Πούλης Δημήτρης
ΧίοςΧρόνος γέννησης: 1925
Ιδιότητα: Υπήρξε επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε ούτι και τραγουδούσε.
Γονείς:
Ο πατέρας του ονομαζόταν Μαρκέλος. Έπαιζε σαντούρι και μαντολίνο, κι αργότερα κλαρίνο, την περίοδο μεταξύ 1915 με 1945:
Κοίταξε να δεις, ο πατέρας μου που έμαθε κλαρίνο, αναγκάστηκε να μάθει. Έπαιζε με τον Γιάννη τον Πούπαλο βιολί […] Κι από τότες που ήρθανε από τη Μικρασία τα κλαρίνα το ’22, όποιος πήγαινε να βγει, τον σκέπαζαν τα κλαρίνα κι αναγκάστηκε, κι είχεν τρία παιδιά τότες, να πάει να μάθει κλαρίνο.
Οικογενειακή κατάσταση:
Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Πουλής:
Το παλιό χωριό, αυτή η παλιά Ποταμιά, εκεί γεννηθήκαμε εμείς. Τα παλιά χρόνια λέει έπαιζε ο προπάππος μου, έπαιζε γκάϊντα. Από ’κείνον το γέρο Βασίλη, Βασίλη Ελευθερίου, από της γιαγιάς μου τη ράτσα είμαστε εμείς. Από του πατέρα μου δηλαδή η μητέρα, ήτανε του γέρου Βασίλη η κόρη. Από κει όλοι σχεδόν οι οργανοπαίκτες που βγήκανε στην Ποταμιά, κρατούσανε από αυτόν τον γέρο, είτε από θηλυκό είτε από αρσενικό, και κείνοι είχανε τη φλέβα, και οι Πούπαλοι, και οι Πουλήδες και οι Ελευθερίου. Ο γέρο Βασίλης λεγότανε Ελευθερίου, αλλά από γυναίκες από διασταύρωση με τους γάμους, όλοι σχεδόν ο οργανοπαίκτες κρατούσανε από κείνο το σόϊ. […] Οι μετέπειτα οργανοπαίκτες ήτανε τα παιδιά του γέρο Βασίλη του Ελευθερίου. Λοιπόν ήτανε τα παιδιά, ο Χαράλαμπος έπαιζε λαούτο, Χαράλαμπος Ελευθερίου, Νικόλαος Ελευθερίου βιολί και ο Σταμάτης Ελευθερίου έπαιζε ένα διάστημα λαούτο, ήτανε παιδιά του Βασίλη Ελευθερίου. […] Τους γνώρισα αυτούς… Μετά ένας εγγονός του Βασίλη Ελευθερίου έπαιζε λίγο κλαρίνο, έπειτα ήρθε ο πατέρας μου, εγγονός του Βασίλη Ελευθερίου από τη μάνα του ήτανε, κι έπαιζε σαντούρι, μαντολίνο και κλαρίνο.
Πουλής Μαρκέλος, άλλος εγγονός του Βασίλη Ελευθερίου, έπαιζε βιολί ο Μιχάλης, κλαρίνο ο Βασίλης Ελευθερίου, Μιχάλης Ελευθερίου βιολί, και Βασίλης Πούπαλος λαούτο. Μετά από κείνους ήρθαμε εμείς, ο αδερφός μου ο Παναγιώτης Πουλής κλαρίνο, εγώ ούτι κι ένας άλλος αξάδερφος Δημήτρης Πουλής, ο οποίος ήτανε από δω ο πατέρας του, ο μπάρμπας μου, κι έμενε στα Κουρούνια, βιολί.
Μετά από μένα, του Χαράλαμπου του Ελευθερίου ο εγγονός παίζει τώρα κλαρίνο… Ο οποίος είναι η ράτσα τους από δω, παίζει τώρα κλαρίνο. Ο δισέγγονος δηλαδή του γέρο Ελευθερίου παίζει κλαρίνο.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Δημήτρης Πουλής έχει εργαστεί ως αγγειοπλάστης, ως μάγειρας και ως ιδιοκτήτης mini market:
Φαντάρος ήμουνα από το ’47 μέχρι το ’50. Μετά ξαναγύρισα στην Αθήνα πάλι κι έπιασα δουλειά, παντρεύτηκα έκαμα παιδιά, έκαμα δουλειά εκεί. Στις αρχές εδούλευα σ’ ένα εργοστάσιο αγγειοπλαστικής, μετά πήγα στο Σισμανόγλειο το νοσοκομείο, δούλεψα 7 χρόνια στο εργοστάσιο, 7 στο νοσοκομείο σα μάγειρας.
