Σουσαμλής Γιάννης

Λέσβος

Τόπος γέννησης: Αγιάσος, Λέσβος

Χρόνος γέννησης: 1928

 

Προσωνύμιο («Παρατσούκλι»):

«Κακούργος» (το κληρονόμησε από τον πατέρα του). Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά για το παρατσούκλι του:

Και καθόμα’νταν έτσι και η παρέα που είχε τον πατέρα μου και παίζαν μουσική (και) λέγαν, «Κακούργος και το Κακουργέλι», επειδής ήμουν μικρός. Και από τότε γνωρίστηκα μ’ όλο τον κόσμο, εικοσιπέντε χρόνια με φωνάζουν «Κακούργο», Σουσαμλή δεν με ξέρουν. Σουσαμλή είναι το μισό το χωριό, Σουσαμλήδες. Το μεγαλύτερο σόι είμαστε ’μεις και καλλιτέχνοι, μαραγκοί, μουσικοί, αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, τα πάντα. Και βλέπεις εδώ, αλλοδαποί που ‘ρχονται, ξένοι που ‘ρθαν πέρσι, πρόπερσι, αντιπρόπερσι, Έλληνες, ξέρω ‘γω, τα πάντα, απ’ όλο τον κόσμο, (με φωνάζουν) «Κακούργο, Κακούργο». Βλέπουν την επιγραφή εκεί, «Κακούργο το σαντούρι σου». Και με βοήθησε και πολύ κι έχω πουλήσει χιλιάδες κασέτες, ας είναι καλά τ’ όνομα. Και ολοκλήρωσα τις ανάγκες μου, γιατί τις μεγαλύτερες ανάγκες τις είχα εγώ. Ανέθρεψα μια κοπέλα, είχε η κόρη μου χωρίσει και εγενήθη το κορίτσι στα δικά μου χέρια.

 

Στοιχεία καταγωγής:
Γεννήθηκε το 1928 και πέθανε στην Αγιάσο στις 16/9/1996.

 

 

Ιδιότητα:

Ο Γιάννης Σουσαμλής ήταν επαγγελματίας οργανοπαίχτης, έπαιζε σαντούρι. Έπαιζε επίσης ντραμς και κιθάρα και παρέδιδε μαθήματα σε παιδιά (σαντούρι και κιθάρα).

 

 

Γονείς:

Ο πατέρας του, Παναγιώτης Σουσαμλής, καταγόταν από το Κορδελιό της Σμύρνης. Ήταν μαραγκός, μουσικός και ζωγράφος. Για τους συγγενείς από την πλευρά του πατέρα του ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει:
Κι όλη η γενιά μου, προ είκοσι γενεές παππούδες, ήταν μουσικοί, μαραγκοί αρχιτέκτονες και ζωγράφοι. Ήταν το πιο καλλιτεχνικό σόι του νησιού, είμαστε ’μεις Σουσαμλήδες. Ήρθαν εδώ το 1922, Έλληνες ήταν. Ήρθαν μετά εδώ και παντρεύτηκε ο πατέρας μου, στην «Μπουτζαλιά» (συνοικία της Αγιάσου) μένανε. Από ’κεί ήταν αυτοί (δηλαδή από την Μικρά Ασία). Αλλά όλα τα παιδιά που ’χε ο παππούς μου γεννήθηκαν στη Σμύρνη. Αλλά νομίζω ο παππούς μου δεν ήταν Σμυρνιός, ήταν αρχιτέκτων και τον είχαν καλέσει για να καταθέσει κάτι σπιτάκια… Έμεινε εκεί ο παππούς μου και γνώρισε τη γιαγιά μου, φορούσε φουστάνι, δε φόραγε βράκες, και ήταν ωραία και ερωτεύτηκαν και την πήρε και μείναν εκεί και κάναν τα παιδιά μετά. Τον έναν τον λέγαν Μιλτιάδη, τον πατέρα μου Παναγιώτη, τον άλλον Προκόπη και τον άλλον τον λέγαν Αχιλλέα. Ήταν τέσσερα-πέντε παιδιά, όλοι αρσενικοί. […] Ο παππούς μου φορούσε παντελόνια, ήταν αψηλός και κρατούσε ένα ζεμπίλι μικρό, με τα αλφάδια του μέσα, διάφορα τέτοια που πάγαινε και κατέθετε τα μέτρα του. Κι όταν ανέβαινε, καιροφυλακτούσα, έπιανα το ζεμπίλι για να μου δώσει κάτι, κάτι καραμέλες και ξέρω ‘γω. Και το σήκωνα και το πήγαινα εκεί, στο σπίτι του παππού μου.

Η μητέρα του, το γένος Κουταλέλλη, καταγόταν από την Αγιάσο. Ο πατέρας του ήταν επαγγελματίας οργανοπαίχτης, έπαιζε κυρίως κλαρίνο, αλλά και σαντούρι. Ο Παναγιώτης Σουσαμλής έφερε το γιο του σε πρώτη επαφή με το σαντούρι, σε ηλικία 6 ετών:

Όταν έγινα έξι χρονών εγώ, μ’ έβαλε ο πατέρας μου, μ’ έβαλε ο πατέρας μου και μ’ έδειξε κάτι κλίμακες: ντο-ρε-μι. Ήξερε και λίγο σαντούρι, λίγο. Κι όταν έγινα εγώ δεκατριώ χρονών είχε πεθάνει ο πατέρας μου. Αλλά δεν ήξερε να δείξει κανονικά. […] Όταν πάγαινε να παίξει ο πατέρας μου, έπρεπε να μην πάω σχολείο, γιατί με τράβα εμένα η μουσική. Τ’ αυτιά μου γυρεύαν μουσική ν’ ακούν.

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Ο Γιάννης Σουσαμλής ήταν παντρεμένος και είχε δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Ο γιος του είναι μαραγκός και κατοικεί στην Αγιάσο. Ο Γιάννης Σουσαμλής προσπάθησε να διδάξει μουσική στην μικρή εγγονή του:

Ανέθρεψα μια κοπέλα, είχε η κόρη μου χωρίσει και εγενήθη το κορίτσι στα δικά μου χέρια. Και μάζευα σπυρί-σπυρί όλη μέρα να παίζω, να φωνάζω στο παιδάκι, έλα να δεις το σαντούρι. Μάθαινα τη μικρή ’γω, κάνει φωνητικά, ντο-ματζόρε κλίμακα, το ’κανε φάλτσα. Για να μάθει να το κουρδίζει, οπότε το ’κανε φάλτσα, λέω δεν είσαι…

Ο πατέρας του Γιάννη Σουσαμλή και οι θείοι του είχαν γεννηθεί στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκαν στην Αγιάσο το 1922. Πολλά μέλη της οικογένειας Σουσαμλή ήταν επαγγελματίες μουσικοί:

 

  • Παναγιώτης Σουσαμλής ή «Κακούργος». Πατέρας του. Γεννήθηκε το 1886 και πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Ήταν ξυλουργός και επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε κλαρίνο.
  • Αχιλλέας Σουσαμλής. Θείος του. Γεννήθηκε το 1884 στη Σμύρνη. Επαγγελματίας οργανοπαίχτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής και διδάσκαλος μουσικής. Έπαιζε βιολί. Κατείχε επίσης την τέχνη να «χτυπάει» σκοπούς σε λατέρνες.
  • Ξενοφών Σουσαμλής. Θείος του. (1880-1957). Εργαζόταν στο Ειρηνοδικείο ως γραμματέας. Ήταν περίφημος λατερνατζής, και συχνά συνόδευε τη λατέρνα του με το ντέφι.
  • Προκόπης Σουσαμλής. Θείος του. (1904-1944). Ήταν ξυλουργός και επαγγελματίας οργανοπαίχτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Έπαιζε κορνέτα, σαντούρι, βιολί, μαντολίνο, κιθάρα και τρομπόνι.
  • Στράτος Σουσαμλής ή «Σελέμης». Γιος του Αχιλλέα. Πέθανε το 1995. Επαγγελματίας οργανοπαίχτης· έπαιζε κλαρίνο, ακορντεόν και βιολί.
  • Μάριος Σουσαμλής. Γιος του Αχιλλέα. Παίζει κιθάρα και τραγουδάει.
  • Παναγιώτης Σουσαμλής ή «Σάμης». Γιος του Αχιλλέα. Παίζει κιθάρα και τραγουδάει. Εργάστηκε ως επαγγελματίας τραγουδιστής στη Θεσσαλονίκη.
  • Βασίλης Σουσαμλής. Γιος του Αχιλλέα. Γεννήθηκε το 1933. Επαγγελματίας μουσικός, παίζει βιολί.
  • Παναγιώτης Σουσαμλής. Γιος του Προκόπη. Γεννήθηκε το 1944. Επαγγελματίας μουσικός, παίζει ντραμς.
  • Ραφαήλ Σουσαμλής. Γιος του Ξενοφώντα. (1903-1982). Μαραγκός και πρακτικός οργανοπαίχτης, έπαιζε ευφώνιο.

 

 

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Γιάννης Σουσαμλής παράλληλα με τη μουσική ασκούσε και το επάγγελμα του ξυλουργού. Τα τελευταία χρόνια διατηρούσε ένα μικρό μαγαζί στην Αγιάσο, όπου πουλούσε χειροποίητα διακοσμητικά ξύλινα αντικείμενα που κατασκεύαζε ο ίδιος. Στο μαγαζί του έπαιζε καθημερινά σαντούρι και ηχογραφούσε ερασιτεχνικά κασέτες με τη μουσική του.

Έχω σταματήσει (να παίζω με άλλους μουσικούς) περίπου τώρα στο δέκατο χρόνο, διότι έχω το μαγαζάκι. Παίρνω λεφτά πιο ξεκούραστα, δική μου δουλειά. Φεύγω όποτε θέλω, σταματώ. Και γλίτωσα απ’ τα ξενύχτια και ξέρω ’γω, τόσα χρόνια. Αλλά κι όταν πάγαινα δε θα έχανα δουλειά. Αλλά, καλά είμ’ από ’δω, μ’ αρέσει. Τελευταία με φωνάζαν στα καφενεία και πήγαινα. Τώρα δεν πηγαίνω [….] Εμένα με βοήθησε, ας πούμε, το μαγαζάκι αυτό, η τέχνη μου και τ’ όργανό μου.

 

Προσωπική και οικογενειακή πορεία:

Ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει για την έλξη που ασκούσε επάνω του η μουσική, και ειδικότερα το σαντούρι, από τα παιδικά του χρόνια:

Όπου έπαιζε μουσική έπρεπε να πάω, τ’ αυτιά μου γυρεύαν μουσική κι έφευγα απ’ το σχολείο. Αλλά οι δάσκαλοι μου ’βάζαν το δέκα. Φορούσα ένα παντελονάκι μικρό, βρακέλι, φτωχικά χρόνια. Η γενιά η δική μου…. ξυπόλητος και το χειμώνα. Και καθόμουνα έτσι και άκουγα τη μουσική και κοίταγα το σαντούρι. Ήταν η κλίση μου, μ’ άρεσε ο ήχος που είναι …. Γιατί τ’ άλλα τα όργανα είναι ξερά, το πιο πλούσιον όργανο που υπάρχει στον πλανήτη είναι το σαντούρι. Και καθόμα’νταν έτσι και η παρέα που είχε τον πατέρα μου και παίζαν μουσική (και) λέγαν, «Κακούργος και το Κακουργέλι», επειδής ήμουν μικρός. Αρχίνισα μικρός, πήγαινα κι έπαιζα, με φωνάζαν και το κρέμαζα το λουρί εδώ κι έκανα κάτι λίγα πραγματάκια, λίγο-λίγο-λίγο κι επειδής το αγάπησα το σαντούρι, μ’ άρεσε, το κρατώ δέκα ώρες την ημέρα, εξήντα ολόκληρα χρόνια κι έχω πολλά πράγματα στο σαντούρι, που δεν μπορεί να τα ξέρει κανείς. Από εννιά-δέκα χρονών άρχισα να παίζω δημόσια, γιατί θυμάμαι πηγαίναμε και παίζαμε σε διάφορα χωριά, μικρούλι, και με κοιτάζαν οι άνθρωποι, έτσι μικρό που ’παιζα το σαντούρι κι απορούσαν. Έπαιζε κι ο άλλος, με βάζαν και μένα. Μου είχε δείξει κάτι κάποιος, απ’ το Πλωμάρι (από το Ακράσι) ήταν αυτός, σαντούρι, ωραίος. Αυτόν τον λέγαν Γιώργο, «Καχίνα» παρατσούκλι, Χατζέλλης. Ήταν ωραίο σαντούρι, μου τον είχε φέρει ο πατέρας μου, λέει, για να δείξεις κάτι στον μικρόν. Κι ήρθε ο Γιώργος, λέει θα δείξω τρία πράγματα. Άμα τ’ αποκτήσεις θα με ξεπεράσεις, δεν ήταν εγωϊστής.

 

Ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει σχετικά για τις εποχές που έκανε καντάδες:

Για τις καντάδες πάγαινα μικρός, ήμουνα με γκόμενες, τα μεσάνυχτα, «Στης νύχτας τη σιγαλιά», τ’ς έκανα καντάδα, (άμα ανταποκρινόταν η κοπέλα) άνοιγε λίγο έτσ’ το παράθυρο… Και με την αύριο, είχαμε μια χαρά ν’ ανταμώσουμε. Και στην γυναίκα μου έκανα καντάδες.

Επίσης περιγράφει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι μουσικοί και γενικότερα τις συνθήκες ζωής την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου:

Παίζαμε μουσική αλλά φοβισμένα. Προπάντων τον ανταρτοπόλεμο. Μας φωνάζαν η δεξιά παράταξη, τότες ήταν φόβος και τρόμος. Δεν κατηγορώ τον δεξιόν ή τον αριστερόν ή τον…., ο καθένας είναι με …. Αλλά τότες ήταν φοβισμένα τα πράγματα. Αυτή την εποχή που ζούμε τώρα, γιατί ο Παπανδρέου είναι Έλληνας, γνήσιος πατριώτης, αλλά φοβόσουν να περπατήσεις στα χρόνια αυτά κι είχαμε τους αλήτες μαζεμένους, ντόπιοι καβαλαρέοι και σε βάζαν και σε χτυπούσαν, οι πλούσιοι της Αγιάσος, ταγματασφαλίτες. Σε βλέπαν και σε συκοφαντούσαν, ψέματα για να σε πάνε […]. Εμένα με φωνάξαν δυό φορές […], είμαι δημοκρατικός άνθρωπος. Αγαπώ όλα τα στρώματα, αλλά δεν αγαπούσαν […]. Ν’ αγαπώ, να είμαστε αδέρφια, όλοι να ζούμε κατά την αξία που έχουμε και να ’μαστε αδελφωμένοι. Αυτά τα πράγματα δεν τ’ αγαπούσα ποτές. Ήταν φοβισμένα τα πράγματα κι ο κόσμος είχε φοβηθεί πολύ. Φοβόταν να κατέβει στην αγορά να ψωνίσει. Παίζαμε, ανάλογα τι μας διατάζανε, το «Βασιλιά», «Του Αϊτού ο γιός» και τέτοια πράγματα. Και η Αριστερά κάποτε που ήκμαζ’, η Αριστερά και ξέρω ’γω, μας φωνάζαν πάλι αυτοί και λέει, βάλε ένα αντάρτικο, «Στ’ άρματα». Δηλαδή γελοία πράγματα και οι μεν και οι δε, κατάλαβες; Χωρίς να έχεις κέρδος τίποτα. Αυτοί που τα κάνουν αυτά, αυτοί που δημιουργούνε τις καταστάσεις αυτές, είναι για αυτούς. Αυτοί τσουβαλιάζουν και βάζουν εμάς, […] αδέρφια να χτυπιόμαστε και να δερνόμαστε. Είχε άνθρωποι, που ’ταν αδέρφια και ο ένας ήταν έτσι και ο άλλος ήταν αλλιώς και μαλώνανε. Αδέρφια από μια μάνα. Για φαντάσου σε τι σημείο είχαν καταντήσει την κοινωνία, τον κόσμο, κρίμα. Από το 1970 και μετά «στρώνουν» τα πράγματα για τους μουσικούς. […] Είμαι άνθρωπος κοινωνικός, δημοκρατικός, αλλά την αδικία δεν την αγαπώ και κλίνω προς την Αριστερά, με δύο λόγια. Αλλά και την Αριστερά δεν την εθέλω τώρα, διότι ήλεγα στον εαυτό μου τώρα, τσιφλικάς δεν είμαι, βιομήχανος δεν είμαι, είμαι ένας φτωχός επαγγελματίας μ’ ένα σαντουρέλι, δεν είμαι κορόϊδο, γιατί κορόϊδο εμένα δεν μ’ έχει πιάσει κανείς μέχρι τώρα. Είμαι Έλληνας βέρος, τιμώ τα πάντα, τη σημαία μας, τον Εθνικό μας ύμνο, τα πάντα, Χριστιανικά, «Αγάπα τον πλησίον σου». Από το 1961 κι ενταύθα, ας πούμε τότες ήταν τα πράγματα, μετά ηρέμησαν, ο κόσμος έβρισκε δουλειά, φώναζε τη μουσική καμιά φορά και παίρναμε κι εμείς το ψωμί μας. Ενώ τώρα, στη σημερινή εποχή, που ζούμε τώρα, αυτά κατεργηθήκανε, γιατί οι παλιοί φύγαν. Οι νέοι δεν τα ξέρουν αυτά τα πράγματα. Αλλά εμένα με βοήθησε, ας πούμε, το μαγαζάκι αυτό, η τέχνη μου και τ’ όργανό μου.

 

Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:
Ο Γιάννης Σουσαμλής πήγε στο σχολείο μέχρι την πέμπτη τάξη του Δημοτικού και δεν έλαβε απολυτήριο.

Εγώ πήγα μέχρι πέμπτη δημοτικού, δεν το τέλειωσα, γιατί ήθελα μουσική να παίζω και οι δάσκαλοι μου ’βάζαν το δέκα. Βλέπαν ότι είχα κλίση προς τη μουσική και δε μ’ αδικούσαν, να βάλουν πέντε ή τέσσερα. Βάζαν το δέκα για να ανεβαίνω, να βγω, να γλιτώσουν και αυτοί.

 

Μουσική παιδεία:

Ο Γιάννης Σουσαμλής ήταν πρακτικός οργανοπαίχτης. Είχε ωστόσο κάποιες θεωρητικές γνώσεις μουσικής που του είχε διδάξει ο θείος του Αχιλλέας Σουσαμλής. Ο Γιάννης Σουσαμλής απέδιδε μεγαλύτερη σημασία στην προσωπική ερμηνεία του μουσικού, στον τρόπο παιξίματος του οργάνου, από ό,τι στις θεωρητικές γνώσεις μουσικής:

Η μουσική, το γράφει το κομμάτι η νότα, το γράφει απλοειδέστατα, δεν το γράφει περίπλοκο, γιατί μπορεί να μην έχεις ευχέρεια στα δάχτυλα, παράδειγμα σαν τον Χιώτη. Δεν γράφει η μουσική ότι έπαιζε ο Χιώτης, το κατάλβες; Είναι πιο απλό, το ’χει γραμμένο η νότα κι ο Χιώτης επειδή είχε μεγάλη ευχέρεια, ταχύτητα, έκανε ωραία πράγματα μέσα, κατάλαβες; Το πλουτίζεις (το κομμάτι), βάζεις πιότερο πιπεράκι, αλατάκι, δεν είναι σκέτο.

Η καλή μουσική, ανεξάρτητα από το όργανο, πρέπει να έχει χρώμα και τέμπο. Να κρατείς το χρόνο. (Με το σωστό τέμπο) γεννάται ο άνθρωπος, δεν στο διδάσκει κανένας και το κούρδισμα το σωστό. Η τέχνη στο κούρδισμα, το σαντούρι είναι το κούρδισμα. Πιο μεγάλη τέχνη έχει το κούρδισμα απ’ το παίξιμο. Σαντούρι μπορείς να μάθεις να παίζεις, λίγο-πολύ, πιο πολύ από ’μένα. Διότι η τέχνη είναι ατελείωτη, δεν τελειώνει ποτές. Να το κουρδίσεις όχι. Γιατί κάθε λεπτό που περνάει το σαντούρ’ συστέλλεται και διαστέλλεται και μία νότα είναι πέντε χορδές. Με το χτύπος και με τη διαστολή που θα κάνει ή τη συστολή, ανάλογα, το χειμώνα, χαλάει την πεντάδα. Και πρέπει να ’χεις αυτί καλό. Ύστερα να πηγαίνει το χέρι σ’ […], είναι δύσκολο όργανο […]. Οπότε το σαντούρι άμα ξεκουρδίσει και χαλάσ’ είναι […], δεν έχει μελωδία […]. Όταν έχεις εκατό παιδιά και τα διδάξεις τα παιδιά αυτά, αμφιβάλω αν το ένα θα ’χει ακουστική να μπορεί να το κουρδίσει. Γιατί κάθε λεπτό που περνάει θέλει κούρδισμα. Όταν το αφήσουμε με την αύριο το πρωί και δεν το κουρδίσουμε είναι χαλασμένο. Πρέπει να το κυνηγάς και να πηγαίνει και το χέρι σ’ […].

 

Μουσική μαθητεία:
Ο πατέρας του, Παναγιώτης, που έπαιζε κυρίως κλαρίνο, αλλά και σαντούρι, τον έφερε σε πρώτη επαφή με το σαντούρι:

Και όταν έγινα έξι χρονών εγώ, μ’ έβαλε ο πατέρας μου, μ’ έβαλε ο πατέρας μου και μ’ έδειξε κάτι κλίμακες: ντο-ρε-μι. Ήξερε και λίγο σαντούρι, λίγο. Κι όταν έγινα εγώ δεκατριώ χρονών είχε πεθάνει ο πατέρας μου. Αλλά δεν ήξερε να δείξει κανονικά.

 

Σαντούρι διδάχτηκε από τον σαντουριέρη Γιώργο Χατζέλη ή «Καχίνα» από το Ακράσι, περίφημο στη Λέσβο για τη δεξιοτεχνία του:

Μου είχε δείξει κάτι κάποιος απ’ το Πλωμάρι (από το Ακράσι) ήταν αυτός, σαντούρι, ωραίος. Αυτόν τον λέγαν Γιώργο, «Καχίνα» παρατσούκλι, Χατζέλλης. Ήταν ωραίο σαντούρι, μου τον είχε φέρει ο πατέρας μου, λέει, για να δείξεις κάτι στον μικρόν. Κι ήρθε ο Γιώργος, λέει θα δείξω τρία πράγματα. Άμα τ’ αποκτήσεις θα με ξεπεράσεις, δεν ήταν εγωϊστής. Λέει, όταν παίζεις δεν θα σηκώνεις τα χέρια σου ψηλά, χαμηλά. Λέγω, τι σημαίνει αυτό; Λέει, διότι όταν είναι ψηλά προλαβαίνεις να κάνεις χρώμα δικό σου, όταν είναι χαμηλά δεν προλαβαίνεις… Μετά λέει, όταν παίζεις, όσο μπορείς να διαμοιράζεις τις φωνές με τα δύο χέρια, όχι μ’ ένα χέρι να βάζεις δύο-τρείς νότες. Είπα ’γω γιατί; Γιατί είχα μανία για να μάθω. Λέει, όταν ‘ς παίρνεις με τα δύο τα χέρια, παίζεις με περισσότερες φωνές και πιο γρηγοράδα έχεις. Και το τρίτο, λέει, δεν θα παίζεις αυτό μόνο το πράμα, θα δουλεύεις κι αυτές, τις «πάρτες» αυτές (δηλαδή όλη την επιφάνεια του σαντουριού). […] Ο Μόσχος παίζει μόνο από ‘δω […], δεν μπορεί να δουλέψει από ‘δω, διότι θα χάσει από ‘κεί. Δεν τον κατηγορώ, καλός είναι, αλλά δεν μπορεί να κάνει αυτά τα πράγματα, να δουλέψει εδώ, που τα κάνω εγώ. Και τ’ απόχτησα ότι μ’ είπε (ο Γιώργος Χατζέλλης). Το τρίτο είναι αυτό που είπα, να δουλέψεις τα μπάσα, διότι αν δεν χρειαζόταν, δεν θα τα ’βαζαν αυτοί. Θα ’ν είχαν μόνο αυτό, το σκελετό μπροστά του. Ο σκελετός είναι σωστός, τα κομμάτια τα παίζει όλα, αλλά αυτό τα βάζει για να γεμώσει το σαντούρι. Λοιπόν, τον ήφερε μια μέρα, όχι τον ήφερε, ήρθε να παίξει εδώ με τον πατέρα μου. Και λέει ο Γιώργος ο Χατζέλλης, για πιάσε λέει να σε δω λίγο. Έπιασα εγώ, έπαιξα. Λέει στον πατέρα μου, θα με ξεπεράσει τούτος. Είδε τα χέρια μου που δουλεύω, είχα χρώμα, γρηγοράδα. Λέει, θα με ξεπεράσει. Διότι το σαντούρ’ θέλει να ’χεις γρηγοράδα, να τρέχουν τα χέρια σου. Όταν είσαι «μανός», δεν μπορείς να κάνεις μια χώρα. Γιατ’ οι χώρες είναι γρήγορα, τα ζεϊμπέκικα ’ναι αργά.

 

Για την εκμάθηση του ρεπερτορίου, ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει:

Ήξερα μουσική (εννοεί ότι διάβαζε παρτιτούρες), τώρα έχω ξεχάσει. Είχα πάρει μαθήματα απ’ τον θειό μου τον Αχιλλέα. Μέσ’ σε σαράντα μαθήματα, διάβαζα πιο καλά απ’ αυτόν. Αλλά, μικρός τότε, νέος και ξέρω ’γω ύστερα, δεν εχρειάζοντο μουσική εδώ, να βάζεις το βιβλίο μπροστά σου, τη νότα, να παίζεις το κομμάτι, μιαν οπερέτα, μιαν όπερα, ένα ταγκό ή ένα βάλς ή ξέρω ’γω. Δεν εχρειαζόταν. Μας φωνάζαν και παίζαμε, κάτι τέτοια, που τα ξέραμε.

Για τα κομμάτια που παίζανε στις θεατρικές παραστάσεις του Αναγνωστηρίου Αγιάσου, αναφέρει:

Μου τα είχε δείξει ο Πράτσος, με τ’ αυτί. αλλά μόλις το έκανε λίγο έτσι, το έπαιρνα. Το ήπαιρνα απ’ ευθείας, πάγαινε δηλαδή μαγνητόφωνο και το ’κανα και σωστό και μετά το πλούτιζα.

Μπορείς να πας σ’ έναν σαντουριέρη άλλον να σου δείξει, θα σου δείξει περίπλοκα, θα σε μπερδεύει. Διότι δεν ξέρει το σύστημα, πως να στο πει να το καταλάβεις πιο εύκολα. Διότι το σαντούρ’ είναι ένα πράγμα σκοτεινό. Όλα τα όργανα, αλλά προπάντων αυτό, το σαντούρ’ είναι ας πούμε σκοτεινές δυνάμεις.

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):

Ο Γιάννης Σουσαμλής ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά σαντούρι το 1939-40, σε ηλικία μόλις 11 ετών, σε συνεργασία με τον πατέρα του, Παναγιώτη στο κλαρίνο. Μέχρι τον θάνατο του πατέρα του Παναγιώτη, στις αρχές της δεκαετίας του 1940, ο Γιάννης Σουσαμλής συμμετείχε στην οικογενειακή κομπανία των Σουσαμλήδων. Τη δεκαετία του 1950 έπαιζε σαντούρι σε συνεργασία με το Μιχάλη Μουτζουρέλλη ή «Λαγό» (κλαρίνο), τον Κομνηνό (βιολί), τρεις ακόμα Αγιασώτες μουσικούς (δυο κιθάρες και ακορντεόν) και τον Τζιτζίνα (τραγούδι).

Ο ίδιος τραγουδούσε, αλλά σπάνια:

Σε κουράζει το τραγούδι όταν παίζεις σαντούρι συγχρόνως, σε πιάνει κι ένα νάζ’. Γι’ αυτό οι σαντουριέρηδες δεν τραγουδάν.

 

Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ο Παναγιώτης Σουσαμλής ή «Κακούργος» συμμετείχε σε μουσικό συγκρότημα στην Αγιάσο, που απαρτιζόταν από τους μουσικούς: Παναγιώτης Σουσαμλής ή «Κακούργος» (κλαρίνο), Ψύρρας (σαντούρι), Στρατής Ρόδανος (κορνέττα), Αχιλλέας Σουσαμλής (βιολί), Προκόπης Σουσαμλής (κορνέττα και τρομπόνι), Νικόλαος Ρόδανος (ευφώνιο).

Για την κομπανία του πατέρα του, ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει:

Αποτελούνταν από έξι όργανα: βιολί, σαντούρι, κλαρίνο, κορνέττα, εμφώνιο και τρομπόνι. Δεν είχε τότε κιθάρες και μπουζούκια, μετά πια βγήκαν, μια παρέα και μάθαν μερικά μπουζούκια, ξέρω ’γω και συνεχίσαν και παίζαν έτσι και τραγουδούσαν και τους φωνάζαν. Είχαν πολλές δουλειές, γιατ’ είχαν το τραγούδι, ήταν και νεώτεροι, νεώτερα όργανα. Ο «κουμανταδόρος» της ορχήστρας, αυτής ήταν ο ίδιος ο Παναγιώτης Σουσαμλής ή «Κακούργος», ήταν πιο καλύτερος. […] Και τίποτα να μην έκανες στο όργανό σου, έπρεπε να πάρεις το ανάλογο, το ίδιο (δηλαδή την ίδια αμοιβή) με τον άλλον που ήταν τεχνίτης. […] Και τους φώναζαν σε γάμους, σε πανηγύρια, παρέες γλεντίζαν κάθε μέρα και φωνάζαν τα όργανα και ’βγαίναν πατινάδα, βόλτα στο χωριό, για να πάνε να κάνουν καντάδα στις ερωμένες τους. Γιατί οι γυναίκες τότε δε βγαίναν έξω. Γυρνούσαν (στην πατινάδα) τρεις-τέσσερις ώρες, μετά συχνάζαν πάλι στο καφενείο, οι μουσικοί κι από ‘κεί διέλυαν.

Μετά τον Πόλεμο του 1940, στην προαναφερθείσα κομπανία εντάχθηκε ο Χαρίλαος Ρόδανος (βιολί).

Για τον βιολιστή Βασίλη Σουσαμλή αναφέρει:

Αυτός είναι που λέγαμε το βιολί. Αν τον φωνάξουν κι έχει δουλειά παίζει, δεν παίζει μόνος του. Όταν συγκεντρωθούν και τον φωνάξουν, πηγαίνει.

 

Ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει επίσης τον σαντουριέρη Στρατή Ψύρρα:

Με τον Ψύρρα τον Στρατή μαζί ξεκινήσαμε. Ο πατέρας του Στρατή Ψύρρα, έπαιζε σαντούρι, αλλά λίγο.

 

Για τις συνεργασίες των μουσικών γενικότερα ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει:

Είχε τότε στην Αγιάσο, κουϊτούκια, δηλαδής υπαίθρια, καλοκαιρινά, (το χειμώνα) δεν υπήρχαν. Ήταν κανά δυό μικρούλια, έτσι υπαίθρια και πηγαίναν και καθόνταν κάθε Σαββατοκύριακο και παίζαν. Δύο μουσικές είχε (τότε), η δικιά μας, οι «Σουσαμλήδες» που λέμε και οι «Άννες». Αλλά αλλάζαν καμιά φορά, μανίζαν, μαλώναν, πηγαίναν στον άλλον, με την άλλη μουσική, κατάλαβες; Για παράδειγμα, έκανες κάτι σφάλμα στο (παίξιμο) και σου ‘λεγα εγώ, μετά, όχι πάνω στη δουλειά, ότι δεν είναι αυτό που κάνεις έτσι. Αυτός έλεγε όχι, είναι αυτό. Και μαλώναν και…, θέμα εγωισμού. Και μετά, το βράδυ πάλι ανταμώνανε, αγαπίζαν και συνεχίζαν και παίζαν. Πάντοτε υπήρχαν οι διχόνοιες μεταξύ οργανοπαιχτών.

Ο Γ. Χατζέλλης ερχόταν αρκετά συχνά και παίζαν με τον πατέρα μου. Δεν είχε κανέναν τόσο τεχνίτη. Στο Πλωμάρι δεν κατέβαινε για να παίξει ο πατέρας μου συχνά, στο Πλωμάρι, αλλ’ αν τους φώναζαν, καμιά παρέα, ή έβρισκε καμιά δουλειά αυτός (ο Γ. Χατζέλλης), απ’ το μέρος του που ’ταν, απ’ τ’ Ακράσι ’ταν αυτός, λέει, θα φωνάξω τον «Κακούργο», τον τάδε, τον τάδε, η παρέα. Και γνωρίστηκα που λες μ’ όλο τον κόσμο […].

 

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:

Ο Γ. Σουσαμλής έχει παίξει σαντούρι σε όλη σχεδόν τη Λέσβο, εκτός από κάποια χωριά, όπως ο Μόλυβος και η Ερεσός.

Τη δεκαετία του 1950 ο Γιάννης Σουσαμλής συνεργαζόταν με νεώτερους Αγιασώτες μουσικούς και δεν συμμετείχε πλέον στην κομπανία των Ρόδανων και των Σουσαμλήδων. Συνεργαζόταν με τον Μιχάλη Μουτζουρέλλη ή «Λαγό» (κλαρίνο), τον Κομνηνό (βιολί) και άλλους:

Δύο νέοι ήταν με κιθάρες κι ένας ακόμα, αυτοκτόνησε τώρα, έπαιζε ακορντεόν. Και πηγαίναμε και παίζαμε και είχαμε έναν που τραγουδούσε. Ονομάζεται «Τζιτζίνας», κάποιος. Από ’δώ ήταν, μένει στην Μυτιλήνη. Και κάτι λίγα τραγουδάκια τα ’λεγε με το στόμα του. (Παίζαμε) κι εδώ και στα χωριά, μας φωνάζαν σε γάμους, σε πανηγύρια πηγαίναμε, κι εδώ παρέες μας φωνάζαν.

Ο Γιάννης Σουσαμλής συμμετείχε επανειλημμένα με το σαντούρι του στην ορχήστρα που έπαιζε στις θεατρικές παραστάσεις του Αναγνωστηρίου Αγιάσου.

 

 

Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:

Ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει την πρώτη φορά που έπαιξε δημόσια σαντούρι σε ηλικία έντεκα ετών, σε συνεργασία με τον πατέρα του:

Στα Βασιλικά, πήγαμε, μας φωνάξαν μια παρέα, γλέντι ήταν. Και λέει θα φωνάξουμε, δεν υπήρχαν τηλέφωνα τότε, θα φωνάξουμε τον τάδε. Και ήρθε κάποιος (και μας ειδοποίησε) και ’μείς με τα πόδια.. Το σηκώναμε και πηγαίναμε με τα πόδια. Αν τυχόν και ταίριαζε κανένα αυτοκίνητο, λιγοστά ήτανε και μας ήπαιρνε, καλώς, ειδάλως με τα πόδια. Και πήγαμε, εκεί άρχισα εγώ, σε καφενείο. Και ’πιάσα τούκου-τούκου και με κοιτάζανε, ήμουνα έντεκα χρονών. Παίξαμε ένα συρτό Σμυρνιό. Και ο πρώτος ο σκοπός που έπαιξα, κατά πρώτα από μικρός, ήταν: «Πάμε Σταυρούλα στο χωριό». Και το θυμάμαι, απ’ έξι χρονών το πρώτο κομμάτι πο’ ‘παιξα και δεν το ξεχνάω ποτέ. Πήγαμε, μας φώναξαν, μας ’μάθαν μετά και ως επί το πλείστον, φωνάζαν μας, επειδή έπαιζα εγώ κ’ ήμουν μικρός και θέλαν να με κοιτούν. ‘Τον Κακούργο με το Κακουργέλι’.

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

Ο Γιάννης Σουσαμλής έπαιζε κυρίως σαντούρι, αλλά και κιθάρα και ντραμς. Ξεκίνησε να παίζει μουσική όταν ήταν 6 ετών, μ’ ένα μικρό σαντούρι που του είχε κατασκευάσει ο πατέρας του.

Ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει πώς διαφοροποιείται το παίξιμο του σαντουριού ανάλογα με τις περιστάσεις, ανάλογα δηλαδή εάν ο οργανοπαίχτης παίζει περιφερόμενος (π.χ. σε γάμους, πατινάδες) ή καθιστός. Αναφέρει επίσης την προέλευση των σαντουριών του:

Ήταν κουραστικό, αλλά όταν είσαι νέος δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Γυρίζαμε όλο το χωριό. Αλλά πιο καλά το παίζεις κάτω, διότι χάνει, το χέρι δεν σημαδεύει καλά και παίζεις λάθος τις φωνές. Είχε και πιο βαρειά σαντούρια, ένα έχω σπίτι ακόμα, είναι πιο καινούργιο αυτό, απ’ τον ίδιο μάστορα, αυτός ονομάζεται Ζαφειρόπουλος, στην Αθήνα, αλλά ήταν Σμυρνιός. Και το ’χα πάρει το 1949 ή 1950 (το σαντούρι που έχει στο μαγαζί του στην Αγιάσο). Μπορεί να το ’χε και προηγουμένως από ’μένα, πιο πολλά χρόνια. Τ’ αγόρασα απ’ την Αθήνα και το ήφερα εδώ. Γιάτ’ είχα ένα άλλο, πιο μικρό, απ’ τον πατέρα μου. […] Εκείνη την εποχή σπάνια κατέβαιναν Αγιασώτες στην Αθήνα, όταν αρρωστούσε κανένας, δεν υπήρχαν αεροπλάνα, υπήρχαν, αλλά δεν έμπαιναν ο κόσμος, σα που μπαίνει τώρα και πάει συνέχεια και έρχεται. Μόνο εγώ, επειδής μ’ έκανε η ανάγκη να πάω να πάρω το σαντούρι. Το ξέραμε ότι υπήρχε το μαγαζί του Ζαφειρόπουλου στην Αθήνα αυτό, εμείς μεταξύ μας οι μουσικοί. Ήταν ωραίος, καλός τεχνίτης, έχει μυστικά το σαντούρι. Ο θείος μου ο Προκόπης έχει φτιάξει ένα σαντούρι που το ’χει παίξει ο Γιάννης. Βάσει ποιού παραδείγματος το έφτιαξε ο θείος μου δεν ξέρω. Νομίζω πήρε το δικό μου και είδε τα σχέδια, το άνοιξε μέσα, είδε πως είναι και είδε πως μπαίνουν οι τραβέρσες, ξέρω ’γω, μέτρησε αυτά τα διαστήματα και ’πιασε και το ’φτιαξε. Αλλά τί έγινε αυτό το σαντούρι; Το παραφήκαν, το π’λήσαν; Δεν ήταν καλό σαντούρι, ήταν πιο μεγάλο.

 

Αναφέρει επίσης πώς προμηθευόταν χορδές για το σαντούρι του:

Χορδές για το σαντούρι δεν υπάρχουν. Μου είχε φέρει εμένα, επειδής στην Αθήνα, Σανταρόπουλος […] το Μανώλη, όποτε ερχόταν εδώ έπρεπε να με φωνάξ’ να πάω να τον διασκεδάσω μέχρι πρωίας και μετά να με φέρει εδώ και να μου πει και να μου πει καληνύχτα και να φύγει. Και ήρθε μια μέρα, δεν είχα σύρμα, διότι δεν υπάρχει να φέρουν, να ’χει κατανάλωση ένα μαγαζί, δεν υπήρχε και λέγω, βρε Μανώλη δεν θα […] σήμερα. Όταν δεν έχω σύρμα εγώ δεν έχω ψωμί. Λέει, θα σε βοηθήσω εγώ. έστειλε από Ρουμανία […], και πού να βρείς;! Γιατί δεν έχει σαντούρια. Κι έστειλ’ απ’ τη Ρουμανία ή απ’ την Ουγγαρία και μ’ έστειλε μισό κιλό. (Οι χορδές που χρησιμοποιεί είναι ατσάλινες), θα πεις τώρα εσύ γιατί δεν έχεις τέτοιες όπως στο σαντούρι του Αναγνωστηρίου. Δεν έχω τέτοιες εγώ, τις έχω αφαιρέσει, γιατί άσε που ’ταν σπάνιο να βρεις, αλλά τραβούν πιο πολύ βάρος, πιο πολύ τέντωμα και πιτσικάρει (στραβώνει). Για να το κρατήσω πιο πολλά χρόνια τις αφαίρεσ’ αυτές κι έβαλα αυτές. Παλιά υπήρχαν χορδές, γιατ’ υπήρχε κατανάλωση. Πήγαινες έπαιρνες τα μέτρα και πάγαινες. Οι χορδές ήταν πάντα περιτυλιγμένες.

Τις προμηθεύονταν από την Μυτιλήνη ή από την Αθήνα, όταν δεν υπήρχαν στην Αγιάσο.

Ο Γιάννης Σουσαμλής καταθέτει την άποψή του για τις δυνατότητες και τις δυσκολίες του σαντουριού, το συγκρίνει με άλλα μουσικά όργανα, κι εκφράζει το ιδιαίτερο συναισθηματικό του δέσιμο με το σαντούρι:

Και καθόμουνα έτσι και άκουγα τη μουσική και κοίταγα το σαντούρι. Ήταν η κλίση μου, μ’ άρεσε ο ήχος που είναι …. Γιατί τ’ άλλα τα όργανα είναι ξερά, το πιο πλούσιον όργανο που υπάρχει στον πλανήτη είναι το σαντούρι. Το πιάνο αντικαθίσταται απ’ τ’ ακορντεόν. Είναι πλούσιο όργανο, τώρα δεν θυμάμαι καλά, δεν πηγαίνουν τα δάχτυλα μου. Τώρα, το σαντούρι ταιριάζει με έγχορδα όργανα, ως επί το πλείστον κιθάρα, μπουζούκι. Αυτά τα όργανα δεν ταιριάζουν καλά (εννοεί το κλαρίνο με το σαντούρι), διότι τ’ άλλο είναι ξηρό όργανο, η κορνέττα, το τρομπόνι, είναι ξερό. Αλλά το είχα το σαντούρι ευτόν για να γεμώζει, το σαντούρι γέμωζε την ορχήστρα, τ’ άλλα τ’ όργανα, τα πνευστά. Τον ήχο τον είχε και γέμιζε ας πούμε. Και πλούτιζε πιο καλά.

Το σαντούρι έχει εκατόν είκοσι χορδές. Το σαντούρι το θεωρώ πιο δύσκολο όργανο από τα άλλα. Αλλά το βιολί είναι πιο δύσκολο, πιο σκοτεινό… Αλλά έχει τέσσερις χορδές, θα τις κουρδίσεις, έχει εύκολο κούρδισμα. Ενώ το σαντούρι είναι περίπλοκο όργανο, γιατί κάθε λεπτό ξεκουρδίζεται, χαλάει και πρέπει να κατέχεις φωνητική μουσική για να το κουρδίζεις συνέχεια. Κι είναι δύσκολο όργανο, βέβαια, γιατ’ είπαμε πηγαίνει από ’κεί, παγαίνει από ’δω. Αλλά τη νότα τη βλέπεις παράδειγμα. Ενώ στο βιολί δεν την βλέπεις, είναι σκοτεινό το βιολί. Και ο βασιλεύς των οργάνων είναι το βιολί.

Ένα παιδί για να αρχίσει να μαθαίνει σαντούρι πρέπει να είναι ώριμο, να καταλαβαίνει. Δηλαδή από δέκα-δώδεκα χρονών, πιο κάτω όχι, γιατί δεν καταλαβαίνει. Εκτός να ’ναι γεννημένο ή να ’ναι κληρονομικό αυτό. Πρέπει να πιάσει από δέκα-δώδεκα χρονών και λίγο-λίγο-λίγο και να πέσει σε δάσκαλο καλό. Είναι το όργανο τέτοιο, που πρέπει να τρέχεις, να χρωματίζεις. Το κλαρίνο, το βιολί, τ’ άλλα τα όργανα, δε χρειάζεται χρώμα πάνω, δεν πηγαίνει το χρώμα. Στο σαντούρι πηγαίνει. Έχει αυτά τα κόρδα που πιάνεις εδώ και νοστιμίζει. Το κλαρίνο είναι ξερό ή το βιολί.

 

Ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει για την καταβολή του σαντουριού:

Είναι ανατολίτικα όλα αυτά. Δεν είναι νησιώτικο, δικό μας, εμείς το κάναμε δικό μας. Το σαντούρ’ έχει ξεκινήσει κάτ’ αρχάς, έχω ρωτήσει κάποιον εγώ που ξέρει όλα τα όργανα, λέω θέλω να μου το εξηγήσεις, το σαντούρι προ διακόσια χρόνια, διακόσια πενήντα χρόνια. Λέει, έχει ξεκινήσει από Ινδία, μετά εξαπλώθηκε Ιράν, Πακιστάν, Τουρκία, Ελλάδα, Ουγγαρία και Ρουμανία. Και οι Ούγγροι και οι Ρουμάνοι τα όργανα τα διατηρούν, είναι πιο μεγάλα από αυτό, έχει κι εδώ χορδές, να μην κρατεί τον ήχο, να κόβεται και ν’ ακούγεται η επόμενη νότα. Και τα διατηρούν κι έχουν και μαθητές και τα μαθαίνουν. Γιατί το κύριο όργανο στη Ρουμανία και Ουγγαρία είναι το τσύμπαλον, το σαντούρι δηλαδή. Περισσότερο παίζουν σαντούρια, παρά απ’ τ’ άλλα τα όργανα. Κι είναι μικρασιάτικο όργανο, ανατολίτικο. Πλούσιο όργανο το σαντούρι και που χάνεται βεβαίως είναι κρίμα.

 

Ο Γιάννης Σουσαμλής έπαιζε επίσης κιθάρα και ντράμς. Κιθάρα δίδασκε και σε παιδιά της Αγιάσου:

Έχω δείξει σε πολλά παιδιά κιθάρα, για να τα ’χω μαζί να μ’ ακομπανιάρουν, πολλοί έχω βγάλ’. Ντράμς παίζω καλό, τρίλλιες απάνω…. Τώρα άμα είχα ένα τζάζ (ντράμς) δίπλα μου να με κομπανιάρει, γεμώνει, νομίζεις ότι παίζει ολόκληρη ορχήστρα! Τώρα, άμα είναι η κιθάρα αύριο μαζί, θα το πλουτίσει πιο καλά και θα παίξω και πιο άνετα, το σκέτο είναι πιο ξερό.

 

Τοπικές δράσεις:
Ο Γιάννης Σουσαμλής έπαιζε σαντούρι σε διάφορες εκδηλώσεις στην Αγιάσο, όπως σε γάμους, πατινάδες, καντάδες, γλέντια, πανηγύρια:

Παίζαμε και εδώ και στα χωριά, μας φωνάζαν σε γάμους, σε πανηγύρια πηγαίναμε κι εδώ παρέες μας φωνάζαν. […] Τελευταία με φωνάζαν στα καφενεία και πήγαινα…. Τώρα δεν πηγαίνω.

 

Συμμετείχε επίσης επανειλημμένα στις μουσικο-χορευτικές εκδηλώσεις και στις οπερέτες που ανέβαζε το Αναγνωστήριο Αγιάσου «Η Ανάπτυξη» στην Αγιάσο, στη Μυτιλήνη και αλλού.

Σ’ όλα τα έργα του «Αναγνωστηρίου» ήμουνα ο μαέστρος εγώ. Οι τραγουδιστές θα τα μπερδεύαν και θα τα μουτζώναν και θα γινόμασταν ρεζίλι απάνω στη σκηνή. Εμπιστεύονταν ο Πράτσος εμένα. Ανεβάζαμε και οπερέτες και χωριάτικα τέτοια, νησιώτικα. […] Εγώ είχα ανεβάσει και την οπερέτα του Νίκου του Χατζηαποστόλου: «Πως περνάν οι παντρεμένοι», «Η γυναίκα του δρόμου», «Καρδιά π’ αγαπά….

Για τις καντάδες αναφέρει:

Πάγαινα μικρός, ήμουνα με γκόμενες, τα μεσάνυχτα, «Στης νύχτας τη σιγαλιά», τ’ς έκανα καντάδα, (άμα ανταποκρινόταν η κοπέλα) άνοιγε λίγο έτσ’ το παράθυρο… Και με την αύριο, είχαμε μια χαρά ν’ ανταμώσουμε. Και στην γυναίκα μου έκανα καντάδες.

 

Έχει παίξει μουσική σε όλη σχεδόν τη Λέσβο, εκτός από μερικά χωριά, όπως ο Μόλυβος και η Ερεσός.

Στα Βασιλικά, πήγαμε, μας φωνάξαν μια παρέα, γλέντι ήταν. Και λέει θα φωνάξουμε, δεν υπήρχαν τηλέφωνα τότε, θα φωνάξουμε τον τάδε. Και ήρθε κάποιος και μας ειδοποίησε και ‘μείς με τα πόδια, το σηκώναμε και πηγαίναμε με τα πόδια. Αν τυχόν και ταίριαζε κανένα αυτοκίνητο, λιγοστά ήτανε και μας ήπαιρνε, καλώς, ειδάλως με τα πόδια. Παγαίναμε στην Πηγή, σε διάφορα μέρη κι έβγαζε ο πατέρας μου το κλαρίνο και με συνόδευε.

Στο Μεσότοπο έπαιξα, στα Χύδηρα έπαιξα, σ’ ένα πιο χαμηλά. Σε τέσσερα-πέντε χωριά έχω παίξει, Καλλονή, Ίππειο, Σ’κούντα, Κεραμιά, Βασιλικά, Λισβόρια, όλ’ αυτά τα ’χω γυρίσει, Μόριες, Παναγιούδα, Μυτιλήνη. Έπαιξα και στην Αγία Παρασκευή τέσσερις-πέντε φορές. Στην Μυτιλήνη παίζαμε μόνο, σε κάποιο κέντρο διασκέδασης τα Σαββατοκύριακα. Άλλο έθιμο ’χουν τα χωριά (στον τρόπο διασκέδασης), η Μυτιλήν’ είν’ άλλο.

 

Υπερτοπικές δράσεις:

Ο Γιάννης Σουσαμλής δεν έπαιξε ποτέ μουσική εκτός Λέσβου.

Πέντε εκατομμύρια μου δίναν για να πάω στην Αφρική και μου ’κάναν και τα έξοδα, να κάτσω δέκα-δεκαπέντε μέρες. Ο υπουργός Αιγαίου ήταν και με φώναξε. Κάθε νομός έστελνε ένα όργανο στην Αφρική κι έκανε διαγωνισμό κι εγκρίναν εμένα. Και με φώναξε κάποιο παιδί, λέει, πάγαινε στον υπουργό στην Μυτιλήνη. Πήγα ‘σένα (λέει ο υπουργός) σε ’κάναν θεό λέει γιατί παίζεις ωραίο σαντούρι. Εγκρίναμε να πας εσύ (στην Αφρική). Πέντε εκατομμύρια δραχμές για δεκαπέντε μέρες και τα έξοδα (πληρωμένα). Λέω ’γω, έχει αμαξωτό δρόμο; Λέει, θα πας με τ’ αεροπλάνο, με το καράβι. Λέω, άμα έχει αμαξωτό δρόμο (θα πάω) με την μοτοσικλέτα. Δεν μπαίνω λέω μέσ’ στ’ αεροπλάνο, ούτε μέσ’ στα καράβια. Και στην Γερμανία με φωνάξαν, αλλά δεν επήγα, στην Αγγλία, μ’ αρέσει να ‘μαι εδώ. Δηλαδή όταν φύγω εγώ από ‘δω, μπορώ ν’ αρρωστήσω, να με φέρουν πεθαμένο, τα νεύρα μου… Μ’ αρέσει αυτό που κάνω, με ικανοποιεί, ύστερα λένε τα χρήματα είναι καλά, να τα παίρνεις έτσι με την αξία σου. Αλλά δόξα τω Θεώ καλά είμαι. Μ’ αρέσει, το μεσημέρι να φάω, να κάνω καβάλα τη μηχανή, να βγω μια έξω, να ηρεμήσω. Κι είναι η ζωή μου αυτή. Στις πέντε η ώρα, πεντέμισυ πηγαίνω στο σπίτι. Κάθομαι, έχω τα εγγόνια μου…..

Του πρότειναν επίσης να πάει στην Αλβανία να διδάξει σε παιδιά σαντούρι αλλά δεν δέχτηκε να μετακινηθεί εκτός Λέσβου.

 

 

Αυτοαξιολόγηση:
Ο Γιάννης Σουσαμλής σχολιάζει με παράπονο τον τρόπο που αντιμετωπίζουν οι οι κρατικές αρχές την προσφορά των καλλιτεχνών:

Η Ελλάδα έχει γεννήσει τα καλύτερα καλλιτεχνικά τέκνα στον κόσμο κι αυτοί που μας διοικούν, οι κανίβαλοι, τα μειώσαν στα δύο, από πεντακόσια-εξακόσια που ήμασταν. Διότι όλοι οι καλλιτέχνες της Ελλάδος, πέθαναν στην φτώχεια, στην ψάθα και στην μιζέρια. Γι’ αυτό κι εγώ είχα μερικά παιδιά και τα μάθαινα. Μόλις δεν εσφραγίσαν το βιβλιάριο του ΟΓΑ, ήμουνα γραμμένος στον ΟΓΑ προ δεκαπέντε χρόνια, και κάθε δύο χρόνια τα βιβλιάρια τα σφραγίζουν οι ανταποκριτές του ΟΓΑ σε κάθε μέρος και πέρσι δεν το σφράγισε» (επειδή δεν μπόρεσε να πληρώσει την εισφορά).

Γύρισε όλη την Ελλάδα, άμα θα δεις ένα σαντούρι να παίζει σα που παίζω ‘γώ τώρα, ζωντανό. Απλώς, που βλέπουμε στην τηλεόραση καμιά φορά το Μόσχο και κάποιον άλλο. Κι απ’ τα δίκτυα κι απ’ το ’να κι απ’ τ’ άλλο τους έχω κατηγορέσει και με φωνάξαν προ δυο μήνες και μου το σφραγίσαν (το βιβλιάριο του ΟΓΑ) και μου ’βγάλαν τη σύνταξη. Δεν ήθελα να πάω, η γυναίκα λέει πάγαινε, αλλά έχουμε και πέντε δραχμές στην τράπεζα, δόξα τω Θεώ. Πάνε λέει η γυναίκα μου να ’χεις το γιατρό. Και με κατάφεραν, γράφτηκα. Εδώ, οι γραμματικοί ξέρω ’γω, το ’να, τ’ άλλο, είναι όλοι της δεξιάς. Κι όταν είσαι αριστερός, σε μισούν και μπορεί να σε χαντακώσουν. Γι’ αυτό δεν μου το σφράγιζαν το βιβλιάριο. […] Και το σφράγισαν. Αλλά στον κόσμο το λέω ότι με είχαν αδικήσει.

Ο Γιάννης Σουσαμλής είχε γράψει την ακόλουθη επιγραφή στο μαγαζί του στην Αγιάσο:

Πενήντα χρόνια κρατώ τη λαϊκή παράδοση κι ο μόνος ανασφάλιστος είμαι ’γω.

Και να κάνουν κι ένα αγαλματάκι απ’ έξω, τόσο δα μικρό, που να μοιάζει (με τον ίδιο) το αγαλματάκι, να το βάλουν εδώ, επειδής πέρασε όλη η γη από ’δώ και γνώρισε τον «Κακούργο». Θα ξέρουν τον «Κακούργο», τον Ξυλούρη, τον Μπετόβεν κι ούτω καθ’ εξής, τους καλλιτέχνες. Και να γράψουν «οδός Κακούργου». Κι απέναντι να γράφουν οδός Θεόφιλου, απ’ την άλλη οδός Λένιν, απ’ την άλλη οδός Έντισον, […] Μπετόβεν, Παγκανίνι, που να τα δω αυτά; Δεν τα είδα […] Άρα λοιπόν υπαγόμαστε προς τους καννίβαλους, που γράφειν, τότες γράφαν, δεν κατηγορώ […], χωριανο-Έλληνας είναι πατριώτης μας κι ο βασιλιάς. Ο άνθρωπος δεν με πείραξε κι ούτε σφάλλει αυτός ο άνθρωπος, αλλά σφάλλουν οι καβαλαρέοι. Κι έβλεπες παντού σ’ όλα τα ντουβάρια, τους τοίχους, οδός «Βασιλέως Κωνσταντίνου». Τι είναι ο βασιλεύς μπροστά σε ’μένα; Όταν αφαιρέσεις το αξιωμά του γίνεται ένας απλός πολίτης. Όμως το αξιωμά μου δεν μπορείς να το αφαιρέσεις. Είμαι πάντοτε καλλιτέχνης, μέχρι που θα πεθάνω. […] Λοιπόν, έγινα πρωθυπουργός, ο πρωθυπουργός δεν παίζει σαντούρι, τίποτα. Απλώς είναι ένας τίτλος, εγώ όμως θα είμαι εμ πρωθυπουργός, εμ σαντούρ’ θα παίζω. Εκεί μέσ’ στη βουλή όταν μαλώνειν, θα το βάζω ένα τσιφτετέλι εγώ, να τ’ς ηρεμήσει.

Για την ικανοποίηση του ίδιου του μουσικού όταν παίζει μουσική αναφέρει χαρακτηριστικά:

Όταν το παίζει το κομμάτι (ο μουσικός) το αισθάνεται. Γι’ αυτό το παίζει ωραία. Έχει μουσικάντηδες, έτσι να τους πούμε, επαγγελματίοι και παν και παίζουνε επαγγελματικά, δεν αισθάνονται τίποτα. Παίζειν για να πάρουν παράδες. Ο καλλιτέχνης όμως το αισθάνεται και το πλουμίζει και γίνεται πιο γλυκύτατο, ζωντανεύει. Εγώ είμαι ας πούμε εξήντα εφτά και είμαι ζωντανός, το νιώθω. Όταν κάνω παράδειγμα έναν αυτοσχεδιασμό, ένα ταξιμάκι….

 

Ρεπερτόριο:

Στα Βασιλικά, το 1939, στην πρώτη του δημόσια εμφάνιση με το σαντούρι ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει:

Και ’πιάσα τούκου-τούκου και με κοιτάζανε, ήμουνα έντεκα χρονών. Παίξαμε ένα συρτό Σμυρνιό. Και ο πρώτος ο σκοπός που έπαιξα, κατά πρώτα από μικρός, ήταν: «Πάμε Σταυρούλα στο χωριό». Και το θυμάμαι, απ’ έξι χρονών το πρώτο κομμάτι πο’ ’παιξα και δεν το ξεχνάω ποτέ.

Δίνει πληροφορίες για το ρεπερτόριο που έπαιζε σε διάφορες περιστάσεις, καθώς και για το ρεπερτόριο άλλων μουσικών της Αγιάσου:

Για το νεκρώσιμο σκοπό που έπαιζαν παλιά στο νεκροταφείο στην Αγιάσο, ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει:

Στο έργο του Μυριβήλη «Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια» είναι το κομμάτι αυτό. Έπαιζε ο Φέρτης και η Δανδουλάκη. Το κομμάτι αυτό το παίζαν με φυσερά όργανα, με πνευστά, όχι με κιθάρες και τέτοια πράγματα, κλαρίνα, κορνέττες, τρομπόνια. Δεν κάναν καντάδες στο νεκροταφείο, ο πατέρας μου πήγαινε καμιά φορά μ’ έναν φίλο του, μεθούσε, έπινε πολύ πιοτό αυτός και πήγαινε, είχε έναν γιό, Γιάννη τον λέγαν, γι’ αυτό αναστήσαν εμένα Γιάννη και πήγαινε κι έκανε καντάδες με το κλαρίνο, ο πατέρας μου. Δεν επάγαινε ορχήστρα εκεί. Πρώτον και κύριον απαγορεύεται, θα σε κάνουν μήνυση, θα σε βάλουν φυλακή. Τον πατέρα μου τον κάναν μήνυση. Επήγαν κάτω στο δικαστήριο, οπότε τον αθωώσαν.

Αν ήξερε κανείς και τραγουδούσε, ήταν καλλίφωνος και διάταζε ένα κομμάτι στην ορχήστρα, μπορεί να συνοδεύσει λίγο, παράδειγμα το «Αχ μελαχροινό μου». Ο περισσότερος κόσμος όμως δεν τα ‘ξερε τα τραγούδια (δηλαδή τους στίχους των τραγουδιών). Η μουσική ήταν κυρίως χορευτική, μπάλος, ζείμπέκικα, καρσιλαμάδες. Αυτά ήταν περισσότερο Μικρασιάτικα τα κομμάτια που παίζαν. Όλα από ‘κεί τα ’χαν φέρει οι παππούδες μου και τα παίζουν εδώ και τα ονομάζουνε Αγιασώτικα, αλλά δεν είναι. Μικρασιάτικα είναι, από τα χωριά της Μικράς Ασίας. Για παράδειγμα η «Μπέργκαμο» («Πέργαμος»), ένα ζεϊμπέκικο «Αϊβαλιώτικο», απ’ τ’ Αϊβαλί. Τα «Ξυλαράκια», «Σαν τα μάρμαρα της Πόλης», «Τί σε μέλλει εσένανε», Σμυρνέϊκο, «Μια Σμυρνιά στο….». Ό,τι διατάζαν οι παρέες, τα παίζαν, δεν είχαν πρόγραμμα. Μόνο πριν αρχίσει ο χορός, πριν πιάσουν και έρθουν στο κέφι οι άνθρωποι, παίζαν κάτι δικά τους (οι μουσικοί). Παράδειγμα κάτι μάρσα (μαρς), κάτι…. κατ’ αρχήν. Και μετά αρχίζαν, λέει, βάλτε ένα συρτό. Αρχίνιζε ο χορός, συρτό, οτιδήποτε, συρτά χιλιάδες… Ή παράδειγμα, βάλε ένα συρτό Σμυρνιό, ή βάλ’ τ’ «Αμυγδαλάκ’», Σμυρνέικο κι αυτό. Μετά, βάλε λέει ένα ζεϊμπέκικο του Φουτσανό (Φωκιανό). Όλα από ’κεί τα φέραν.

Για το τραγούδι «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» αναφέρει:

Δεν είναι δικό του (εννοεί του Μόσχου). Απλό κομμάτι είναι, δεν είν’ τίποτα. Υπήρχε πριν ως μικρασιάτικο, αλλά δεν θυμάμαι πως το ονόμαζαν. Υπήρχε σκέτο. Τα λόγια τα προσθέσαν τώρα. Είναι μία «πάρτη», γι’ αυτό δεν το πολυπαίζω εγώ, ο κόσμος το θέλει και δεν το έχω και γραμμένο στην κασέτα, γιατί όταν είναι σκέτο με το σαντούρ’, δεν είναι ώριμο, δεν είναι καλό. Τούτο είναι ωραίο, επειδής γίνεται χωροδιακό, τραγουδιστό.

Το ρεπερτόριο της εποχής αυτής ήταν: Συρτός, Μπάλλος, Καρσιλαμάς, Ζεϊμπέκικα, Τσιφτετέλι, Απτάλικο, τον Καρσιλαμά τον πολυχορεύανε πιο πολύ, πιο πολύ απ’ τ’ άλλα τα κομμάτια. Για να τα χορέψεις να σου πω, το ζεϊμπέκικο είναι πιο δύσκολο. Στον Καρσιλαμά, πηδάς ας πούμε, πηγαίνεις στο τέμπο του χρόνου. Το Ζεϊμπέκικο είναι πιο περίπλοκο, να ξέρεις τα βήματα, να έχεις το χρόνο. Όταν ξέρεις το χρόνο και πηγαίνεις ’πά στο χρόνο. Ο Καρσιλαμάς είναι πιο εύκολος, δεν έχει βαρείς Καρσιλαμάδες, μόνο μπορεί να το κάνεις εσύ, να το κάνεις πιο αργά. Υπήρχαν καλοί χορευτές που επιβάλλαν αυτοί το τέμπο. Λέει ένας χορευτής για παράδειγμα, τον θέλω πιο αργό κι είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις πιο αργό, ό,τι σε διατάζει. Συρτό είναι ένα και στο Συρτό γίνεται πιο αργό. Χορεύαν Καρσιλαμά και οι γυναίκες εκείνα τα χρόνια, αλλά δεν ξέραν να τα χορέψουν, κουνούσαν έτσι τις βράκες, αλλά οι άντρες τον ξέραν καλά. Οι γυναίκες χορεύαν καλά Συρτό – Μπάλο – Καλαματιανό.

Το ταξίμι είναι «αμανές». Σα που έρχεται κάποιος απ’ την Τουρκία που τραγουδούν Ωωω…. κάτι τέτοιο. Δε το κάνω ’γώ με το στόμα μου τούτο, το κάνω με το όργανο. Δηλαδή δίνει το μυαλό μου αυτό το πράγμα και το πλάθω στο όργανο. Αλλάζουν οι δρόμοι (στα ταξίμια), οι δρόμοι είναι πολλοί, όπως: ουσάκ, μινόρε καθαρό, μαντζόρε καθαρό, ράστι, χιτζάζ. […] Το Χιτζάζκαρ πάλι είναι πρώτα ξαδέρφια με το Χιτζάζ.

Για τους επονομαζόμενους ευρωπαϊκούς χορούς, Ταγκό, Φόξ, Βάλς, ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει:

Δεν εγυρεύαν, δεν τα ξέραν αυτά, αλλά ξέραμε να τα παίζουμε, αλλά δεν εγυρεύανε. Γυρεύαν όλο παραδοσιακή μουσική.

 

Αμοιβή:

Ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει, όπως άλλωστε οι περισσότεροι μουσικοί της Λέσβου, ότι η αμοιβή ήταν ίδια για όλους τους οργανοπαίχτες που συμμετείχαν στο συγκρότημα, ανεξάρτητα από το όργανο, την ικανότητα και την απόδοση του καθενός.

 

 

Κρίσεις για άλλους μουσικούς

Δεν γράφει η μουσική ότι έπαιζε ο Χιώτης, το κατάλαβες; Είναι πιο απλό το ’χει γραμμένο η νότα κι ο Χιώτης επειδή είχε μεγάλη ευχέρεια, ταχύτητα, έκανε ωραία πράγματα μέσα, κατάλαβες;

Ο Μόσχος παίζει μόνο από ’δω…. δεν μπορεί να δουλέψει από ’δω, διότι θα χάσει από ’κεί. Δεν τον κατηγορώ, καλός είναι, αλλά δεν μπορεί να κάνει αυτά τα πράγματα, να δουλέψει εδώ, που τα κάνω εγώ.

Ο Γ. Χατζέλλης ερχόταν αρκετά συχνά και παίζαν με τον πατέρα μου. Δεν είχε κανέναν τόσο τεχνίτη!

Εδώ, στον τόπο τον δικό μας όσοι δεν ξέρουν να παίζουν καλά όργανο, είναι πιο εγωϊσταί, κάνουν τον μεγάλο, τον εγωϊστή, απ’ τον άλλον που ’ναι πιο τεχνίτης.

Για τους σαντουριέρηδες της Λέσβου την περίοδο 1940-1950, ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει:

Τ’ς ήξερα, αλλά δεν τους είχα δεί. Μόνο ο Χατζέλλης ήταν καλός. Οι άλλοι ήταν «Κατσακούδες» που λέμε. […] Ο Στρατής (Ψύρρας) έπαιζε καλό σαντούρ’, αλλά χρώμα πολύ δεν είχε. Ο Βασίλης (Ρόδανος) ήταν φοβερός αλλά δεν πρόλαβε να παίξει. Δύο-τρία σαντούρια καλά υπήρξαν.

Για τον μουσικό Νίκο Καλαϊτζή ή «Μπινταγιάλα» από τον Μεσότοπο της Λέσβο που έπαιζε αρχικά τρομπόνι και στη συνέχεια, μέχρι σήμερα, βιολί και σαντούρι, ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει:

Καλός είναι, καλός αλλά μέτριος. Ο Νίκος παίζει πιο στεγνά, εγώ βάζω δικά μου κι όταν το πλουμίζεις το καμμάτι, γίνεται πιο γεμάτο. Οπότε το πλούμισμα πρέπει να στο προικίσει ο θεός και να ’χεις και χέρια και ιδέα. […] Πάντως είναι αξιέπαινος ο Νίκος, βιολί παίζει καλό. Κάνει κάτι ταξιμάκια ωραία απάνω, αλά «Τούρκα». Σχεδόν κάνει πράγματα, σα που κάνει ο Κόρος.

Ο Γιάννης Σουσαμλής καταθέτει τη δική του άποψη για γνωστούς τραγουδιστές:

(Ο Στέλιος Καζαντζίδης ) είναι ωραίος, αλλά αυτός έκανε για ψάλτης. Τώρα τούτον, ο Νταλάρας με τον Πάριο και τον άλλον τον Βοσκόπουλο, είναι καλοί, δεν μπορεί να πει κανείς, αλλά ο Πάριος μ’ αρέσει πιο καλά απ’ τον Νταλάρα και πάλι πιο καλά μ’ αρέσει ο Βοσκόπουλος. Αλλά πρέπει να το αισθάνεσαι για να τον καταλάβεις.

 

Κοινωνική θέση των μουσικών:

Πλούσιο όργανο το σαντούρι και που χάνεται βεβαίως είναι κρίμα. Αλλά μας πετούν στο δρόμο τους καλλιτέχνες. Η Ελλάδα έχει γεννήσει τα καλύτερα καλλιτεχνικά τέκνα στον κόσμο κι αυτοί που μας διοικούν, οι καννίβαλοι, τα μειώσαν στα δύο, από πεντακόσια-εξακόσια που είμασταν. Διότι όλοι οι καλλιτέχνες της Ελλάδος, πέθαναν στην φτώχεια, στην ψάθα και στην μιζέρια. Γι’ αυτό κι εγώ είχα μερικά παιδιά και τα μάθαινα.

 

Επαφές – επιρροές από άλλες περιοχές του Βορείου Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια στα μουσικά δρώμενα:
Η μουσική ήταν κυρίως χορευτική, μπάλλος, ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες. Αυτά ήταν περισσότερο Μικρασιάτικα τα κομμάτια που παίζαν. Όλα από ’κεί (από τη Σνύρνη) τα ’χαν φέρει οι παππούδες μου και τα παίζουν εδώ και τα ονομάζουνε Αγιασώτικα, αλλά δεν είναι. Μικρασιάτικα, από τα χωριά της Μικράς Ασίας. Για παράδειγμα η «Μπέργκαμο» («Πέργαμος»), ένα ζεϊμπέκικο «Αϊβαλιώτικο», απ’ τ’ Αϊβαλί. Τα «Ξυλαράκια», «Σαν τα μάρμαρα της Πόλης», «Τί σε μέλλει εσένανε», Σμυρνέϊκο, «Μια Σμυρνιά στο……». Ό,τι διατάζαν οι παρέες, τα παίζαν, δεν είχαν πρόγραμμα. Μόνο πριν αρχίσει ο χορός, πριν πιάσουν και έρθουν στο κέφι οι άνθρωποι, παίζαν κάτι δικά τους (οι μουσικοί).

 

Για το τραγούδι «Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία»:

Δεν είναι δικό του (εννοεί του Μόσχου). Απλό κομμάτι είναι, δεν είν’ τίποτα. Υπήρχε πριν ως μικρασιάτικο, αλλά δεν θυμάμαι πως το ονόμαζαν. Υπήρχε σκέτο. Τα λόγια τα προσθέσαν τώρα. […] Τούτο είναι ωραίο, επειδής γίνεται χωροδιακό, τραγουδιστό.

 

Επιδράσεις στον τοπικό μουσικό πολιτισμό από αστικούς χώρους της Ελλάδας και του εξωτερικού:

 

Ο Γιάννης Σουσαμλής αναφέρει για την καταβολή του σαντουριού:

Είναι ανατολίτικα όλα αυτά. Δεν είναι νησιώτικο, δικό μας, εμείς το κάναμε δικό μας. Το σαντούρ’ έχει ξεκινήσει κάτ’ αρχάς, έχω ρωτήσει κάποιον εγώ που ξέρει όλα τα όργανα, λέω θέλω να μου το εξηγήσεις, το σαντούρι προ διακόσια χρόνια, δικόσια πενήντα χρόνια. Λέει, έχει ξεκινήσει από Ινδία, μετά εξαπλώθηκε Ιράν, Πακιστάν, Τουρκία, Ελλάδα, Ουγγαρία και Ρουμανία. Και οι Ούγγροι και οι Ρουμάνοι τα όργανα τα διατηρούν, είναι πιο μεγάλα από αυτό, έχει κι εδώ χορδές, να μην κρατεί τον ήχο, να κόβεται και ν’ ακούγεται η επόμενη νότα. Και τα διατηρούν κι έχουν και μαθητές και τα μαθαίνουν. Γιατί το κύριο όργανο στη Ρουμανία και Ουγγαρία είναι το τσύμπαλον, το σαντούρι δηλαδή. Περισσότερο παίζουν σαντούρια, παρά απ’ τ’ άλλα τα όργανα. Κι είναι μικρασιάτικο όργανο, ανατολίτικο. Πλούσιο όργανο το σαντούρι και που χάνεται βεβαίως είναι κρίμα.

 

Ακροατές – γλεντιστές:

Υπήρχαν καλοί χορευτές που επιβάλλαν αυτοί το τέμπο. Λέει ένας χορευτής για παράδειγμα, τον θέλω πιο αργό κι είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις πιο αργό, ό,τι σε διατάζει. Συρτό είναι ένα και στο Συρτό γίνεται πιο αργό. Χορεύαν Καρσιλαμά και οι γυναίκες εκείνα τα χρόνια, αλλά δεν ξέραν να τα χορέψουν, κουνούσαν έτσι τις βράκες, αλλά οι άντρες τον ξέραν καλά. Οι γυναίκες χορεύαν καλά Συρτό – Μπάλο -Καλαματιανό.

 

Φωτογραφίες

Ηχογραφήσεις

1. Μεμετάκι Αγιάσος | 1996 ζεϊμπέκικος Παίζουν οι μουσικοί: Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος» (σαντούρι), Σταύρος Ρόδανος (κιθάρα). Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λέσβος 19ος-20ός αιώνας
2. Αϊβαλιώτικο ζεϊμπέκικο Αγιάσος | 1996 ζεϊμπέκικος Παίζουν οι μουσικοί: Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος» (σαντούρι), Σταύρος Ρόδανος (κιθάρα). Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λέσβος 19ος-20ός αιώνας
3. «Φαντασία» και Χόρα Μυτιλήνη | 1996 Παίζει σαντούρι ο Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος» Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λέσβος 19ος-20ός αιώνας
4. Αυτοσχεδιασμός με σαντούρι Αγιάσος | 1996 οργανικό Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος», σαντούρι Προέλευση: «Λέσβος Αιολίς» Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
Μετάβαση στο περιεχόμενο