Πράτσος Πάνος
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Αγιάσος, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1912
Στοιχεία καταγωγής:
Ο Πάνος Πράτσος γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1912 στην Αγιάσο. Για την ημερομηνία της γέννησής του ο ίδιος αναφέρει:
Γεννήθηκα στις 31 Δεκεμβρίου του 1912, τότε που απελευθερώθηκε το νησί μας, με το γεγονός αυτό το ευχάριστο. Βεβαίως ο πατέρας μου, παρά το ότι εγεννήθηκα τη μέρα που κόφτουν τις βασιλόπιτες, το βράδυ εκείνο, μ’ έβαλε μέσα στο 1912, δε με έβαλε τουλάχιστον την πρώτη Ιανουαρίου, για ορισμένες ώρες. Κι έτσι είμαι γραμμένος στα μητρώα ένα χρόνο πιο μεγαλύτερος.
Ιδιότητα:
Ερασιτέχνης μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής, έπαιζε μαντολίνο, βιολί, πιάνο, σαντούρι. Διετέλεσε Πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Αγιάσου «Η Ανάπτυξη» από 1956 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1990.
Γονείς:
Ο πατέρας του, Δημητρός, και η μητέρα του, Ευαγγελούδα, το γένος Χατζησπύρου, κατάγονταν από την Αγιάσο και ήταν και οι δυο γόνοι αριστοκρατικών οικογενειών. Παντρεύτηκαν το 1905 κι έκαναν τέσσερα παιδιά, τρεις κόρες (Μαριάνθη, Φανή, Αντιγόνη) κι ένα γιο, τον Πάνο. Η μητέρα του πέθανε το 1916, και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε λίγο μετά την Αγγελική Ταμβακέλλη, κόρη αγρότη από την Αγιάσο, με την οποία οχτώ χρόνια μετά το γάμο τους απέκτησαν δύο αγόρια: το Μιχάλη και το Στρατή.
Ο πατέρας μου παντρεύτηκε το 1905 νομίζω… Η μητέρα μου ήταν από μεγάλη οικογένεια, ήταν αδελφή του ευεργέτου της Αγιάσου, του Χατζησπύρου, ο οποίος σπούδασε Φιλολογία και μιλούσε την Αρχαία Ελληνική άπταιστα. Σπούδαζε 19 χρόνια στη Γερμανία, είχε πάρει πολλά διπλώματα. Τον έχουμε σε πίνακα, ζωγραφική, τον έκανε ο Βικάτος προ εκατό χρόνια. Ο Χατζησπύρου είχε δωρίσει όλη του την περιουσία προκειμένου να χτιστεί στο χωριό νοσοκομείο, το οποίο εκείνα τα χρόνια λειτούργησε ως σανατόριο. […] Εμείς, είμαστε τρεις κόρες κι εγώ ο Βενιαμίν, ο τελευταίος. Ζουν και οι τρεις, κι εγώ είμαι ο τελευταίος. Οι δυο μένουν στην Αγιάσο, η άλλη μένει στα παιδιά της. Έχει τρεις κόρες και κοιτάζει ποια θα την πρωτοπάρει, τη Μαριάνθη, στην Αθήνα μένει και έρχεται εδώ τώρα. Σήμερα, αύριο θα ’ρθει. Εδώ στην Αγιάσο είναι η Φανή και η Αντιγόνη. Η Φανή έχει παντρευτεί το Στρατή το Στεφάνου κι έχει μια κόρη, η οποία ήταν δασκάλα, έχει πάρει δάσκαλο, και ο γιος της ήταν ο οικονομικός έφορος Μυτιλήνης, ο Χριστόφας Στεφάνου. Η Αντιγόνη είναι χήρα, δεν έκανε παιδιά. Είχε παντρευτεί το Σταυράκη, η καταγωγή του ήταν από τα Μιστεγνά. Η Μαριάνθη παντρεύτηκε το φαρμακοποιό το Γιάννη το Χατζηλεωνίδα (από την Αγιάσο), ο οποίος πέθανε προ τριετίας.
Η μητέρα μου πέθανε το 1916, εγώ ήμουνα τεσσάρων χρονών, δε τη γνώρισα. Και το μόνο παράπονο μου στη ζωή μου που είναι ανοιχτό, δηλαδή έτσι το ‘χω παράπονο, που δεν εγνώρισα τη μητρική στοργή. Αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Βλέπω τώρα την κόρη μου πως έχει τα παιδιά της. Η μητριά μου ήταν μια καλή γυναίκα. Ε, έκανε δυο παιδιά. Αυτή την πήρε ο πατέρας μου διότι ήμασταν τέσσερα ορφανά παιδιά. Οχτώ χρόνια δεν έκανε παιδιά. Ύστερα έκανε δυο παιδιά […]. Το όνομά της ήταν Αγγελική Ταμβακέλλη. Ο πατέρας της ήταν, ένας αγρότης, τίμιος άνθρωπος. Είχε καμπόσα κτηματάκια και ζούσε. Ήταν 22-23 ετών όταν την παντρεύτηκε ο πατέρας μου…. Για κείνη ήταν καλός γάμος. Τότε γίνονταν. Τώρα δε γίνονται αυτά τα πράγματα.
Ο πατέρας μου ησχολείτο με το ελαιοεμπόριο, ήταν έμπορος δηλαδή λαδιού. Είχε μια σχετική περιουσία, η οποία τότε, μ’ αυτή τη περιουσία ζούσες άνετα, εις βάρος των εργατών -να το ομολογήσω αυτό- διότι ήταν η φτώχεια, η ανεργία μάστιζε τον κόσμο τότε, και ο διπλάσιος πληθυσμός της Λέσβου ήταν τότε, και της Αγιάσου σχεδόν, και πλεόναζε το εργατικό στοιχείο. Όποιος είχε περισσότερα ημερομίσθια να κάνει αυτός επροτιμείτο. Τώρα άλλαξε αυτή η κατάσταση και βγάζουν τα δανεικά οι εργάται[…].
Είχε μια εταιρία μαζί με τον παππού του Στεφάνου που σας είπα, του οικονομικού εφόρου, εταιρία ομόρρυθμο ελαιοεμπορική, και είχαν λιοτρίβια, επιχειρήσεις. Τα ελαιοτριβεία δεν ήταν ιδιόκτητα, τα νοίκιαζαν για τέσσερα, για δύο χρόνια. Κάναν εμπόριο αλεύρια, έκαναν ελαιόπανα. Αλεύρι έπαιρναν από τη Μυτιλήνη και το έφερναν εδώ.