Μετά άνοιξα δική μου δουλειά, έκαμα ένα μαγαζί στο Χαλάνδρι, super market της εποχής εκείνης, 100 τ.μ μαγαζί δεν υπήρχε τότε στο Χαλάνδρι, μεγαλώσανε τα παιδιά μου, πήγανε σε δουλειές δικές τους.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Εδώ πέρα [βορειόχωρα Χίου, στην περιοχή της Αμανής, περί τη Βολισσό] έπαιξα επαγγελματικά πέντε έξι χρόνια με τον αδερφό μου, μετά πήγα στην Αθήνα, ύστερα πήγα στρατιώτης, τότε με το συμμοριτοπόλεμο ήτανε δύσκολα, γνώρισα το Σαραγούδα αν έχετε ακούσει…. μου ’φερε ένα ούτι κι από τότε δεν ξανάπιασα. Γύρω στο ’65 θα ’τανε… Φαντάρος ήμουνα από το ’47 μέχρι το ’50.
Μετά ξαναγύρισα στην Αθήνα πάλι κι έπιασα δουλειά, παντρεύτηκα, έκαμα παιδιά, έκαμα δουλειά εκεί….
[…] Εγώ […] έχω φτιάξει πέντε έξι τραγούδια δικά μου, εγώ δε φαίνομαι πουθενά ας πούμε… Από το μυαλό μου. Τα έχω σε κασσέτες. Να σας δώσω δυο κασσέτες. Δικά μου ερωτικά είναι, ένα έχω βγάλει για την γυναίκα μου, κι έχω βγάλει κι ένα τραγούδι για τη μεγάλη σφαγή της Χίου του 1822, το ’χω βγάλει ακριβώς και αρώτησα τον ιστορικό πως είναι να μην κάνω κανένα λάθος, και μετά το ’βγαλα σε κασέτα, επίσημη κασέτα, έχω κασέτες άμα είναι να σας δώσω, δύο κασέτες να τις έχετε.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Από το 1950 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960, Δ. Πουλής έπαιξε με το συγκρότημα της περιοχής της Αμανής Βολισσού, στο οποίο, σύμφωνα με τον ίδιο, συμμετείχαν
[…] ο αδερφός μου ο Παναγιώτης Πουλής, κλαρίνο, εγώ ούτι κι ένας άλλος αξάδερφος Δημήτρης Πουλής, ο οποίος ήτανε από δω ο πατέρας του, ο μπάρμπας μου κι έμενε στα Κουρούνια, βιολί. Ο Γιώργης Πούπαλος βιολί, κι ο αδελφός του Δημήτρης Πούπαλος, […] λαούτο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο τελευταίοι είναι γιοι του Γιάννη Πούπαλου που έπαιζε βιολί και είχε συνεργαστεί συστηματικά επαγγελματικά με τον πατέρα του Δημήτρη Πουλή που έπαιζε κλαρίνο.
