Σουσαμλής Παναγιώτης
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Αγιάσος, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1944
Ιδιότητα:
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής είναι επαγγελματίας μουσικός. Σήμερα παίζει ντραμς, ενώ ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία με τρομπόνι και ευφώνιο.
Γονείς:Ο πατέρας του, Προκόπης Σουσαμλής, κατάγονταν από τη Σμύρνη. Πέθανε το 1944 σε ηλικία 40 ετών. Όπως ανέφερε ο Παναγιώτης Σουσαμλής:
Δύσκολα χρόνια, υπηρετούσε κάπου στο στρατό, κρύωσε, τον στείλανε σπίτι για ανάρρωση, φάρμακα δεν υπήρχαν.
Ήταν μουσικός με θεωρητικές γνώσεις και έπαιζε κορνέτα, σαντούρι, βιολί, μαντολίνο, κιθάρα και τρομπόνι. Είχε διδάξει επίσης κάποιους μουσικούς στην Αγιάσο.
Ο παππούς μου δεν έπαιζε, όχι. Από την γενιά του πατέρα μου ξεκινάει… Ο δε πατέρας μου έβγαλε (δηλαδή δίδαξε) πολλούς μουσικούς, πολλούς […], δηλαδή δύο-τρεις, ε τρεις είναι πολλοί για ένα χωριό βέβαια. Θυμάμαι κάποιος Αλτιπαρμάκης, ο οποίος πέθανε και πρόσφατα, βέβαια τα είχε παρατήσει πολλά χρόνια πριν, τον είχε μάθει τρομπόνι. Κάποιον άλλον τον είχε μάθει τρόμπα, πιθανόν και οι παραγγελίες αυτές να οφείλονται για όργανα, γι’ αυτούς. Και κάποιον άλλον πάλι του είχε δείξει τρομπόνι, συνάμα πέθανε και μικρός βέβαια, 40 χρονών πέθανε.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής είναι έγγαμος χωρίς παιδιά. Με την σύζυγό του, η οποία κατάγεται από την Αγιάσο, παντρεύτηκαν δύο μήνες πριν φύγουν στην Αμερική:
Παντρευτήκαμε εδώ… πριν φύγω (για Αμερική). Δύο μήνες πριν φύγω παντρευτήκαμε και στους δύο μήνες πάνω μου βρίσκεται η δουλειά για έξω, εντελώς τυχαία και μου έκαναν την πρόταση.
Στο ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον του Παναγιώτη Σουσαμλή υπάρχουν οι εξής μουσικοί:
- Προκόπης Σουσαμλής, πατέρας του (1904-1944). Έπαιζε κορνέτα, σαντούρι, βιολί, μαντολίνο, κιθάρα και τρομπόνι. Μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής και ξυλουργός.
- Ξενοφών Σουσαμλής, θείος του (1880-1957). Είχε λατέρνα στην Αγιάσο και τη συνόδευε με το ντέφι. Εργαζόταν στο Ειρηνοδικείο ως γραμματέας.
- Αχιλλέας Σουσαμλής, θείος του. Γεννήθηκε το 1884. Μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής και δάσκαλος μουσικής. Έπαιζε βιολί. Γνώριζε επίσης να «χτυπάει» σκοπούς σε λατέρνες.
- Παναγιώτης Σουσαμλής ή «Κακούργος», θείος του. Γεννήθηκε το 1886 και πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Ξυλουργός και επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε κλαρίνο.
- Ραφαήλ Σουσαμλής, γιος του Ξενοφώντα (1903-1982). Μαραγκός και πρακτικός οργανοπαίχτης, έπαιζε ευφώνιο.
- Στράτος Σουσαμλής ή «Σελέμης», γιος του Αχιλλέα. Πέθανε το 1995. Επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε κλαρίνο, ακορντεόν και βιολί.
- Μάριος Σουσαμλής, γιος του Αχιλλέα. Επαγγελματίας μουσικός και τραγουδιστής. Παίζει κιθάρα.
- Παναγιώτης Σουσαμλής ή «Σάμης», γιος του Αχιλλέα. Επαγγελματίας μουσικός και τραγουδιστής. Παίζει κιθάρα. Εργαζόταν ως επαγγελματίας τραγουδιστής στη Θεσσαλονίκη.
- Βασίλης Σουσαμλής, γιος του Αχιλλέα. Γεννήθηκε το 1933. Επαγγελματίας μουσικός, παίζει βιολί.
- Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος», γιος του Παναγιώτη. (1928-1996). Επαγγελματίας οργανοπαίχτης και ξυλουργός. Έπαιζε σαντούρι.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής είναι μουσικός και μαραγκός. Για να μάθει την τέχνη του μαραγκού, φοίτησε για ένα χρόνο σε μια σχολή στην Αθήνα:
Εγώ ξεκίνησα το ’57, το ’62 έλειψα ένα χρόνο στην Αθήνα, πήγα σε μια σχολή, μαραγκός, το ’63, ’64 ξανά.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
O Παναγιώτης Σουσαμλής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αγιάσο. Το 1962 έφυγε για ένα χρόνο στην Αθήνα, για να μάθει την τέχνη του μαραγκού. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 εργάσθηκε ως μουσικός στην Αθήνα και στην επαρχία.
Εγώ ξεκίνησα το ’57, το ’62 έλειψα ένα χρόνο στην Αθήνα, πήγα σε μια σχολή, μαραγκός, το ’63, ’64 ξανά. Το ’64 πήγα φαντάρος και μετά όταν απολύθηκα ήμουν στην Αθήνα. Δούλεψα στην Αθήνα σα μουσικός και πήγα και σε μερικές επαρχίες. Δούλεψα σε λαϊκά μαγαζιά γιατί και μέχρι τώρα ακόμα η μουσική μου είναι το λαϊκό, το παραδοσιακό. Βέβαια παίζουμε και πιο σύγχρονα πράγματα αλλά βασικά είναι λαϊκό.
Είχα πάει στην Κόρινθο, Ναύπλιο – δούλεψα χειμώνα καλοκαίρι δύο χρόνια συνέχεια -, στη Χίο -από Αθήνα πήγα- , Σάμο. Το χειμώνα δουλεύαμε πιο πολύ Αθήνα και το καλοκαίρι πηγαίναμε έξω.
Οι οικονομικές απολαβές, καθώς και οι δυνατότητες επαγγελματικής εξέλιξης αποτέλεσαν τα κίνητρα για να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά στα μεγάλα αστικά και ημιαστικά κέντρα της χώρας.
Τα πράγματα είναι δύσκολα στην επαρχία. Παράδειγμα τον καιρό που απολύθηκα και έμενα στην Αθήνα, βέβαια τα βρήκα δύσκολα, γιατί άγνωστος μέσα σ’ αγνώστους, αλλά όταν άρχισα να παίρνω ένα μεροκάματο τότε, θυμάμαι εκατόν πενήντα δραχμές, εδώ πέρα (στην Αγιάσο) έπαιρναν τριάντα ακόμα, και όχι και κάθε μέρα. Είχε μεγάλη διαφορά και οικονομικά και επαγγελματικά γιατί αλλιώς μπορείς να εξελιχτείς στην επαρχία κι αλλιώς στην Αθήνα, διότι εκεί παίζεις με πολλούς μουσικούς, με καλούς μουσικούς με κακούς μουσικούς, αποκτάς εμπειρίες. Έχει τραγουδίστριες, τραγουδιστές πρέπει να βγάλεις κάποιο πρόγραμμα.
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής επέστρεψε στην Αγιάσο το 1986, όπου και διαμένει μέχρι σήμερα, εργαζόμενος ως μουσικός:
Η σωστή κίνηση επαγγελματικά ήταν να μείνω στην Αθήνα, πάντα η Αθήνα είναι το κέντρο, είχα γνωριμίες. Προτίμησα να έρθω εδώ, γιατί ήθελα πια λίγη ησυχία. Ήρθα εδώ, βρήκα μουσικούς από ’δω φτιάξαμε συγκρότημα από ’δω, πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο και γυρίζουμε στα χωριά τώρα στα πανηγύρια, σε γάμους.
Η γυναίκα μου και αυτή είναι από την Αγιάσο, παρόλα αυτά η γυναίκα μου δεν ήθελε να έρθουμε εδώ (στην Αγιάσο), άσε που δεν ήθελε να φύγουμε και από την Αμερική, αλλά εν πάσει περιπτώσει, αφού θα γυρίζαμε ήθελε να μέναμε στην Αθήνα. Εγώ όμως την κατάφερα και ήρθαμε εδώ…. Είχα και την μάνα μου στην σκέψη μου, να είμαι κοντά της.
Δύο μήνες μετά το γάμο του, το 1972, ο Παναγιώτης Σουσαμλής μετανάστευσε στην Αμερική, με την σύμφωνη γνώμη της συζύγου του. Στο διάστημα αυτό εργάσθηκε ως μουσικός σε διάφορα κέντρα του Καναδά και της Νέας Υόρκης. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1986.