Τα ελαιόπανα ήταν επί των ημερών μου, που σας είπα προχτές. Όταν είχες κεφάλαια πολλά έκανες ένα στοκ για να εξασφαλίσεις τα χρήματά σου, ήταν αστάθεια, ήταν οι πόλεμοι εκείνη την εποχή έχαναν τα χρήματα, κι έκαναν τέτοια αλλά έπρεπε να τα πουλήσεις. Τα ελαιόπανα δεν ήταν πάντοτε, ήταν εποχιακά για να κερδίσουν χρήματα μια χρονιά έκαναν τα ελαιόπανα. […] Ύστερα είχε ένα γραμματικό, ένα λογιστή τον έβαλε κι αυτό μέσ’ στην εταιρία, κάποιο Γρηγόρη Τσουκαρέλλη…
Ο πατέρας του Πάνου Πράτσου ήταν ερασιτέχνης μουσικός και έπαιζε ταμπουρά:
Έπαιζε κι ο πατέρας μου μουσική. Είχε αυτί τεράστιο, δηλαδή ‘δυνατό’ αυτί για τη μουσική. Εγώ του ζήτησα να μου πάρει ένα μαντολίνο. […] Τότε ήταν όλες οι καλές οι κυρίες εκεί, οι καλές οι οικογένειες μάθαιναν τα κορίτσια των και τα αγόρια μαντολίνο. Το μαντολίνο της εποχής ήταν ευρωπαϊκό όργανο, καλό και μπορούσε να σε διασκέδαζε. Τότε τα μπουζούκια, δεν τα έπιαναν, θεωρείτο το μπουζούκι όργανο, πώς να σου πω, κατώτερο όργανο. Μην κοιτάς τώρα που το κάναν τετράχορδο, και εξευρωπαΐστηκε. Το μπουζούκι είναι εύκολο όργανο ενώ το μαντολίνο για να το παίξεις, να παίξεις τις θέσεις είναι λιγάκι δύσκολο, αν και άμα παίζεις απάνω, απάνω στην πρώτη είναι εύκολο. Προχώρησα λοιπόν μονάχος πρακτικά. Ο πατέρας μου έπαιζε ταμπουρά, κι απ’ τον ταμπουρά έπιασε το μαντολίνο κι έπαιζε, αλλά πρακτικά, αλλά με χρόνο, όπως είναι ο «Κακούργος» (προσωνύμιο του σαντουριέρη Γιάννη Σουσαμλή) τώρα. Και γλεντζές, αγαπούσε τα γλέντια. Ε, ήταν πιο ψηλός από εμένα, λεβεντάθρωπος, κι ανακατεύοντο κυρίως στα κοινά.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Πάνος Πράτσος παντρεύτηκε το 1943 με την Ελένη Βαμβουρέλλη, κόρη εύπορου μετανάστη της Αμερικής ο οποίος επαναπατρίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1920, και απέκτησε μαζί της δύο παιδιά, τη Μαρία και τον Δημήτρη.
Ο γιος μου αυτός ήτανε γεννημένος (για μουσική), αλλά ήταν οκνηρός, δε ζύγωνε να μάθει μουσική, ό,τι το ένστικτό του.
Λόγω της κοινωνικής του θέσης και της οικονομικής ευμάρειας, ο Πάνος Πράτσος στο γάμο του κάλεσε και τα δύο μεγάλα συγκροτήματα της Αγιάσου να παίξουν μουσική:
Αρραβωνιάστηκα εγώ, δουλειά από τις πρώτες για να πάρουν χρήματα (οι μουσικοί), ο πεθερός μου ήταν εκ των πρώτων του χωριού δηλαδή ο οποίος έζησε στην Αμερική και είχε εξευρωπαϊστεί, λέει “γαμβρέ μουσική θέλω”. Και οι δυο με γύριζαν και ο Ρόδανος ήρθε, αλλά και από τους άλλους (Σουσαμλήδες), τι να κάνω; Τότε τους πήρα και τους δυο και μάζευαν τα χρήματα μες σ’ ένα καλάθι τα βάζανε.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Πάνος Πράτσος ήταν ελαιοκτηματίας και έμπορος λαδιού, όπως ο πατέρας του.
Ο πατέρας μου ησχολείτο με το ελαιοεμπόριο, ήταν έμπορος δηλαδή λαδιού. Είχε μια σχετική περιουσία, η οποία τότε, μ’ αυτή τη περιουσία ζούσες άνετα, εις βάρος των εργατών -να το ομολογήσω αυτό- διότι ήταν η φτώχεια, η ανεργία μάστιζε τον κόσμο τότε […]. Όποιος είχε περισσότερα ημερομίσθια να κάνει αυτός επροτιμείτο. Τώρα άλλαξε αυτή η κατάσταση και βγάζουν τα δανεικά οι εργάται Οι περιουσίες εκμηδενίστηκαν. Έχω τα χτήματα, δε μπορώ να πιάσω μια. Όσες ελιές μπορεί και πιάσει ένας με τα χέρια του, αυτές του μένουν. Μπαίνουμε πολλές φορές και μέσα. Αν δεν ήταν η επιδότησις του λαδιού τώρα, τα τελευταία χρόνια, δεν εσύμφερνε, όχι μόνο να καλλιεργήσεις, διότι είναι τα ημερομίσθια υπέρογκα και οι τιμές του λαδιού μέχρι πέρυσι ήταν εξευτελιστικές. Φέτο, επειδής δεν είχε η Ιταλία και η Ισπανία, συνέβη το αντίθετο.
Περιστασιακά, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Πάνος Πράτσος σε συνεργασία με τον πατέρα του ασχολήθηκε με τη βιοτεχνία και το εμπόριο ελαιοπάνων. Εκείνα τα χρόνια η βιοτεχνία ελαιοπάνων γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στην Αγιάσο. Ήταν κερδοφόρα δραστηριότητα επειδή προμήθευαν με ελαιόπανα όλες τις ελαιοπαραγωγές περιοχές της Ελλάδας.
Την έκανα κι εγώ ως επιχείρηση μια φορά (τη βιοτεχνική παραγωγή ελαιοπάνων), ο πατέρας μου ασχολείτο με το ελαιοεμπόριο, κι έκανε κι αυτή τη δουλειά. Να σας πω κι ένα περιστατικό: Αυτοί, υπήρχε μεγάλη βιοτεχνία, αλλά δεν ήξερε ο ένας τους πελάτες του άλλου, που τα έστελνε. Όποιος είχε πιο καλούς πελάτες, εδώ εμείς κάναμε μια χρονιά, ως εμπόριο τα κάναμε αυτά, κάναμε ένα στοκ, π.χ. διαθέσαμε ορισμένα κεφάλαια και κάναμε ελαιόπανα. Αυτά ήταν όπως είχες χρυσό τότε. Το 1948, κάναμε στοκ μεγάλο και δε μπορούσαμε, που να τα πουλήσουμε; Αναγκαστήκαμε και βάλαμε ένα συνέταιρο από τους παλιούς με 35%, χωρίς κεφάλαια να μας τα πουλήσει. Αυτός μπήκε στην εταιρεία για να πουλήσει το στοκ που είχαμε. Μπήκε μονάχα με τον όρο ότι δε θα δούμε εμείς τους πελάτες του, φοβόταν. Παίρνω το βαλιτσάκι μου και τραβάω στο κεντρικό που πουλούσαμε τις πυρήνες. Από εκεί μου δίνει τις συστάσεις της Θεσσαλίας, της Κρήτης. Ό,τι κάναν σε 40-50 χρόνια το έκανα εγώ σε 15 μέρες. Τα πούλησα όλα και αυτός πήρε το μερίδιό του.
