Χατζηστυλιανός Τρύφωνας
ΛήμνοςΤόπος γέννησης: Παναγιά, Λήμνος
Χρόνος γέννησης: 1924
Στοιχεία καταγωγής:
Ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός κατάγεται από το χωριό Παναγιά:
[είμαι] γνήσιος Παναγιώτ’ς [από την Παναγιά Λήμνου], εδώ γεννήθ’κα και μέχρι τώρα εδώ είμαι […]. [Η Παναγιά ήταν] μεγάλο χωριό, βαστάνε 750 άτομα, τώρα 412 άτομα δεν είμαστε στην απογραφή. Άμα δεν είχαμ’ την μετανάστευση θα είμαστε 1.500 – 2.000 άτομα, βέβαια. Οι μισοί από το χωριό είναι μετανάστες, Αυστράλιες, Γερμανίες, Αθήνα, Θεσσαλονίκ’ […]. Εμείς, το χωριό μας είχε μέχρι 133 παιδιά στο δημοτικό και τώρα πόσα είναι, 23 με φαίν’ται;
Ιδιότητα:
Ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός ήταν οργανοπαίχτης με λίγες θεωρητικές γνώσεις μουσικής, και έπαιζε σαντούρι και λύρα:
Εμένα όλα τα όργανα μ’ αρέσουν. Και τα δυο [σαντούρι και λύρα] μ’ αρέσουν. Αλλά απόδωσ’ έχ’ η λύρα, το σαντούρ’ είναι ωραίο, αλλά ίσως λείπ’ και η τέχνη η καλή, λέω την αλήθεια, ποια είναι, δεν έχ’ την απόδωσ’ που έχ’ η λύρα. Μια λύρα μπορεί κάλλιστα να εξυπηρετήσ’ μια ανάγκη [για μουσική], αυτή τη γνώμη έχω, δεν ξέρω. [Το σαντούρι] δεν έχει την απόδωσ’ που έχει η λύρα, κατά τη δική μου γνώμη, δεν ξέρω. [Ο κόσμος προτιμούσε λίγο περισσότερο] εκείνη την εποχή τη λύρα. Εχ’ απόδοσ’ η λύρα.
Γονείς:
Τον πατέρα του τον έλεγαν Δημοσθένη και είχε τρία αδέρφια, έναν αδερφό και δύο αδερφές, ενώ ο ίδιος ήταν το μικρότερο παιδί της οικογένειας. Ο πατέρας του, πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, δούλευε στα παράλια της Μικρά Ασίας για αρκετά χρόνια ως εποχιακός εργάτης σε αγροτικές εργασίες στους γαιοκτήμονες Ηλιόπουλους [γονείς του γνωστού ηθοποιού Ντίνου Ηλιόπουλου]:
[…] ο δε πατέρας μου, ήταν καλός άνθρωπος, καλότατος, καλός νοικοκύρ’ς, δούλευε χρόνια στους Ηλιόπουλους πέρα στη Μικρά Ασία […] Ο Ντίνος Ηλιόπουλος που λέν’, ο ηθοποιός, ήταν εκεί πέρα ο πατέρας του τσιφλικούχος, στα παράλια της Μικράς Ασίας […]. Εκεί δουλεύαν τότε, όπως φεύγουν στην Αυστράλια τώρα και στην Αμερική, πηγαίναν εκεί απέ ’δω ο κόσμος […], ήταν εκεί στη Μικρασιατική Καταστροφή ο πατέρας μου, όχ’ μόνο ο πατέρας μου, ήταν πολλοί Λημνιοί [….]. Αγρότης ήταν […], εκεί δουλεύαν ‘αραπάκια’, ‘αραπάκια’ δουλεύαν εκεί, σάμπως πήραν και τίποτα!
