Πλύστακας Στέφανος
ΙκαρίαΤόπος γέννησης: Αμάλου, Ικαρίας
Χρόνος γέννησης: 1934
Στοιχεία καταγωγής:
Ο Πλύστακας Στέφανος είναι πρακτικός οργανοπαίχτης, χωρίς θεωρητικές γνώσεις μουσικής και παίζει βιολί και μαντολίνο: «Τον πατέρα μου τον λέν’ Γεώργιο, τη μάνα μου Αφροδίτη. Έγινα το 1934, δηλαδή είμαι 74 χρονώ[ν], αρχαίος είμαι […]. Είχα ένα μαντολίνο μαζί μου, [ο] πατέρας μου το ’χεν πάρει […], είχεν πάει στα κάρβουνα κάποια εποχή […]. [Το βιολί] μου το ’χε κάνει δώρο η μάνα μου, Αιγυπτιακό […]. Ο πάππους μου έπαιζε λύρα. Ναι, Ικαριώτικια λύρα, [δ]εν τον επρόλαβα. Ε, τον πάππου να παίζει λύρα δε τον πρόφτασα. Γεωργός ήτανε, κτίστης ήτανε […]. Το ’λεγε ο πατέρας μου που καθότανε και όταν έπαιζε έναν χορό, για πλερωμή δίνανε λουκούμια στα όργανα. Έπαιζε[ς], ας πούμε, και σου δίνανε και ένα λουκούμι στο χορό. Και ο πατέρας μου ήταν πιτσιρικάς και το ’παιρνε το λουκούμι και το ’τρωγε. Ο πατέρας μου είχε […], το ‘χεν μαγαζί, καφενείο. Είχεν πάρει ένα γραμμόφωνο -η μάνα μου απ’ την Αίγυπτο και το ’χε φέρει εδώ- και ερχόντουσαν όλη η Ικαρία να ακούσει το γραμμόφωνο τώρα, άκου να δεις. Και ήτανε και μεγάλο γραμμόφωνο, ακουγόνταν πολύ μακριά, απ’ τις Ράχες ερχόντουσαν, παντού, παντού». Επίσης, με τη μουσική ασχολείται και ο γιος του, που διαμένει στην Αθήνα.
Για τα πανηγύρια κατά το παρελθόν, ανέφερε: «Το πανηγύρι τότες ξέρ’ς πως ήτανε; Δεν είχε τρόπο να βγαίνει [ο] κόσμος και πη[γ]αίνε, 100 άτομα – 50 άτομα, σου λέει μεγάλο πανηγύρι να πούμε […]. Τώρα πάει 3000 κόσμος απάνω. Να παίξεις τώρα βιολί εκεί πέρα χωρίς μηχανήματα; Δεν πας να παίξεις […]. Ξέρ’ς το πρόβλημα ήταν τότες να ’κονομίσουν το τσουβαλάκι το ψωμάκι. Να ’ναι βασιλιάδες και χορεύαν μέρες, και τραγουδούσαν και χορεύανε. Το πρόβλημα δηλαδή […], αυτή ήταν η υποχρέωση, να ’κονομίσουν το ψωμάκι. Και από ‘κει και πέρα εύκολα. Σου λέει άμα βγάλω ένα πουκάμισο, θα το βγάλω, θα το πλύνω, θα το φορώ […]». Για τα πανηγύρια που γίνονται σήμερα στην περιφέρεια του, ανέφερε: «Γίνονταις αρκετά. Είναι κάπου 6 πανηγύρια, 6-8 πανηγύρια […]. Το χειμώνα [είναι] μόνο κανά δυο, τ’ Αϊ- Χαραλάμπου [και] τ’ Αϊ – Νικόλα […]. Το πανηγύρι το νοικιάζει το όργανο […]. Ναι, παίξε εσύ, πάρε μια ποικιλία παίξε κάτω. Κι όποιοι θέλουνε να χορέψουν κι όποιοι θέλουνε κάθονται, η επιτροπή το πληρώνει. Εν πάει να λέ[γ]ανε εγώ επλήρωσα κι εσύ χόρευες εις βάρος μου ας πούμε, δεν υπάρχει».
Έπαιζε μουσική μόνο μέσα στα όρια της γεωγραφικής περιφέρειας του χωριού του: «Δε πήγαινα αλλού [να παίξω], μέχρι Βρακάδες. Εδώ στο χωριό μπροστά […]. Καρκινάγρι βρίσκονταν πολλά όργανα εκεί πέρα. Κάθε καφενείο είχεν τον κόσμο του, είχεν και ανθρώπους πολλούς».
Ενδεικτικά, το ρεπερτόριο της Ικαριώτικης μουσικής παράδοσης ανέφερε ότι περιελάμβανε: «Ειν’ τα συρτά, Ικαριώτικα -αυτά που χορεύουνε- Σηλυβριανούς, πολίτικους και νησιώτικα […], και νησιώτικα έχει ναι […]. […] Α!, πολλά [ευρωπαϊκά]. Όλη νύχτα, πολλές φορές […], θα παίξω και την πόλκα. Την πόλκα τελευταία χορεύανε […]. Την πόλκα την πιάνουν πολλοί, πολλοί».
Για τον Ικαριώτικο ανέφερε: «Ναι, το κάθε όργανο παίζει το δικόν του Καριώτικο συνήθως […]. Αν κάνει μια παραλλαγή φερ’ ειπείν ο άλλος. Αυτοσχεδιασμό, ναι».