Ήταν μεγάλη βιοτεχνία (τα ελαιόπανα), απασχολείτο ένας κόσμος ολόκληρος. Εγώ σταμάτησα το 1967. Μόλις βγήκαν τα φυγοκεντρικά τα ελαιοτριβεία σταμάτησαν. Κατεστράφη μια μεγάλη βιοτεχνία. Τα ελαιόπανα ήταν επί των ημερών μου, που σας είπα προχτές. Όταν είχες κεφάλαια πολλά, έκανες ένα στοκ για να εξασφαλίσεις τα χρήματά σου, ήταν αστάθεια, ήταν οι πόλεμοι εκείνη την εποχή έχαναν τα χρήματα, κι έκαναν τέτοια αλλά έπρεπε να τα πουλήσεις. Τα ελαιόπανα δεν ήταν πάντοτε, ήταν εποχιακά για να κερδίσουν χρήματα, μια χρονιά έκαναν τα ελαιόπανα.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Ο Πάνος Πράτσος γεννήθηκε και έζησε μόνιμα στην Αγιάσο της Λέσβου. Το 1928, μόλις τελείωσε το Ημιγυμνάσιο στην Αγιάσο, ο πατέρας του τον έστειλε να σπουδάσει στην πρώτη Δημόσια Εμπορική Σχολή Πειραιώς, η οποία ήταν τετραετούς φοίτησης. Έμεινε στον Πειραιά μόνο το πρώτο έτος και τα επόμενα δύο χρόνια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Επέστρεψε στην Αγιάσο το 1931 χωρίς να έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του, έχοντας αποφασίσει να εργαστεί πλάι στον πατέρα του. Το διάστημα που έμεινε στην Αθήνα έκανε μαθήματα πιάνου, βιολιού και μαντολίνου.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Ο Πάνος Πράτσος επέστρεψε από την Αθήνα στην Αγιάσο το 1931, μετά από τρία χρόνια φοίτησης στη Δημόσια Εμπορική Σχολή Πειραιώς. Για την απόφασή του να επιστρέψει στην Αγιάσο αλλά και για την εμπειρία και την επαφή του με τη μουσική στην Αθήνα ο ίδιος αναφέρει:
Κάθισα εδώ κοντά στον πατέρα μου, ανήσυχο πνεύμα πάντοτε, η κλίσις μου στη μουσική, η αγάπη, η αγάπη μου, ο έρωτας μου ήταν η μουσική. Διότι εκεί που πήγα έγραφα. Έχω ένα αυτό… δηλαδή απ’ τη μια πήγαινα στην Εμπορική Σχολή, απ’ την άλλη έγραφα μουσική. Αντέγραφα κομμάτια. Η γυναίκα αυτού του καθηγητή που σας λέγω ήταν καθηγήτρια του πιάνου. Βρήκα εκεί εκείνα τα οποία ήθελα. Αντέγραφα από παρτιτούρες και τα τραγούδια της τότε εποχής. Όταν γύρισα εγώ εδώ, έπαιζα εκεί μαντολίνα, έπιασα τα βιολιά, οπότε προχωρούσα, προχωρούσα, προχωρούσα, ήταν το Αναγνωστήριο τότε εκείνα τα χρόνια. Εκεί βρήκα ό,τι είχα μέσα μου, διότι όλη η νεολαία συγκεντρωνόταν εκεί τότε. Βέβαια η εποχή ήταν πολύ στενή….
Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:
Ο Πάνος Πράτσος τελείωσε το Ημιγυμνάσιο στην Αγιάσο. Το 1928 γράφτηκε στη τετραετούς φοίτησης Δημόσια Εμπορική Σχολή Πειραιώς. Το 1930 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Φοίτησε στη σχολή μόνο τρία χρόνια και το καλοκαίρι του 1931 επέστρεψε στην Αγιάσο.
Εγώ λοιπόν έβγαλα το Ημιγυμνάσιο μέχρι την τρίτη γυμνασίου, και μετά είχαμε ένα συγγενή καθηγητή, ο οποίος είχε σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία, είχε σπουδάξει Νομικά, και Φιλολογία. Με έστειλε ο πατέρας μου σ’ αυτόν. Ήταν συγγενής απ’ τη δεύτερη τη μάνα μου, τη μητριά μου… Με έστειλε λοιπόν, με έβαλε σε ένα οικοτροφείο τότε, του Παναγιωτοπούλου, ήταν μια λογιστική σχολή στον Πειραιά, Νοταρά 67, και ήταν αυτός ο Παναγιωτόπουλος. […] Και ενεγράφη στη πρώτη δημοσία εμπορική σχολή Πειραιώς, με έγραψε. Φοίτησα εκεί το ’28 με ’29. Το ’30 μεταφέρθηκα στην Αθήνα, με είχεν αυτός οικότροφον στο σπίτι του (ο συγγενής του), μόνο για ύπνο. Τέρμα Ιπποκράτους είχε ένα εστιατόριο κι εκεί πήγαινα εγώ και έτρωγα. Βεβαίως οι νέοι τότε για να μη παραστρατήσουν, αυτή ήταν η εντολή του πατέρα μου, μ’εμπιστεύτηκε εκεί και έβγαλα άλλες δυο τάξεις εκεί, το ’30 με το ’31. Η σχολή ήταν τέσσερα χρόνια. Το ένα, προτίμησα να μην πάγω, να καθίσω κοντά στον πατέρα μου και εξήσκησα το επάγγελμα του πατέρα μου. […] Δεν την τελείωσα τη σχολή. Γύρισα στην Αγιάσο το ’31 τον Ιούλιο. Ήμουνα καλός μαθητής εκεί αλλά, πιάσε τα μυαλά μου εκεί της τότε εποχής.
Μουσική παιδεία:
Ο Πάνος Πράτσος ήταν ερασιτέχνης μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Θεωρητικά μαθήματα έλαβε από τον Αγιασώτη βιολιστή Στρατή Ρόδανο, καθώς και από τον περίφημο μουσικοδιδάσκαλο της Μυτιλήνης Κλεάνθη Μυρογιάννη. Έμαθε να παίζει μαντολίνο και βιολί και μελετούσε διαρκώς, εμπλουτίζοντας το ρεπερτόριό του τόσο με παραδοσιακούς σκοπούς, όσο και με κομμάτια κλασικής μουσικής.
Για τα μαθήματα που έλαβε από το Στρατή Ρόδανο, ο Πάνος Πράτσος αναφέρει:
Όταν πήγαινα στο Ημιγυμνάσιο, ο πατέρας του Χαρίλαου ήταν μεγάλος, γεννηθείς το 1885, είχαμε τεράστια διαφορά. Έμαθε, είμαστε γειτόνοι εκεί απάνω στο Σταυρί, λέει “ένας μικρός, του Πράτσου, κάνει θαύματα πάνω στο μαντολίνο”. Αυτοί σύχναζαν σ’ ένα καφενείο στο οποίο όλοι οι μουσικοί, και οι επαγγελματίαι και οι μαθηταί που μάθαιναν, πήγαιναν εκεί. Αυτό το καφενείο τώρα είναι κλειστό, ήταν του Βεγιάζη (τώρα είναι ψησταριά). Εκεί, εισήχθη εγώ, εις ηλικία δεκατριών ετών. Απ’ αυτό το καφενείο προσεφέρθη ο Στρατής αυτός (ο Ρόδανος), επειδής όλοι, και ο πατέρας μου κι εγώ είχαμε μια κοινωνική θέση και τον υποστηρίζαμε, υποστηρίζαμε την κομπανία του, διότι έγινε μεγάλη διαμάχη τότε, στο ’32 που χώρισαν, όταν μπήκε ο Χαρίλαος. Αυτός, επειδή τα είχαμε καλά, ο πατέρας μου όποτε ήθελε να διασκεδάσει έπρεπε να πάρει, τον εκτιμούσε, και προσεφέρθην να μου κάνει μαθήματα μαντολίνου, μου έδωσε τα πρώτα φώτα της μουσικής. Κάναμε θεωρητικά μαθήματα, κι έγραφε ένα γύμνασμα δικό του εκεί, με τέταρτα, όγδοα, ύστερα δέκατα έκτα, τριακοστά δεύτερα. Προχωρήσαμε λιγάκι κι έπειτα την επόμενη χρονιά έφυγα εγώ στην Αθήνα. Αυτά γίνονταν το ’28, διότι εγώ έφυγα στην Αθήνα το Σεπτέμβρη του ’28.
