωμαρίου ήταν οι πλούσιοι μονάχα ξέρετε και θέλαν τέτοια: ταγκό, ρούμπες, φοξ, δεν ξέρω τι και τέτοια. Εμείς τα κατείχαμε αυτά τα πράγματα και πηγαίναμε, παίζαμε….