Φλωράδης Γιώργος

Χίος

Τόπος γέννησης: Μεστά, Χίος

Χρόνος γέννησης: 1920

 

Ιδιότητα:

Ο Γιώργος Φλωράδης ήταν επαγγελματίας μουσικός και έπαιζε συγκεκριμένα κλαρίνο. Παράλληλα υπήρξε και λαϊκός ποιητής, λόγω της ευχέρειας που είχε να «ταιριάζει» στίχους τόσο σε γάμους, όσο και σε άλλες στιγμές τις ζωής του, περιγράφοντας με αυτό τον τρόπο στιγμιότυπα ή σημαντικά γεγονότα.

 

 

Γονείς:

Ο πατέρας του Θεοδόσης Φλωράδης καταγόταν από τα Μεστά της Χίου και ήταν γνωστός μουσικός. Έπαιζε τσαμπούνα και κλαρίνο. Παράλληλα διατηρούσε μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό του ένα μαγαζί και ένα καφενείο, ενώ κατά τη διάρκεια του 2ου παγκόσμιου πολέμου εργάστηκε και ως τσαγκάρης. «Ήταν άνθρωπος του εμπορίου», όπως επισημαίνει ο Γιώργος Φλωράδης. Τα αδέρφια του ασχολήθηκαν και εκείνα με τη μουσική. Συγκεκριμένα, ο Δημήτρης ο μεγαλύτερος από τα αγόρια έπαιζε σαντούρι και ο Αγάπιος, ο μικρότερος έπαιζε βιολί. Μιλώντας για τον πατέρα του ο Γιώργος Φλωράδης αναφέρει χαρακτηριστικά

…Έπαιζε και τσαμπούνα, την οποία δεν την έμαθε κανένα παιδί. Αλλά σου είπα, κλαρίνα σαν τον πατέρα μου παίζουν πολλοί, αλλά τσαμπούνα όπως αυτή που έπαιζε δεν την έχω ακούσει από κανέναν. Εκείνος την έμαθε από παιδί, από πολλά χρόνια Για το κλαρίνο πήγαινε σε κάποιον που τον έλεγαν Σιρλή. Στο Λιθί ήταν αυτός. Ήθελε να μάθει μουσική, αλλά ήταν από φτωχή οικογένεια και έτσι πήγε σε αυτόν, για να μην πληρώνει πολλά. Και πήγαινε που λες σε αυτόν και του έδειχνε. Μάλιστα, τόσο λέει που πήγινι, είχι ένα άλλο τσιράκ’, έναν από….να μάθει και τον γιο του τον μικρό που τον μάθαινε. Και όταν τον ρωτάγαν πολλές φορές, πως παν οι μαθητές του, αυτός έλεγε: “Αν λείψει αυτός ο Μεστούσης, οι άλλ’ δεν κάνουν φράγκο”. Τα έπαιρνε και είχε και μανία… Και μάλιστα τον άκουσα που έλεγε, ότι όταν έμαθε τέσσερα σκοπά [σκοπούς] κι ήρθε στο χωριό και τον ακούσαν οι φίλοι του να κάνει μάθημα, πήγαν απάνω και τον αρχίσαν στις….Και όσα φράγκα λέει μάζεψε τα πήρε σούμα και τα πήγε απάνω στον δάσκαλό του και ενθουσιάστηκε.

Όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο έμαθε να παίζει τσαμπούνα ο Γιώργος Φλωράδης, υποθέτει πως ο πατέρας του ήταν αυτοδίδακτος σε αυτό το όργανο. Ο ίδιος έπαιζε μαζί με τον πατέρα του μέχρι την ηλικία των 18 ετών.

Σύμφωνα με τον Γιώργο Φλωράδη, ο πατέρας του ήταν πολύ καλός και στους αμανέδες. Σε μια περιγραφή του ο Γ. Φλωράδης αναφέρει:

Θυμάμαι, όταν ήμουν παιδάκι, ήταν κάποιος Αμερικανός, Μεστούσιος [μετανάστης στην Αμερική]. Ήταν συγγενής του Φύλα του Νικόλα. Το λοιπόν, θυμάμαι που παίζανε και χόρευε, και ο Φύλας είχε πεθάνει, ο σαντουριέρης. Και θυμάμαι που του είπε έναν αμανέ, “να ζούσε ο πατέρας σου να καμαρώσει τώρα, που ήρθε ο μακρυνός του γιος από την ξένη χώρα”. Συγκινητικό. Και ύστερα λέει και της Χαρίκλειας αυτής, της θειας της Ξένης: “ας ήταν τρόπος και βουλή να βγει απ’ το μνημούρι, στο μισεμό σου Γιώργο μου να παίζει το σαντούρι”. Αυτό ήταν για τον πατέρα της, που είχε πεθάνει.

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Ο Γιώργος Φλωράδης παντρεύτηκε μετά την επιστροφή του από τη Μέση Ανατολή, το 1946. Μέχρι το 1961 απέκτησε τρία παιδιά.

 

 

Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:

Ο Γ. Φλωράδης έφυγε από το νησί της Χίου το 1941 για τη Μέση Ανατολή και επέστρεψε του 1946 [μετά τη λήξη του 2ου παγκόσμιου πόλεμου]. Στη Μέση Ανατολή υπηρέτησε και τη στρατιωτική του θητεία. Αργότερα έφυγε για τη Γαλλία και συγκεκριμένα το 1961.

