Σκουφάρας Αλέκος

Χίος

Τόπος γέννησης: Θολοποτάμι, Χίος

Χρόνος γέννησης: 1920

Ιδιότητα:

Ο Αλέκος Σκουφάρας ήταν επαγγελματίας οργανοπαίχτης, έπαιζε κυρίως κλαρίνο αλλά και βιολί.

 

 

Γονείς:

Ο παππούς του, Γιώργος Σκουφάρας, ήταν αγρότης, ενώ διετέλεσε και δημογέροντας στο Θολοποτάμι.

Ο πάππος μου, Γιώργης Σκουφάρας, ήταν γεωργός. Είχε τα αμύγδαλα, τα μαστίχια του, τα σιταροκρίθαρά του […], τέτοια πράγματα, κηπευτικά δηλαδή. Στο χωριό μας, όταν γινόταν κανένα συνοικέσιο, ή πρόκειταν να γίνει το συνοικέσιο, τα γράφαν οι γερόντοι […]. Ήτανε πρώτα οι γέροντες και ήταν δύσκολο να χαλάσει η παντρειά μετά. Πολύ δύσκολο να χαλάσει μετά. Και ’γω τα θυμάμαι γιατί είχαν να πούμε τον πάππο μου και σε κάθε χωριό βγάζανε να πούμε κάποιους ανθρώπους που είχαν να πούμε […], είχαν κάποια αξιοπρέπεια, και λέγαν να βγάλουμε τον τάδε […]. Δεν το θυμούμαι (αν εκλέγονταν), αλλά ως επί το πλείστον, έτσι έπρεπε, γιατί δεν θα μπορούσε όποιος ήθελε να γίνει γραμματικός του χωριού.

Ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Σκουφάρας ήταν επαγγελματίας οργανοπαίχτης, έπαιζε βιολί και παράλληλα είχε μπακάλικο στο Θολοποτάμι:

Ναι, ο πατέρας μου έπαιζε βιολί, μάλιστα. Κωνσταντίνος Γεωργίου Σκουφάρας. Μέχρι το ’31 (έπαιζε). Το ’31, ήπιασα εγώ το κλαρίνο. Είχε και μπακάλικο στο χωριό. Το ’20, εγώ γεννήθηκα μες το μπακάλικο στο χωριό. Στο ’31, άνοιξε και άλλο μαγαζί κάτω (στη Χώρα της Χίου).

 

Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Αλέκος Σκουφάρας παντρεύτηκε τη Μαρία το 1943 στο Θολοποτάμι. Για το γαμήλιο γλέντι τους αναφέρει:

Μετά παντρεύτηκα στο 1943. Τότες ήταν πείνα και ετάγησα και το χωριό – έκανα φαγητό, επεινούσαν οι ανθρώποι και ’γω έψησα μακαρόνια και κρέας με πατάτες και έφαγε όλο το χωριό. Τώρα που βρήκα τα μακαρόνια; Επήρα σιτάρι από έναν από τον Κάμπο και το πήγα σε κάποιον και μου το έκανε μακαρόνια – δεν είχε τότε μακαρόνια. Επήγα πατάτες εις τους Ολύμπους και πήρα και κρασί. Επήγα από τα Μεστά και πήρα σύκα και ήταν κάτι καζάνια και βγάλαμε σούμα. Και αυτά απαγορεύονταν τότες. Δεν ήταν τότε αυτά νόμιμα. Ήταν λαθραία τότε αυτά τα καζάνια. Κρέας, κάτι κατσίκες αγοράσαμε από το χωριό.

Στην οικογένεια του Αλέκου Σκουφάρα μουσικός ήταν ο πατέρας του, Κωνσταντίνος καθώς και ο μεγαλύτερος αδερφός του Γιώργος.

Ο Κωνσταντίνος Σκουφάρας έπαιζε βιολί ενώ παράλληλα διατηρούσε μπακάλικο στο Θολοποτάμι. Συνεργάστηκε με διάφορους μουσικούς της Χίου, χωρίς ωστόσο να ανήκει σε μια συγκεκριμένη κομπανία:

Ναι, ο πατέρας μου έπαιζε βιολί, μάλιστα. Κωσταντίνος Γεωργίου Σκουφάρας. Μέχρι το 1931 (έπαιζε). Το 1931, ήπιασα εγώ το κλαρίνο […]. Σε κάθε πανηγύρι ή γάμο ήταν με την παρέα του – αυτούς τους ξένους που ερχόταν από άλλα χωριά πάλι. Γειτονικά χωριά, καθείς που παντρεύονταν ήθελε τον τάδε (μουσικό). Μια βδομάδα μπροστά, πέντε μέρες μπροστά φτιάχνανε την μουσική τους (δηλαδή το μουσικό συγκρότημα).

 

Ο Γιώργος Σκουφάρας, μεγαλύτερος αδερφός του Αλέκου, έπαιζε σαντούρι, ενώ είχε συνεργαστεί και με τον πατέρα τους:

Εμείς ήμασταν οχτώ αδέρφια και ήμασταν όλοι στην Αμερική, εξόν από έναν […]. Το 1931 ήπιασα εγώ το κλαρίνο, και είχα έναν αδερφό πιο μεγάλο που πέθανε πριν από δυο χρόνια, ο οποίος έπαιζε, είχε μάθει σαντούρι τότες, Γιώργης Σκουφάρας. Ύστερα έμαθε και ακορντεόν, αρμόνιο, ούτι και σαντούρι, και τραγουδούσε και ωραία και ήκανε και την προφορά, πως μιλούν καμιά φορά οι Μυτιληνιοί, οι Κυπραίοι … και παίζαμε στην Αμερική μαζί. Κοιτάξτε (με τον Γιώργο) παίξανε μαζί (με τον πατέρα του). Αλλά μετά μας άνοιξε στη Χώρα μαγειρειό…

 

Από τα νεότερα μέλη του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος με τη μουσική ασχολήθηκε ο γιος του Κώστας (ντραμς), καθώς και τα ανίψια του Δημήτρης ή ‘Μήτσος’ (κιθάρα – τραγούδι) και Κώστας (ντραμς):

