Τσαντής Περικλής
ΛήμνοςΤόπος γέννησης: Λιβαδοχώρι, Λήμνος
Χρόνος γέννησης: 1926
Ιδιότητα:
Ο Περικλής Τσαντής έπαιζε επαγγελματικά βιολί. Στα μουσικά δρώμενα της Λήμνου συμμετείχε από το 1946 μέχρι το 1975.
Γονείς:
Ο πατέρας του Περικλή Τσαντή, Αναστάσης Τσαντής [γεννηθείς το 1893], καταγόταν από το χωριό Γραβούνα της Ανατολικής Θράκης:
Ο πατέρας μου ήταν πρόσφυγας από την Ανατολική Θράκη. Περιφέρεια Καλλίπολης […]. Μάλιστα το χωριό τους λεγόταν ‘Γραβούνα’. Και τώρα έχει έξω από τη Χρυσούπολη ένα χωριό και λέγεται ‘Νέα Γραβούνα’. Εκεί ήταν όλοι οι συγγενείς τους, ήταν οι περισσότεροι.
Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922, η οικογένεια των Τσαντήδων διαχωρίστηκε αφού το κάθε μέλος επέλεξε διαφορετικό τόπο προορισμού. Στη Λήμνο, αρχικά εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες ο πατέρας του Περικλή, Αναστάσης Τσαντής, μαζί με την γιαγιά του Παναγιώτα:
Ήρθαν ως πρόσφυγες το 1922. Ο παππούς μου βέβαια δεν τον γνώρισα καθόλου, πέθανε εκεί, τη γιαγιά μου τη γνώρισα. Η γιαγιά μου ήρθε με τον πατέρα μου εδώ και μεταφερθήκαν στο Λιβαδοχώρι […]. Ο παππούς μου πέθανε πριν φύγουνε. Δεν ξέρω πως την προτίμησε [ο πατέρας του] τη Λήμνο, δεν έχω υπόψιν μου. Ίσως ήταν πιο κοντά από κει, μπήκαν και ήρθαν στη Λήμνο.
Από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του Αναστάση Τσαντή, στη Λήμνο εγκαταστάθηκε και ο μεγαλύτερος αδερφό του, Δημήτρης, έπειτα από κάποιο διάστημα παραμονής του στην Αμερική:
Βέβαια δεν ξέρω χρονολογίες αλλά πριν αποκατασταθεί εδώ [στη Λήμνο] πήγε στην Αμερική για κάποια χρόνια […].Μετά ήρθε εδώ πέρα, παντρεύτηκε στο Λιβαδοχώρι και έμεινε στο Λιβαδοχώρι […]. Ανδρονίκη το όνομα της γυναίκας του, αλλά το επίθετο δεν το θυμάμαι.
Ο Αναστάσης Τσαντής εγκαταστάθηκε στη Λήμνο σε νεαρή ηλικία. Παντρεύτηκε με τη μητέρα του Περικλή [γεννηθείσα το 1891], η οποία κατάγονταν από το νησί:
Πήρε Λημνιά. Ήρθε λεύθερος […]. Έμεινε εκεί [και] ήρθε και ο άλλος ο θείος μου [ο Δημήτρης Τσαντής].
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Περικλής Τσαντής παντρεύτηκε το 1958. Η σύζυγός του καταγόταν από το χωριό Καλλιθέα της Λήμνου. Από το γάμο τους απέκτησαν έναν γιο, ο οποίος διαμένει εκτός Λήμνου. Ο ίδιος αναφέρει:
Εγώ παντρεύτηκα το ’58. Από την Καλλιθέα ήταν η γυναίκα μου […]. Σέντα το επίθετο της γυναίκας μου και είναι από εδώ […]. Έχω έναν γιο τον Τάσο […]. Έβγαλε το λύκειο κάτω [στην Αθήνα] γιατί φύγαμε από εδώ και το ’βγαλε κάτω εκεί στο Περιστέρι. Μετά με τις πρώτες εξετάσεις μπήκε στην ΑΣΟΕ […]. Ζει στην Αθήνα και έχουνε ένα κοριτσάκι.
Για τα αδέρφια του αναφέρει:
Είμαστε σύνολο επτά αγόρια Βέβαια τους δυο τους χάσαμε, ο ένας 10 χρονών και ο άλλος μικρός 2 χρονών. Μετά ο ένας πέθανε προ 15 χρόνια ήταν 42 χρονών στην Αυστραλία και ο άλλος πέθανε εδώ προ 5 χρόνια ή 6, που ακριβώς δε θυμάμαι, ήταν 59 χρονών. Είμαστε τώρα [28/06/01] τρεις και οι δύο είναι στην Αυστραλία. Στην Ελλάδα μείναμε δύο παιδιά μόνο, δύο αγόρια […]. Ο αδερφός μου που δεν έφυγε είχε βγάλει την Πάντειο μετά κόπου και βασάνων και μετά διορίστηκε δημόσιος υπάλληλος […], μόλις πήρε τη σύνταξή του σε κανένα χρόνο-ενάμιση πέθανε.
Ο Περικλής Τσαντής πάντρεψε το μουσικό Χρήστο Παντζαρά. Ο γάμος διατελέσθηκε στο χωριό Πλατύ, όπου ήταν και ο τόπος καταγωγής της συζύγου του Χρήστου Παντζαρά. Ο Περικλής Τσαντής αναφέρει για την ημέρα του γάμου:
Τον στεφάνωσα εγώ. Δεν θυμάμαι τώρα ποια χρονιά. Εγώ παντρεύτηκα το ’58 […] λεύτερος τον στεφάνωσα! Ε, να τώρα το ’57, το ’58 […]. Στο Πλατύ έγινε ο γάμος. Μεσ’ στην πλατεία έγινε ο γάμος. Δεν παίξαμε. Χορεύαμε εμείς.