Μιλώντας για τη συγκεκριμένη εμπειρία, ανέφερε:

Όταν γύρισα από την Γαλλία εδώ, στο καφενείο, βρήκα έναν φίλο μου που είχε πάει στην Αθήνα και δούλευε στο Δήμο. Ήταν η χρονιά που είχε πάρει αυτός σύνταξη. Και χαιρετάω λοιπόν όλους τους άλλους. Και αυτός επειδή δεν τον χαιρέτησα μου λέει: “Ε, φίλε, με ξέχασες;” “Στάσου ρε του λέω, σαν όλους θα σε χαιρετήσω και σένα; Εσένα θα σε χαιρετήσω με ένα ποίημα. Κατάλαβες;” Όλοι λοιπόν ξέρανε πως λέω αυτά […]. Και μου λέγαν να το ακούσουμε. Του λέω λοιπόν: “Το Νικολάκη σαν τον δω, θυμάμαι τα παλιά μας. Σκέφτομαι τα μικράτα μας μα και τη γειτονιά μας. Μέσα στην ίδια γειτονιά θρεφόμαστε και οι δυο μας και σαν εμεγαλώσαμε φύγαμε απ’ το χωριό μας. Πάμε στη Μέση Ανατολή φαντάροι να ντυθούμε. Το Χίτλερ που μας σκλάβωσε να τον επολεμούμε. Πέντε χρονάκια στο χακί με μπόλικους κινδύνους, γονείς δε μάθαιναν για μας, ούτε και ’μεις για κείνους. Ο Χίτλερ νικήθηκε, στον τόπο μας γυρνούμε. Πήραμε την απόφαση και οι δυο να παντρευτούμε. Πράγματι παντρευτήκαμε, κάναμε και παιδάκια, μα στο χωριό ήταν δύσκολο να βγάλεις παραδάκια. Και αφού είδαμε πως το χωριό μέσα δεν έχει ζήση, ο φίλος μου στην Αθήνα πα’ και ’γω για το Παρίσι. Εις την Αθήνα ο φίλος μου δεν υπόφερε και τόσα, γιατί έμενε στον τόπο μας, μες τη δικιά μας γλώσσα. Μα εγώ που πήγα μακριά εβρήκα δυσκολία, γιατί γλώσσα Ελληνικιά δεν είχε στη Γαλλία. Άσε που δεν εγνώριζα γλώσσα να του μιλήσω, ούτε ψωμί δεν ήξερα να πάω να ψωνίσω. Μα τώρα, Δόξα τω Θεώ, πάψαν τα βάσανά μου, γιατί τη γλώσσα τη μιλώ και έχω δουλειά δικιά μου [….]”. Ο Νικόλας ήταν και επίτροπος στην εκκλησία απάνω, στον Ταξιάρχη και λέω: “Ο φίλος μου πήρε σύνταξη και ήρθε εις το χωριό μας, χαίρομαι που υπηρετά στο Μεγαλόχαρό μας. Και ’γω σαν πάρω σύνταξη, εδώ θα ’ρθω να ζήσω. Να μ’ αξιώσει η χάρη Tου να τον υπηρετήσω”. Ε, όλοι οι άλλοι με χειροκροτούσαν! Λένε, τι διάολο, γραμμένα τα είχες όλα αυτά;

 

Την μετακίνηση του το 1941 στην Τουρκία, την περιγράφει ως εξής:

Όταν ήταν να φύγουμε το ’41, ήμασταν 22 παιδιά από τα Μεστά. Θα φεύγαμε με ένα καϊκάκι, ψαροκάικο ήταν, στην Τουρκία. Το λοιπόν, επειδή από μικρός ταίριαζα τα τραγούδια, λέω: “Πρώτο που ξεκινήσαμε να πάμε στα Τραχίλια, γονείς και αδέρφια είχανε όλοι κλαμένα χείλια. Στην άμμο όταν φτάσαμε για να ξεκουραστούμε, οι φίλοι συναχτήκαμε τραγούδια για να πούμε. Τα τραγουδήσαμε δίχως χαρά και γέλια”. Αφού είχαμε τα αδέρφια μας όλη νύχτα και κλαίγαν. “Μέσα στην βάρκα μπήκαμε με την καρδιά θλιμμένη. Εκεί δε γνώριζε κανείς το τί τον περιμένει. Και η βάρκα μας τον στασιμό τον έκανε στην Κόμη, όπου εκεί μπαρκάρανε καμιά δεκαριά ακόμα. Και ευθύς ο Καπετάνιος μας γύρισε το τιμόνι, και από τα….πέρασε να πάρουμε τον Φιώρη. Ήταν νύχτα έμορφη και σιγανή βραδιά, και η βάρκα μας ετράβηξε στην Κάτω Παναγιά. Όταν απομακρύναμε, την κεφαλή γυρνούμε, και το όμορφό μας το νησί το αποχαιρετούμε. Φτωχό νησί, τα τέκνα σου πάνε να πολεμήσουν, για να σε βρουν ελεύθερο σαν θα ξαναγυρίσουν. Πολλοί από τα τέκνα σου δε θα σε ξαναδούνε. Για τη δικιά σου λευτεριά θυσία θα γινούνε. Η λευτεριά είναι καλή, γι’ αυτούς που την ποθούνε, το χάρο και τον θάνατο δεν πρέπει να ξεχνούνε. Όταν εκοντοφτάναμε, μας πήρανε χαμπάρι, οι Τούρκοι που φυλάγανε έξω από το Φανάρι. Και ο καπετάνιος φώναζε, παιδιά γληγορευτείτε. Και βγάλτε έξω στα βουνά ….να κρυφτείτε. Πράγματι όλοι βγήκανε έξω να κρυφτούνε και ο Τσίκρας μας εφώναζε να τον ακολουθούμε [αφού ο Τσίκρας ήταν από τη Μικρά Ασία και γνώριζε τα μέρη]. Σε ένα λαγκάδι κάτσαμε να φάει καθείς ό,τι έχει και μέσα στα μεσάνυχτα αρχίσανε να βρέχει. Όταν εγλυκοχάραξε, εμείς εξεκινούμε για τον Τσεσμέ παγαίναμε να παρουσιαστούμε. Και με τον Τσίκρα πάλι αρχηγό και δίχως δυσκολία, εις τον Τσεσμέ εφτάσαμε και ήταν η ώρα μία. Σε ένα παγκάκι κάτσαμε να ξεκουραστούμε και σύκα μας προσφέρανε […]”. Και κει πια το σταμάτησα. Ήμουν τότε δεκαοχτώ χρονών παιδί και […]. Κανείς δεν τα λέει αυτά. Πολλά τους έλεγα, έτσι, λόγος ολόκληρος.