Από το ’72 μέχρι το ’86 έφυγα έξω, Καναδά για ενάμισι χρόνο και μετά Αμερική…. Πάντα ήθελα να φύγω κι εδώ που ήμουνα ήθελα να φύγω. Όταν ήμουν στο χωριό ήθελα να φύγω στην Αθήνα. Μετά πάλι στην Αθήνα ήθελα να φύγω έξω. Βρέθηκε κάποτε η ευκαιρία, ήρθε κάποιος από τον Καναδά που ’χε μαγαζί κι ήθελε ολόκληρο συγκρότημα και πρόγραμμα. Τότε ήταν οι ατζέντες, καλλιτεχνικοί πράκτορες και τα μαγαζιά απευθύνονταν σ’ αυτούς. Στους ατζέντες αυτούς πηγαίναμε πάλι εμείς οι μουσικοί. Πήγε αυτός τότε στον συγκεκριμένο ατζέντη, του λέει “θέλω ένα πλήρες συγκρότημα”. Έτυχε τότε και δεν πήγε καλά το μαγαζί που δούλευα, ήταν χειμερινή σεζόν, συγκεκριμένα δούλευα με το Γαβαλά στην Εθνική οδό, δεν πήγε καλά κι έκλεισε το μαγαζί. Το ’ξερε ο ατζέντης, μου τηλεφωνάει ότι έτσι κι έτσι, εν τω μεταξύ ήμουν και νιόπαντρος τότε. Το συζητάω με τη γυναίκα μου και μου λέει “πάμε”. Πήγαμε μ’ ένα συμβόλαιο για τρεις μήνες. Μείναμε όλοι παραπάνω, εκτός από το μπουζούκι, κάθε τρεις μήνες κάναμε ανανέωση, γιατί αυτό ήταν υποχρεωτικό από το emigration, ανανέωση στην ανανέωση μείναμε ενάμισι χρόνο. Μετά δε μας δίνανε άλλο. Συνέπεσε τότε να έρθει κάποιος από τη Νέα Υόρκη που ήθελε μουσικούς ολόκληρο συγκρότημα. Πήγαμε εγώ, ο μπουζουξής και ο κιθαρίστας. Έτυχε αυτό τότε, αλλιώς θα ’χα γυρίσει. Μπορεί να ’ταν καλύτερα μπορεί να ’ταν χειρότερα, δεν ξέρω. Δε μετάνιωσα που πήγα, αλλά μπορεί να ’μουν και καλύτερα γιατί είχα πλέον γνωριμίες, θα μπορούσα να δουλέψω σε καλά μαγαζιά. Μας πήρε αυτός, μετά από ένα μήνα τραβάει και τον αρμονίστα και μέναμε πια εκεί, για ενάμισι χρόνο υποχρεωτικά γιατί βάλαμε τα χαρτιά μας για μόνιμη εγκατάσταση. Μέναμε σ’ αυτόν υποχρεωτικά μέχρι να πάρουμε την πράσινη κάρτα και μετά φύγαμε από αυτόν. Τότε η Νέα Υόρκη είχε επτά μαγαζιά ελληνικά… Από την Αμερική φεύγω το ’86.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Το 1964 ο Παναγιώτης Σουσαμλής παρουσιάσθηκε στην Σύρο για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Κατά την διάρκεια της θητείας του αποσπάστηκε για 16 μήνες σε στρατιωτική μπάντα, όπου έπαιζε τρομπόνι.
Φεύγοντας, πριν παρουσιαστώ για φαντάρος στη Σύρο, πέρασα από την Αθήνα καμιά βδομάδα πιο μπροστά, πήγα στο δάσκαλο με άκουσε, μου είπε μερικά πράγματα, εγώ το είχα μαζί μου το όργανο στο στρατό. Όταν αποσπάστηκα απ’ το κέντρο εκπαιδεύσεως με στείλανε στο Κιλκίς. Εκεί είχε έδρα η Εβδόμη Μεραρχία. Μ’ είχαν αποσπάσει εκεί στον ένα με ενάμισι μήνα, πηγαίνω εγώ μέσα στο λόχο που ήταν της μουσικής με το όργανο, λέω “παίζω τρομπόνι”, μου λένε “παίξε κάτι”, παίζω, μετά από μια εβδομάδα πήρα απόσπαση, γιατί η ειδικότητα μου ήταν μαραγκός, και κάθισα στη μπάντα δεκαέξι μήνες. Αυτό με βοήθησε γιατί και μελετούσα και πιο καλό στρατιωτικό έκανα. Έξι μήνες πριν απολυθώ με αποσπάσανε στο Καρπενήσι. Εκεί είχε κάνει σεισμούς, και μαζέψανε ειδικότητες μαραγκών από όλα τα σώματα και κάναμε παράγκες για τους σεισμοπαθείς. Αλλά πάντα το τρομπόνι το ’χα μαζί μου, όποτε έβρισκα ευκαιρία έπαιζα.
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής περιγράφει τον ανταγωνισμό μεταξύ των κομπανιών που συμμετείχαν στα πανηγύρια των χωριών της Λέσβου. Ο ανταγωνισμός εκδηλωνόταν κυρίως με την ένταση των μουσικών οργάνων και την αλληλοεπικάλυψη του ήχου των συγκροτημάτων:
Οπωσδήποτε τα μηχανήματα δεν ήταν δυνατά, να δημιουργούν αυτό τον πονοκέφαλο που δημιουργούν σήμερα. Όταν ήταν σε κάποια απόσταση, περίπου δεν ενοχλούσε ο ένας τον άλλον. Έτυχε όμως, θυμάμαι συγκεκριμένα, στην Γέρα, στον Σκόπελο, τώρα πρέπει να ήμουνα εγώ 15-16 χρονών, πρέπει να ήτανε το 1961 μάλλον ή 1962. Εκεί γίνεται ένα πανηγύρ’, της Αγιάς Μαγδαληνής. Εκεί παίζαμε σε μια πλατεία, και από πάνω σ’ ένα ύψος 3-4 μέτρων υπήρχαν κάποια άλλα καφενεία και παίζαν κάποιοι Μυτιληνιοί. Λοιπόν αυτοί είχαν κάποια μηχανήματα και μας ενοχλούσαν, ισχυρά σε σχέση με την εποχή εκείνη. Αλλά επειδή ήταν αυτοί σε ύψωμα και εμείς χαμηλά και σχετικά κοντά μας ενοχλούσαν. Και τώρα εμείς τί να κάνουμε, πως να αντεπεξέλθουμε; Θυμάμαι, βγάλαν ένα μικρόφωνο και το βάλαν μπροστά στην μπότα. Και φυσικά η μπότα τους μπέρδευε και έτσι καλμάραν τα πράγματα. Άρα και τότε υπήρχαν κόντρες, παρόλο που τα μηχανήματα ήταν αδύνατα, άμα ήταν κοντά.
Αλλά ο ξάδερφος μου ο Σουσαμλής, αυτός που έπαιζε το κλαρίνο μου διηγιόταν μια ιστορία που τα συγκροτήματα ήταν έτσι, το ένα το καφενείο ήταν εδώ και το άλλο εδώ, πολύ κοντά. Δηλαδή τα δύο συγκροτήματα τα χώριζε ένα μέτρο, και γύριζε το τρομπόνι, ξέρεις το τρομπόνι είναι ισχυρό όργανο, έτσι τη καμπάνα και τον είχε πεθάνει […] το κλαρίνο. Το κλαρίνο εν συγκρίσει με το τρομπόνι είναι ένα αδύνατο όργανο στην ένταση, τον είχε πεθάνει, είχε αρρωστήσει δηλαδή. Επίσης ένας άλλος Κάπος (;) που τώρα δεν είναι μουσικός, μου διηγόταν, έπαιζε τρομπόνι, ε, αυτός, όπως και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι-ανταγωνισμός […], χωρίς μικρόφωνα έτσι γύριζε την καμπάνα προς τους άλλους μουσικούς και τους ενοχλούσε. Πάντα υπήρχε ανταγωνισμός έστω και χωρίς ενισχύσεις.
Εμάς συγκεκριμένα πρόπερσι, ήμουνα με κάποιον που έπαιζε κλαρίνο, μπορεί να τον έχεις ακούσει, που και η γυναίκα του τραγουδάει, αυτός είναι μάλλον από τη Θεσσαλία, Ντάφος λέγεται, μένει εδώ στην Μυτιλήνη. Παίζαμε κάπου, εμείς ήμασταν έξω, ήταν έτσι ένα μέρος που μόνο από μπροστά ήταν ανοιχτό. Καθίσαμε, κάτσε να στο δείξω […], εδώ τοίχος, τοίχος, τοίχος, την πρώτη μέρα καθίσαμε μέσα στο βάθος και κάπου θαφτήκαμε. Την δεύτερη μέρα, εδώ είναι το άνοιγμα, καθόμαστε εδώ, απέναντι είναι το καφενείο, είναι ο δρόμος έτσι, και δίπλα ακριβώς είναι μια άλλη μουσική οι οποίοι παίζαν μέσα. Βγάλαν τα μεγάφωνα και τα γυρίσανε επάνω μας, αντί να κοιτάζει το μεγάφωνο μέσα το γυρίσαν προς τα εμάς! Και πραγματικά μας κάναν με τα κρεμμυδάκια. Αυτό έγινε στην Στύψη.