Ο πατέρας του, Αναστάσης Τσαντής, πριν εγκατασταθεί στη Λήμνο, έπαιζε ούτι στο συγκρότημα που είχε ο παππούς του, Περικλής [βιολί]. Ο ίδιος αναφέρει:
Ο παππούς μου [Περικλής Τσαντής] και ο μπαμπάς μου [Αναστάσης Τσαντής] πριν έρθουν εδώ ασχολούνταν με τη μουσική, τα όργανα. Ο παππούς μου, έπαιζε βιολί, ο πατέρας μου αρχικά έπαιζε ούτι, μετά έμαθε το σαντούρι, όταν ήρθε εδώ [στην Λήμνο] […]. και τα άλλα τα αδέλφια του πατέρα μου όσο ήταν μικροί, πριν φύγουν, παίζαν όλοι μαζί.
Με τη μουσική ασχολήθηκαν και τα αδέρφια του Αναστάση Τσαντή, Δημήτρης [βιολί] και Θανάσης [κλαρίνο]:
Ο Μήτσος [Δημήτρης Τσαντής] πριν αποκατασταθεί εδώ [στη Λήμνο] πήγε στην Αμερική για κάποια χρόνια και παίζαν με τον άλλο αδερφό του τον Θανάση […]. Μάλιστα, ο Θανάσης είχε κάνει ορχήστρα στην Αστόρια, χρόνια στην Αστόρια της Αμερικής. Είχε και τα παιδιά του, επιδοθήκαν και τα παιδιά του στη μουσική […]. Αυτός έπαιζε κλαρίνο, αρχικά, αλλά έπαιζε όλα τα όργανα. Ο ένας ο γιος του νομίζω έπαιζε σαντούρι. Συγκεκριμένα, δεν θυμάμαι γιατί δεν τους γνώρισα και καθόλου […]. Εγώ δεν είχα αλληλογραφία, αλλά είχε ο πατέρας μου και μαθαίναμε, εν τω μεταξύ πάντα είχαν το συγκρότημα στην εφημερίδα -μια τοπική εφημερίδα- μεγάλη κυκλοφορία εκεί πέρα, δεν θυμάμαι πως την έλεγαν και βλέπαμε τις φωτογραφίες.
Ο πατέρας του Περικλή Τσαντή, Αναστάσης, όταν εγκαταστάθηκε στη Λήμνο άρχισε να παίζει σαντούρι, με όργανο που του είχε φέρει ο αδερφό του Θανάσης, από την Αμερική:
Όταν ήρθε εδώ δεν είδα εγώ να παίζει καθόλου ούτι [έπαιζε μόνο σαντούρι]. Το σαντούρι του το είχε φέρει ο ένας ο θείος μου, αυτός που ήταν στην Αμερική [Θανάσης Τσαντής]. Ήρθε όταν ήμουν μικρός εγώ, δεν τον θυμάμαι καθόλου εγώ και του έφερε σαντούρι από την Αμερική και κάθισε λίγους μήνες εδώ, γιατί ήξερε εκείνος και του έδειξε και σιγά σιγά εξελίχθηκε, αλλά βέβαια πρακτικά.
Ο Αναστάσης Τσαντής συνεργάσθηκε σταθερά με τον αδερφό του Δημήτρη [Μήτσο] όταν πλέον είχε εγκατασταθεί στη Λήμνο. Στο συγκρότημα, ο Δημήτρης Τσαντής έπαιζε βιολί, το οποίο και δίδασκε σε νέους που επιθυμούσαν να ασχοληθούν με το όργανο. Ο Περικλής Τσαντής αναφέρεται χαρακτηριστικά στις μουσικές επιδόσεις του θείου του:
Ο Μήτσος έπαιζε βιολί […]. Ήξερε καλά νότες. Δεν ξέρω, όμως, αν το είχε μάθει από την Αμερική που ήταν, δεν ξέρω. Διάβαζε πολύ πάντως, βέβαια είχε και αναλόγιο μπροστά […]. Μετά βγήκε το ’46 ,’47-’48, είχε κάνει και μια σχολή γιατί ο κόσμος τότε, δεν ξέρω, ήθελαν πολλά παιδιά να μάθουν όργανα.
Ενδεικτικά, άλλοι μουσικοί του τόπου που συνεργάσθηκαν μαζί τους ήταν:
Ο πατέρας μου [Αναστάσης Τσαντής] και ο πατέρας του Χρήστου [Ιωάννης Παντζαράς, μουσικός, πατέρας του φίλου και κουμπάρου του Περικλή Τσαντή, επίσης μουσικού, Χρήστου Παντζαρά – σαντούρι] ήταν του ίδιου επαγγέλματος και παίζανε μαζί κάπου – κάπου εκείνα τα χρόνια […]. Επίσης, είχανε έναν «μαύρο» [μελαψό] πριν το ’30 [μάλλον αναφέρεται σε κάποιον αθίγγανο]. Ένας μαύρος ήτανε, από την Μακεδονία και είχε έρθει εδώ πέρα. Έμεινε εδώ και έπαιζε μαζί με τους γέρους […]. Ο πατέρας μου είχε και 2 Ίμβριους. Ο ένας έπαιζε κλαρίνο και ο άλλος έπαιζε κορνέτα. Τα επίθετα δεν τα θυμάμαι, αλλά τον ένα τον λέγαν Γιάννη και τον άλλο Αντώνη, αλλά και οι δύο είναι πεθαμένοι. Πήγαν και οι δύο στην Αφρική [στο Κονγκό, σύγχρονο Ζαΐρ] μετά τον πόλεμο […]. Ο ένας μάλιστα δεν γύρισε καθόλου, αυτός που έπαιζε κορνέτα [αναφέρεται στον Αντώνη] […]. Η γυναίκα του ήταν απ’ τον Κάσπακα, Ίμβριος αυτός και παντρεύτηκε στον Κάσπακα […]. Ο άλλος [αναφέρεται στον Γιάννη] έπιασε λεφτά και τον γνώρισα εγώ στην Αθήνα. Έμενε στη Ν. Σμύρνη είχε ένα πολυτελέστατο σπίτι. Πέθανε και αυτός μεγάλος, Ρασμπίτσος το επίθετο [Γιάννης Ρασμπίτσος] […]. Ήταν και ο Χάρος, απ’ εδώ, απ΄ το Ανδρώνι […]. Χάρος ήταν το επίθετο [Ηλίας Χάρος].