Τελικά, ο Γ. Φλωράδης επέστρεψε το 1986 στον τόπο καταγωγής του, τα Μεστά της Χίου.

 

Μουσική μαθητεία:

Ο Γιώργος Φλωράδης έμαθε να παίζει κλαρίνο από τον πατέρα του Θεοδόση, ο οποίος τον παρότρυνε λέγοντάς του:

Παιδάκι μου άκουγέ μου όταν σου λέω, γιατί το όργανο είναι καθαρός παράς….

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Αναφερόμενος στον πατέρα του, Θεοδόση Φλωράδη, ο Γιώργος Φλωράδης περιγράφει την κομπανία στην οποία έπαιζε:

Ναι, και ήταν με την κομπανία του. Αλλά και ο παππούς της Ξένης [Φύλα], έπαιζε σαντούρι, ήταν μαζί με τον πατέρα μου. Και ήταν και τραγουδιστής. Τραγουδάγαν καλά, αλλά δεν ήταν για αμανέδες. Τα τραγούδια ήθελε να τα πει ο πατέρας μου και τα έλεγε και ο πάππος της Ξένης. Είχε ακοή. Ήταν εκείνος που σου είπα. [Είχαν επίσης στην κομπανία] τον Λιμπουσάκη… Αλλά και πριν από αυτόν, είχαν και έναν άλλον που λεγόταν Αργυρούδης, πιο παλιός. Αργυρούδης Γεώργιος. Είχανε και τον Μόγια, που έπαιζε λαγούτο. Παραδοσιακό και αυτό. Και κείνος έλεγε και τραγούδια…Ήταν από τους πρώτους και αυτός. Τότε που ήταν όλοι οι παλιοί. Ήταν και μέχρι τώρα τελευταία.

Ο ίδιος ο Γιώργος Φλωράδης συμμετείχε σε μια κομπανία που συγκροτούσαν, εκτός από τον ίδιο (κλαρίνο), ο Κωνσταντίνος Μόγιας (ούτι, λαούτο), ο Λιμπουσάκης (βιολί), ο Αργυρούδης (κλαρίνο), ο Φύλας (σαντούρι και φωνή). Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά:

Άμα λάχαινε τρία όργανα παίζαν. Τώρα, άμα λάχαινε μες την πλατεία που ήμασταν σε πανηγύρι ή σε γάμο, ήμασταν όλη η παρέα μαζί. Ήμασταν πέντε; Και οι πέντε θέλαμε να πάμε και να παίξουμε. Αλλά ας πούμε ότι απόψε είχες ονομασία και οι φίλοι σου λέγαν, “Έχεις κανένα…να χορέψουμε; Στείλε φώναξε δυο, τον Φλωράδη και τον Φύλα”. Κατάλαβες; Και έπαιζε ο ένας κλαρίνο και ο άλλος σαντούρι και γινόταν το γλέντι στο σπίτι…Ήμασταν η κομπανία μια, που παίζαμε πάντα μαζί. Είτε ήταν πανηγύρι είτε γάμος έπρεπε να παίξουμε όλοι μαζί. Εξόν, εις γνώσιν [των υπολοίπων μελών] να πούμε, να αφήσεις τον….[κλαριτζή] να πάει στην Ελάτα που δεν είχαν κλαρίνο. Και τα λεφτά πάλι πηγαίναν μες τη μια κομπανία.

 

 

Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:

Παρά τις παραινέσεις του πατέρα του ο Γιώργος Φλωράδης δεν ήταν αρχικά σίγουρος αν ήθελε να ασχοληθεί με τη μουσική, μέχρι την πρώτη του συνεργασία με τον Κωνσταντίνο Μόγια.

