Σπαχής Θρασύβουλος
ΣάμοςΤόπος γέννησης: Πυθαγόρειο, Σάμος
Χρόνος γέννησης: 1927
Ιδιότητα:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής ήταν πρακτικός οργανοπαίχτης, έπαιζε επαγγελματικά μπουζούκι και παρέδιδε μαθήματα στο όργανο αυτό. Σε νεαρή ηλικία έπαιζε φυσαρμόνικα.
Γονείς:
Ο πατέρας του ονομαζόταν Χρήστος και η μητέρα του Μαρία και κατάγονταν από τη Μικρά Ασία. Ήρθαν ως πρόσφυγες στη Σάμο το 1922 κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή:
Ο μπαμπάς μου είναι Μικρασιάτης κι η μάνα μ’ είναι Μικρασιάτισσα. Κι ο παππούς μου κι η γιαγιά μου είναι μικρασιάτες. Και τα παιδιά γεννηθήκανε σχεδόν όλα εκεί, ο προτελευταίος αδελφός μου πέθανε πέρσυ. Τον έφερε η μάνα μου μες στα πανιά. Το ’22 γίνηκε η οπισθοχώρηση, φύγανε από κει, κι ο αδελφός μου αυτός που σου λέω ήταν δηλαδή ούτε ένα χρονώ.
Ο Θρασύβουλος Σπαχής διηγείται αναλυτικά την ιστορία της οικογένειάς του:
Από εδώ, απέναντι (καταγόμαστε), απ’ αυτό το βουνό που βλέπεις εδώ φάτσα. Ένα βουνό ήταν.. Εδώ που είναι αυτό, τα «Μήλα» που λένε. Φάτσα σου ας πούμε, φαίνεται. Απ’ το μέσα μέρος, είναι ένα χωριό που λέγονταν «Ντομάτια». Είναι εκεί πολλά ελληνικά χωριά παλιά, που κατοικούνταν. Είναι «Γέροντας», είναι τα «Ντομάτια», είναι… πάρα πολλά χωριά. Αυτά όλα κατοικούνταν τα παράλια αυτά όλα πάνω, μέχρι απάνω. Και αυτή η Κωνσταντινούπολη ήτανε… και στο βάθος μέσα, ελληνικά! Και τότε το είκοσι δυο γίνηκε ο πόλεμος τότε και φύγανε και… Τα πάθανε εξαιτίας του Λιβάνου τότε. Αυτοί εκεί. Τα εγκαταλείψαν όλα και φύγανε… […] Εε, είχανε προβλήματα. Ναι. Είχανε προβλήματα.. Δεν ξέρω. Απ’ ότι είχα ακούσει δηλαδή, ήτανε άνθρωποι οι οποίοι, ήταν όλοι καλοί άνθρωποι (οι πρόσφυγες). Αυτά εδώ τα σπιτάκια που βλέπεις, το βλέπεις αυτό εδώ το σπιτάκι; Προσφυγικά. Τα κάνανε, ήτανε όλα τα ίδια, με διαδρόμ’, ένας, ένας αυτός, δύο εκεί, τρεις δρόμ’, τέσσερις. Χωριστά. Όπως είναι αυτό εδώ δίπλα. Ήτανε γραφικό. Και τσις κάνανε αυτά τα σπίτια και κάτσανε. […] Ωωω, ο παππούς μου έχει μεγάλη περιουσία εκεί απέναντι. Κι ο μπαμπάς μου επίσης. Κτηματική περιουσία και είχε και ζώα πάρα πολλά, στάρια, τυριά, και το γάλα, θυμάμαι τον μπαμπά μου που έλεγε μια, μιανής χρονιάς το γάλα, λέει, να ’χα έφτανε […] Και περνούσανε, περνούσανε από δω… το Πυθαγόρειο και πάεναν (πήγαιναν) και πάεναν στον παππού μου, ψωνίζαν πολλά και διάφορα. Κρέατα, καϊμάκια, βούτυρα. Δηλαδή κόσμος πολύς έφευγε από δω και πάενε και δούλευε εκεί. Στο θέρος προπάντων. Έσπερνε πολλά χωράφια. Οι γονείς μου ήταν εκεί τότε. […] (Μετά το 1922) Ο μπαμπάς μου είχε πάει και πήε στην αυτήν, γιατί είχε πάνω αδέλφια. Στη Μακεδονία. Γι’ αυτό πήα και γω. Είχε τρία αδέλφια. Ήτανε ένας αδελφός του εδώ (στη Σάμο) και τρεις επάνω (στη Μακεδονία)…
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής είχε 6 αδέρφια, 4 αγόρια και 2 κορίτσια. Ο ίδιος δεν είναι παντρεμένος. Για τα αδέρφια του αναφέρει:
Ήμαστανε τέσσερα, πέντε αγόρια. Κι εμένανε. Ήμασταν πέντε αγόρια, εγώ, ο Κώστας, ο Χαράλαμπος κι ο Γρηγόρ’ς. Κι ένα άλλο μικρό. Ο Βαγγέλης. Το οποίο πέθανε στην Μ. Ασία. Αδελφή μου η Αλκινόη. Η Αλκινόη ήταν η πιο μεγάλη, κι ένα παιδάκι μετά από μένα κοριτσάκι, που ’χε το όνομα Καλλιόπη. Εγώ απ’ τ’ αγόρια είμαι ο προτελευταίος. Όταν σκοτώθηκε ο αδελφός του, του μπαμπά μου, ναι (ο Θράσος), είχα πιαστεί εγώ. Κι αφού βγήκα εγώ αγόρι, βάφτισε, έβγανε ο αδελφός, θα έβγανε εμένα, Βασίλη. Δεν είμαι Θράσος, είμαι Θρασύβουλος. Αλλά εδώ με φωνάζουνε Θράσο […] Εε, ήμασταν τέσσερα αδέλφια, οι τρεις ήμασταν φουρνάρηδες κι ο ένας ήταν ταξιτζής. Ο καθένας (είχε) τον δικό του φούρνο.
Το μοναδικό μέλος της οικογένειάς του που είχε σχέση με τη μουσική ήταν ένας αδελφός του πατέρα του, ο Κώστας, που όταν ήρθε από τη Μικρά Ασία εγκαταστάθηκε στο χωριό Μυτιληνιοί της Σάμου:
Ένας μπάρμπας μ’. Μαντολίνο. Απ’ τον μπαμπά μας. Απ’ τον παππού μου ας πούμε, τα παιδιά. Ήταν εκεί στους Μυτιληνιούς, αυτός έπαιζε μαντολίνο. Εγώ δεν τον ήξερα γιατί ήταν π(α)λιά. Εγώ γεννήθηκα το 1927 κι αυτός ήταν με οικογένεια, με παιδιά, με αυτά… Κώστα (τον λέγανε). Εγώ τους γνώρισα δω όταν γεννήθηκα πια. Μικρασιάτες ήταν. Εγώ γεννήθηκα αλλού. Τα υπόλοιπα, ήμασταν πέντε ξαδέλφια. Δυο αδελφάδες και πέντε αδέλφια….
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής ήταν αρτοποιός, και από αυτό το επάγγελμα συνταξιοδοτήθηκε. Ξεκίνησε να εργάζεται σε ένα φούρνο, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν ζούσε στο χωριό «Άγιος Αθανάσιος» στην Μακεδονία, όπου πήγε για να γνωρίσει κάποιους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα του που ήταν εγκατεστημένοι εκεί. Συνέχισε το ίδιο επάγγελμα και όταν επέστρεψε στην Σάμο:
Πήγα να γνωρίσω τις δικοί μου τότε… Επήα εκεί (στη Μακεδονία), να φύ(γ)ω, θα φύγω αύριο ξέρω ’γω, μου ’τυχε μια δουλειά κάθισα εκεί. Μετά θέλω να φύγω, έτοιμος να φύγω, ξανά μου τυχαίνει μια δουλειά, μετά κάθισα εκεί γύρω στα… παραπάνω από 10 χρόνια. Σε φούρνο, είχα δικό μου φούρνο, ναι. Πή(γ)α σαν υπάλληλος αλλά ύστερα ο άλλος τον άφηκε. Γιατί.. ετοιμαζόμουν να φύω, δεν μπόραγε να βρει φούρναρ’, μου λέει πάρ’ τον εσύ άμα θέλεις να τον δουλέψεις. Και κάθισα, στον Άγιο Αθανάσιο, όξω απ’ τους Φιλίππους. Ένα χωριό. Ε, τότε ξανάπιασα το… (μπουζούκι). Ο φούρνος δεν είχε πολλά, δεν είχε πολλά αυτά, λεφτά. Γιατί, άλλη δουλειά ο φούρνος, άλλο το όργανο. Ήτανε διατιμημένο το ψωμί, ήτανε, πρέπει να ’ταν σωστό, γιατί ε, δικαιούσαι αυτό το ψωμί, το παίρνεις και λέει είναι ένα κιλό, πρέπει να ’ταν ένα κιλό. Τότε ήταν οκάδες δηλαδή. Και άμα δεν ήτανε κιλό, γιατί όταν βγει το ψωμί απ’ τον φούρνο είναι μια οκά – οκάδες τότε – αλλά επειδής έμενε το ψωμί καμιά ώρα, υπήρχε κάποια φθορά. Ήσουνα υποχρεωμένος να το βάνεις στη ζυγαριά κι αν δεν ήταν και δεν είχε τα σωστά αυτά, έκοβες το υπόλοιπο ψωμί κι έβαζ’ς… Μια φέτα ήθελε εκεί και.. αυτός ήταν υποχρεωμένος να το δώκεις. […] Δεν είχα τον καιρό να παίξω. Γιατί η δουλειά μ’ ήταν μια ζωή ξενύχτι. Και η δουλειά τς συνταυτίζανε, το όργανο με το ξενύχτι το οποίο κάμανε τα όργανα που παίζανε. Και δεν μπόρεγα εγώ να κάνω όλη την ώρα δουλειές. Ή τον φούρνο έπρεπε ν’ αφήκω, ή το μπουζούκι να πιάσω. Κι έλεγα εγώ τώρα, ν’ αφήκω την δουλειά μου τώρα να πάω να παίζω… Ο φούρνος ήταν καθημερινή δουλειά. Χειμώνα καλόκαιρο. Όλες τις μέρες που ’χε ο χρόνος τον δούλευες κι έπαιρνες κάτι απ’ το μεροκάματο. Ενώ αυτό (η μουσική) δεν είχε τότε (καθημερινή απασχόληση). […] Εγώ δούλεψα στην Μακεδονία, καμιά δεκαριά χρόνια, απολυόμουν από φαντάρος, και μετά ήρθα εδώ, και συνέχισα πάλι στο ίδιο επάγγελμα.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σάμο. Μετά τη στρατιωτική του θητεία, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, πήγε να επισκεφτεί τους αδερφούς του πατέρα του στη Μακεδονία και τελικά εγκαταστάθηκε εκεί, στο χωριό Άγιος Αθανάσιος, όπου εργάστηκε σε φούρνο.
Μετά από παραμονή δέκα ετών στη Μακεδονία, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ή στις αρχές του 1960 ο Θρασύβουλος Σπαχής επέστρεψε στη Σάμο και άνοιξε δικό του φούρνο, ενώ παράλληλα έπαιζε μπουζούκι σε διασκεδάσεις, σε καφενεία και σε νυχτερινά κέντρα.
Προσωπική και οικογενειακή πορεία:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής αναφέρεται στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και στη μετέπειτα πορεία του:
Απ’ την απελευθέρωση κι ύστερα θυμάμαι, εγώ τότε ήμουνα πόσο, στα 16 χρονών. Γιατί με τον πόλεμο από δω φύγαμε και πήγαμε τότε κάτω στη Μέση Ανατολή εδώ στην Γάζα. Ήταν οι Γερμανοί τότε. Ήταν οι Ιταλοί πρώτα εδώ και μετά φύγανε.. Μετά ήρθαν οι Γερμανοί εδώ, ακούγαμε ότι σκοτώνανε οι Γερμανοί, μπήκαμε στα καΐκια και μας πή(γ)ανε εδώ απέναντι που λέμε, μας πήγαν στο «Ξάντα», απ’ το «Ξάντα» στα τρένα και μας πήγαν κάτω. Πολύς κόσμος! Και μετά απ’ την απελευθέρωση, το 1945 τέλειωσε ο πόλεμος. Αρχάς ’45, τέτοια εποχή πρέπει.. ήρθαμε τότε, κάτσαμε γύρω στα τρία χρόνια εδώ.. Οι καλύτεροι οι οποίοι παίζαν τότες αα, επαγγελματικά ήταν αυτοί π’ σου λέω, αυτοί οι «Καλτάκηδες». Δεν είχανε μπουζούκ’. Είχανε κιθάρα, βιολιά, εε, κάτι, πως τις λέγανε, κάτι όργανα, τρομπέτες! Ήτανε πολύ καλό συγκρότημα, το καλύτερο που είχε. […] Το ’χα το μπουζούκι απ’ το ’47 αλλά ντρεπόμουνα να το παίξω. Άμα το βάσταγες και περπάταγες ίσως να ’χανες την αξία σου σα παιδάκι. Αλλά δεν το ’χα πετάξει, δηλαδή γι’ αυτούς, το ’χα κρατήσει…
Αναφέρεται στις πρώτες εμφανίσεις του μπουζουκιού στα μουσικά σχήματα, καθώς και στις απαγορευτικές διατάξεις που επέβαλε στο όργανο αυτό και στο ρεπερτόριο των ρεμπέτικων η δικτατορία του Μεταξά (1936-1940):
Εγώ τουλάχιστον το θυμάμαι το, μετά τον πόλεμο, το 1945 κι ύστερα. Το μπουζούκ’ απ’ πριν το 1945 και τα ρεμπέτικα είχανε μπουζούκι. Αυτά ήρθανε απ’ την Σμύρνη. Όλα. Αλλά τελειοποιήθηκε εδώ. Αυτό το… ήτανε λίγο πιο, πιο αυγοειδές… Τζουράδις! Το μόνο που βγάνανε εδώ ήταν ο μπαγλαμάς, όταν απαγορεύτηκε κι αυτός. Όταν απαγορέψανε τα μπουζούκια να παίζουν, επί Μεταξά (1936-40). Ο μπαγλαμάς ήταν πιο μικρό (όργανο) και το φοράγανε. Ήτανε πιο μικρό και δεν αφήνανε να παίξουν, το ’βαζε στο σακάκι μέσα. Πάενε σ’ ένα μαγαζί, έβλεπε τέσσερι – πέντε, δέκα ανθρώποι παρέα, καθότανε κι εκείνοι κι έπαιζε κάνα τραγουδάκι να δώκουνε κάνα, να βγάνει μεροκάματο, να πάρει τα τσιγάρα του, να πάρει… […] Ο Μεταξάς ήτανε, τότε. Το 1940, που κηρύχτηκε ο πόλεμος, ήταν στα πράγματα αυτός επάνω. Αλλά τ’ απαγόρεψε (το μπουζούκι). Όχι ότι τ’ απαγόρεψε. Σου ’λεγε να μην παίζουνε τραγούδια τα οποία, ξέρω ’γω. Τα θεωρούσαν απ’ την κυβέρνηση. Γι’ αυτό για να βγάν’ς ένα τραγούδι έπρεπε να το, το παίρναν να το διαβάσ’ν, και σου ’λεε αυτό θα το γράψεις και τ’ άλλο δεν θα το γράψεις. Τώρα μην κοιτάζ’ς εντάξει. Τώρα μιλάμε, λέμε, συζητάμε…
Ο Θρασύβουλος Σπαχής υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία το 1949-1952 στη Μακρόνησο και εκεί ξεκίνησε να μαθαίνει μπουζούκι με πρακτική εξάσκηση:
Το ’48 παρουσιάστηκα, το ’49. Κάθισα 34 μήνες φαντάρος. Στη Μακρόνησο ήτανε, το επάγγελμα ήτανε αυτός, φούρναρης, κι εκεί μέσα κάθισα 34 μήνες. Δεν ήταν δύσκολα χρόνια. Ε, όχι τότε δεν ήταν. Μέχρι το ’48, ’49 ήταν δύσκολα. Από κει κι ύστερα δεν ήταν. Μας είχαν πρώτα χωροφυλάκοι και μετά μας πήρε ο στρατός. Οι οποίοι… Εγώ τουλάχιστο και πέρασα και καλά, και πέρασα κι άσχημα. Σα φαντάρος εννοώ. […] Είχε ένα μπουζούκι ένας συνάδελφός μου, ένας Σαλονικιός κι άμα ανέβηκε από μέσα, απ’ τις φούρνοι κι αυτός δούλευε. Μου το δώρισε. Λέει πάρ’ το Θράσο αυτό και να με θυμάσαι. Ήμασταν πολύ καιρό μέσα. Μαζί, έκανε κι αυτός τόσο σε μήνες μέσα. Είχε εκεί μες στο στρατό είχε κάτι παιδιά, Πειραιώτες, Σαλονικιοί, Αθηναίοι, φανταράκια, αλλά παίζανε καλά. Κι έρχντανε ένας απ’ την Θήβα. Ήταν ένα παιδί κι αυτός, κι είχε πάρει ένα μπουζούκι τότε, απλό, όχι ακριβό, κι έρχ’τανε ένας φαντάρος και του ’δειχνε. Μες στον ίδιο θάλαμο εγώ λοιπόν, δίπλα από αυτόνανε, τα κρεβάτια ήτανε κοντά, κι έβλεπα εκεί… […] Ε μετά απολύθηκα… Απολύθηκα, πήρα το απολυτήρι(ο) μ’, μου ’κάναν μια απόσπαση στην Λάρισα. Ήθελα 15 μέρες να απολυθώ, φεύγοντας απ’ τη Λάρισα, κατεβαίνω στην Αθήνα, το φύλλο μ’ πορείας.. Ήθελα να πάω στην Μακεδονία να γνωρίσω το σόι μ’, το οποίο ήταν, είχα πολύ σόι της μάνας μ’ εκεί και του μπαμπά μ’. Και δεν τους ήξερα αυτουνούς. Μ’ είχε υποχρεώσει μια πρώτη μου εξαδέλφη να πάω να τους δω. Εγώ τότε σα φαντάρος δεν είχα λεφτά. Που να τα βρω; Ε μα, τι παίρναμε τότε. Κι υποχρεώθηκα και κατέβηκα στην Αθήνα, και τη ζήτησα από κει, απ’ τη στρατολογία της Λαρίσης. Κι ήτανε κι ένας αξιωματικός από δω απ’ τη Σάμο, ένα καλό παιδί, και δεν μου ’κανε τη χάρη. Μου λέει το φύλλο της πορείας λέει για τη Σάμο, δεν μπορώ να δώκω… Μα θα πάω με δικά μου έξοδα λέω. Μου λέει όχι. Δεν μπορώ να σου κάνω… Κι αναγκάστηκα και κατέβηκα στην Αθήνα, είχα μια ξαδέλφη πρώτη εκεί, κι αυτή με χαρτζιλίκωνε τότε φαντάρο, μου ’χε πει και ’κείνη, να πας τώρα, είναι κοντά εκεί, να πας να γνωρίσεις το σόι σου, κι άμα σ’ αρέσει κάτσε, άμα δεν σ’ αρέσει γύρνα πίσω. Και πήγα εκεί και μου ’δωκε τα εισιτήρια αυτή, και πάω πάνω!
Τελικά ο Θρασύβουλος Σπαχής γνώρισε τους συγγενείς του πατέρα του που ήταν εγκατεστημένοι στη Μακεδονία, και αφού βρήκε δουλειά σε ένα φούρνο, αποφάσισε να μείνει εκεί για ένα διάστημα. Όταν ήταν στη Μακεδονία, ένας φίλος του που έπαιζε ακορντεόν τον παρότρυνε να μεταναστεύσει μαζί του στη Γερμανία για να παίζει μουσική σε ένα ελληνικό κέντρο:
Θέλησα τότε να πάω στην Γερμανία που είχα ένα φίλο που έπαιζα ακορντεόν μαζί. Τον έχω ξεχάσει τον άνθρωπο. Χρόνια… Παίζαμε μαζί μ’ αυτόν. Σε μαγαζί (στη Μακεδονία). Και πή(γ)ε αυτός στην Γερμανία, τότε γινόνταν η μετανάστευση κι έφυγε πολύς κόσμος από πάνω. Άδειασε η Μακεδονία σχεδόν. Κι αυτός με την μεταφορά που γινόταν με το πούλμαν ήταν ένας ανιψιός μιανής δασκάλας πρώτης μου εξαδέλφης μου. Κι ήρθε και με βρήκε, και του ’χε πει αυτός ο κύριος που έπαιζε το ακορντεόν, άντε βρες τον Θράσο και πες του να ’ρθει εδώ, το μαγαζί είναι εδώ και θα τόνε βγάνεις απ’ όξω απ’ το μαγαζί και θα κάτσουμε εδώ να παίζουμε. Θα με πάενε το πούλμαν μες στην Γερμανία, θα με πάενε αυτός ακριβώς στο μαγαζί να μ’ αφήκει. Και θα μ’ έπαιρνε ο φίλος μου, αυτός που έπαιζε. Εντέλει εγώ δεν μπόρεγα να πάω γιατί θ’ άφηνα τον φούρνο με λίγα λόγια. Και θέλησα τότε να μου στείλουν ένα χαρτί από δω (απ’ την Σάμο) απ’ την κοινότητα, ένα πιστοποιητικό ήθελα, δεν ήθελα τίποτ’ άλλο, και δεν μου το βγάνανε από δω. Ούτε τ’ αδέλφια μου, ούτε η αδελφή μου. Κι υποχρεωτικά δεν πήγα. Γιατί δεν θέλανε να φύγω, ήμουνα πολύ τραβηγμένος. Σου λέει τι; Εμείς σε περιμέναμε να ’ρθεις εδώ κι εσύ ακόμα θα πας απάνω στην Γερμανία! (Τότε) Απολυόμουνα σα φαντάρος. Ήμουνα γύρω στα 25 (το 1953).
Στη Μακεδονία έμεινε περίπου δέκα χρόνια εργαζόμενος σε φούρνο ως αρτοποιός. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ή στις αρχές του 1960 επέστρεψε στη Σάμο όπου άνοιξε δικό του φούρνο, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και επαγγελματικά με το μπουζούκι.
Μουσική παιδεία:
Το ενδιαφέρον του Θρασύβουλου Σπαχή για τη μουσική ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία, μέσα από το άκουσμα των τοπικών μουσικών συγκροτημάτων στο Πυθαγόρειο της Σάμου:
Μ’ αρέσαν τα όργανα, γιατί και πιτσιρικάκι πάενα και στεκόμουνα εκεί στην άκρη, σε κάνα δέντρο, γιατί η παραλία ήταν όλο δέντρα κάτω, μουριές. Α, ήταν απόλαυση. Και πάενα εκεί και καθόμουνα σε ένα.. Καθόμουνα ώρες εκεί, έβλεπα τα όργανα, μ’ αρέσαν τα τραγούδια, δεν έφευγα, έπρεπε να ’ρθουν να με πάρουν. Είχε βιολιά, σαντούρια, ούτια. Εεε, κιθάρα.. Δημοτικό πάενα. Πιτσιρικάκι. Ούτι. Τρομπέτα. Κάτι τέτοια. Κάτι, φλάουτο, κάτι τέτοιο είχαν, ένα, σαν κλαρίνο. Όχι κλαρίνο. Σαξόφωνο! Υπήρχανε πολλοί μουσικοί τότε.
Ο ίδιος ήταν πρακτικός οργανοπαίχτης, έπαιζε φυσαρμόνικα και μπουζούκι. Ειδικά για το μπουζούκι προκρίνει ότι η δεξιοτεχνία και η τεχνική του παιξίματος δεν απαιτούν θεωρητικές γνώσεις μουσικής:
Κοίτα η νότα καλή είναι να μη ξέρεις αλλά δεν μπορεί να… Στην πράξη μετράει. Κι αυτό (το μπουζούκι) νότες έχει πάνω. Άμα ξέρ’ς αυτές, τι να τις κάνω εγώ τις νότες; Εδώ τις ξέρω. Εδώ απ’ το όργανο. Λοιπόν όλοι οι καλοί, κι αυτοί είναι οι παλιοί μπουζουξήδες, ήταν αυτοδίδακτοι. Δεν είχε κανένας βγάνει, τώρα πάνε. Ούτε μουσικοσυνθέτες είχε, ούτε τίποτα. Ήτανε παραγωγή δικιά τους. Αυτή είναι η μουσική, αυτοί είναι οι στίχοι, αυτή είν, αυτή, αυτή. Και φτάξανε που είχανε συζητήσει πολλές φορές στην τηλεόραση. Να ’σαι άσχετος από, γιατί παίζεις ένα όργανο, ναι. Αλλά να ’σαι άσχετος απ’ την μουσική ξέρω ’γω και να γράφεις με τόσα καλά τραγούδια και… Τα τραγούδια τους άμα τα προσέξ’ς είναι ποίηση! Το κάθε στιχάκι δεν έχει καμιά σχέση με το δεύτερο. Αλλά όμως, είναι μέσα στα πράγματα. Για το ίδιο πράγμα λένε. Τα μουσικά να τα μάθεις, αλλά η πράξη τι γίνεται. Μπορεί να πάρεις μια παρτιτούρα, να ξέρεις τα αυτά, κι όσο να μάθει να διαβάσει αυτός και να παίξει… Εγώ φερ’ ειπείν με το κασετόφωνο μπορώ κατευθείαν να το παίξω. Κατευθείαν. Μια φορά, δυο. Η ακοή όταν είναι καθαρή, και καθαρίζει τα πράγματα ακούγεται μουσική που μπορείς να… Δεν είναι να το διαβάσει. Κατάλαβες; Τα γράφ’ς στο μυαλό και πας κατευθείαν, πιάνεις το όργανο και το παίζεις… Έτσι ξεκίνησαν όλοι και γινήκανε μεγάλοι και τρανοί.
Μουσική μαθητεία:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής ξεκίνησε να παίζει φυσαρμόνικα σε νεαρή ηλικία, μέσα από πρακτική εξάσκηση:
Δεν ξέρω, τυχαία. Ούτε ξέρω πως την έπιασα (τη φυσαρμόνικα). Δηλαδή ήρθαμε το 1945 εδώ, από κάτω απ’ την Παλαιστίνη, μόλις τέλειωσε ο πόλεμος, και την φυσαρμόνικα την έπιασα το ’46. Μόνος μου έμαθα. Πουλλά! Πάρα πουλλά τραγούδια. Α, αυτά τα ευρωπαϊκά που τραγουδούνταν τότε. Όσα χορεύουντνε, και διάφορα άλλα. […] Δεν θυμάμαι ποιος, μου χαρούσανε μια φυσαρμόνικα κάποτε, πιτσιρικάκι, ούτε και θυμάμαι. Κάποιος Σπύρος μου την έδωκε. Γνωστός στο σόι. Και γω, άρχισα λοιπόν, άρχισα σιγά σιγά και τα τέλειωσα τα τραγούδια, κι έπαιζα πάρα πολλά. Απ’ αυτά που ’ξερα τότε. Εε, η μουσική μ’ αρέσει εμένα από παιδάκι. Πολύ, άμα άκουγα όργανα και παίζανε… να κάθομαι ώρες εκεί. Έπρεπε να ’ρθουν να με πάρνε. Αν δεν με παίρνανε καθόμνα εγώ…
Το 1947 απέκτησε το πρώτο του μπουζούκι, αλλά δεν ξεκίνησε αμέσως να παίζει, επειδή στο κοινωνικό πλαίσιο της εποχής το μπουζούκι ήταν αρνητικά σημασιοδοτημένο:
Το όργανο το ’χα απ’ το 1947. Μου το ’χε δωρίσει κάποιος, πρώτος μου αξάδελφος. Ήταν ένας μαραγκός εδώ στους «Μυτιληνιούς», ο πρώτος μου αξάδελφος ήταν και κείνος, μάθαινε σ’ αυτόν. Εγώ τότε έπαιζα φυσαρμόνικα, πιτσιρίκι. Κι είχε κάνει τρία μπουζούκια αυτός. Μαραγκός βέβαια, αλλά έκανε ωραία… Κι άμα μ’ είδενε ο ξάδελφός μου που έπαιζα έτσι την φυσαρμόνικα μου λέει, ξαδελφάκ’, αα, να φτιάξουμε ένα μπουζούκι να στο δωρίσω. Ε, του λέω, μακάρι και δε μου κάνεις. Και μου ’κανε ένα, το οποίο μου το χάρισε το ’47. Στους «Μυτιληνιούς». Σπαχής Γρηγόρ’ς. Πρώτος αξάδελφος. Κι από τότε… δεν το ’παιξα. Γιατί… Το ’παιζα, μόνος μου δίχως, αφού έπαιζα με την φυσαρμόνικα τραγούδια, ήτανε πολύ εύκολο να βρω και τα πατήματα σ’ ένα τραγούδι. Και σιγά σιγά… Αλλά ήταν εποχή η οποία άμα κράταες αυτό το μπουζούκι ήσουνα κακό παιδί. Κι επειδής εγώ τότες ήμουνα νέος πλια, είχα βγάνει το δημοτικό βέβαια, και δεν το ’πιανα έτσι… Φοβόμουνα να το χτυπάω, να μην μ’ ακούει ούτε η γειτονιά, ούτε… Το ’παιζα προσεχτικά. Γιατί ήταν κατηγορηματικό. Δηλαδή μπουζούκι βάσταγες, ήτανε κάτι το… Λέει μπουζούκι παίζ’ς? Χασίς θα πίν’ς! Τέτοια. Από ’κει κατηγορήθηκε το όργανο. Ενώ είναι ένα πολύ ωραίο όργανο αλλά από ’κει… Και δεν το ’παιζα. Ε, μετά έφυγα από ’δω. Το ’πιασα πια φαντάρος.
Ξεκίνησε να παίζει μπουζούκι κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1949-1952), ακούγοντας τα μαθήματα στο μπουζούκι που λάβαινε κάποιος συνάδελφός του. Στη συνέχεια έλαβε μαθήματα στο μπουζούκι από έναν δάσκαλο στην Καβάλα:
Στο στρατό μέσα. Είχε ένα μπουζούκι ένας συνάδελφός μου, ένας Σαλονικιός… κι άμα ανέβηκε από μέσα, απ’ τις φούρνοι κι αυτός δούλευε. Μου το δώρισε. Λέει πάρ’ το Θράσο αυτό και να με θυμάσαι. Ήμασταν πολύ καιρό μέσα. Μαζί, έκανε κι αυτός τόσο σε μήνες μέσα. Είχε εκεί μες στο στρατό είχε κάτι παιδιά, Πειραιώτες, Σαλονικιοί, Αθηναίοι, φανταράκια, αλλά παίζανε καλά. Κι έρχντανε ένας απ’ την Θήβα. Ήταν ένα παιδί κι αυτός, κι είχε πάρει ένα μπουζούκι τότε, απλό, όχι ακριβό, κι έρχτανε ένας φαντάρος και του ’δειχνε. Μες στον ίδιο θάλαμο εγώ λοιπόν, δίπλα από αυτόνανε, τα κρεβάτια ήτανε κοντά, κι έβλεπα εκεί. Κοίταζα τον άλλο, άκουγα τον δάσκαλο ας πούμε, και παρακολουθούσα εγώ τις κινήσεις όλες, τα αυτά, κι όταν τέλειωνε το μάθημα, άφηνε το μπουζούκι στο κρεβάτι αυτός, και το ’πιανα εγώ. Μοναχός μου. Κάποτε μ’ άκσε κι ο ίδιος ο δάσκαλος που ’μπαινε μέσα εκεί για να του δείξει αυτουνού, και του λέει, αυτός λέει θα μάθει πιο γρήγορα από σένα. Από κει ξεκίνησα, το ’πιασα, έμαθα καλά. Από κει φεύγω πάω πάνω εκεί. Πήγα στη Καβάλα μετά, που ’χει ωραίοι τεχνίτες, καλοί δηλαδή στα όργανα, δείξανε κι αυτοί. Κι από κει άρχισα λοιπόν μόνος μου. Έπαιρνα κασέτες, έπαιζα, τότε δεν είχε κασετόφωνα, ήτανε αυτά τα γραμμόφωνα. Μ’ ένα παιδί άλλο από κει ντόπιο, και σιγά σιγά όποιο τραγούδι ήθελα δεν είχα πρόβλημα. Τα ’βαζα εκεί και μετά τα παίξαμε. Έπαιξα κι επαγγελματικά εκεί. Αλλά πάενα μονάχα Σαββατοκύριακο. Άλλες μέρες δεν μπόρεα να πάω γιατί εγώ σκονώμουνα νύχτα. Τρεις, τέσσερις κάθε πρωί, Τρεις, τέσσερις κάθε πρωί. Και δεν μου ’μενε καιρός…
Για το παίξιμό του στο μπουζούκι και για τα μαθήματα που έλαβε από τον μουσικό Λάζο στην Καβάλα, συμπληρώνει:
Κοίτα είναι οι χειρισμοί. Η μελωδία βγαίνει κι απ’ την αφή σου. Είναι, όπως και το τραγούδι βγαίνει απ’ το λαρύγγι. Άμαν έχεις φωνή καλή κι εκμεταλλευτείς την φωνή σου και… Το ίδιο είναι και το μπουζούκι. Κι ανάλογα από, ποιος σου ’δειξε. Η νοστιμάδα θα βγει απ’ τα παιξίματα κι απ’ τα χτυπήματα. Και θα τήνε βγάνουνε τα δάχτυλα. Οι καλοί μπουζουξήδες άμα τις δεις, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις που πατάνε. Αυτά τα πήρα εγώ από ένα Καβαλιώτη. Εε, Λάζος. Ναι. Είχα πάει και, είχα πάει τέσσερις πέντε μήνες, έπαιρνα το λεωφορείο και πάενα. Πάενα την απογεματινή ώρα. Γιατί ήμουνα κοντά στην Καβάλα. Ήμουνα ακριβώς στον δημόσιο δρόμο Καβάλας – Δράμας, εδώ ήταν ο δημόσιος, εδώ ήταν το χωριό, που ’μουνα εγώ και δούλευα. Κατέβαινα κάτω, έπαιρνα το μπουζούκι στην στάση, έπαιρνα το λεωφορείο, πάενα εκεί, κάναμε δυο ώρες, τρεις ώρες μάθημα, μετά κατέβαινα κάτω, έπαιρνα τ’ άλλο λεωφορείο πάενα στην Δράμα… Αυτό γινότανε κάθε μέρα. Απογεματινή όμως ώρα γιατί το πρωί δεν μπόραγα, είχα δουλειά. Ελάχιστα πράματα πλήρωνα (στον δάσκαλο). Ναι. Ελάχιστα.
Ο Θρασύβουλος Σπαχής συνέχισε να βελτιώνει το παίξιμο του μπουζουκιού βλέποντας από κοντά τους δεξιοτέχνες του οργάνου. Η πρακτική αυτή της μίμησης είναι πολύ διαδεδομένη στους μουσικούς και αναφέρεται χαρακτηριστικά ως «κλέψιμο» της τεχνικής:
Η νοστιμάδα θα βγει απ’ τα παιξίματα κι απ’ τα χτυπήματα. Και θα τήνε βγάνουνε τα δάχτυλα. Οι καλοί μπουζουξήδες άμα τις δεις, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις που πατάνε. Αυτά τα πήρα εγώ από ένα Καβαλιώτη. […] Πρόσεξε στα δάχτυλά του, πρόσεξε να κλέψ’ς, απ’ αυτόνα, να κλέψ’ς τα… Γιατί για να το μάθεις πρέπει να είσαι κοντά του να δεις. Και τρόπο πως χτυπάει και τι δημιουργεί εκεί. Τα δάχτυλα, που βγαίνει από τη μελωδία, είναι κάτι που μπορείς να τα κλέψ’ς. Και γι’ αυτό όταν πάενα στα μπουζούκια, τα μπουζούκια ήτανε εκεί κι εγώ ήμουνα κοντά στο άλλο το τραπέζι. Όταν πάενα ν’ ακούσω μπουζούκια πάνω, πάενα βέβαια, το πατάρι ήτανε εκεί που ’ναι κρεμασμένο το μπουζούκι και το τραπέζι ήταν εκεί. Πάενα τόσο κοντά, στο τραπέζι. Για να βλέπω, τίποτ’ άλλο. Άκουγα βέβαια κιόλα αλλά εμένα η προσοχή μου ήτανε στο όργανο. Να έβλεπα. Και γι’ αυτό και τώρα τα παιδιά που παίζουνε τα παρακολουθάω, δεν είναι η θέση τους όπως τα βάζουνε τα δάχτυλα αυτωνών. Μπορεί να παίζουν καλά, αλλά αυτά (τα δάχτυλα) δεν πρέπει να φαίνονται, να’ ναι κοντά πάνω απ’ το ξύλο, οι χορδές απ’ κάτω πρέπει να ’σαι κοντά. Να ’ναι κοντά, κολλημένα πάνω. Ναι, γι’ αυτό μου λέει ο Ιταλός, δεν βλέπω, λέει, που χτυπάς! Γιατί ήτανε κολλημένα τα δάχτυλα πάνω. Και πολλοί μου το ’χουνε πει αυτό.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Θρασύβουλος Σπαχής ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά μπουζούκι όταν ήταν ακόμα στη Μακεδονία, τη δεκαετία του 1950. Εκεί συνεργάστηκε για ένα διάστημα με ένα φίλο του που έπαιζε ακορντεόν, ο οποίος στη συνέχεια μετανάστευσε στη Γερμανία:
Ήρθα απ’ την Αθήνα, απ’ την Μακεδονία μετά, απάνω έπαιξα σ’ ένα φίλο μου κάμποσα χρόνια και δίχως πληρωμή. Επειδής ήτανε χωριανός μου εδώ, με παρακάλεσε και επήγα εκεί. Κι επήγα στην Καβάλα κι έμαθα και το, τα μυστικά του οργάνου. Σε δάσκαλοι καλοί. Κι έπιασα να παίζω και σε μαγαζιά πλέον. Τα Σαββατοκύριακα. Τα σύγχρονα τραγούδια…
Όταν επέστρεψε από τη Μακεδονία στη Σάμο άνοιξε δικό του φούρνο και παράλληλα ξεκίνησε να παίζει μπουζούκι σε συνεργασία με συντοπίτες του μουσικούς:
Και μετά π’ λες ήρθα ιδώ. […] Θέλησα να παίξω με παιδιά. Ήμουνα εγώ, που ’παιζα μπουζούκι κι ένας απ’ τους «Μυτιληνιούς». Πιο μεγάλος από μένα. Και δεν είχε τότε, μπουζούκια έτσι η Σάμο δεν είχε. […] Μ’ ένα Αλέξη. Αλεξάκη, Βουρλιώτης λέγεται. Ναι, μ’ αυτόνα πρωτοξεκινήσαμε. Κιθάρα. Απ’ τους «Μυτιληνιούς». Από δω από πάνω, από ένα χωριό. Δίπλα μας. Και με το Γιάννη το Λολοργά, ο οποίος πρωτοξεκίνησε. Λουλοργάς Ιωάννης. Μπουζούκι. ’Ξελίχθηκε ωραίος. Είναι καλός. Αλλά το πήρε αγκαλιά, το ’παιξε επαγγελματικά χρόνια τώρα. Αυτό δεν θέλει να τ’ αφήξεις. Ε είναι νέος αυτό το παιδί! Στα μαγαζιά και στα πανηγύρια παίζαμε δύο μπουζούκια κι ο Αλέξης με την κιθάρα. Κι είχαμε και… είχαμε, πρώτα πρώτα είχαμε από ένα χωριό, απ’ τον Παγώνδα, εδώ φάτσα μας πάνω, τον Ταλαί, Ταλαίπωρος. Κάποιος Ταλαίπωρος. Και είχαμε κι ένα απ’ το Βαθύ, γέρο, μεγάλος σε ηλικία αυτός, που έπαιζε αρμόνικα, φυσαρμόνικα. Όχι αρμόνιο. Παραδοσιακό όργανο. Πως τον λέγανε; Τ’ αγγόνι του είναι που έχει μαγαζί στο Βαθύ που πουλάει όργανα και χορδές και τέτοια. Δεσποίνης Σταμάτης. Ναι. Πρέπει να ’τανε παππούς τ’, δεν ξέρω. Το επίθετο δεν θυμάμαι…
Περιστασιακά έπαιζε ακόμα και μόνος του μπουζούκι, αλλά προτιμούσε να συνεργάζεται με άλλα όργανα:
Κοίτα (το μπουζούκι) είναι ένα όργανο, αυτό θέλει ένα μπαγλαμά ή μια κιθάρα. Το μπουζούκι. Μόνος, να παίζεις και να τραγουδάς είναι ζόρ’. Αλλά για να το παίξω εγώ έτσι σκέτα, το ’παιζα και παλιά μοναχός μου, δεν είχε τότε κιθάρα και… Αλλά έπρεπε εγώ να ’μουν στα κέφια. Μόνο τότε. Ειδάλλως όχι.
Ο ίδιος έχει παίξει επανειλημμένα μπουζούκι σε συνεργασία με ένα ακόμα μπουζούκι και μία κιθάρα για ακομπανιαμέντο. Στο σχήμα αυτό συνήθως οι ίδιοι ο μουσικοί τραγουδούσαν κιόλας:
Γιατί ήτανε τραγούδια που μπορείς να παίξεις ο ένας πρίμα κι ο άλλος να κάμει σεγκόντο, ε, μερικά είναι σε φάσεις. Εε, είναι, τραγουδούσαμε και οι τρεις… Παίξαμε εδώ τελευταία σε μια ταβέρνα, κάτω στο αυτό, ‘πάτα με να σε πατώ’ ήτανε. Ήμασταν μερακλήδες. Κεφάτοι.
Για ένα διάστημα ο Θρασύβουλος Σπαχής περιόρισε την επαγγελματική μουσική του δραστηριότητα. Όταν ξεκίνησε πάλι να παίζει επαγγελματικά συνεργάστηκε με έναν νεαρό μουσικό από το Πυθαγόρειο που έπαιζε κιθάρα:
Μεγάλωσα με μια αδελφή της μάνας μου. Και τελευταία πια, βέβαια ήμουνα μεγάλος πια, πέθανε η μάνα μου και ήμουνα κοντά της (στη θεία μου). Και από κει όταν πέθανε εκείνη, η θεία μου… ήθελα να το πιάσω και δεν μπόρεγα. Το ’βλεπα αλλά δεν το ’πιανα, να παίξω. Αα, μπα… Περάσανε και 15 χρόνια. Και το ’πιασα τελευταία, ήτανε ένα παιδί, ο Γιάννης. Το οποίο ήθελε να μάθει, να παίζει επαγγελματικά, κι ήμουνα και ’γω χασομέρης τότε, δεν είχα δουλειά πια στο φούρνο, είχα σταματήσει. Από ’δω Πυθαγορίτης είναι. Και παίζει κι ωραία. Κι ήθελε να μάθει. Και τόνε πήρα, πήγαμε στους «Μυτιληνιούς», σ’ ένα φίλο μου, παίζει κιθάρα ’κείνος, έχουμε παίξει μαζί πολλές φορές με ’κείνον. Του λέω άμα βρούμε μια κιθάρα, ’ντάξει. Οι δυο μας δυο μπουζούκια πρίμα τι να… Και ήτανε δηλαδή τα πρώτα του χέρια που πήγε να ξεκινήσει. Και τον πήρα, πήγαμε στους «Μυτιληνιούς», βρήκαμε τον άλλον, του λέω αυτό κι αυτό. Λέει ναι. Να γίνουμε παρέα. Έπαιζε κιθάρα αυτός, τραγούδαγε. Πιάσαμε λοιπόν εκεί, παίζαμε κάθε απόγευμα, τέσσερις πέντε ώρες, στο σπίτι τ’, σιγά σιγά, σιγά σιγά, αναδείχτηκε… Παίξαμε στους «Μυτιληνιούς» πολύ αυτό, σε πανηγύρια παέναμε μαζί όσο να, αυτό. Πήραμε αρκετά λεφτά τότε. Αλλά εγώ, ήτανε τότες, δίνανε να πούμε λεφτά, και μπορεί να σι βρίσνε (να σε βρίζανε), μπορεί να σε… Και ’γω αυτά τα πράγματα δεν τα ’θελα.
Τα τελευταία χρόνια παίζει και πάλι μπουζούκι περισσότερο για το κέφι του παρά για βιοπορισμό:
Εντέλει που λες, αιτία ήταν αυτός που το ξανάπιασα. Ε, τώρα προ… δυο χρόνια. Το ’χα εγκαταλείψει, δεν το ’πιανα καθόλου. Αλλά από τότε, κάθε μέρα τώρα εδώ παίζω. Κι άμα τόνε δω του λέω, εσύ ήσουνα η αιτία, του λέω. Αλλά είναι καλό ανθρωπάκι όμως. Έρχεται δω, πίνουμε κρασάκια. Με παίρνει στο σπίτι του. Εε, καμιά φορά, έρχονται κάτι παιδιά εδώ, κάτι φανταράκια είναι, μια παρέα. […] Και άμα με δει, έλα Θράσο να παίξουμε κάτι ξέρω ’γω, και πάω με τα παιδιά. Παίζουμε τρία μπουζούκια, δυο, ένας τζουράς, ένας μπαγλαμάς. Τρία μπουζούκια είν’; Τρία, τέσσερα. Γίνεται εδώ χαμός, είναι ωραία.
Για τα μουσικά συγκροτήματα που υπήρχαν στη Σάμο τη δεκαετία του 1940-1950 ο Θρασύβουλος Σπαχής αναφέρει:
Και δεν είχε τότε… μπουζούκια έτσι η Σάμο δεν είχε. Είχε μονάχα μια ορχήστρα Πυθαγορήτες (από τον οικισμό Πυθαγόρειο) μαζί με Βαθυότες (από τον οικισμό Βαθύ), και λέγονταν «Καλτάκηδες». Αυτοί ήτανε, σου παίρνανε τ’ αυτιά. Αλλά παίζανε όλο ρεμπέτικα μικρασιάτκα. Τα ρεμπέτικα ήρθαν απ’ την Μικρά Ασία. Τα λαϊκά ήρθανε μετά. Μετά εξελίχτηκε το μπουζούκ’, το μπουζούκι από ’κει το φέρανε. Και μετά απ’ την απελευθέρωση, το 1945 τέλειωσε ο πόλεμος. Αρχάς ’45, τέτοια εποχή πρέπει, ήρθαμε τότε, κάτσαμε γύρω στα τρία χρόνια εδώ… Οι καλύτεροι οι οποίοι παίζαν τότες, επαγγελματικά ήταν αυτοί π’ σου λέω, αυτοί οι «Καλτάκηδες». Δεν είχανε μπουζούκ’. Είχανε κιθάρα, βιολιά, εε κάτι, πως τις λέγανε, κάτι όργανα – τρομπέτες! Ήτανε πολύ καλό συγκρότημα, το καλύτερο που είχε. […] Απ’ το Πυθαγόρειο ήτανε όλοι αυτοί, οι πιο πολλοί. Ήταν ένας, τον μπαμπά τ’ δεν θυμάμαι, τον γιο του θυμάμαι, Του Κώστα του Βαρμακσήζ που έπαιζε το, του Κώστα του Μπαρμακσήζ τον μπαμπά που έπαιζε το βιολί, πως τον λέγανε; Αναστάση Βαρμαξίζης. Ωραίος! Βιολί. Και ο γιος του ο Κώστας έπαιξε. Κι ο Κώστας ο γιος του έπαιζε κιθάρα, έπαιξε ακορντεόν, κι έπαιξε και σαντούρ’ ωραίο. Όλοι αυτοί που λέμε, είναι όλοι πεθαμένοι. Καλτάκηδες. Δεν ζει κανένας. Απ’ το συγκρότημα των Καλτάκηδων. Αμ, εγώ ήμουνα, σου μιλάω τώρα για μια ηλικία… Και ήτανε και πρώτος στο βιολί αυτός! Ε, είχανε, είχανε σαν όργανα. Υπήρχανε. Υπήρχανε αλλά δεν ήταν τόσο… Είχε κι οι «Μυτιληνιοί» ωραίοι! Εδώ παραπάνω από μας. Αλλά σαν κι αυτουνούς όχι. Ήτανε φοβεροί αυτοί. Δεν τους πρόλαβα. Που να τους προλάβω…
Για τον ρόλο των μικροφωνικών εγκαταστάσεων που εισήχθησαν στη Σάμο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, καθώς και τη συνεργασία των μουσικών με ντόπιες ή ξένες τραγουδίστριες την ίδια περίοδο, ο ίδιος αφηγείται:
Ντραμς είχανε. […] Μια κομπανία μπορεί και να μην είχε ντραμς και να ’χε ένα ακορντεόν. Ναι όξω! Αλλά δεν είχανε μικροφωνική. Κι όταν παίζεις δίχως μικροφωνική τί ένταση έχει, αυτό το όργανο τότε; Κατάλαβες; Η μικροφωνική όμως μπορεί να παίζει το όργανο εδώ και ν’ ακούς… στο «Ηραίον». Τα όργανα σκέτα τι θα…; Δεν έχουν απόδοση. Μόνο άμα έχουνε πάνω μικροφωνική, βάζεις στο μπουζούκι ένα μαγνήτη που λένε κάτω και πας και τρίζουν τα τζάμια. Ναι, δεν είχανε τότε. Εε, ο ηλεκτρισμός ήρθε, ο ηλεκτρισμός ήταν και δω, τα αυτά δεν ήταν. Μετά τον πόλεμο. Ε βέβαια! Όλες οι ηχογραφήσεις τότε εδώ βγήκαν αν είχαν, οι παλιοί, αν είχαν αυτά τα πράγματα γιατί διαμορφώνει τον ήχο, και διαμορφώνει και τη φωνή σου (εννοεί τα «Equalizer»). Ενώ τότε δεν είχανε τέτοια πράγματα. Και τα περισσότερα τραγούδια όλα τα γράφανε στην Αμερική. Δεν είχε ηχογράφηση η Ελλάδα. Μετά τον πόλεμο φέραν. Δεν είχε τραγουδιστάδες κανένα συγκρότημα. Μια γυναίκα είχαν απάνω μονάχα. Αμέ! Μια γυναίκα και τραγουδούσε, ή ο μπαγλαματζής, γιατί τη γυναίκα κάνα σεκόντο να της κάνει, κάνα πρίμο να κάνει η γυναίκα, ένας μπουζουκτζής. Και ένας κιθαρίστας. Είναι απ’ το, απ’ την απελευθέρωση μέχρι το ’55. Η γυναίκα ήταν απαραίτητη. Η κοπέλα ήτανε εκεί… Δεν είχανε αγόρια, τραγουδιστάδες τα συγκροτήματα. Οι τραγουδίστριες ήταν απ’ τα αυτά, τα ρεμπέτικα. Και μετά τις πήρανε και… Δίχως τραγουδίστρια δεν είχε συγκρότημα. Τραγουδίστρια είχε, τραγουδιστές δεν είχε. Έχουν και δω, από ντόπιες έχουν…
Ο Θρασύβουλος Σπαχής αναφέρει επίσης τραγουδιστές και τραγουδίστριες που κατάγονταν από τη Σάμο και απέκτησαν πανελλήνια φήμη και αναγνώριση:
Τραγουδίστριες έχουν και δω, από ντόπιες έχουν. Η Καίτη Γκραίη! Ήτανε από δω απ’ τις «Μυτιληνιοί». Εε, κάποια Γεράνη. Γεράνη. Είναι Πυθαγορίτισσα. Ο Οδυσσέας ο Μοσχονάς. Ήτανε φίρμα κι αυτός στο τραγούδι. Είναι απ’ τ’ «Μυτιληνιοί». Ο Ρούκουνας. Είναι απ’ το Καρλόβασι. Και συνεργάστηκε μαζί με τους Μικρασιάτες ο Ρούκουνας. Ήταν μικρός τότε. Εκεί έγινε τραγουδιστής, μαζί μ’ αυτούς. Κι ο Μοσχονάς πέθανε. Ήτανε, παρόλο που δεν είχανε μικροφωνική, αλλά ήταν ωραίοι. Γιατί είχανε φωνή κατάλληλη, ήτανε, τραγουδούσαν ωραία… Με δίχως, με δίχως μικρόφωνο. Με το μικρόφωνο μετά που βγήκε, αρχίσαν λοιπόν… Τον τραγουδιστή που παίζαμε με τον Γιάννη εκεί, που ’ρχόνταν καμιά φορά κάτω εδώ, θα τραγουδήσεις; Τραγούδα. Βάνε μου πρίμο λέει, βάνε μου σιγόντο, βάλε μπάσο! Και του ’λεγα εγώ αυτουνού, τι είναι βρε αυτό;
Ο Θρασύβουλος Σπαχής όταν ήταν στη Μακεδονία, τη δεκαετία του 1950, δίδαξε μπουζούκι σε ένα νεαρό, τον Κυριάκο, στον οποίο έδειξε και την τέχνη του αρτοποιού:
Και ένα παιδάκι κάποτε που παίζαμε, από ’κει απ’ τον «Αϊ Θανάση» ήτανε αυτό, ήρθε λοιπόν και κάτσ’με απέναντι σ’ ένα δέντρο, ήτανε την άλλη μέρα του Πάσχα. Σε μια πανήγυρη είχα πάει. Ήρθανε και με παρακαλέσανε να πάω. Ναι. Της Παναγίας είναι; Κάτι τέτοιο. Κάποια Παναγία είχαν. Είδα λοιπόν ένα πιτσιρικά εκεί, στεκόταν ώρες. Και κοίταζε. Και είναι απ’ το ίδιο χωριό το δικό τ’ που δούλευα εγώ, αυτός, εγώ δούλευα φούρνο αλλά, δεν μ’ είχε δει να, δεν ήξερε, δεν είχε κανέναν εκεί να παίζει μπουζούκ’. Τον είδα εγώ λοιπόν, αυτός να κοιτάζ’ και να στέκεται ώρες, και λέω, κάτι, κάτι όργανο παίζει. Κι αφού λοιπόν σταματήσαμε μια ώρα τόνε φώναξα. ‘Έλα εδώ του λέω ρε – αλλά ήτανε μικρός, 18, 17 – του λέω πρέπει να παίζεις όργανο ’συ. Λέει ναι. Τι όργανο παίζεις; Μπουζούκι. Μπουζούκι! Λέω παίζεις πολύ καιρό; Όχι μου λέει πάω στην Καβάλα, σε δάσκαλο. Σε ποιόνε πας; Σε κάποιον Αρτίνη. Αρμένης. Αρτίνης. Εγώ δεν πήγα σ’ αυτόν. Πήγα σ’ άλλονε. Του λέω ’γω, εμένα δεν με ξέρεις; Μου λέει όχι. Αφού είσαι απ’ τον «Αϊ Θανάση», εκεί είμαι εγώ λέω, και δουλεύω φούρνο τώρα 3 χρόνια, 4. Μου λέει δεν σ’ έχω δει. Και τότε λοιπόν μου λέει, το παιδάκι αυτό, λέει Θράσο, να ’ρχομαι να μου δείχνεις μπουζούκ’ γιατί τα λεφτά να πάει και να ’ρθει, τα εισιτήρια, και να πληρώσουμε και το δάσκαλο, δεν μ’ αρκούνε. Του λέω, κοίτα γιε μου, να σ’ δείξω. Πάρε το μπουζούκι κι έλα στο αυτό. Ήρθε λοιπόν, μέχρι που ’φκα (’φυγα), το μπουζούκι το ’χε πάνω απ’ τον φούρνο. Αλλά ήταν λιγάκι, δεν τα ’παιρνε απάνω τ’. Κι είχε κι ο μπαμπάς τ’ καφενείο παλιό και είχε το γραμμόφωνο με τσις δίσκοι και όλοι… Λέει, έχει λέει το γραμμόφωνο του μπαμπά μου, που ’χαμε το καφενείο. Να το φέρω ’δω; Να φέρω και τσις δίσκοι; Φέρ’ τις. Το βάναμε απάνω απ’ το ζυμωτήριο, και εκεί στο ζυμωτήριο ένα ακορντεόν, μια κιθάρα, δυο μπουζούκια. Κι εκεί κάτσαμε λοιπόν κι όλη την ημέρα είχε τόσο υπομονή που έρχοντ’ν το πρωί και καθότανε ώρες απάνω. Κι έβαζε το δίσκο. Κι έπιανε το μπουζούκ’ φώναζα από κάτω, δεν είναι εντάξει. Ήθελε να μάθει εισαγωγή και δεν μπόραγε. Άσ’ τηνε, του λέγω, μην παίζεις, μου ’σπασες τα νεύρα. Θα ανέβω και ’γω λέγω να την βγάνουμε. Ε κατέβαινε κάτω, κάθ’τανε λιγάκι, πάλι πάνω, αυτήν την δουλειά έκανε. Εντέλει σιγά – σιγά έμαθε. Τόνε ξεκίνησα, έμαθε και τον έπαιρνα ύστερα και μαζί μου. Για να, να μπορεί να ξεφύγει τα εμπόδια που ’χει. Ε, έτυχα να φύκω εγώ τότε κι έφυγα γιατί κάτι μεσολάβησε στην υγεία μου. Φοβήθηκα. Και λέω δεν πας να πεθάνεις στη Σάμο; Γιατί να πεθάνεις λέω, ακόμα περπάταγα, δεν είχα πρόβλημα. Αισθανόμουνα σα και τώρα, αλλά με φόβισε ο γιατρός. Κατεβαίνω στην Αθήνα… […] Πριν φύγω από ’κει με τον μικρόνανε, αυτόνανε, του λέω έλα δω Κυριάκο. Τον φούρνο θα τόνε βλέπεις εσύ τώρα που θα φύγω. Θα σ’κώνεσαι κάθε πρωί και το βράδ’ να βλέπεις τι κάνω, ο φούρνος είναι εύκολος. Ήτανε φούρνος σαν το ξύλινο αλλά έκαιε πετρέλαιο από το πάνω μέρος. Αλλά έκανε καλό ψωμί. Και θα μάθ’ς την δουλειά λέω, και θα παίζεις και το μπουζούκι…
Στη Σάμο δίδαξε μπουζούκι σε κάποιους νέους, μεταξύ των οποίων και σε ένα γιατρό που εργάζεται στο Νοσοκομείο στο Βαθύ:
Ε, ήμουνα, απολυόμουνα, φαντάρος πια. Ήμουνα, θα ’μουνα γύρω στα 30. Και ξαφνικά, έχει ένα γιατρό Ιταλό, είναι στην εντατική μέσα, στο Βαθύ. Καλός στα ελληνικά, άπταιστος. Είχε αρρωστήσει τελευταία ο αδελφός μου ο μεγάλος, και κάθε μέρα πάενα στο νοσοκομείο μέσα, τον έβλεπα, και δεν ξέρω πως έμαθε αυτός ότι εγώ παίζω μπουζούκι. Μια μέρα λοιπόν που έφευγα απ’ το νοσοκομείο για να ’ρθω εδώ, τακ, με σταματάει. Μου λέει εσύ δεν είσαι ο Θράσος; Του λέω ναι. Μου λέει είμαι εγώ ο γιατρός στην εντατική. Και τι θέλεις από μένα; Λέει άμα μπορείς να… Έχεις καιρό, μου λέει, να μου δείξ’ς μπουζούκι; Λέω τον καιρό τον έχω, εσύ λέω έχεις καιρό που είσαι γιατρός; Λέει, έχω και ’γω καιρό, αλλά, εσύ μπορείς; Μπορώ! Λέω μέσο δεν έχω. Λέει θα ’ρχομαι να σε παίρνω εγώ απ’ το Πυθαγόρειο. Ε, πότε θέλεις να ’ρθεις; Κάθε Πέμπτη. Απόγεμα τέσσερις η ώρα, να ’δω στον σταθμό, στο καφενεδάκι τόνε περίμενα. Έρχονταν αυτός με το τζιπ, και παέναμε στο Βαθύ. Πιάσαμε λοιπόν… Είχε έναν άλλον εκεί τότε, έφυγ’ ο μικρός, πήγε στην Αθήνα, και μετά έπιασε εμένα. Ε, πιαστήκαμε εκεί, λέω για παίξε να σε δω. Λέω αυτά που παίζεις τι είναι; Έπαιζε λιγάκι κιθάρα όμως. Κιθάρα παίζει καλή. Έρχεται και δω, έχουμε κάνει γλέντια εδώ. Τον λένε Μπάμπιλο. Τ’ όνομά του Μπάμπιλος, Ιταλός ήτανε. Αλλά δούλευε στην εντατική. Και του λέω «απ’ αρχή, απ’ την αρχή!». Ε του ’δειξα ασκήσεις, απ’ το μπουζούκι. Κι αυτά τόνα βοηθήσανε πολύ. Εμένα μου λέει ο άλλος δεν μου τα ’δειξε αυτά. Λέω δεν ξέρω τι έκανε ο άλλος! Εγώ έτσι ξεκίνησα. Τις ασκήσεις αυτές τις έκανα κάθε μέρα επί δυο τρία χρόνια δίχως να παίζω όργανο. Άμα θέλεις να μάθεις, μόνο έτσι θα μάθεις. Αλλιώς δεν μαθαίνεις. Πράματι λοιπόν. Τώρα παίζουμε και μαζί καμιά φορά. Ενθουσιάστηκε βέβαια. Λέει, ακούω πολλά μπουζούκια, μ’ λέει έχω δει αλλά το δικό σ’ μου λέει είναι πολύ διαφορετικό! Ε μετά τον απαράτησα, όχι τον απαράτησα, εκείνος μ’ απαράτησε. Ήτανε δύο λέει, ήτανε δυο παιδιά στην εντατική, κι ο ένας πήγε για μετά… εκπαίδευση. Τώρα ένας χρόνος ακόμα είναι στην Αθήνα, δεν γύρισε. Και δεν έχει καιρό. Εδώ τον χειμώνα είχαμε κάνει πολλά… Και κάθε Πάσχα κάνει το τραπέζι όξω στην αυλή του. Α, είναι ωραίος ο τόπος που μένει, εξοχή, κάθε Πάσχα έρχεται να με πάρει να με πάει εκεί, να τους παίξω μπουζούκι.
Δίδαξε επίσης μπουζούκι σε δυο γιους του ανιψιού του, καθώς και σε ένα εγγονάκι του:
Ε, κοίτα… είναι ιστορίες μεγάλες! Ναι έχω μάθει, είχα μάθει τότε τ’ ανιψιό μου το γιο, ο οποίος έπαιξε επαγγελματικά, τα παράτησε, είχα ένα άλλο αγγονάκι τ’ ανιψιού μου, ένα Δημητράκη, και ’δω παίζαμε, εδώ να, εκεί στη γωνία. Τόσο δα ήτανε. Να το ’βλεπες κείνο, αυτό ήτανε ευφυΐα. Λέω πάνω στη δουλειά έπεσες και ξέρεις. Πως στο διάολο έτσι δα; Τόσο μυστήριο. Κι αυτός τα παράτησε. Τώρα έχει ένα, ο ανιψιός μου, τ’ ανιψιού μου ο γιος, έχει κάνει ένα αγοράκι και σώνει και καλά να τόνε μάθω. Βρε να σε μάθω εγώ, εγώ δε λέω να το παίξει επαγγελματικά. Αλλά τουλάχιστον για το κέφι, για κάνα φίλο του, κι άμα λάχει, κι είσαι στο χορό, γιατί όχι; Πάνε, εδώ παίζουνε 3 ώρες τη βραδιά και παίρνουνε από 50 ευρώ, 100. Ενώ τότε που το ’παιζα εγώ δεν είχε τέτοια πράγματα. Αλλά είχαμε πάρει και πάρα πολλά λεφτά. Πήραμε.
Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής αναφέρει ότι συμμετείχε σε μία ερασιτεχνική ηχογράφηση που αποδείχτηκε εξαιρετικά επιτυχημένη:
Εε, γράψαν μια φορά, ήρθε ένας φίλος μ’ αυτό το παιδί τον Γιάννη. Έχει κάτι μαγαζιά εδώ κάτ’, Πυθαγορίτης. Έφυγε από ‘δω, πήγε στην Αθήνα, γύρισε απ’ την Αθήνα, παλικάρι τώρα μεγάλο (ο Μανόλης), κι έχει τώρα ψησταριά. Πάενα εγώ με τον Γιάννη, τρώγαμε εκεί, πίναμε κρασί, και καμιά φορά μου λέει, πάρτε βρε και το μπουζούκια, να παίξομε. Και δεν το παίρνω; Πάενα εγώ στο φούρνο, μες στο φούρνο το ’χα, το ’φερα εγώ το μπουζούκι το δικ’ μου, πάενε από κάτω έφερνε και κείνο το δικ’ τ, και γινόταν εκεί..! Λοιπόν μια μέρα, αυτός ήθελε να μας γράψ’ σε κασέτα, ο Μανόλης. Μια δόση του κόστισε λοιπόν, μας γύρευε. Ήταν ένα κρύο, πρέπει να ’τανε Γενάρης, Φλεβάρης. Και μου λέει αυτό το παιδί ο Γιάννης, ρε συ Θράσο, δεν πάμε λέει στο σπίτι. Ε, πάμε. Τι να κάνουμε ’κει; Κρύο. Λέει έχω ένα μπουκάλι κονιάκ. Ε τι, κονιάκ θα πιούμε; Τι διάολο; Να πάρουμε κρασί, να πάρουμε και μεζέ από δω.. Πήραμε κρασιά λοιπόν και μεζέδες… Πάμε στο σπίτι, ανάβουμε το τζάκι, είχαμε πάρει και ψάρια απ’ το ψαροπωλείο, καθίσαμε εκεί αγάντα, ποτήρια, αγάντα και με τα μπουζούκια, παίξιμο. Ε, μας ζήταγε λοιπόν ο ταβερνιάρης. Βρε που είναι, αφού λέει σε κάνα μαγαζί, πάει σε ένα άλλο μαγαζί, πάει σ’ ένα άλλο, πάει πάνω δεν μας βρίσκει. Βρε φανήκαν; Τίποτα. Ε που θα ’ναι λέει ξέρω ’γω, σπίτι θα ’ναι. Και μια φορά ήρθε λοιπόν, χτυπάει την πόρτα. […] Ήταν ο Μανόλης, ο Μανόλης ο Τζερέτας. Άνοιξέ του. Κι έφερε ένα ραδιάκι τόσο δα. Το βάσταγε λοιπόν, μπήκε μέσα, βρε έφαγα το χωριό να σας γυρεύω! Ε τι θέλεις βρε παιδί; Εδώ ήμασταν, που να πάμε; Έλα θα πιεις του λέμε καμιά ρετσίνα; Λέει θα πιω. Φέρε ένα ποτήρι. Του βάζουμε λοιπόν κι αυτουνού ρετσίνα, πίνει την πρώτη, πίνει την δεύτερη. Λέω ’γω αυτό ρε τι το ’φερες, τι ’ναι αυτό ρε; Με μουσική, το κράταγες κι ερχόσουν; Αλλά εμείς ήμασταν… «γινομένοι» (μεθυσμένοι) καλά. Το ’φερα να μου γράψετε μια κασέτα. Βρε λολάθκες τώρα, μεθυσμένα πράγματα τώρα… Τώρα λέει θα το γράψτε. Τώρα όπως είστε. Μας έβλεπε που τραγουδούσαμε εκεί, τώρα μερακλωμένοι και οι δυο. Ρε Μανόλη, άσ’ το ρε. Όχι απόψε! Κολλάει λοιπόν, είχε βάλει την κασέτα, μας γράφει στην κασέτα. Ε, λέω ρε βάλ’ τη να την ακούσουμε. Ωραιότατη. Τι διάολο; Πως βγήκε η κασέτα έτσι δεν μπορώ να καταλάβω. Εδώ δεν βλέπαμ’ την τύφλα μ’ς. Τέλος πάντων, την πήρε και την είχε στο καφενείο κάτω. Στο καφενείο, μέσα στην ψησταριά, το μαγαζί. Το ’χει ακόμα… Του την κλέψανε. Δεν την έδινε σε κανέναν να την γράψει. Την πήρανε ύστερα από κάνα ενάμιση χρόνο, δυο. Δυο μπουζούκια. Άμα τ’ άκουγες θα ’λεγες τι ωραία τραγούδια.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής απέκτησε το πρώτο του μπουζούκι το 1947 αλλά δεν ξεκίνησε αμέσως να μαθαίνει, επειδή έπαιζε ήδη φυσαρμόνικα, αλλά κυρίως επειδή το μπουζούκι την εποχή εκείνη ήταν αρνητικά σημασιοδοτημένο:
Το όργανο το ’χα απ’ το 1947. Μου το ’χε δωρίσει κάποιος, πρώτος μου αξάδελφος. Ήταν ένας μαραγκός εδώ στους «Μυτιληνιούς», ο πρώτος μου αξάδελφος ήταν και κείνος, μάθαινε σ’ αυτόν. Εγώ τότε έπαιζα φυσαρμόνικα, πιτσιρίκι. Κι είχε κάνει τρία μπουζούκια αυτός. Μαραγκός βέβαια, αλλά έκανε ωραία… Κι άμα μ’ είδενε ο ξάδελφός μου που έπαιζα έτσι την φυσαρμόνικα μου λέει, ξαδελφάκ’, αα, να φτιάξουμε ένα μπουζούκι να στο δωρίσω. Ε, του λέω, μακάρι και δε μου κάνεις. Και μου ’κανε ένα, το οποίο μου το χάρισε το ’47. Στους «Μυτιληνιούς». Σπαχή Γρηγόρ. Πρώτος αξάδελφος. Κι από τότε… Δεν το, δεν το ’παιξα. Γιατί… Το ’παιζα, μόνος μου δίχως, αφού έπαιζα με την φυσαρμόνικα τραγούδια, ήτανε πολύ εύκολο να βρω και τα πατήματα.σ’ ένα τραγούδι. Και σιγά σιγά… Αλλά ήταν εποχή η οποία άμα κράταες αυτό το μπουζούκι ήσουνα κακό παιδί…
Ο Θρασύβουλος Σπαχής αναφέρεται στις πρώτες εμφανίσεις του μπουζουκιού στα μουσικά σχήματα:
Εγώ τουλάχιστον τα θυμάμαι το, μετά τον πόλεμο, το χίλια – ενιακόσιααα σαράντα – πέντε κι ύστερα. Το μπουζούκ απ’ πριν το 1945 και τα ρεμπέτικα είχανε μπουζούκι. Αυτά ήρθανε απ’ την Σμύρνη. Όλα. Αλλά τελειοποιήθηκε εδώ. Αυτό το, ήτανε λίγο πιο, πιο αυγοειδές… Τζουράδις! Το μόνο που βγάνανε εδώ ήταν ο μπαγλαμάς. Όταν… απαγορεύτηκε κι αυτός. Όταν απαγορέψανε τα μπουζούκια να παίζουν. Επί Μεταξά. Ο μπαγλαμάς ήταν πιο μικρό (όργανο) και το φοράγανε. Ήτανε πιο μικρό και δεν αφήνανε να παίξουν, το ’βαζε στο σακάκι μέσα. Πάενε σ’ ένα μαγαζί, έβλεπε τέσσερι – πέντε, δέκα ανθρώποι παρέα, καθότανε κι εκείνοι κι έπαιζε κάνα τραγουδάκι να δώκουνε κάνα, να βγάνει μεροκάματο, να πάρει τα τσιγάρα του, να πάρει … […] Ο Μεταξάς ήτανε τότε. Το χίλια εννιακόσια σαράντααα, χίλια εννιακόσια σαράντα που κηρύχτηκε ο πόλεμος, ήταν στα πράγματα αυτός επάνω. Αλλά τ’ απαγόρεψε (το μπουζούκι)… Όχι ότι τ’ απαγόρεψε. Σου ’λεγε να μην παίζουνε τραγούδια τα οποία… Ξέρω ’γω. Τα θεωρούσαν απ’ την κυβέρνηση. Ξέρω ’γω τι ’ταν! Γι’ αυτό για να βγάν’ς ένα τραγούδι έπρεπε να το παίρναν να το διαβάσ’ν, και σου ’λεε αυτό θα το γράψεις και τ’ άλλο δεν θα το γράψεις. Τώρα μην κοιτάζ’ς εντάξει. Τώρα μιλάμε, λέμε, συζητάμε…
Για τη διάδοση του μπουζουκιού και του ρεπερτορίου των ρεμπέτικων που προήλθαν από τη Μικρά Ασία, ο Θρασύβουλος Σπαχής αφηγείται:
Τα ρεμπέτικα ήρθαν απ’ την Μικρά Ασία. Τα λαϊκά ήρθανε μετά. Μετά εξελίχτηκε το μπουζούκ’, το μπουζούκι από ’κει το φέρανε. Και τα μπουζούκια ε βέβαια εξελιχθήκαν. Κι απ’ την απελευθέρωση κι ύστερα αναδειχτήκανε τα μπουζούκια. Και τότε ήτανε λίγα. Ήταν ο γέρο Μπαμπακάρης (Βαμβακάρης)… Αυτός ήταν, αν δεν κάνω λάθος, ήταν ο πρώτος μπουζουξής και συνεργάστηκε μ’ αυτουνούς τους Μικρασιάτες εκεί που ήρθαν από δω. Με τα όργανα τα δικά τους. Και πήγε και κόλλησε κοντά κι αυτός και αναδείχτηκε από… Εδώ που έφταξε. Γιατί όλοι αυτοί που βλέπεις κι ακούς ήταν όλοι αυτοδίδακτοι, δεν ήξερε κανένας, το πεντάγραμμο δεν το γνώριζε. Απλώς… Οι άλλοι μαστόροι, αυτοί οι Μικρασιάτες στο όργανο, έμαθε πολλά και διάφορα πράγματα (για) το όργανο κι από κει εξελιχθήκανε. Ο ένας μετά το μετάδωσε του αλλονός και, κι από κει βγήκε το μπουζούκι το καλό. Απ’ αυτουνούς αιτία. Δεν είχε τότε μπουζούκι.
Οι «δρόμοι» που παίζουν στο μπουζούκι προέρχονται επίσης από τη Μικρά Ασία:
Τους δρόμους που λέμε, Μικρασιάτες τον φέρανε. Ουσάκ, κάνα χιτζάζ, έχουνε πολλά. Τζιζασκάρ. Ε, κάτι τέτοια είναι. Έχει πολλοί δρομ’ αλλά δεν χρησιμοποιούνται ούλ’. Κι οι Μικρασιάτες απάνω που (;) εκεί πάνω πάλι δεν έχει μπουζούκι. Όταν πή(γ)α εγώ. Εγώ ήμουνα. Αλλά έχει κανονάκ’, σαντούρ’, βιολιά, ούτια, αυτά που παίζανε οι Μικρασιάτες. […] Είχα εγώ φίλο τέτοιο απάνω. Απ’ την Μακεδονία. Μακεδόνας. Ναι. Και τον έβαζα και μου ‘κανε ταξίμια πάνω απ’ το κανονάκι. Ή ένα φίλο που ’χα καλόνε, που ’παιζε ούτι ωραιότατο! Εγώ μπουζούκι, αυτός ούτι. Και άμα μερακλονόμ’ν εγώ, έπαιρνα το μπουζούκι και του ‘λεγα του Τάσου, παίξε μου βρε ένα ταξίμι Τάσο. Άντε τώρα από ‘κει. Εκείνος ύστερα έβαζε εμένα! Κάνε μου βρε ένα ταξίμι. Αλλαξά θα κάμω;
Ο ίδιος εξηγεί γιατί προτιμούσε το τρίχορδο από το τετράχορδο μπουζούκι:
Τρίχορδο παίζω. Δεν μ’ άρεσε το τετράχορδο. Γιατί δεν έχει καμιά σχέση, αυτό είναι το μπουζούκι. Κιθαρομπούζουκο. Είναι τα πατήματα τα ’χει κοντά του μέσα το «πιάτο». Εδώ αυτό. Άκου, αυτό έχει «ρε», «λα», «ρε». Το οχτάχορδο έχει «ρε», «λα», «φα» και «ντο». Λοιπόν έχουμε και ’μεις ανοιχτά «ρε», έχουμε πατητά τη «ρε». Πατητά, να βγάνουμε τη «ρε». Να βγάνουμε μια νότα. Ό,τι νότα είναι. Πρέπει να την πατήσουμε. Αυτό τις έχει και ανοιχτές. Δίχως να πατήσεις και πάλι «ντο» βγαίνει, και πάλι «φα» βγαίνει, «φα». Ενώ στο τρίχορδο έπρεπε να τις πατήσω εγώ. Τσις έχει απάνω (τις νότες), αλλά δεν τσις έχει κοντά. Θα ’χεις πιο μεγάλα διαστήματα. Κι αυτό, το οχτάχορδο τις έχει, η μια είναι κοντά στην άλλη. Δηλαδή μπορεί μέσα σε… να μην κουνηθείς και να παίξεις ένα τραγούδι, να παίξεις μια εισαγωγή. […] Βέβαια! Το τρίχορδο. Αυτό είναι το πραγματικό. Τ’ άλλα είναι όλα… Είναι το γένος του, αυτό είναι. Η ρίζα του. Κι άμα ξεφύγεις απ’ τις ρίζες από κει κι ύστερα τι περιμένεις να βρεις.
Ο Θρασύβουλος Σπαχής εξηγεί και δείχνει παράλληλα στο μπουζούκι τον τρόπο που παίζει:
Τίποτα δεν είναι… Είναι τρόπος, ατομικός τρόπος είναι. Ε, κοίταξε τώρα. Κοίτα, ο κάθε ένας έχει τον τρόπο του παιξίματος. Δηλαδή και να θέλει να, είναι ο χειρισμός. Είναι τρόπος παιξίματος. Και δεν το ’χουνε όλοι οι μπουζουξήδες αυτό. Ελάχιστοι θα βρεις. Κι αν παίζουνε έτσι γρήγορα και γλυκά είναι γιατί τι, τα δάχτυλα δεν είναι, δεν είναι ν’ εξέχουν ίσα πάνω και να πατάς. Είναι κολλημένα πάνω απ’ τη ταστιέρα. Και το μπουζούκι δεν θέλει να το…, όταν το παίζεις, να φοβάσαι μην στο πάρει κανένας. Αυτό είναι ίσα-ίσα που θα το πιάσεις και παίζεις, το δάχτυλο και παίζ’ς.
Τοπικές δράσεις:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής έπαιζε μπουζούκι σε γλέντια σε καφενεία καθώς και σε πανηγύρια κυρίως στη Νότια Σάμο, στο Πυθαγόρειο όπου κατοικεί, αλλά και στο Βαθύ, στο χωριό Μυτιληνιοί και αλλού.
Εε, στην νότια πλευρά πάενα. […] Παίζαμε στο Βαθύ. Αλλά όχι κάθε βράδυ.
Από τα πανηγύρια της Σάμου διακρίνει το πανηγύρι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος που εορτάζεται στις 6 Αυγούστου στο Πυθαγόρειο και φαίνεται ότι συγκεντρώνει πανηγυριστές από όλο το νησί:
Κοίτα, η Σάμο είχε ένα σωρό πανηγύρια, παίξαμε και ’μεις, πήραμε και πολλά λεφτά μαζεμένα. […] Όλα τα, εδώ όλα τα πανηγύρια τα γλεντούσε ο κόσμος. Δηλαδή γινόταν μια πανήγυρη στι «Μυτιληνιοί», είχανε, ξέρω γω, ένα Άγιο, όπου ο οποίος γιόρταζε. Εκεί γινότανε και το… Όπως της Αγιάς Τριάδας, όπως του Αγίου Δημητρίου, τ’ Αγίου Κωνσταντίνου, εε, Απόκριες, εε, Πασχαλιές μέρες, μέσα στο χειμώνα που μπαίνουνε οι γιορτές, Αϊ Βασίληδες… Παίζαμε στο Βαθύ. Αλλά όχι κάθε βράδυ. Εδώ στο Πυθαγόρειο κατ’, εορτάζουνε τσις 6 Αυγούστου. Και η παραλία αυτή 6 Αυγούστου. Είναι της Μεταμορφώσεως. Του Αγίου Σωτήρος. Α, γίνεται η καλύτερη πανήγυρης της Σάμου! Εδώ κάτω είναι η μεγάλη παραλία, ωραία παραλία! Όλη η παραλία παλιά αυτή, ήτανε καφενεία. Και τα καφενεία αυτά το βράδυ το γυρίζανε στο χταπόδ’ και ούζο. Ήτανε εδώ πολλοί, πολλοί οι ουζάδες εδώ. Γυναίκες άνδρες. Ήτανε πολύς κόσμος στο Πυθαγόρειο, ήτανε γύρω στις 3.500 χιλιάδες, και τα μαγαζιά δεν μας χώραγαν κιόλα! Και στις 6 Αυγούστου του Σωτήρος, γίνονταν κολυμβητικοί αγώνες εδώ κάτω, κάθε χρόνο, και είχε και καλοί κολυμβιταί το Πυθαγόρειο. Πάρα πολύ καλοί! Εε, κατεβαίναμε όλα τα συγκροτήματα απ’ τις «Μυτιληνιοί», από «Κοκάρα», απ’ το «Παλιόκαστρο», απ’ το Πυθαγόρειο. Ίσα πέρα, ίσα πέρα, είχε πέντε έξι κομπανίες. Δυο μαγαζιά κοντά-κοντά ναι και παίζανε. Κι αυτό το πανηγύρι βαστούσε από βραδύς, παραμονή το πρωί. Παραμονή το πρωί, παραμονή και συνέχιζε μέχρι την άλλη μέρα. Δεν είχαμε μικροφωνική, δεν είχανε, ούτε τα όργανα είχαν απάνω τίποτα.
Την εποχή που πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη (2007) έπαιζε περιστασιακά στην ταβέρνα που σύχναζε μια παρέα φαντάρων:
Είναι φαντάρ’. Κι ένα παιδί είναι απ’ το Βαθύ. Τρεις είναι απ’ το Βαθύ μέσα…, ο ένας παίζει μπουζούκι απάνω, ο άλλος κρατάει το μπαγλαμά κι εκείνος παίζει λίγο μπουζούκι, κι ο άλλος ο διπλανός του είναι μια παρέα φίλοι, η οποία αυτοί πάνε ασορτί. Δηλαδή άμα έρθουνε εδώ έρχονται όλοι μαζί. Προχτές καθόμουνα σε κείνο το τραπέζι, και να τις κι ήρθαν. Πήραν τα τραπέζια και τα κολλήσανε κοντά μου. Να κάτσουμε λέει μαζί σου; Να κάτσετε, τι να σας πω. Να σας διώξω; Με ξέρουνε καλά τα παιδιά, έχουμε παίξει πολλές φορές. Το χειμώνα πάρα πολλές φορές. Κοίτα, ένα όργανο, αυτό (το μπουζούκι) θέλει ένα μπαγλαμά ή μια κιθάρα. Μόνος, να παίζεις και να τραγουδάς είναι ζόρ’. Αλλά για να το παίξω εγώ έτσι σκέτα, το ’παιζα και παλιά μοναχός μου, δεν είχε τότε κιθάρα. Αλλά έπρεπε εγώ να ’μουν στα κέφια. Μόνο τότε. Ειδάλλως όχι.
Υπερτοπικές δράσεις:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά μπουζούκι όταν έμενε στο χωριό Άγιος Αθανάσιος της Μακεδονίας, τη δεκαετία του 1950:
…Στην Μακεδονία μετά, απάνω έπαιξα σ’ ένα φίλο μου κάμποσα χρόνια και δίχως πληρωμή. Επειδής ήτανε χωριανός μου εδώ, με παρακάλεσε και επήγα εκεί. Κι επήγα στην Καβάλα κι έμαθα και το, τα μυστικά του οργάνου. Σε δάσκαλοι καλοί. Κι έπιασα να παίζω και σε μαγαζιά πλέον. Τα Σαββατοκύριακα. Τα σύγχρονα τραγούδια. Να σου πω. Εγώ κι εδώ που ήρθα (στη Σάμο) απ’ την Μακεδονία τώρα, εδώ, τα τραγούδια που ’παιζα, που παίζαμε στην Μακεδονία εδώ δεν τα ξέρανε. Κι είναι λαϊκά.
Ρεπερτόριο:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής παίζει στο μπουζούκι κυρίως ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά:
Ε έπαιζα και ρεμπέτικα, αλλά προπάντων τα λαϊκά. Τότε, όταν βγήκαν μετά τα λαϊκά παίζανε και τα ρεμπέτ’κα αλλά τα λαϊκά τα τραβούσανε πιο πολύ, ο κόσμος. Γιατί κι αυτοί πεθάνανε. Δείξανε σε κάτι αυτά. Δεν περνούσε το ρεμπέτικο, μετά τον πόλεμο. Μέχρι τον πόλεμο παίζανε… όλα τα τραγούδια εδώ παίζανε ρεμπέτικα, δεν είχε λαϊκά. Ήταν πια η εποχή του Χιώτη που είχε αλλάξει εκεί το, το ύφος. […] Ε, ο Χιώτης μετά. Εκείνοι που βγάνανε τραγούδια ύστερα λαϊκά ήτανε ο γερο Μπαμπακάρης, ο πρώτος που, και αυτός είπε ρεμπέτ’κα, γιατί… Και μετά βγήκαν άλλοι, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννης, που δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Κι εξελίχθη το μπουζούκι μετά τον πόλεμο.
Α, είχα, θυμάμαι, στα juke box, όταν άκ’γα ένα τραγούδι που μ’ άρεσε, διάλεγα κι έπαιρνα, όχι όλα. Όσα έχει μέσα. Έριχνα το φράγκο. Λαϊκά. Όλοι τοις μπουζουξήδες. Μ’ άρεσε αυτό το τραγούδι; Το δικό σ’; Ήμουνα υποχρεωμένος να το μάθω. Άκουγα του Τσιτσάνη ένα τραγούδι; Ήθελα να το μάθω. Του Παπαϊωάννη; Ήθελα να το μάθω. Του Μπαμπακάρ; Ήθελα να το μάθω. Κι είχα κάνει λοιπόν μια στίβα απ’ όλοι τις. Είχα πολλά. Είχα ένα βιβλίο, ένα τετράδιο μάλλον, τα οποία τα ’χα γραμμένα όλα. Όλα!
Τη δεκαετία του 1950 που κατοικούσε στο χωριό Άγιος Αθανάσιος της Μακεδονίας, ο Θρασύβουλος Σπαχής ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά μπουζούκι. Το ρεπερτόριο στα λαϊκά και τα ρεμπέτικα ήταν πιο πλούσιο στη Μακεδονία από ό,τι στη Σάμο, επειδή κυκλοφορούσαν περισσότεροι δίσκοι, αλλά και επειδή ο ίδιος ενδιαφερόταν να μάθει κάθε καινούργιο τραγούδι:
Να σου πω, εγώ κι εδώ που ήρθα, απ’ την Μακεδονία τώρα, εδώ, τα τραγούδια που ’παιζα, που παίζαμε στην Μακεδονία εδώ δεν τα ξέρανε. Κι είναι λαϊκά. Πάρα πολλά. Δεν τα, δεν τα παίζανε. Πάρα πολλά. Ούτε και σε κασέτες τα βάνανε. Κι έχω ξεχάσει και πάρα πολλά! Επειδής το σταμάτησα μια δόση, έπιασα και 15 χρόνια να το παίξω. […] Κι όταν ήρθα εγώ απ’ την Μακεδονία που μ’ ακούσαν αυτοί οι μπουζουκσήδες, μου ’κάναν την ερώτηση: Που τα ’μαθες αυτά τα τραγούδια; Δίσκοι βγήκανε, κι αν τους δεις, τα ’μαθα. Εδώ λέει δεν φτάξαν οι δίσκοι, δεν μπορεί! Αλλά επειδής ήτανε… Εγώ δεν το ’βλεπα σαν επαγγελματικό το πράμα, εγώ με όργανα να κάτσουμε παρέα εδώ, μια κιθάρα να ’χουμε, και να το γλεντήσουμε, δεν μ’ ένοιαζε η χαρτούρα. Είχα την δουλειά μ’ εγώ. Το ’παιζα δηλαδή για τον εαυτό μου και για τον κόσμο όλο.
Ο Θρασύβουλος Σπαχής αναφέρει ότι στους χορούς και στα πανηγύρια οι μουσικοί έπαιζαν παραδοσιακά τραγούδια από τη νησιωτική και την ηπειρωτική Ελλάδα, ωστόσο θεωρεί ότι το ρεπερτόριο ήταν πολύ περιορισμένο:
Όσο για τα τραγούδια εε, όλη τη νύχτα λίγα ήταν τα τραγούδια που παίζαμε. Δηλαδή από χορευτικά, που ήτανε καλαματιανά, συρτά, τσιφτετέλια, καρσιλαμάδες ήτανε και τέτοια. Ε, δεν αλλάζανε τα τραγούδια. Σκώνονταν ένας και… μια παρέα φερ’ ειπείν, παίξε αυτό το τραγούδι να χορέψω με την γυναίκα μ’, με τις φίλ(ου)ς μου. Παίζαμε λοιπόν. Σταματούσαν αυτοί, σκώνονταν ο άλλος. Το ίδιο τραγούδι. Ή ζεϊμπέκικο, σκώνονταν ένας ζεϊμπέκικο να χορέψει, ένα… Σκωνόταν ο άλλος, το ίδιο τραγούδι. Τι θέλαν να δείξουνε, δεν ξέρω. Δηλαδή όλη τη νύχτα μέσα σ’ ένα μαγαζί… Πάενα, τελευταία πάενα εγώ τσάρκα, όχι να παίξω. Και έλεα όλη νύχτα σε τρία, τέσσερα, πέντε τραγούδια έχετε κολλήσει; Τόσα τραγούδια…!
Στα καφενεία και στα νυχτερινά κέντρα οι μουσικοί έπαιζαν και τα επονομαζόμενα «ευρωπαϊκά» όπως βαλς, φοξ, ταγκό κ.ά.:
Ευρωπαϊκά παίζανε ου, αμέ. Βαλς, Ταγκό, αμέ. Αυτά ήταν απαραίτητα. Σ’ ένα μαγαζί. Μ’ αυτά ξεκινάγανε. Όλα, ναι Όλα. Κι άμα περνούσε η ώρα κι άρχιζε… Γιατί τότε θυμάμαι εγώ μέχρι το πρωί παίζανε. Δεν είχε ωράριο. Ότι απαγορεύεται και σταματάς αυτή την ώρα. Δεν είχε. Γλένταε ο κόσμος, δεν πείραζε κανένα. […] Ξεκινάγανε με τα ευρωπαϊκά, περνάγανε στα συρτά. Και στο τέλος φτάνανε στα ζεϊμπέκικα. Σχεδόν τα ίδια παίζανε σε όλο το νησί. Δεν άλλαζε τίποτα. Τσις ίδιοι χοροί, τα ίδια πράγματα. Δεν, αφού είμαστε πάνω σ’ ένα βράχο τώρα. Τώρα αλλάξανε. Εε, με τα καινούρια. Με την καινούρια μουσική που μας φέραν εδώ. Ε, καλά εγώ δεν άλλαξα, αλλά άλλαξαν τα παιδιά.
Στη Μακεδονία τη δεκαετία του 1950 έπαιζε στο μπουζούκι ταξίμια για να τραγουδούν αμανέδες στις καντάδες:
Στη Μακεδονία είχε παιδιά και τους έπαιζα ταξίμια εγώ και τραγουδούσαν. Ωραιότατα. Τους έβαζα εγώ υποχρεωτικά να πούνε τον αμανέ. Παένανε να κάνουν στο κορίτσι τς καντάδα, και θυμάμαι πάενα μαζί τς, να τους κάνω ένα ταξιμάκι για να κάτσουνε απέναντί τους. Αμανέδες ωραίοι…
Τα γαμήλια τραγούδια της Μακεδονίας διαφοροποιούνταν από της Σάμου:
Στη Μακεδονία… εε, είχε ένα τραγούδι που λέγανε για το πάντρεμα: ‘Απόψε γάμος γίνεται’. Πατινάδα. ‘Απόψε αποχωρίζεται η κόρη από τη μάνα’. Είναι ωραίο τραγούδι. Συρτά είναι. Ναι, ήταν νυφικό τραγούδι και σηκωνότανε… Και ’δω τα ’χαμε. Έλεγαν: ‘Γαμπρέ μου να τη χαίρεσαι, λέει, και να την καμαρώνεις’. Για τη νύφη. ‘Τη νύφη που σου δώκαμε να μην τηνε μαλώνεις’. Χορευτικό είναι. Λέγανε τέτοια, που να τα θυμάμαι όλα τώρα. Ναι, στη Μακεδονία. Στη Σάμο δεν έχει. Μόνο στην αυτήν τα ’δα, στην Μακεδονία. Μακεδονία παίρνανε, πάενε ο γαμπρός στο σπίτι τ’ αλλά πάενε στην νύφη με τα όργανα. Περπατούσανε, πίνανε κιόλα και πάεναν απ’ όξω απ’ την πόρτα.
Ο Θρασύβουλος Σπαχής αναφέρει ότι συχνά οι γυναίκες στη Σάμο τραγουδούσαν μικρασιατικά τραγούδια όταν έκαναν αγροτικές εργασίες:
Στα χωράφια οι γυναίκες λέγανε μικρασιάτικα τραγούδια. Ε, λέγανε πολλά και διάφορα. Αμανέδες τραγουδούσανε τα κορίτσια. Ου, αμέ, αυτά μεγαλώσανε τα πιο πολλά εδώ, και γεννηθήκαν εδώ, αλλά τ’ ακούγανε απ’ τις μάνες και τους μπαμπάδες. Και μάθανε και τα παιδιά. Είναι αυτό που λέμε ότι δεν χάνεται αυτό. Τώρα δεν παύει, ν’ αλλάξει αυτό το πράγμα σ’ ένα κοριτσάκι που έχει παντρευτεί τώρα κι έχει κάνει παιδιά. Αυτά θα τα μεταβαίνει και στα παιδιά της και στα ’γγόνια της… Οι Σαμιώτες δεν είχαν ούτε αυτοί βαδίζανε απάνω σ’ αυτά τα. Είχανε, είχανε και δικά τους αλλά τα περισσότερα ήτανε όλα μικρασιάτικα. Και γενικά και για την Ελλάδα. Εκτός τα, εκτός απ’ τα που παίζουνε ζουρνάδες και τα ηπειρώτικα. Ήτανε μικρασιάτικα τραγούδια. Αυτά εδώ παίξανε μέχρι, μέχρι το… που τέλειωσε ο πόλεμος. Εγώ ήμουνα παιδάκι, σχολειό, δημοτικό, δημοτικό σχολειό πάγαινα. Κι ήτανε, κι ήταν αυτά τα όργανα και παίζανε. Δεν είχε, δεν είχε λαϊκά. Πώς να στο πω. Και το μπουζούκι που ’παιζε, ρεμπέτικα έπαιζε. Δεν είχε λαϊκά. Τα λαϊκά βγήκανε μετά τον πόλεμο, βγήκε ο Τσιτσάνης μετά, βγήκε Παπαϊωάννου, βγήκανε Μπαμπακάρηδες, βγήκανε, βγήκανε, βγήκανε… ένα σωρό… Από τους Μικρασιάτες μάθανε μουσική στη Σάμο.
Αμοιβή:
Επειδή ασκούσε παράλληλα το επάγγελμα του αρτοποιού, ο Θρασύβουλος Σπαχής δεν βασιζόταν αποκλειστικά στη μουσική για το βιοπορισμό του. Όπως διευκρινίζει ο ίδιος, έπαιζε συχνά και για το κέφι του, χωρίς αμοιβή:
Εγώ δεν το ’βλεπα σαν επαγγελματικό το πράμα, εγώ με όργανα να κάτσουμε παρέα εδώ, μια κιθάρα να ’χουμε, και να το γλεντήσουμε, δεν μ’ ένοιαζε η χαρτούρα. Είχα την δουλειά μ’ εγώ. Το ’παιζα δηλαδή για τον εαυτό μου και για τον κόσμο όλο. […] Ο φούρνος ήταν καθημερινή δουλειά. Χειμώνα καλόκαιρο. Όλες τις μέρες που ’χε ο χρόνος τον δούλευες κι έπαιρνες κάτι απ’ το μεροκάματο. Ενώ αυτό δεν είχε τότε. Χαρτούρα ήτανε. Ε, ανάλογα τις μερακλήδες. Α βέβαια. Εκείνοι δίνανε τα λεφτά.
Τη δεκαετία του 1960 ο Θρασύβουλος Σπαχής, σε συνεργασία με ένα ακόμα μπουζούκι και με μία κιθάρα, έπαιζε σε πανηγύρια και σε καφενεία και πληρωνόταν με τη «χαρτούρα», δηλαδή με τα χρήματα που έριχναν οι ακροατές ή οι χορευτές στους μουσικούς. Για τις αμοιβές την περίοδο αυτή ο ίδιος αφηγείται:
Εε μεγάλωσα με μια αδελφή της μάνας μου. Και τελευταία πια, βέβαια ήμουνα μεγάλος πια, πέθανε η μάνα μου και ήμουνα κοντά της. Και από κει όταν πέθανε εκείνη, η θεία μου… ήθελα να το πιάσω και δεν μπόρεγα. Το ’βλεπα αλλά δεν το ’πιανα, να παίξω. Περάσανε και 15 χρόνια. Και το ’πιασα τελευταία, ήτανε ένα παιδί, ο Γιάννης. Το οποίο ήθελε να μάθει, να παίζει επαγγελματικά, κι ήμουνα και ’γω χασομέρης τότε, δεν είχα δουλειά πια στο φούρνο, είχα σταματήσει. Από ’δω Πυθαγορίτης είναι. Και παίζει κι ωραία. Κι ήθελε να μάθει. Και τόνε πήρα, πήγαμε στους «Μυτιληνιούς», σ’ ένα φίλο μου, παίζει κιθάρα ’κείνος, έχουμε παίξει μαζί πολλές φορές με ’κείνον. Του λέω άμα ν’ είναι και θέλεις να… άμα βρούμε μια κιθάρα, ’ντάξει. Οι δυο μας δυο μπουζούκια πρίμα τι να κάνουμε; Και ήτανε δηλαδή τα πρώτα του χέρια που πήγε να ξεκινήσει. Και τον πήρα, πήγαμε στους «Μυτιληνιούς», βρήκαμε τον άλλον, του λέω αυτό κι αυτό. Λέει ναι. Να γίνουμε παρέα. Έπαιζε κιθάρα αυτός, τραγούδαγε. Πιάσαμε λοιπόν εκεί, παίζαμε κάθε απόγευμα, τέσσερις πέντε ώρες, στο σπίτι τ’, σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, αναδείχτηκε… παίξαμε στους «Μυτιληνιούς» πολύ αυτό, σε πανηγύρια παέναμε μαζί όσο να… αυτό. Πήραμε αρκετά λεφτά τότε. Ήτανε τότες δίνανε να πούμε λεφτά, και μπορεί να σι βρίσνε, μπορεί να σε… Και ’γω αυτά τα πράγματα δεν τα ’θελα […] Βέβαια. Να σου δώσει τώρα… και τι, 10 δραχμές, 20 δραχμές, παραπάνω.. Μετά αρχίξανε και πετούσαν χοντρά λεφτά. Τότε ήτανε το δεκάλεπτο. Μα είχε αξία όμως και το δεκάλεπτο. Ή εικοσάλεπτο. Το… το εξήντα δυο, εξήντα τρία (1962-1963). Μην σου πω πιο πέρα γιατί ήταν πιο καλό το δεκάρ’κο τότε. Αλλά και τότε το δεκάρικο ήτανε καλό. Είχε κάποια αξία. Τώρα το δεκάρικο τι ’ναι; Τίποτα. Είχε το ψωμί 30 δραχμές. Η οκά. Πέφτανε πολλά λεφτά αλλά σε κέρματα. Και μετά σιγά-σιγά, σιγά-σιγά, έπαιζα ένα τραγούδ’, πάρε ένα πεντοχίλιαρο. Έπαιζ’ άλλο τραγούδι πάρε πέντε χιλιάδ’ς, πάρε ένα χιλιάρικο, πάρε ένα πεντακοσάρ’κο. Πάρε πέντε χιλιάδες τώρα, πάρε δέκα… Από χαρτούρα πήραμε πάρα πολλά λεφτά, ήταν όταν ξεκινήσαμε μ’ αυτό το παιδί. Όταν έφταξε και κάναμε έξι μήνες μπρόβες, και μετά από έξι μήνες πήγαμε και βγήκαμε στο πατάρ’. Και παίξαμε σε πανηγύρια και παίξαμε σε κέντρα, και παίξαμε σε ταβέρνες, παίξαμε, παίξαμε… Αλλά είχε πολλά λεφτά.
Ο Θρασύβουλος Σπαχής αναφέρει πως άλλαξαν οι συνθήκες εργασίας των μουσικών ο τρόπος που αμείβονται σήμερα σε σύγκριση με το παρελθόν:
Α, εντάξει. Και μετά τα χοντρύνανε τα πράγματα. Έπεσε πιο πολύ δουλειά, εε, δούλευε κι ο κόσμος περισσότερο ξέρω ’γω. Τώρα είναι δύσκολα. Τώρα είναι πολύ δύσκολα. Ναι. Είναι στριμωγμένα τα πράματα. Τώρα τους πληρώνει το ίδιο το μαγαζί. Τον καιρό εκείνο δεν πληρώναν τα μαγαζιά. Και γι’ αυτό τώρα είναι πιο καλά για μένα. Μπορεί να ’ναι πιο λίγα τα λεφτά. Αλλά είναι και σίγουρα, αλλά και δεν έχεις και τις απαιτήσεις που ’χες παλιά! Α, ε, έπιανες από τις 8, 9 η ώρα το βράδ’, και τελείωνες στις δυο, στις τρεις. Στις τέσσερις το πρωί καμιά φορά. Μπορεί και να τις δίνανε λεφτά πολλά, αλλά δεν στεκόσνα και συ καλά. Γιατί γινόντανε πολλές φασαρίες μέσα. Γιατί δεν του ’παιξες πρώτα εκεινού, γιατί δεν αυτό και κείνο, και … απειλές. Εμ, γι’ αυτό γινόταν τα πολλά! Για την σειρά. Γιατί μ’ αυτόνα που πήγαμε και βρήκα εγώ τώρα, και ήτανε και φίλος μου κάποτε… Εεε, ήτανε τα παιδιά μέσα σ’ ένα μαγαζί εκεί πέρα στι Μυτιληνιοί, παρακολουθούσαν. Κι ήτανε τα παιδιά μέσα, κάτι φανταράκια, κάτι αυτά, και θέλανε να παίξουμε, να χορέψνε. Κι έκανε το.. Αυτός ήτανε πιο μεγάλος από μας, πιο σεβάσμιος ας το πω έτσι. Και του ’λεγα, βρε Αλέκο, ρε παίξε στα παιδιά εκεί λέω. Πιο ύστερα μετά από δυο, από τρία τραγούδια, γινότανε 13 τα τραγούδια και δεν τους έπαιζε. Και ’γω λοιπόν έβλεπα αυτά τα πράγματα, και του ’κανα την παρατήρηση. Γιατί βρε δεν τις παίζεις;! Ποντάριζε σι πελάτες οι οποίοι είχανε λεφτά πολλά. Σου λέει τα φανταράκια τι να τα κάνμε τώρα. Ε, παίξε τς ένα τραγούδι, τι θα πάθεις; Τα «φανταράκια»! Κάποτε λοιπόν είδα τις φασαρίες και ’γω, και του το πα κιόλα. Μην έρθουνε καμιά ώρα εδώ, και μας πιάσνε και μας χτυπάνε πα στα… Μια δόση, αφού ο άλλος είχε φτάξει πια, πήρα το μπουζούκι και ένα Σαββάτο, Κυριακή ήταν, ε δεν ξαναπή(γ)α!
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής αναφέρεται αναλυτικά στους γνωστούς μπουζουξήδες που ανέδειξαν το όργανο πανελλαδικά:
Και τα μπουζούκια ε βέβαια εξελιχθήκαν. Κι απ’ την απελευθέρωση κι ύστερα αναδειχτήκανε τα μπουζούκια. Και τότε ήτανε λίγα. Ήταν ο γέρο Μπαμπακάρης (Βαμβακάρης), αυτός ήταν, αν δεν κάνω λάθος, ήταν ο πρώτος μπουζουξής και συνεργάστηκε μ’ αυτουνούς τους Μικρασιάτες εκεί που ήρθαν από δω. Με τα όργανα τα δικά τους. Και πήγε και κόλλησε κοντά κι αυτός και αναδείχτηκε εδώ που έφταξε. Γιατί όλοι αυτοί που βλέπεις κι ακούς ήταν όλοι αυτοδίδακτοι, δεν ήξερε κανένας, το πεντάγραμμο δεν το γνώριζε. Απλώς… Οι άλλοι μαστόροι, αυτοί οι Μικρασιάτες στο όργανο, έμαθε πολλά και διάφορα πράγματα (για) το όργανο κι από κει εξελιχθήκανε. Ο ένας μετά το μετάδωσε του αλλονός κι από κει βγήκε το μπουζούκι το καλό. Απ’ αυτουνούς αιτία. Δεν είχε τότε μπουζούκι. Απ’ την απελευθέρωση κι ύστερα θυμάμαι, εγώ τότε ήμουνα πόσο, στα 16 χρονών. […] Λοιπόν όλοι οι καλοί, κι αυτοί είναι οι παλιοί μπουζουξήδες, ήταν αυτοδίδακτοι. Δεν είχε κανένας βγάνει, τώρα πάνε. Ούτε μουσικοσυνθέτες είχε, ούτε τίποτα. Ήτανε παραγωγή δικιά τους. Αυτή είναι η μουσική, αυτοί είναι οι στίχοι, αυτή είν’, αυτή, αυτή. Και φτάξανε που είχανε συζητήσει πολλές φορές στην τηλεόραση. Να ’σαι άσχετος από… γιατί παίζεις ένα όργανο, ναι. Αλλά να ’σαι άσχετος απ’ την μουσική ξέρω ’γω και να γράφεις με τόσα καλά τραγούδια δεν… (γίνεται). Τα τραγούδια τους άμα τα προσέξ’ς είναι ποίηση! […] Και ήταν αυτοδίδασκοι όλοι. Και τώρα πάνε στη… (στο ωδείο), πάνε μαθαίνουν μουσικά, πάνενε. Τα μουσικά να τα μάθεις, αλλά η πράξη τι γίνεται. Μπορεί να πάρεις μια παρτιτούρα, να ξέρεις τα αυτά, κι όσο να διαβάσει αυτός και να παίξει… Εγώ φερ’ ειπείν με το κασετόφωνο μπορώ κατευθείαν να το παίξω.
Ο Θρασύβουλος Σπαχής τρέφει βαθιά εκτίμηση και θαυμασμό για τον Μανόλη Χιώτη:
Όταν ο Χιώτης πήγε να παίξει, έπαιξε ρούμπες, σάμπες, σουίνγκ, διάφορα τέτοια αυτά, που ήταν ένας σωρός ανεκτίμητος. Ενώ ήτανε από παιδάκι στα ρεμπέτικα, τον είχε ο γέρο, γέρο Μπαμπακάρης [εννοεί τον Βαμβακάρη], μαζί, ήταν ωραίος κιθαρίστας, ο καλύτερος στον κόσμονα, κομπανιάτα τα όργανα τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά, ήταν ο Χιώτης. Διάβασα το βιογραφικό του εγώ όταν πέθανε. Πέθανε πενήντα τέσσερω χρονώ ήτανε; Και λέω, που είσαι τώρα; Γιατί είχε καιρό ακόμα ο άνθρωπος, ήταν νέος. Αυτός έπαιξε τέτοια τραγούδια, αλλά έπαιξε και σ’ όλους τσους μπουτζουκζήδες τσις πιο δύσκολες εισαγωγές στο τραγούδι. Έπαιξε σ’ όλα τα συγκροτήματα, αν ήταν Τσιτσάνη, αν ήταν Παπαϊωάννου, αν ήταν Μπαμπακάρη, έπαιξε τις πιο δύσκολες εισαγωγές, ο Χιώτης. Με το που το χτύπαγες καταλάβαινες ότι αυτός είναι ο Χιώτης. […] Κοίτα, και οι νότες, γι’ αυτό ο Χιώτης έπαιξε, γιατί ήτανε καλός κιθαρίστας. Όταν ο Χιώτης τον είχε ο γερο Μαμπακάρς, όταν πέθανε, εγώ πήγα να πάρω τσιγάρα. Ήμουνα απ’ την μέσα πλευρά του περιπτέρου, βλέπω λοιπόν κρεμασμένη την εφημερίδα κι έπεσε το μάτι μου επάνω. Απεβίωσε ο Χιώτης. Το βιογραφικό έγραφε πάνω του Χιώτη. Παίρνω τα τσιγάρα, παίρνω και μια εφημερίδα, λέει κάνει τόσο, πάρ’ τα. Κάθισα και τη διάβασα. Όλο το ιστορικό του. Ήτανε ο καλύτερος κιθαρίστας απ’ όλους οι οποίοι παίζανε σι ρεμπέτκα, και σε λαϊκά. Και τον είχε ο γέρο Μπαμπακάρης, αλλά δεν τον έβγαζε στο πατάρι. Απ’ ό,τι έγραφε μέσα το… Ο Χιώτης, λέει, και διαφώνησε κάποτε με το γέρο Μπαμπακάρη. Γιατί δεν τον έβγανε πάνω στο πατάρι. Αλλά τόνε πλέρωνε το μεροκάματο. Είχε άλλο κιθαρίστα πάνω. Και του ’κανε παράπονα. Του λέει δεν παίρνεις το μεροκάματο; Εγώ νομίζω, γιατί αφού ήταν κιθαρίστας το μπουζούκι τι το ’θελε; Μπόρεγε να το παίξει το μπουζούκι. Και τα πρώτα του χέρια που ηχογράφησε έπαιξε τρίχορδα. Μετά λοιπόν αυτός λέει αφού παίζω την κιθάρα, γιατί έκανε ανταποκρίσεις στην κιθάρα, κατάλαβες; Πριμάριζε δηλαδή, χτύπαε τις χορδές… Και λέω ‘γω, μήπως ο γέρο Μπαμπακάρης τον έβλεπε και σου λέει αυτός άμα πιάσει κάνα μπουζούκι θα μας ξεβρακώσει εδώ. Και τον είχε όλο στο πατάρι. Εγώ αυτό το πόρισμα έβγαλα. Και λέω γιατί να τον έχει αφού ήταν ο καλύτερος. Και να ’χει άλλονε στο πατάρ’, και να μην έχει εκείνον. […] Κι έφυγε κει και πήγε και το καλοσκέφτηκε. Πάει σ’ ένα οργανοποιό και τον λέει θέλω να μου φτιάξεις ένα μπουζούκι. Αφού παίζω την κιθάρα, γιατί η κιθάρα είναι ακριβώς όπως είναι ένα οχτάχορδο, τα ίδια είναι. Κάθισε στο σπίτ’, ντρίγκι, ντρίγκι, ντρίγκι, ντρίγκι. Ήτανε γλήγορος πολύ και καθαρός. […] Γι’ αυτό σου λέω, ότι τις καλύτερες εισαγωγές σ’ όλοι τις παλιοί μπουζουξήδες που ’χανε τα συγκροτήματα τα ’χει παίξει ο Χιώτης. Και πιο δύσκολες. Και πιο γλήγορος. Απ’ όλοι που περάσανε. Αστραπή. Ε, μετά τα παίξανε και άλλοι με τα τρίχορδα αυτά, τα όργανα ήτανε μυστήριος τακτική μετά. Κεραυνός!
Στη Σάμο τη δεκαετία του 1940-1950 ο Θρασύβουλος Σπαχής διέκρινε το παραδοσιακό μουσικό συγκρότημα των «Καλτάκηδων»:
Και μετά απ’ την απελευθέρωση, το 1945 τέλειωσε ο πόλεμος. Αρχάς ’45, τέτοια εποχή πρέπει, ήρθαμε τότε, κάτσαμε γύρω στα τρία χρόνια εδώ.. Οι καλύτεροι οι οποίοι παίζαν τότες.. αα, επαγγελματικά ήταν αυτοί π’ σου λέω, αυτοί οι «Καλτάκηδες». Δεν είχανε μπουζούκ’. Είχανε κιθάρα, βιολιά, εε, κάτι, πως τις λέγανε, κάτι όργανα.. Τρομπέτες! Ήτανε πολύ καλό συγκρότημα, το καλύτερο που είχε. Απ’ το Πυθαγόρειο ήτανε όλοι αυτοί, οι πιο πολλοί. Ήταν ένας, τον μπαμπά τ’ δεν θυμάμαι, τον γιο του θυμάμαι, Του Κώστα του Βαρμακσήζ που έπαιζε το, του Κώστα του Μπαρμακσήζ τον μπαμπά που έπαιζε το βιολί, πως τον λέγανε; Αναστάση Βαρμαξίζης. Ωραίος! Βιολί. Και ο γιος του ο Κώστας έπαιξε. Κι ο Κώστας ο γιος του έπαιζε κιθάρα, έπαιξε ακορντεόν, κι έπαιξε και σαντούρ’ ωραίο. Όλοι αυτοί που λέμε, είναι όλοι πεθαμένοι. Καλτάκηδες. Δεν ζει κανένας απ’ το συγκρότημα των Καλτάκηδων. Αμ, εγώ ήμουνα, σου μιλάω τώρα για μια ηλικία… Και ήτανε και πρώτος στο βιολί αυτός! Ε, είχανε, είχανε σαν όργανα. Υπήρχανε. Υπήρχανε αλλά δεν ήταν τόσο… Είχε κι οι «Μυτιληνιοί» ωραίοι! Εδώ παραπάνω από μας. Αλλά σαν κι αυτουνούς όχι. Ήτανε φοβεροί αυτοί. Δεν τους πρόλαβα. Που να τους προλάβω…
Κοινωνική θέση των μουσικών:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το επάγγελμα του μπουζουξή μέχρι το 1950 θεωρούνταν κατακριτέο:
Κι άμα μ’ είδενε ο ξάδελφός μου που έπαιζα έτσι την φυσαρμόνικα μου λέει, ξαδελφάκ’, αα, να φτιάξουμε ένα μπουζούκι να στο δωρίσω. Ε, του λέω, μακάρι και δε μου κάνεις. Και μου ’κανε ένα, το οποίο μου το χάρισε το ’47. Στους «Μυτιληνιούς». Σπαχή Γρηγόρ’. Πρώτος αξάδελφος. Κι από τότε… δεν το ’παιξα. Γιατί… Το ’παιζα, μόνος μου δίχως, αφού έπαιζα με την φυσαρμόνικα τραγούδια, ήτανε πολύ εύκολο να βρω και τα πατήματα.σ’ ένα τραγούδι. Και σιγά σιγά… Αλλά ήταν εποχή η οποία άμα κράταες αυτό το μπουζούκι ήσουνα κακό παιδί. Κι επειδής εγώ τότες ήμουνα νέος πλια, είχα βγάνει το δημοτικό βέβαια, και δεν το ’πιανα έτσι. Φοβόμουνα να το χτυπάω, να μην μ’ ακούει ούτε η γειτονιά, ούτε… Το ’παιζα προσεχτικά. Γιατί ήταν κατηγορηματικό. Δηλαδή μπουζούκι βάσταγες, ήτανε κάτι το… το ’χανε το τελευταίο. Λέει μπουζούκι παίζ’ς? Χασίς θα πίν’ς! Τέτοια. Από ’κει κατηγορήθηκε το όργανο. Ενώ είναι ένα πολύ ωραίο όργανο αλλά από ’κει… Και δεν το ’παιζα. Ε, μετά έφυγα από ’δω. Το ’πιασα πια φαντάρος… […] Το μπουζούκι εγώ τουλάχιστον τα θυμάμαι το, μετά τον πόλεμο, το χίλια-ενιακόσια σαράντα-πέντε κι ύστερα. Το μπουζούκ απ’ πριν το 1945 και τα ρεμπέτικα είχανε μπουζούκι. Αυτά ήρθανε απ’ την Σμύρνη. Όλα. Αλλά τελειοποιήθηκε εδώ. Αυτό το… ήτανε λίγο πιο αυγοειδές… Τζουράδις! Το μόνο που βγάνανε εδώ ήταν ο μπαγλαμάς. Όταν, απαγορεύτηκε κι αυτός. Όταν απαγορέψανε τα μπουζούκια να παίζουν. Επί Μεταξά. Ο μπαγλαμάς βγήκε γιατί ήτανε πιο μικρό και δεν αφήνανε να παίξουν, το ’βαζε στο σακάκι μέσα. Πάενε σ’ ένα μαγαζί, έβλεπε τέσσερι – πέντε, δέκα ανθρώποι παρέα, καθότανε κι εκείνοι κι έπαιζε κάνα τραγουδάκι να δώκουνε κάνα, να βγάνει μεροκάματο, να πάρει τα τσιγάρα του, να πάρει …[…] Ο Μεταξάς ήτανε τότε. Το χίλια εννιακόσια σαράντα που κηρύχτηκε ο πόλεμος, ήταν στα πράγματα αυτός επάνω. Αλλά τ’ απαγόρεψε… Όχι ότι τ’ απαγόρεψε. Σου ’λεγε να μην παίζουνε τραγούδια τα οποία, ξέρω ’γω. Τα θεωρούσαν απ’ την κυβέρνηση. Ξέρω ’γω τι ’ταν! Γι’ αυτό για να βγάν’ς ένα τραγούδι έπρεπε να το… το παίρναν να το διαβάσ’ν, και σου ’λεε αυτό θα το γράψεις και τ’ άλλο δεν θα το γράψεις. Τώρα μην κοιτάζς εντάξει. Τώρα μιλάμε, λέμε, συζητάμε…
Η κοινωνική θέση των μπουζουξήδων αναβαθμίστηκε από το 1950, με τη συμβολή του Μανόλη Χιώτη, του Τσιτσάνη και πολλών άλλων μουσικών που απέκτησαν πανελλήνια φήμη και αναγνώριση:
Ε, ο Χιώτης, ο Χιώτης μετά. Εκείνοι που βγάνανε τραγούδια ύστερα λαϊκά ήτανε ο γερο Μπαμπακάρης, ο πρώτος που… και αυτός είπε ρεμπέτκ’α. […] Και μετά βγήκαν άλλοι, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννης, που δεν υπήρχαν. Δεν υπήρχαν τέτοια πράγματα. Κι εξελίχθη το μπουζούκι μετά τον πόλεμο. Δεν είχε μπουζούκια εδώ να παίζει κανένας. Ήτανε κι απαγορευμένο κάποτε τ’ απαγορέψανε, δεν τις αφήνανε να παίξουνε, γιατί ήτανε κακό στοιχείο το μπουζούκι.
Επαφές – επιρροές από άλλες περιοχές του Βορείου Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια στα μουσικά δρώμενα:
Ακόμα και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μέχρι τον Πόλεμο του 1940, η Σάμος διατηρούσε εμπορικές και πολιτισμικές συναλλαγές με τα απέναντι μικρασιατικά παράλια:
Είχε συναλλαγές η Σάμο, και προπάντων αυτό το χωριό εδώ, το Πυθαγόρειο, είχε συναλλαγές μεγάλες με την Τουρκία. Από ’κει φέρνανε καϊμάκια, από ’κει φέρνανε στάρια, από ’κει φέρνανε ζώα, πουλλά! Γιλάδια (αγελάδες), κατσίκια… Δηλαδή είχε εμπόριο. Από δω παένανε, παίρνανε εδώ γύρω κοντά μας, είχε τα «ταλιάνια», από ψάρια. Λίμνης. Ωωω τα ψάρια περνούσαν απ’ την θάλασσα και πάεναν καταλήγαν στην λίμνη. Αυτό είναι ψάρια. Ωραιότατα ψάρια! Φέρνανε και όργανα από την Τουρκία. Είναι κάτι ειρηνόφιλοι, ας το πω έτσι, κάτι, που έρχονται από ’δω καμιά φορά και τα ’χανε καλά μ’ αυτόνα το παιδί που παίζει, τον Γιάννη, έχουνε γνωριστεί, έχει πάει κι αυτός στην Τουρκία, και έρχονται. Ε κοίτα, τώρα, έχει κι ανθρώποι καλοί, δεν μπορώ να πω, ότι.. Είναι κι αυτοί, έχουνε κι ένα σκατοφιλότιμο, γιατί αυτοί πήραν από ’μας, εμείς πήραμε απ’ αυτουνούς. Τετρακόσια χρόνια σκλαβωμένοι ήμασταν. Η μεγαλύτερη ζημιά που πάθαμε σα φυλή και σα κράτος. Μέσα σε 400 χρόνια τώρα, καταλαβαίνεις τι έχει γίνει και τι έχεις να ζήσεις κάτω από… Γι’ αυτό ακόμα και δεν μπορούμε να σταθούμε στα πόδια μας. Ούτε και θα σταθούμε.
Επιρροές προσφύγων ή μεταναστών από άλλες περιοχές στα μουσικά δρώμενα:
Οι γονείς του Θρασύβουλου Σπαχή ήταν από το χωριό «Ντομάτια» της Μικράς Ασίας και όταν ήρθαν ως πρόσφυγες στη Σάμο το 1922 συνέχισαν να τραγουδούν μικρασιάτικα τραγούδια:
Ναι, ναι, μοιρουλόγια έλεγαν, έτσι. Α, τα παιδιά που ’χε μες στην αγκαλιά τς, να τα κοιμήσ’νε, τα κουνούσ’νε και τραγουδούσανε κιόλα. Κοίτα, εδώ ήταν όλοι πρόσφυγες. Έφευγαν από πάνω απ’ το σπίτι και έβγαιναν το βράδυ κι έκαναν στο σπίτι το δικό σ’ παρέα. Ύστερα από μια μέρα – δυό έφευγε από δω η άλλη οικογένεια, και πάενε και κάναν… Δηλαδή ήτανε κολλημένοι, ήτανε αγαπημένοι. Πώς να σου πω; Δεν είχε σημασία αν αυτός ήτανε απ’ αυτό το χωριό και συ ήσουνα από ’κει. Κοντά τα χωριά όλα αυτά που σ’ λέω. Αυτά εδώ. Αυτά είναι προσφυγικά. Μην κοιτάς τώρα που τα χτίσανε. Στο Πυθαγόρειο (εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες) και στο Βαθύ θαρρώ. Ναι, είναι τα προσφυγικά του Βαθυού και είναι και ’δω. Αμανέδες, Ταξίμια. Όλα αυτά τα λέγανε αυτοί. […] Στα χωράφια οι γυναίκες λέγανε μικρασιάτικα τραγούδια. Ε, λέγανε πολλά και διάφορα. Αμανέδες τραγουδούσανε τα κορίτσια. Ου, αμέ, αυτά μεγαλώσανε τα πιο πολλά εδώ, και γεννηθήκαν εδώ, αλλά τ’ ακούγανε απ’ τις μάνες και τους μπαμπάδες. Και μάθανε και τα παιδιά. Είναι αυτό που λέμε ότι δεν χάνεται αυτό. Τώρα δεν παύει, ν’ αλλάξει αυτό το πράγμα σ’ ένα κοριτσάκι που έχει παντρευτεί τώρα κι έχει κάνει παιδιά. Αυτά θα τα μεταβαίνει και στα παιδιά της και στα ’γγόνια της… Οι Σαμιώτες είχανε, είχανε και δικά τους αλλά τα περισσότερα ήτανε όλα μικρασιάτικα. Και γενικά και για την Ελλάδα. Εκτός τα, εκτός απ’ τα που παίζουνε ζουρνάδες και… τα ηπειρώτικα. Ήτανε μικρασιάτικα τραγούδια. Αυτά εδώ παίξανε μέχρι, μέχρι το… που τέλειωσε ο πόλεμος. Εγώ ήμουνα παιδάκι, σχολειό, δημοτικό, δημοτικό σχολειό πάγαινα. Κι ήτανε, κι ήταν αυτά τα όργανα και παίζανε. Δεν είχε, δεν είχε λαϊκά. Πώς να σ’ το πω. Και το μπουζούκι που ’παιζε, ρεμπέτικα έπαιζε. Δεν είχε λαϊκά. Τα λαϊκά βγήκανε μετά τον πόλεμο, βγήκε ο Τσιτσάνης μετά, βγήκε Παπαϊωάννου, βγήκανε Μπαμπακάρηδες, βγήκανε, βγήκανε, βγήκανε ένα σωρό. Από τους Μικρασιάτες μάθανε μουσική στη Σάμο. […] Τους δρόμους που λέμε, Μικρασιάτες τον φέρανε. Ουσάκ, κάνα Χιτζάζ, έχουνε πολλά. Ε, κάτι τέτοια είναι. Έχει πολλοί δρομ’ αλλά δεν χρησιμοποιούνται ούλ’.
Ακροατές – γλεντιστές:
Ο Θρασύβουλος Σπαχής συγκρίνει τον τρόπο που γλεντούσαν παλιότερα με το σημερινό, καθώς και τον αντίκτυπο που έχει ο τρόπος του γλεντιού στις συνθήκες εργασίας των μουσικών:
Τώρα (τους μουσικούς) τους πληρώνει το ίδιο το μαγαζί. Τον καιρό εκείνο δεν πληρώναν τα μαγαζιά. Και γι’ αυτό τώρα είναι πιο καλά για μένα. Μπορεί να ’ναι πιο λίγα τα λεφτά. Αλλά είναι και σίγουρα, αλλά και δεν έχεις και τις απαιτήσεις που ’χες παλιά! Α, ε, έπιανες από τις 8, 9 η ώρα το βράδ’, και τελείωνες στις δυο, στις τρεις. Στις τέσσερις το πρωί καμιά φορά. Μπορεί και να τις δίνανε λεφτά πολλά, αλλά δεν στεκόσ’να και συ καλά. Γιατί γινόντανε πολλές φασαρίες μέσα. Γιατί δεν του ’παιξες πρώτα εκεινού, γιατί δεν αυτό και κείνο, και… απειλές. Εμ γι’ αυτό γινόταν τα πολλά! Για την σειρά. […] Γιατί μ’ αυτόνα που πήγαμε και βρήκα εγώ τώρα, και ήτανε και φίλος μου κάποτε… Εεε, ήτανε τα παιδιά μέσα σ’ ένα μαγαζί εκεί πέρα στι «Μυτιληνιοί», παρακολουθούσαν. Ήτανε τα παιδιά μέσα, κάτι φανταράκια, κάτι αυτά, και θέλανε να παίξουμε, να χορέψνε. Κι έκανε το… Αυτός ήτανε πιο μεγάλος από μας, πιο σεβάσμιος ας το πω έτσι. Και του ’λεγα, βρε Αλέκο, ρε παίξε στα παιδιά εκεί λέω. Πιο ύστερα μετά από δυο, από τρία τραγούδια, γινότανε 13 τα τραγούδια και δεν τους έπαιζε. Και ’γω λοιπόν έβλεπα αυτά τα πράγματα, και του ’κανα την παρατήρηση. Γιατί βρε δεν τις παίζεις;! Ποντάριζε σι πελάτες οι οποίοι είχανε λεφτά πολλά. Σου λέει τα φανταράκια τι να τα κάνμε τώρα. Ε, παίξε τς ένα τραγούδι, τί θα πάθεις; Τα «φανταράκια»! Κάποτε λοιπόν είδα τις φασαρίες και ’γω, και του το πα κιόλα. Μην έρθουνε καμιά ώρα εδώ, και μας πιάσνε και μας χτυπάνε … Μια δόση, αφού ο άλλος είχε φτάξει πια, πήρα το μπουζούκι και ένα Σαββάτο, Κυριακή ήταν, ε δεν ξαναπή(γ)α!
Ο Θρασύβουλος Σπαχής περιγράφει τον τρόπο που γλεντούσαν και τους χορούς που έκαναν, σχολιάζοντας ότι το ρεπερτόριο ήταν περιορισμένο:
Τότε θυμάμαι εγώ μέχρι το πρωί παίζανε. Δεν είχε ωράριο. Ότι απαγορεύεται και σταματάς αυτή την ώρα. Δεν είχε. Γλένταε ο κόσμος, δεν πείραζε κανένα. […] Όλη τη νύχτα λίγα ήταν τα τραγούδια που παίζαμε. Δηλαδή από χορευτικά, που.. ήτανε καλαματιανά, συρτά, τσιφτετέλια, καρσιλαμάδες ήτανε και τέτοια. Ε, δεν αλλάζανε τα τραγούδια. Σκώνονταν ένας και… μια παρέα φερ’ ειπείν, παίξε αυτό το τραγούδι να χορέψω με την γυναίκα μ’, με τις φίλ(ου)ς μου. Παίζαμε λοιπόν. Σταματούσαν αυτοί, σκώνονταν ο άλλος. Το ίδιο τραγούδι. Ή ζεϊμπέκικο, σκώνονταν ένας ζεϊμπέκικο να χορέψει, ένα… Σκωνόταν ο άλλος, το ίδιο τραγούδι. Τι θέλαν να δείξουνε, δεν ξέρω. Δηλαδή όλη τη νύχτα μέσα σ’ ένα μαγαζί… Πάενα, τελευταία πάενα εγώ τσάρκα, όχι να παίξω. Και έλεα όλη νύχτα σε τρία, τέσσερα, πέντε τραγούδια έχετε κολλήσει; Τόσα τραγούδια! Τι, τι, τι κόσμος είναι αυτός! Κι όταν ήρθα εγώ απ’ την Μακεδονία που μ’ ακούσαν αυτοί οι μπουζουκσήδες, μου ’κάναν την ερώτηση: Που τα ’μαθες αυτά τα τραγούδια; Δίσκοι βγήκανε, κι αν τους δεις, τα ’μαθα. Εδώ λέει δεν φτάξαν οι δίσκοι, δεν μπορεί! Αλλά επειδής ήτανε… Εγώ δεν το ’βλεπα σα επαγγελματικό το πράμα, εγώ με όργανα να κάτσουμε παρέα εδώ, μια κιθάρα να ‘χουμε, και να το γλεντήσουμε, δεν μ’ ένοιαζε η χαρτούρα. Είχα την δουλειά μ εγώ. Το ’παιζα δηλαδή για τον εαυτό μου και για τον κόσμο όλο.