Ο Δημήτρης Πουλής αναφέρει για άλλους μουσικούς, κυρίως της περιοχής βορειόχωρων της Χίου:
Η Παπαδιά είχε ούτι, κλαρίνο, βιολί, λαούτο και σαντούρι. Τεμέκος Δημήτρης κλαρίνο, Σινής Ιωάννης […] σαντούρι, Σπύρος Χαρβάς λαούτο, Τσουργιάννης Μιχάλης, Πιπερής Χρήστος βιολί και Χειλάς Αντώνιος κλαρίνο. Ήταν πιο πρώτοι από μας. Από τον πατέρα μας πιο νέοι ακόμα. Ήτανε στη Σταφίδα ο Παντελής Μπουρνιάς λαούτο και μετά τα παιδιά του Χρήστος Μπουρνιάς κλαρίνο, Δημήτρης Μπουρνιάς λαούτο και Μιχάλης Μπουρνιάς βιολί. Του πατέρα μας τον καιρό. Ο Παντελής που έπαιζε το λαούτο ήτανε πιο μπροστά από τον πατέρα μας ακόμα. Ο πατέρας μου περίπου θα έπαιζε από το ’15 μέχρι το ’45. Ξέχασα να σας πω ότι είχε και στην Κέραμο… Αυτοί ήσαν του πατέρα μου ο Τσίμιλας, οι άλλοι ήσαν όμως πιο νέοι. Ο Τσίμιλας Σταμάτης βιολί, Γεώργιος Πολυχρόνης κλαρίνο. Πρώτα από μας… Και ο Λατζουράκης Ηλίας ούτι και μετά του Τσίμιλα ο γιος, Στέλιος Τσίμιλας, πάλι βιολί. Αυτός τώρα μένει στην Αθήνα.΄Ητανε ένας Κώστας Καλογεράς, του πατέρα μου τη γενιά και είχε κι ένα σαντούρι, ο «κονιαλής» [δηλ. από το Ικόνιο ή Κόνια στα τουρκικά] Παντελής, πως τον ελέγανε.. Ήτανε από τα Καβιά, παρατσούκλι ήτανε, το «κονιαλής» ήταν τούρκικο, τα παρατσούκλια δε θέλουνε πολύ να βγούνε. Να βάλουμε και το Πυθειός, ανήκει στα βορειόχωρα από τη Χίο και πάνω, εκεί ήτανε ένας Γιάννης Μαυριάνος κλαρίνο, Δημήτρης Μαυραγιάννος βιολί και Περέτας Δημήτρης, βιολί […]. Με τον Κουκουλάρη το Στάθη που παίζει βιολί, προχθές ήτανε εδώ. Αυτός είναι Ναξιώτης και αυτός έχει συνηθίσει με το Χιώτικο το ρυθμό κι έρχεται εδώ στα μέρη τα δικά μας. Πιάνει καλά δηλαδή το μερακλίκι του, πιάνει. Είναι και τυφλός. Στη Σπαρτούντα ξεχάσαμε να πούμε και τον Παναγιώτη Μπανανή που ’παιζεν ούτι, Μπουρνιάς στο επίθετο, στου πατέρα μου την εποχή. Τον Σαραγούδα τον γνώρισα σ’ένα χορό. Αυτοί κρατάνε από την Εύβοια κανονικά, αλλά είχε παντρευτεί ο πατέρας του στα Σπάτα. Και τραγουδάει τώρα ο Σαραγούδας εκεί που ξαπλώνει έχει και το ούτι, ξυπνάει πιάνει το ούτι, έχει και τη Γιασεμί μέσα, η γυναίκα του τραγουδάει μαζί του.
Παίζει ο Σαραγούδας, μαγειρεύει η γυναίκα του και τραγουδάει κιόλα, δε σταματάνε καθόλου […]. Ο Θεόφιλος Πουπουλάρης που τραγουδάει δημοτικά. Είχαμε κλείσει μια φορά σ’ένα κέντρο αυτόν και έναν Τούρκο από την Κωνσταντινούπολη, μ’ ένα κανόνι [κανονάκι], Γιλμάζ Τεκέλ.
Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:
Έχει παίξει σε ηχογραφήσεις του Σίμωνα Καρρά, μαζί με τους Λατζουράκη Ηλία (ούτι) και Στέλιο Τσίμιλα (βιολί) και εκπομπές στην τηλεόραση:
Θα ήτανε γύρω στο ’51. Πήγαμε στο στούντιο του Καρρά και παίξαμε. Τότε έπαιζα κι εγώ. Ούτι, λαούτο, βιολί ο αδερφός του Πούπαλου, ο οποίος έχει πεθάνει. Την έχω ακούσει στο ραδιοφωνικό σταθμό πολλές φορές. Την έχει ο Καρράς. Κοιτάξτε τότες βγάζαμε ένα δίσκο κι είχε ένα τραγούδι από τη μια μεριά κι ένα από την άλλη. Από τη μια είναι τσιφτετέλι κι από την άλλη είναι «Ο άγγελος». Τον δίσκο με τον Καρρά τον βγάλαμε στην Αθήνα. Πήγαμε σ’ ένα στούντιο που ήτανε δίπλα σε μένα, στου Πιπεράκη, και μετά τη δώσαμεν του Καρρά, μου τη ζήτηξε και του τη δώσαμε […]. Εγώ έχω κάμει δυο τρεις τέσσερις εκπομπές στην τηλεόραση με τον Παναγιώτη το Μυλωνά, που κάνει τις εκπομπές με τα παραδοσιακά τραγούδια, με το Μόσχο, και στην Τηλετώρα, έχω πάρει μέρος και στην ΕΡΤ 2 άλλη μια φορά με κομπανία, και συνήθως εγώ τραγουδάω. Με τον Κουκουλάρη το Στάθη που παίζει βιολί.