Γύρω στο ’30, νομίζω. Γιατί και γω ήμουν παιδάκι και δεν τα θυμάμαι καλά. Και είχα μάθει και έπαιζα τέσσερα-πέντε συρτά, ένα χασάπικο και έναν καλαματιανό. Και έρχεται ο γέρος μου και μου λέει: “Πάμε, στους Ποταμούς;” Ποταμοί, είναι εδώ κάτω και έχουμε μια εκκλησίτσα και γιορτάζουν της Παναγιάς και της Ζωοδόχου Πηγής. Και εμείς οι νέοι, τα παιδιά,….πας τα μουλάρια, και πηγαίναμε…και από εκεί κόβαμε δρόμο και πηγαίναμε στο πανηγύρι μας που ήταν στο Πασά Λιμάνι. Και έρχονται λοιπόν και μου λένε, έλα εσύ, γιατί ο πατέρας σου έχει άλλη παρέα, να πάμε στο Λιμάνι. Έλα εσύ να πάμε να παίξουμε. Και λέω, πάμε. Και ο πατέρας μου, μου λέει, δεν είσαι για δουλειά ακόμα. Ε, πάμε, του λέω εγώ. Και πήγαμε, δεν είχε και άλλα όργανα εκεί πέρα. Αυτός λαγούτο και εγώ κλαρίνο. Δυο όργανα. Αλλά βοηθούσε, γιατί τα ήξερε όλα τα παλιά και συρτά […] και βοηθούσε. Πήγαμε λοιπόν εκεί πέρα, δεν είχε άλλα όργανα και μόλις τελείωσε η εκκλησία, η Λειτουργία να πούμε, και εκείνοι που τον γνωρίζαν, γιατί ήταν παλιός οργανοπαίχτης, του λένε: “Κύριε Μόγια, έχεις το όργανο εδώ πέρα; Παρέα έχεις;” Λέει: “Ρε παιδιά, έχω ένα καινούριο παιδί εδώ πέρα”. Του λένε: “Εν τάξει’. Ώσπου να κάτσουνε οι άνθρωποι να φάνε και να πιούνε, πιάνουμε λοιπόν τα όργανα, και μου λέει, “Κάνε μου ένα ταξιμάκι να πω έναν αμανέ στην παρέα”. Κάνω λοιπόν ένα ταξιμάκι και λέει: “Παναγία Μεγαλόχαρη που σ’ [αν]άφτουνε λαμπάδες, βοήθα στον εορτασμό και στους προσκυνητάδες”. Κατάλαβες τι είπε; Για όλους! Και σηκώνονται λοιπόν και χορεύουνε και τους έλεγε τραγούδια μέσα […]. Κατεβήκαμε να παίξουμε και στην άλλη παρέα που ήταν εκεί, ξανά, και σου λέω πως ήταν η εποχή που δούλευα με καροτσάκι και έπαιρνα τριάντα φράγκα τότε μεροκάματο […]. Και σ’ αυτό το πανηγύρι που έπαιξα για πρώτη φορά, κι ήρθαν τελευταία και κάτι αγροφύλακες, και ήταν όλοι ξένοι. Κατάλαβες; “Βρε, ξέρεις ένα χασάπικο;” Ήξερα χασάπικο και τους έπαιξα, και κολλούσαν και δεκάρικα αυτή την ώρα, λοιπόν! Και άμα τα μετρούσα αυτά τα φράγκα, έπρεπε να δουλεύω δεκαπέντε μέρες μες το δρόμο για να τα πάρω! Λέω λοιπόν, εδώ πέρα έχει ψωμί. Μονάχα άντε πάνε και μάθε και μην κάνεις τον…Ύστερα το λοιπόν, μας είπαν να πάμε στους Ολύμπους. Και λέω είμαι μαθητής ακόμα, και δεν μπορώ να πάω στο χωριό, τώρα εδώ πέρα που ήρθα, μεγάλη η χάρη Της, για το καλό [….]. Του λέω: “Θέλω να πάω απ’ το Λιμάνι”. Μου λέει λοιπόν ο Μόγιας: “Άμα πας απ’ το λιμάνι θα έρθω και ’γω από κει”. Πήγαμε και εκεί βλέπω ένα παιδάκι και ούτε που γνώρισα τίνος ήταν. Και λέει το παιδάκι: “Να ο Μόγιας”. Και…Τι συμβαίνει; Ήταν σου λέω η πρώτη μέρα που χαράκτηκε ο δρόμος, και ήταν ο Νομάρχης και τρεις μηχανικοί, που είχανε κάνει την επίβλεψη και άλλοι ξένοι. Και γυρέψαν τον Μόγια, επειδή ξέραν ότι ήταν τραγουδιστής και ποιητής και είπαν ότι δεν είναι εδώ πέρα. Και το παιδάκι, μόλις μας είδε είπε να ο Μόγιας και πήγε και το είπε εκεί. Και τρέχουν κατευθείαν και μας αρπάνε. “Ελάτε μέσα”. Πάμε λοιπόν μέσα και του λέει ο Νομάρχης ότι ήθελε να τον ακούσει. Και ο Μόγιας του λέει: “Ναι, αμέ!” Και πιάνει έναν αμανέ του Νομάρχη. “Νομάρχη αξιότιμε, πρώτη φορά που σ’ είδα, σαν το Θεό σε βλέπουμε απάνω στην πατρίδα”. Βγάζει και μας δίνει δυο κατοστάρικα. Και λέει και για τους μηχανικούς ένα τραγούδι που μας χαράξαν το δρόμο, παίρνουμε και από αυτούς ένα κατοστάρικο. Και μας λέει τώρα ο Νομάρχης: “Αυτή η κοπέλα που έχουμε μαζί μας είναι του κυρίου Σαλιάδη”. Ο Σαλιάδης ήταν τότε μεγαλέμπορας της Χίου στα κρασιά. “Το λοιπόν, αφού την συνοδεύουμε, άμα της πεις ένα τραγούδι θα μας ευχαριστήσεις”. Και λέει λοιπόν: “Σαλιάδενα, αξιότιμη, πεντάμορφη στα κάλλη, της ομορφιάς βασίλισσα που δεν υπάρχει άλλη”. Μας δίνει και άλλο ένα κατοστάρικο ο Νομάρχης που το παράγγειλε. Ύστερα πίστεψα ότι πρέπει να μαθαίνω, αλλά πήγαινα και σε πανηγύρια με τον Μόγια. Όπου να πάμε, είχε τύχη….

Με αυτό τον τρόπο ο Γιώργος Φλωράδης ξεκίνησε λίγο μετά τον πόλεμο του 1940 να πηγαίνει συστηματικά σε πανηγύρια και γιορτές και να παίζει κλαρίνο ως μουσικός.

 

 

Τοπικές δράσεις:

Ο Γ. Φλωράδης αναφέρεται στις «δανεικαρίες»: μόλις τέλειωναν οι αγροτικές εργασίες στα χωράφια, ο ιδιοκτήτης καλούσε τον τσαμπουνιέρη για να πάρει τους εργάτες και να καταλήξουν στην πλατεία του χωριού. Όπως επισημαίνει:

Τσαμπούνα εμείς εδώ συνηθίζουμε τις Αποκριές. Στον Αγά που κάνουμε [τοπικό αποκριάτικο έθιμο] και όλα αυτά. Αλλά εμείς, τον καιρό εκείνον, ήμασταν πολλά παιδιά οι νέοι, γιατί δεν ήμαστε σαν τώρα που φεύγουνε όλοι. Πηγαίναμε στις “δανεικαρίες”…Και λέγαμε: “Άντε παιδιά, να τελειώσουμε το χωράφι και να βγάλουμε τις τσαμπούνες”. Και συ που ήσουν το αφεντικό τώρα, πήγαινες και έδινες ένα μεροκάματο στον τσαμπουνιέρη να έρθει να μας πάρει με τις τσαμπούνες από κει….με το μπουκάλι και να κερνάν και να κάτσουμε μες την πλατεία να χορέψουμε τον χασάπικο…Ένα χασάπικο να κάνουμε στην πλατεία, να ακουστεί μονάχα πως ο τάδε έβγαλε τις τσαμπούνες.