Στην Αθήνα εκεί που καθόμουν ήταν μια κοπέλα από πάνω κι ήρθαν κάτι νεαροί να της κάνουν καντάδα. Τότε, ήταν δυο βιολιά και παίζαν το “Θέλω μάνα μ’ έναν ανδρούλη”. Μόλις τ’ άκουσα ήθελα να παρατήσω το μαντολίνο να πιάσω βιολί Ήρθα λοιπόν εδώ… Η κλίσις μου στη μουσική, η αγάπη, η αγάπη μου, ο έρωτας μου ήταν η μουσική. Διότι εκεί που πήγα έγραφα. Έχω ένα αυτό… δηλαδή απ’ τη μια πήγαινα στην εμπορική σχολή απ’ την άλλη έγραφα μουσική. Αντέγραφα κομμάτια. Η γυναίκα αυτού του καθηγητή που σας λέγω ήταν καθηγήτρια του πιάνου. Βρήκα εκεί εκείνα τα οποία ήθελα. Αντέγραφα από παρτιτούρες και τα τραγούδια της τότε εποχής.
Όταν επέστρεψε στην Αγιάσο το 1931, άρχισε να μελετά μαζί με το συνομήλικο του Χαρίλαο Ρόδανο – γιο του Στρατή – ο οποίος είχε ήδη παρακολουθήσει μαθήματα βιολιού στη Μυτιλήνη από τον Κλεάνθη Μυρογιάννη, περίφημο δάσκαλο μουσικής της εποχής. Το 1933 παρουσιάστηκε στο στρατό. Ένα χρόνο αργότερα είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει κι ο ίδιος μαθήματα μουσικής στον Κλεάνθη Μυρογιάννη. Το καλοκαίρι του 1934 ο Μυρογιάννης ήρθε στην Αγιάσο για τρεις μήνες, άκουσε τον Π. Πράτσο να μελετάει και προσφέρθηκε να του παραδώσει δωρεάν μαθήματα βιολιού και θεωρητικής μουσικής:
Ο Χαρίλαος (Ρόδανος) πήγαινε σ’ ένα δάσκαλο στη Μυτιλήνη (στο Μυρογιάννη), ό,τι ήξερε μου τα ’δειχνε κι αυτός. Αλλά εκεί που καθόμουνα στο σπίτι και μελετούσα, απέναντι ήταν ένα καφενείο, στον πλάτανο. Ήρθε ένας μουσουργός μεγάλος απ’ τη Μυτιλήνη, ο Κλεάνθης ο Μυρογιάννης, και χτυπά την πόρτα μου και μπαίνει μεσ’ το σπίτι. Λέει “όσο καιρό θα μείνω εδώ, θα σου δείξω, θα σε οδηγήσω, δε θέλω λεπτό να μου δώσεις”. Είχα ένα αμπέλι εδώ και τον έπαιρνα στα σταφύλια και έκοβε. Όχι ότι ο άνθρωπος είχε ανάγκη, αλλά του άρεσε αυτή η εξοχή… Καθόταν στο καφενείο κι άκουγε εμένα που μελετούσα μέσα, και χτυπά την πόρτα και μπαίνει μέσα. Με το Μυρογιάννη έκανα μάθημα το καλοκαίρι, τρεις μήνες, θεωρητικά μαθήματα. Μ’ έδωσε ορισμένες νυχτωδίες, μου ’πε ορισμένα μυστικά του βιολιού, τα οποία μετέδωσα εγώ πάλι στο Χαρίλαο, κάτι φλαουτίνια, πιάνεις με το ένα και εφάπτεται το άλλο και βγαίνει άλλη, ενώ πατάς ρε βγαίνει σολ. Μονάχος μετά, έξι ώρες τη μέρα μελετούσα.
Μουσική μαθητεία:
Ο Πάνος Πράτσος ασχολήθηκε από πολύ μικρός με τη μουσική. Από τα οχτώ του χρόνια άρχισε να παίζει παγιαβλί (πλαγίαυλο), είδος πνευστού οργάνου, σα φλογέρα. Σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε να μαθαίνει μαντολίνο, όργανο με μεγάλη απήχηση στην άρχουσα τάξη της εποχής. Ο πατέρας του, του αγόρασε ένα μαντολίνο ιταλικής κατασκευής από τη Μυτιλήνη κι ο Πάνος Πράτσος άρχισε να παίζει σ’ αυτό σκοπούς και τραγούδια της τότε εποχής.
Ο ίδιος χαρακτηριστικά αναφέρει:
…Αλλά πριν αρχίσω το μαντολίνο, έπαιζα ένα φυσερό (πνευστό), παγιάβλι, κι είχα επιδοθεί, έπαιζα συρτά, σε ηλικία οχτώ, δέκα χρονών. Από μόνος μου τα ’μαθα, έμφυτο. Και είχα προχωρήσει πολύ σ’ αυτό το φυσερό (πνευστό), και μετά πια ανέβηκα. Πήρα το μαντολίνο, απ’ το μαντολίνο έφυγα στην Αθήνα. Πήγα στο Ημιγυμνάσιο, μέχρι την τρίτη τάξη την έβγαλα εδώ. Μετά έφυγα στην Αθήνα….
Έπαιζε κι ο πατέρας μου μουσική. Είχε αυτί τεράστιο, δηλαδή δυνατό αυτί για τη μουσική. Εγώ του ζήτησα να μου πάρει ένα μαντολίνο. […] Το μαντολίνο για να το παίξεις, να παίξεις τις θέσεις είναι λιγάκι δύσκολο, αν και άμα παίζεις απάνω, απάνω στην πρώτη είναι εύκολο. Προχώρησα λοιπόν μονάχος πρακτικά. Ο πατέρας μου έπαιζε ταμπουρά, κι απ’ τον ταμπουρά έπιασε το μαντολίνο κι έπαιζε, αλλά πρακτικά, αλλά με χρόνο, όπως είναι ο «Κακούργος» (προσωνύμιο του σαντουριέρη Γιάννη Σουσαμλή) τώρα….
Εγώ του ζήτησα, του πατέρα μου, να μου πάρει ένα μαντολίνο… Τότε ήταν όλες οι καλές οι κυρίες εκεί, οι καλές οι οικογένειες μάθαιναν τα κορίτσια των και τα αγόρια μαντολίνο. Το μαντολίνο της εποχής ήταν ευρωπαϊκό όργανο, καλό και μπορούσε να σε διασκέδαζε. Τότε τα μπουζούκια, δεν τα έπιαναν, θεωρείτο το μπουζούκι όργανο – πως να σου πω; Κατώτερο όργανο. Μην κοιτάς τώρα που το κάναν τετράχορδο, και εξευρωπαΐστηκε. Το μπουζούκι είναι εύκολο όργανο, ενώ το μαντολίνο για να το παίξεις, να παίξεις τις θέσεις είναι λιγάκι δύσκολο, αν και άμα παίζεις απάνω, απάνω στην πρώτη είναι εύκολο. Προχώρησα λοιπόν μονάχος πρακτικά.