Το είχαμε οικογενειακό. Και τα ανίψια μου παίζαν […]. Του αδερφού μου το ένα παιδί παίζει κιθάρα και τραγουδάει – είναι στην Αμερική όμως – Μήτσος Σκουφάρας. Και του αδερφού μου ο εγγονός παίζει και αυτός ντραμς και είναι και τώρα εδώ – Κώστας Σκουφάρας ο οποίος. Και ο γιος μου παίζει ντραμς, ο Κώστας. Ήπιασε και το κλαρίνο, αλλά τα παράτησε. Τί να του πω να πούμε; Αδικία αυτό που έκανε. Ήταν μια δουλειά καλή. Εγώ πάντα τους λέω: ‘Γιατί δεν μαθαίνετε ρε παιδιά μουσική;’ Τώρα βγήκαν πολλοί. Τούτα τα χρόνια. Δεν τους προλαβαίνω…

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Με την παρότρυνση του πατέρα του, ο Αλέκος Σκουφάρας ασχολήθηκε με διάφορες εργασίες παράλληλα με τη μουσική. Εργάστηκε μαζί με τον αδερφό του στο μαγειρείο που τους άνοιξε ο πατέρας τους στη Χώρα της Χίου, ήταν πλανόδιος έμπορος στα χωριά της Χίου, έπλεκε μάλλινες φανέλες σε πλεκτομηχανές και τις πωλούσε στα χωριά, ενώ διατηρούσε μαζί με τη γυναίκα του και μπακάλικο. Για τις ποικίλες δραστηριότητές του ο ίδιος αναφέρει:

Ο πατέρας μου, μου έλεγε ότι: ‘Είναι καλή δουλειά, αλλά μην πεις ότι τώρα έμαθα κλαρίνο και θα κάτσω στο καφενείο να φυλάξω να μου ξαναπούνε να πάω σε άλλη δουλειά. Θα πεινάσεις και θα με βλαστημάς’. (Έπρεπε) να κάνεις και μια άλλη δουλειά. Να μάθεις το όργανό σου και την άλλη μέρα να κάνεις και κάτι άλλο. Γιατί το έχουνε κάνει πολλοί, δηλαδή (λένε) ‘Είμαι μουσικός και δεν πάω να κάνω την άλφα ή την βήτα δουλειά’ – και κάθονται στα καφενεία. Και μου υπόδειξε ορισμένους ανθρώπους και τους είδα ότι πράγματι αυτοί οι ανθρώποι δυστυχούσαν. Και το έβαλα σκουλαρίκι αυτή τη λέξη και έτσι ’γω ασχολήθηκα με διάφορες δουλειές. Εγώ γεννήθηκα μέσα σε μπακάλικο και μετά δούλεψα στο μαγειρείο και μετά έκανα τον πράτη (μεταπράτη) στα χωριά με μουλάρι και λοιπά. Αγοράζεις ό,τι πουλεί ο παραγωγός, αμύγδαλα […]. Όχι, πολεμούσα και άλλες δουλειές. Έκανα και μπακάλικο και είχα και πλεκτομηχανές… […] Το 1934 μας άνοιξε (μαζί με τον αδερφό του) στη Χώρα μαγειρειό. Και κείνο μας εβοήθησε, διότι εφύγαμεν από μέσα από το χωριό – από μέσα απ’ τα χωράφια, από μέσα από τις ταλαιπωρίες – και μέσα εκεί είχαμε το χουζούρι ας πούμε […]. (Έλεγαν οι πελάτες) ‘Πάμε στου Σκουφάρα το μαγειρείο’. Ήταν εκεί στα κρεοπωλεία… Το είχαμε από το πρωί μέχρι την νύχτα (ανοιχτό), αλλά μετά – το 1938 – το πουλήσαμε στον Παντελή τον … Τέσσερα χρόνια το είχαμε. Αλλά στεναχωρούμασταν, εμείς είμαστε παιδιά και θέλαμε λιγάκι βόλτα, τέλος πάντων, από τα όργανα κερδίζαμε. Από το μαγερειό δεν κερδίζαμε. Δεν εβγάζαμε από το μαγειρειό λεφτά. Μάλιστα, βγάζαμε από το ταμείο και πληρώναμε τους χασάπηδες και τα λοιπά…

[…] Και αφού παντρεύτηκα, λίγο, λίγο… Αυτό το σπίτι που μού ’δωκε ο πεθερός μου, στο Θολοποτάμι, είναι τρεις όροφοι. Το κάτω είναι μπακάλικο. Είχε και μια παλιοζυγαριά εκεί πέρα και…. Λίγο – λίγο εκεί πέρα τη μια το έχανε… Την μια μέρα πατάτες, την άλλη μέρα μακαρόνια, την τρίτη μέρα… Το έκανα το μαγαζί μπακάλικο. Και όχι από το μανάβικο να ψωνίσω να γεμίσω το μαγαζί. Δεν υπήρχαν και…, λίγο – λίγο το έφτιαξα το μαγαζί. Ε, δούλεψα μέχρι το ’54. Όχι (με τον πεθερό μου), δικό μου ήταν το μαγαζί. Η κυρά μου ήταν στο αυτό, εγώ γύριζα τα χωριά με τον γάιδαρο και όπου ήταν γάμος, το κλαρίνο… Ήταν εκείνη εκεί (στο μπακάλικο). Βέβαια (συνέχισα να δουλεύω ως ‘πράτης’), δε σταματούσα. Αφού και όταν πήγαινα να παίξω στα χωριά και ήταν για δυο μέρες, το μουλάρι ήθελε ένα σωρό καρπό. Και είχα ένα μουλάρι, το πρώτο μουλάρι της Χίου ήταν […]. Αλλά μετά συν τω χρόνω, βγήκαν και τα αυτοκίνητα και βρίσκαμε να πάμε με τα αυτοκίνητα. Τα μουλάρια δεν χρειαζόταν να τα πάρουμε. Αλλά πριν που δεν ήταν αυτό, επήγαινα ας πούμε στο Πυργί ή στους Ολύμπους για να παίξω και ήπαιρνα και στο μουλάρι τους τενεκέδες μου, τα τσουβάλια μου και όλα αυτά και πήγαινα για να αγοράσω κιόλας και τα εμπορεύματά μου – να αγοράσω λάδι και ό,τι άλλο πουλούσαν – και να παίξω και στο παναγύρι. Και την άλλη μέρα να το φορτώσω στο μουλάρι και να τα πάρω να φύγω…