Όπως εξηγεί ο Γ. Φλωράδης, εκείνη την εποχή ήταν πιο φτηνό να καλέσεις τσαμπουνιέρη, καθώς το μόνο όργανο που χρειαζόταν για συνοδεία ήταν το τουμπί [μικρό κρουστό]. Με αυτό τον τρόπο ο ιδιοκτήτης γλίτωνε κάποια χρήματα. Άλλος ένα λόγος ήταν ότι:

τα ψιλά όργανα τα ακούγαμε τακτικά. Σε κάθε παναγύρι […]. Ήταν πάντα όργανα στην πλατεία. Σε παναγύρια, σε γάμους…Ενώ η τσαμπούνα, ήταν μόνο στις Αποκριές και στις δανεικαρίες.

 

Όσον αφορά τις δικές του εμπειρίες ως επαγγελματία μουσικού, ο Γ. Φλωράδης περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο χωρίζονταν οι μουσικοί στα πανηγύρια της Χίου:

Αλλά άμα λάχαινε παναγύρι χωριζόμαστε. Πήγαινε άλλος στην Ελάτα, άλλος στους Ολύμπους. Γιατί η Ελάτα δεν είχε κλαρίνο, ούτε τα Μεστά. Και μεις χωριζόμαστε επίτηδες για να εξυπηρετήσουμε και τα δυο χωριά.

 

Αυτοαξιολόγηση:

Ο Γ. Φλωράδης εκτός από μουσικός δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως τραγουδιστή αλλά ως ποιητή. Σε σχετική παραίνεση να πει έναν αμανέ απαντά:

Μα αυτά πρέπει να είσαι τραγουδιστής, και εγώ είμαι ποιητής.

 

Ρεπερτόριο:
Αναφερόμενος στους αμανέδες, ο Γ. Φλωράδης εξηγεί:

Τα ταξίμια τα κάναμε μόνο στις πατουνάδες [πατινάδες]. Εκεί είναι στο χορό απάνω. Θυμάμαι που χόρευε ο κόσμος και μετά κάποια στιγμή με πάσα ευλάβεια, σταματούσε για να ακούσει τον μανέ, και μόνο ακοπανιμέντα ακουγόταν. Κάναν κάτι επιτόπια βηματάκια. Και μετά συνέχιζε ο χορός κανονικά. Ήταν χάρμα. Όλο το χωριό άκουγε με μεγάλη προσοχή τον αμανέ. Να τον πιάσει. Να πιάσουνε τα λόγια του…Νομίζω, ότι από τα όργανα έπαιρνες κάποιο σήμα ότι θα πουν αμανέ…Άμα είναι για να σταματήσει ο χορός, κόβεις απότομα. Τάπ, και κόβεις…Χασάπικο και καλαματιανό δεν μπορείς να πεις εκεί αμανέ. Μόνο στο συρτό. Όχι. Εκεί άμα τελειώσεις και δεν παίζουμε συρτό, και θες να πεις μανέ, το κάνουμε ταξίμι. Είναι σταματημένα τα όργανα, δεν χορεύει κανένας, κάνεις ένα ταξιμάκι και αρχινάς τον μανέ. Άμα όμως είναι ο χορός συνεχιζόμενος, κόβεις τον χορό, και όταν θες να πεις τα τραγούδια, τα κολλάμε στο χορό, στα παιδιά που χορεύουνε [δηλαδή οι στίχοι αναφέρονται (κυρίως επαινετικά) στους χορευτές].

Όπως επισημαίνει ο Γ. Φλωράδης, την ώρα που ο τραγουδιστής έλεγε τον αμανέ δεν μιλούσε κανείς άλλος [μουσικοί ή γλεντιστές].

Ο Γιώργος Φλωράδης αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο «ταίριαζε» ή «κολλούσε», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, στίχους ανάλογα με την περίσταση. Το περιστατικό που περιγράφει διαδραματίστηκε στα τέλη δεκαετίας του ’50 ή στις αρχές του ’60, στην περιοχή των Μεστών:

Ήταν του Αγιού Γιαννιού, 29 Αυγούστου. Αυτή λοιπόν η εκκλησία είχε όργανα. Εγώ λοιπόν, την πρωινή με την παρέα μου, δεν συνεννοήθηκα. Αυτοί λοιπόν, πήραν τα όργανα και πήγαν αλλού. Εγώ λοιπόν, πήγα κάπου τα ζώα μου, πρωί-πρωί, και λέω, θα πάρω το κλαρίνο μου να πάω μετά. Ε, πήγα το λοιπόν, είχα το κλαρίνο μου στο κασάκι του και το βάζω πάνω στην ελιά και πήγα μέσα στην εκκλησία. Άμα πήγα το λοιπόν απ’ έξω, και καθίσαμε και ήπιαμε τα ουζάκια μας και τα μεζεδάκια μας, κάποια στιγμή θέλαν όργανα, να παίξουν. Δεν είχε κανένας μαζί του όργανο. Τους λέω: “ρε παιδιά να σας πω κάτι;” Μου λένε, “τί;” Λέω, “Δεν τους είδα το πρωί να μου πουν πού θα πάνε. Εγώ, λέω, το έφερα, και μιας και το έφερα, θα σας παίξω ένα συρτό για τη χάρη του Αγιού Γιαννιού, και δε θέλω φράγκα”. Με που το βγάζω το κλαρίνο, η πρώτη που ήρθε να μου κολλήσει ήταν μια παπαδιά, που ήταν και γιορτή δικιά της. Του παπά-Ηλία του Γιαλούρη η γυναίκα. Έπιασε και μου κολλάει ένα πενηντάρικο και μου λέει: “Μπράβο ρε Γιώργη, να ζήσεις!” Και αρχίσαν λοιπόν όλα τα παιδιά και χορεύαν και γω άστα να πάνε. Βλέπω λοιπόν και είχε έρθει και ένας καπετάνιος, Περιβολάρης λεγόταν. Και με αυτόν τον καπετάνιο είχαν κάνει πολλά παιδιά μαζί [στα καράβια]. Είχε και ένα κοριτσάκι αυτός και τη γυναίκα του, και αρχίσαν και το χορεύαν. Αφού λοιπόν χορεύαν το κοριτσάκι, ήμουν και γω μονάχος, αλλά λέω, να του πω ένα τραγουδάκι του κοριτσακιού. Σταματώ λοιπόν το κλαρίνο και του λέω: “Μικρή Περιβολάρισσα, μικρή χαριτωμένη, άγγελος σε ζωγράφισε, για έτσι είσαι γεννημένη;” Βλέπω λοιπόν τη μάνα και παίρνει απ’ τον άντρα της ένα κατοστάρικο και μου το βάζει μες το τσεπάκι. Ξανακόβω λοιπόν, και λέω: «Τα κάλλη σου μικρούλα μου όσα κι αν πω αξίζουν. Να ζουν και να σε χαίρονται αυτοί που σε ορίζουν”. Βλέπεις λοιπόν τη μάνα […]. Ε, αφού έπιασε ο χορός, σηκώθηκε και ο ίδιος ο καπετάνιος τώρα, να χορέψει και αυτός, ο Περιβολάρης. Να χορέψει συρτό. Μου δίνει ένα κατοστάρικο και μου λέει, βάλε μας ένα συρτό Πολίτικο. Λέω να του πω και αυτουνού ένα […]. Του λέω λοιπόν: “Άγιε μου Γιάννη, η χάρη σου τα πέρατα αγναντεύει. Βλέπει τον καπετάνιο μας εκεί που ταξιδεύει”. Ενθουσιάστηκε ο καπετάνιος και μου δίνει ένα κατοστάρικο. Ξαναχόρεψε πάλι και του κάνω πάλι έναν αμανέ. Και του λέω: “Από μακριά στη μνήμη Σου, ήρθε να προσκυνήσει. Μην τον αφήσει η Χάρη Σου κινδύνους να γνωρίσει”. Και βγάζει πάλι από την τσέπη του και μου δίνει πάλι δυο κατοστάρικα.

 

Χαρακτηριστική είναι και μια εμπειρία του Γ. Φλωράδη, που αφορά ένα γλέντι στο εξωτερικό, όπου παραβρέθηκε. Ένας γλεντιστής, ζήτησε από τους μουσικούς να του παίξουν το σκοπό «Παραλυμένο»:

Τώρα αυτοί νομίζαν ότι σήμερα αυτοί έχουν κανέναν παραλυμένο. Και λέει ο κλαρινετιάρης, “τί είναι, τον ξέρω; Ε, να τον ακούσω”, λέει. Να τον ακούσει να δει αν του αρέσει. Και λέει [ο γλεντιστής που παρήγγειλε το σκοπό], “εγώ είμαι”. “Τί είσαι εσύ;” Λέει, “Παραλυμένος”…Εγώ, απ’ την προφορά που μιλούσε τώρα αυτός, κατάλαβα πως είναι Χιώτης από τα Καρδάμυλα. Τέλος πάντων λοιπόν, πήγε και έκατσε πάλι πάνω στην…Λέω στον Κερκυραίο, “Βλέπεις, αυτός ο συρτός είναι παλιός και ωραίος. Αλλά αυτοί νομίζαν πως τους ήλεγα για κανέναν παραλυμένον”. Σηκώνομαι λοιπόν και πάω κοντά στους οργανοπαίχτες, ήταν νεαρός ο κλαρινετιάρης, και του λέω: “Ρε, τί σας είπε ο γέρος;”…Λέω, “Ρε, είναι σωστός και ωραίος”. Και του λέω λοιπόν, “Για δώσε μου το κλαρίνο σου, ή φοβάσαι να μην σου το χαλάσω;” Πιάνω λοιπόν και κάνω τη δοκιμή. Ο κατεργάρης τώρα που το κατασκεύασε, με κοίταζε καλά-καλά. Λέω ύστερα, “Πείτε στον κύριο ότι ο σκοπός του υπάρχει”. Για τον “Παραλυμένο”. Τον αρχινάγω και μου λέει: “Μπράβο, αυτός είναι”. Έρχεται λοιπόν και αφήνει δυο φράγκα Γαλλικά στα όργανα και τον χόρευε. Ύστερα λέει: “Να σου πω και έναν άλλον παλιό να δούμε τον εξέρεις;”. Τον…ένας παλιός σκοπός τώρα και αυτός. Κατάλαβες; Τα έπαιζα τώρα εγώ το λοιπόν, και λέει τώρα αυτός, Χιώτης είναι; Πού τα ξέρει; Κατάλαβες; Γυρίζει λοιπόν και κοιτάει ξανά και λέει: “Μα άλλαξε ο κλαρινετιάρης;” Λένε, άλλαξε. Λέω, “άμα σου πω τώρα θα σου κάνω έκπληξη, γιατί είμαι από κει που είσαι και συ”. Λέω: “Είσαι Έλληνας από τη Χίο, και από το χωριό Καρδάμυλα”. “Και πού με ξέρεις;” “Γιατί είμαι και γω του λέω Χιώτης, αλλά είμαι από τα Mαστιχόχωρα, από τα Μεστά, αλλά από αυτό τον χορό κατάλαβα από πού είσαι”. “Ναι, βρε, μπράβο, γι’ αυτό τα παίζεις σαν που τα ήθελα”. Κατάλαβες; Γυρίζει μετά και μου λέει, “Τώρα, αφού είσαι Χιώτης θα ξέρεις να παίξεις και έναν άλλον που θα σου πω”. Λέω: “Ποιό;” “Στην Αγιά Μαρκέλλα μες τον ποταμό”. Λέω, “Ε, αυτό πια δεν ξέρω;” Ύστερα κάθισε στο τραπέζι μας και μας κέρασε. Γέμισε το τραπέζι μας μπύρες. Μάλιστα μου λέει το αφεντικό του καταστήματος: “Πού εργάζεσαι;” Του λέω εγώ σε εργοστάσιο. Μου λέει, “Σάββατο και Κυριακή δουλεύεις; Μπορείς να έρχεσαι εδώ πέρα”.

