Φουσκούδης Χρήστος
ΛήμνοςΤόπος γέννησης: Σκανδάλη, Λήμνος
Χρόνος γέννησης: 1923
Στοιχεία καταγωγής:
Ο Χρήστος Φουσκούδης γεννήθηκε στη Σκανδάλη [χωριό της ΝΑ Λήμνου], που γνώρισε σημαντική δημογραφική κάμψη από τη δεκαετία του 1950 και μετά, κυρίως λόγω της μετανάστευσης. Ο Χρήστος Φουσκούδης αναφέρει:
Θυμάμαι πριν τον πόλεμο, δηλαδή το 1937 – 1938 – 1939, αριθμούσαμε γύρω στους 380 κατοίκους. Από εκεί, έγινε μετά η μετανάστευσ’, Καναδά, Αυστραλία… Το 1952 φύγαν οι πρώτ’, ε, από εκεί και πέρα, Καναδά, Αυστραλία, Γερμανία, φύγαν ο κόσμος. Τώρα έχουμ’ στην Αθήνα πολλές οικογένειες. Το καλοκαίρ’ που έρχονται γεμίζ’ η πάνω η πλατεία παιδιά και κόσμο, όλα τα σπίτια ανοιχτά είναι. Τώρα [το χειμώνα] γυρίζ’ς μέσα στο χωριό και είναι τρία κλειστά σπίτια, ένα ανοιχτό, τρία κλειστά, ένα ανοιχτό. Τώρα είμαστε καμιά ενενηνταριά. Και σχολείο δεν έχει. Σκανδάλ’, Αγιά – Σοφιά, Φυσίν’, Καμίνια, Ρωσσοπούλ’, όλα τα παιδιά στο Μούδρο πηγαίνουν. Λεωφορείο βάζουν ειδικό και τα πάει και τα φέρν’ […].
Ιδιότητα:
Ο Χρήστος Φουσκούδης ήταν πρακτικός οργανοπαίχτης, που έπαιξε επαγγελματικά λύρα από το 1940 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Γονείς:
Για τον πατέρα του, ο Χρήστος Φουσκούδης αναφέρει:
Ο πατέρας μου έπαιζε λύρα […]. Και ακόμα κι ο μπαμπάς μου δεν το εκμεταλλεύτηκε! Ενώ ας πούμε μπορούσε να το εκμεταλλευτεί, τον είχαν παρακαλέσ’ μάλιστα να παίξ’ και σ’ ένα κρουαζιερόπλοιο κάποια στιγμή […].
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Χρήστος Φουσκούδης παντρεύτηκε το 1943 και απέκτησε πέντε παιδιά, τρεις γιους και δύο κόρες. Οι γιοι του σπούδασαν, ο ένας έγινε δάσκαλος και οι άλλοι δύο αποφοίτησαν από την Ανωτάτη Εμπορική. Οι κόρες του εγκαταστάθηκαν από τη δεκαετία του 1970 στην Αυστραλία, όπου κατοικούν μέχρι σήμερα με τις οικογένειές τους.
Άλλοι μουσικοί από την οικογένεια του Χρήστου Φουσκούδη ήταν:
Εγώ ήμουν ο τελευταίος από την οικογένεια, είμαστε πέντε αδέρφια, τρία αγόρια, δυο κορίτσια. […]. Ο πατέρας μου έπαιζε λύρα. Μετά από τον πατέρα μου έμαθε ένας αδερφός μου [ο Δημήτρης] που σκοτώθ’κε στον Αλβανικό πόλεμο, όχι σκοτώθ’κε, αλλά άμα δεν ήταν ο πόλεμος δεν θα τα πάθαινε. Έπαθε, από το κρύο, διπλή περιπνευμονία και τον κάναν παρακέντησ’ και πέθανε στην παρακέντησ’. Εκείνος έπαιζε καλύτερα, μετά έμαθε ένας άλλος αδερφός μου [ο Παναγιώτης], που έχ’ πεθάν’ τώρα, πριν τρία χρόνια, αυτός ήταν του 1911 γεννηθείς, πέθανε τώρα τελευταία.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Παράλληλα με τη μουσική ο Χρήστος Φουσκούδης ασχολήθηκε και με αγροτικές εργασίες, καλλιεργώντας κυρίως προϊόντα για οικιακή χρήση. Την περίοδο 1950-70, όταν επεκτάθηκε η βαμβακοκαλλιέργεια στη Λήμνο, φύτεψε και βαμβάκι, για εμπορικούς πλέον λόγους:
Σιτάρ’, κριθάρ’ και όλα σε λίγ’ ποσότητα, φασόλια, ρεβίθια, σουσάμια βάζαμε, όλα γενικά, απ’ όλα και από λίγα. Για το σπίτι κυρίως και αν περίσσευε κάτ’, το πουλούσες. Μπαμπάκια βάλαμε, κάναμε, έχ’ χωριά που βρήκαν νερά και κάναν πηγάδια, έχουν κάν’ γεωτρήσεις και βάζαν μπαμπάκια και το καλύτερο μπαμπάκ’ σ’ ίνα, το ’βγαζε η Λήμνος. Και απόδοση είχε αλλά μας το παίρναν τσάμπα. Και εγώ έβαζα, και στη Φυσίνη έχω κάτι χωράφια κι έβαζα λίγα κι έχω και σ’ ένα, ένα κτήμα μακριά από εδώ, είναι καμιά ώρα με τα πόδια, “Παρθενόμυτος” λέγεται και κάναμε ένα αρδευτικό έργο εκεί πέρα και τα ποτίζαμε, με δεξαμενές κάναμε το νερό και ποτίζαμε και είχα και εγώ κάτι στρέμματα κι έβαζα, μπαμπάκ’. Αλλά έχ’ πολλή δουλειά το μπαμπάκι, έξοδα πολλά και τα λεφτά ήταν λίγα και οι νέοι φύγαν ύστερα […]. Να, τώρα δίνουν λέει επιδοτήσεις, για τα μπαμπάκια, για να ξαναρχίσουν, ποιος θα την κάν’ αυτή την δουλειά;
Επίσης, όταν σταμάτησε να παίζει επαγγελματικά μουσική, έκανε διάφορες εργασίες για βιοποριστικούς λόγους:
Ήμουν αγρότης, έκανα και χτισίματα και σοβαντίσματα και με τα καράβια πήγα ναυτικός […]. Σπούδαζα τρεις [γιους] συγχρόνως και άκουγα ότι με τα καράβια είχ’ δουλειά και λεφτά και αναγκάστηκα να πάω με τα καράβια. Πήγα μ’ ένα φορτηγό, έπεσα σ’ άσχημο καράβ’, μετά ξαναμπαρκέρνω, πήγα με το “Κωστάκ’”, με το “Αυστραλίς” πήγα, στην Αυστράλια έχω γυρίσ’. Το 1971 πήγα με το “Αυστραλίς”. Τότες στην Αθήνα, άμα πήγαινες στον Πειραιά κάτ’, ταυτότητα να είχες και σε παίρναν, σε παρακαλούσαν, βγαίναν, γυρίζαν όλ’ τα γραφεία να βρούνε πληρώματα. Ε, βέβαια! Εγώ με διαβατήριο μπαρκάρ’σα, δεν είχα τίποτα άλλο. Δεν έκανα χρόνια. Έπεφτε η τύχη μ’ όλο σε άσχημα καράβια […]. Κάτω στις μηχανές ήμουν εγώ. Με μπαρκάραν στο πρώτο καράβι για καθαριστή, από εκεί με βάλανε θερμαστή. […] πιο μπροστά πήγα μ’ ένα γκαζάδ’κο και πήγαμε στην Αμερική και από την Αμερική γυρίσαμε, πηγαίναμε για τις Ινδίες και είχα δηλώσ’ παραίτηση εγώ κι έφυγα, ξεμπαρκάρ’σα στο “Πόρτ Σάϊτ”. Η κυρά τότε, τέλειωνε ο Γιώργος ο μεγάλος ο γιος μου που είναι στη Χίο, τέλειωνε το Γυμνάσιο κι ήθελε να πάει για φροντιστήρια και κάτι τέτοια. Μ’ έγραψε “έλα πίσω και ποιος θα τον πάει;” και αναγκάστηκα να ξεμπαρκάρω. Ξαναμπαρκέρνω μετά, το 1971, με το “Αυστραλίς”, εκεί αρρώστησα μες το καράβ’, γι’ αυτό έφυγα. Επιβατικό ήταν, εφτακόσια άτομα ήμασταν πλήρωμα μέσα. Έκανα δυο ταξίδια, αλλά δυο ταξίδια κάναμε τεσσερ’σήμισι μήνες. Ξέρ’ς πόσα πόρτα [λιμάνια] πιάναμε; Το “Αυστραλίς” το στέκι τ’ ήταν στο Σαουθάμπτον στην Αγγλία, φεύγαμε από ’κει πηγαίναμε στην Γερμανία σ’ ένα Μπρέμετ Χάμετ ένα λιμάν’, από ’κει τραβούσαμε παγαίναμε απ’ έξω Λας Πάλμας, πηγαίναμε στο Κέηπ Τάουν, Νότια Αφρική και από ’κει έντεκα μέρες, πιάναμε το πρώτο λιμάν’ της Αυστραλίας, το Φρημάντ, πηγαίναμε Μελβούρνη, Σίδνεϋ, ύστερα πηγαίναμε σ’ ένα νησί, μια αποικία της Αγγλίας, στη Σούβα. Απ’ τη Σούβα, πηγαίναμε έντεκα μέρες ταξίδ’, αυτά ήταν τα δυο μεγαλύτερα ταξίδια, έντεκα μέρες ταξίδ’ πηγαίναμε στο Ακαπούλκο, στο Μεξικό. Περνούσαμε από ’κει μετά, τον Παναμά, τις δεξαμενές, τη διώρυγα και από ’κει πηγαίναμε ύστερα στο Μαϊάμ’. Και από εκεί κατευθείαν πάλι για Αγγλία, οχτώ μέρες.
Ο Χρήστος Φουσκούδης ασχολήθηκε επίσης με τη μελισσοκομία, καθώς και με το ψάρεμα:
Και λιμάνια εδώ δεν έχει, πο’ ’χω και εγώ ένα βαρκάκ’, ήταν τράβα – ρίξε η δουλειά. Θα πήγαινα στο ψάρεμα το βράδ’, έπρεπε όταν φεύγω να τραβήξω τη βάρκα έξω, θα έπαιρνε ένας αέρας θα με τη σπάσ’. Να και εμείς έχουμε μια βάρκα με τα παιδιά, επαγγελματική άδεια έχω, αλλά εμείς πάμε και βγάζουμε κανένα ψάρ’ να τρώμε, δεν πάμε για να πωλούμε […]. Αλλά δεν έχ’ ψάρια τώρα.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Ο Χρήστος Φουσκούδης υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Ηράκλειο της Κρήτης, από 25 έως 27 ετών και απολύθηκε το 1950:
[…] φύγαν οι Γερμανοί, μόλις φύγαν οι Γερμανοί με πήραν φαντάρο, 25 χρονών πήγα φαντάρος, δεν πήγα κανονικά, παντρεμένος ήμουνα, δύο παιδιά είχα τότε, παντρεύτηκα μικρός, 20 χρονών παντρεύτηκα, το ’43 παντρεύτηκα, 7 Μαΐου.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Ηράκλειο είχε την ευκαιρία να γνωρίσει την κρητική λύρα:
Εγώ έκανα δύο χρόνια φαντάρος, εκπαιδευτής ήμουν στο κέντρο του Ηρακλείου και καταταχτήκαμε εκεί. Εγώ παρέμεινα εκεί, από εκεί πήρα απολυτήριο, πήγα για εκπαιδευτής, έγινα δεκανέας και πήγα στην Χαλκίδα δυο μήνες, έγινα λοχίας και μετά από κει επέστρεψα πίσω και πήρα απολυτήριο. Και πολλά παιδιά Κρητικά που ήρθαν, τους γνώρισα, τους εκπαίδευσα, είχαν λύρες, δοκίμαζα, δεν μπορούσα να τις παίξω. Ε, άλλο είναι οι λύρες στην Κρήτη, είναι διαφορετικές, κουρδισμένες διαφορετικά και τα κρητικά τα τραγούδια είναι διαφορετικά. Με τη δικιά μου την λύρα έχω δοκιμάσει, παίζω κάτι κρητικά έτσι εύκολα, δύσκολα δεν μπορώ να παίξω….
Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:
Ο Χρήστος Φουσκούδης έχει ολοκληρώσει την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση:
Εμείς θυμάμαι είχαμε ένα δάσκαλο 40 παιδιά και κάναμε μια ώρα μάθημα την ημέρα, ας πούμε, και πάλι καλά αυτά που μάθαμε. Εγώ όταν τελείωσα το δημοτικό είμαστε 85 παιδιά, εδώ στο χωριό μας. Το δημοτικό, 85 παιδιά! Κάτσε να δεις, εγώ ήμαν το 1923 γεννηθείς, πηγαίναμε εφτά χρονών σχολείο, δεν έμεινα σε καμιά τάξ’, ε γύρω στο 1936 – 1937 τελείωσα […]. Και είχα όρεξη να πάω στο Γυμνάσιο αλλά τότε δεν είχε εδώ πέρα ούτε Γυμνάσια ούτε τίποτα, έπρεπε να πας έξω [στη Μύρινα], οι πατεράδες μας ήταν φτωχοί δεν […]. Είχαμε και την Κατοχή, ήμασταν στην Κατοχή, εγώ όταν ήρθαν οι Γερμανοί ήμουν 16 χρονών, ήμουν μικρός ακόμα, πού να πάω, κλείστηκα εδώ πέρα….
Μουσική παιδεία:
Ο Χρήστος Φουσκούδης ήταν αυτοδίδακτος λυράρης:
[…] η λύρα είναι ένα τυφλό όργανο, δεν είναι να μπορείς να διδάξεις, ούτε μπορεί να σου πει κανείς τίποτα, να σε διδάξ’, είναι μονότονο όργανο. Εγώ μόνος μου έμαθα, δεν πήγα πουθενά για να μάθω […].