Η μητέρα του Δημητρούλα αγαπούσε πολύ τη μουσική και τραγουδούσε πολύ ωραία. Σε νεαρή ηλικία πήγε ως παρακόρη [υπηρέτρια] σε κάποια οικογένεια Λημνιών της Αιγύπτου [μεταναστών]:
Δέκα – δώδεκα χρόνια ήταν η μάνα μ’ σ’ ένα σπίτ’ στην Αίγυπτο, παρακόρη – υπηρέτρια. Όπως λέγαμε για τους τσιφλικάδες της Μικράς Ασίας που είπαμε πιο μπροστά, έτσ’ είχε κάτι πλούσιοι, Αιγύπτιοι και ερχόντουσαν εδώ το καλοκαίρ’, Λημνιοί, Λημνιοί ήταν. Δώδεκα χρόνια κάθονταν η μητέρα μ’, και έπαιρνε μια λίρα χρυσή το μήνα ήταν, τρακόσα φράγκα βάλε. Έπρεπε να κάν’ και την προίκα τ’ς, η μάνα τ’ς η ίδια…
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός παντρεύτηκε με τη γυναίκα του Κωνσταντίνα το 1952. Από το γάμο τους απέκτησαν απέκτησε πέντε παιδιά, τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι. Με τη μουσική ασχολήθηκε μόνο ο ένας του γιος, ο οποίος παίζει μπουζούκι [ερασιτεχνικά].
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός μετά το γάμο του παρέμεινε στην Παναγιά της Λήμνου, ασχολούμενος επαγγελματικά κυρίως με τις αγροτικές εργασίες, αλλά και με τη μουσική [μέχρι περίπου και τα μέσα της δεκαετίας του 1970].
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός επιχείρησε να μεταναστεύσει στη Γερμανία, όμως η αρμόδια κρατική υπηρεσία δεν του το επέτρεψε, διότι είχε συμπληρώσει το ανώτατο όριο ηλικίας των 45 ετών.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός, κατά την περίοδο του εμφυλίου, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία σε περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας:
…ναι, το χίλια εννιακόσια σαράντα οχτώ [1948] πήγα, τότε ήταν ο εμφύλιος σπαραγμός, που είχαμ’ τον εμφύλιο σπαραγμό, στο Γράμμο που λέν’, το Βίτσι […]. Δύο χρόνια, πήγα το 1948 και το 1949 κατά τον Οκτώβριο τελείωσα. [Υπηρέτησα] στην περιφέρεια Καστοριάς, Κοζάν’ς, Φλώρινα, εκεί είχε την έδρα της η δεκάτ’ πέμπτη μεραρχία.
Μουσική παιδεία:
Ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός ήταν αυτοδίδακτος μουσικός:
Κοιτάξτε, εγώ το παραδέχομαι, θέλω και λίγο εκπαίδευσ’ […]. Μ’ αρέσουν τα ωραία, αλλά δεν είχα και εγώ την τύχ’ να είμαι λίγο […]. Και αυτά που έμαθα αυτοδίδακτος, θυμάσαι που σ’ έλεγα που έκανα το λυράκ’ με τέσσερα αυτά [στριφτάρια – χορδές], να ορίστε στο στυλ του βιολί […]. Γιατί και ’γω δεν είχα κανέναν να με βοηθήσ’ παλιά.
Μουσική μαθητεία:
Τα πρώτα πρακτικά μαθήματα στο σαντούρι ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός τα πήρε επί Γερμανικής Κατοχής στις αρχές της δεκαετίας του 1940, από το Γιάννη Παξιμαδά [κλαρίνο] από το Κοντοπούλι Λήμνου, ο οποίος παρέδιδε μαθήματα επ’ αμοιβή και ήταν σχετικά γνωστός την περίοδο εκείνη στην ευρύτερη περιοχή. Το Γιάννη Παξιμαδά του τον είχαν προτείνει τόσο ο Μικρασιάτης Στέλιος Ρούλης, στον οποίο είχε αρχικά απευθυνθεί ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός για να μάθει σαντούρι, όσο και ορισμένοι άλλοι οργανοπαίχτες. Ο Στέλιος Ρούλης έπαιζε κλαρίνο και του είχε ήδη δείξει κάποια τραγούδια στη λύρα:
Στέλιο Ρούλη, Στέλιος Ρούλης, [αυτός] μου έλεγε τα τραγούδια, τραγουδούσε. Και μ’ έλεγε Σαμπάχ Μανέ, ξέρω ’γω, που τα ξέρω εγώ αυτά! Μ’ έλεγε παίξε ένα Σαρκί, τι ’ξερα ’γω τι και πως και από που θ’ αρχίσω….