Εν πάσει περιπτώσει, σου λέω ότι τα χτυπήματα υπήρχαν και τότε και υπάρχουν και σήμερα. Βέβαια σήμερα είναι πολύ οδυνηρά. Τώρα όταν λέμε μια μικροφωνική δύο χιλιάδες βατ, τι σημαίνει αυτό. Ότι θα παίξουμε σ’ ένα γήπεδο που θα χωράει μέσα δύο χιλιάδες κόσμο. Δύο χιλιάδες βατ πήραν στην Αγιά Παρασκευή πρόπερσι, οι ίδιοι που μας κάναν εμάς το «κλύσμα». Είδες πως είναι; Είναι ένας δρόμος που ανεβαίνει και δεξιά και αριστερά υπάρχουν καφενεία και κάθεται ο κόσμος. Τι μικροφωνική μπορεί να θέλει εκεί; Με εκατό βατ, άντε διακόσια κάνεις άνετα την δουλειά σου, τώρα τα δύο χιλιάδες βατ, ποιος είναι ο λόγος;
Γιατί υπάρχει; ναι, είναι […], αυτό εξηγείται ως εξής, αυτό μέχρι και σήμερα το κάνει για να σε καθηλώσει εσένα, να φύγει ο κόσμος από εκεί και να δουλέψει αυτός. Αυτός είναι όλος ο σκοπός, γιατί και σήμερα αυτό γίνεται, κοιτάζουνε πως θα σε χτυπήσουν εσένα να μην μπορεί να σταθεί ο κόσμος και να μαζευτούν σ’ αυτούς. Αυτό ειδικά γίνεται στην Αγιά Παρασκευή. Ναι, γιατί είναι κοντά-κοντά κι αυτά και βάζουν και δυνατές εντάσεις, γυρίζουν και τα μεγάφωνα εν πάσει περιπτώσει προς το μέρος της άλλης ορχήστρας, και ο απώτερος σκοπός είναι αυτός. Βέβαια άμα είσαι άνθρωπος δεν το κάνεις.
Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής απόφοιτος Δημοτικής εκπαίδευσης:
Από μικρός είχα μια τάση προς τη μουσική, τελειώνοντας το Δημοτικό, δεν κατάφερα να πάω Γυμνάσιο, γιατί πληρώναμε τότε, χρήματα δεν υπήρχαν, και είχα ένα ξάδελφο, ο οποίος ήταν μουσικός, έπαιζε κλαρίνο, λεγόταν Στρατής Σουσαμλής κοινώς «Σελέμης». Η μάνα μου του είπε “να μάθουμε το μωρό κάτι”.
Μουσική παιδεία:
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής είναι επαγγελματίας οργανοπαίχτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας έκανε μαθήματα θεωρίας της μουσικής σε Ωδείο.
Ε, όταν απολύθηκα, γράφτηκα στο ωδείο, πήγα τρία χρόνια θυμάμαι στο ωδείο Αθηνών, πήγα τρία χρόνια εκεί, βασικά θεωρητικά αρμονία και όργανο, τρομπόν’. Αλλά στα τρία χρόνια απάνω τα κακάρωσα, τα χείλια μου. Πάθαν κάποια χαλάρωση και δεν μπορούσα να βγάλω νότες, ειδικά από το μεσαίο το ντο και επάνω μέχρι το σολ-λα, που μπορεί να πάει περίπου το τρομπόνι άνετα […], δηλαδή ντο-ρε […].
Οι θεωρητικές γνώσεις μουσικής που έλαβε στο Ωδείο φάνηκαν ιδιαίτερα χρήσιμες την περίοδο που μάθαινε να παίζει τζαζ στην Αμερική. Οι τεχνικές διδασκαλίας που ακολουθούσε ο Τζαζίστας δάσκαλός του απαιτούσαν προηγούμενη θεωρητική κατάρτιση:
Εντάξει, ναι με βοηθούσε η παιδεία που είχα, γιατί εκεί (στην Αμερική) πάντα με μεθόδους, καμιά δεκαριά μέθοδοι και κάθε μέθοδος το δικό της σκοπό. Αν δεν μπορούσες να διαβάζεις, δεν μπορούσες να κάνεις και μαθήματα. Άλλες ασκήσεις για να γίνουν τα χέρια, άλλες ασκήσεις για να έχεις το “Feel Τζάζ” , άλλες ασκήσεις για να παίξεις ταμπούρο υποτίθεται σε συμφωνική, όλο, όλη την γκάμα.
Όπως ο ίδιος υποστηρίζει, οι θεωρητικές γνώσεις είναι απαραίτητες όταν για την εκμάθηση ενός τραγουδιού δεν υπάρχει η αντίστοιχη ηχογράφηση. Σε αυτήν την περίπτωση το μέλος της κομπανίας που μπορεί να διαβάσει νότες, παίζει το σκοπό στους πρακτικούς οργανοπαίχτες για να τον μάθουν δια της ακοής.
Ο Χαρίλαος (Ρόδανος – από το Αγιασώτικο συγκρότημα «Άννες») ήταν βασικά ο κορμός στο συγκρότημα…. Νομίζω η «Μουζού» (προσωνύμιο του Στρατή Ψύρρα) ήτανε πρακτικός… Καλά η κιθάρα που έπαιζε ο Σταύρος (Ρόδανος) δε χρειάζεται να διαβάζει, έκανε τ’ ακοπανιαμέντα, άκουγε τ’ ακόρντα. Αλλά ο άλλος ο Ψείρας, δεν μπορώ να πω, μπορεί να διαβάζει ο άνθρωπος, λέω εγώ τι ξέρω. Εφόσον έκανε πρίμο θα διάβαζε, θα ’ταν πολύ καλό, αλλιώς πρέπει να το παίξει αυτός που διαβάζει για να τ’ ακούσουν οι άλλοι, εφόσον δεν υπήρχαν οι κασέτες. Ενώ τώρα δεν έχει ανάγκη ο πρακτικός, απ’ αυτόν που διαβάζει, και μπορώ να σου πω ότι οι σημερινοί πρακτικοί είναι πολύ πιο καλοί από αυτούς που διαβάζουν. Έχουν τρομερό αυτί, είναι και θέμα εξάσκησης αυτό. Και πιο πολύ θυμάσαι ένα κομμάτι όταν το μάθεις πρακτικά, παρά όταν το διαβάζεις.
Μουσική μαθητεία:
Η μητέρα του Παναγιώτη Σουσαμλή, ζητά από τον Στρατή Σουσαμλή ή «Σελέμη» – ξάδελφό του – να του μάθει μουσική. Η περίοδος εκπαίδευσής του διήρκησε ένα με δύο χρόνια, ενώ από τους πρώτους 5-6 μήνες συμμετείχε περιστασιακά σε εμφανίσεις της κομπανίας.
Άρχισε να μου κάνει με τα χέρια κάτι ρυθμούς κάτι αυτά, με κατάφερε αλλά εγώ πάλι το νταβούλι που λέμε δεν το ’θελα γιατί κάποιος που ’παιζε τότε, είχε ένα μεγάλο αυτό μ’ ένα ταμπούρλο… Ο Μιχάλης ο «Λαγός». Και δε μου έκανε εντύπωση αυτό το πράγμα. Τέλος πάντων άρχισε να με ενθουσιάζει και πραγματικά άρχισα να μαθαίνω, στην αρχή με κάτι ξυλάκια με μια μασιά είχα εδώ σαν είδος μπότα, και πράγματι σε λίγο καιρό παραγγείλαμε στην Αθήνα ένα σετ, το οποίο ήταν για τότε πρωτοποριακό. Μέσα σε λίγο διάστημα άρχισα μουσική, με νότες πάντα, με ξεκίνησε ο ξαδελφός μου ο οποίος πολύ με βοήθησε. Μου ’δειξε τ’ ακομπανιαμέντα, κλαρίνο έπαιζε αυτός, είχε μια ιδέα πως είναι το χασάπικο, πως είναι ο καρσιλαμάς πως είναι το ζεϊμπέκικο, απλά πράγματα κι έτσι ξεκίνησα, μέσα σε 5-6 μήνες, ήμουνα τότε- το ’57- 13 χρονών, άρχισα να παίρνω μέρος στα εύκολα και στα πιο δύσκολα έπαιζε κάποιος άλλος, ο Κουρβανιός ο Γρηγόρης, σε ένα δυο χρόνια ήμουνα πια έτοιμος, έπαιζα κανονικά. Κάναμε πρόβες.