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Χρήστος Φουσκούδης, όπως οι περισσότεροι λαϊκοί οργανοπαίκτες, ασχολήθηκε με τη λύρα από μικρός:
[…] η λύρα είναι ένα τυφλό όργανο, δεν είναι να μπορείς να διδάξεις, ούτε μπορεί να σου πει κανείς τίποτα, να σε διδάξ’, είναι μονότονο όργανο. Εγώ μόνος μου έμαθα, δεν πήγα πουθενά για να μάθω. Παίζαν οι αδερφοί μου, αλλά δεν ήταν από αυτό, όχι. […]. [‘Όταν] έμαθε και ο άλλος ο [δεύτερος] αδερφός μου [ο Παναγιώτης], έχει και αυτός πεθάνει τώρα, το ’11 γεννηθείς, έπαιζε και εκείνος, εγώ ήμουν μικρός, σηκωνόμουν το πρωί πιο μπροστά από κείνον […] και μου έλεγε να τον ψήσω τσάι και ξέρω ’γω, τον έλεγα, “άμα δεν με φτιάξεις και μένα μια λύρα, δεν σε ψήνω”, λέει “ψήσε με τσάι και άμα σηκωθώ θα σε φτιάξω μια λύρα”. Κείνος ήταν ο μάστορας που έφτιαχνε τις λύρες – [αν] και οι δυο [αδερφοί] ξέραν – μετά με έφτιασε μένα μια λυρούλα μικρή και συνέχισα μοναχός μου και θυμάμαι ότι είχε τότε ένα τραγούδι, για μένα ήταν εύκολο δηλαδή για να το μάθω, έλεγε “Πάρε φούμο, πάρε φούμο και καραμπογιά / να βάψεις φως μου φρύδια και μαλλιά”, και έμαθα τούτο τον σκοπό […]. Ήτανε ένας χορός, καλαματιανός, και έμαθα κείνο σιγά – σιγά με πολλή προσπάθεια, πήγα και δυο χρόνια στο «Γυμνάσιο», φύλαξα πρόβατα δηλαδή δυο χρόνια, αυτό ήταν το Γυμνάσιο εδώ στα χωριά, και την έπαιρνα μαζί μου στα βουνά που γύριζα, και σιγά – σιγά τα κατάφερα να βγάλω αυτό το τραγούδι, “Ένα νερό κυρά Βαγγελιώ” και τα ρέστα, που είχε κάτι τραγούδια τότε τέτοια, που τα θεωρούσα τότε εύκολα. Γιατί άμα μάθεις ένα δυο τραγούδια τότε τα μαθαίνεις όλα, είναι εύκολα, πρακτικά, μοναχοί μας ήμασταν, κανείς δεν με έδειξε….
Ξεκίνησε να παίζει λύρα σε γάμους και πανηγύρια, στη στενή περιφέρεια του τόπου του, τη δεκαετία του 1940. Την περίοδο 1950 – 60, έπαιζε λύρα είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με τον αδερφό του Παναγιώτη:
Εγώ, πριν τριάντα χρόνια κι ο αδερφός μου ο τελευταίος, Σκαντάλ’, Φυσίν’ και Αγιά – Σοφιά, γάμος ήταν, πανηγύρια ήταν, αρραβώνες ήταν, γλέντι, άλλα που κάναν, εμείς παίζαμε, δεν ερχόταν όργανα εδώ πέρα. Ολ’ τ’ς χοροί τις παίζαμε, ευρωπαϊκά, καλαματιανά, συρτά, ζεϊμπέκικα, χασάπικα, όλα τα παίζαμε! Δυο λύρες παίζαμε τελευταία, με τον αδερφό μ’ μαζί, ναι, εύκολο πράγμα. […]. Δυο λύρες σκέτες, τίποτα. Συγχρονίζονται μαζί, στο κούρδισμα. Το ίδιο στυλ παίζαμε ακριβώς. Και έπαιζα και μόνος μου και ο άλλος ο αδερφός μου έπαιζε και ’κείνος μόνος. Μόνο το σκοπό παίζαμε, δεν τραγουδούσαμε. Είναι δύσκολο όργανο η λύρα, είσαι προσηλωμένος εκεί, κουραστικό όργανο. […]. Γιατί βλέπεις παίζω τώρα έναν χορό και χορεύουν είκοσι – τριάντα άτομα. Ε, δάχτυλα είναι αυτά, λίγο να φαλτσάρεις, τα χάνεις εσύ, τα χάνει και εκείνος που χορεύει και θέλει πολλή προσοχή και πολλές πρόβες.
Σύμφωνα με τον Χρήστο Φουσκούδη, την περίοδο που εργάστηκε ως ημι – επαγγελματίας μουσικός, μουσικά συγκροτήματα με «όργανα», υπήρχαν μόνο στα μεγάλα χωριά, ενώ στα πιο μικρά χωριά, υπήρχαν μόνο λυράρηδες. Αναφέρει ωστόσο μία περίσταση όπου έπαιξε λύρα, μαζί με βιολί και σαντούρι:
Στα χωριά που δεν υπήρχαν όργανα, ήταν οι λύρες και σε άλλα χωριά μεγάλα, τέλος πάντων που παίζαν όργανα, ήταν οι κομπανίες αυτές. Βιολί, σαντούρ’ και κλαρίνο […]. Πηγαίν’, εγώ μια φορά την Λαμπροτρίτ’, μετά το Πάσχα, την τρίτη μέρα που λέμε την Λαμπροτρίτ’, πανηγύριζε εδώ κάτω, το χωριό η Φυσίν’ πάνω στον Άγιο – Σώζο, πάνε λειτουργούνε την Λαμπροτρίτ’ και μ’ είχαν καλέσ’ σ’ ένα καφενείο που είχε εκεί πέρα, να πάω να παίξω με τη λύρα. Στο αναμεταξύ, εγώ πιο μπροστά από αυτή τη Λαμπροτρίτ’, έπαιζα σ’ ένα άλλο καφενείο. Αλλά επειδής δεν μ’ ειδοποίησε αυτός ο καφετζής, μ’ ειδοποίησε ο άλλος και έδωσα τον λόγο μ’ εκεί. Πήγα εκεί κάτω και ήρθαν και δυο από τα Καμίνια, ο ένας έπαιζε σαντούρ’ και ο άλλος έπαιζε βιολί […]. Ήρθαν με κολλήσαν εκεί πέρα και με λένε, “θα παίξεις εσύ εδώ πέρα;” – “Ε, λέω έτσι έδωσα το λόγο μου”. – “Να ’ρθούμε και εμείς να παίξουμε λέει μαζί;” – “Μπορώ λέω εγώ να παίξω μαζί σας, ξέρω ’γω;” Μου λέει “θα δεις ότι ναι”. Κούρδισα κι εγώ τη λύρα σύμφωνα με το βιολί και παίξαμε μαζί, ωραία πήγε. Αλλά οι νεαροί που ήταν στο άλλο καφενείο που πήγαινα, παρεξηγηθήκαν, ήταν μια απόστασ’ το ένα με το άλλο καφενείο καμιά σαρανταριά μέτρα, ξέρω ’γω πενήντα, τι ήταν, και μόλις άρχισε το γλέντ’, αρχίσαν να πετάνε ποτήρια και τέτοια από εκεί, έπεσε ένα ποτήρ’ στη γυναίκα πάν’ στο κεφάλ’, έτρεχε το αίμα και διέλυσε, και δεν κάναμε τίποτα, φύγαμε. Παρεξηγήθηκαν, γιατί δεν πήγα εγώ στο άλλο το καφενείο να παίξω, που πήγαινα, και πήγα σε τούτο εδώ το καφενείο […].
Ο Χρήστος Φουσκούδης ανέφερε και άλλους παλιούς λυράρηδες της περιφέρειάς του, όπως τους Σάββα Λάσκαρη και Δημήτριο Βρούτζα από την Σκανδάλη, τον Αντώνη Μαρμαρά από τη Φυσίνη, τους Γιώργο Πανταζή και Αλέκο Ψαρρή από την Αγιά – Σοφιά.
Ο Χρήστος Φουσκούδης σταμάτησε να παίζει επαγγελματικά μουσική στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αφενός επειδή θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στο νέο ρεπερτόριο της εποχής και να ανταγωνιστεί τα μουσικά συγκροτήματα, και αφετέρου λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της μουσικής επιτέλεσης:
Ε, αφού την εγκατέλειψα μετά, δεν έπαιζα λύρα! Ε, βέβαια σταματήσαμε, ήτανε οι καταστάσεις τέτοιες που δεν […]. Βγήκαν τα όργανα μετά, πληθύναν τα όργανα, ερχόταν και τις πιάναν εκεί πέρα… Αλλά δεν ήθελα κι εγώ να παίξω, κι εγώ βαρέθηκα, δεν μπορούσα. Δεν είναι εύκολο πράγμα! Ύστερα είχες να κάνεις με τον κόσμο, ένας σ’ όριζε σειρά, δεν τον έδινες σειρά, έκανε παρεξηγήσεις, ξέρ’ς πόσες φορές μ’ ήρθε να την κοπανήσω μια κάτ’ να την σπάσω, να πάει στο διάολο λέω, να μην ξαναπαίξω· πολλές φορές έφτασα σ’ αυτό το σημείο! Να ’μαστε φίλ’, ξέρω ’γω γνωστοί, και να παρεξηγηθούμε για τον χορό!
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Σταθερές δραστηριότητες του Χρήστου Φουσκούδη αποτελούσαν τα γλέντια και οι διασκεδάσεις που γινόταν σε χωριά της περιφέρειάς του. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
Εγώ, πριν τριάντα χρόνια κι ο αδερφός μου ο τελευταίος, Σκαντάλ’, Φυσίν’ και Αγιά – Σοφιά, γάμος ήταν, πανηγύρια ήταν, αρραβώνες ήταν, γλέντι, άλλα που κάναν, εμείς παίζαμε, δεν ερχόταν όργανα εδώ πέρα.
Ο ίδιος αναφέρεται διεξοδικά στις αναμνήσεις που είχε από το μεγαλύτερο πανηγύρι της περιφέρειάς του προς τιμήν του Αγίου Σώζου, που εορτάζεται στο ομώνυμο εξωκλήσι στις 6 – 7 Σεπτεμβρίου:
Εκεί είναι το χωριό Φυσίνη. Ακριβώς από εκεί πάει ένας δρόμος ένα χιλιόμετρο, ενάμισι ξέρω ’γω, εκεί γινόταν το πανηγύρ’. Έξι Σεπτεμβρίου ήταν η παραμονή που μαζευόταν ο κόσμος. Ο ξένος ο κόσμος από όλ’ τη Λήμνο καθόταν μέχρι και το πρωί, ξενυχτούσαν, έχει κελιά εκεί πέρα, σπίτια, σκεπαστά και καθόταν εκεί μέσα. Και τότε δεν υπήρχαν τα μέσα, αυτοκίνητα όπως τώρα, κάρα ερχόταν, με τα γαϊδουράκια οι πολλοί. Έβλεπες τα γαϊδουράκια ήταν πιο πολλά από τον κόσμο […]. Επτά Σεπτέμβρη είναι το πανηγύρ’ του Αγίου Σώζου, αλλά η παραμονή είναι στις 6, τότε ερχόταν ο κόσμος, απ’ την παραμονή ερχόταν ο κόσμος και μέναν όλη νύχτα. Παραμέναν ορισμέν’ και το πρωί στην λειτουργία, στην εκκλησία και μετά ξεκινούσαν πάλι με τα γαϊδουράκια ή με ό,τι μέσον είχαν. Ερχόταν και με τα καΐκια, με βάρκες, τριγύρω από εδώ, απ’ το Μούδρο, από την Μύρινα. Και μια χρονιά κατέβη ένας αέρας γερός και πνιγήκαν και δυο – τρεις. Αλλά ξενυχτούσαν, παίζαν όργανα, είχε […], κάναν παράγκες, φέρναν πολλούς πραματευτάδες, το κάθε πράμα, φτιάναν λουκουμάδες, τρίγωνα, γκαζόζες, παραμύθια, πουλούσαν […], και είχε κάτι μπουκάλια τότε με μια μπίλια από πάνω, για να την ανοίξεις την γκαζόζα, δεν ήταν όπως τα τωρινά. […]. Είχε όργανα και χόρευαν. Ναι, την επαύριο που φεύγιν ο κόσμος, μέναν εδώ ορισμέν’ από διάφορα χωριά, όσοι ήταν χορευταράδες κι αγαπούσαν το γλέντ’ και κατεβαίναμε κι εμείς από εδώ από το χωριό, από την Αγιά – Σοφιά, απ’ τα Καμίνια, από τα κοντινά χωριά και γίνονταν ένα γλέντ’, μην το συζητάς! Καλύτερο γλέντ’ γίνονταν την επαύριο, τη δεύτερη μέρα. Την τρίτη ημέρα πάλι τα ίδια, είχε γλέντ’, χορό πάλι, αλλά μέναμε […]. Τότε απάν’ στην εκκλησία πο’ ’ρχόταν τα χρόνια εκείνα που σας λέω, τρεις κομπανίες. Μια κομπανία θυμάμαι ήταν από το Λιβαδοχώρι, οι Τσαντήδες, τρία αδέρφια ήταν, βιολί, σαντούρια κι έπαιζε κι ο γιος του, όλα τα όργανα τα ’παιζε. Είχε κι άλλ’ από την Μύρινα, κάποιος Ζόμπος λεγόταν κι αυτός έπαιζε κλαρίνο, κλαρίνο κι ήταν αόμματος ε! Αόμματος ήταν, τυφλώθηκε πολύ νωρίς. Αλλά θέλω να σου πω, πως κρατούσαν αυτές οι διασκεδάσεις, βρε παιδί μου […]. Εγώ τότε, για που σας λέω που έφτασα εκείνα, να παίζουνε κομπανίες, τα όργανα και όλα αυτά που σας λέω, εγώ πρέπ’ να ’μαν δεκατρίου χρονών, δεκατέσσερα. Μετά μεσολάβ’σε ο πόλεμος, η Κατοχή, όλα αυτά ναυαγήσαν από τότε. Αλλάξαν τώρα τα πράματα. Τώρα, σταματήσαν τελείως, δεν κάνουν καθόλου γλέντ’. Έρχεται ο κόσμος, φεύγουν, μόλις τελειώσ’ ο Εσπερινός, φεύγουν όλος ο κόσμος.
Για τους γάμους που συμμετείχε καθώς και για το ρόλο της λύρας στα γαμήλια έθιμα στην Σκανδάλη αναφέρει:
Εδώ τα χρόνια εκείνα που γινόταν οι γάμ’, θέλω να σου πω, ξέρ’ς πόσα εικοσιτετράωρα κρατούσε ο γάμος! Το Σαββατόβραδο πηγαίναν στης νύφης το σπίτι και γινόταν χορός, μέχρι τις δώδεκα ξέρω ’γω, μία η ώρα, μετά φεύγαν. Την Κυριακή που γινόταν ο γάμος, από η ώρα έντεκα ήθελε ν’ αρχίσ’, να μαζευτεί ο κόσμος εκεί πέρα, θα πήγαινε δώδεκα, μετά θα αρχίζαν, να ξυρίσουν τον γαμπρό, με τραγούδια, να τον ντύσουν, να τον στολίσουν […].
Χαρακτηριστικός τοπικός σκοπός του γάμου είναι ο “Γαμπρίτσιος” , που έπαιζε ο λυράρης κατά το ξύρισμα του γαμπρού:
Την ώρα που τον ξυρίζαν και τον ντύναν είχε, σε λέω παλιοί, που ξέραν τραγούδια και καθόταν και τραγουδούσαν και παίζαμε και εμείς τη λύρα. Αυτός πάει συνέχεια έτσ’, μπορεί να τραγουδούν μία ώρα συνέχεια, δεν είναι χορευτικός. Συνέχεια δίστιχα λέγαν, τα ξέραν, είχαμ’ δυο – τρεις μέσ’ στο χωριό μας που τα ξέραν αυτά. Στο κάθε χωριό είχε, και στη Φυσίν’ είχε και στην Αγιά – Σοφιά, είχε ένα γέρο στην Αγιά – Σοφιά, αυτός κι αν ήξερε. Κι έβγαλε και ένα γιο και αυτός πεθαμένος είναι, αυτοί τα τραγουδούσαν.
Στη συνέχεια οι γλεντιστές και οι λυράρηδες έπρεπε
[…] να τον πάρουν [το γαμπρό] από εκεί με τη λύρα, να πάμε στο σπίτ’ της νύφης, να την πάρουν, να ’ρθεί η ώρα να πάνε στην εκκλησία για τη στέψ’. Επιστρέφοντας πάλι, πηγαίναμε στο σπίτ’ (της νύφης) και αρχινούσε ο χορός. Όλη νύχτα, ξημερ’νόμαστε! Και τα κεράσματα που ήταν, ήταν κρασί και ούζο και όχ’ σε ποτήρια. Δυο μπουκάλια άσπρα, ένα κρασί και ένα ούζο και είχαν δέσ’ και μια τρέσσα – κάτι καρούλια χρυσά – απάνω και γυρίζαν με τα μπουκάλια. Έπινες εσύ, έπινε ο άλλος, έπινε ο άλλος, δηλαδή, παρότι τότε κυκλοφορούσαν και ασθένειες, φυματίωση ξέρω ’γω, όλ’ πίναμε από αυτό. Με το μπουκάλ’ πίναμε, πού να βρούν’ ποτήρια, αφού ήταν εκατό άτομα, εκατόν πενήντα! Αυτά ήταν τα έθιμα εδώ. Μπορεί να σου πω εγώ ότι μ’ αρέσουν, καλύτερα ήταν τότε, παρά τώρα. […] Και είχαμε ένα έθιμο την Δευτέρα, αφού ξημέρωνε, μένανε οι στενοί συγγενείς, μας κρατούσαν και εμάς εκεί πέρα, και γυρνούσαμε όλη μέρα όλα τα συγγενικά σπίτια, μέσ’ το χωριό, με το γαμπρό μαζί βέβαια. Νυσταγμέν’, κουρασμέν’ εμείς· καμιά φορά έπαιζα και μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Και τον παγαίναμε ύστερα που σουρούπωνε, το βράδ’ ύστερα, τον παγαίναμε στο σπίτι του, τον γαμπρό, κάναν κάνα δυο χοροί μέσα στο σπίτ’, μας κερνούσαν και μετά τον παρατούσαμε και φεύγαμε.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Ο αδερφός του Χρήστου Φουσκούδη Παναγιώτης, ο οποίος ειδικευόταν γενικότερα σε ξυλουργικές εργασίες, είχε κατασκευάσει λύρες για οργανοπαίχτες του νησιού:
Ο αδερφός μου, ο Παναγιώτης, έφτιανε λύρες […]. Ο ίδιος τις κατασκεύαζε. Ήταν επιδέξιος πολύ και υπομονετικός άνθρωπος, γαϊδάρου υπομονή που λέμε. Ξέρ’ς μια λύρα για να φτιαχτεί […], αυτή η λύρα έχ’ δεκαπέντε μεροκάματα! Πόσα να την πουλήσ’ τη λύρα; Και είναι εύκολο να φτιαχτεί αυτό το πράμα; Αυτό το ξύλο είναι από μαύρη μουριά. Λοιπόν έπρεπε να τον πάρ’ τον κορμό όπως είναι, να τον ανοίξ’, δεν είχε και μέσα, με τα χειροπρίονα και τέτοια. Είχε χνάρ’ φτιαγμένο σ’ ένα χαρτί, το σχέδιο, και την έκανε, όχ’ έτσ’ να την πιάν’ αμέσως, την άφηνε χοντρή. Να πιάσ’ να την κουφώσ’ από μέσα με σμίλες και με κάτι τέτοια πράματα και μετά ν’ αρχίσ’ μ’ ένα σουγιά, που λυγούσε έτσι και την έκανε έτσ’ και έτσ’. Είχε υπομονή μεγάλη. […]. Μονοκόμματη είναι η λύρα, βέβαια! Εκτός από το καπάκ’ το άλλο είναι μονοκόμματο. Είναι μονοκόμματη και είναι και ψιλή, είναι πολύ – πολύ ελαφριά. Η λύρα είναι από μουριά, μουριά μαύρη. Το καπάκι είναι από τσάμ’, σαν ξύλο, αλλά πρέπ’ να το βρεις να έχ’ τέτοια νερά, κάτι γραμμούλες. Ίσια νερά να έχ’, γιατί άμα ήταν αλλιώς, τώρα εγώ τόσα χρόνια που την έχω και την κρατώ έτσ’, ήθελε να βουλιάξ’ μέσα το καπάκ’, αυτό είναι που στηρίζ’ […]. Και στο δοξάρι ρετσίνα βάζω στις τρίχες, στις τρίχες απάν’. Δεν παίζ’ αλλιώς, άμα δεν βάλεις ρετσίνα δεν παίζ’. Παίζεις σ’ ένα γλέντ’ ας πούμε, άμα παίξεις λίγη ώρα, φεύγει η ρετσίνα, καταλαβαίνω εγώ ότι δεν παίζ’, ξανά ρετσίνα. Έχω κομμάτια τέτοια ρετσίνης […]. Τις τρίχες του δοξαριού, με τρίχες από άλογα και τέτοια τις φτιάχναμε. Τώρα τις παίρνουμε έτοιμες. Από την Αθήνα τις παίρνω, αλλά δεν ξέρω που τα πουλάν αυτά. Μάλλον τρίχες βιολιού πρέπ’ να ’ναι. Αλλά κόβονται κι αυτές, με τη ρετσίνα, με το δούλεμα, όλο κόβεται, όλο κόβεται, ήταν πολλές, τώρα μείναν λίγες.
Για τις χορδές της λύρας, ο Χρήστος Φουσκούδης αναφέρει:
Αυτές είναι χορδές που βάζουν, τα ’χω αγορασμένα τούτα εδώ, από μπουζούκ’ είναι, δεν ξέρω από τι είναι. Αλλά τούτη εδώ η μεσαία είναι “μεσίνα”, ψαρέματος. Παλιά βάζαν χορδή, τις φτιάχναν από έντερα από ζώο, από πρόβατο, έφτιαχνε η μάνα μου τέτοιες. Την έβλεπα, την περνούσε πολλές φορές από το χέρι με το νύχι, το τραβούσε και έβγαινε το κρέας, έβγαινε το κρέας μέχρι που έμενε ένα ψιλό πράγμα, μετά αυτό το έκλωθε, το έστριβε, και το τεζάριζε στον ήλιο και ξεραινόταν, ήταν ωραίες χορδές, δεν σπούσαν εύκολα, όχι. Τα τέλια [χορδές], όταν φύγαν οι Γερμανοί και μετά μείναν κάτι καλώδια, τα παίρναμε, απ έξω ήταν πλαστικά και από μέσα το ένα ήταν χοντρό και όλα τα άλλα ψιλά, ήταν ωραία σύρματα κείνα για την λύρα, πολύ γερά δεν κοβόνταν και παίζαν και ωραία, είχαν φωνή. Μετά, τώρα τελευταία δεν υπάρχουν τέτοια, αγόραζα, έχει στην αγορά. Και για χορδές ξέρεις τι βάζουμε τώρα; “Μεσίνα” ψαρέματος. Μια “μεσίνα” έτσι σε μέγεθος, ούτε ψιλή ούτε χοντρή κάν’, δεν κόβεται, είναι γερή, μπορεί να κρατήσει χρόνια. Απλώς στην αρχή που θα την βάλεις, λασκάρει συνέχεια μέχρι να ’ρθεί στον κανονικό της ρυθμό….
Για τον τρόπο παιξίματος και το κούρδισμα της λύρας, συμπληρώνει:
Είναι τρίχορδη. Υπάρχει τέχνη, πρέπ’ να έχεις αυτί να ακούς, ταιριάζ’ το ένα το […], η χορδή η χοντρή με το μί, ας το πούμε, ταιριάζ’. Απ’ την άλλη πλευρά πάλι που είναι άλλο σύρμα, βγάζ’ άλλ’ φωνή από εκεί. Και παίζουν και τα δάχτυλα και ανάμεσα στη χορδή πολλές φορές έτσ’ […]. Όλο το παν είναι το δούλεμα του δοξαριού και τα δάχτυλα αλλά, παίζω με διαφορετικό τρόπο […]. Είναι δύσκολο όργανο, μην το συζητάς, κουράζεσαι πολύ, διότι είσαι προσηλωμένος εκεί πέρα. Έτσι λίγο έχασες αυτό και κείνος που χορεύ’ τα χάν’. Ενώ στα όργανα που είναι κομπανία πολλοί, και όπως να παίξ’ ο ένας, θα τον καμουφλάρουν οι άλλ’ […]. Αν μας ακούγατε πριν, τα χρόνια που παίζαμε, ήταν διαφορετικά, παίζαμε τακτικά και δεν περιμέναμε μονάχα όταν θα ’ρθει γλέντ’ για να παίξουμε. Κανά δυο – τρεις φορές την μέρα έπαιζα, εδώ στο σπίτ’ μόνος μου. Τώρα άμα δεν κάν’ς προπόνηση πως θα πας να παίξεις;
Τοπικές δράσεις:
Πεδίο δράσης του Χρήστου Φουσκούδη αποτελούσε η στενή γεωγραφική περιφέρεια του τόπου του:
Εγώ σ’ αυτά τα τρία τα χωριά έπαιξα λύρα, Φυσίν’, Σκανδάλ’, Αγιά – Σοφιά. Δεν πήγα σ’ άλλα χωριά, είχε δουλειά, αλλά δεν είμαστε τόσο […], να πάμ’ να ζήσουμε από αυτή τη δουλειά.
Για τα γλέντια στο χωριό Άγια Σοφιά αναφέρει:
Πηγαίναμε και παίζαμε στην Άγια – Σοφιά, ξέρεις πόσοι γάμοι, στο πάνω το χωριό και πανηγύρια που έκανε το χωριό και άλλες διασκεδάσεις; Μην συζητάς! Ξημερωνόμαστε μέχρι το πρωί, είχε κόσμο τότε, είχε νέο κόσμο […].
Φεύγαμε από ’δώ περπατιστοί να πάμε στην Αγιά – Σοφιά με τον αδερφό μου και όχι από τον άσφαλτο, είχε ένα μονοπάτι από ’δώ ευθεία για να κόβουμε δρόμο, δεν είχε τότε άσφαλτο, το χωματόδρομο, μέχρι το πρωί να παίζεις κει πέρα, και πολλές φορές πήγαινε και μία και δυο η ώρα και άντε νύχτα να φύγεις από κει να περπατάς μέχρι την Σκανδάλη, ήμαστε νέοι τότε εμείς και δεν τα υπολογίζαμε αυτά. […] Μια φορά παίζαμε στην Αγιά – Σοφιά με τον συχωρεμένο τον αδερφό μου, ήτανε Κυριακή, και πολλά παιδιά στην Αγιά – Σοφιά και κουβαρντάδες πληρώναν, πετούσαν λεφτά πολλά, και πολλοί με τα καράβια που ’ρχόντανε, και την επαύριο όταν φύγαμε, το πρωί φύγαμε από την Αγιά – Σοφιά, ήρθαμε εδώ, μου λέει ο αδερφός ιμ “εγώ λέει, τώρα δεν κοιμάμαι, δεν έχω ύπνο, θα κοιμηθώ το βράδυ νωρίς – νωρίς”. – “Ε, λέω και εγώ τα ίδια θα κάνω, δεν έχω ύπνο”. Πέσαμ’ το μεσημέρ’ κοιμηθήκαμε λιγάκι, έρχεται ένας καφετζής που πηγαίναμε και παίζαμε στο χωριό [στην Αγιά – Σοφιά] και μας ζητούσε να πάμε πάλι το βράδυ. Λέω τον αδερφό μου “θα μπορέσουμε, θα αντέξουμε δυο βραδιές άυπνοι;” – “Ε λέει θα πάμε, θα αντέξουμε”. Εμ, αντέχαμε; Ο αδερφός μου έπαιζε λύρα – εγώ άντεξα κάμποσες φορές – έπαιζε την λύρα και τον έφευγε από τα χέρια του, τα μάτια του τα είχε καλυμμένα, εγώ καλά πήγαινα […]. Καμιά φορά – εγώ κάπνιζα και τσιγάρο τότε – έβαλα την λύρα εδώ στα γόνατά μου, άμα σταματήσαμε λιγάκι να ξεκουραστούμε και να ξεϊδρώσουμε, και το δοξάρι από πάνω από την λύρα, και άναψα τσιγάρο. Με παίρνει ο ύπνος, κατεβάζω το τσιγάρο, καίω τις τρίχες, μείναν πέντε – έξι τρίχες, λέω “το ρεμάλιασα το δοξάρι!”. Τι κάνει ο ύπνος, ο ύπνος είναι θάνατος!
Ρεπερτόριο:
Το ρεπερτόριο στο γλέντι του γάμου καθώς και σε άλλες διασκεδάσεις, περιελάμβανε τόσο τους τοπικούς σκοπούς, όπως ο “Κεχαγιάδικος”, όσο και τα επονομαζόμενα «ευρωπαϊκά», όπως βαλς, ταγκό, φοξ:
Όλες οι διασκεδάσεις τέτοιες ήταν. Ύστερα, όπως τώρα τα Χριστούγεννα που αρχινάνε οι γιορτές, εγώ είμ’ με τη λύρα, καμιά δεκαριά παλικάρια και εκατό που ερχόταν, όλες οι κοπέλες ακολουθούσαν. Έβρεχε – δεν έβρεχε, με τις βροχές, με τις λάσπες, τρέχαμε! Μπαίναμε στο σπίτ’, κατόπιν και οι κοπελιές ερχόταν μέσα, αρχινούσαν χορεύαν και αυτού χορεύαν και τα ευρωπαϊκά και όλα τούτα εδώ. Πηγαίναμ’ στα σπίτια που γιορτάζαν. Όλα τα χορεύαν, όλα. Τον “Κεχαγιάδικο” μέχρι τώρα τον παίζουν τα όργανα και τον χορεύουν. Να, στην χοροεσπερίδα που κάν’ εδώ ο σύλλογος, με όργανα. Πρώτος χορός αυτός είναι, να τον χορέψουν. Είναι τα τοπικά, τα ντόπια, τα Λημνιά.
Στα γλέντια και στα πανηγύρια ο χορός ξεκινούσε με συρτά και καλαματιανά, ακολουθούσαν τα επονομαζόμενα ευρωπαϊκά, όπως ταγκό, φοξ, και μόνο προς το τέλος του γλεντιού έπαιζαν τους τοπικούς χορούς:
Εμείς παίζαμε ευρωπαϊκά, βαλς, ταγκό, φοξ […]. Τ’ ακούγαμε από όργανα και τα τύπωνα στο μυαλό μ’ και τα ’παιζα. Όταν ερχόταν του Αγιο – Σώζ’, πανηγύρια, γάμους και ό,τι γινόταν, και αλλού αν πήγαινα, εγώ ήμουν στα όργανα, εκεί. Και όταν έφευγα δεν θυμόμουν τίποτα· το βράδ’ που ’πεφτα να κοιμηθώ, ξυπνούσα και το είχα στο μυαλό μ’ και το πρωί σηκώνομαν και το ’παιζα.
Στους τοπικούς σκοπούς, εκτός από τον πιο γνωστό «Κεχαγιάδικο», συγκαταλέγονται και ο επονομαζόμενος «Λιβύζικος», ο «Κατσιβέλικος», το «Πάτημα», για τους οποίους ο Χρήστος Φουσκούδης αναφέρει:
Είχε έναν λυράρη στο Μούδρο και τον λέγαν Λιβύζο, εγώ τον γνώρισα, αλλά έχ’ πεθάν’ πολλά χρόνια, εγώ ήμουν μικρός όταν τον γνώρισα, εκεί πα’ στην πανήγυρη στον Αγιο – Σώζο που λέγαμε προηγουμένως. Αλλά δεν τον είχα ακούσ’ να παίξει λύρα. Λέγαν ότι ήταν καλός λυράρης και έβγαλε τούτον τον σκοπό τον “Λιβύζικο” που λέμε τώρα και πήρε το όνομα τ’, επειδής το έβγαλε εκείνος έμεινε “Λιβύζικος”. Είναι συρτός, με βήμα 3 – 2 μπρος – πίσω. […] …Αυτός είναι ο “Κατσιβέλικος”, αυτόν τον έπαιζα ώρες ολόκληρες. Ο “Κατσιβέλικος”, ντόπιος σκοπός. Χορεύεται, έχ’ πολλά κόλπα μέσα, αυτοί που τον χορεύαν κάναν κάτ’ καθίσματα κάτω, χτυπούν τα πόδια τ’ς, είναι ωραίος χορός […] Το “Πάτημα” παίζεται σε πολλοί ρυθμοί. Εμείς όπως το παίζαμε με τη λύρα τότε, το παίζαμε ξέρω ’γω, εγώ το έμαθα ας πούμε, από τον αδερφό μ’. Ήταν πιο μεγάλος, από ’κει το έμαθα. Τώρα να το παίζαμε σε άλλο ρυθμό, σε άλλο στυλ. Αλλά επειδής το παίζαμ’ και όπως το παίζαν τα όργανα, δεν μπορούμε να το παίξουμε τόσο βέβαια, μια από εδώ το γυρίζουμ’, μια από ’κεί, μια από αυτό παίζαμ’ εμείς, μια με τα όργανα το ’νεκατεύαμ’ [ανακατεύαμε]. […] Εδώ παίζαν περισσότερο το “Λιβύζικο”. Ο “Λιβύζικος” είναι βήματα, τρία μπρος, δύο πίσω, και τον χορεύαν και οι κοπέλες, με βήματα. Αυτά δεν τα χορεύαν εδώ πέρα, “Κεχαγιάδικο”, “Πάτημα”… Το “Πάτημα” ήταν οι Σ’φνώτες, από το χωριό τη Φυσίν’, αυτοί χορεύαν πολύ το “Πάτημα”. Δηλαδή εδώ στο χωριό μέσα, ούτε ξέρ’ κανείς να χορέψ’.
Ο Χρήστος Φουσκούδης έπαιζε επίσης με τη λύρα ζεϊμπέκικα και καρσιλαμάδες, καθώς και ρεμπέτικα:
“Τ’ Αϊβαλί” είναι αυτό, ζεϊμπέκικο. Εχ’ και ένα άλλο “Αϊβαλιώτικο” και αυτό το παίζαμε πολύ και το χορεύαν. Απ’ τα όργανα το μάθαμε, τα όργανα τα παίζανε αυτά. Δεν είναι γρήγορα ζεϊμπέκικα! Ίσα – ίσα τούτος παρότι παίζεται γρήγορα, χορεύεται βαρύς! Η λύρα το παίζ’ γρήγορα, αλλά τα βήματα είναι αργά. Αυτό είχε δυο – τρεις καλοί χορευταί που το χορεύαν τούτο, είναι αργά βήματα, δεν είναι γρήγορο. […] Χορεύεται ωραία, θέλ’ καλοί χορευταί. Μερόνυχτα τα παίζαμ’ τότε βρε παιδί μ’! Πόσες φορές μέσα σ’ ένα γλέντ’ θα παίζαμε αυτά τα τραγούδια. Δεν ξέραμε και πολλά βέβαια, ξέραμε καμιά δεκαριά τραγούδια, τα πιο καινούργια που βγαίναν τότε μαθαίναμε, τα άλλα τα παλιά δεν τα πολυζητούσαν, τα είχαμε εγκαταλείψ’ τελείως.