[…] Επήγα να κάνω, να αγοράσω μια μηχανή που έκανε το πακέτο το αλάτι. “Άλας” έγραφε απ’ έξω… Μηχανή που άλεσε το αλάτι και μετά το έκανες πακέτα. Επειδής ήμουν πολύ γνωστός στα χωριά και τα μπακάλικά τους ήταν και μεγάλα, θα είχα πελατεία σίγουρα. Το αλάτι… ε, είχε κάποιος μονοπώλιο εδώ πέρα, αλλά δεν την ήκανα αυτή τη δουλειά, γιατί πήγα να το αγοράσω και δεν το έκανα και δεν πήγε μπροστά η δουλειά. Μετά αγόρασα μια μηχανή, που έπλεκε μάλλινες φανέλες. Βρίσκω και μια καλτσομηχανή που την είχε παρατήσει κάποιος από κάποιο χωριό, και αρχινούμε το λοιπόν. […] Έχω μια κόρη στην Αμερική, και έκανε πρωί – πρωί τις κάλτσες και της έλεγα: “Το βλέπεις αυτό που ήβγαλες;” – γιατί έρχονταν πρωί ο ψωμάς και το έφερνε (το ψωμί) και της έλεγα: “Το ψωμί τώρα το έβγαλες”. Το έβλεπε το παιδάκι και έκανε χαρές κι ήβγαζε παραπάνω δουλειά. Μετά έφυγε ο αδερφός μου στην Αμερική, πήρα και ’γω τη μηχανή του – είχε μια μηχανή ο αδερφός μου και την έκανε αυτή τη δουλειά, εκείνος ο αδερφός μου που έπαιζε το σαντούρι… […] Και ήμουνα τώρα τελευταίως και γεωργός. Έχω βάλει πολλά δέντρα. Έχω βάλει πολλά δέντρα, λιόδεντρα, αμυγδαλιές…

 

Για την ενίσχυση των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων και τη διευκόλυνση της εργασίας του ο Αλέκος Σκουφάρας κατασκεύασε ακόμα και αυτοσχέδιες μηχανές όπως μια μηχανή για τον καθαρισμό των αμυγδάλων:

Μ’ αρέσει να παιδεύω και το μυαλό μου και να δημιουργώ και κάτι… Έφτιαξα μιαν αμυγδαλοσπαστική μηχανή. Έτυχε κι εγώ να πάρω κάποια μύγδαλα μιανού – βέβαια δεν ήταν αυτή η δουλειά μου, είχαμε τις ραπτομηχανές εδώ κάτω στο άλλο σπίτι που είχα χτίσει – και λέω τούτα εδώ, λέω ‘να τα σπάσουμε ρε Μαρία’. (Στην αρχή) τα σπάσαμε με το χέρι. Εκείνα, εκείνα που ’γόρασα σαν πράτης, για να τα μεταπουλήσω – πως είναι χοντροτσόφλα, πως είναι – μου συμφέρει να τα σπάσω να τα πουλήσω. Μετά το λοιπόν, σκέφτηκα ότι πρέπει να κάνω, τί πρέπει να κάνω για να σπουν τα μύγδαλα; Ήβαλα νομίζω κάτι σχέδια, να ρίχνεις ένα πράγμα να πηγαίνει όξω – μια πλάκα, όπως είναι η κούνια και να ’χει αμύγδαλα απάνω και να πηγαίνει να τα φέρνει – και από κάτω να ’ναι κοσκινίστριες. Ξεκινώ και σκέβομαι (σκέπτομαι) και σκέβομαι και παίρνω και το φτιάχνω. Μετά σηκωθήκαμε, φύγαμε για την Αμερική, τα παρατήσαμε εδώ πέρα τσ’ έμεινε… […] Το λέγω τώρα γιατί μ’ αρέσει να κάνω σπαζοκεφαλιές σ’ ό,τι κι αν… Στην Αμερική που πήγα είχα το αυτό να παρακολουθώ, ας πούμε, τι κάνουν οι άνθρωποι εδώ πέρα. Πολλά πράγματα είδα απ’ τους Αμερικάνους. Κάποιος σου λέει γίνεται η δουλειά αυτή (αλλά), δεν μπορείς να την κάνεις πιο καλή; Την κάνεις πιο καλή. Δεν μπορείς να την κάνεις ακόμα πιο καλή; Δεν μπορείς να βάλεις ακόμα παραπάνω πράμα, να πάει μέχρι το τέρμα, ως εκεί που μπορείς; Κατάλαβες; Ναι εγώ μ’ αρέσουν, ας πούμε, αυτά τα πράματα.

 

Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:

Ο Αλέκος Σκουφάρας γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Θολοποτάμι της Χίου. Το 1931 ο πατέρας του άνοιξε μπακάλικο στη Χώρα της Χίου και πήρε κοντά του και το γιο του Αλέκο.

Το 1966 μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Αμερική, όπου είχε ήδη εγκατασταθεί η κόρη του Μαρία. Παλιννόστησε στη Χίο στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μετά από διαμονή 14 ετών στην Αστόρια της Αμερικής:

Μαζί με την γυναίκα, τα παιδιά πήγαμεν εκεί πέρα. Είχα παντρεμένη την κόρη μου. Είχα παντρεμένη τη μεγάλη μου κόρη, το 1965. Το λοιπόν είπαμε μια φορά να πλερώσουμε τα ναύλα να πάμ’ να τη δούμε. Εν τω μεταξύ ένας συνάδερφός μου μας έκανε πρόσκληση. Δώσαμε και την πρόσκληση στο 1965, στο 1966. Λέμε: ‘Δεν πάμε τώρα, αφού θα πάμε να τη δούμε (την κόρη) κι αν μας αρέσει να καθίζουμε;’ […]. Στην Αστόρια σ’ ένα σπίτι. Σ’ ένα σπίτι και τ’ αγόρασα κιόλας και το ’χω κιόλας. Κι αγόρασα κι ένα δίπλα μου. Το 1980-1981, στο 1980 φύγαμε. Εκεί έμενα από το 1966, ήμουν και μάγειρας. Είχα δουλειά μέχρι την Παρασκευή (ως μάγειρας) και Σάββατο – Κυριακή κλαρίνο. Έμπλεξα εκεί στο κέντρο που ’μπλεξα, παίζαμε κι ο γιος μου, κάναμε καλά λεφτά. Με τον Κώστα. Παίζαν ντραμς. Ηπερνα καμιά εικοσ’πενταριά δολάρια τη βραδιά. Εικοσ’πέντε δολάρια – είχεν δέκα δολάρια η λίρα, τρία κατοστάρικα είχεν η λίρα, τριάντα, τριανταδύο είχε το δολάριο […]. Τις είχα τις πλεκτομηχανές, τις είχα. Τ’ αφήσαμε (στη Χίο). Τις εκράτησα, γιατί αν δεν μ’ άρεζε, (έλεγα ότι) θα γυρίσω πίσω να τις ξαναδημιουργήσω. Ύστερι πήραμε άλλα μηχανήματα. Σε καλή (κατάσταση), ακριβά, που δουλεύανε με τα κουμπιά. Τα πήραμε τον καιρό που μου ’πεν ο γιος μου ότι θα γυρίσει πίσω…

Σήμερα κατοικεί στη Χώρα της Χίου.

Μουσική παιδεία:

Ο Αλέκος Σκουφάρας έμαθε να παίζει κλαρίνο πρακτικά, ακούγοντας άλλους μουσικούς. Όπως αναφέρει ο ίδιος:

Ναι, πάντα με το αυτί (έμαθα) […]. Δεν είχε δασκάλους όπως τώρα. Τώρα πας εδώ πέρα στο Δήμο, που λέει ο λόγος, πας και δωρεάν και σου δείχνουν. Και κείνοι (οι μουσικοί) που μπορούσαν να μου δείξουν, δε μου δείχναν γιατί δεν εθέλαν.

Σύμφωνα με τον Αλέκο Σκουφάρα η επιτυχημένη επιτέλεση των σκοπών και των χορών στα γλέντια δεν απαιτεί θεωρητικές γνώσεις μουσικής:

Άλλος είναι μουσικός και δεν έχει μουσικότητα, δηλαδή δεν μπορεί να γλεντήσει τον κόσμο, άλλος δίνει πιότερο κέφι του κόσμου, αλλά δεν ξέρει μουσική. Π.χ. ήταν ένας, δεν το θυμούμαι το επίθετο, δεν ήξερε από νότες πού πάνε τα δυο, αλλά ήταν σε όνομα. Βέβαια! Ήταν καλός τεμπαδόρος.

 

Μουσική μαθητεία:

Ο Αλέκος Σκουφάρας έμαθε κλαρίνο κοντά στον πρακτικό οργανοπαίχτη Μικέ Χαχλά:

Πήγαινα εγώ στο δάσκαλο και έπαιρνα μαθήματα…. στο Μικέ τον Χαχλά, ήταν πρόσφυγας. Το λοιπόν, επήρα τριάντα πέντε μαθήματα […]. Ήταν γέρος άνθρωπος. Οι άλλοι δεν μου κάναν (μαθήνατα), να μου δείξουνε. Δεν εθέλαν, γιατί το χωριό μας – εγώ τώρα το καταλαβαίνω έτσι – είχε πολλά πανηγύρια, γάμους και ξοδεύαν πολλά λεφτά. Είχε πάντα λεφτά γιατί είχε και ξενικά λεφτά, απ’ έξω (δηλαδή από τους μετανάστες) – πάντα φεύγαν οι ανθρώποι, κατά κάποιον τρόπο είχεν λεφτά … και σου λένε (οι άλλοι μουσικοί που δίδασκαν): ‘Άμα μάθουμε τώρα του Κωσταντίνου του Σκουφάρα τον γιο, τον Αλέκο, σου λέει, αύριο δεν θα πάμε στο χωριό του να παίξουμε’. Κατάλαβες; Αλλά η θέλησή μου ήταν τόσο μεγάλη που δεν άφηνα τους γονιούς μου να κοιμηθούνε. Η μάνα μου μου ήλεγε: ‘ Η καμένη η ώρα να ήταν που σου έδωσε ο πατέρας σου το κλαρίνο να μάθεις!’ Δεν τους άφηνα να κοιμηθούν! Κοιμούμουνα με το κλαρίνο. Με τη θέλησή μου θέλω να σου πω, γιατί η θέληση είναι μεγάλο πράγμα του ανθρώπου. Όταν ο πατέρας μου είχε το μπακάλικο στο χωριό και μου φόρτωνε τα μουλάρια από δω να τα πάω στο άλλο μαγαζί – από το μισό στρατί και κει που έφευγα από μέσα από την Αγία …. εδώ πέρα που ήταν πια παραπάνω η κίνηση – ήθελα να πάρω το κλαρίνο πάνω στο μουλάρι να παίζω. Και έφτασα να πούμε σε κάποιο, πώς να το πω; Εδούλεψα, καλά έμαθα….

Στη συνέχεια στην εκμάθηση του ρεπερτορίου τον βοήθησε και ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Γιώργος, που έπαιζε σαντούρι:

Μετά… είχα τον αδερφό μου που ήταν και πιο προχωρημένος. Έμαθε από το Σταμάτη Τσακό. Πρόσφυγας ήταν και κείνος και μέναν εδώ στη Χώρα.

Βιολί τον δίδαξε ο πατέρας του Κωνσταντίνος Σκουφάρας:

Εγώ τότες, όταν ο πατέρας μου μου έμαθε το βιολί, άνοιξε μπακάλικο κάτω στην Χώρα. Ναι, είχε και μπακάλικο στο χωριό. Το ’20, εγώ γεννήθηκα μες το μπακάλικο στο χωριό. Στο ’31, άνοιξε και άλλο μαγαζί κάτω. Και ήμουνα μαζίν του και πήγαινα εγώ στο δάσκαλο και έπαιρνα μαθήματα….