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής είχε αποκτήσει θεωρητικές γνώσεις μουσικής, πριν παρακολουθήσει τα μαθήματα στο Ωδείο, από τον δάσκαλό του, τον ξάδελφό του Στρατή Σουσαμλή ή «Σελέμη»:
Άρχισε να με μαθαίνει – μουσική θεωρητικά – μάλιστα το πρώτο μάθημα που μου ’κανε, το θυμάμαι ακόμη, ύστερ’ από τόσα χρόνια και δεν πρόκειται να το ξεχάσω και…. Μου λέει, «η μουσική γράφεται σ’ ένα πεντάγραμμο, το πεντάγραμμο σημαίνει 5 γραμμές, το οποίο περιέχει 4 διαστήματα. Στα διαστήματα είναι – ακριβώς έτσι – φα, λα, ντο, μι, στις γραμμές είναι, μι, σολ, σι, ρε, φα». Αυτό ήταν το πρώτο μάθημα. Το κατάλαβα εγώ αμέσως. Πάω στη μάνα μου: “Έμαθα μουσική, έμαθα μουσική!”. Αυτό νόμιζα ότι ήταν όλο. Μετά αυτός με συνέχισε, άρχισα να κάνω σολφέζ ρυθμικό, όχι φωνητικό και σ’ ένα, δύο μήνες, τρεις άρχισε να με μαθαίνει ρυθμούς… Μου ’κανε πρώτα βέβαια ότι αρχίζουμε με το ολόκληρο, αυτό διαιρείται σε δύο ήμισυ, τα ήμισυ σε δύο τέταρτα, το ολόκληρο, ε, όγδοα, όλη αυτή την ανάλυση… Αν είχα προχωρήσει μου ’βαζε ας το πούμε ότι δηλαδή ξέρω γω τι, φτάσαμε στα όγδοα, μετά άρχισε να μου μιλάει για παρεστιγμένα, για παύσεις και τα λοιπά, έτσι προχώρησα.
Την περίοδο που ο Παναγιώτης Σουσαμλής είχε μεταναστεύσει στην Αμερική έκανε μαθήματα ντραμς σε έναν Τζαζίστα δάσκαλο
Θέλησα να κάνω (ντραμς) εδώ όταν ήμουνα μικρός, ήταν κάποιος εδώ που φημιζόταν Μπουχλέλλη τον λέγαν, εδώ στη Μυτιλήνη, κατέβηκα εγώ, ήρθα τον βρήκα, μάλιστα μου λέει ο μπάρμπας μου ο Αχιλλέας, “πέσ’ του ότι σε στέλνω εγώ, τον γνωρίζω”. Θυμάμαι πήγα τον βρήκα σπίτι του και συγκεκριμένα θυμάμαι είχε ένα ραδιόφωνο και έβαλε ένα ταγκό και μου ’δειξε λίγο το ταγκό. Δεν είχα ανθρώπους να μου δείξουνε τεχνικά. Βέβαια μετά στην Αθήνα το τρομπόνι, πήγαινε κανονικά με θεωρία μουσικής με τα πάντα. Και στην Αμερική πήγα σ’ ένα δάσκαλο Αμερικάνο, ντραμς, μεγάλη τεχνική πάρα πολύ μεγάλη, φοβερή. Όσο νομίζεις ότι είναι ένα όργανο που… λάθος, έχει φοβερή τεχνική. […] Τζαζίστας ήταν ο δάσκαλος. Βέβαια κάναμε γενικά, από το χειρισμό ας πούμε μέχρι, τζαζ, ροκ, πάντα βάσει μεθόδου. Αλλά ξέρει το τρόπο να στο δείξει. Δηλαδή τώρα μια μέθοδος έχει, μια γραμμή μουσικής, αυτός μπορεί να το κάνει με χίλιους τρόπους και μ’ αυτό το τρόπο, εμείς το λέμε στην ορολογία, “σπάνε τα χέρια σου”, δουλεύει το μυαλό και γίνεται συνεργασία χέρια πόδια, γιατί το καθένα κάνει διαφορετικό πράγμα, κι εκτός απ’ αυτό τεχνική, πως θα πιάσεις τα ξύλα, πως θα χτυπήσεις.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Το 1957, ο Παναγιώτης Σουσαμλής ξεκινάει να παίζει και συνεργάζεται με τους μουσικούς από την Αγιάσο:
Ήταν ο «Σελέμης» (Στρατής Σουσαμλής), ήταν ο Μάριος (Σουσαμλής) τραγούδι, κιθάρα, ο Παναγιώτης Μαλούκης έπαιζε ακορντεόν, πριν πεθάνει έπαιξε και στην Αθήνα, ο Γρηγόρης Κουρβανιός, μπουζούκι, ο Βασίλης ο Σουσαμλής, βιολί, αυτοί ήμασταν. Ο «Σάμης» (Παναγιώτης Σουσαμλής) ήταν Αθήνα, δεν τον πρόλαβα εγώ. Ο Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος» δεν ήταν μαζί μας, ήταν με το τρίτο συγκρότημα (με τους αδελφούς Μουτζουρέλλη ή «Λαγούς»)…. Δεν ξέρω τώρα, ήθελε πάντα να ’ναι όπως τα ’θελε αυτός, υποθέτω, γιατί δεν έτυχε ποτέ να συνεργαστούμε, μόνο μια-δυο φορές με το Αναγνωστήριο κάποιες οπερέτες ανεβάσαμε και έλαβε κι αυτός μέρος, αλλά δεν παίξαμε ποτέ μαζί σα συγκρότημα.
Για την περίοδο αυτή ο Παναγιώτης Σουσαμλής αναφέρει:
Ήμασταν δυο συγκροτήματα, τρία ήμασταν στην ουσία, δυο ήμασταν έτσι πιο αναπτυγμένοι». Το τρίτο συγκρότημα ήταν: «…ο «Κακούργος» ο Γιάννης με το «Λαγό» το Μιχάλη, κάποιο Ευστράτιο Πρινίτη, έπαιζε κιθάρα και κάποιος έπαιζε βιολί, το «Κουμέλλη» δε θυμάμαι το επίθετο του. Αλλά στα κέντρα που υπήρχαν τότε πιο πολύ παίζαμε εμείς και οι “Άννες” (συγκρότημα της οικογένειας Ρόδανου).
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής έπαιζε με την οικογενειακή κομπανία των αδελφών Σουσαμλή. Παλαιότερα, το όνομα της κομπανίας ήταν «Γλίτσ’ματα».
Εμάς λεγότανε […] παλιά «Γλίτσ’ματα». Αυτό το παρατσούκλι όμως εξέλειψε, εγώ όταν το έφθασα, το λέγαν αλλά οι παλιοί πάλι μόνο. Μετά Σουσαμλήδες. Οι άλλοι ήταν οι «Άννες», «Άννες»… Δεν ξέρω γιατί τους βαφτίσανε «Άννες»; Ρόδανος είναι το όνομα.
Για τις σχέσεις και τον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο μεγάλων συγκροτημάτων της Αγιάσου, της οικογένειας Σουσαμλή και της οικογένειας Ρόδανου ή «Άννες» ο Παναγιώτης Σουσαμλής αναφέρει:
Ε, φιλικές (σχέσεις). Πάντως πάντα οι «Άννες» ήταν υπερόπτες. Ήταν γιατί τώρα …Αλλά πάντα φιλικές σχέσεις. Σαν επαγγελματίες ήτανε πιο καλοί από εμάς, σα σύνολο. Ήταν ο Χαρίλαος που στον καιρό του ήτανε καλός αφενός και αγαπητός, όχι αγαπητός γιατί αγαπητοί ήμασταν όλοι και μπορώ να πω πιο πολύ εμείς, αλλά τον τράβαγε τον κόσμο, τον θέλαν.
Στην Αθήνα, στο διάστημα 1966-1972, ο Παναγιώτης Σουσαμλής συμμετείχε σε διάφορα μουσικά σχήματα, ανάλογα με την εποχή:
Δούλευα σε διάφορα, ανάλογα με την σεζόν. Μόνο στο Ναύπλιο ήμασταν πάντα οι ίδιοι, γιατί ο ίδιος είχε καλοκαιρινό και χειμερινό μαγαζί. […] Συγκεκριμένα δούλευα με το Γαβαλά στην Εθνική Οδό, δεν πήγε καλά κι έκλεισε το μαγαζί… Και με τον Τσετίνη δούλεψα και με άλλα ονόματα που δε τα θυμάμαι τώρα.
Το χρονικό διάστημα που ο Παναγιώτης Σουσαμλής ήταν στην Αμερική [1972-1986] είχε συνεργασθεί με τραγουδιστές από την Ελλάδα
Στον Καναδά και στην Αμερική δουλεύαμε με τραγουδιστές, που και που φέρνανε φίρμες από την Ελλάδα για να σηκωθεί το μαγαζί (π.χ. Διαμάντη, Τσετίνης, Ξανθή Καραθανάση, Ξανθόπουλος, κ.α.).