Αμοιβή:
Ο Χρήστος Φουσκούδης αναφέρει για τις αμοιβές των μουσικών προπολεμικά [πριν το 1940] και μεταπολεμικά:
Ύστερα και τα όργανα αλλάξαν τώρα τα κόλπα. Θέλαν, ζητάνε δηλαδή, θα μου δώσεις εκατόν πενήντα χιλιάδες, τρεις – τέσσερις, πόσοι θα είναι αυτοί που θα παίξουν, προκαταβολικά και θα παίξουν και εσύ άμα θέλεις βγάλε. Πρέπει να βάλει ο άλλος [ο καφετζής] τα πιοτά, τους μεζέδες για να μπορέσ’ να βγάλ’ τα έξοδα και να κερδίσ’. Ε, αυτός δεν το δέχεται. Άμα σας δώσω λέει εκατόν πενήντα χιλιάδες, εγώ τι θα βγάλω; Πριν παίζαν και πληρώναμε εμείς, εγώ που ήθελα να χορέψω, πήγαινα να πληρώσω, ο κόσμος πλήρωνε. Αλλά καταργηθήκαν λόγω είναι τα κέντρα, έχει γεμίσ’ κέντρα πολλά. Πάγει ο καθένας, οι νέοι ειδικά, πληρώνουν εκείνα που θα φάνε και θα πιούνε, η μουσική είναι δωρεάν. Τώρα είναι καλύτερα, διότι παλιά ξέρ’ς τι κάναν; Άμα βλέπαν ότι είχε κόσμο πολύ που ζητούσε να χορέψ’, σειρές, για σειρά να πάρ’ς, δεν κρατούσαν ένα λεφτό. Πλήρωνες και παραπάν’ από ό,τι χρειαζόταν και απ, σε σταματούσαν, σου λέει “αφού φωνάζει άλλος”! […] Ε, τώρα, εδώ που τα λέμε, και εμείς κάναμε όπως κάνουν και σήμερα. Όταν βλέπαμε έναν πελάτ’, έναν χορευτή που χόρευε και ήταν και λίγο κρατημένος και πετούσε τα τάλιρα, να δώσω σ’ άλλον σειρά; Που τον ήξερα ότι [μπορεί να] μ’ έριχνε κουμπιά μεσ’ στη λύρα; Τα χρήματα μέσα εδώ τα ρίχναν. Μέχρι κουμπιά βάζαν εδώ μέσα. Που να ξέρω εγώ εκείνη την ώρα τι ήταν, μετά όταν τα βγάζαμε βλέπαμε τι ήταν, μετά που τα βγάζαμε βλέπαμε κουμπιά μέσα! Έπαιζα εγώ κι ερχόταν ο άλλος και πλήρωνε, μπορούσα να δω; Δεν μπορούσα. Άμα πέφταν πολλά μέσα άλλαζε ο ήχος, αλλά άμα έβλεπες ότι πέφταν πολλά μέσα, κάν’ς έτσι και τα βγάζεις, πέφταν. Ύστερα που βγήκαν χάρτινα νομίσματα μικρά, δεκάρ’κα, τάλιρα, ξέρω ’γω εικοσάρια αυτά, τα χαρτιά δεν τα βάζαν μέσα. Τα βάζαν στις τσέπες ή πάν’ στο τραπέζ’ τα βάζαν.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Χρήστος Φουσκούδης ανέφερε ως μεγάλο δεξιοτέχνη τον Καλογιάννη, από την Καλλιόπη:
Κάποιος Καλογιάννης λεγόταν το επίθετο. Λημνιός, από την Καλλιόπη ήταν. Αυτός κάηκε με την βενζίν’, όταν ήταν οι Εγγλέζ’ εδώ πέρα, πριν τον Αλβανικό πόλεμο […]. Κι άρπαξε φωτιά, μοναχός του και κάηκε εκεί πέρα. Αλλά έπαιζε λύρα καλή, ούτε εμείς τον φτάναμε, ούτε κανένας. Αν τον έβλεπες πως την έπαιζε την λύρα, και τον πρόλαβα, εγώ τον είδα στη Φυσίν’ σε κάνα – δυό γάμ’, ήτανε Θεού χαρίσματα. Αλλά τέτοιος λυράρης δεν πέρασε από την Λήμνο, εγώ τους έχω ακούσ’ όλ’ και το Λαντούρη και τα ρέστα εδώ πέρα πάνω στη Λήμνο, και τον Κοτσιναδέλ’.
Από τους μουσικούς που έπαιζαν «όργανα» διακρίνει το μουσικό σχήμα όπου συμμετείχαν οι Γιώργος Κωνστάντιος, από τα Καμίνια [κλαρίνο], ο γιος του Αντρέας [ακορντεόν και μετέπειτα αρμόνιο], και ο Τηλέμαχος Κατσικάς, από το Θάνος [βιολί]:
Στο πανηγύρι του Αγίου Σώζου, […], τη δεκαετία του 1950 […], ήταν μια κομπανία όργανα από τα Καμίνια, καλοί, ο μπαμπάς κι ο γιος. Ο μπαμπάς έπαιζε κλαρίνο, Γιώργος Κωνστάντιος, που έχουν και το καφενείο τώρα με ψησταριές και τα ρέστα, στα Καμίνια. Και ο γιος του ο Αντρέας έπαιζε τότε ακορντεόν, μετά παράτησε το ακορντεόν κι έπαιζε αρμόνιο. Αλλά τώρα τον χάλασε το αρμόνιο και παίζει πάλι το ακορντεόν, άσε που δεν παίζουν εκεί πια. Και παίζαν και με κάποιον, κομπανία, βιολί, Τηλέμαχος λεγόταν. Εγώ δεν έχω ακούσ’ τέτοιο βιολί! Απ’ το Θάνος ήταν. Αλλά αυτός μελετούσε, ήταν δουλειά τ’ αυτή, ήξερε κι έβγαζε σκοπούς. Διάβαζε [νότες], βέβαια, μην το συζητάς! Ήταν ωραία κομπανία και το κλαρίνο και αυτός που σε λέω, και οι τρεις, και ο Αντρέας που έπαιζε τώρα το αρμόνιο […].
Επίσης αναφέρει ως καλό οργανοπαίχτη τον Γιώργο Καραχάλια, από το Μούδρο, που έπαιζε σαντούρι, ο οποίος μετανάστευσε στην Αμερική όπου και πέθανε.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα σκοπών, μουσικών, τραγουδιών, χορών του τόπου:
Στους τοπικούς σκοπούς, εκτός από τον πιο γνωστό «Κεχαγιάδικο», συγκαταλέγονται και ο επονομαζόμενος «Λιβύζικος», ο «Κατσιβέλικος», το «Πάτημα», για τους οποίους ο Χρήστος Φουσκούδης αναφέρει:
Είχε έναν λυράρη στο Μούδρο και τον λέγαν Λιβύζο, εγώ τον γνώρισα, αλλά έχ’ πεθάν’ πολλά χρόνια, εγώ ήμουν μικρός όταν τον γνώρισα, εκεί πα’ στην πανήγυρη στον Αγιο – Σώζο που λέγαμε προηγουμένως. Αλλά δεν τον είχα ακούσ’ να παίξει λύρα. Λέγαν ότι ήταν καλός λυράρης και έβγαλε τούτον τον σκοπό τον “Λιβύζικο” που λέμε τώρα και πήρε το όνομα τ’, επειδής το έβγαλε εκείνος έμεινε “Λιβύζικος”. Είναι συρτός, με βήμα 3 – 2 μπρος – πίσω. […] …Αυτός είναι ο “Κατσιβέλικος”, αυτόν τον έπαιζα ώρες ολόκληρες. Ο “Κατσιβέλικος”, ντόπιος σκοπός. Χορεύεται, έχ’ πολλά κόλπα μέσα, αυτοί που τον χορεύαν κάναν κάτ’ καθίσματα κάτω, χτυπούν τα πόδια τ’ς, είναι ωραίος χορός […] Το “Πάτημα” παίζεται σε πολλοί ρυθμοί. Εμείς όπως το παίζαμε με τη λύρα τότε, το παίζαμε ξέρω ’γω, εγώ το έμαθα ας πούμε, από τον αδερφό μ’. Ήταν πιο μεγάλος, από ’κει το έμαθα. Τώρα να το παίζαμε σε άλλο ρυθμό, σε άλλο στυλ. Αλλά επειδής το παίζαμ’ και όπως το παίζαν τα όργανα, δεν μπορούμε να το παίξουμε τόσο βέβαια, μια από εδώ το γυρίζουμ’, μια από ’κεί, μια από αυτό παίζαμ’ εμείς, μια με τα όργανα το ’νεκατεύαμ’ [ανακατεύαμε]. […] Εδώ παίζαν περισσότερο το “Λιβύζικο”. Ο “Λιβύζικος” είναι βήματα, τρία μπρος, δύο πίσω, και τον χορεύαν και οι κοπέλες, με βήματα. Αυτά δεν τα χορεύαν εδώ πέρα, “Κεχαγιάδικο”, “Πάτημα”… Το “Πάτημα” ήταν οι Σ’φνώτες, από το χωριό τη Φυσίν’, αυτοί χορεύαν πολύ το “Πάτημα”. Δηλαδή εδώ στο χωριό μέσα, ούτε ξέρ’ κανείς να χορέψ’.