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Ο Δημήτριος Πουλής περιγράφει και σχολιάζει την κατασκευή, την προέλευση και την λειτουργία ορισμένων μουσικών οργάνων που χρησιμοποιήθηκαν στη Χίο:
Άλλο το λαούτο, άλλο το ούτι, έχει διαφορά. Ενώ στο λαούτο το χέρι είναι πιο μακρύ και οι φωνές φαίνονται που πιάνονται. Το ούτι είναι τυφλό [χωρίς τάστα ή “μπερντέδες”] κι αυτό το δάκτυλο [το μεσαίο] δεν παίζει. […]. Αυτό το ούτι το ’χω εγώ τώρα Φα. Την τρίτη χορδή, πως το λένε, Σολ. Την τρίτη από κάτω προς τα πάνω Σολ, το κουρδίζαμε το ούτι. Φα ναι. Φα, Ντο, Σολ, Ρε, Μι και Ρε πάλι το τελευταίο, Ρε μονό. Την τέταρτη και την έκτη είχαμε [Ρε]. Το λαούτο είναι τα τέλια είναι ατσαλένια. Πρώτα πρώτα Λα, Ρε. Ναι Λα, Ρε, Σολ, Ντο. Όταν δεν είναι το ούτι, εφύσαε το κλαρίνο και πάενε το λαούτο… […] Έδινε το κλαρίνο τη φωνή και πηγαίναμε απάνω. Επειδή ήτανε ψηλά, στο ούτι ειδικά, βάζαμε ένα μανταλάκι που λέγανε, ήτανε ένα συρματάκι που το βάζαμε πιο μέσα …
[Η τσαμπούνα] ήτανε ένα δέρμα από ζώο, δεν το σχίζουνε αλλά βγαίνει ολόκληρο, έπειτα κλείνουν τα πόδια κι αφήνουν μόνο το λαιμό, πάνω στο λαιμό τοποθετούνε ένα καλάμι με τρύπες. Το έχω δει από άλλους ανθρώπους, αυτό ήτανε εδώ στην Ποταμιά προ 100 χρόνια.
[…] Κλαρίνα μάλλον φέρνανε από την Τουρκία, τα παλιά χρόνια εδώ στη Χίο κλαρίνα δεν υπήρχανε, σ’ όλα τα νησιά ξέρετε κλαρίνα δεν υπήρχανε, είναι λαούτα και βιολιά και μέχρι σήμερα ακόμα, αλλά από τότε που ήρθανε οι πρόσφυγες φέρανε τα κλαρίνα κι αναγκαστήκανε και οι τοπικοί να μάθουνε τα κλαρίνα, γιατί δε είχανε τα μεγάφωνα, καθίζανε στα πανηγύρια κοντά κοντά η μια [κομπανία]… με την άλλη κι όποιος δεν είχε κλαρίνο δεν τον ακούγανε οι άλλοι [οι γλεντιστές], κι αναγκαστήκαν όλοι όσοι είχαν συγκροτήματα τότες να μάθουν και κλαρίνο κάποιος, για να έρχεται ισόμετρα με τους άλλους.
[…] Θυμάμαι παλιά υπήρχανε κάνα δυό τεχνίτες στη Χώρα στη Χίο μέσα υπήρχανε. Δεν το θυμάμαι αν φτιάχνανε βιολιά, πάντως άμα χαλούσε το βιολί το πηγαίνανε εκεί, μπορεί και να φτιάχνανε.
[…] Από έντερο φτιάχνανε χορδές. Τις αγοράζαμε από τη Χίο. Στη Χίο υπήρχαν μαγαζιά που πουλούσαν τέτοια. Στρουμπάκης, μέσα στην Απλωταριά ήταν το μαγαζί του και πουλούσε τέτοια είδη. Θα υπήρχαν και άλλα μαγαζιά… Πάντως άμα θέλαμε να αγοράσουμε χορδές πηγαίναμε και τις πέρναμε από κει, τότε καταλαβαίνετε στέλναμε να μας φέρουνε, δεν υπήρχαν δρόμοι, πηγαίναμε με το μουλάρι, λέγαμε πήγαινε στον Στρουμπάκη να μου φέρεις ένα ρε, ένα σολ. Ηταν πολύ ωραία η κατασκευή τους, μονάχα το θέμα ήτανε ότι φθείρονταν πολύ εύκολα επειδή ήταν από έντερο, κι όποιος έπαιζε με πένα [τις έφθειρε πιο γρήγορα]… ενώ τώρα δεν φθείρονται….