 

 

Αμοιβή:

Σχετικά με την αμοιβή των μουσικών, ο Γ. Φλωράδης εστιάζει την προσοχή του κυρίως στους αμανέδες:

Παίζαν πολλούς. Τώρα για να πω βέβαια μανέ θα πρέπει να ξέρω ότι δεν πάει χαμένος και ο κόπος μου. Κατάλαβες; Άμα πεις έναν αμανέ και δε πέσει χρήμα, δε λες κιόλας.

Μάλιστα, περιγράφει ένα συγκεκριμένο περιστατικό, σχετικά με τη «χαρτούρα» στον αμανέ:

Μου λέει: “Μπορείς να έρθεις να παίξεις εκεί πέρα λιγάκι να το εγκαινιάσουμε;” “Να έρθω”. Και πήρα τον αδερφό μου με το σαντούρι και πήγαμε. Εκεί είχανε τον Αργυρούδη. Μορφωμένος, έλειπε, και ήρθαν με τη γυναίκα του και τα παιδιά του και ήρθαν εκεί και κάτσανε. Και σηκώθηκε και χόρευε. Του έλεγα λοιπόν μανέδες και επειδή ήταν τώρα να χορέψει και την νύφη του, του αδερφού του την γυναίκα, του έλεγα αμανέ για κείνους. Χόρεψε την ανιψιά του, του αδερφού του την κόρη, του έλεγα αμανέ για την ανιψιά του. Με όλα αυτά αυτός ενθουσιάστηκε. Είχε και έναν αδερφό που δεν ήταν στα καλά του και ήταν και φτωχό παιδί. Αλλά εργατικό, και έρχεται και μου λέει: “Θα χορέψω αλλά δεν έχω φράγκα. Θα πουλήσω…”. Λέω, “Άκουσε, εσύ τη δουλειά σου”. Λένε ότι δε λέμε στους φτωχούς αμανέ, και λέμε στους πλούσιους για να πάρουμε λεφτά. Ε, του έπαιξα λοιπόν και του λέω και έναν αμανέ, όταν σηκώθηκε να χορέψει τη νύφη του: “Γλέντα την νύφη αξάδερφε και ο κόσμος καμαρώνει, λεφτά από σένα εγώ δε θέλω. Ο αδερφός πλερώνει”. Ε, ύστερα από αυτό, σηκώθηκε ο άλλος ο αδερφός, ο Αργυρούδης ο Μιχάλης. Είχε ένα μπακαλικάκι κι πουλούσε. Αυτός ήταν και λιγάκι εγωιστής. Πήρε και αυτός να χορέψει τη νύφη του. Του λέω λοιπόν έναν αμανέ: “Τα θέλω απ’ τους μπακάληδες, όσα και αν μου κολλήσουν. Άλλα θα πάρω ζάχαρη και άλλα θα…”. Εκεί απάνω αρχίσαν και γελούσανε.

 

 

Κρίσεις για άλλους μουσικούς:

Ο Γ. Φλωράδης αναφέρεται συχνά στον Κωνσταντίνο Μόγια από τα Μεστά της Χίου, έναν καλό όπως επισημαίνει μουσικό της προπολεμικής [πριν το 1940] και μεταπολεμικής εποχής, ο οποίος έπαιζε λαούτο, ούτι και πολλές φορές τραγουδούσε. Ο Κ. Μόγιας ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο ο βιογραφούμενος ξεκίνησε να παίζει σαν παιδί στα πανηγύρια. Συνέχιζε να παίζει μαζί του για αρκετά χρόνια. Επίσης αναφέρεται στον Λιμπουσάκη ο οποίος έπαιζε βιολί, καθώς και στον Αργυρούδη ο οποίος έπαιζε κλαρίνο. Τέλος δεν παραλείπει να αναφερθεί στον Φύλα [παππού της Ξένης Φύλα], οποίος έπαιζε σαντούρι και τραγουδούσε. Οι συγκεκριμένες αναφορές του Γ. Φλωράδη αναδεικνύουν με εμφατικό τρόπο το ζήτημα της τοπικότητας όσον αφορά στα μουσικά δρώμενα της Χίου: (όπως φαίνεται) οι περισσότεροι μουσικοί και γλεντιστές εστίαζαν την προσοχή τους αποκλειστικά στα δρώμενα μιας μικρής περιφέρειας που οριζόταν από το «δικό τους» χωριό, ή έστω και ορισμένα άλλα γειτονικά. Σ’ αυτό το πλαίσιο, λείπουν (συχνά) οι υπερτοπικές αναφορές και συγκρίσεις με άλλους μουσικούς της Χίου, ή της ευρύτερης περιφέρειας του Β. Αιγαίου, ή/και της Ελλάδας.

 

Αντιπροσωπευτικό δείγμα σκοπών, μουσικών, τραγουδιών, χορών του τόπου:

Ως ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα τραγουδιού, ο Γ. Φλωράδης αναφέρει τον «Τραγουδιστό». Στον «Τραγουδιστό», ένας συγκεκριμένος τραγουδιστής λέει ένα στίχο και οι παρευρισκόμενοι τον επαναλαμβάνουν. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Γ. Φλωράδη:

Να, σαν κι αυτά τα τραγούδια που σου είπα εγώ πριν, που είπα στο γάμο του γιου μου. ‘Σήκω γαμπρέ…”. Κατάλαβες; Το[ν] τραγουδιστό που παίρναν όλοι απάνω και οι συμπεθέροι και […]. Παίρναν όλοι απάνω και το επαναλαμβάναν και οι άλλοι. Σαν που σας είπα και για τον γιο μου: “Ένα μεγάλο ευχαριστώ…των χωριανών μας, όπου μας παραστάθηκαν στο γάμο των παιδιών μας”. Και τα επαναλαμβάναν. Και ύστερα πάλι ο πρώτος, που τα ταίριαζε. Κατάλαβες; Και λέω: “Σ’ αυτούς που δούλεψαν για μας, πολύ ευχαριστούμε. Και στων παιδιών τους με καλό, να ξεϋποχρεωθούμε”. Και το επαναλαμβάναν οι άλλοι. Και ύστερα έλεγα και για τους αποθαμένους μας που θα ερχόνταν να φιλήσουν το στεφάνι […], και πολλά [άλλα]. Και ύστερα πάλι λέω, αφού τους είπα για να αγαπάει την πεθερά η κόρη […], “και τη μάνα που σε γέννησε [σ]τον νου σου πάντα να ’χεις. Και αν βρίσκεσαι στην ξενιτιά γράμμα συχνά να γράφεις…Και τον πατέρα σου να έχεις στην καρδιά σου, γιατί και κείνος σε αγαπά και…[ορκίζεται] στο όνομά σου’. Έλεγα διάφορα: “Επίσης και τον πεθερό πρέπει να έχεις έννοια. Τον πιο λεβέντη του τον γιο τον έδωσε σε σένα”. Ε, ύστερα λέω: ‘Στον κάτω κόσμο σήμερα ποιοι να τηλεφωνήσουν; Να ’ρθούν παππούδες και γιαγιές στεφάνι να φιλήσουν”. Ο Κώστας ήτανε ο πεθερός μου, του γαμπρού ο πάππος: “Να έρχονταν να πιει με την καρδιά του, τον Κώστα να καμάρωνε γιατί είχε το όνομά του”. Ύστερα, άλλος πάππος ήτανε ο πατέρας μου, ε; Τον λέγανε Θεοδόση: “…στον γάμο του εγγόνου του να έπαιζε το κλαρίνο”. Ύστερα λέω πάλι για τις γιαγιάδες. Η γιαγιά Μαρού, με τη γιαγιά Αγγελική […]. Συνέχεια αυτά. Γύριζα και σε καλαμπούρια πολλά. Συνέχεια. Και γελούσε ο κόσμος. Είχα κάτω από το Μοναστήρι μια, και ήπεφτε κάτω από τα γέλια.

 

 

Επαφές – επιρροές από άλλες περιοχές του Βορείου Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια στα μουσικά δρώμενα:

Αναφερόμενος σε κάποια τραγούδια που έλεγε η Μαριάνθη Αλμυρούδη [από τα Μεστά], επισημαίνει την Μικρασιατική προέλευσή τους, λέγοντας χαρακτηριστικά:

Αυτά παιδάκι μου, σου είπα, ότι δεν ήταν δικά μας παραδοσιακά. Αυτά τα φέρνανε οι πρόσφυγες από την Τουρκία. Ήταν όλα αυτά Μικρασιάτικα. Και τα λέγανε ύστερα εδώ. Τώρα τα άλλα που είπαμε σαν τον Τραγουδιστό, που τον επαναλαμβάνουν οι άλλοι, λέγαμε τραγούδια, αλλά λέγαμε άλλα.

 

Φωτογραφίες

Ηχογραφήσεις

1. Σ’ αγαπώ καλέ μικρή Μεστά Χίου | 1997 Γιώργος Φλωράδης Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» Ερευνητής: Παύλος Κάβουρας, Δημήτρης Παπαφεωργίου, Γ. Ηλιάδης Ηχοληψία: Δημήτρης Παπαγεωργίου
2. Αμανές Μεστά Χίου | 1997 Αμανές Γιώργος Φλωράδης Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» Ερευνητής: Παύλος Κάβουρας, Δημήτρης Παπαφεωργίου, Γ. Ηλιάδης Ηχοληψία: Δημήτρης Παπαγεωργίου
3. Αμανές Μεστά Χίου | 1997 Αμανές Γιώργος Φλωράδης Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» Ερευνητής: Παύλος Κάβουρας, Δημήτρης Παπαφεωργίου, Γ. Ηλιάδης Ηχοληψία: Δημήτρης Παπαγεωργίου Αμανές ξεπροβοδίσματος για τα παιδιά που πάνε στο στρατό
4. Αμανές Μεστά Χίου | 1997 Αμανές Γιώργος Φλωράδης Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» Ερευνητής: Παύλος Κάβουρας, Δημήτρης Παπαφεωργίου, Γ. Ηλιάδης Ηχοληψία: Δημήτρης Παπαγεωργίου
5. Μανές του μπάλλου Μεστά Χίου | 1997 Γιώργος Φλωράδης Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» Ερευνητής: Παύλος Κάβουρας, Δημήτρης Παπαφεωργίου, Γ. Ηλιάδης Ηχοληψία: Δημήτρης Παπαγεωργίου
6. Μανές του μπάλλου Μεστά Χίου | 1997 Γιώργος Φλωράδης Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» Ερευνητής: Παύλος Κάβουρας, Δημήτρης Παπαφεωργίου, Γ. Ηλιάδης Ηχοληψία: Δημήτρης Παπαγεωργίου
7. Αμανές Μεστά Χίου | 1997 Αμανές Γιώργος Φλωράδης Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» Ερευνητής: Παύλος Κάβουρας, Δημήτρης Παπαφεωργίου, Γ. Ηλιάδης Ηχοληψία: Δημήτρης Παπαγεωργίου Μέ άσεμνα λόγια
8. Αμανές Μεστά Χίου | 1997 Αμανές Γιώργος Φλωράδης Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» Ερευνητής: Παύλος Κάβουρας, Δημήτρης Παπαφεωργίου, Γ. Ηλιάδης Ηχοληψία: Δημήτρης Παπαγεωργίου Μέ άσεμνα λόγια
9. Μέσα στη βάρκα μπήκαμε Μεστά Χίου | 1997 Γιώργος Φλωράδης Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» Ερευνητής: Παύλος Κάβουρας, Δημήτρης Παπαφεωργίου, Γ. Ηλιάδης Ηχοληψία: Δημήτρης Παπαγεωργίου Όταν πήγαιναν με βάρκα στη Τουρκία
Μετάβαση στο περιεχόμενο