Παπανδρέου Γεωργία
ΧίοςΤόπος γέννησης: Βολισσός, Χίος
Χρόνος γέννησης: 1926
Ιδιότητα:
Η Γεωργία Παπανδρέου υπήρξε ερασιτέχνης τραγουδίστρια.
Γονείς:
Η Γεωργία Παπανδρέου, ήταν η μικρότερη σε ηλικία από τις τέσσερις αδερφές της. Ο πατέρας της, Δημήτριος Χαρτουλάρης, διατηρούσε ένα μαγαζί στην περιοχή της Βολισσού:
Γεννηθήκαμε πάνω στον Πύργο, που ’χει μια εκκλησία, στον Πύργο, εκεί στον Άγιο Γιώργη, εκεί απάνω. Εκεί μεγαλώσαμε και πήγαινα μέχρι, σχολείο πήγαινα, μέχρι τετάρτη Δημοτικού. Εδώ [στην κεντρική πλατεία της Βολισσού] κατεβαίναμε και πηγαίναμε. Αυτό το μεγάλο [κτιριακό συγκρότημα], πρώτα είχε άλλα σχολεία, προτού χτιστεί αυτό. Εγώ πήγα σ’ αυτό το σχολείο, πρώτη Δημοτικού. Μέχρι τετάρτη Δημοτικού μέναμε εκεί πέρα στον Πύργο, μετά, […] είχε ανοίξει ο πατέρας μου μαγαζί, μπακάλικο. Ήταν εδώ στην πλατεία, εδώ που ’ναι το πάνω καφενείο, λίγο πιο πέρα, που ’ναι μια πολυκατοικία, τότες ήτανε παλιό σπίτι. Ναι. Χαρτουλάρης, Δημήτρης Χαρτουλάρης. […] Ήτανε και χασάπης, έσφαζε, πουλούσε και κρέατα τα Σαββατοκύριακα. Τις άλλες μέρες δεν επουλούσανε κρέας. Και βγάζαμε και ψωμί. Στον φούρνο, αλλά τους φούρνους τους αγροτικούς. Είμαστε πέντε κόρες. Κατεβήκαμε από τον Πύργο, τον Άγιο Γιώργη, μετά κατεβήκαμε κάτω, εδώ στην πλατεία λίγο πιο πάνω. Ύστερα έχτισε ο πατέρας μου σπίτι κι έκανε και φούρνο κάτω κι απάνω είχαμε το σπίτι που μέναμε. Ε, εκεί, ας πούμε βοηθούσαμε τον πατέρα μου, είμαστε πέντε κόρες και ένας γιος. Ο γιος μας ήταν ο μεγαλύτερος, πριν πάει στρατιώτης. Πρώτα ήταν ο αδερφός μου, μετά ήταν εκείνη [εννοεί την αδερφή της Σοφούλα], εγώ είμαι η τελευταία, η Γεωργία. Ο αδερφός μας παντρεύτηκε πολύ μικρός, προτού πάει στρατιώτης βρήκε μια δασκάλα και ήταν εδώ, ήταν όμως από τη Βολισσό κι αυτή και ήτανε εδώ. Ε, μετά είχανε φύγει και είχανε πάρει μετάθεση στα Κατώχωρα και μάλιστα κι αυτή τον περνούσε τον αδερφό μου κάπου εννιά χρόνια, ναι μεγαλύτερη. [Αλλά δεν επήγε στρατιώτης] Όχι. Είμαστε πολύ κοντά και δεν υπηρέτησε στρατιώτης. Και δεν υπηρέτησε, είμαστε πολλά παιδιά, πολύτεκνα. Ε, είχαμε το μαγαζί, εδουλεύαμε, πηγαίναμε έξω, τώρα το ’χουμε κλαδιά, αλλά τέτοια ξύλα παίρναμε και είχαμε το γαϊδουράκι μας και πηγαίναμε και φορτώναμε.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Τη περίοδο των παιδικών της χρόνων η Γεωργία Παπανδρέου εργάστηκε τόσο στο μαγαζί που διατηρούσε ο πατέρας της Δημήτρης Χαρτουλάρης, όσο και σε διάφορες αγροτικές εργασίες. Συγκεκριμένα:
Ε, είχαμε το μαγαζί, εδουλεύαμε […]. Πηγαίναμε στα χωράφια, σπέρναμε, θερίζαμε. Ε, γύρω εδώ και στα βουνά είχαμε, και κάμπο είχαμε, έχουμε κάμπο ένα. Η οικογένεια μας είχε, ε πήρε η καθεμιά, πήρε από δώδεκα χωράφια κι ένα σπίτι.. Ναι το ’να μισό στρέμμα, είχε και δυο στρέμματα, κομμάτια, ναι. Είχαμε περιβόλι […], ναι δώδεκα κι ένα σπίτι μας έκανε ο πατέρας μας… Ναι είχε, είχε κτηματική περιουσία πολλή, ήταν ο παππούς μας… Ήτανε ο παππούς μου, του πατέρα μου ο πατέρας ήτανε, όπως είναι τώρα πρόεδρος ο γιος της [εννοεί της αδερφής της, της Σοφούλας], ήτανε, ναι, κι επί, παλιά επί Τουρκοκρατίας… δημογέροντας.