Στο ρεπερτόριο του συγκροτήματος ήταν εμφανείς οι μουσικές επιδράσεις της Ανατολικής Θράκης. Σταδιακά, όμως, ενέταξαν και τοπικούς σκοπούς της Λήμνου, λόγω του ακροατηρίου στο οποίο απευθύνονταν:
Παίζαν τραγούδια από την Αν. Θράκη. Μάθανε όμως και εδώ πέρα τους τοπικούς.
Η συνήθης σειρά των τραγουδιών που περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα μιας κοινωνικής εκδήλωσης ή ενός γλεντιού ήταν:
Το πρώτο που θα έπαιζαν σε ένα χορό, σε ένα γάμο θα ήταν τα λεγόμενα μαρς, δύο – τρία μαρς που ξέρανε και μετά μπαίναν στον καλαματιανό και συνέχιζαν τον χορό. [Παίζαν] συρτά προπαντός. Τα συρτά πρώτα ήταν πολύ λίγα. Μετά ήρθαν τα νησιώτικα όλα τα άλλα ας πούμε. Μετά μπαίνανε ζεϊμπέκικα.
Το μουσικό πρόγραμμα του συγκροτήματος εμπλουτίζονταν από τον Δημήτρη Τσαντή, ο οποίος συνήθιζε να προσθέτει αυτοσχεδιασμούς:
Ο Μήτσος έκανε και πολλά ταξίμια. Σε κάθε χορό, ειδικά τα συρτά που παίζανε, ακολουθούσε μετά ταξίμι. Τα χασαποσέρβικα, αυτά που παίζανε, ακολουθούσε ταξίμι με το βιολί.
Σταδιακά, το πεδίο δράσης της κομπανίας επεκτάθηκε στα περισσότερα χωριά του νησιού. Ο Περικλής Τσαντής αναφέρει:
Πηγαίναν σε όλη τη Λήμνο. Είχαν πολλές δουλειές τότε και πηγαίναν με τα γαϊδουράκια […]. Σε όλο το νησί πηγαίναν, γιατί δεν είχε άλλες κομπανίες. Στο Μούδρο πηγαίνανε, στην Σκανδάλη δεν θυμάμαι, Ρωμανού πάρα πολύ – Ρωμανού δουλεύανε πάρα πολύ-, Πορτιανού, Κοντιά, Κατάλακο, Σβέρδια [τη σύγχρονη Δάφνη], Κάσπακα.
Για τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας των παλαιών συγκροτημάτων αναφέρει:
Είχαν κάνει έναν συνεταιρισμό, ήταν τρεις κομπανίες μαζί από τρία όργανα, τέσσερα όργανα και παίρνανε τις δουλειές μαζί και είχαν το κοινό ταμείο. Ήταν διάφοροι εκεί, ήταν ο Δεληκούκος [πρόσφυγας μουσικός, ίσως από την Τένεδο ή την Ίμβρο, που είχε εγκατασταθεί στη Μύρινα, μάλλον από το 1914], με μια παρέα δύο – τρεις ακόμα. Ήταν η δική μας και είχαν και τον Χαράλαμπο [Προσκεφαλά – κλαρίνο, από τον Κορνό]. Συνολικά ήταν τρεις κομπανίες. Είχαμε πολλές δουλειές τότε και λέγανε: ‘Τρεις θα πάτε εδώ, τέσσερις θα πάτε εκεί, τρεις εκεί’ […]. Συνενοούντουσαν με μηνύματα, με το μουλάρι. Δεν ήταν όπως τώρα, τακ τακ το πατούσες [το τηλέφωνο] και συνενο(γι)όσουν.