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):

Ο Αλέκος Σκουφάρας ξεκίνησε να παίζει κλαρίνο το 1931 σε ηλικία 11 ετών, όταν ακόμα το ρεπερτόριό του ήταν πολύ περιορισμένο:Εγώ έπαιζα το κλαρίνο το 1930 – 1931; Δηλαδή το 1931, συγκεκριμένως έπαιζα το “Μεμέτη”, το “Χαρικλάκι”, την “Ελενάρα” και επειδής τότες τα χωριά δεν είχανε τίποτα από μουσική, ούτε γραμμόφωνα, ούτε μουσικούς, με πήραν τα παιδιά που κάνανε το “Φανό” – το Πάσχα ανάβουνε φωτιές έξω από την εκκλησία, να “xκάψουν τον Εβραίο” και μετά πουλήσαν τα κάρβουνα και πήραν κάποια λεφτά και φωνάξαν και μένα να τους παίξω σε ένα μαγαζί με ένα κρασί που είχαν εκεί πέρα, τί ήταν να πούμε – και τους έπαιζα και γω την “Ελενάρα” και το “Χαρικλάκι”. Ήμουν πολύ μικρός και δεν ήξερα και τίποτα άλλο […]. Τα όργανα τότε ήταν και περιζήτητα, δηλαδή δεν είχε τίποτα να …. έπαιζες στα άλλα χωριά και δεν είχεν κανένα σε άλλο χωριό να … (παίζει όργανο).

Ο Αλέκος Σκουφάρας έπαιζε κλαρίνο σε διάφορα χωριά της Χίου από το 1930 έως το 1966, οπότε μετανάστευσε στην Αμερική. Στο διάστημα αυτό συνεργαζόταν σταθερά με τον αδερφό του Γιώργο που έπαιζε σαντούρι, ακορντεόν και ούτι, ενώ περιστασιακά συνεργάστηκε με πολλούς ακόμα μουσικούς της Χίου:

Με τους Αμπελιώτες παίζαμε δυο χρόνια μαζί, παραπάνω. Ο Μήτσος Μπαζάκας, ο Πανάμης ο Γκιουλμπαξιώτης – Πανάμης ελέγονταν, αλλά το Γκιουλμπαξιώτης είναι απ’ το Γκιουλμπαξέ ήτανε (από το τουρκικό gül bahçe που σημαίνει ροδόκηπος). Είναι τόσοι πολλοί και τώρα διαλέγω. Ποιός να σου πω! Καραμούζος, Λευτέρης Καραμούζος […]. Ο Λουλούδης απ’ τα Νένητα, βιολί (Λεωνίδας Λουλούδης) και σαντούρι (ο Σωτήρης Λουλούδης). […] Κώστας Στρουμπάκης – αυτός ήτανε αρμόνιο, ακορντεόν – και ο Γιώργος ο Σκουφάρας (ο αδερφός του) που ήτανε, ήμασταν 27 χρόνια μαζί και τρία χρόνια στην Αμερική. Τριάντα χρόνια έπαιζα με τον αδερφό μου. Και το συνολικό χρονικό διάστημα που ήπαιζα πιάσανε, αυτό ’31! Και επαγγελματίας, όχι δηλαδή στη χάση και στη φέξη. Τριάντα χρόνια παίζω με τον αδερφό μου. Έπαιζε αρμόνιο τελευταία. Ήπαιζε τ’ αρμόνιο; το ακορντεόν ίσως, μπορεί να σου πω, το ακορντεόν απ’ το 1947 […]. Μόλις εβγήκενε επήγε στην Αθήνα και πήγε να μάθει το αυτό, και το ούτι, ήπιασε το ούτι, κι είχε πέραση, κατάλαβες; Άμα δεν είχε παρέα μόνος του (έπαιζε) ναι. Δεν ήτανε, τραγουδούσε, διασκέδαζε τους ανθρώπους. Τα κατήφερνε μια χαρά.

Ο Αλέκος Σκουφάρας ανέφερε και άλλους μουσικούς από τη Χίο που έπαιζαν κλαρίνο:

Ήταν κάποιος Παναγιώτης από την Παγίδα. Ένας Ηλίας Στάμπας, από τη Διδύμα […]. Ε, τώρα ξεχνώ και άλλους; Ε, τώρα βγήκαν και άλλοι. Ο Στεφανής ο Νεαμονιτάκης, ο Μιχάλης ο Νεαμονιτάκης. Και από τα Μεστά έχουν βγει τώρα πολλοί και από τα Καμπιά έχουν βγει, και από την Πισπιλούντα […]. Και ο Γιώργης Σιταράς. Τώρα έκανε το γιο του και παίζει και ωραίο κλαρίνο. Ήρθε και αυτός στον Καναδά. Τώρα είναι εδώ. Από το Λιθί ήταν κάποιος Σίσκος, Σιρλής. Και απ’ τον Άϊ Γιώργη ένας. Σε μεγάλη ηλικία αυτοί οι άνθρωποι.

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:

Ο Αλέκος Σκουφάρας έπαιζε κλαρίνο σε γλέντια, σε πανηγύρια και προπαντός σε γάμους, όπου το κλαρίνο θεωρούνταν το σημαντικότερο όργανο. Για τις γαμήλιες πρακτικές της Χίου και ειδικότερα για το ρόλο της μουσικής σε αυτές ο ίδιος αναφέρει αναλυτικά:

Στους γάμους το κλαρίνο ήταν απαραίτητο και θέλαν το καλό… Δεν ρωτούσαν ποιο σαντούρι θα ’ναι, ποιο λαούτο και τα λοιπά, αλλά το κλαρίνο… Ε, εμάς στο Θολοποτάμι τα όργανα ξεκινούσαν το πρωινό, να πάρουν βόλτα όλο το χωριό, να μαζέψουν τα λεύτερα – αυτούς που δεν έχουν παντρευτεί. Μετά να πάνε να πάρουν τον γαμπρό, τον αντίγαμπρο, την αντίνυφη, τον κουμπάρο. Σε κάθε σπίτι και αμανέδες. Άμα δεν τους ήλεγες σου λέγαν: ‘Γιατί, εμείς δεν έχουμε να πλερώσουμε;’ Και παινέματα (τραγουδούσαν) και τέτοια πράγματα. Μετά τους επηγαίναμε όλους μαζί με τα όργανα μέχρι απ’ έξω από την εκκλησία […]. Μετά γινόταν η στεφάνωση και μετά αρχινούσαν το χορό. (Το γλέντι γινότανε) …στην πλατεία, αλλά κάπου όπου ήταν για να γίνει το φαγητό. Ψήναν ωραίο πιλάφι, ψήναν κρέας και σέρβιραν το απόγευμα και έτρωγε ο κόσμος. Και κρασί μπόλικο (είχανε) και πηγαίναν και κολίκια (που) στη μέση ήταν τρύπια. Κολίκια είναι, που σου λέω, πολύ παλιό, στα παιδικάτα μου χρόνια ήταν αυτό, είναι το ψωμί. Δώρα ήταν από τους συγγενείς. […]Αλλά δεν σου είπα για την δεύτερη μέρα του γάμου: Πρωί – πρωί πάλι όλοι στο έτοιμο. Εφτιάχαν ένα σινί και βάζαν απάνω διάφορα πιάτα γλυκά. Μπουκάλι ούζο και δεν ξέρω τι, και σε ένα καλάμι πάνω βάζαν και έναν πετεινό και του τραβούσαν ντουφεκιές! Είναι και αυτά έθιμα, πώς να το πω; Τιμής, να πούμε, με τον πετεινό. Και γυρίζαν το χωριό, ώσπου να έρθει η ώρα και άντε πάλι φαγητό και άντε πάλι χορός. Την τρίτη μέρα εμαζεύαν κότες και τις ζητούσαν στους συγγενείς. Γυρνούσαν και τους ήδιναν μια κότα, από άλλους πάλι την κλέβαν. Τις μαζεύαν (τις κότες) και τις πηγαίναν πάλι στη συγκέντρωση – εκεί στο μαγειρειό που είχαν – και τις εβράζαν πάλι και καθίζαν οι πιο (στενοί) συγγενείς τώρα. […] Αλλά από την Πέμπτη – πριν τον γάμο – εβγάζαν και καλούσαν τους ανθρώπους όπως τώρα με τα προσκλητήρια. Ένας από το σόι της νύφης και ένας από του γαμπρού και ερχόταν σπίτι σου και σου λέγαν ότι είσαι καλεσμένος στο γάμο. Αλλά είχαν και το άλλο, την Πέμπτη, είχαν το μαλλί να το ξένουν για να γεμίσουν το στρώμα των νεόνυμφων και πηγαίναν οι πιο στενοί συγγενείς, οι γυναίκες, και φτιάχναν το στρώμα των νεόνυμφων.

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

Ο Αλέκος Σκουφάρας έπαιζε μουσική από το 1931 έως το 1976 με το κλαρίνο που του δώρησε ο πατέρας του, Κωνσταντίνος, ο οποίος το είχε αγοράσει το 1905 στην Κωνσταντινούπολη:

Το πρώτο μου κλαρίνο το είχε πάρει ο πατέρας μου από την Πόλη το 1905, το οποίο το έχω εδώ και ποιος ξέρει τώρα πότε έχει γίνει; Για να σου το δείξω – με τα δάχτυλά μου είναι – είναι κλαρίνο (από) έβενο. Έβενο θα πει ότι δεν είναι πλαστικό, δεν είναι αυτό… Με τα δάχτυλά μου έχω κάνει λάκκους. Έπαιζα μ’ αυτό από το 1931 ως το 1976. Μέχρι τότε τρίτο κλαρίνο έπαιζα και στη Φιλαδέλφια, στην Αμερική – γιατί έκανα δεκατέσσερα χρόνια στην Αμερική – και ήμασταν με έναν δικό μας πατριώτη, τον Μιχάλη τον Καναμπελιώτη, «Πατσάς» που τον λεν’. Είχα και τα δυο κλαρίνα μαζί μου. Το ένα ήταν καρδιακό από το 1931 που σου λέω, αλλά είχα και το άλλο μαζί μου – αν δηλαδή χαλάσει αυτό να πιάσω το άλλο. Όντως και έτσι και έγινε, αλλά το άλλο το είχα συνηθίσει στα χείλια μου, στο χειρισμό, αλλά τώρα το έχω συνηθίσει και κείνο (το δεύτερο). Μια συνήθεια είναι και κείνο. […] (Ο πατέρας του όταν πήγε στην Κωνσταντινούπολη το 1905)… τότες ήταν και λεύτερο παιδί. Το πήρε για να μάθει κλαρίνο, αλλά φαίνεται πως δεν του έβγαινε. Μάλιστα, είχε και το στομάχι του ύστερα και δεν του ήταν… (εύκολο) […]. Και ’γω από παιδί το έπιανα και το έβαζα στο στόμα – δίχως να έχει γλώσσα, δίχως τίποτα – και έπαιζα μες το σπίτι και έκανα πως είμαι… (μουσικός). Και με έβλεπε και έλεγε πως τούτος θα μάθει κλαρίνο. Με έβγαλε συμπέρασμα ότι με τραβά πια αυτό το όργανο. Μα με τραβούσε και με τραβάει ακόμα αυτό το όργανο.

Προτού μεταναστεύσει στην Αμερική το 1966 αγόρασε και άλλα κλαρίνα στη Χίο αλλά και στην Αθήνα:

Αμερική έχει κλαρίνα, αλλά δεν είχενε τώρα τέτοιο που ήθελα ’γω, σε τέτοιο στυλ – τα συνηθισμένα των δαχτύλων, αυτά που έχω συνηθίσει είναι διαφορετικά. Διαφορετικά είναι τα κλειδιά, ας πούμε, θέλει άλλο χειρισμό πάλι να συνηθίσω. Ήρθα στην Ελλάδα, λέγω πάρε ένα κλαρίνο ακόμα. Πάω σ’ έναν, λέει: ‘Ούτε θα το πιάσεις. Δέκα χιλιάδες θα μου δώσεις για να το πιάσεις’. Το ’θελα το κλαρίνο εγώ. Του δίνω το λοιπόν, του δίνω τα δέκα χιλιάρικα, αυτά, λέω ας το πάρω λέω… Δεν ήξερα και τί αυτό είναι. Πάμε παρακάτω σε ένα γυαλάδικο… ήταν ένας Κοτές(;) Δημήτρης και του λέω τούτο ’ν’ το κλαρίνο. Πριν του πω, λέει, πριν του πω την τιμή, μου λέει ‘Θέλεις να σου πουλήσω και το δικό μου’ λέει. Μου το δίνει – ‘Πόσα θες;’ – ‘Πέντε χιλιάδες (δραχμές)’. Πέντε… Πάω στην Αθήνα για να φύγουμε για την Αμερική, περνούσαμε απ’ ένα μαγαζί απ’ όξω, βλέπω ένα κλαρινάκι, λέγω ‘Να το πάρω και τούτο’. Μπαίνω μέσα και λέω: ‘Ρε φίλε πόσο, πόσο θα μου το δώσεις αυτό το κλαρίνο;’ Πρώτα – πρώτα του ’πα να το πιάσω. Μου λέει ‘Δε θα το πιάσεις. Όχι, λέει, γιατί απάνω στο όργανο αφήνουν, ας πούμε, αποτυπώματα τα αυτά, τα δάχτυλα’. – ‘Πόσο θες;’, – ‘Οχτώ χιλιάδες (δραχμές)’. Άμα τον πήγα στα εφτάμισι μου λέει εντάξει.

Ο Αλέκος Σκουφάρας αναφέρει χαρακτηριστικά πόσο επίπονο είναι το παίξιμο του κλαρίνου, όταν παίζει κανείς για πολλά χρόνια:

Όταν σου είπα ότι η μιλιά μου σταμάτηξε και δεν είναι όπως… (ήταν). Επήγα σε έναν καθηγητή στην Αθήνα, και μου είπε να βγάλω μια φωνή, Ααααα. Αλλά πού να το κάνω; Μου είπε να παίρνω ανάσα με αργό ρυθμό και με πιο αργό ρυθμό θα τον εβγάζεις. Αυτό μου είπε. Πήγα να κάνω αυτά που μου λέει και άρχισα να κάνω, αα αα. Ε, δεν έχω τίποτα, μετά δεν με έστειλε σε κανένα νοσοκομείο, αλλά μου έδωσε θεραπεία και έτσι τώρα, τώρα τρία χρόνια έχω αυτή τη μιλιά.

Τοπικές δράσεις:

Ο Αλέκος Σκουφάρας έπαιζε κλαρίνο κυρίως στα χωριά της Νότιας Χίου, τα επονομαζόμενα ‘Νοτιόχωρα’:

Ήταν ως επί το πλείστον, τούτα τα Νοτιόχωρα. Να πιάσουμε… Συκούσιοι είχαν πολλά πανηγύρια, πολλούς γάμους, Πυργί, Μεστά… σε όλα έχω πάει, αλλά σε αυτά που ήμασταν πιο τακτικοί ήταν αυτά τα χωριά.

Για τις επισκέψεις του στα χωριά της Βόρειας Χίου, τα επονομαζόμενα ‘Βορειόχωρα’, αναφέρει:

Όχι τακτικά. Εδώ κάτω ήμουν κολλημένος και έκανα λάθος, γιατί τώρα τελευταίως έκανα να πάω κάνα – δυό φορές και είδα ότι ήταν και τα λεφτά περισσότερα και οι ανθρώποι ωραίοι. Τώρα, βέβαια, μπορεί να θέλουν παραπάνω ώρες να παίζεις, παραπάνω λεφτά παίρνεις. Αβέρτα είναι. Παράδες παίρνεις!

Για τη μουσική του δραστηριότητα την περίοδο που διατηρούσε μαζί με τον αδερφό του το μαγειρείο στη Χώρα της Χίου, αναφέρει:

Και δουλέψαμε τότες καλά με τον αδερφό μας. Επαίρναμε και πολλές δουλειές, […] Τα Σκουφαράκια μας λέγαν τότες. Οι Σκουφάρηδες, οι Σκουφάρηδες […] Εστέλναν τότες ένα ταξί, ένα αυτοκίνητο – δεν ήταν ακόμα τότες τα ταξιά – και λέγαν: “Πάτε φέρτε τα Σκουφαράκια”. Και αφήναμε το μαγειριό με τον μάγειρα, με τον υπάλληλο μέσα. Και μεις πηγαίναμε και παίζαμε. Τώρα θα πεις, τί λογαριασμό βρήκατε; Και δεν ήταν και μεγάλες οι δουλειές μας. Εμείς, μας εσύμφερε. Πηγαίναμε και παίρναμε να πούμε δέκα, και αν επαίρναν και αυτοί κανένα φράγκο, ε, δε πειράζει.

Υπερτοπικές δράσεις:

Στο χρονικό διάστημα 1966-1980 που διέμεινε με την οικογένειά του στην Αστόρια της Αμερικής εργαζόταν ως μάγειρας και παράλληλα έπαιζε κλαρίνο σε νυχτερινά κέντρα τα Σαββατοκύριακα:

Δούλεψα οχτώ μήνες σε ένα κέντρο Τούρκικο. Και Ευρωπαϊκά και Τούρκικα τα έμαθα εκεί πέρα. Είχε και Τούρκους, αμέ! και Εβραίους. Οι Έλληνες ήμασταν πέντε μουσικοί […]. Ούτι ήταν, εγώ κλαρίνο, ένας με τουμπελέκι, πόσους είπα; Είπα τέσσερις; Πέντε ήμασταν και τέσσερις γυναίκες εχορεύανε με αυτά τα χρυσά που βάζουνε μπροστά τους και κουνιούνται και κυλιούνται. Εγώ κόλλησα κοντά τους και όταν πήγα εκεί πέρα, εμένα με πήρε το αφεντικό και με έβαλε να παίξω. Εθέλαν να δούνε τί παίζω: ‘Πάρε το κλαρίνο και παίξε τί ξέρεις’. Έπαιξα το λοιπόν και πήγαν και φωνάξαν τον Μπόσι (το αφεντικό): ‘Έλα εδώ πέρα να ακούσεις ένα κλαρίνο από τη Χίο να δεις τί παίζει και αν σου κάνει’. Και ήρθε εκεί πέρα και με πήρε. Του λέω λοιπόν του αφεντικού: ‘Τα τραγούδια δεν τα ξέρω, που παίζουν’. Και μου λέει: ‘Άμα είσαι δυναμικός θα τα μάθεις’. Όντως, έτσι και έγινε.