Ο πατέρας μου επειδή κάποιος γνωστός του είχε πει, έτσι κι έτσι του λέει, “πρόσεξε τη μικρή” [θα την κλέψουνε], ναι, και “έχε” λέει “το νου σου”. Ε, εμάς εδώ βρισκόταν 5 – 6 γνωστοί αυτοί και την επαίρναν την κοπέλα και φεύγανε, πηγαίνανε… και μετά τι θε να κάνουνε οι γονείς, την παντρεύανε. Ναι, ναι, ε, ε,… Από τότε δε μ’ άφηνε πια στο μαγαζί. [Στο σπίτι μέσα] και στα χωράφια, στα χωράφια. Δεν κατέβαιναν, αυτό ήτανε κανένα χρόνο, δυο χρόνια. Κι ο άντρας μου, αυτός υπηρετούσε στρατιώτης. Εγώ είχα ένα γαμπρό, της αδερφής μου, ήτανε ράφτης αυτός, φραγκοράφτης, είχε μαγαζί. Αυτός τ’ άκουσ’ εκεί κι είμαστε και γειτόνοι με τον άντρα που πήρα, δηλαδή τα σπίτια μας πιο κοντά, αλλά δεν είχαμε σχέσεις, τίποτα ας πούμε, εκείνος ήτανε τρία χρόνια πιο μεγάλος από μένα κι εγώ ήμουνα 25 χρονών, εκείνος ήτανε 28.
Εν τω μεταξύ έπιασε αυτός – ο άντρας μου – αυτός έγραψε ένα γράμμα του παππού μου, ήταν σχετικοί, ράβαν εκεί παντελόνια, ξέρω ’γω τι, από παλιά […]. Τέλος πάντων, με βρίσκει ο γαμπρός μου, μου λέει έτσι κι έτσι, ε κι οι γονείς μου […] δεχτήκανε. Λέει να τον πάρεις αυτόν, είναι της ηλικίας σου, αυτό, αλλά ήταν και καλός άνθρωπος και καλό παιδί, κι έζησα εκείνα τα τριάντα χρόνια ωραία μαζί του, αλλά 58 χρονών, ήμουν εγώ 55, αρρώστησε και πέθανε σε τρεις μήνες. Τέλος πάντων. Ναι.
[…] ο γαμπρός και τίποτα να μην είχε δε, δεν πείραζε… Τότες να σας πω, τότε στεκόταν οι γονείς μας, εκεί, δεν ήτανε να πούμε “τον τάδε τον αγαπώ, εγώ θα τον πάρω”, αν θέλαν κι οι γονείς, εντάξει, αν δεν εθέλαν οι γονείς, δεν, όπως τώρα, μια κοπέλα θέλει κάποιον τον παίρνει ας πούμε, δεν….
Από τον γάμο της η Γ. Παπανδρέου απέκτησε έναν γιο.
Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:
Η Γεωργία Παπανδρέου παρακολούθησε τα μαθήματα του Δημοτικού μέχρι την τετάρτη τάξη, οπότε και σταμάτησε για να βοηθήσει στο μαγαζί του πατέρα της.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Η Γεωργία Παπανδρέου αναφέρεται στα πανηγύρια του τόπου της:
Εμείς οι γιορτές αρχίζαν από τ’ Αγιού Δημητριού, να πούμε. Αυτές οι γιορτές αρχινούσανε – τον πατέρα μου τον λέγανε και Δημήτρη – εμείς το καλοκαίρι μέναμε, όπως και πολλοί άλλοι, έξω στην εξοχή, κι ακόμα τώρα, όσοι μπορούνε πηγαίνουνε. Είχαμε περιβόλι, μεγάλο περιβόλι, με φρούτα, με αυτά, και τον Οκτώβριο μήνα ερχόμαστε πάνω στο χωριό, όλοι. Αρχινούσανε απ’ τα, αυτά ήτανε οι Δημήτρηδες που γιορτάζανε, έπρεπε όλ’ η παρέα με όργανα, νεολαία ας πούμε, αλλά και παντρεμένοι, μεγάλοι, και γυρίζανε τα σπίτια, όπου ήτανε Δημήτρηδες, τ’ Αγιού Δημητριού… Όργανο ένα, βιολί, ούτι, εμείς τότες ήτανε τα ούτια αυτά, δεν είχανε μπουζούκια τότες. Και γυρίζαν τα σπίτια να κεραστούνε, όση ώρα καθίσουν, να χορέψουνε ας πούμε την κοπέλα που είχε το κάθε σπίτι, έστω τη γυναίκα του [νοικοκύρη]. Φεύγανε μετά, πήγαιναν σε άλλο. Γυρίζανε μόνο τα σπίτια του Αγίου Δημητρίου που εορτάζανε, τ’ Αγιού Δημητριού. Ε, μετά ερχόντανε πάλι τ’ Αγιού Νικολάου, τ’ Αγιού Γιαννιού να μην τα [ξαναλέγω], και συνέχεια ερχόντανε. Τις γιορτές τα Χριστούγεννα είχε γλέντι, την Πρωτοχρονιά. Την Πρωτοχρονιά πια έπρεπε να στρώσουμε τα τραπέζια όλα, όλα τα σπίτια, κάθε τραπέζι, να βάλουμε απάνω, τα οποία τα ’χαμε, αμύγδαλα πολλά στη Βολισσό, καμιά φορά και λάδι Βολισσού. Γιατί είχε κι ένα τραγούδι και λέει:
Χαρούπια βγάζει το Λιθί
και τα Μεστά κοκάλι
αν πεις και για τη Βολισσό
πνίγεται μέσ’ το λάδι
[…] Εμείς εδώ συνήθως τα βαφτίσια κι οι γάμοι γινότανε την Κυριακή, κάθε Κυριακή, ε, και κρατούσανε μια βδομάδα, αναλόγως, τρεις ημέρες, αναλόγως και τα οικονομικά των συμπεθέρων. Εβάζανε κι ο ένας συμπέθερος κι ο άλλος και κάμνανε τους μεζέδες.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα σκοπών, μουσικών, τραγουδιών, χορών του τόπου:
Η Γεωργία Παπανδρέου επισημαίνει ότι πολλά τραγούδια που γνωρίζει, τα έμαθε από το οικογενειακό της περιβάλλον:
η γιαγιά μου μας τα ’λεγε κι η μητέρα μου
. Μερικά απ’ αυτά, είναι η «Αγιο – Θοδωρίτισσα», «Όσο βαρούν τα σίδερα», «Φόρα τα μαύρα, φόρα τα», «Άγουρος πέτρα πελεκά», «Στο γιαλό μην κατεβείς», «Σαν ’ποθάνω στο καράβι», «Αμάν γιατρέ μου [Ντόκτορ]».