Επηρεασμένος από τα ακούσματά στην Αθήνα και ιδιαίτερα από τις βραδινές καντάδες με βιολί, ο Πάνος Πράτσος επέστρεψε το 1931 στην Αγιάσο με την απόφαση να μάθει και ο ίδιος βιολί. Ο συνομήλικός του βιολιστής Χαρίλαος Ρόδανος, που είχε λάβει μαθήματα στον μουσικοδιδάσκαλο Κλεάνθη Μυρογιάννη στη Μυτιλήνη, του έδειξε λίγο στην αρχή, ενώ το καλοκαίρι του 1934 έλαβε και ο ίδιος μαθήματα βιολιού και θεωρίας της μουσικής από τον Μυρογιάννη. Τα επόμενα χρόνια ο Π. Πράτσος επιδόθηκε στο βιολί με πολύωρη καθημερινή εξάσκηση – συχνά συνοδευόμενος κι από το Χαρίλαο Ρόδανο – τόσο στο παραδοσιακό όσο και στο κλασικό ρεπερτόριο:
Ο Χαρίλαος (Ρόδανος) είχε ήδη κάνει τα μαθήματα στο Μυρογιάννη. Εγώ έκανα μαθήματα με το Μυρογιάννη το ’34 νομίζω. Το μαντολίνο με το βιολί, έχουν τη διαφορά ότι έχει τις μπερντέδες, αυτά τα σιδεράκια, αλλά η τεχνική του είναι η ίδια: πρώτη θέσις, δευτέρα θέσις, τρίτη θέσις, τετάρτη, μέχρι εφτά, οχτώ θέσεις έχει. Αυτές τις έγραψα εγώ μέσα σ’ ένα βιβλιαράκι. Και καθόμουνα με τα νούμερα να τις μάθω, πως αρχίζει η κάθε θέσις στο βιολί, διότι άμα δεν ξέρεις τη θέση, και βρεθείς πρίμα και δεν ξέρεις να ανεβείς είναι όπως μένεις στον Ειρηνικό ωκεανό και πνίγεσαι. Πρέπει να ξέρεις την τεχνική του οργάνου. Αυτή την έμαθα. Έμαθα τις θέσεις, πως αλλάζουν, πως αυτό, και μετά απ’ την τριβή προχώρησα. Είναι όπως κάνεις τα φροντιστήρια. Ένας επιμελής φοιτητής, δε θέλει ούτε φροντιστήρια ούτε τίποτα, μονάχος βαδίζει.
Ο Πάνος Πράτσος έπαιζε επίσης πιάνο και σαντούρι:
Το 1974 έστειλα και πήραμε ένα σαντούρι εδώ για τις ανάγκες του ιδρύματος (του Αναγνωστηρίου Αγιάσου). Αμέσως, κλείστηκα επί δέκα χρόνια, αφού έμαθα να το κουρδίζω -το δυσκολότερο- κλείστηκα μέσα κι έμαθα, αλλά τώρα πια εκορέσθην και το βάρος των ετών μ’ έχει πια…
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Πάνος Πράτσος καλλιέργησε από πολύ μικρή ηλικία την κλίση του προς τη μουσική. Η υψηλή κοινωνική του θέση, η οικονομική του ευμάρεια και η μόρφωσή του όρισαν το ρόλο που ο ίδιος διαδραμάτισε ως μουσικός, συνέβαλαν στην επιλογή των μουσικών οργάνων (μαντολίνο και βιολί) και παράλληλα διαμόρφωσαν την ιδιαίτερη σχέση του με τη μουσική και τους μουσικούς.
Η οικονομική του κατάσταση του επιτρέπει να παίζει μουσική “για το κέφι του” ενώ η κοινωνική του θέση του διαμορφώνει αρχικά μια προτίμηση προς την αστική μουσική. Την προτίμηση του αυτή θα την καλλιεργήσει μαζί με άλλους μουσικούς – και ιδιαίτερα το Χ. Ρόδανο, ο οποίος παίζει βιολί και έχει θεωρητικές γνώσεις μουσικής – με τους οποίους θα μελετά τα κομμάτια αυτά από παρτιτούρες που ο ίδιος έχει αγοράσει από την Αθήνα. Σε επαφή με την αστική αυτή μουσική θα φέρει και την κοινωνία της Αγιάσου με τη διοργάνωση από το 1935 μουσικοφιλολογικών βραδιών, το πρόγραμμα των οποίων στηρίζεται κυρίως σ’ αυτή τη μουσική (κλασική μουσική, βαλς, κ.α.).
Χαρακτηριστικά αναφέρει:
Εγώ παίζω μουσική για το κέφι, από παιδί έπαιζα βιολί, επεδώθη και στη κλασική μουσική, πήγαινα στην Αθήνα, στον Κωσταντινίδη, ήμουνα τακτικός θαμών του Μουσείου, εκεί έπαιζε ένας Κανελλίδης, άσσος βιολιστής και έπαιζε κομμάτια του Γιόχαν Στράους (τη δεκαετία του ’30) και τα έπαιρνα τότε και καθόμουν εδώ και τα ξεψάχνιζα. Εκεί στον κήπο του μουσείου, έπαιζε μια ορχήστρα, ο Κανελλίδης, κι ό,τι άκουγα εκεί το έπαιρνα. Για κέφι μου, δεν ήμουνα σε κομπανίες. Εγώ έπαιζα στο σπίτι μου, εδώ παραπάνω ήτανε, εδώ είναι το γεροντικό τώρα, και έπαιζα και τους κουβαλούσα και τους μουσικούς εκεί, ιδίως το Χαρίλαο (Ρόδανο), πιάναμε τρώγαμε και συνεχίζαμε όλη τη μέρα, να δούμε το “Γαλάζιο Δούναβη”, όλα τα βαλς του Στράους τα έπαιζα όλα.
Το όνομα του Πάνου Πράτσου είναι επίσης άμεσα συνδεδεμένο με το Αναγνωστήριο της Αγιάσου “H Ανάπτυξις”, καθώς διατέλεσε πρόεδρός του από το 1956, ενώ ανήκει στο διοικητικό συμβούλιο από το 1935. Το Αναγνωστήριο ιδρύεται το 1894 από εμπόρους και βιοτέχνες με κοινό το ενδιαφέρον για τη μάθηση, γι’ αυτό κι ένα από τα πρώτα τους μελήματα ήταν η οργάνωση μιας μικρής βιβλιοθήκης στην Αγιάσο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα δείξουν επίσης για τις πνευματικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, διοργανώνοντας πολυάριθμες θεατρικές παραστάσεις, μουσικές και φιλολογικές βραδιές.
Ως ερασιτέχνης μουσικός ο Π. Πράτσος σε συνδυασμό με τη συνολικότερη πνευματική του κουλτούρα αλλά και την οικονομική του ευμάρεια και την κοινωνική του δύναμη, κατόρθωσε από πολύ νωρίς να διαμορφώσει το “νέο τοπίο” στα μουσικά πράγματα της Αγιάσου. Η είσοδος του στο διοικητικό συμβούλιο του Αναγνωστηρίου το 1935 του επιτρέπει και του δίνει τα μέσα γι αυτή τη διαμόρφωση, ενώ η ανάληψη της θέσης του Προέδρου το 1956 θα δώσει νέα ώθηση στην καλλιτεχνική πορεία του ιδρύματος και ιδιαίτερα στη μουσική.
Ως ερασιτέχνης μουσικός ο ίδιος, αναλαμβάνει από το 1935 την ευθύνη της οργάνωσης των μουσικών και μουσικοφιλολογικών εκδηλώσεων που διοργανώνει το Αναγνωστήριο, στις οποίες παίρνει και ο ίδιος μέρος ως μουσικός.
Όταν γύρισα εγώ εδώ, έπαιζα εκεί μαντολίνα, έπιασα τα βιολιά οπότε προχωρούσα, προχωρούσα, προχωρούσα, ήταν το Αναγνωστήριο τότε εκείνα τα χρόνια. Εκεί βρήκα ό,τι είχα μέσα μου, διότι όλη η νεολαία συγκεντρωνόταν εκεί τότε. Βέβαια η εποχή ήταν πολύ στενή. Ήταν ένας δάσκαλος ο Χατζηπαναγιώτης, συνεδέθη μαζί του εκεί, μ’ είχε το δεξί του χέρι, στις χορωδίες, στην εκκλησία, έπρεπε να δώσω εγώ τον τόνο, από πού θα βγει ένα κομμάτι στην εκκλησία αναλάμβανα π.χ. τη Μεγάλη Εβδομάδα με χορωδία, κι είχαμε θεσπίσει τότε, το ’34-’35 μπήκα στο διοικητικό συμβούλιο του Αναγνωστηρίου. Κάναμε μουσικοφιλολογικές βραδιές, εσπερίδες, επιστημονικές διαλέξεις. Βρήκα δηλαδή αυτά. Αλλά σας είπα ήμουνα οικονομικώς ανεξάρτητος… Εγώ είμαι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Αναγνωστηρίου από το ’35.