Δίπλα στο Γιάννη Παξιμαδά μαθήτευσε για ένα περίπου μήνα [ενώ λόγω της προηγούμενης ενασχόλησης του με τη λύρα γνώριζε ορισμένα πράγματα για το ρυθμό] και έμαθε να παίζει ένα ορισμένο αριθμό τραγουδιών, που θα του ήταν απαραίτητα για το ξεκίνημά του με το μουσικό σχήμα στο οποίο θα συμμετείχε με το μεγαλύτερο αδερφό του:
…Ε, που να πάω εγώ, δεν είχα επί την κεφαλή κλίνη, που να πάω. Με λέει ο τάδες παίζ’ ωραία, καλά είναι αν μπορείς να πας εκεί. Μ’ είπε ο άνθρωπος (ο Στέλιος Ρούλης) την αλήθεια. Ε, πήγα σε κανά δυο μεριές, ρώτησα σε άλλους ανθρώπους […] και πήγα σ’ αυτόν, στο γέρο Παξιμαδά, κάθ’σα κάνα μήνα, ήξ’ρα εκεί λίγο απ’ τη λύρα, ένα μικρό ρυθμό να πούμε και απ’ όλους τους μαθητές που είχεν, υπερτερούσα κάπως εγώ. Τέλος πάντων, λέει εγώ στο κλαρίνο όταν τ’ς τραβά […], έπαιζε ωραία, ωραιότατα, ξέρω [λέει], αλλά στο σαντούρ’ δεν είμαι μάστορας όπως πρέπ’. Με είπε ο άνθρωπος την αλήθεια. Μετά, αφού κάθισα κανένα μήνα εκεί πέρα, έμαθα καμιά δεκαπενταριά τραγούδια, το ‘Σμυρνιό’, πως το λέτε εσείς, το ‘Συρτό’, ‘Πολίτικο’, ‘Καλαματιανό’ κάτ’ βαριά ‘Ζεμπεκάκια’, ‘Ωραία Αιγιώτισσα’, κάτ’ συνηθισμένα αυτά. Και έκτοτε ξεκίνησα και παίζαμε με τον αδερφό μ’ σιγά – σιγά. [Μέσα στην κατοχή, έγιναν τα μαθήματα], γεννήθ’κα το 1924, ήμουν τότε δεκαοχτώ χρονών, είκοσ’.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός ξεκίνησε σταδιακά την ενασχόλησή με τη μουσική και κατασκεύασε την πρώτη του «απλή» λύρα, σε νεαρή ηλικία [περίπου 14 -15 χρονών], στα τέλη της δεκαετίας του 1930, με βάση ερεθίσματα από το μεγαλύτερο αδερφό του Στέλιο, ο οποίος έπαιζε ήδη λύρα. Λίγα χρόνια αργότερα παρακινήθηκε από τον ίδιο αδερφό να αγοράσει και να μάθει να παίζει σαντούρι, λόγω των συγκεκριμένων αναγκών του μουσικού σχήματος [κομπανίας] στο οποίο συμμετείχε περιστασιακά.
Με την ιδέα αυτή δεν συμφωνούσε ο πατέρας του, σε αντίθεση με τη μητέρα του, η οποία τον ενθάρρυνε να εκπληρώσει αυτή του την επιθυμία:
Λοιπόν, δεν ήθελε ο πατέρας μου [να αγοράσω το σαντούρι], έλεγε ότι θα πάω να μάθω και θ’ ακολουθάω το άλλο το κοπούκ’ [τον μεγάλο του αδερφό] και θα ξενυχτάτε λέει… και θα περιμένω λέει το πρωί να σ’κωθείτε να πάτε να οργώσετε τα κτήματα. Η δε μητέρα μου θεωρούσε ωραία κι έλεγε, να τ’ αφήσεις το παιδί να πάει να μάθ’ έλεγε, καλά. Ε, ο γέρος με μάλωνε να πούμε, δεν μ’ έδινε [χρήματα], εν τω μεταξύ μεσολάβησε και η Κατοχή…
Αμέσως μετά τα μαθήματα που πήρε από το Γιάννη Παξιμαδά, ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά σαντούρι μαζί με τον αδερφό του Στέλιο, ο οποίος έπαιζε λύρα. Στο ίδιο μουσικό σχήμα συνήθως συμμετείχαν και δύο άλλοι μουσικοί από την Πλάκα Λήμνου, ο Γιάννης Μηδέλιας [λύρα] και ο Βαγγέλης Σκαλιώτης [κλαρίνο]. Με τους συγκεκριμένους μουσικούς συνεργάστηκε σχετικά σταθερά για αρκετά χρόνια, περίπου μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970:
Εγώ έπαιζα σαντούρ’. Έπαιζε ο Γιάννης ο Μηδέλιας, έπαιζε λύρα ωραία Και ένα άλλο παιδί, λεγόταν Βαγγέλης Σκαλιώτ’ς, κλαρίνο. Μόνο αυτοί είχαν κλαρίνο, εγώ το σαντούρ’ και [είχαμε] τη λύρα, αυτοί κλαρίνο και λύρα πάλι [δύο λύρες, κλαρίνο και σαντούρι]. Ναι, πότε μαζί παίζαμ’, πότε χωριστά, αναλόγως. Άμα δεν είχαν δουλειά της Πλάκας τα παιδιά, τους παίρναμε εδώ και άμα δεν είχαμ’ πάλι εμείς, μας παίρναν εκείν’ [μαζί τους], αυτό το συνδυασμό είχαμε […] να, ομάδα, πηγαίναμ’ στην Καλλιόπ’, στο Κοντοπούλ’, ξέρω ’γω.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Σταθερές δραστηριότητες για τον Τρύφωνα Χατζηστυλιανό αποτελούσαν:
[Παίζαμε συνήθως] σε γάμους, σε αρρεβώνες, σε διάφορα γλέντια του χωριού, σε πανηγύρια….