Για το «Νυφικάτο», ανέφερε αρκετούς χαρακτηριστικούς στίχους:
Χίλια κα, χίλια καλώς τη βρήκαμε
την τράπεζα, την τράπε, την τράπεζα στρωμένη
κι αυτοί που, κι αυτοί που την εστρώσανε
άξιοι και τι, άξιοι και, άξιοι και τιμημένοι
…
Γαμπρέ στο, γαμπρέ στο παραθύρι σου
βγήκε μια μα, βγήκε μια, βγήκε μια ματζουράνα
και την ε, και την εσυχνοπότιζες
να γίνετε, να γίνε, να γίνεται αντάμα
…
Η ίδια τραγούδησε [μαζί με την Καλλιόπη Μαχαίρα] μια τοπική παραλλαγή του αφηγηματικού τραγουδιού που είναι ευρύτερα γνωστό ως «του Γιαννάκη» ή του «Γιαννάτση», το οποίο αναφέρεται στο θάνατο του ναυτικού στην ξενιτιά:
…
Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρνούσαν
κι ένα πουλί, καλό πουλί τονε μοιριολογούσε
φάε πουλί, καλό πουλί, του αντρειωμένου πλάτη
να κάνεις πήχη το φτερό κι απιθαμή φτερούγα
κι απάνω στη φτερούγα σου να γράψω τρία λόγια:
το ’να να πάει στη μάνα μου, τ’ άλλο στην αδερφή μου
το τρίτο το φαρμακερό να πάει στην ποθητή μου
να το διαβάζ’ η μάνα μου, να κλαίει η αδερφή μου
να το διαβάζ’ η αδερφή να κλαίει η ποθητή μου
να το διαβάζ’ η ποθητή, να κλαί’ η γης κι ο κόσμος
να κλαιν’ οι μάνες για παιδιά και τα παιδιά για μάνες
Ορισμένα άλλα τραγούδια που τραγουδούσαν στην περιοχή, σύμφωνα με την ίδια, είναι τα ακόλουθα:
Το κάστρο της Βολισσού
Άρχισε γλώσσα μου γλυκιά τη Βολισσό να τη παινάς
που ’ναι, που ’ναι μικρή κομμάτι, κι όλα χά, κι όλο χάρες είν’ γεμάτη
Στέκει το κάστρο στα ψηλά, αχ τα μαύρα μάτια είναι γλυκά.
στέκει, στέκει και καμαρώνει κι όλα τα, κι όλα τα δεντρι[α] φουντώνει
Έχει εκκλησίτσες μα μικρές, με το ψηφί ζωγραφιστές
έχει κό, έχει κόρες μαυρομάτες, κι όλο χά, κι όλο χάρες είν’ γεμάτες
…
Συρτός «Παραλυμένος»
Ήσουν συ, αχ που μου ’λεγες, αν δε με δεις, αν δε με δεις ποθαίνεις
και τώρα κάθεσαι και λες, που μ’ είδες, πού, που μ’ είδες που με ξέρεις.
Άλλα λες κι άλλα μου κάνεις
πολεμάς να με τρελάνεις
τρα-λα-ρα-λα-ρα-λα-λα
λα-ρα-λα-λα-λα…
…
Σε αγαπούσα κι έλεγα Θεέ μου δώ, Θεέ μου δώσ’ του χρόνους
μα τώρα που μ’ αρνήθηκες, δώσ’ του πληγές, δώσ’ του πληγές και πόνους
Έλα, έλα πέρδικά μου
στ’ αγκαλάκια τα δικά μου
τρα-λα-ρα-λα-ρα-λα-λα
λα-ρα-λα-λα-λα…
…
Αποκριάτικα δίστιχα
Το αχ το λένε μια φορά, μα ’γω το δευτερώνω
σαν έχω αγάπη στην καρδιά ευθύς το φανερώνω
Αυτό το αχ δεν το ’ξευρα ποτές να το φωνάξω, μα τώρα δεν περνά στιγμή
μα τώρα δεν περνά στιγμή να μην αναστενάζω
Μεσ’ στην καρδιά μου ρίζωσαν τέσσερα εναντία
το αχ, το βαχ, τ’ αλίμονο και η απελπισία
…
Της αγάπης το βοτάνι
Της αγάπης το βοτάνι που θα πάω να το βρω
την καρδιά μου να μου γιάνει, για να πάψω να πονώ [δις]
Όλο λες πως δε με θέλεις κι άλλονε πως αγαπάς
μα κι εμένα δεν με νοιάζει και στην έρημο κι αν πας [δις]
Τα γλυκά σου μαύρα μάτια τα ’δα, τα λιμπίστηκα
κι έστειλα προξενητάδες κι ήρθα και τα ζήτηξα [δις]
…
Τί να το κάνω πως το λες
Τί να το κάνω πως το λες, αν αγαπάς εμένα, άμαν-άμαν
αχ και της καρδιάς σου τα κλειδιά, τα ’χεις αλλού δοσμένα.