Τοπικές δράσεις:
Ο Δημήτρης Πουλής και το συγκρότημά του έπαιζαν κυρίως στη βόρεια Χίο. Δεν έπαιζαν συνήθως στα Κατώχωρα (νότια χωριά):
Μέχρι τη Χίο φτάναμε. […] Από την άλλη μεριά, [βορειοδυτικά] Πυθειός, ήτανε όλα της Αμανής τα χωριά. Στα χωριά από πάνω από τα Καρδάμυλα [βορειοανατολικά και βόρεια], Αμάδες, μετά Σπαρτούντα, Φυτά, Τσικουδιές. Στο Λιθί δεν πηγαίναμε, είχενε εκεί συγκρότημα. Στα Αυγώνυμα πήγα δυο τρεις φορές, Βολισσό ναι. Αυγώνυμα, Καρυές, Χίο, Μέσα πολλές φορές σε γάμους, Βροντάδο…
Ρεπερτόριο:
Η μουσική που μάθαμε από τους πρόσφυγες ήταν τα πολίτικα συρτά και [τα] τσιφτετέλια. Εγώ δεν ξέρω, γιατί σας λέω ήμουν αγέννητος όταν ήρθανε οι πρόσφυγες, αλλά έχω ακούσει ότι τα πολίτικα συρτά που παίζανε και τα σμυρναίικα τα φέρανε οι πρόσφυγες, κι ανήκουνε όχι στο νησιώτικο, χιώτικο, αλλά προς το σμυρναίικο ανήκουνε όλα, διαφέρουνε εμάς τα τραγούδια μας από τα νησιώτικα που λένε τώρα αυτοί οι Κονιτοπουλαίοι [….]. Τα χιώτικα είναι “Η δασκάλα”. Κοίταξε να δεις τα ’χουμε μπερδέψει τα σμυρναίικα που λέμε με τα άλλα τα Χιώτικα. Να πιάσουμε τότε τα σμυρναίικα. Οι Μικρασιάτες έχουν κάτι οργανικά θυμάμαι κι ένα πολύ καλό, “Ο μπάρμπα Νικολής”. Ήτανε ένα άλλο οργανικό που λέγετε “Xασδάμικος συρτός”. Ένα άλλο: “Κλώσα τα πουλιά”… “Ένα καράβι από τη Χιό”, “Μια Σμυρνιά στο παραθύρι”, αυτό πάλι πρέπει να ’ναι, ανήκει στα σμυρναίικα. Ένα άλλο “Ο Θεραλής”, μας έλεγε η Σαμίου κακώς το λέτε “Θέρελης” […]. Εμείς το λέμε “Θεραής”. Συρτό, νησιώτικο. Η Σαμίου μου είπε ότι υπάρχει στη Μικρασία μια Κωμόπολη οι Θέρες και βγαίνει από κει, εμείς έτσι το βρήκαμε δεν ξέρω από που βγήκε […]. Οι κομπανίες εκείνης της εποχής παίζανε σχεδόν τα ίδια κομμάτια… Τα ίδια σχεδόν τα ίδια […]. Ένα ελέγετο τσιφτετέλι τούρκικο. Άμα μας το ζητούσαν γυρίζαμε από συρτό σε τσιφτετέλι. Μας λέγανε σταμάτα το συρτό, θέλω τσιφτετέλι. Την ώρα που εχόρευε ο χορευτής εδιάταζε κι ερίχνανε τσιφτετέλι. Απ’ τα μικρασιάτικα να αρχίσω με τον “Κατηφέ”, τον ξέρετε; Έπειτα τον “Μυλωνά”. “Η Αμερικάνα”, ή “Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική”: “Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική γιατί θα μαραζώσω και θα μείνω εκεί. Δεν πάω πια στον Καραβά να κάνω μαντινάδες, ούτε και Kαραβίτισσες να κάνω φιλενάδες”. “Το λουλουδάκι του μπαξέ” κι αυτό ωραίο είναι. Αυτό ανήκει στα νησιώτικα τα κυκλαδίτικα. Άλλο είναι “Ο Παναγιώτης”: “Τι Θα γίνω εγώ με σένα Παναγιώτη μου, μου ’χεις φάει τη ζωή μου και τη νιότη μου”.