Ρεπερτόριο:

Σύμφωνα με τον Αλέκο Σκουφάρα το ρεπερτόριο των σκοπών και των τραγουδιών στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οπότε ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά κλαρίνο, ήταν πολύ περιορισμένο:

Τον καιρό που βγήκα εγώ είπαμε τα τραγούδια ήτανε περιορισμένα. Ξεκινούσαμε Πολίτικο, Αζιζιέ, Φερελίτσε(;), Τη μάνα τον ποταμό, τσιφτετέλι, ένα τσιφτετέλι παίζαμε το Μεμέτη, το απτάλικο […], Ζεϊμπέκικο, ναι. Ένα το λεγαν Μυτιληνιόν, τον Αϊβαλιώτικο, Αϊβαλιώτικος. Τώρα καμιά φορά μπορεί να μη λέγεται και Αϊβαλιώτικος, αλλά πολλοί επειδής είναι απ’ τ’ Αϊβαλί… Αλλά αυτά τα χορεύουνε οι Μυτιληνιοί ωραία […]. Αυτά τα πράγματα παίζαμε, θυμάμαι την “Ελενάρα”, το “Χαρικλάκι”, “Άμαν άμαν Μυλωνά”, αυτά είναι πιο, πιο φρέσκα!

Εκτός από τους τοπικούς και τους μικρασιατικούς σκοπούς, έπαιζε στο κλαρίνο και τους επονομαζόμενους ‘ευρωπαϊκούς’ χορούς (όπως βαλς, ταγκό, φοξ κλπ.), που τους ζητούσαν πολύ στα νότια χωριά της Χίου:

Το λοιπόν, από τη στιγμή που βγήκαμε μουσικοί, μέχρι τώρα που πιάσαμε τούτα τα μικρόφωνα, τα κλαρίνα είσαι υποχρεωμένος να μάθεις και το φοξ αγγλέ και τη ρούμπα και όλα. Δηλαδή ό,τι χορεύαν έπρεπε το κλαρίνο να τα μάθει. Γιατί ποιος ήθελε τώρα να ακούσει το σαντούρι που ήμασταν μες τις πλατέες και σε χωράφια και ο κόσμος είναι όλος σκόρπιος; Το κλαρίνο είναι το μόνο που ακούγεται και έτσι συνήθισα και από παιδί και τα έπαιζα και αυτά.

Για τους σκοπούς και τα τραγούδια που παίζουνε στους γάμους αναφέρει:

Είναι ορισμένοι αυτοί που παίζεις, οι νυφιάτικοι. Είναι δύο – τρία νυφιάτικα, μόνο σκοποί. Παντού (τους παίζουν). Το πρώτο που θα παίξουν θα είναι…, ξεκινάει γάμος και εφόσον ξεκινάει γάμος θα πρέπει να παίξεις νυφιάτικο και όχι άλλο τραγούδι. Ας μην είναι ο γαμπρός κοντά, ας μην είναι. Πρέπει να δείξει (με) το τραγούδι ότι ξεκινάει γάμος. Αν είναι πολλή ώρα και παίζεις, βάζεις και το δεύτερο – αλλάζεις – αλλά πάλι νυφιάτικο είναι […]. (Στο γαμήλιο γλέντι) κατά κύριο λόγο, ο χορός που θα χορέψει η νύφη είναι ο συρτός ο “Πολίτικος”. Ο γαμπρός και η νύφη θα τον χορέψουν. Μετά πια και άλλα, αλλά ο “Πολίτικος ” είναι του γάμου χορός.

Ειδικότερα για το ρεπερτόριο στα πανηγύρια, για τη σειρά των χορών, καθώς και για τις προτιμήσεις των γλεντιστών ο ίδιος συμπληρώνει:

Ως επί το πλείστον τα ίδια, τούτα τα δικά μας. Συρτά κυρίως. Λιγάκι πιο πίσω (δηλαδή πιο αργά), τραβούν τα ζεϊμπέκικα. […] Στα πανηγύρια απ’ όλα παίζεις. Έχει χωριά τα οποία τραβάνε τα Ευρωπαϊκά: η Καλαμωτή, το Πυργί, τα Καρδάμυλα. Άλλα χωριά τραβάνε 20%, άλλα είναι 50%, άλλα είναι ίσως και καθόλου…

Αμοιβή:

Ο Αλέκος Σκουφάρας δηλώνει ικανοποιημένος από τις αμοιβές που έλαβε από τη μουσική:

… δεν έχω παράπονο ούτε από τη δουλειά, ούτε από τον κόσμο. Έκανα και λεφτά με αυτό το όργανο.

Αντιπαραβάλλοντας ωστόσο τις αμοιβές των μουσικών στα χωριά της βόρειας και της νότιας Χίου επισημαίνει:

… Εδώ κάτω ήμουν κολλημένος και έκανα λάθος, γιατί τώρα τελευταίως έκανα να πάω κάνα – δυο φορές (στη Βόρεια Χίο) και είδα ότι ήταν και τα λεφτά περισσότερα και οι ανθρώποι ωραίοι. Τώρα, βέβαια, μπορεί να θέλουν παραπάνω ώρες να παίζεις, παραπάνω λεφτά παίρνεις. Αβέρτα είναι. Παράδες παίρνεις!

Τοπικός ή υπερτοπικός επαγγελματικός σύλλογος μουσικών:

Ο Αλέκος Σκουφάρας ήταν εγγεγραμμένος στο σωματείο των μουσικών:

Ήμουν και στο σωματείο, μάλιστα. Και μετά πήγαμε στην ομοσπονδία. Επήγαμε στην ομοσπονδία μετά. […] Είχα βιβλιάρια και …στο ΤΕΒΕ. Εγώ όχι (δεν πήρε σύνταξη ως μουσικός). Έπρεπε να έχεις μεροκάματα. Υποχρεωτικώς ήτανε να είμαστε γραμμένοι.

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο