Ρουμελιώτης Ηλίας

Λέσβος

Τόπος γέννησης: Πλωμάρι, Λέσβος

Χρόνος γέννησης: 1916

 

Προσωνύμιο («Παρατσούκλι»):

Καραχάλιας (το παρατσούκλι αυτό αναφέρεται σε όλη την οικογένεια) και όπως αναφέρει ο βιογραφούμενος:

Από τον παππού μου το έχουμε.

 

Ιδιότητα:

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης ήταν επαγγελματίας οργανοπαίχτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής και τραγουδιστής. Έπαιζε σαντούρι και κιθάρα.

 

 

Γονείς:

Ο πατέρας του Ηλία Ρουμελιώτη καταγόταν από το Πλωμάρι. Εργαζόταν ως αγρότης αλλά και ως λιμενεργάτης στο λιμάνι του Πλωμαρίου:

Δούλευε στη Σκάλα, στα εμπορεύματα δούλευε, στα βαπόρια. Λιμενεργάτης ήταν. Φορτώναν λάδια, σαπούνια.

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης παντρεύτηκε το 1941. Απέκτησαν πολλά παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Από τα παιδιά τους ένας έγινε ναυτικός, ένας άλλος ήταν ερασιτέχνης τραγουδιστής, ένας γιος εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα και ένας άλλος στη Μυτιλήνη, ενώ η κόρη τους είναι παντρεμένη και κατοικεί μόνιμα στην Αυστραλία. Οι αδερφές του είναι παντρεμένες και εγκατεστημένες στην Αθήνα, όπου ζει και ο αδερφός του, Δημήτρης, που ήταν επίσης επαγγελματίας μουσικός. Ο μικρότερος αδερφός του, Γιάννης σκοτώθηκε στον Εμφύλιο πόλεμο.

Για τους αδερφούς του Ηλία Ρουμελιώτη που ήταν επαγγελματίες μουσικοί, καθώς και για τον θείο του, ο ίδιος αναφέρει:

 

  • Δημήτρης Ρουμελιώτης. Θείος του, πρώτος ξάδερφος του πατέρα του. Έπαιζε «τουλούμι» (γκάϊντα). Τον συνόδευε συχνά κάποιος με το παρατσούκλι «Βοσκοπούλα», που έπαιζε τουμπερλέκι και ντέφι.

 

  • Σταύρος Ρουμελιώτης ή «Καραχάλιας». Ο μεγάλος αδερφός του Έπαιζε κορνέτα και τρόμπα:

Είχε σεβντά να μάθει κορνέτα. Έπαιζε κορνέτα και βιολί ο μάστορας (δάσκαλος) του αδερφού μου, Παναγιώτη Χαλδέζο τον λέγαν, ήταν και κουρέας

. Ο Σταύρος συνεργάστηκε με τον Ηλία, όταν ξεκίνησε ο τελευταίος να παίζει επαγγελματικά σαντούρι. Ήταν φίλος με τον Ποσειδώνα Καραβά και για ένα διάστημα, όταν ήταν νέοι, εργάζονταν ως καραγωγείς στο Πλωμάρι.

 

  • Δημήτρης Ρουμελιώτης ή «Μητσάρας». Επαγγελματίας μουσικός και τραγουδιστής, έπαιζε μπουζούκι:

Με τον μικρόν, τον Δημήτρη, εγώ δεν έπαιξα. Φύγαν οι αδερφές μου στην Αθήνα, απ’ το ‘26-’27, φύγανε και τον πήραν μαζί τους… Έπαιζε απάνω στη «Ντριάνα Χειλά» (νυχτερινό κέντρο στην Αθήνα), ο αδερφός μου ο Μήτρος. Έχει βγάλει: «Μες στης Πεντέλης τα βουνά», «Στο πιο ψηλότερο βουνό», δικά του. Τραγουδούσε, μπουζούκι έπαιζε χρόνια… Και με τον Βαμβακάρη στον Βοτανικό έχει παίξει…Όλη η Αθήνα, όλος ο ντουνιάς τον ξέρει.

 

Για τις αδερφές του ο Ηλίας Καραχάλιας αναφέρει ότι ήταν καλλίφωνες:

Είχαν στόμα κι αυτές (εννοεί ότι τραγουδούσαν ωραία). Όταν πηγαίναμε στις ελιές, τα βουνά, βουίζαν τα βουνά, απ’ τα τραγούδια.

 

Ο Ηλίας Καραχάλιας προσπάθησε να πείσει έναν από τους γιους του που μένει στη Μυτιλήνη να μάθει μουσική, αλλά δεν τα κατάφερε:

Λοιπόν, κατ’ αρχάς τον έβαλα στη Φιλαρμονική. Τον έβαλα μπομπαρδίνο να παίξει, ένα μεγάλο φυσερό (πνευστό) όργανο. Τον είδα και αδυνατούσε. Του αγοράζω κλαρίνο Σι μπεμόλ…, – δεν μπορώ πατέρα, να μου πάρεις ένα Ντο κλαρίνο. Του παίρνω Ντο κλαρίνο απ’ την Αθήνα. Δεν είχε σεβντά, δεν είχε, ξέρω γω…Δεν ήθελα ένα όργανο κοντά μου; Όπου πάγαινα, πολλά λεφτά.