Ε, μουσικοί με Έλληνες, περάσανε εκεί στα κέντρα που δούλευα, διάφορες φίρμες και πολλές φορές οι φίρμες φέρνανε το μπουζούκι το δικό τους. Τότε θυμάμαι κάποιος Θύμιος Θωραΐτης ήταν πολύ της εποχής τότε, είναι ίσως λίγο πιο μεγάλος από εμένα, στην εποχή του υπήρξε όνομα καλό. Πολύ καλό μπουζούκι. Ε, διάφορα όργανα και με αρκετούς επώνυμους τραγουδιστές […]. Λίτσα Διαμάντη. […] Με ρεμπέτη έχω παίξει με τον Αργύρη Βαμβακάρη, αδερφός του Μάρκου Βαμβακάρη, πιο μικρός μεν, αλλά πολύ καλό μπουζούκι δε.
Το 1986, ο Παναγιώτης Σουσαμλής επέστρεψε στην Αγιάσο και έκτοτε συνεργαζόταν με τα συγκροτήματα των Γιαννακουδάκη και Νίκου Καλαϊτζή ή «Μπινταγιάλα». Τα τελευταία χρόνια παίζει με το καινούργιο του συγκρότημα σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις και σε πανηγύρια.
Ήρθα εδώ (το 1986 από την Αμερική), βρήκα μουσικούς από ’δω φτιάξαμε συγκρότημα από ’δω, πότε με τον ένα και πότε με τον άλλο και γυρίζουμε στα χωριά τώρα, στα πανηγύρια, σε γάμους. Συγκεκριμένα με δυο συγκροτήματα, με το Γιαννακουδάκη, δυο αδέλφια είναι, ο ένας παίζει μπουζούκι ο άλλος κιθάρα, δούλεψα κάπου τρία με τέσσερα χρόνια, κανά δύο-τρία χρόνια δούλεψα με το «Μπινταγιάλα» (Νίκο Καλαϊτζή), και δυο χρόνια τώρα είμαι με το συγκρότημα το καινούριο που έχουμε». Στο καινούργιο του συγκρότημα συμμετέχουν οι μουσικοί: «Ο Παναγιώτης Φραντζής ή «Καρβουνάκι» από τον Ασώματο, ο Παναγιώτης Λημναίος ή «Ψημένος» από το Ίππειος, άλλος ένας αρκετά ηλικιωμένος είναι από τη Γέρα, ήταν κι αυτός στην Αμερική, παίζει μπουζούκι και τραγουδάει, ο Στρατής Αράπογλου, κι ένας Χρήστος (Παπανικολάου) από τα Βασιλικά παίζει κιθάρα αλλά αυτός μένει Αθήνα κι έρχεται μόνο τα καλοκαίρια.
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής αναφέρεται και σε περιπτώσεις κομπανιών από τη Μυτιλήνη που παίζανε στην Αγιάσο
Επί καθημερινής βάσεως που σου λέω παίζαμε εμείς οι ντόπιοι, και στο ένα (κέντρο) που σου λέω που το είχε ο “Φονιάς”, έφερνε και από την Μυτιλήνη. Γιατί βασικά ήταν δύο τα συγκροτήματα.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Κατά την διάρκεια της χειμερινής περιόδου, ο Παναγιώτης Σουσαμλής έπαιζε σε καφενεία της Αγιάσου, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες οι μουσικές του εμφανίσεις ήταν κυρίως στο εξοχικό κέντρο στην είσοδο του χωριού, το επονομαζόμενο «Κήπο της Παναγιάς». Τακτική ήταν, επίσης, και η παρουσία του στα διάφορα πανηγύρια και γλέντια της ευρύτερης περιφέρειας της Αγιάσου.
Τότε ήταν “Κήπος της Παναγίας”, εμείς συνήθως δουλεύαμε εκεί. Πρώτα ξεκινούσαμε, να το πάρουμε με τη σειρά, από το “Καμπούδι”, περίπου τέτοια εποχή, κάθε βράδυ…. Ερχόταν ο κόσμος οι ντόπιοι, δεν υπήρχε άλλη διέξοδος τότε, ήταν βέβαια ο πληθυσμός πολύ περισσότερος. […] Μόλις έπιανε καλοκαιράκι κατεβαίναμε κάτω, πηγαίναμε στον “Κήπο της Παναγιάς” συνήθως και οι “Άννες” παίζαν στου “Χατζηραβδέλλη” εκεί που είναι τώρα το “Πάρκο” που λέμε. […] Το καλοκαίρι εντάξει παίζαμε καθημερινά, βέβαια δεν παίρναμε τίποτα σπουδαία, λίγα ποσοστά κανά τυχερό όταν χορεύανε, πότε-πότε κανά γάμο, παίζαμε καθημερινά αλλά απολαβές δεν είχαμε. […] Κάπου, κάπου το χειμώνα κάποια καφενεία μέσα στην αγορά βάζαν μουσική.
Εκτός από τα πανηγύρια, πάντα υπήρχε η περίπτωση εκεί που κάθεσαι, να σε φωνάξουν να πας να παίξεις. Τι γινόταν, η διασκέδαση ήταν περιορισμένη, οι γλεντζέδες, ας το πούμε έτσι, του χωριού που τύχαινε να βρεθούνε να πίνουν, όταν ερχόντουσαν σε κέφι, είτε ημέρα ήταν, είτε νύχτα, φωνάζαν τα όργανα, την μουσική. Βέβαια πότε φωνάζαν εμάς, πότε τους άλλους, ανάλογα τους φίλους που είχε κανείς. Αν τύχαινε και διασκεδάζαν την ημέρα, πολλές φορές [….] ‘πάμε τώρα να βγούμε στον δρόμο’. Εμείς μπροστά, αυτοί από πίσω, παίζαμε τα “Ξύλα”, κάποιους σκοπούς που συνηθιζόντουσαν τότε, φτάναμε σε κάποια γειτονιά, σταματάγαμε-χορεύανε κ.ο.κ. Αυτό βέβαια στα χρόνια τα δικά μου δεν ήταν και πολύ έντονο, είχε περάσει, αλλά συνέβαινε πού και πού.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Για την προέλευση των πρώτων ντραμς που προμηθεύτηκε ο Παναγιώτης Σουσαμλής αναφέρει:
Σχετικά γρήγορα παραγγείλαμε ένα σετ τότε, το οποίο μπορώ να πώ για την εποχή τότε, πιθανόν να μην υπήρχε και άλλο στη Μυτιλήν’. Ήταν πλέον μια κανονική κάσα, ένα ταμπούρο, και ένα πιατίνι της πλάκας. Και μετά επειδή το πιατίνι δεν ήταν και τόσο καλό, μετά από κανέν’ χρόνο, παράγγειλα τότε θυμάμαι στην Αθήνα, δεν θυμάμαι όμως πώς, και έκανε οχτακόσιες δραχμές και μάλιστα δεν τις είχα και δανείστηκα. Και αυτός που έπαιζε το μπουζούκι μαζί μας, Κουρβανιός λεγόταν, Γρηγόρης Κουρβανιός, του φάνηκε τόσο πολύ ότι κόστιζε, και όπου και να πηγαίναμε έλεγε το βλέπεις αυτό, ξέρ’ς πόσα κάν’; Οχτακόσιες! Δραχμές! Βέβαια οχτακόσιες δραχμές εδώ ήταν οχτακόσιες δραχμές! Το 1960 κάπου εκεί μέσα, όχ’ πιο πριν, το 1959, το 1958; Ήταν πολλά! Αφού το μεροκάματο τότες ήταν 25-30 δραχμές, ένα πιατίνι και τι! πάλι πιατίνι της πλάκας. Μάλλον Τουρκικό πρέπ’ να ήταν. Δεν ξέρω επειδή έχω διαβάσει λίγο την ιστορία του Τζιτζιά, που βγάζ’ τα πιατίνια τα φημισμένα, γράφει ότι οι καταβολές τους […], ο πάππους του είχε φύγ’ από την Τουρκία, και φυλάνε το μείγμα (με το οποίο κατασκεύαζαν τα πιατίνια τους), όλα αυτά μυστικό, ότι διατηρούν δηλαδή τα μείγματα, όχι την τεχνολογία μπορώ να πω, αλλά τα μείγματα εκείνα μέχρι τώρα, το οποίο κρατείται μυστικό εφτασφράγιστο, και αναφέρεται σ’ αυτή την ποιότητα, το οποίο πραγματικά είναι πολύ καλό για πιατίνι. Έχουν γλυκιά λάκα, κάτι «πέιστι», νομίζω Ελβετικά είναι, και αυτά καλά είναι. Αλλά τα Τζιτζιάνι αυτά είναι πολύ καλά. Ναι στην Αμερική είναι το εργοστάσιο, δεν ξέρω πια αν […], γιατί ακόμα βγάζουν Τουρκικά πιατίνια, αλλά δεν ξέρω […]. Αυτός είναι μόνο ο Τζιτζιάς, μόνο ο Τζιτζιάς είναι αυτός, διότι από εκεί προέρχονται οι ρίζες τους. Οι άλλοι πια φτιάξαν μετέπειτα, άλλες εταιρείες πια εκείνοι.