Εγώ δίδασκα τη μουσική, και κατάρτιζα τις χορωδίες. Παίζαν τότε τον “Αγαπητικό της Βοσκοπούλας” και με φώναξαν, το διοικητικό συμβούλιο το τότε, να πάγω να τους διδάξω τα τραγούδια. Μ’ έβαλαν μέσα στο διοικητικό συμβούλιο, έμεινα. Χωρίς μουσική το ίδρυμα τότε δε μπορούσε να σταθεί. Κάθε ώρα έβλεπες χρειάζονταν η μουσική. Εγώ λοιπόν τα συγκέντρωνα όλα αυτά τα τέτοια. Είχα και μια κοινωνική θέση καλή, εξαιρετική, και δεν έπιανε απάνω μου να μου κολλήσουν τίποτα να με πάρουν να μ’ εξορίσουν. Διότι κι αυτά τα δοκίμασα. Δοκίμασα μεγάλες δοκιμασίες, στην αυτή, στη δικτατορία την τελευταία… Έτρεχαν οι προύχοντες στη Μυτιλήνη να δώσουν να καταλάβουν στο Νομάρχη, “μη βάλεις χέρι πάνω στο…, χάθηκες, πα’ στον Πράτσο”… Είχαμε κάνει μια χορωδία, επειδής δεν είχαμε πόρους, σε κάθε κηδεία πλούσια η οποία ήθελε να τραγουδήσει η χορωδία, είχαμε 500 δρχ. να λάβει μέρος, μας ειδοποιούσαν και εξοικονομούσαμε το πεντακοσάρι, το οποίο τότε ήταν μεγάλο. Ψέλναμε και στην εκκλησία. Όταν ήρθε ο βασιλιάς Γεώργιος εδώ στις 21 Φεβρουαρίου του 1937, έλαβε μέρος η χορωδία και ψάλαμε το πολυχρόνιον τότε με εβδομήντα πρόσωπα, το οποίον έκανε κατάπληξη.
Από το 1902 έως το 1955 το Αναγνωστήριο της Αγιάσου ανέβασε πολυάριθμες θεατρικές παραστάσεις, ελληνικού κυρίως ρεπερτορίου, με έργα ηθογραφικού χαρακτήρα. Από το 1956, όταν ο Πάνος Πράτσος αναλαμβάνει την προεδρία του Αναγνωστηρίου, παρατηρείται μια μεταστροφή στο ρεπερτόριο των θεατρικών παραστάσεων του Αναγνωστηρίου, καθώς εμφανίζονται δύο νέα είδη που ανήκουν στο αστικό θέατρο: η αθηναϊκή οπερέτα και το σύγχρονο ελληνικό (Ψαθάς, Σακελάριος – Γιαννακόπουλος, Γιαλαμάς – Πρετεντέρης) και ξένο (Ίψεν, Φοντόρ, Γκούντριχ – Χάκετ, Κασόνα) θέατρο:
Την οπερέτα την έβαλα μπροστά το 1956 με την “Τύχη της Μαρούλας”. Έρχεται η Σούλα Καραγιώργη και την πλησιάζω και μου δίνει το καλύτερο, ό,τι είχε. Και τη “Γυναίκα του Δρόμου” κι ένα άλλο, ήταν ένα της αμαρτίας, αλλά είχε μια σκηνή καμπαρέ και δεν ημπορούσαμε τότε, τώρα δεν τα πιάνει κανείς τίποτα αυτά.
Το Αναγνωστήριο Αγιάσου την περίοδο 1958-1974 παρουσιάζει οκτώ οπερέτες στις οποίες ο Π. Πράτσος είναι υπεύθυνος για τη μουσική διδασκαλία των τραγουδιών στους ερμηνευτές. Στις οπερέτες παίρνει και ο ίδιος μέρος ως μουσικός, παίζοντας μαντολίνο ή βιολί. Συγκεκριμένα παρουσιάστηκαν οι εξής οπερέτες:
- «Το άνθος του γιαλού» των Κατριβάνου- Οικονομίδη (1958)
- «Θαλασσινές αγάπες» των Σημηριώτη- Πομόνη (1961)
- «Οι απάχηδες των Αθηνών» του Χατζηαποστόλου (1962-1963)
- «Το κορίτσι της γειτονιάς» του Χατζηαποστόλου (1963)
- «Η καρδιά του πατέρα» του Χατζηαποστόλου (1965)
- «Η γυναίκα του δρόμου» του Χατζηαποστόλου (1970)
- «Πως περνούν οι παντρεμένοι» του Χατζηαποστόλου (1972)
- «Οι ερωτευμένοι μυλωνάδες» του Χατζηαποστόλου (1973-1974)
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Π. Πράτσος αποφασίζει να εμπλουτίσει το ηθογραφικό αγιασώτικο θέατρο, αναθέτοντας στον καρναβαλικό σατιρογράφο Αντώνη Μηνά να γράψει αγιασώτικες ηθογραφίες. Ο Α. Μηνάς έχει γράψει συνολικά μέχρι σήμερα επτά ηθογραφίες οι οποίες έχουν παρουσιαστεί από το Αναγνωστήριο σε πολυάριθμες παραστάσεις στην Αγιάσο, τη Μυτιλήνη, σε πολλά χωριά της Λέσβου (Μόλυβος, Γέρα, Πολυχνίτος, Πλωμάρι, Βρυσά, Σκόπελος, Άναξος, Ασώματος, Βασιλικά), καθώς επίσης και στην Αθήνα τον Πειραιά και το Σίδνευ όπου ζουν οι Αγιασώτες της διασποράς. Στις ηθογραφίες παίρνουν μέρος και μουσικοί οι οποίοι παίζουν από σκηνής σκοπούς και τραγούδια που συνοδεύουν τη δράση (τραγούδια του γάμου, χορευτικοί σκοποί που συνοδεύουν το γλέντι, καντάδες κ.α.).
Δεν είχε φύγει κι ο κόσμος ακόμη τότε, η μετανάστευσις μας έσπασε. Τότε ήταν διαφορετικά τα πράγματα, δεν υπήρχε τηλεόραση, μόνο όπλο μας ήταν το θέατρο. Μόλις κάναμε τα εγκαίνια της αυτής, αρχινίζω – και πήρα το οικόπεδο το άλλο – αρχινίζω τις θεατρικές παραστάσεις. Τα ίδια έπαιζα κάτω στη Μυτιλήνη, στο Σκόπελο, στο Παπάδο, στο Πλωμάρι…. Είχε η κοινότης το διοικητικό συμβούλιο μιαν αίθουσα – στο Σκόπελο – και τα παίζαμε. Στο Πλωμάρι είχε κάτι τοκογλύφοι οι οποίοι έκαναν μιαν αίθουσα… την αίθουσα τη δική μας που να τη βρεις…. Σε πλατείες μέχρι το 1992 παίζαμε, στη Βρισά μας πληρώνανε. Έχει μια εκκλησία, τον άγιο Κωνσταντίνο νομίζω, εκεί κάναμε τη σκηνή, παίξαμε την ηθογραφία “Τι να τα κάνω τα καλά”. Η ηθογραφία αυτή έχει παιχτεί τις περισσότερες φορές. Μέχρις ότου το ’76 που την παίξαμε, παίξαμε στη Μυτιλήνη, πήγα τελευταία φορά να την ξαναπαίξω λέει “ρε παιδί τι, άλλο τίποτα”. Κι έβαλα τον Αντώνη (Μηνά) κι έγραφε εκεί και…δηλαδή αγώνες μεγάλοι.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Π. Πράτσος δημιουργεί και διευθύνει την Παιδική Χορωδία του Αναγνωστηρίου.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Ως ερασιτέχνης μουσικός ο Πάνος Πράτσος κάνει καντάδες τη δεκαετία του 1930 στους δρόμους του χωριού μαζί με τον Χαρίλαο Ρόδανο (βιολί) και τον Παγουτέλλη (κιθάρα). Ο ίδιος παίζει βιολί.
Το όνομα του Πάνου Πράτσου είναι άμεσα συνδεδεμένο με το Αναγνωστήριο της Αγιάσου “H Ανάπτυξις”, καθώς διατέλεσε Πρόεδρός του από το 1956, ενώ ανήκει στο διοικητικό συμβούλιο από το 1935.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 το «Αναγνωστήριο» Αγιάσου διοργανώνει μουσικές βραδιές και άλλες μουσικές εκδηλώσεις, υπεύθυνος για τις οποίες είναι ο Πάνος Πράτσος, ο οποίος παίρνει μέρος σε αυτές και ως μουσικός.
Από το 1958 και μέχρι το 1974 το «Αναγνωστήριο» Αγιάσου παρουσίασε οκτώ οπερέτες στις οποίες ο Π. Πράτσος έπαιξε μαντολίνο και ήταν υπεύθυνος της μουσικής διδασκαλίας των τραγουδιών στους ερμηνευτές.
Από το 1958 έως το 1974 το «Αναγνωστήριο» Αγιάσου ανεβάζει στη σκηνή του θεάτρου αθηναϊκές οπερέτες. Στις οπερέτες ο Π. Πράτσος έχει συνεργαστεί με τους:
Χαρίλαο Ρόδανο (βιολί), Στρατή Ψύρρα (σαντούρι), Σταύρο Ρόδανο (κιθάρα). Στην οπερέτα «Η γυναίκα του δρόμου», σαντούρι έπαιξε ο Γιάννης Σουσαμλής ή “Κακούργος”.
Στις περισσότερες μουσικές εκδηλώσεις έχει συνεργαστεί με τους Αγιασώτες μουσικούς: Χαρίλαο Ρόδανο, Σταύρο Ρόδανο, και Στρατή Ψύρρα. Τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται και με τον Κώστα Ζαφειρίου ή “Καζίνο” (σαντούρι).
Στις ηχογραφήσεις της ΕΡΑιγαίου έπαιζε μαντολίνο και τον συνόδευε ο Γρηγόρης Κουρβανιός με την κιθάρα.
Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:
Τη δεκαετία του 1960 ο Πάνος Πράτσος επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη μουσική παράδοση της Αγιάσου και φροντίζει για την καταγραφή και διάσωση μεγάλου μέρους αυτής της παράδοσης, η οποία περιλαμβάνει, επίσης, πολλούς σκοπούς και τραγούδια από τη Μικρά Ασία. Είναι σημαντικό εδώ να αναφερθεί ότι σε πολλά από τα τραγούδια αυτά ο Π. Πράτσος προσθέτει στίχους τους οποίους συνθέτει από παραδοσιακά παλιά δίστιχα, και από στίχους δικής του έμπνευσης. Το αποτέλεσμα αυτής της σύνθεσης, κατάφερε να διατηρήσει το ιδιαίτερο χρώμα και το ύφος των παραδοσιακών, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η επέμβαση αυτή να μη γίνει αντιληπτή και τα τραγούδια αυτά να τραγουδηθούν και να γίνουν αγαπητά από τους απανταχού Λέσβιους ως παραδοσιακά. Μόλις τη δεκαετία του 1990 ο Π. Πράτσος θα αποφασίσει να αποκαλύψει ότι ο ίδιος είναι ο στιχουργός στα περισσότερα από αυτά τα τραγούδια.
Ο ίδιος ο Π. Πράτσος αναφέρει:
Ο Καράς ήρθε το ’50-’51 πρώτη φορά. Δυστυχώς, ήμουν απασχολημένος, δεν τον είδα, ήμουνα στα λιοτρίβια. Οπότε στο άλλο το «Αναγνωστήριο», το παλιό, ήταν ένας Τσόκαρος Στρατής, ο οποίος ήθελε να με συνδέσει. Πράγματι, λοιπόν, ήρθαμε σε επαφή και ήρθε εδώ και εδιατρίψαμε από τότε, έστελνα ότι, όλες τις κασέτες, όλα τα αυτά. Είχαμε αλληλογραφία, τηλέφωνα. Μ’ έλεγε τότε “ωραιότατα, αλλά το μαγνητόφωνο…”, δεν είχαμε τότε μέσα να ηχογραφήσουμε, αλλά σωστά όχι φάλτσα, και μ’ έλεγε να πάρουμε ένα πολύστροφο. Πήραμε το ακριβότερο μαγνητόφωνο του 1964, και τα ’στελνα όλα….. Δεν του είχα πει ότι εγώ τα είχα τονίσει τα τραγούδια (δηλαδή ότι είχε γράψει τους στίχους). Τώρα αυτός ο Κλεάνθης μ’ έβγαλε στο μεϊντάνι.
Για την πρωτοβουλία του Π. Πράτσου να πραγματοποιήσει αυτές τις ηχογραφήσεις, ο μετέπειτα πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Κλεάνθης Κορομηλάς αναφέρει χαρακτηριστικά:
Ο Π. Πράτσος κατέγραψε αυτά τα πράγματα σε μια δεκαετία που φαίνονταν παράξενα, ούτε κανείς τα υπολόγιζε. Τα κατέγραψε σε μπομπίνες, τους σκοπούς αυτούς, με το ύφος της εποχής εκείνης – αυτό έχει σημασία μεγάλη. Ο Αχιλλέας (Σουσαμλής) έγραψε τους πρώτους σκοπούς και συνέχισε μετά ο Χαρίλαος (Ρόδανος)…. Βάζοντας λόγια στα τραγούδια ο κόσμος άρχισε να τα τραγουδά κι εδώ και στην Αθήνα και στην Αυστραλία, και να τα μαθαίνει τα τραγούδια και τους σκοπούς αυτούς… Ο κόσμος δεν είχε με την παράδοση μεγάλη επαφή το ’60 και μέχρι το ’75. Μετά άρχισαν να στρέφονται προς το παλιό και να παίρνει αξία. Ούτε οι μορφωμένοι οι ντόπιοι δεν ενδιαφέρονταν. Τη δεκαετία του ΄60 τα πράγματα ήταν δύσκολα, μετανάστευση. Ο Π. Πράτσος είχε τη διορατικότητα τη δεκαετία του ’60 ότι αυτά τα πράγματα θα έπαιρναν αξία και άρχισε να τα καταγράφει. Έδινε ένα τάλιρο στον Αχιλλέα (Σουσαμλή) κι έπιανε το βιβλίο κι έγραφε ένα σκοπό.
Στις προαναφερθείσες ηχογραφήσεις παίρνουν μέρος οι μουσικοί: Π. Πράτσος (μαντολίνο), Σταύρος Ρόδανος (κιθάρα), Στρατής Ψύρρας (σαντούρι).
Ο Πάνος Πράτσος συμμετείχε επίσης ως μουσικός στις ηχογραφήσεις της Ε.Ρ.Αιγαίου:
- «ΕΡΑιγαίου, Νο 80». Μπομπίνα. Τραγούδια και σκοποί της Μυτιλήνης.
- «ΕΡΑιγαίου Νο 85». Μπομπίνα. Τραγούδια από την Αγιάσο της Λέσβου.
- «ΕΡΑιγαίου Νο 86». Μπομπίνα. Τραγούδια από την Αγιάσο.
Τοπικές δράσεις:
Ως ερασιτέχνης μουσικός ο Πάνος Πράτσος κάνει καντάδες τη δεκαετία του 1930 στους δρόμους του χωριού μαζί με τον Χαρίλαο Ρόδανο (βιολί) και τον Παγουτέλλη (κιθάρα). Ο ίδιος παίζει βιολί.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 το «Αναγνωστήριο» Αγιάσου διοργανώνει μουσικές βραδιές και άλλες μουσικές εκδηλώσεις, υπεύθυνος για τις οποίες είναι ο Πάνος Πράτσος, ο οποίος παίρνει μέρος σε αυτές και ως μουσικός.
Από το 1958 και μέχρι το 1974 το «Αναγνωστήριο» Αγιάσου παρουσίασε οκτώ οπερέτες στις οποίες ο Π. Πράτσος έπαιξε μαντολίνο και ήταν υπεύθυνος της μουσικής διδασκαλίας των τραγουδιών στους ερμηνευτές.
Υπερτοπικές δράσεις:
Από τη θέση του Προέδρου του Αναγνωστηρίου Αγιάσου «Η Ανάπτυξις» ο Π. Πράτσος, αποφασίζει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 να εμπλουτίσει το ηθογραφικό αγιασώτικο θέατρο, αναθέτοντας στον καρναβαλικό σατιρογράφο Αντώνη Μηνά να γράψει αγιασώτικες ηθογραφίες. Ο Α. Μηνάς έχει γράψει συνολικά μέχρι σήμερα επτά ηθογραφίες, οι οποίες έχουν παρουσιαστεί από το «Αναγνωστήριο» σε πολυάριθμες παραστάσεις στην Αγιάσο, τη Μυτιλήνη, σε πολλά χωριά της Λέσβου (Μόλυβος, Γέρα, Πολυχνίτος, Πλωμάρι, Βρυσά, Σκόπελος, Άναξος, Ασώματος, Βασιλικά), καθώς επίσης και στην Αθήνα τον Πειραιά και το Σίδνευ (1994) όπου ζουν οι Αγιασώτες της διασποράς. Οι ηθογραφίες αυτές έχουν παιχτεί στις πόλεις της αγιασώτικης διασποράς και από τους ίδιους τους μετανάστες.
Αυτοαξιολόγηση:
Ο Π. Πράτσος έχει τιμηθεί πολλές φορές με βραβεία και επαίνους, με κορυφαία την απονομή βραβείου από την Ακαδημία Αθηνών:
….Εχόρτασα πια. Το μεγαλύτερο βραβείο μου το ’δωσε η Ακαδημία φέτο (1997). Τί άλλο πια. Με ετίμησαν στον Πειραιά, με ετίμησαν εδώ. Απ’ τη Μυτιλήνη με παίρνουν τηλέφωνο λέω ‘δε θέλω πια φτάνει’.
Αμοιβή:
Ο Πάνος Πράτσος ως Πρόεδρος του Αναγνωστηρίου Αγιάσου, αλλά και ως ερασιτέχνης μουσικός δεν ελάμβανε αμοιβή. Η οικονομική του ευμάρεια του επέτρεψε να αφοσιωθεί και να επεκτείνει τις πολιτιστικές δραστηριότητες του Αναγνωστηρίου Αγιάσου, χωρίς να λάβει οικονομικές απολαβές. Ωστόσο με τη δράση του ως Πρόεδρος του Αναγνωστηρίου κατόρθωσε να εξασφαλίσει για το ίδρυμα σημαντικά κονδύλια για τη βελτίωση της κτιριακής υποδομής του και για τη διοργάνωση των παραστάσεων και των υπολοίπων δραστηριοτήτων του.
Για τις θεατρικές του παραστάσεις το «Αναγνωστήριο» χρησιμοποιούσε το καλύτερο «έμψυχο υλικό» που διέθετε. Προέκυψε έτσι ένας συνδυασμός ατόμων που αποτελούνταν από επαγγελματίες μουσικούς και ερασιτέχνες ηθοποιούς, τραγουδιστές και χορευτές. Οι μουσικοί συμμετέχοντας στις παραστάσεις με την επαγγελματική τους ιδιότητα ήταν και οι μόνοι εκ των συντελεστών που απαιτούσαν και έπαιρναν πληρωμή. Για παράδειγμα Το 1995 για δύο ημέρες παράσταση και δύο ημέρες πρόβα (συνολικά γύρω στις 10 ώρες απασχόληση), συνολικά, οι 4 μουσικοί που πήραν μέρος πληρώθηκαν 120.000 δρχ.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Πάνος Πράτσος αναφέρεται σε διάφορους μουσικούς της εποχής του:
- Κώστας Ηλιογραμμένος, από τον Ασώματο. Ήταν τραγουδιστής και έμπορος, έκανε εμπόριο με τα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Σύμφωνα με τον Π. Πράτσο, ο Κώστας Ηλιογραμμένος μετέδωσε πολλούς μικρασιατικούς σκοπούς και τραγούδια (αμανέδες, ταμπαχανιώτικα κ.α.) στην περιοχή της καταγωγής του (περιφέρεια Ασωμάτου – Αγιάσου).
- Αχιλλέας Σουσαμλής. Ήρθε από τη Μικρά Ασία αλλά η οικογένεια του είχε σχέσεις με την Αγιάσο: «Είχε εκπαιδευτεί στο βιολί στη Σμύρνη».
- Παναγιώτης Ρόδανος ή «Μαριουλέλι», από την Αγιάσο. Επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε βιολί:
Αυτός πρόλαβε τις καλύτερες εποχές. Παίζαν σε γάμους στη Γέρα που κρατούσαν μια βδομάδα και γυρνούσαν εδώ με τα μιτζίτια και τις λίρες.
- Στρατής Ρόδανος, από την Αγιάσο. Επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε τρομπέτα:
Παίζαν τα δαχτύλια του στο χρώμα, κυρίως.
Επιδράσεις στον τοπικό μουσικό πολιτισμό από αστικούς χώρους της Ελλάδας και του εξωτερικού:
Ο Πάνος Πράτσος αναφέρει:
Εγώ παίζω μουσική για το κέφι, από παιδί έπαιζα βιολί, επεδώθη και στη κλασική μουσική, πήγαινα στην Αθήνα, στον Κωσταντινίδη, ήμουνα τακτικός θαμών του Μουσείου, εκεί έπαιζε ένας Κανελλίδης, άσσος βιολιστής και έπαιζε κομμάτια του Γιόχαν Στράους (τη δεκαετία του ’30) και τα έπαιρνα τότε και καθόμουν εδώ και τα ξεψάχνιζα. Εκεί στον κήπο του μουσείου, έπαιζε μια ορχήστρα, ο Κανελλίδης, κι ό,τι άκουγα εκεί το έπαιρνα. Για κέφι μου, δεν ήμουνα σε κομπανίες. Εγώ έπαιζα στο σπίτι μου, εδώ παραπάνω ήτανε, εδώ είναι το γεροντικό τώρα, και έπαιζα και τους κουβαλούσα και τους μουσικούς εκεί, ιδίως το Χαρίλαο (Ρόδανο), πιάναμε τρώγαμε και συνεχίζαμε όλη τη μέρα, να δούμε το “Γαλάζιο Δούναβη”, όλα τα βαλς του Στράους τα έπαιζα όλα.