Αυτό το αχ δεν το ’ξευρα ποτές να το φωνάξω, άμαν-άμαν
αχ μα τώρα δεν περνά στιγμή να μην ανεστενάξω
Αυτό το αχ δεν είν’ φωτιά να πιω νερό να σβήσει, άμαν-άμαν
αχ μόν’ είναι ντέρτι στην καρδιά που θα με κατελύσει
…
Για την περίοδο του Αλβανικού πολέμου το 1940, η Γεωργία Παπανδρέου ανέφερε ένα σχετικό τραγούδι με το οποίο αποχαιρετούσαν τους φαντάρους:
Εδώ φεύγανε φαντάροι τότες του πολέμου, στον πόλεμο της Αλβανίας, ήμουνα τότες εννιά χρονώ, μέχρι εδώ είχανε βγάλει τραγούδια που φύγανε φαντάροι από δω δικά μας παιδιά και πήγανε στην Αλβανία. Κι είχαν ένα τραγούδι την τελευταία φορά που ’ταν να φύγουν, την τελευταία βραδιά που ’ταν να φύγουν, και το τραγουδούσανε μέχρι το πρωί!
Ήταν Απρίλης π’ ανθίζανε τα ρόδα, ήταν Απρίλης π’ ανθίζανε τα κλαριά
κι έξαφνα πάλι παρά πόδα, κι έξαφνα πάλι στα άρματα παιδιά
Πριν ακόμα ξεκουμπώσω απ’ τη μέση το λουρί, το λουρί,
πάλι το γυλιό στη πλάτη, πάλι τ’ όπλο το βαρύ
Μα είναι κακός μπελάς αρβύλα να φοράς
μα έλα που το θέλει η μαμά Ελλάς
…
Επιρροές προσφύγων ή μεταναστών από άλλες περιοχές στα μουσικά δρώμενα:
Η Γεωργία Παπανδρέου αναφερόμενη στο τραγούδι «Της Ωριάς το Κάστρο», αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο το έμαθε από έναν «γύφτο» [τσιγγάνο], το 1944 περίπου, όταν ο δεύτερος επισκέφθηκε την περιοχή της Βολισσού:
Αυτό είναι παλαιό, πολύ παλαιό. Αυτό που λέει: “Σαν της Ωριάς το κάστρο… κάστρο δεν είδα, τέτοιο κάστρο δεν είδα”. Ε, το λέ[γα]με τότες. Ήμουνα μέχρι δεκαοχτώ χρονώ, δεκαπέντε, και να σας πω και πώς το λέγαμε εδώ. Είχε έρθει, είχαν έρθει κάτι γύφτοι, ξέρετε, και αυτοί, ένας τους τραγουδούσε όμως πολύ ωραία και έπαιζε μπουζούκι, τότε μόλις είχαν νομίζω βγει πια, σπάνια τα μπουζούκια, πάρα πολύ ωραία [έπαιζε]. Ετραγούδησα και μ’ αυτόν, που μ’ άκουσε έτσι τις απόκριες και με πήρε σε κάτι τραγούδια, ας πούμε κάτι, ένα άλλο είχε πει αυτός, “Της Ωριάς το κάστρο” κι ένα άλλο, λέει, “Τώρα και ’γω τον έριξα τον νου μου στην αγάπη…μ’ ένα παιδί… – εμείς εδώ δεν το ξέραμε – … μελαχρινό, μ’ έναν αριστοκράτη”. Η αρχή, η εισαγωγή… Ναι. Αυτός το ’χε πει αυτό. Τον παίρνουνε κι αυτόν και κάθεται εδώ κάθε δυο χρόνια, στη Βολισσό κι έπαιζε αυτός κάθε βράδυ στα καφενεία… Έπαιζε αυτά, έπαιζε μπουζούκι σκέτο… Αυτό, “Σαν της Ωριάς το κάστρο”; Ε!… Γιώργο τον λέγανε τ’ όνομά του, το επίθετο του να σας πω [δεν το θυμάμαι], τότες ήμουνα μικρή, δεκαοχτώ χρονών [πιθανόν αναφέρεται στον Γιώργο, γνωστό με το επίθετο ή προσωνύμιο “Ατσίγγανος”, ο οποίος ήταν πολύ γνωστός και μεταξύ των επαγγελματιών μουσικών της Χίου για πολλές δεκαετίες]. Αυτός είναι, και, μάλλον είχε παντρευτεί στα Κατώχωρα μια κοπέλα, πήγε κι εκεί και τραγουδούσε και πως, ήτανε και πλούσια, είχαν πλούτη και την παντρεύτηκε, κάναν και παιδιά. Τώρα από κει και πέρα πια […]. Όχι, όχι στη Βολισσό δεν ξανάρθε….