Το στοιχείο στο ούτι είναι σχεδόν το ίδιο σε όλα τα μέρη, εκτός από τη Θράκη που παίζουνε μόνο καρσιλαμάδες. Το στοιχείο του ουτιού όποιος το παίζει είναι το ίδιο, είναι προς το τούρκικο, προς το σμυρναίικο είναι η βάση… Στο ούτι από τα ταξίμια το γυρίζουνε στα ζεϊμπέκικα… και στα συρτά. Κοίταξε να δεις, από τα ζεϊμπέκικα παίζουμε τον Απτάλικο, από τα μικρασιάτικα, τον παίζουνε κι οι Μυτιληνιοί.
Τώρα παίζουνε ζεϊμπέκικα και καρσιλαμάδες, τα παλιά χρόνια δεν παίζανε. Παλιά παίζανε μόνο τα “Λεμονάδικα”. Ναι, αυτό ήτανε μετά το ’20, απτάλικο, δεν είχε δηλαδή από αυτά που παίζουνε τα μπουζούκια. Την “Πέργαμο” την παίζανε εδώ, ναι την είχανε.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Όπως ανέφερε ο Δ. Πουλής:
Τα τραγούδια είναι ίδια. Το ίδιο κομμάτι άλλος το έπαιζε άλλη γλύκα αν ήτο μερακλής. Γιατί είναι και το μερακλίκι του ανθρώπου άμα παίζεις κάποιο όργανο συγκρίνει και το μερακλίκι που το άκουσες. Η διαφορά είναι λίγα, μήτε σχολεία υπήρχανε, ποιός ήξερε μουσική, τέτοια πράγματα. Δεν ’κάναν στο ρυθμό μια παραλλαγή, όχι τέτοια πράματα. Μπορεί να ’ριχνε ένα σόλο μέσα στο συρτό, στο τσιφτετέλι, αλλά ο ρυθμός ήταν ίδιος.
Εκφράζει την εκτίμησή του για τον μουσικό Σαραγούδα:
Μια χαρά με το Σαραγούδα, με τον μόνο που τα πηγαίνω καλά, ξέρει το ρυθμό μου, ξέρω κι εγώ το δικό του, μου κάνει ταξίμια κι εγώ αμανέδες.
Επαφές – επιρροές από άλλες περιοχές του Βορείου Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια στα μουσικά δρώμενα:
Ο Δ. Πουλής επισημαίνει:
Ήρθαν πρόσφυγες στα χωριά, τα πρώτα χρόνια ήρθανε κι ήτανε εργάτες […] και μετά κάμανε και περιουσίες και σπίτια και τέτοια, και μέχρι σήμερα υπάρχουνε, και στη Βολισσό έχει ακόμα. Στη Χώρα [Χίο] υπήρχαν μουσικοί πρόσφυγες. Στα χωριά στα πανηγύρια, ερχότανε στα πανηγύρια στη Βολισσό, πηγαίναμε κι εμείς στη Χώρα καμμιά φορά και τους συναντούσαμε.
Επιρροές προσφύγων ή μεταναστών από άλλες περιοχές στα μουσικά δρώμενα:
Η μουσική που μάθαμε από τους πρόσφυγες ήταν τα πολίτικα συρτά και τσιφτετέλια. Εγώ δεν ξέρω γιατί σας λέω ήμουν αγέννητος όταν ήρθανε οι πρόσφυγες, αλλά έχω ακούσει ότι τα πολίτικα συρτά που παίζανε και τα σμυρναίικα τα φέρανε οι πρόσφυγες, κι ανήκουνε όχι στο νησιώτικο, χιώτικο αλλά προς το σμυρναίικο ανήκουνε όλα… Κοίταξε να δεις τα ’χουμε μπερδέψει τα σμυρναίικα που λέμε με τα άλλα τα Χιώτικα…
Ακροατές – γλεντιστές:
Το τσιφτετέλι είναι αντικριστός χορός. Τότε εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι δε χορεύανε όπως τώρα, χορεύανε ζευγάρια, με το μαντήλι δηλαδή, ένα ζευγάρι μοναχό του σχεδόν, ή αν χορεύανε δυο, τρία το πολύ, με κύκλο ανά δύο. Ανά δύο και ήτανε παραγγελιά.