Τοπικές δράσεις:
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής έχει παίζει μουσική σε όλη σχεδόν τη Λέσβο, εκτός από την Καλλονή. Συγκεκριμένα, τα χωριά που έχει επισκεφτεί στη Λέσβο για να παίξει μουσική είναι:
- Αγιάσος:
Στου “Ντουλά” δούλεψα δυο-τρία καλοκαίρια, στον “Κήπο της Παναγίας” τέσσερα. Στου “Γραμμέλλη” δε δούλεψα. Μετά τον Γραμμέλλη το πήρε ο “Φονιάς” (το 1960). Στο “Φονιά” ένα καλοκαίρι δούλεψα. Και έβαζε και ο “Καμαρός” αυτό που είναι τώρα του “Κατσαμπού”, αυτός έβαζε μουσική μόνο το Δεκαπενταύγουστο καμιά βδομάδα, και συνήθως έφερνε μουσική απ’ έξω γιατί οι ντόπιοι ήταν ήδη κλεισμένοι. Μάλιστα το καλοκαίρι, τις Κυριακές δουλεύαμε και τα πρωινά μετά την εκκλησία, στον “Κήπο της Παναγιάς” γινόταν αυτό, μέχρι τη μία, δύο το μεσημέρι (αυτό ξεκινούσε τον Ιούλιο). Ξεκινούσαμε δηλαδή από το Καμπούδι με το “Καζίνο”, μετά μόλις έμπαινε το καλοκαιράκι σταματούσαμε από ’κει και κατεβαίναμε κάτω. [….] Καμιά φορά όμως το “Καζίνο” έπαιρνε καμιά μουσική, αλλά και ο ίδιος ο κόσμος κατέβαινε κάτω. Ερχόταν ξένος κόσμος το καλοκαίρι και γινόταν η κίνηση εκεί, προς την εκκλησία.
Εγώ έχω παίξει σε μια οπερέτα (του Αναγνωστηρίου), στις «Θαλασσινές Αγάπες». Μάλιστα έπαιρνα εγώ τις παρτιτούρες και έβγαζα από μόνος μου. […] Παρτιτούρα είναι η μελωδία, τα λόγια και πιάνο, κι απ’ τη γραμμή του πιάνου έβγαζα εγώ κάποιες νότες, κάποιες φωνές, και το ’κανα δικό μου, δηλαδή εγώ έπαιζα ό,τι ήθελα να παίξω και είχε επιτυχία.
- Κεραμιά:
Πηγαίναμε και σε πανηγύρια στα χωριά, στα Βασιλικά, Πλωμάρι, Γέρα, Ασώματο, Ίππειος, Κεραμιά όλα αυτά μαζί, γιατί το χειμώνα βέβαια δουλειές δεν είχαμε.
- Αγία Παρασκευή: Έχει παίξει μουσική σε πανηγύρια του χωριού, και κυρίως στο πανηγύρι του Άγιου Χαράλαμπου.
- Στύψη: Έχει παίξει μουσική σε τοπικό πανηγύρι.
Από το 1986, οπότε ο Παναγιώτης Σουσαμλής επέστρεψε στη Λέσβο, έως σήμερα:
[…] γυρίζουμε στα χωριά τώρα, στα πανηγύρια, σε γάμους.
Υπερτοπικές δράσεις:
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής έχει παίζει μουσική σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, καθώς και στο Εξωτερικό:
- Αθήνα:
Δούλεψα στην Αθήνα σα μουσικός και πήγα και σε μερικές επαρχίες. Δούλεψα σε λαϊκά μαγαζιά γιατί και μέχρι τώρα ακόμα η μουσική μου είναι το λαϊκό, το παραδοσιακό. Βέβαια παίζουμε και πιο σύγχρονα πράγματα αλλά βασικά είναι λαϊκό. […] Στην Αθήνα από το τέλος του ’66 μέχρι το ’72, Αθήνα και επαρχία. Είχα πάει στην Κόρινθο, Ναύπλιο -δούλεψα χειμώνα καλοκαίρι δύο χρόνια συνέχεια- στη Χίο-από Αθήνα πήγα-, Σάμο. Το χειμώνα δουλεύαμε πιο πολύ Αθήνα και το καλοκαίρι πηγαίναμε έξω. […] Πριν πάθω τη ζημιά (στα χείλια), είχε ιδρύσει μια φιλαρμονική ο Δήμος του Πειραιά, επί Σκυλίτση, και δώσαμε εξετάσεις αρκετοί, εντάξει, πέρασα άνετα, πήγα κάνα χρόνο αλλά μετά τη διαλύσαν τη φιλαρμονική. Παράλληλα τότε δούλευα, κι ίσως γι’ αυτό η υπερκόπωση, στην Κόρινθο.
- Αμερική:
Από το ’72 μέχρι το ’86 έφυγα έξω, Καναδά για ενάμισι χρόνο και μετά Αμερική. […] Μαγαζιά, τότε στον Καναδά που πήγα είχε τρία, το ένα που πήγα εγώ λεγόταν “Home State” – όχι, αυτό ήταν στην Βοστόνη – “Panamas”, ήταν Ελληνικό μαγαζί. Εκεί δούλεψα συνέχεια ενάμισι χρόνο, από εκεί έφυγα στην Αμερική σ’ ένα κέντρο που λεγόταν “Αλί Μπαμπάς”, ήταν τρία μαγαζιά μέσα στην Νέα Υόρκη κολλητά. Το μεσαίο ήταν ο “Αλί Μπαμπάς”, δίπλα ήταν η “Σπηλιά”, και από την άλλη μεριά ήταν ακόμα ένα το οποίο δεν θυμάμαι, και λίγο πιο παραπέρα υπήρχε ένα “Port Site”, πάλι Ελληνικό, αλλά είχε μέσα και ανατολή, εκεί κοντά-κοντά. Τότε που πήγα εγώ είχε γύρω στα 5-6 μαγαζιά. Μετά το 1980 που έφυγα από την Νέα Υόρκη είχαν μείνει μόνο δύο, άρχισε να χαλάει το πράμα. Και έφυγα στην Βοστόνη σ’ ένα μαγαζί, το οποίο ήταν ξενοδοχείο και κέντρο διασκεδάσεως, το οποίο λεγόταν “Home State”. Αυτός, Έλληνας το είχε, έβαζε Ελληνική μουσική, και ήταν επάνω και κάτω. Όταν είχε επάνω Ελληνική, κάτω είχε Αμερικάνους, και το αντίστροφο. Το είχε διπλό, εμείς παίζαμε πάντα Ελληνικά, έξι μέρες την εβδομάδα. Πάντα εφτά ή έξι μέρες την εβδομάδα. Δεν ήταν όπως είναι τώρα δύο ή τρεις μέρες. Συνάμα άρχισαν να κλείνουν και εκεί οι δουλειές και άρχισε να δυσκολεύει το επάγγελμα. Μάλιστα τότε που ήμουν στην Βοστόνη, αφού δούλεψα όταν πήγα εκεί κάπου τρία χρόνια, έκλεισε το “Home State”. Και μου βρέθηκε μετά μια δουλειά, έπρεπε να φύγω στο […], κάπου υπάρχει ένα λιμάνι μακριά, στην Πολιτεία […]. Αλλά τώρα τι γίνεται, είχαμε δημιουργήσει πλέον σπίτι πράματα-θάματα, τι θα κάνουμε, κάθε λίγο θα τα μαζεύουμε και να μετακινιόμαστε;! Και δεν πήγα. […] Τέλος του 1986 ήρθα τελικά, έντεκα χρόνια πάνε πια.
Ρεπερτόριο:
Για το ρεπερτόριο στα πανηγύρια και στα γλέντια της Αγιάσου στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Παναγιώτης Σουσαμλής αναφέρει:
Στα κέντρα που υπήρχαν τότε πιο πολύ παίζαμε εμείς και οι “Άννες”. Και αφού παίζαμε κάθε μέρα έπρεπε να ’χουμε κάποιο ρεπερτόριο και κάναμε πρόβες κομμάτια Ευρωπαϊκά κυρίως, τα παραδοσιακά δεν τα κάναμε διότι τα ξέρανε από μωρά (οι μουσικοί), τα ’χαν μες στο μυαλό τους δε χρειαζόντουσαν αυτά. Κάναμε ευρωπαϊκά, της εποχής τραγούδια. […] Και ρεμπέτικα. Τότε ήταν εποχή του Μητσάκη, του Χιώτη, βγαίναν τα τραγούδια σε έντυπα και τα παίρναμε, γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα, […] μαγνητόφωνο ούτε ξέραμε πως είναι τότε. Τα βγάζαμε σωστά, όχι με το αυτί, αλλά με το αυτί ακούς και το χρώμα, ακούς το ρυθμό, ακούς πολλά πράγματα, ενώ στο έντυπο είναι μια σκέτη μελωδία τίποτα παραπάνω.