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης παράλληλα με τη μουσική εργάστηκε για πολλά χρόνια ως εργάτης στις μεταφορές λαδιού στο Πλωμάρι. Ήταν μάλιστα γραμμένος και στο αντίστοιχο σωματείο:

Εδώ το χωριό μας είχε φτώχεια μεγάλη, εξαθλίωση, ταλαιπωρία, πείνα, δυστυχία. Εγώ έφερνα ασκί λάδι στον ώμο από δυο ώρες μακριά. Τρία την ημέρα και το βράδυ πάγαινα στη μουσική. Κι άμα δεν επάγαινα στη μουσική, έρχονταν ο χωροφύλακας και με τραβούσαν, είχα συμβόλαιο στα καφενεία

. Παλιότερα, είχε τρία γαϊδουράκια κι έκανε βόλτα τους τουρίστες, στη Μελίντα (επίνειο του Παλαιοχωρίου). Όταν σταμάτησε να παίζει επαγγελματικά μουσική, ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ελαιοκαλλιέργεια στα δικά του κτήματα.

 

 

Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης γεννήθηκε και έζησε στο Πλωμάρι. Τις δεκαετίες 1950-1960 μετέβαινε περιστασιακά στην Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους, όπως για την ανεύρεση τραγουδιστριών από τα πρακτορεία της Αθήνας.

 

 

Προσωπική και οικογειακή πορεία:

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης παρουσιάστηκε το 1937 για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία και πολέμησε στην Αλβανία στον πόλεμο του 1940:

Πήγα τρεις φορές στην Αλβανία, τρεις φορές με πήραν στρατιώτη εμένα.

 

Μουσική παιδεία:

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης διδάχτηκε θεωρία της μουσικής καθώς και σαντούρι από τον μουσικοδιδάσκαλο Βασίλη Καλδή στο Πλωμάρι.

 

 

Μουσική μαθητεία:

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης έλαβε τις θεωρητικές γνώσεις μουσικής καθώς και τα πρώτα μαθήματα στο σαντούρι από τον μουσικοδιδάσκαλο Βασίλη Καλδή, πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία που είχε εγκατασταθεί στο Πλωμάρι:

Είχα σεβντά να μάθω μουσική…. Εγώ νότες έχω μάθει σ’ έναν κουτσόν, πέθανε, ένας κουτσός δάσκαλος, Βασίλης Καλδής λέγεται. Εδώ στο Πλωμάρι μέσα. Πιάνο έπαιζε, βιόλα, μαντόλα, κιθάρα, ό,τι φανταστείς, δάσκαλος. Δάσκαλος ο Καλδής ήτανε άφταστος! […] Αλλά παίρναμε κορίτσια μαζί, άλλες μαθαίναν βιολί, άλλες μαντολίνο, άλλες κιθάρα, άλλη ούτι, αναλόγως. Μαθαίνανε μαζί μας. Εγώ κατ’ αρχάς με το σαντούρι ξεκίνησα.

 

Για την εκμάθηση του σαντουριού ωστόσο ο ίδιος διευκρινίζει:

Τα σαντούρια είναι τούρκικα όργανα, δεν έχουνε μέθοδο, δηλαδή δεν διαβάζονται με τη μουσική, είναι αλά τούρκα.

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):

Ο Ηλίας Καραχάλιας ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά σαντούρι στο Πλωμάρι στα τέλη της δεκαετίας του 1930 σε συνεργασία με τον μεγαλύτερο αδερφό του Σταύρο στην τρόμπα και τον Παναγιώτη Στεργέλλη ή «Στραβέλλι» ή «Παπάλα», βιολί:

Κατ’ αρχάς που βγήκα εγώ στη μουσική, αρχάριος άνθρωπος, βγήκα μ’ αυτόν και παίζαμε, το «Στραβέλλι», αυτός βιολί, εγώ σαντούρι κι ο αδερφός μου ο Σταύρος, τρόμπα.

 

Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 άφησε το σαντούρι και ξεκίνησε να παίζει κιθάρα για λόγους που διευκρινίζει ο ίδιος:

Τότες απ’ τον πόλεμο πια (μετά το 1945) δεν ευρίσκαμε τέλια (χορδές) να βάλουμε στο σαντούρ’. Λοιπόν λέγω θα πιάσω κιθάρα κι αφήκα το σαντούρ’- το ’χω ακόμα. Λοιπόν λέγω ας πιάσω κιθάρα, πιο ξεκούραστο.

 

Με την κιθάρα συμμετείχε για ένα διάστημα στο συγκρότημα που είχε φτιάξει ο περίφημος βιολιστής και τραγουδιστής Ποσειδώνας Καραβάς μαζί με τους γιους του Γιάννη και Δημήτρη, οι οποίοι στη συνέχεια (στις αρχές της δεκαετίας 1950) μετανάστευσαν στην Αυστραλία:

Εγώ το πλείστον έπαιζα με τον Ποσειδών, με τα παιδιά του και μ’ αυτόν παίζαμε… Τα παιδιά του, έπαιζε ο Γιάννης αρμόνιο, έπαιζε ο άλλος, ο Δημήτρης, κύμβαλον. Κύμβαλον είναι ένα σαντούρι μεγάλο, το οποίον πιάνει όλες τις φωνές (νότες), με τα πόδια παίζεις και με τα χέρια, έχεις μπαγκέτες μεγάλες.

 

Τις δεκαετίες 1940-1950 συμμετείχε επίσης συστηματικά σε ένα μουσικό συγκρότημα από την Πλαγιά Πλωμαρίου, αποτελούμενο από τους αδερφούς Παναγιώτη και Στρατή Χρήστου, και από τον περίφημο σαντουριέρη Γιώργο Καβαρνό ή «Αράπη»:

Και με τον Χρήστου τον Παναγιώτη (βιολί) και με τον Στρατή τον Χρήστου (ακορντεόν) παίζαμε χρόνια, κι ο Καβαρνός μαζί (σαντούρι)”.

 

Τις δεκαετίες 1950 – 1970 έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε σε νυχτερινά κέντρα και καφενεία στην ευρύτερη περιφέρεια του Πλωμαρίου. Την περίοδο αυτή συνεργαζόταν με τραγουδίστριες, τις οποίες αναζητούσε ο ίδιος, για λογαριασμό των καφετζήδων, σε πρακτορεία της Αθήνας:

Με στέλναν στην Αθήνα εμένα κι έπαιρνα τραγουδίστρια. Κάναμε συμβόλαιο, ότι θα ’ρθεί στο Πλωμάρι για 4, 5, 10, για 15 μέρες. Την ήφερνα, έκανε τη δεκαπενταμερία της, φαϊ, ύπνο και πληρωμή. Μετά τελείωνε, άντε πάλι άλλη. Ο καφετζής τα πλήρωνε και τα ναύλα μου, τα εισιτήρια μου. Στην Αθήνα, δίπλα στην Ομόνοια, είναι μια Παναγία Ζωοδόχος Πηγή, εκκλησία. Εκεί πάνω, σ’ ένα στενάκι, έχει Γραφείο και πας και βλέπεις φωτογραφίες και λες ποιά σ’ αρέσει να πάρεις. Μετά την έβαζα κι έλεγε τραγούδια. Άμα δε μ’ άρεσε η λαρύγγα της, δεν την έπαιρνα…Τουλάχιστον με καμιά πενηνταριά γυναίκες δούλεψα. […] Μένα μ’ είχαν δεξιό χέρι οι τραγουδίστριες. Δεν κατεβαίναν στο πάλκο χωρίς εμένα….

 

Την ίδια περίοδο συνεργάστηκε με τον Μιχάλη Γιαννίκο ή «Πατεντάδο», που έπαιζε βιολί, καθώς και με τους αδερφούς Βερβέρηδες ή «Τουρκογιάννηδες», τον Μιχάλη, που έπαιζε βιολί, τον Παναγιώτη βιολοντσέλο και τον Μεγακλή σαντούρι.

Εκτός από τους προαναφερθέντες μουσικούς με τους οποίους συνεργάστηκε, ο Ηλίας Καραχάλιας ανέφερε αρκετούς ακόμα μουσικούς, κυρίως από την περιφέρεια Πλωμαρίου:

 

  • Παναγιώτης Χαλδέζος, από το Πλωμάρι. Ήταν κουρέας και επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε κορνέτα και βιολί. Δίδαξε κορνέτα στον Σταύρο Ρουμελιώτη, μεγαλύτερο αδερφό του Ηλία.

 

  • «μπαρμπα-Γιάννης». Πρόσφυγας, αρμενικής καταγωγής, που εγκαταστάθηκε στο Πλωμάρι, το 1922. Έπαιζε σαντούρι. Πέθανε στα τέλη της δεκαετίας του ‘20. Ο Ηλίας αναφέρει γι’ αυτόν:

Λοιπόν, κάθε βράδυ κατέβαινε, έπαιρνε το καρεκλάκι του που ’βαζε το σαντούρ’ απάνω , και το κάθισμα του και κατέβαινε στα καφενεία, σ’ ένα καφενείο κι έπαιζε. Μοναχός. Όταν τελείωσε πια ο άνθρωπος αυτός, είχαμε σεβντά, ο πατέρας μου να το πάρουμε το σαντούρι και το πήραμε.

 

  • «Βοσκοπούλα». Έπαιζε νταούλι. Συνόδευε την γκάϊντα που έπαιζε ο θείος του Ηλία, Δημήτρης Ρουμελιώτης και ενίοτε, μία από τις λατέρνες του Πλωμαρίου.

 

  • Παναγιώτης Τυροπώλης, από το Πλωμάρι. Έπαιζε σαντούρι.

 

  • Αναστασία Τυρρηνή ή «Στασούλ’», από την Πλαγιά. Έπαιζε τουμπερλέκι και τραγουδούσε. Όπως ανέφερε ο Ηλίας Ρουμελιώτης, την καλούσαν παρέες νεαρών στην Πλαγιά, στο Πλωμάρι, καθώς και σε σπίτια.

 

  • Δημήτρης Στεριανός ή “Μπουρλής”, από την Πλαγιά. Έπαιζε αρχικά κλαρίνο και κατόπιν σαντούρι.

 

  • Γεώργιος Χατζέλλης ή «Χαχίνα» ή «Βέβα», από το Ακράσι. Επαγγελματίας μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Έπαιζε σαντούρι. Είχε μεταναστεύσει στην Αμερική στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου είχε ηχογραφήσει και δίσκους. Μετά το 1920, επέστρεψε στο Ακράσι όπου έφτιαξε τοπικό μουσικό συγκρότημα με συντοπίτες του μουσικούς.

 

  • Ποσειδώνας Καραβάς, πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία που το 1922 εγκαταστάθηκε με την μητέρα του στο Παλαιοχώρι. Περίφημος βιολιστής με θεωρητικές γνώσεις μουσικής και καλλίφωνος τραγουδιστής.

 

  • Γιάννης Καραβάς. Γιος του Ποσειδώνα. Επαγγελματίας μουσικός, παίζει αρμόνιο. Είναι εγκατεστημένος στην Αυστραλία.

 

  • Δημήτρης Καραβάς. Γιος του Ποσειδώνα. Επαγγελματίας μουσικός, παίζει σαντούρι και αρμόνιο. Είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία αλλά παλιννόστησε στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

 

  • Στρατής Καραβάς. Ο μικρότερος γιος του Ποσειδώνα. Έπαιζε βιολί. Σκοτώθηκε σε δυστύχημα κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας.

 

  • Γιώργος Πατρέλλης. Έπαιζε κλαρίνο. Σύμφωνα με τον Ηλία Ρουμελιώτη συνεργάστηκε με τους αδερφούς Μιχάλη και Παναγιώτη Βερβέρη ή «Τουρκογιάννη» τη δεκαετία του 1950 ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στη Λήμνο.

 

  • Ζαφείρης Μιχαλακέλης. Είχε καφενείο στην Αγορά Πλωμαρίου, καθώς και λατέρνα, που του την είχε φέρει από την Πόλη ο ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ.

 

  • «Κτσιούδ’». Είχε λατέρνα στο Πλωμάρι. Συνοδευόταν από ντέφι.

 

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης ανέφερε επίσης τους μουσικούς από την Αγιάσο:

 

  • Ευριπίδη Ζαφειρίου. Επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε κλαρίνο και σαξόφωνο.

 

  • Κώστας Ζαφειρίου, γιος του Ευριπίδη. Επαγγελματίας μουσικός, παίζει σαντούρι και αρμόνιο.

 

  • Χαρίλαος Ρόδανος. Επαγγελματίας μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Έπαιζε βιολί.

 

  • Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος». Επαγγελματίας μουσικός και ξυλουργός. Έπαιζε σαντούρι.

 

Επίσης ανέφερε τον Ηλία Αντώνα από το Κάτω Τρίτος που έπαιζε βιολί.

 

 

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας ως μουσικός, ο Ηλίας Καραχάλιας έπαιζε συστηματικά στα καφενεία και στα εξοχικά κέντρα του Πλωμαρίου. Έπαιζε επίσης σε πανηγύρια αλλά και σε καφενεία μετά από πρόσκληση των καφετζήδων στην ευρύτερη περιφέρεια του Πλωμαρίου και στην Κεντρική Λέσβο.

Ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά σαντούρι στο Πλωμάρι στα τέλη της δεκαετίας του 1930 σε συνεργασία με τον μεγαλύτερο αδερφό του Σταύρο στην τρόμπα και τον Παναγιώτη Στεργέλλη ή «Στραβέλλι», βιολί.

Στη συνέχεια ξεκίνησε να παίζει κιθάρα και συμμετείχε για ένα διάστημα στο μουσικό συγκρότημα που είχε φτιάξει στο Πλωμάρι ο περίφημος βιολιστής Ποσειδώνας Καραβάς με τους γιους, Γιάννη που έπαιζε αρμόνιο και Δημήτρη που έπαιζε κύμβαλο:

Με τον Ποσειδώνα παίζαμε εδώ (στο καφενείο του “Αυτουσμή”), στου “Αθανασιάδη” δίπλα (στο Πλωμάρι). Ύστερα πηγαίναμε, μπαίναμε σε κούρσα, φτάναμε Καλλονή, Αγία Παρασκευή, ξερω ’γω – όχι πανηγύρια, μας παίρνανε οι καφετζήδες. Είχαμε τραγουδίστριες μαζί μας. Μας παίρναν οι καφετζήδες, μας πληρώναν και παίζαμε εκεί. Όταν είχαμε μαζί μας γυναίκα, δουλεύαμε καλά… […] Από το ’42 περίπου ανταμώσαμε εμείς με τον Ποσειδώνα καλά – καλά. Έμενε εδώ πέρα, στο Πλατανάκι, κοντά στο δικό μου σπίτι, παραπάνω από μένα. Παντρεμένος ήταν…» Και σε άλλο σημείο επίσης αναφέρει: «’Γω ως επί το πλείστον, πολλά χρόνια, με τον Ποσειδώνα παίζαμε. Σε κέντρα, όταν μας καλούσαν εδώ στη Λέσχη (Πλωμαρίου) παίζαμε… Απόκριες, Πάσχα, μας είπε μια επιτροπή να πάμε και παίζαμε. Και ταγκό και λαϊκά …

Την περίοδο 1940-1950 συμμετείχε συστηματικά σε ένα μουσικό συγκρότημα της Πλαγιάς Πλωμαρίου που αποτελούνταν από τον σαντουριέρη Γιώργο Καβαρνό ή «Αράπη» και τους αδερφούς Παναγιώτη και Στρατή Χρήστου, βιολί και ακορντεόν αντίστοιχα.

Τις δεκαετίες 1950-1960 συνεργάστηκε επανειλημμένα με τον Μιχάλη Γιαννίκο ή «Πατεντάδο», που έπαιζε βιολί, καθώς και με τους αδερφούς Βερβέρηδες ή «Τουρκογιάννηδες», τον Μιχάλη, που έπαιζε βιολί, τον Παναγιώτη βιολοντσέλο και τον Μεγακλή σαντούρι.

Τις δεκαετίες 1950 – 1970 έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε σε καφενεία και εξοχικά κέντρα στην ευρύτερη περιφέρεια του Πλωμαρίου. Την περίοδο αυτή συνεργαζόταν με τραγουδίστριες, τις οποίες αναζητούσε ο ίδιος, για λογαριασμό των καφετζήδων, σε πρακτορεία της Αθήνας:

Με στέλναν στην Αθήνα εμένα κι έπαιρνα τραγουδίστρια. Κάναμε συμβόλαιο, ότι θα ’ρθεί στο Πλωμάρι για 4, 5, 10, για 15 μέρες. Την ήφερνα, έκανε τη δεκαπενταμερία της, φαΐ, ύπνο και πληρωμή. Μετά τελείωνε, άντε πάλι άλλη. Ο καφετζής τα πλήρωνε και τα ναύλα μου, τα εισιτήρια μου…

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

Για την προέλευση των σαντουριών του ο Ηλίας Ρουμελιώτης αναφέρει:

Το σαντούρι μου το ’χω από έναν Αρμένιον, που ήρθε στο Πλωμάρι κι απόμεινε. Μπαρμπα-Γιάννη τον λέγαν. Έπαιζε σαντούρι μονάχος. Όταν τελείωσε πια ο άνθρωπος αυτός, είχαμε σεβντά, ο πατέρας μου, να το πάρουμε. Το πήραμε, εγώ μικρός ακόμα, δώδεκα χρονών, το βάλαμε σ’ ένα μπαούλο να μη χαλάσει. Μετά το βγάλαμε, το φτιάξαμε, το ’δωκα σ’ έναν τεχνίτη από την Πλαγιά να το επισκευάσει…και βγήκα στον αγώναν. Το ’χω ακόμα.

Το σαντούρι, που έπαιζε στη συνέχεια, το είχε αγοράσει στην Αθήνα:

Ήταν οδός Αθηνάς, κοντά στο Μοναστηράκι, ένα υπόγειο. Ήταν ένας, Γιάννης Ζαφειρόπουλος λεγόταν, έκανε σαντούρια, σαντούρια που δεν υπήρχαν στον ντουνιά. Πέθανε ο άνθρωπος, νέος, κάπου 29 χρονών, τελείωσε.

 

Τοπικές δράσεις:

Πλωμάρι και περίχωρα:

Σ’ αυτά τα καφενεία, στην Αγορά του Πλωμαρίου, στα διπλανά, της παραλίας, όλα, παντού παίζαμε. Ύστερα έρχονταν έξω στην Αγία Βαρβάρα, Άγιο Σάββα, κάτω στον Άγιο Ισίδωρο, το οποίο δηλαδή είχανε γλέντια, πανηγύρια, χιλιάδες κόσμος. Μας έπαιρνε ο καφετζής, μας πλήρωνε αδρά και παίζαμε εκεί

. Στον Άγιο Ισίδωρο, έχει παίξει και “στου Τραγάκη τον μπαχτσέ”, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, σε συνεργασία με τους αδερφούς Χρήστου από την Πλαγιά.

Έχει παίξει επανειλημμένα στα καφενεία “του Αυτουσμή” και του “Αθανασιάδη” στην αγορά, καθώς και στη Λέσχη Πλωμαρίου “Βενιαμίν ο Λέσβιος”, για την οποία αναφέρει:

’Γω ως επί το πλείστον, πολλά χρόνια, με τον Ποσειδώνα παίζαμε. Σε κέντρα…όταν μας καλούσαν εδώ στη Λέσχη παίζαμε… Απόκριες, Πάσχα, μας είπε μια επιτροπή να πάμε και παίζαμε. Και ταγκό και λαϊκά”.

 

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης αναφέρει και μια εκδήλωση στο Πλωμάρι:

Προ 10 χρόνια (τη δεκαετία 1980) […] και μετά ήταν η Επιτροπή της Δημαρχίας και με πιάσαν λοιπόν και κάναμε εδώ πέρα ένα γκρουπ προ 10 χρόνια, εδώ κάναμε ένα γκρουπ εδώ από κάτω (από το καφενείο του “Αυτουσμή”). Ο Δήμαρχος ο Χρυσαφής, που πέθανε: Εμείς, ο «Τουρκογιάννης» (Παναγιώτης Βερβέρης), βιολοντσέλο που παίζει, ο «Πατεντάδος» ο Μιχάλης (Γιαννίκος), βιολί, κι ο Μεγακλής ο Βερβέρης (σαντούρι) ζούσε και κάναμε ένα γκρουπ και ξανοίξαμε χορό. /blockquote>

Έχει παίξει επίσης σαντούρι και κιθάρα σε καφενεία και σε πανηγύρια των χωριών του Πλωμαρίου: Κάτω Χωριό, Τρίγωνα, Αμπελικό (πανηγύρι του Αγίου Ευσταθίου), Νεοχώρι ή Μπορό, Μεγαλοχώρι, Παλαιοχώρι και στο επίνειό του Μελίντα (πανηγύρι Παναγίας Κρυφτής), Ακράσι και στο επίνειό του Δρώτα (πανηγύρι Αγίου Ισιδώρου.

Έχει παίξει επανειλημμένα μουσική στο πανηγύρι της Παναγιάς στην Αγιάσο:

Στου Καρατζά το καφενείο. Στης Παναγίας την ημέρα (το Δεκαπενταύγουστο) και στα Εννιάμερα πηγαίναμε.

 

Έπαιξε επίσης σαντούρι σε γάμους αλλά και κιθάρα σε πανηγύρια και σε καφενεία στα χωριά της κεντρικής Λέσβου: Βρίσα και στην παραλία των Βατερών, Πολυχνίτο, Παράκοιλα, Αγία Παρασκευή (στο παλλεσβιακό πανηγύρι «του Ταύρου» και σε γλέντια σε καφενεία), καθώς και στην Καλλονή:

Ύστερα πηγαίναμε, μπαίναμε σε κούρσα (μαζί με τον Ποσειδώνα Καραβά, στα τέλη της δεκαετίας 1940 ή στις αρχές της δεκαετίας 1950), φτάναμε Καλλονή, Αγία Παρασκευή, ξερω ’γω – όχι πανηγύρια, μας παίρνανε οι καφετζήδες. Είχαμε τραγουδίστριες μαζί μας. Μας παίρναν οι καφετζήδες, μας πληρώναν και παίζαμε εκεί. Όταν είχαμε μαζί μας γυναίκα, δουλεύαμε καλά”.

 

 

Υπερτοπικές δράσεις:

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης έπαιξε σαντούρι μαζί με τον αδερφό του, Δημήτρη, που έπαιζε μπουζούκι, στην κομπανία του Μάρκου Βαμβακάρη, στον Βοτανικό, στην Αθήνα.

 

 

Ρεπερτόριο:

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης τραγουδούσε τα τοπικά τραγούδια του Πλωμαρίου, όπως τα δίστιχα «του καημού και του έρωτα», πάνω στον «παραπουνικό» ή «πλωμαρίτικο» ή «πλαγιώτικο» σκοπό, το Έρι-πάλε (αποκριάτικο τραγούδι με στίχους ναυτικού και ερωτικού περιεχομένου), το «τρεχαντηράκι», το «τραλελαλελαλόμ», που σύμφωνα με τον ίδιο: «είναι το αρχαιότερο του Πλωμαρίου». Κυρίως όμως τραγουδούσε και έπαιζε στην κιθάραρα λαϊκά, ρεμπέτικα, τραγούδια της ξενητιάς κ.ά.

Για τα λαϊκά αναφέρει:

Απ’ τα γραμμόφωνα τ’ ακούγαμε, αλλά έρχονταν και έντυπα απ’ την Αθήνα καμιά φορά. Μουσική μαζί με τα λόγια. Αλλά αν μερικά δεν μας στέλναν, έπαιζε το γραμμόφωνο, τα μελετούσαμε και βγάζαμε τις φωνές (νότες)». Για το ρεπερτόριο στα κέντρα αναφέρει: «παίζαμε στα κουτουρού (δηλαδή χωρίς πρόγραμμα), λαϊκά, όχι τοπικά τραγούδια.

 

Αμοιβή:

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης θεωρούσε την μουσική προσοδοφόρο επάγγελμα, παρόλο που είχε περιστασιακό χαρακτήρα. Αναφέρει χαρακτηριστικά:

Εγώ τώρα, άμα βλέπω εγώ, θα πάρω το όργανο, το σαντούρι μ’, την κιθάρα μ’, όπου να πάω, μέσα σ’ ένα καφενείο, θα πάρω ψωμί.

 

Στα καφενεία και στα εξοχικά κέντρα του Πλωμαρίου και των περιχώρων, όπως ο Άγιος Ισίδωρος, όταν τους καλούσαν οι καφετζήδες, τους έδιναν μια προσυμφωνημένη αμοιβή. Κυρίως όμως πληρώνονταν με τα χρήματα που τους έδιναν όσοι επιθυμούσαν να χορέψουν, την επονομαζόμενη «χαρτούρα»:

Και μας παίρναν και σε χωριά, όπου ήταν κόσμος πολύς. Αλλά πληρωνόμαστε πολύ καλά.

 

Ενώ οι μουσικοί που συμμετείχαν στο συγκρότημα μοιράζονταν τα κέρδη σε ίσα μερίδια, οι τραγουδίστριες αρκούνταν στην προσυμφωνημένη αμοιβή, και μόνο κάποιες φορές έπαιρναν ένα μικρό μερίδιο από τα κέρδη:

Κατεβαίναμε κάτω στα τραπέζια καμιά φορά, κατεβαίναμε απ’ το πάλκο, γιατί υπήρχαν παρέες, πλουσιότεροι, παίζαμε από πάνω τους και τραγουδούσε αυτή. Λόγω που τραγουδούσε κοντά μας, της δίναμε κι αυτής κάτι.

 

Κρίσεις για άλλους μουσικούς:

Ο Ηλίας Ρουμελιώτης αναφέρθηκε σε πολλούς μουσικούς αξιολογώντας τη δεξιοτεχνία τους:

  • Βασίλης Καλδής, πρόσφυγας από τη Μικρασία, που εγκαταστάθηκε στο Πλωμάρι και δίδαξε στον Ηλία Ρουμελιώτη σαντούρι και θεωρία μουσικής:

Ένας κουτσός δάσκαλος, Βασίλης Καλδής. Πιάνο έπαιζε, βιόλα, μαντόλα, κιθάρα, ό,τι φανταστείς, δάσκαλος…. Δάσκαλος ο Καλδής ήτανε άφταστος!

 

  • Μιχάλης Γιαννίκος ή «Πατεντάδος», από το Πλωμάρι. Έπαιζε βιολί. Ήταν και φωτογράφος και κουρέας:

Ο “Πατεντάδος” ήταν απ’ εδώ, Πλωμαρίτης. Γιαννίκος λέγεται. Αλλά ήταν πολύ… να πάρει παράδες. […] Εκτέλεση δεν είχε, εκτέλεση.

 

  • Μιχάλης Βερβέρης ή «Τουρκογιάννης», από το Πλωμάρι (1911-1975). Έπαιζε βιολί.

Ο Μιχάλης ήταν ένα βιολί κι αυτό άφταστο βιολί, δηλαδή άφταστο λέγοντας, να σου πω: δάχτυλο γύφτικο, μέλι, γλύκα, αλλά ήταν τσαρλατάνος. Δηλαδή γλύκα το όργανο του σε άφταστο σημείο, αλλά όταν θα κάνει ένα ταξίμι, σαν καλή ώρα, ή νεβά ή σαμπαϊ ή σαμπάχ ή νεβά, δεν ήξερε από πού να το βγάλει.

 

  • Γεώργιος Καβαρνός ή «Αράπης». Πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, που το 1922 παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στην Πλαγιά της περιφέρειας Πλωμαρίου. Έπαιζε σαντούρι, με τις μπαγκέτες και με τα νύχια, σαν κανονάκι. Επίσης, «σταμπάριζε» (χτυπούσε τους σκοπούς στους κυλίνδρους) και κούρδιζε τις λατέρνες του Πλωμαρίου:

Έπαιζε και σαντούρι βέβαια, κορυφή. Αυτός κορδάριζε τ’ ακκορντεόν, αυτός κορδάριζε τ’ αρμόνια. Ήταν κορυφή ο άνθρωπος! Ήταν αγαπητός μου φίλος… Μια φορά βάλαμε στοίχημα ότι θα γυρίσει το σαντούρι ανάποδα και θα παίξει σκοπό, σ’ ένα σπίτι. Γύρισε το σαντούρι, το μπροστινό, πίσω κι έπαιξε σκοπό. Τέτοιος άνθρωπος. Έμενε στην Πλαγιά, στην Αγία Τριάδα απέναντι είναι το σπίτι του, κλειστό. Πεθάναν όλοι…

και σε άλλο σημείο συμπληρώνει:

Ο πατέρας του ήταν πρόσφυγας κι ήρθε ’δω. Ο πατέρας του έπαιζ’ ένα …. φυσαρμόνικα. Ο “Αράπης” ήταν όργανο!….Ο Καβαρνός στην Αυστραλία πέθανε. Πριν καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Κύριος, κύριος, κύριος.

 

  • Γεώργιος Χατζέλλης ή «Χαχίνα» ή «Βέβα», από το Ακράσι. Επαγγελματίας μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής, έπαιζε σαντούρι. Στις αρχές του 20ού αιώνα είχε μεταναστεύσει στην Αμερική, όπου είχε ηχογραφήσει και δίσκους. Μετά το 1920, επέστρεψε στο Ακράσι και έφτιαξε μία κομπανία σε συνεργασία με συντοπίτες του μουσικούς:

Όταν τον είδα κι έπαιζε… ε, τί ’ταν τα χερέλια του, μηχανή ’ταν;… Ύστερα γνωριστήκαμε, κατέβαινε κι εδώ στο Πλωμάρι… Τον Μανώλη το Χιώτη τον είδα μπουζούκι κι έπαιζε, λοιπόν, κι αυτόν, τον Γιώργο τον Χατζέλλη, ένα όργανο, τί να σου πω!

 

  • Ποσειδώνας Δίβαρις – Καραβάς. Πρόσφυγας από την Μικρά Ασία, που το 1922 εγκαταστάθηκε στο Παλιοχώρι μαζί με τη μητέρα του Ραλλιά. Επαγγελματίας μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής και καλλίφωνος τραγουδιστής.
    Για τον Ποσειδώνα Καραβά με τον οποίο συνεργάστηκε ο Ηλίας Ρουμελιώτης αναφέρει αναλυτικά:

Η μάνα του Ποσειδώνα, Ραλλιά, ήτανε απ’ το Παλιοχώρι και έκανε στη Σμύρνη και μετά το διωγμό τους διώξανε κι ήρθε στο Παλιοχώρι, στο πατρικό της χωριό. Το ’22… Ο πατέρας του σκοτώθηκε εκεί, στη Σμύρνη… Μικρός ήτανε το ’22. Κατ’ αρχάς ήτανε καραγωγέας. Αυτός ήτανε το καλύτερο βιολί. Έπαιζε τσύμβαλο με μπαγκέτες μεγάλες, έπαιζε ακορντεόν. Στο σπίτι, μελετούσαμε, έπαιζε τσύμβαλο. Με τα παιδιά του, τον Γιάννη, όργανο καλό…. Παίζαμε κατ’ αρχάς με το παιδί του μαζί και μ’ αυτόν (στα μέσα της δεκαετίας του 1940), το παιδί του το Γιάννη, με κοντά παντελονάκια. Μετά έφυγε ο Γιάννης (το 1948 για την Αυστραλία), παίζαμε μ’ αυτόν…. Ο Ποσειδών (όταν έκανε ταξίμια στο βιολί) ήμπαινε από μια πόρτα, ήξερε από πού θα βγει. Κι έπιανε νεβά – νεβά το ’κανε, έπιανε χουτζάζ – χουτζάζ το ’κανε, ήπιανε ραστ – ραστ το ’βγαζε. Ο Ποσειδών ήταν σε όλα του, βιολί! Δηλαδή, βιολί – τί να σου πω; – θηρίο θηρίο! […] Κατ’ αρχάς είχα έναν αδερφό εγώ, έπαιζε κορνέτα, τον Σταύρο. Κάνανε καραγωγείς κάνανε κατ’ αρχάς (ο Ποσειδώνας και ο Σταύρος). Μετά, που πήγαν στο δάσκαλο, ήτανε δάσκαλος ο Βασιλάκης ο Καλδής. Νομίζω ότι ο Ποσειδών πήγαινε και στην Μυτιλήνη κάποτες (στον μουσικοδιδάσκαλο Κλεάνθη Μυρογιάννη), προτού ανταμώσουμε εμείς. Γιατί στο σπίτι μας, στο πατρικό μου, τον ήφερε ο αδερφός μου ο Σταύρος και φάγαμε πολλές φορές με τον Ποσειδώνα…. […] Με τον Ποσειδώνα παίζαμε εδώ (στο καφενείο του “Αυτουσμή”), στου “Αθανασιάδη” δίπλα. Ύστερα πηγαίναμε, μπαίναμε σε κούρσα, φτάναμε Καλλονή, Αγία Παρασκευή, ξερω ’γω – όχι πανηγύρια, μας παίρνανε οι καφετζήδες. Είχαμε τραγουδίστριες μαζί μας. Μας παίρναν οι καφετζήδες, μας πληρώναν και παίζαμε εκεί. Όταν είχαμε μαζί μας γυναίκα, δουλεύαμε καλά… […] Από το ’42 περίπου ανταμώσαμε εμείς με τον Ποσειδώνα καλά – καλά. Έμενε εδώ πέρα, στο Πλατανάκι, κοντά στο δικό μου σπίτι, παραπάνω από μένα. Παντρεμένος ήταν…. (Όταν γύρισε ο Ποσειδώνας από την Αυστραλία) ήρθε στο Παλιοχώρι και κάθησε πια. Κατέβαινε (στο Πλωμάρι), ήταν πια καμωμένος… Δεν ήταν πια εις θέσιν όργανο ν’ αγγίξει, να πιάσει. Φορούσε παντόφλες, τέτοιες, γυναικείες, πάνινες. Κι άμα τον είδα, έκλαιγα: “Βρε Ποσειδώνα, όπου παγαίναμε, ανοίγανε οι πόρτες να μπούμε μέσα”, άμα ακούγαν Ποσειδών – Ποσειδών Δίβαρις.

 

  • Χαρίλαος Ρόδανος, από την Αγιάσο. Επαγγελματίας μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής, έπαιζε βιολί:

Πριν δέκα χρόνια κατέβαινε κι ο Χαρίλαος στο Πλωμάρι κι έπαιζε… Κι ο Χαρίλαος παίζει ωραία πράγματα, τεχνίτης.

 

  • Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος», από την Αγιάσο. Πρακτικός οργανοπαίχτης, έπαιζε σαντούρι:

Κι αυτός παίζει σαντουράκι ωραίο, κι αυτός από το Γιάννη Ζαφειρόπουλο (κατασκευαστή σαντουριών στην Αθήνα) το ’χει αγοράσει.

 

  • Ηλίας Αντώνας, από το Κάτω Τρίτος.

Βιολί έπαιζε. Ήταν εδώ, στο Κάτω Τρίτος, κάτω στα Πηγαδέλια μένει. Αυτό, ωραίο βιολί.

 

Φωτογραφίες

Βίντεο

Video Grid with Modal
Video 1
Video 2
Video 2

Ηχογραφήσεις

1. Κάλαντα Χριστουγέννων Πλωμάρι | 1996 κάλαντα Τραγουδάει ο Ηλίας Ρουμελιώτης ή «Καραχάλιας» Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λέσβος 19ος-20ός αιώνας
2. Του γιομιτζή το φίλημα Πλωμάρι | 1996 παραπο(υ)νικός Τραγουδούν οι Πλωμαρίτες: Ηλίας Ρουμελιώτης («Καραχάλιας») και Αντώνης Σοφιαδέλλης. Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λέσβος 19ος-20ός αιώνας
Μετάβαση στο περιεχόμενο