Σοφιαδέλης Αντώνης

Λέσβος

Τόπος γέννησης: Πλωμάρι, Λέσβος

Χρόνος γέννησης: 1913

Ιδιότητα: Ερασιτέχνης τραγουδιστής

 

Γονείς:

Ο πατέρας του Δημήτρη Σοφιαδέλη καταγόταν από το Πλωμάρι.

 

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Ο Δημήτρης Σοφιαδέλης παντρεύτηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930 στο Πλωμάρι και με τη γυναίκα του απέκτησαν τρεις κόρες κι έναν γιο. Ο ίδιος είχε οχτώ αδέρφια, πολλά από τα οποία μετανάστευσαν στην Αθήνα:

Αλλά ήμουνα μικρός παντρεμένος, παντρεύτηκα μικρός, μόλις απολύθηκα, εικοσιδυό χρονών… […] Αλλά έπειτα έκανα τα μωρά. Έβγαλα μια κόρη, βγάζω μιαν άλλη, βγάζω μια τρίτη. Τρεις κόρες κι ένα γιό, ένα γιό έχω, ένα μοναχογιό. Ένα παιδί μάλαμα, ξακουστός παντού, χρυσό μωρό. Είναι σοβατζής στην Αθήνα. Έκανε κι αυτός τρεις γιοί τώρα έχει. Ο ένας, ο μεγάλος, ο Αντώνης, π’ έχει τ’ όνομά μου, είναι στο Λιμεναρχείο εδώ, Λιμενάρχης, σχεδόν Λιμενάρχης. Έχει 7-8 χρόνια. Ο άλλος είναι στην Αθήνα, στου Παπουτσάνη, δουλεύει στου Παπουτσάνη μέσα, στο εργοστάσιο, στα κομπιούτερ. Ναι έχω και δισέγγονα. Όλοι οι γαμπροί μου είναι καλοί. Έναν στην Αυστράλια έχω, της Σοφίας, της πιο μικρής, την έχω στην Αυστράλια. Έχει κάπου 20 χρόνια, 22… Παρακάλια να πάω, αλλά πού να την αφήσω τη γυναίκα μου;

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Όταν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο ο Δημήτρης Σοφιαδέλης ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός σε ένα μαγαζί στο Πλωμάρι, με την προτροπή του πατέρα του, για να συμβάλει στις βιοποριστικές ανάγκες της πολυμελούς οικογένειάς του. Στη συνέχεια εργάστηκε για 15 χρόνια στο ένα από τα δύο πυρηνελουργεία, που λειτουργούσαν παλιά στο Πλωμάρι και παρήγαγαν πυρηνέλαιο. Για τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες της δουλειάς ο ίδιος αναφέρει:

Εγώ από μικρός, είμαστε εννιά νομάτοι, επτά παιδιά και δύο (κορίτσια), εννιά. Μικροί στo σχολείο, πήγαινα ’γω στο δημοτικό. Λοιπόν λέει ο πατέρας μου: “Να πας σ’ ένα μαγαζί, ξέρω ’γω”, βοήθαγα, ήπαιρνα κατιτίς. Έπειτα δούλευα πέρα στο εργοστάσιο, που είναι η μηχανή εδώ πέρα δούλευα (στο πυρηνελαιουργείο). Λοιπόν δουλεύαμε από 6 πρωί μέχρι 6 το βράδυ, δεν ήταν το οχτάωρο. Είχα ένα φτυάρι εκείνο τον καιρό και φτυάριζα την πυρήνα και την κουβαλούσα μετά. Δουλειά σκληρή. Αύγουστος μήνας, στο σίδερο, είσαι υποχρεωμένος, μια φορά τη βδομάδα να κατεβείς στο καζάνι… Ένα ίδρω, φωτιά. Λοιπόν εκεί εδούλεψα κάπου δεκαπέντε χρόνια.

 

Στη συνέχεια εργάστηκε ως μεταφορέας λαδιού, από όπου έλαβε και τη σύνταξή του:

Ύστερα πιάσαμε δουλειά κάτω στο σωματείο (της Μεταφοράς Λαδιού). Πήγαμε και γραφτήκαμε. Κάναμε σωματείο λαδάδων. Δώδεκα αποθήκες… Κάπου 25-30 χρόνια δούλεψα εκεί, στα Λαδάδικα μέσα, εκεί πέρα πήρα τη σύνταξη… Γιομίζαμε τα βαρέλια, σιδερένια βαρέλια. Έπρεπε να τα πλύνουμε, να τα γιομίσουμε, τα βάφαμε απ’ όξω, τα μαρκάραμε απάνω και όταν τα γεμώσαμε, (έπρεπε) να τα κατεβάσουμε στην αγορά, στον Άγιο Νικόλα, στην προκυμαία. Πέρναγ’ ένα καράβι και τα φορτώναν εκεί. Απάνω τα πηγαίναν, Θεσσαλονίκη, Βόλο, Καβάλα… Πληρωνόμασταν με το βαρέλ’. Το λάδι το κουβαλούσαμε με το τουλούμι, από ζώα, τουλούμια από κατσίκα. Πήγαμε σ’ ένα γραφείο, 10 τουλούμια, 3 δραχμές το ένα. Τα βαρέλια φορτώναμε στ’ αυτοκίνητα πάνω. Να φορτώσεις ένα βαρέλι πα’ στ’ αυτοκίνητο θέλει 5 άτομα, 3 απάνω και 2 κάτω, να πάρεις 3 δραχμές, το 1 βαρέλι 3 δραχμές.

 

Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:

Ο Δημήτρης Σοφιαδέλλης γεννήθηκε και έζησε στο Πλωμάρι. Τη δεκαετία του 1930 μετανάστευσε στην Αθήνα, αλλά επέστρεψε σύντομα στο Πλωμάρι με την παραίνεση της γυναίκας του:

Δούλεψα στην Αθήνα. Άμαν απολύθηκα κι αρραβωνιάστηκα την πήγα εκεί την γυναίκα μου. Είχα έναν αδερφό φαρμακοποιό κι άλλα δυο – τρία αδέρφια είχα στην Αθήνα. Αλλά η γυναίκα μου με γκρίνιαζε και φύγαμε.

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα)

Ο Δημήτρης Σοφιαδέλης ήταν ερασιτέχνης τραγουδιστής. Τραγουδούσε κυρίως σε αυτοσχέδια γλέντια με τους φίλους του, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων.

Ο ίδιος ανέφερε πολλούς μουσικούς από το Πλωμάρι και τα γειτονικά χωριά:

 

  • Μουσικό συγκρότημα των αδερφών Βερβέρη ή «Τουρκογιάννη». Ο Μιχάλης Βερβέρης έπαιζε βιολί, ο Μεγακλής σαντούρι και ο Παναγιώτης βιολοντσέλο.

 

  • Μιχάλης Γιαννίκος ή «Πατεντάδος», από το Πλωμάρι. Έπαιζε βιολί. Ήταν και φωτογράφος και κουρέας:

Ήταν κομπανίες ήτανε. Ήταν ο “Πατεντάδος”, ο “Πατεντάδος” ήταν, βιολί έπαιζε αυτός, οι Βερβέρηδες αυτοί: Βερβέρης σαντούρι και πασαβιόλα και έπειτα ήβγαν και τ’ ακορντεόν τότες ήβγαν, τα μηχανήματα… Τραγουδούσαν, φέρναν απ’ αλλού τραγουδίστριες εδώ στα κέντρα και τραγουδούσαν…

 

  • Λαλέλης που έπαιζε «τουλούμι» (γκάϊντα) στο Πλωμάρι πριν τον πόλεμο του 1940.

 

  • Δημήτρης Ρουμελιώτης:

Έπαιζε γκάϊντα. Ήταν αχθοφόρος. Ο ίδιος έπαιζε τουλουμάκι (γκάϊντα). Πολύ παλιά. Ήμουνα 10 χρονώ… Μόνο αυτός είχε γκάϊντα.

 

  • Ηλίας Ρουμελιώτης ή «Καραχάλιας», από το Πλωμάρι. Έπαιζε σαντούρι και κιθάρα. Γεννήθηκε το 1916. Εργαζόταν μαζί με τον Αντώνη Σοφιαδέλη στο Σωματείο Μεταφοράς Λαδιού.

 

  • «Βοσκοπούλα». Είχε λατέρνα στο Πλωμάρι:

Μια λατέρνα ήταν, γύριζαν στα καφενεία, παίζαν απ’ έξω. Αυτός που την είχε ονομάζεται «Βοσκοπούλα». Αλλά ήταν δυο ονόματα. Τον άλλο δεν τον ξέρω. Ο ένας τη σήκωνε κι ο άλλος τη γύριζε. Η λατέρνα δεν είχε λόγια, μόνο σκοποί ήταν. Άμα ήθελες χόρευες. Είχε μέχρι και μπάλλο.

 

  • Αναστασία Τυρρανή ή «Στασούλ(ι)», από την Πλαγιά:

Είχε ένα πλαστικό τουμπερλέκι και το σκοπό έπιανε αυτή. Τραγουδούσε ωραία. Είχε μια γλώσσα, δεν την έβλεπες, ένα πράγμα ακατανόητο. Μια βρακούσα (φορούσε βράκες). «Τυραννίς» τη φωνάζαν, τυραννούσε όλους. Την παίρναν όμως, τραγουδούσε ωραία. Την παίρναν στα σπίτια, να τραγουδήσει.

 

  • Γιώργος Καβαρνός ή «Αράπης». Μικρασιάτης πρόσφυγας, που μετά το 1922 παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στην Πλαγιά.. Περίφημος οργανοπαίχτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Έπαιζε σαντούρι.

 

  • Ποσειδών Καραβάς. Μικρασιάτης πρόσφυγας, που το 1922, σε μικρή ηλικία, εγκαταστάθηκε στο Παλαιοχώρι μαζί με τη μητέρα του. Περίφημος βιολιστής κι καλλίφωνος τραγουδιστής:

Βιολί έπαιζε ο Ποσειδών. Ήταν σπουδαίος.

 

  • Παναγιώτης Κίτσος. Ερασιτέχνης καλλίφωνος τραγουδιστής. Τραγουδούσε συχνά μαζί με τον Αντώνη Σοφιαδέλη.

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Ο Δημήτρης Σοφιαδέλης έχει κατασκευάσει τουμπερλέκια με τα οποία συνόδευε το τραγούδι του. Για την κατασκευή τους αναφέρει:

Φούσκες παίρναμε και κάναμε τουμπερλέκι. Τα βόδια είχαν μεγάλη φούσκα και τα ξεραίναμε και βάζαμε σ’ ένα κουμάρ’ (πήλινο αγγείο) και το κάναμε τουμπερλέκι. Ήταν απλά πράγματα. Κουμάρια παίρναμε απ’ την Αγιάσο, απ’ τον Μανταμάδο.

Τοπικές δράσεις:Ο Δημήτρης Σοφιαδέλης τραγουδούσε κυρίως σε αυτοσχέδια γλέντια με τους φίλους του, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων, και γι’ αυτό επέλεγαν συνήθως τα καφενεία του γειτονικού χωριού Τρίγωνα που ήταν πιο ήσυχα:

Ναι, ναι, χορεύαμε, απ’ όλα, ρεμπέτικα (ζούσαμε), με λίγα λόγια. […] Άμα ερχόμαστε στο κέφι, να και τραγουδάκια! Με κέφι δηλαδή… Παίρναμε και μουσικοί, αλλά εμείς μονιάζαμε 3-4 νομάτοι, τραγούδι, να πιούμε κάνα ρακί, ξεχνούσαμε να σηκωθούμε. Είχαμε ένα καλό παιδί, τραγουδιστή καλό… Μονιάζαμε διαλεχτοί. Στου Τρίγωνα τα καφενεία πηγαίναμε… Είχε νεολαία, που κάναν καντάδες (με μουσικά όργανα). Για καντάδα, εμείς δεν κάναμε, πηγαίναμε και τραγουδούσαμε. Άμαν είχα μιαν αγαπητικιά εγώ, πηγαίναμε και τραγουδούσαμε. Κάναν κέφι να μας ακούνε… Αλλά κυνηγούσαν κι οι χωροφυλάκοι άμα τραγουδούσες.

Τραγουδούσε επίσης σε γαμήλια γλέντια φίλων και γνωστών που γίνονταν στα σπίτια, επειδή όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, η πρόσκληση μουσικών στο γαμήλιο γλέντι απαιτούσε οικονομική άνεση:

Στο τραγούδι το ρίχναμε εμείς. Δεν είχαμε όργανα. Έρχονταν οι φιλινάδες της νύφης και τραγουδούσαν…

 

Ρεπερτόριο:

Ο Δημήτρης Σοφιαδέλης τραγουδάει τα τοπικά τραγούδια του Πλωμαρίου, όπως το Έρι-πάλε (αποκριάτικο τραγούδι με «ερωτικό» και «ναυτικό» περιεχόμενο), τα τραγούδια «της κούνιας» (τραγούδια της άνοιξης και της περιόδου του Πάσχα), τα δίστιχα «του καημού και του έρωτα», που τραγουδιούνται πάνω στον «παραπουνικό» ή «πλαγιώτικο» ή «πλωμαρίτικο» σκοπό:

Ως επί το πλείστον τον πλαγιώτικο, τον πλωμαρίτικο τραγουδούσαμε.

Τραγουδάει επίσης «γιεμιτζίδικα» (ναυτικά) τραγούδια και «κοντραμπατζίδικα» (τραγούδια για εκείνους που διεξήγαγαν το λαθρεμπόριο, στις αρχές του αιώνα), για τα οποία αναφέρει:

Παλαιά τα λέγαν αυτά. Εδώ είχε πολλοί κοντραμπατζήδες (λαθρεμπόρους). Καπνά, σπίρτα. Πηγαίναν στην Κάλυμνο, πηγαίναν κάτω. Ντόπιοι ήταν. Εγώ είχα έναν ξάδερφο κοντραμπατζή…

 

Τραγουδάει επίσης κάποια τραγούδια που, έχουν ενσωματωθεί στην τοπική παράδοση όπως «η τράτα μας η κουρελού», το «τριχαντηράκι», κ. ά.

 

Βίντεο

Video Grid with Modal
Video 2
Video 2
Μετάβαση στο περιεχόμενο