Από το 1986, οπότε επέστρεψε στη Λέσβο, μέχρι σήμερα:
Παίζουμε τα παραδοσιακά και τα σύγχρονα λαϊκά, πιο πολύ ζεϊμπέκικα, τα ζητάνε, δηλαδή είτε ηλικιωμένοι, […] οι μικροί βέβαια πιο πολύ θα χορέψουν ένα συρτό και μετά πάμε στο ζεϊμπέκικο, μετά μπορεί να σου ζητήσουν κάνα καρσιλαμά ενδιάμεσα και ζεϊμπέκικα, παλιά σμυρναίικα ζητάνε.
Αμοιβή:
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950:
Παίζαμε ή με ποσοστά ή μ’ ένα πολύ μικρό μεροκάματο. Συγκεκριμένα έχω μια ιδιορρυθμία και έγραφα τα χρήματα που έπαιρνα και μέχρι τώρα τα σημειώνω. Σε γενικές γραμμές όλο το χρόνο το ποσό που μαζεύαμε ήταν δώδεκα, δεκατρείς χιλιάδες, το ’57, ’60, ’62. Το καλοκαίρι εντάξει παίζαμε καθημερινά, βέβαια δεν παίρναμε τίποτα σπουδαία, λίγα ποσοστά κανά τυχερό όταν χορεύανε πότε, πότε κάνα γάμο, παίζαμε καθημερινά αλλά απολαβές δεν είχαμε. Βέβαια τότε το μεροκάματο ένας μαραγκός για παράδειγμα ήταν 45-50 δρχ.
Βασικά ζούσαν οι οικογένειες, οι μουσικοί ζούσαν. Μια λιτή ζωή, νοίκια δεν είχαν, μεταφορές δεν είχαν, ρεύματα ακόμα δεν υπήρχαν, ένα φαΐ ήταν κι ένα παντελόνι, στα δύο-τρία χρόνια να ράψει κανείς ένα παντελόνι.
Στα κέντρα οι μουσικοί πληρώνονταν με ποσοστά:
Γύρω στο 10% από την είσπραξη του μαγαζιού συν αυτά που ρίχναν οι πελάτες. Πάντα, όποιος χόρευε πλήρωνε, εδώ στη Μυτιλήνη. Αυτό δε γίνεται παντού. Τα ποσοστά ήταν στα κέντρα μόνο όχι στα πανηγύρια ή μπορεί να μας δίναν κάποια χρήματα.
Το διάστημα 1966-1972, ο Παναγιώτης Σουσαμλής εργαζόταν σε κέντρα της Αθήνας και τους θερινούς μήνες περιόδευε στην επαρχία. Για τις αμοιβές των μουσικών την περίοδο αυτή ο ίδιος αναφέρει:
Τα πράγματα είναι δύσκολα στην επαρχία. Παράδειγμα τον καιρό που απολύθηκα και έμενα στην Αθήνα βέβαια τα βρήκα δύσκολα, γιατί άγνωστος μέσα σ’ αγνώστους, αλλά όταν άρχισα να παίρνω ένα μεροκάματο τότε, θυμάμαι εκατόν πενήντα δραχμές, εδώ πέρα (στην Αγιάσο) παίρναν τριάντα ακόμα, και όχι και κάθε μέρα. Είχε μεγάλη διαφορά και οικονομικά και επαγγελματικά γιατί αλλιώς μπορείς να εξελιχτείς στην επαρχία κι αλλιώς στην Αθήνα, διότι εκεί παίζεις με πολλούς μουσικούς, με καλούς μουσικούς με κακούς μουσικούς, αποκτάς εμπειρίες. Έχει τραγουδίστριες, τραγουδιστές πρέπει να βγάλεις κάποιο πρόγραμμα.
Κι εγώ νομίζω ότι τα ίδια χρήματα που παίρναμε τότε τα ίδια παίρνουμε και τώρα, αναλογικά.
Η αμοιβή των μουσικών στα γαμήλια γλέντια γινόταν συνήθως με τα χρήματα που έριχναν στους οργανοπαίχτες όσοι ήθελαν να χορέψουν, την επονομαζόμενη “χαρτούρα”:
Και τώρα ρίχνουν. Τώρα βέβαια προτιμούν πιο πολύ (κατ’) αποκοπή, ο γαμπρός ή ο πεθερός ή το σόι προτιμάει να ’ναι πληρωμένη η μουσική. Ας πούμε εμείς τώρα είμαστε πέντε άτομα θα πούμε εκατόν πενήντα, εκατόν σαράντα για μια βραδιά. Βέβαια υπάρχουν και μερακλήδες που ας είναι και πληρωμένη η μουσική πληρώνουν, είναι μερικοί που άμα δεν πληρώσουν δεν το φχαριστιούνται. Ή άμα δεν έχει οικονομική δυνατότητα (ο γαμπρός) του λέμε “δώσε μας πενήντα χιλιάδες αλλά θα πεις στους καλεσμένους ότι η μουσική είναι… “, μπορεί κι έτσι δηλαδή ή εντελώς η χαρτούρα (στο γάμο). Και τι νομίζεις, ποιοι είναι αυτοί που θα πληρώσουν; Το σόι θα ’ναι και οι φίλοι του γαμπρού και της νύφης, αλλά πιο πολύ το σόι δίνει. Κι εμείς δεν έχουμε πρόβλημα γιατί μπορεί να πάρουμε και πιο πολλά έτσι. Στα πανηγύρια είναι τσάμπα, μόνο η χαρτούρα. Καμιά φορά μπορεί να κάνουμε καμιά συμφωνία δεκαπέντε, είκοσι χιλιάδες για έξοδα (για τη μετακίνηση, τις μικροφωνικές εγκαταστάσεις). Στα πανηγύρια η δουλειά δεν είναι τίποτα το βασικό, μπορεί να πας σ’ ένα πανηγύρι, δυο μέρες συνήθως γίνεται, να πάρεις εβδομήντα χιλιάδες ή ογδόντα και μπορεί να πάρεις και τριάντα το άτομο. Το πιο λίγο μάλλον που μπορεί να πάρεις είναι τριάντα, για δυο μέρες. Αλλά βέβαια δεν πληρώνεσαι τίποτα γιατί δεν είναι κάθε μέρα αλλά άμα πάρουμε ας πούμε τις δυο βραδιές εξήντα χιλιάδες, είμαστε ικανοποιημένοι.
Σε όποιο χωριό και να πάμε πάντα, μπορεί το καφενείο να ’χει μαζέψει είκοσι παρέες, πάντα από δύο-τρεις παρέες θα πάρουμε τα χρήματα. Όλοι χορεύουν, μπορεί ο άλλος να κάτσει νηστικός θα θέλει να χορέψει, αλλά τι γίνεται: μπορεί τρεις παρέες να μας ρίξουνε εκατό χιλιάδες και οι υπόλοιποι τα υπόλοιπα. Βέβαια υπάρχουνε χωριά που είναι λίγο πιο […] παράδειγμα τα Λουτρά, πάντα εκεί πέφτουνε πιο πολλά τάλιρα παρά χιλιάρικα. Ακόμα εξακολουθούν άτομα να πληρώνουν με χιλιάρικα. Πριν δέκα χρόνια χιλιάρικο κι ακόμα χιλιάρικο. Βέβαια το χιλιάρικο τότε που έριχνε, χόρευε τρία τραγούδια, ενώ τώρα κάθε τραγούδι, δύο το πολύ πρέπει από την παρέα που χορεύει, ένας-ένας πληρώνει, κάθε τραγούδι να πέφτει ένα χιλιάρικο. Αλλά και το χιλιάρικο είναι χιλιάρικο δε μαζεύονται χρήματα με το χιλιάρικο.
Τώρα στην Αγία Παρασκευή μέσα σ’ εκείνο το δρόμο το στενό να παίζουν γύρω στις τέσσερις μουσικές σε ακτίνα εβδομήντα μέτρων. Αλλά παίρνεις μεροκάματο, γιατί κρατάει τέσσερις μέρες το πανηγύρι αφενός, κι αφετέρου ξημερώνονται κι όλας. Αυτοί μαζεύουν χρήματα για να ξεφαντώσουν εκείνες τις μέρες. Πέφτουνε χρήματα αλλά όχι σε όλα τα συγκροτήματα, συνήθως σ’ ένα-δυο συγκροτήματα θα τύχει να πάρουν τα χρήματα τα πολλά, οι άλλοι πάλι πέφτουνε στα χρήματα δηλαδή τέσσερις μέρες, σήμερα να πάρεις εκατό, εκατόν είκοσι χιλιάδες. Οι άλλοι πέρυσι έμαθα πήραν 1.400.000, αυτοί με τις μεγάλες εντάσεις. Βασικά ο κόσμος δεν έχει οικονομική άνεση γιατί ενώ θέλει να χορέψει, βλέπεις βγάζει να πληρώσει κι έχει ένα ματσάκι με κάτι χιλιάρικα κανά δυο πεντοχίλιαρα, τι να σε πληρώσει.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Παναγιώτης Σουσαμλής ή «Κακούργος».