Από την οικογένεια του Περικλή Τσαντή με την μουσική ασχολήθηκε και ήταν ο αδερφό του Φώτης, ο οποίος έπαιζε αρμόνιο σε κομπανίες της Αυστραλίας:
Μόνο εγώ έπαιζα μουσική και άλλος ο αδελφός μου ο Φώτης που πέθανε πιο μικρός. Αυτός πέθανε 42 χρονών, αυτός ξεκίνησε από εδώ με ακορντεόν, μετά πήγε στην Αυστραλία και έκανε το αρμόνιο. Μάλιστα, είχε κάνει με κάτι άλλα παιδιά μια ορχήστρα εκεί πέρα, αλλά δεν άντεξε.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Η αδυναμία βιοπορισμού μόνο με το επάγγελμα του μουσικού επέβαλε στον Περικλή Τσαντή την παράλληλη ενασχόλησή του με αγροτοκτηνοτροφικές δραστηριότητες. Είχε στην κατοχή του πρόβατα, καθώς και γεωργικές εκτάσεις:
Είχα 10 στρέμματα αμπέλια, 150 πρόβατα, είχα τρακτέρια. Τι να κάνεις, δηλαδή, δεν μπορούσες να ζήσεις αλλιώς […]. Είχα μπαμπάκια. Εκεί φάγαμε τα νιάτα μας. Τις σωλήνες ακόμα τις έχω πεταμένες μέσα. Μηχανές…πολύ, πολύ πράμα. Όχι μονάχα εγώ. Βάζαν ο κόσμος και ανοίξαν πηγάδια, και δώσ’ του και δώσ’ του και παλεύανε, όπου μπορούσαν και είχε λίγο νερό – τα ποτιστικά, [αλλά και] τα ‘ξερικά’ [που δεν χρειάζονταν πολύ νερό] τα λεγόμενα. Άμα δεις μπαμπάκι εγώ εδώ πίσω είχα 8 στρέμματα […]. Αν πιανόσουν μόνο με το όργανο δεν μπορούσες να ζήσεις […]. Τα πρώτα χρόνια ναι, μπορούσες, όταν ήταν ο συχωρεμένος ο Μπαρμπαγιάννης και ο πατέρας μου και ο Δεληκούκος, αλλά ήταν λίγα τα όργανα, δεν υπήρχαν πολλά όργανα […]. Ύστερα, όσο περάσανε τα χρόνια, γιατί όπως είπαμε κάνανε 3 σχολές πάνω στη μικρή Λήμνο και βγήκαν μαθητές πολλοί […]. Στον Άγιο Δημήτριο βγήκαν σαράντα, στον Κορνό βγήκαν, στο Λιβαδοχώρι βγήκαν, στα Καμίνια βγήκανε, στο Κοντοπούλι βγήκαν. Ε που θα πήγαινες; Στο χωριό τους, τους προτίμησαν οι χωριανοί, συγγενείς τους ξέρω ‘γω και δεν μπορούσαν, ήταν δύσκολο γι’ αυτό έπρεπε να πας και στ’ αμπέλι, να πας και στο χωράφι.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Ο Περικλής Τσαντής μετά το γάμο του εγκαταστάθηκε στο χωριό Καλλιθέα της Λήμνου, όπου ήταν και ο τόπος καταγωγής της συζύγου του:
Εγώ παντρεύτηκα το ’58 . Από την Καλλιθέα [ήταν η σύζυγός του]. Και μετακόμισα εκεί και έμεινα μέχρι το ’63 στην Καλλιθέα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Περικλής Τσαντής μετανάστευσε στην Αφρική, έπειτα από προτροπές συγγενικών του προσώπων:
Εγώ έφυγα τέσσερα χρόνια για την Αφρική. Τα παράτησα όλα και έφυγα. Είχα κουνιάδους εκεί πέρα και με πήρανε. Μου λέγανε: ‘Έλα, έλα, έλα’, όμως πήγα μόνος μου, δεν πήρα την γυναίκα και τα παιδιά. Πήγα στο σημερινό Ζιμπάμπουε, στη Ροδεσία. Εκεί δούλευα στα κουνιάδια μου, είχα δυο – τρία μαγαζιά τα Μιλμπαρ. Τότε δεν ’κλειναν, άνοιγαν στις 7 το πρωί μέχρι τις 12 τη νύχτα. Είχαν ότι ξέχναγε ο Εγγλέζος, ο Αυστραλός να ψωνίσει πήγαινε εκεί και τα έβρισκε. Σαν μικρό super market αλλά ήταν ανοιχτά συνέχεια […]. Εκεί μιλούσα αγγλικά. Τρόμαξα να μάθω μερικά, ας πούμε.
Στο διάστημα αυτό, οι πολιτικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν τον απέτρεψαν από τη συνέχιση της διαμονής του εκεί. Το 1967 επέστρεψε στην Λήμνο και ασχολήθηκε ξανά με τη μουσική και τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες:
Πήγα για τέσσερα χρόνια με την προϋπόθεση για να δω αν η κατάσταση ήταν καλή για να πάρω την οικογένειά μου. Άμα όμως, είδα πως ζούσανε εκεί πέρα, λέω δρόμο, δεν είμαι για εδώ εγώ. Ήταν άγρια η κατάσταση, είχε φαγωμάρα, είπα να καθίσω εδώ και να σταδιοδρομήσω; Και ευτυχώς που έφυγα. […]. Γύρισα το ’67.
Το 1976 έφυγε για δεύτερη φορά από το νησί, με την οικογένειά του, και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα:
Το ’76 έφυγα για την Αθήνα πια, τα πούλησα όλα […]. Πήγα κάτω, δούλεψα σ’ ένα Δήμο, στο Δήμο Νέας Ερυθραίας, ψηλά εκεί Κηφισιά. Αρχικά πήγα ως κηπουρός και μετά είχα δίπλωμα επαγγελματικό, απ’ το χωριό το ’χα βγάλει να πούμε και με δώσανε ένα φορτηγό ως οδηγός […]. Από εκεί έπρεπε να πάω στα 65 για να πάρω την σύνταξη και την πήρα πρόωρα [μειωμένη] στα 62.
Προσωπική και οικογενειακή πορεία:
Ο Περικλής Τσαντής υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία το 1949:
Φαντάρος πήγα το ’49 και απολύθηκα το ’52 […]. Κατ’ αρχήν πήγα σε κέντρο εκπαιδεύσεως στο Βόλο καθίσαμε δυο μήνες εκεί. Μετά πήγαμε στο Κ.Ε.Δ, κέντρο εκπαιδεύσεως διαβιβάσεων. Έκανα τέσσερις μήνες και από κει πήρα τα βουνά. Είχε μικροσυμπλοκές τότε, γιατί ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε τον Αύγουστο, τέλος Αύγουστου του ΄49. Εμείς βγήκαμε στα τάγματα το ’49 τον Αύγουστο, αλλά δεν προλάβαμε εμείς, μόνο μικροομάδες είχε. Μετά γύρισα στην Λήμνο […]. Ξαναγυρίζω εδώ και παίζω πάλι τα ίδια, το ίδιο βιολί πάλι, βιολί και μαντριά.
Μουσική μαθητεία:
Ο Περικλής Τσαντής έλαβε τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον αδερφό του πατέρα του Δημήτρη [Μήτσο] Τσαντή. Στο διάστημα της μαθητείας του ασχολήθηκε με θεωρία της μουσικής, την οποία όμως δεν μελέτησε εντατικά λόγω των παράλληλων επαγγελματικών του δραστηριοτήτων:
Και εγώ ξεκίνησα αρχικά με το θείο μου γιατί ήξερε μουσική καλή ο θείος μου. Ξεκίνησα με πεντάγραμμο […]. Είχα κάμποσα εδώ πέρα δεν τα πιάναμε όμως καθόλου, δεν τα διαβάζαμε [μάλλον αναφέρεται σε παρτιτούρες], γιατί ήταν όπως είπαμε δύσκολα τα χρόνια. Εγώ τουλάχιστον δεν ασχολούμουν μόνο με το όργανο.
Σε ηλικία 60 ετών, ο Περικλής Τσαντής μαθήτευσε στο Μόσχο για ένα εξάμηνο. Ο ίδιος αναφέρει:
Μας έδειχνε τοπικούς χορούς, δηλαδή, τι χορούς είχατε εσείς στο νησί; αυτούς τους χορούς μας έδειχνε. Μετά μας έβαζε και κάτι βαριά ζεϊμπέκικα, τα παλιά που παίζανε, θα τα θυμηθώ πως τα λέγανε….τα μικρασιάτικα.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Περικλής Τσαντής άρχισε να ασχολείται με τη μουσική σε ηλικία 20 ετών [1946]. Στα χρόνια που προηγήθηκαν η επαφή του με τη μουσική ήταν περιορισμένη, λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων που είχε αναλάβει για τον βιοπορισμό της οικογένειάς του. Ο ίδιος αναφέρει:
Το ’46 ήμουν 20 χρονών. Άρχισα να μαθαίνω το βιολί […]. Πιο μικρός δεν έκανα τίποτα με την μουσική, γιατί ήμουν ο πιο μεγάλος εγώ και μπήκα σε άλλο κανάλι, δηλαδή, γεωργικές δουλειές, κτηνοτροφικές δουλειές για να μπορέσουμε να ζήσουμε.
Τις πρώτες μουσικές του εμφανίσεις τις έκανε με το συγκρότημα του πατέρα του, Αναστάση Τσαντή. Εκεί, έπαιζε βιολί και τραγουδούσε. Ο ίδιος αναφέρει:
Εγώ στην εποχή που άρχισα κι έβγαινα, δεν πήγαινα με άλλους, δεν πήγαινα. Μόνο με τους, τους γέρους […]. Αλλά και εγώ επειδής τραγουδούσα λίγο οι γέροι με θέλαν λίγο και σαν τραγούδι κοντά τους.
Σταδιακά, συνεργάστηκε και με άλλες κομπανίες:
Πήγαινα πότε από δω, πότε από κει, όταν με χρειαζόντανε με παίρναν. Δεν είναι να πεις ότι έπαιζες με τον τάδε τόσα χρόνια. Όχι! Άμα δεν είχαν δουλειά αυτοί και με ζητούσαν με κάποιον άλλον, πήγαινα.
Επαγγελματικά άρχισε να ασχολείται με τη μουσική αμέσως μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητεία:
Εγώ στη δουλειά κανονικά βγήκα μετά που απολύθηκα, το ’52.
Τα βασικά όργανα που συγκροτούσαν τις επαγγελματικές ή ημι – επαγγελματικές ορχήστρες της Λήμνου ήταν:
Κιθάρες εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχανε. Αν είχε κάπου στη Μύρινα, κανένας που είχε μάθει κιθάρα για καμιά παρέα, να πούμε, να ακομπανιάρουν, να τραγουδάνε μόνο. Ειδάλλως σε ορχήστρα δεν υπήρχε ανταμοιβή, δεν υπήρχε κιθάρα […]. Ε, τα μαντολίνα υπήρχαν πιο μπροστά, αλλά στην ορχήστρα δεν μπήκανε ποτέ. Εδώ τα όργανα που ’τανε στην ορχήστρα ήταν βιολί, σαντούρι, κλαρίνο. Μετά μπήκε και το μπουζούκι, βέβαια, μέσα […]. To ακορντεόν μπαίνει πιο μπροστά. Πριν το μπουζούκι, το ακορντεόν μπήκε.
Αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Περικλής Τσαντής περιόρισε τις μουσικές του δράσεις στη Λήμνο, λόγω της μετανάστευσής του στην Αφρική. Στο νησί επέστρεψε το 1967, όπου και συνέχισε να ασχολείται με το βιολί:
Γύρισα το ’67 και άρχισα πάλι το όργανο…Οι δικοί μου, το ’60 να ’χαν σταματήσει. Γεράσαν πια, ύστερα και δεν μπορούσαν […]. Όταν έφυγα εγώ στην Αφρική έφυγε και ο κουμπάρος μου [αναφέρεται στο μουσικό Χρήστο Παντζαρά που είχε μεταναστεύσει το ίδιο διάστημα στην Αυστραλία, όπου έμεινε μόνιμα]. Και ο Κατσικάς δεν άργησε, σε ένα δυο χρόνια πέθανε και αυτός. Ίσως και πιο νωρίς [εννοεί νωρίτερα από το 1963, που έφυγε για Αφρική] […]. [Ο Παντζαράς ο Γιάννης] είχε σταματήσει πολλά χρόνια […]. Όλοι φύγανε ένας – ένας […]. Ο Μανόλης [Ποριάζης] ούτε και αυτός δεν έπαιζε! Τα είχε παρατήσει και αυτός ύστερα. Οι Αγιο-Δημητριάτες ύστερα γίναν. Όλοι όσοι είναι από τον Άγιο Δημήτρη.
Από το 1976 που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, η συμμετοχή του στα μουσικά δρώμενα περιορίσθηκε σημαντικά. Προβλήματα υγείας της συζύγου του ανέστειλαν τις μουσικές του δραστηριότητες, καθώς και την επιθυμία του να ασχοληθεί με το όργανο. Ο ίδιος αναφέρει:
Για 20 περίπου χρόνια το παράτησα ολωσδιόλου, δεν το ’πιανα καθόλου […]. Γιατί άρχισε ύστερα κι η ταλαιπωρία μου, απ’ το ’80 άρχισε η αρρώστια [αναφέρεται στην αρρώστια της γυναίκας του]. Από το ’80 μέχρι ’88. Τι, τι όρεξη να κάνεις; Να πας να παίξεις και να τραγουδήσεις; Συνέχεια, οκτώ χρόνια ταλαιπωρία.
Εξαίρεση αποτέλεσε το εξάμηνο που μαθήτευσε στο Μόσχο σε ηλικία 60 ετών, έπειτα από το θάνατο της συζύγου του:
Μετά που έχασα τη γυναίκα μου άρχισα να διαβάζω και πήγα στο Μόσχο. Ήταν γωνία Μαυροματαίων και Ηρακλείτου […]. Έξι μήνες πήγαινα, έξι χιλιάδες δίναμε.
Από τη δεκαετία του 1990, ο Περικλής Τσαντής ασχολήθηκε με το βιολί περιστασιακά και για δική του ευχαρίστηση. Ο ίδιος αναφέρει:
Μια – δυο ώρες την ημέρα μόνος μου ασχολούμαι, με ’κείνα τα παλιά όμως. Ούτε διαβάζω ούτε πιάνω πεντάγραμμο. Τι θυμόμουν; Καλαματιανό; Τους μπάλους; Τα ταγκό που μας είχε δείξει ο θείος μου; Τα βαλς; Να αυτά, ξέρω ’γώ, παίζω.
Στην πορεία του ως μουσικός ο Περικλής Τσαντής συνεργάσθηκε συστηματικά με τον κουμπάρο του Χρήστο Παντζαρά, με τον Βλάση Δεληβασίλη και με τον Γιώργο Παρασχάκη. Ο ίδιος αναφέρεται ενδεικτικά:
Πήγαινα με τον κουμπάρο μου [Χρήστο Παντζαρά] και παίζαμε ξέρω ’γω μουσική […]. Αλλά όταν παίζαμε μαζί [μόνο δύο], έπαιζε ο κουμπάρος μου το σαντούρι […]. Μετά το 1967 συνήθως έπαιζα με αυτόν από την Ατσική, τον Δεληβασίλη τον Βλάση, τον γιο του τον Στέργιο. Έπαιζε ακόρντεον, τώρα παίζ’ αρμόνιο αυτός. Με αυτούς παίζαμε. Α…είχαμε και ένα μπουζούκι από τον Άγιο Δημήτρη, το Γιώργο τον Παρασχάκη.
Άλλοι μουσικοί σύμφωνα με τον Περικλή Τσαντή, ήταν ενδεικτικά:
- Κώστας Δημηνάκης:
[…] ο Κώστας [Δημηνάκης] από την Καλλιόπη. Νομίζω στην αρχή κλαρίνο έπαιζε και μετά ακορντεόν, αλλά εκεί στα χωριά τους μονάχα, δεν βγήκε προς τα έξω. Μετά επιδόθηκε στη μελισσοκομία. Στα μέρη μου όμως δεν ερχόταν […].
- Βασίλης ή Βασ’λούδι:
Ακόμα είχε έναν άλλον στη Μύρινα που έπαιζε λαούτο, όχι ούτι, Βασίλης, το Βασ’λούδι που λέγαμε. Τενεδιός ήταν αυτός, ήταν πολύ ωραίος. Την εποχή εκείνη όλη νύχτα να τραγουδάει – γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν κουραστικό – όλη νύχτα να τραγουδά και προσπαθούσανε σε τόνο υψηλό για να ακούγονται. Αυτός ο Βασ’λούδης ήταν πολύ δυνατός στο τραγούδι. Βασίλη τον λέγανε, τον λέγαν Βασιλούδι, Λημνιάτης ή Λημνιός το επίθετό του δεν θυμάμαι ακριβώς […].
- Τρύφωνας Κατής ή ‘Σκορδαλιάς’:
Μετά το ’50, κοντά στο ’60 άρχισε το μπουζούκι. Ο Σκορδαλιάς έπαιζε [ο Τρύφωνας Κατής, με το προσωνύμιο Σκορδαλιάς].
- Γιάννης Σέντας:
Ήταν κι αυτός ο Σέντας από τη Δάφνη, ο Γιάννης ο Σέντας […].
- Δημήτρης Μπόγδανος και Μανόλης Ποριάζης:
Ο Ποριάζης [βιολί, από το Πορτιανού] έπαιζε, αλλά δεν έπαιζα εγώ [μαζί του], γιατί δυο βιολιά δεν συνηθίζαν. Αυτός έπαιζε πολύ με κάποιον από το Πορτιανού, Δημήτριος Μπόγδανος […]. Δημήτρη τον λέγανε, αλλά Τζίμη τον.. [φωνάζανε] […].
- Μουσικοί από τον Άγιο Δημήτρη:
Ύστερα είχαν βγει οι ‘Αγιο-Δημητριάτες’ [από τον Άγιο Δημήτριο, με καταγωγή προσφυγική από το Ρεϊς Ντερέ της Μ. Ασίας] και κάναν συγκροτήματα. Οι Μαρκάκηδες […].