Για το γαμήλιο τελετουργικό ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός ανέφερε:
[Στο γάμο] δεν έπρεπε ν’ αγγίξ’ ο γαμπρός πάν’ στη νύφ’. Ούτε ‘ευρωπαϊκό’, ούτε ‘βάλς – αγγλέ’, ούτε ‘φοξ – αγγλέ’, ούτε ‘ταγκό’, δεν επιτρεπόταν ν’ ακουμπήσ’ η νύφ’ πάν’ στο γαμπρό. Μετά, κατά τις τρεις η ώρα, τέσσερ’ς, ξημερώματα, πλησίαζε η ώρα να δώσ’ λέει ο κουμπάρος χέρια τ’ αντρόγυνο για να ’ρθούνε σ’ επαφή ας το πούμε, να χορέψ’ ο γαμπρός με τη νύφ’, να πάνε κοντά-κοντά που λέμε εμείς χωριάτ’κα. Και προτού δώσ’ ο κουμπάρος την ελευθερία να σμίξ’ το αντρόγυνο, ποιο τραγούδ’ λέγαν: ‘Φύγε κουμπάρε απ’ αυτού, πάρε και το μαντήλι’. Εκεί περίμενε ο γαμπρός ν’ αγκαλιάσ’ τη νύφ’ ας το πούμε. Και αφού ήταν η ώρα να δώσ’ ο κουμπάρος [την «άδεια»], λέγαν: ‘Κουμπάρε, κουμπάρε φύγε από ’κει’, το λέγαν τρεις φορές και συνεχίζαν: ‘Πάρε και το μαντήλι’, γιατί χορεύαν με το μαντήλι, δεν έπρεπε να πιάσ’ το χέρ’. Και έδινε χέρια ο κουμπάρος στο αντρόγυνο και πιανόντουσαν. Τώρα εμείς τ’ όργανα, ευκαιρία να βγάλουμε κανένα τάληρο, κάνα εικοσάρ’, κάνα δεκάρ’ και λέγαμε: ‘Πρόβαλε μάνα, πρόβαλε μάνα, πρόβαλε μάνα του γαμπρού, και πεθερά και πεθερά της νύφης, και πεθερά της νύφης, να δεις το γιο σου το σταυραετό, την πέρδικα την πλουμισμένη’, λες και ήταν ο Ωνάσης και η Μαρία Κάλας να πούμε, αυτά ήταν τα κόλπα τότε. Και λέγαν, ‘πάν’ στης νύφης το κεφάλι, βάλαμε χρυσό στεφάνι’, και ‘τη νύφη μας την είχαμε στην κόλλα διπλωμένη, τώρα την ξεδιπλώνουμε χρυσή και τιμημένη’ και πολλά τέτοια σάλια – μπάλια.
Σε ορισμένες περιπτώσεις έπαιζε μουσική και στα πλαίσια του αντίγαμου:
Μετά από μια ’βδομάδα, ναι αντίγαμο το λέγαν, πήγαινε ο κουμπάρος στο σπίτ’, στο αντρόγυνο και στις δεκαπέντε [μέρες μετά το γάμο] πάλι, πηγαίναν το αντρόγυνο στο σπίτ’ του κουμπάρου […]. Άμα θέλαν παίρναν και όργανα.