Αυτός άφησε πολύ μεγάλη εποχή γιατί ενθουσίαζε με το παίξιμό του, λίγες νότες, δεν έκανε πολλά πράγματα, αλλά οι νότες από ό,τι μου έλεγε ο ξάδερφός μου που έπαιζε κλαρίνο, αυτός που μ’ έμαθε εμένα, και από ζώντες μουσικούς παλιούς, λίγες νότες αλλά με δύναμη και αίσθημα, ενθουσίαζε!! Έτσι και σφύριζε ας πούμε, είχε γλύκα, τι να πω δεν ξέρω. Έτσι λένε, ο οποίος άφησε εποχή και μάλιστα άκουσα κάποτε ότι κάτι είχε γίνει, ένα φεστιβάλ στην Αθήνα τότε παλιά, και κάποιοι από το χωριό βρεθήκαν εκεί, και ήταν πες ξέρω γω παραδοσιακοί μουσικοί από διάφορα μέρη της Ελλάδος, πότε ήταν δεν θυμάμαι ακριβώς. Και αφού τα ακούσαν όλα αυτά ρώτησε τώρα ο Μήτρος το Μαργιέλλ’, τη γυναίκα τ’, λοιπόν έλεγε “Μαργιέλλ’ ;” – “Να σου πω λέει Μήτρο μ’ όλα καλά, αλλά σαν τον «Κακούργο» τίποτα! “. Έτσι το είχα ακούσει αυτό, τώρα κατά πόσο ευσταθεί; Πάντως ότι υπήρξε αυτός ένας πολύ καλός οργανοπαίχτης είναι γεγονός.
Παλαιολόγος, ανιψιός του Αργύρη Βαμβακάρη.
Ο ίδιος έβγαλε και τον ανιψιό του, τον Παλαιολόγο, το μπουζούκι. Αυτός ήταν ρεμπέτης και πραγματικά όταν έβγαζε τα ρεμπέτικα τα τραγούδια, είχε το ρεμπέτικο το ύφος αλλά συνάμα είχε και τεχνική, ήταν πολύ καλός, αλλά σ’ αυτά τα πράματα. Άμα του έλεγες μετά, άμα κάναμε πρόβες τίποτα στο ρεπερτόριο καινούργια τραγούδια, ε, τότε έπαιζε μεν αλλά από πίσω έτσι, ακολουθούσε.
Στρατής Αράπογλου. Μουσικός από τη Γέρα που έχει συνεργαστεί με τον Παναγιώτη Σουσαμλή.
Α, ο Στρατής, από την Γέρα είναι αυτός. Στην Αμερική μένει έφυγε τώρα τον χειμώνα και ξαναγύρισε πριν από μερικές μέρες… Αυτός λέγεται Αράπογλου. Αυτός υπήρξε στα χρόνια του εδώ ο μοντέρνος της εποχής. Πολύ καλός για την εποχή εκείνη και σαν τραγούδι και σαν όργανο τότε. Εξακολουθεί να στέκεται.
Παναγιώτης Φραντζής ή «Καρβουνάκι». Μουσικός από τον Ασώματο που συνεργάζεται με τον Παναγιώτη Σουσαμλή.
Είναι ωραίος. Το ψάχνει, είναι και ο μόνος […] μαζί είμαστε, είναι ο μόνος που όλη την ημέρα κάθεται με το αρμόνιο. Πρέπει να τον γνωρίσεις και αυτόν γιατί […], είναι λίγο βαρύς αλλά, όταν αρχίσει μια συζήτηση και τον ενδιαφέρει, είναι ομιλητικός πολύ.… Έχει εκείνο το ‘γλείψιμο’, το αυτό του […] μέσα από το αρμόνιο κάνει λεπτά πράγματα, πως το κάν’, κάν’ μια δική του τεχνική, και πως το καταφέρν’ […], το κάν’ έτσι με τα δάχτυλα κάπως, πως το κάν’, με το δείχνει, αλλά δεν μπορώ να το καταλάβω πως το κάνει. Αφού κάνει μόρια, προσπαθεί να βγάζει μόρια….Το «Καρβουνάκης» παρατσούκλι είναι, Φραντζής λέγεται, από τον Ασώματο είναι.
Χαρίλαος Ρόδανος. Βιολιστής από την Αγιάσο που συμμετείχε σταθερά στο συγκρότημα «Άννες»:
Ήταν ο Χαρίλαος που στον καιρό του ήτανε καλός αφενός και αγαπητός, όχι αγαπητός γιατί αγαπητοί ήμασταν όλοι και μπορώ να πω πιο πολύ εμείς, αλλά τον τράβαγε τον κόσμο, τον θέλανε. Αυτός βασικά ήταν ο κορμός στο συγκρότημα.
Ο Παναγιώτης Σουσαμλής διατυπώνει και κάποιες κρίσεις για τον ήχο των μουσικών οργάνων:
- Για το βιολί:
Εγώ βασικά ήθελα να μάθω βιολί και γιατί ήθελα να μάθω βιολί; Γιατί ακούσματα παίζουν πάντα ρόλο, α, θυμάμαι τότε τον Χαρίλαο, τον μπάρμπα μου τον Αχιλλέα τον Σουσαμλή, έπαιζε βιολί, το οποίο με συγκινούσε αυτό το όργανο.
- Για το ευφώνιο:
Εμφώνιο, εμφώνιο τώρα έπαιζε και ο ξάδερφός μου, ο οποίος μου προκαλούσε και αυτός μια [……..], είχε την μπουκαδούρα που λέγαν τότε, έτσι γεμάτη και καμπανιστή ας πούμε, μου άρεζε.
- Για τα ντραμς:
Εγώ ούτε που ’θελα ν’ ακούσω (ντραμς). Πάλι θέμα ακουσμάτων. Διότι μέσ’ στο μυαλό μου ήταν ένα μεγάλο ταμπούρλο, το ’παιζε ο «Λαγός» (Μουτζουρέλλης), είχε κι ένα μικρό εδώ και δεν μου άρεζε ο ήχος κι όπως το έπαιζε… Ήταν τζαζ, μ’ ένα πιατίνι, ήταν ταμπούρο κανονικά, αλλά όταν το παίζεις το όργανο αυτό, δεν μου άρεζε.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα σκοπών, μουσικών, τραγουδιών, χορών του τόπου:
Το κλαρίνο, το βιολί, ε, και σαντούρι, ο Κώστας ο Ζαφειρίου, θυμάμαι 2-3 χρόνια παίξαμε μαζί. Όμως οι Μυτιληνιές οι κομπανίες στηριζόταν στο μπουζούκι, δεν είχαν αυτοί τα παραδοσιακά, αν εξαιρέσουμε, όπως τον Ηλία τον Δουγραμματζή και κάποιους άλλους που παίζαν […]. Εμείς αντίθετα στηριζόμασταν στα παραδοσιακά.
Από το 1986, οπότε επέστρεψε στη Λέσβο ο Παναγιώτης Σουσαμλής, μέχρι σήμερα:
Παίζουμε τα παραδοσιακά και τα σύγχρονα λαϊκά, πιο πολύ ζεϊμπέκικα, τα ζητάνε, δηλαδή είτε ηλικιωμένοι, […] οι μικροί βέβαια πιο πολύ θα χορέψουν ένα συρτό και μετά πάμε στο ζεϊμπέκικο, μετά μπορεί να σου ζητήσουν κάνα καρσιλαμά ενδιάμεσα και ζεϊμπέκικα, παλιά σμυρναίικα ζητάνε.
Επιδράσεις στον τοπικό μουσικό πολιτισμό από αστικούς χώρους της Ελλάδας και του εξωτερικού:
Για το ρεπερτόριο στα πανηγύρια και στα γλέντια της Αγιάσου στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ο Παναγιώτης Σουσαμλής αναφέρει:
Στα κέντρα που υπήρχαν τότε πιο πολύ παίζαμε εμείς και οι “Άννες”. Και αφού παίζαμε κάθε μέρα έπρεπε να ’χουμε κάποιο ρεπερτόριο και κάναμε πρόβες κομμάτια Ευρωπαϊκά κυρίως, τα παραδοσιακά δεν τα κάναμε διότι τα ξέρανε από μωρά (οι μουσικοί), τα ’χαν μες στο μυαλό τους δε χρειαζόντουσαν αυτά. Κάναμε ευρωπαϊκά, της εποχής τραγούδια. […] Και ρεμπέτικα. Τότε ήταν εποχή του Μητσάκη, του Χιώτη, βγαίναν τα τραγούδια σε έντυπα και τα παίρναμε, γιατί δεν υπήρχε η δυνατότητα, […] μαγνητόφωνο ούτε ξέραμε πως είναι τότε.