Συγκρότημα – κομπανία: Τσαντήδες
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Οι σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε ήταν τα αυτοσχέδια γλέντια σε καφενεία των χωριών, καθώς και τα τοπικά πανηγύρια στις ονομαστικές γιορτές των Αγίων. Ενδεικτικά ο ίδιος αναφέρει:
- Για τα πανηγύρια στο Αδρώνι:
Στη Μύρινα το μόνο πανηγύρι που γινόταν και που πηγαίναμε και εμείς ήταν στο Ανδρώνι του Παντελεήμονος. Η Μύρινα μέσα δεν έκανε κανένα πανηγύρι.
- Για το Πανηγύρι του Αγίου Σώζου:
Στο πανηγύρι του Αγίου Σώζου [στην ανατολική Λήμνο] έχω πάει πάρα πολλές φορές […]. Πήγαινα με τους γέρους […]. Είχε δυο-τρεις κομπανίες, αλλά δεν υπήρχε φως και έπρεπε να προμηθευτούν λουξ, να ανάψουν λουξ πετρελαίου και να αρχίσουν να χορεύουν […]. Ήταν διάφορα συγκροτήματα. Ήρθαν κι ο Τηλέμαχος Κατσικάς μ’ αυτόν το Φώτη [Φώτη Χιώτη] που παίζανε και ο Μπάρμπα- Γιώργος απ’ τα Καμίνια, ο Κωνστάντιος με το κλαρίνο […]. Είχε κι άλλους, αλλά αργότερα βγήκανε οι άλλοι.
- Για τα πανηγύρια στο Μούδρο:
Στο Μούδρο εγώ δεν έπαιξα πολλές φορές […]. Εκεί ’καναν ένα πανηγύρι του Ταξιάρχη και σε διάφορα άλλα γλέντια παίξαμε στου Τζιτζιβάκου κάτω στην παραλία και το άλλο του Καράμαλη. Απάνω είχε καφενείο κάποιος ‘Σβανάς’, τώρα τι έγινε αυτό το μαγαζί δεν ξέρω. Σε χορούς πηγαίναμε και παίζαμε.
- Για τα γλέντια στο Λιβαδοχώρι:
Εκεί πέρα μπορώ να σου πω και δυο φορές την εβδομάδα, τρεις φορές. Παρέες, δυο-τρεις παρέες μετά τις εορτές! Είναι άλλο πράγμα εγώ τα λέω και ανατριχιάζω τώρα για το Λιβαδοχώρι. Να σκεφτείς όλες τις εορτές, μηδενός εξαιρουμένου τον χειμώνα γινότανε γλέντι, μέχρι το πρωί στο καφενείο.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Ο Περικλής Τσαντής στο διάστημα της μουσικής του ενασχόλησης αγόρασε συνολικά τρία βιολιά. Για την προέλευση τους αναφέρει:
Τρία έχω αλλάξει. Το πρώτο…το πρώτο να ’μαι ειλικρινής δεν το θυμάμαι καθόλου από πού το προμηθεύτηκα […]. Αλλά το άλλο, το άλλο μετά ύστερα, δεν μ’ άρεσε το πρώτο και πήγα στην Αθήνα […]. Δεν μας άρεσε η φωνή του και ξέρω ’γω και πήγα και πήρα αυτό. Στην Αθήνα πήγα και το πήρα […]. Εκεί στον Άγιο Κωνσταντίνο [….]. Και τα άλλα τα δύο τα δώρισα. Είχε εκεί στο Περιστέρι έναν που ’κανε το μάστορα, επισκεύαζε, του λέω: ‘Ρε, πάρε τα δύο, τι θα τα κάνω να τα ’χω μες στο σπίτι’. Και κράτησα μόνον ένα. Όλοι από Αθήνα παίρναν [όργανα]. Δεν είχε εδώ […]. Είχε κάποιος Χατζηχρυσοστόμου ένα μαγαζί κάτω στην Μύρινα και είχε χορδές βιολιού και μπουζουκιού, κιθάρας. Αυτός είναι τώρα, ακόμα το έχει. Το ’χει ο γιος του, αλλά είναι από παλιά, ο πατέρας του το είχε.
Τοπικές δράσεις:
Στη διάρκεια της επαγγελματικής του διαδρομής ο Περικλής Τσαντής είχε παίξει μουσική στα περισσότερα χωριά της Λήμνου:
Σε χωριά διάφορα πήγαινα, επί τον πλείστον παίζαμε στην Ατσική, ε.. στο Λιβαδοχώρι παίζαμε, στο Βάρος, στο Καρπάσι, γύρω από τα χωριά, Σαρδές, Κατάλακο […]. Δεν παίξαμε καμιά φορά στη Μύρινα, γιατί ήταν τότε ο Δεληκούκος εκεί πέρα και ο Κατσικάς ξέρω ’γω ήταν πιο κοντά [Θάνος] και δεν πήγαμε εμείς. Μόνο στο Αντρώνι.
Ρεπερτόριο:
Για τα τραγούδια και τους σκοπούς της Λήμνου αναφέρει:
Οι τοπικοί χοροί εδώ τους χορεύανε αντικριστά δυο – δυο. Εδώ το λέγανε ‘Κατσιβέλικο’. Μετά είχαν τοπικά εδώ πέρα το ‘Πάτημα’, το τοπικό αυτό το ‘Κεχαγιά’, ‘Τσεχαγιά’ που λέγανε. Αυτοί ήταν οι χοροί εδώ πέρα.