Άλλοτε πάλι συμμετείχε ως μουσικός σε διάφορες τοπικές εκδηλώσεις και έθιμα, όπως για παράδειγμα στα Θεοφάνια, στο έθιμο «Μπατατσούδες»:
[Των Φώτων] είναι αυτό που βγαίνουν οι ‘Μπατατσούδες’ να εξορκίσουν τους καλικαντζάρους και γυρνάν τα παιδιά, μικροί, μεγάλ’, οι νεολαία, μέσ’ το χωριό και μαζεύουν λεφτά, μαζεύουν αυγά. Ο τίτλος είναι, ο τίτλος της διασκεδάσεως είναι ‘Τα Μπατατσούδικα’. ‘Μπατάτσος’ θα πει σαν καλικάντζαρος ντυμένος, σαν μια μαφία, σαν ένας που πας να καταδιώξεις να πούμε. Ότι δήθεν να εξορκίσουν τους καλικαντζάρους, ότι δήθεν […]. Μόν’ το δικό μας το χωριό το έχ’ αυτό το έθιμο. Δίνουν όλες οι οικογένειες από μια κότα, από είκοσ’ αυγά, τριάντα, δέκα, πέντε, και κάνα τάληρο, από δυο χιλιάρ’κα, αναλόγως τις δυνάμεις πο’ ’χει η κάθε οικογένεια. Αυτά τα μαζεύουν, η νεολαία, τα παιδιά πάλι, μαζεύουν τα κορίτσια, οι γυναίκες. Μαζεύουν τρακόσια – τετρακόσα χιλιάρ’κα, τρακόσα πενήντα, πάνε ψωνίζουν μπύρες, ρακιά, ουίσκια, ψωνίζουν λαχανικά, αλέθουν σ’τάρ’, σιτάρι και κάνουν οι γυναίκες κουρκούτα, μόνο το δ’κό μας το χωριό το κρατά το έθιμο αυτό και μαζεύεται όλο το χωριό, το ’χουν σαν οικογενειακό, αλλά εν τω μεταξύ έρχονται και απ’ άλλα χωριά. [Μαζεύονται στην πλατεία] στα καφενεία, στο κέντρο [του χωριού]. [Το τραγούδι το λέμε] παραμονή των Αγίων Θεοφανίων, τα Φώτα, ναι.
Επίσης, έπαιζε και σε διάφορα πανηγύρια των χωριών της στενής γεωγραφικής του περιφέρειας:
Στην Πλάκα είναι ο Άγιος Χαράλαμπος, πηγαίναμ’ και ’κεί. Στην Καλλιόπη, του Άγιου – Γιώργη, του Αγίου Γεωργίου στις 23 Απριλίου, μέχρι [και] τώρα γίνονται ιπποδρομίες, μόν’ τρέχουν τ’ άλογα, παίζουν όργανα μετά στο γλέντ’, το βραδάκ’, πηγαίναμε καμιά φορά. [Πηγαίναμε] και στο Κοντοπούλ’ και στο Ρεπανίδ’, όπου τύχαινε. [Στο Μούδρο, στη Φυσίνη, στη Σκανδάλη, στα Καμίνια] είναι μακριά από εμάς, σ’ εκείνα πηγαίναν άλλα παιδιά, άλλες ορχήστρες ας πούμε. Στην Ατσική φτάναμε καμιά φορά… Με γαϊδουράκια [πηγαίναμε], ούτε μοτοσακά είχε, ούτε αμάξια είχε, ούτε μοτοσικλέτες, ούτε τίποτα. Το σαντούρ’ το σήκωνα εδώ πάνω στον ώμο, οχτώ – εννιά – δέκα οκάδες, πόσο ήταν, και πήγαινα στην Πλάκα. Τότε ήταν τα χρόνια διαφορετικά, μπροστά σ’ αυτά τώρα, ήταν της φτώχειας τα χρόνια τότε.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Σε ηλικία περίπου 14 – 15 ετών ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός κατασκεύασε την πρώτη του «απλή» λύρα, ενώ στη συνέχεια της ενασχόλησής του με τη μουσική κατασκεύασε και αρκετές άλλες, πολλές από τις οποίες τις έχει πουλήσει:
Ε, είν’ χρόνια τώρα πολλά, παιδάκ’ πολύ μικρό (ήμουν) και γύρ’ζα τζομπανάκ’ ξέρω ’γω, [και] άρχισα κι εγώ και έκανα μια λύρα έτσ’ απλή. Θα σας δείξω, έχω φτιάξ’ εγώ και φτιάχνω ακόμα μόνος μου. Έχω σπίτ’ τρεις φτιάξ’ τώρα, έχω πουλήσ’ και πολλές. [Την πρώτη που έφτιαξα] ήβλεπα την άλλ’ που ’παιζε ο αδερφός μου λίγο [και την αντέγραψα]. Αλλά μετέπειτα τ’ς άλλες που έκανα συγχρόνως να πούμε […], τ’ς έχω καλυμμέν’ς, τ’ς έφτιαξα με τέσσερ’ς χορδές και τα λοιπά. Στύλ, κουρδίζ’ στο στυλ βιολιού. Ναι, παίζ’ και πιο σωστά. Είναι οι κλίμακες πιο σωστές. [Η λύρα η παλιά κουρδίζει] Ρε, Λα και Μι. [Την πρώτη λύρα την έκανα] με κάτι σκεπάρνια, με κάτ’ σκαρπέλα. Με το σκεπάρνι το ’σκαβα [το σκάφος της λύρας] και μ’ ένα σκαρπέλο έτσ’. [Και από πάνω] έβρηκα ένα σανιδάκ’, στεγνό, τραβηγμένο και το φτιάχνα σύμφωνα με το καλούπ’ που είχε η λύρα. [Για χορδές, έβαζα έντερα, μάλλον από χοιρινό], τις φτιάχναν τότες οι γριές τις χόρδες, κάναν τότε το μπαμπάκ’ και ήξεραν κάμποσες γριές και φτιάχναν και εγώ πήγαινα στη θεια μ’ και μ’ έδινε και μ’ έλεγε να προσέξεις να μην [την] κόψεις [γιατί] δεν σε δίνω άλλ’ [χορδή]. [Για τρίχες στο δοξάρι] βγάζαμ’ [από την ουρά] από άλογα […]. Εν τω μεταξύ μεσολάβησε και η Κατοχή. Δεν περνούσαν τα λεφτά, όλο με είδος [γινόταν οι συναλλαγές], με κριθάρ’, με σιτάρ’, με καλαμπόκ’, σουσάμ’ και όλα αυτά. Δεν μ’ έδινε ο γέρος [λεφτά] να πάρω σαντούρ’, ε, όχ’ και κανένα καλό σαντούρ’, ε, για να μάθω. Καμιά φορά με δικό μ’ κόπο, συγκέντρωσα ένα λίγο ποσόν μέσ’ την Κατοχή και πήρα ένα σαντουράκ’ της προκοπής, [μεταχειρισμένο από] ένα άλλο παιδί είχε, στο Κοντοπούλ’, σ’ ένα διπλανό χωριό, λίγο παρακάτ’.
Τοπικές δράσεις:
Ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός μόνος του ή σε συνεργασία με τον αδερφό του ή/και τους δύο μουσικούς από την Πλάκα Λήμνου, Γιάννη Μηδέλια [λύρα] και Βαγγέλη Σκαλιώτη [κλαρίνο], έπαιζε συνήθως μουσική στην περιοχή της Παναγιάς:
[Παίζαμε συνήθως] σε γάμους, σε αρρεβώνες, σε διάφορα γλέντια του χωριού, σε πανηγύρια… Είναι 15 Αυγούστου, η Παναγιά, είναι και Παναγιά το χωριό [το όνομά του], ήταν μετά τα Εννιάμερα [της Θεοτόκου], και εν συνεχεία βέβαια έχ’ πολλά πανηγύρια.
Ενδεικτικά αναφέρονται από τον ίδιο χωριά του νησιού όπου έπαιζε μουσική:
Στην Πλάκα είναι ο Άγιος Χαράλαμπος, πηγαίναμ’ και ’κεί. Στην Καλλιόπη, του Άγιου – Γιώργη, του Αγίου Γεωργίου στις 23 Απριλίου, μέχρι [και] τώρα γίνονται ιπποδρομίες, μόν’ τρέχουν τ’ άλογα, παίζουν όργανα μετά στο γλέντ’, το βραδάκ’, πηγαίναμε καμιά φορά. [Πηγαίναμε] και στο Κοντοπούλ’ και στο Ρεπανίδ’, όπου τύχαινε. [Στο Μούδρο, στη Φυσίνη, στη Σκανδάλη, στα Καμίνια] είναι μακριά από εμάς, σ’ εκείνα πηγαίναν άλλα παιδιά, άλλες ορχήστρες ας πούμε. Στην Ατσική φτάναμε καμιά φορά… Με γαϊδουράκια [πηγαίναμε], ούτε μοτοσακά είχε, ούτε αμάξια είχε, ούτε μοτοσικλέτες, ούτε τίποτα. Το σαντούρ’ το σήκωνα εδώ πάνω στον ώμο, οχτώ – εννιά – δέκα οκάδες, πόσο ήταν, και πήγαινα στην Πλάκα. Τότε ήταν τα χρόνια διαφορετικά, μπροστά σ’ αυτά τώρα, ήταν της φτώχειας τα χρόνια τότε.
Ρεπερτόριο:
Το ρεπερτόριο των εκδηλώσεων στις οποίες συμμετείχε ως μουσικός, ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός υποστήριξε ότι εστιαζόταν κυρίως σε «Συρτά», «Καλαματιανά», «Σμυρνιά», το «Σιληβριανό», και λιγότερο τα τοπικά «Λημνιά» τραγούδια:
[Παίζαμε συνήθως τα] βαριά λαϊκά που λέτε εσείς, ‘Συρτά’, αυτά τα ‘Καλαματιανά’, ‘Σιληβριανό’, το ‘Σμυρνιό’. Τα ‘Λημνιά’ [τραγούδια] είναι μετρημένα, τα ‘Λημνιά’ μας τα τραγούδια. Είναι αυτό, θα το ‘χεις ακούσ’ πολλές φορές, το ‘Κεχαγιά Περήφανε’, τον ‘Παναγιά Χορό’, αυτό σαν συρτό πάει έτσ’ και το ‘Πάτημα’. [Στους γάμους] είχε πολλά τραγούδια τότε παλιά. Όταν ήταν για να γίν’ γάμος, λέγαν άλλο τραγούδ’ την ώρα που θέλαν να ξυρίσουν το γαμπρό, λέγαν τραγούδ’ να ξυρίσουν το γαμπρό. Αφού τέλειωνε το ξύρισμα, μετά ερχόνταν να ντυθεί ο γαμπρός, να βάλ’ το κοστούμ’ το ‘γαμπρίκιο’ που λέμε και εκεί πέρα πολλά (λέγανε τραγούδια) σάλια – μπάλια, πάρα πολλά! [Στο ξύρισμα του γαμπρού λέγαν το] ‘γαμπρίκιο’ και το ‘μπαρμπέρικο’, αλλά λέγαν γύρω απ’ το μπερμπεριό, γιατί [το τραγούδι] λέει: ‘Πάνω σε σπίτια δίπατα, σ’ αυλές μαρμαρωμένες, ε, μπερμπεριό εστήσανε και, και, και…’. Επίσης όταν παίρναμ’ τον γαμπρό απ’ το σπίτ’, να τον πάμε στη νύφ’ παίζαμ’ το ‘Μαρς’ και αυτό ήθελε να βγει και η νύφ’, να κατέβ’, βγαίναν με τα μπουκάλια να κεράσουν τον πεθερό και παίρναμε μετά και τους δυο (γαμπρό και νύφη) και τους πηγαίναμ’ μέχρι την εκκλησία. Μετά φεύγαμ’ εμείς, πολλές φορές πηγαίναμ’ πάλι, άμα τέλειωνε η στέψ’ και τους παίρναμε και πηγαίναμ’ στο σπίτ’ πρώτα να κεραστούν και μετά στο κέντρο, [ή πολλές φορές] στο σπίτ’ γινόντουσαν οι χοροί. Εάν ήταν καλοκαίρ’ χορεύαν μέσ’ τα προαύλια, στην αυλή. [Στους γάμους χορεύανε και] ‘Φοξ – Τροτ’, ‘Βαλς’, τέτοια, ‘Πόλκα’. Ε, χορεύαν και ‘Βαλς’ και ‘Ταγκό’, έρμο ‘Βαλς’ και ‘Ταγκό’ ήταν.