Για τις παραγγελίες στα γλέντια που γινότανε από του γλεντιστές αναφέρει:
Ε, κατά το ’60, το ’59 αρχίσανε κάπως να τηρούνε μια σειρά [στα τραγούδια] […]. [Παλαιότερα] δεν είχε πρόγραμμα, ήταν κατά προτεραιότητα οι σειρές λεγόμενες, δηλαδή, ποιος έχει σειρά: ο Γιάννης; ο Πάνος; και γι’ αυτό γινόντουσαν οι καβγάδες. Όταν πάνω στο ποτό μεθύσεις και σου πουν μετά θα σε φωνάξουμε, θα σε φωνάξουμε, θα σε φωνάξουμε, δεν είχε ούτε σειρά, ούτε αριθμητική σειρά, τίποτα και γινόταν…
Αμοιβή:
Οι αμοιβές των μουσικών, σύμφωνα με τον Περικλή Τσαντή, ήταν ικανοποιητικές από τα μέσα της δεκαετίας του 1940 μέχρι της αρχές του δεκαετίας του 1950, οπότε άρχισε η ομαδική μετανάστευση:
Τα λεφτά τα πολλά στο όργανο πρέπει να ’ταν μετά τον πόλεμο, δηλαδή μετά το ’44 […]. Μετά το ’50, απ’ το ’47 και μετά ίσα με το ’54 που άρχισε να φεύγει ο κόσμος, είχε δουλειά, δούλευαν […]. Ήταν μια εποχή από το ’46-’47-’48-’49, είχαν στραφεί τα παιδιά τότε, όλοι να μάθουν όργανα. Για το ημερομίσθιο μαθαίνανε […]. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι που άρχισε η μετανάστευση. Το ’54 άρχισε η μετανάστευση. Οι πρώτοι φύγανε με την ‘ΔΕΜΕ’ […]. Πηγαίναν τα παιδιά στο Λιβαδοχώρι, στον Κορνό, στον γέρο τον Παντζαρά, στον Γιάννη τον Παντζαρά και στην Μύρινα στον Δεληκούκο για μουσική. Αυτές ήταν οι σχολές […], ο θείος μου [Μήτσος Τσαντής] δίδασκε μόνο βιολί, δεν δίδασκε άλλα όργανα, ούτε έπαιζε άλλα όργανα.
Όπως διαφαίνεται, η αύξηση του αριθμού των οργανοπαιχτών επηρέασε τις εργασιακές προοπτικές:
Την εποχή αυτή που βγήκαν αυτοί δεν μπορούσες να πας [σε άλλα χωριά], γιατί παντρευόταν ο Γιάννης [και] έπαιρνε το σόι του, ο Κώστας το σόι του και ούτω καθεξής. Υποστηρίζαν τους τοπικούς [οργανοπαίχτες] […]. [Μουσικούς είχε μετά] είχε και στο Βάρος κάποια δύο – τρία αδέρφια, είχαν μουσικές. Μετά βγήκαν και στο Κοντοπούλι, βγήκαν στο Ρεπανίδι και στο Ρωσσοπούλι […]. Εκεί πέρα στο Ρεπανίδι είχε 5-6 παιδιά που μάθανε. Άλλοι βγήκανε, άλλοι τα παράτησαν.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Περικλής Τσαντής επισημαίνει την αλλοίωση της «παραδοσιακής» μουσικής επιτέλεσης από τη σκοπιά των μουσικών, αλλά και των χορευτών:
Τελείωσαν τώρα, δεν είναι αυτά που ήξερα από τους γέρους. Έχουν αλλοιωθεί, όλα έχουν αλλοιωθεί τα τραγούδια, δυστυχώς, είναι τοπική απλώς η ονομασία. Τους ρυθμούς τους έχουν αλλάξει […]. Έχουν αλλάξει το χρόνο […], την ταχύτητα την έχουν αλλάξει. Δεν μπορεί ένας ηλικιωμένος, στη δικιά μου ηλικία, να χορέψει με την ταχύτητα που παίζουν σήμερα. Δεν μπορούν. Ήταν πολύ αργά εκείνα.
Επιρροές προσφύγων ή μεταναστών από άλλες περιοχές στα μουσικά δρώμενα:
Για τις μουσικές επιδράσεις του τόπου αναφέρει:
Τους χορούς τους, τους ξέρανε οι Λημνιοί, οι ντόπιοι […]. Εξέρανε όχι όμως τόσο πολύ το ζεϊμπέκικο. Αυτά τα ζεϊμπέκικα ήρθαν από το Αϊβαλί και ξέρω ’γω, αυτά τα βαριά τα ρεμπέτικα ήρθαν από ’κει. Ε, σιγά – σιγά όμως μαθαίνανε βλέποντας από τους άλλους, όπως και αυτοί που ήρθανε από τη Μ. Ασία που μάθανε τους τοπικούς το ‘Πάτημα’, το ‘Κεχαγιάδικο’. Φέρανε και το Nε Oλουρ, αυτό το φέρανε από εκεί τότες και συνεχίσαν και το μάθαν μετά όλοι. Το άλλαξαν λίγο. Οι νέοι δεν μπορούν να χορεύουν το Νε Ολουρ, μόνο οι παλιοί. Στον Αϊ Δημήτριο οι παλιοί που είναι το χορεύουν.
Ακροατές – γλεντιστές:
Για τη συμμετοχή των γυναικών στα μουσικά δρώμενα της Λήμνου αναφέρει:
Στα γλέντια στο Λιβαδοχώρι όχι, δεν είχε γυναίκες, γιατί τα γλέντια γινόταν όπως πίναν το ούζο 5-6 άτομα και ’θέλαν να χορέψουν και ξέρω ’γω. Αλλά στ’ άλλα τα γλέντια [αναφέρεται σε γλέντια κατά τις εορτές], όπου υπήρχαν γυναίκες, γινόταν ο χορός. Ήταν γεγονός αυτό και μαζευόταν πολλές, πολλές γυναίκες, κορίτσια ας πούμε.