Αμοιβή:
Σε σχέση με την αμοιβή που έπαιρναν οι μουσικοί, ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός τόνισε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η αμοιβή δεν ήταν προκαθορισμένη. Κάθε ένας από τους γλεντιστές που ήθελε να χορέψει πρόσφερε χρήματα στην ορχήστρα [τη λεγόμενη «χαρτούρα»]:
[Στους γάμους] αφού θα πηγαίναμ’ στο κέντρο, τέλειωνε η στέψ’ και πηγαίναμ’ στο κέντρο, ήθελεν ο γαμπρός να χορέψ’ πρώτος και να βγούν’ όλοι οι συμπεθέρ’ να πούμε, και από τη μια [συγγενική γραμμή] και από την άλλ’ και να πληρώσουν τ’ όργανα. Και μετά πάλι εν συνεχεία [το ίδιο]. Τότε δε, τους γάμους τους ξημέρωναν μέχρι το πρωί, μέχρι το πρωί και τα ξημερώματα πηγαίναν στον κουμπάρο. [Έπαιρναν τα όργανα και πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου] έπρεπε να σφάξ’ κότες ο κουμπάρος, να έχ’ μέλια, να ‘χει πίτες, να έχ’ ξέρω ‘γω, έκανε το κουμάντο του ο άνθρωπος. Και χορεύαν μέχρι το μεσημέρ’ και δεν αφήναν και τον γαμπρό να φύγ’ να πάει στο σπίτ’! [Σε ένα γάμο] αν παίρναμε δυο κατοστάρ’κα τότε παλιά, αν παίρναμε διακόσες δραχμές ο καθένας. Άμα πηγαίναμε [φτάναμε] ανάμισ’ χιλιάρ’κο [1500 δρχ.] σε γάμο [όλη η ορχήστρα], λέγαμε ότι ήταν πλούσιος γάμος, παίρναμε έτσ’ από ένα πεντακοσάρ’ [500 δρχ.]. Δεν είχαν λεφτά ο κόσμος τότε, πολύ λίγ’ είχαν το χρήμα, πολύ λίγ’, φτώχεια, κακομοιριά, ούτε ένα πακέτο τσιγάρα δεν είχαμ’ να πάρουμ’ τότε. Δεν σας είπα που έχ’ αλλάξ’ τώρα η ζωή, τότε το σαντούρ’ σήκωνα απάν’ στον ώμο, οχτώ – δέκα κιλά, να πάω στην Πλάκα να παίξω και τι, να πάρ’ς πενήντα φράγκα κι εκατό κι αν….
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Τρύφωνας Χατζηστυλιανός θεωρούσε καλούς οργανοπαίχτες και άλλους μουσικούς της Λήμνου με τους οποίους όμως δεν είχε συνεργαστεί, όπως η κομπανία των Μαρινάκηδων από τον Άγιο Δημήτρη, η κομπανία των αδερφών Τσαντή και ο Κώστας Πιαντές από το Λιβαδοχώρι, τα αδέρφια Παντζαρά – οργανοπαίκτες και μουσικοδιδάσκαλοι από τον Κορνό, ο Τηλέμαχος Κατσικάς από το Θάνος και ο Μανόλης Ποριάζης από το Πορτιανού:
…αυτοί από τον Άγιο – Δημήτρη, αυτοί ήταν καθιερωμένοι, είχαν μπουζούκια, μετέπειτα φυσικά, πολύ μετά [μετά το 1960 ερχότανε να παίξουνε στην Παναγιά…]. Οι Τσαντήδες, αυτοί ήταν δυο αδέρφια, από το Λιβαδοχώρ’ ένα χωριό και παίζαν ωραία, μου φαίνεται πως ξέραν και Τουρκικά [ανατολίτικους σκοπούς], παίζαν όμως ωραία. Ο Πιαντές, μετέπειτα είναι αυτός, κλαρίνο παίζ’ ο Κώστας, γιατί ήμουν παιδάκ’ εγώ και πήγαινα στα πανηγύρια και επηρεαζόμουν, κατάλαβες. Στον Κορνό, εκεί ήταν οι Παντζαράδες, οι δασκάλ’ ας το πούμε. Εγώ δεν τους γνώρ’σα για να ’μαι ειλικρινής, αλλά φαίν’ται ότι κατείχαν και μουσική οι άνθρωποι, εγώ δεν γνώρ’σα, τους ξέρω, αλλά γνωριμία δεν είχα [μαζί τους]. Αυτοί έχουν ένα γιο Χρήστο, είναι στην Αυστράλια και έχ’ και πολλά λεφτά, παίζ’ ακορντεόν ωραία και βιολί και σαντούρ’, είναι απ’ τ’ς καλοί καλός […]. Είχεν ένα, απ’ ένα χωριό, το Θάνος, Τηλέμαχο τον λέγαν Κατσικά […], έπαιζε βιολί, αλλά ήταν απ’ τους καλούς! Και είχε έναν άλλο, Μανόλης Πο(υ)ριάζης, έπαιζε [βιολί] στου Πορτιανού….