Παντζαράς Χρήστος
ΛήμνοςΤόπος γέννησης: Κορνό, Λήμνος
Χρόνος γέννησης: 1928
Ιδιότητα:
Ο Χρήστος Παντζαράς ήταν επαγγελματίας ράφτης και ασχολούνταν παράλληλα με την μουσική. Έπαιζε μαντολίνο, σαντούρι, βιολί, ακορντεόν και κλαρίνο.
Γονείς:
Ο πατέρας του Χρήστου Παντζαρά, Γιάννης Παντζαράς, γεννήθηκε το 1902 στην Αίγυπτο. Σε μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στη Λήμνο, όπου και διέμεινε μόνιμα. Ήταν διορισμένος γραμματέας στην κοινότητα του Κορνού από το 1935. Απεβίωσε το 1992 στην Αυστραλία:
Είχε γεννηθεί στην Αίγυπτο. Μικρό παιδάκι φύγανε και ήρθε εδώ πέρα. Δυστυχώς ο παππούς έφυγε λίγο πρόωρα και ανάλαβε τις οικογενειακές υποχρεώσεις ο πατέρας μου […].Ο μπαμπάς μου ήτανε γραμματέας της κοινότητος , και συνήθως τότε κάνανε […] βγαίνανε μία επιτροπή και εκτιμούσανε το εισόδημα. Εγώ έχω, ας πούμε, 5 στρέμματα σιτάρι, το οποίο έπρεπε να φορολογηθεί από το κράτος […] από την κοινότητα και βγαίνανε δύο εκτιμητές. [Αυτοί] Βλέπανε στο κτήμα και λέγανε ότι: ‘Αυτό θα βγάλει 50 πινάκια’.
Οικογενειακή κατάσταση:
Η σύζυγος του κατάγονταν από την οικογένεια των «Ζαφειροπουλαίων». Παντρεύτηκαν το 1958 και απέκτησαν μια κόρη η οποία ζει με την οικογένειά της στη Μελβούρνη:
Από το Πλατύ [ήταν η γυναίκα του]. Από την οικογένεια «Ζαφειροπουλαίων»! […]. Ωραίος νοικοκύρης, ωραία οικογένεια, κτηματίαι και καταγινότανε σε οινοποιία. Βγάζαν ούζα, κρασιά… Αυτά καταργηθήκανε συν τω χρόνω. Πέθανε ο συχωρεμένος ο πεθερός μου [και] ο κουνιάδος μου και εκείνος τώρα είναι 86-87 χρονών, δεν μπορεί να κάνει αυτές τις δουλειές.
Με τη μουσική ασχολήθηκε και ο πατέρας του, Γιάννης Παντζαράς παίζοντας κλαρίνο και βιολί. Για τον τρόπο με τον οποίο ξεκίνησε να παίζει αναφέρεται χαρακτηριστικά:
Ο πατέρας μου είχε την μουσική έμπνευση και μη έχοντας τι να κάνει προς στιγμής, έκανε μία σαν φλογέρα από καλάμι – εδώ τα καλάμια που φυτρώνουνε – το οποίο έκανα και εγώ μικρός. Βάζαμε μία γλώσσα πάνω, κάναμε το φάλτσο εκείνο – πως είναι η φλογέρα; – ανοίγαμε τρύπες και παίζαμε διάφορα τραγούδια […]. Το καλάμι είναι κούφιο μέσα, το κάναμε λοξό, όπως ακριβώς είναι στο κλαρίνο η [μπουκαδούρα], ανοίγαμε μία τρύπα και βάζαμε ένα ξύλο πάλι ούτως ώστε αφήναμε ένα περιθώριο για να βγαίνει ο αέρας και να βγάζει το σφύριγμα […]. Όσες μπορούσαμε κάναμε τρύπες. Άμα ήταν η απόσταση μακρινή κάναμε περισσότερες τρύπες. Άμα ήταν μικρό, λιγότερες τρύπες. [Οι νότες που έβγαζε] ήταν ας πούμε: do, re, mi, fa, sol, la, si, do. Να πούμε μία κλίμακα. […]. Με αυτό το καλάμι λοιπόν άρχισε ο μπαμπάς μου και έπαιζε τόσο μελωδικά που ορισμένοι που το ακούσανε λέγανε: ‘Αυτό το παιδί αμαρτία είναι, έχει ταλέντο για μουσικό όργανο. Ποιος μπορεί να τον βοηθήσει να πάρει ένα όργανο;’ και το πλησιέστερο όργανο ήταν το κλαρίνο.
Στη συνέχεια, ο Γιάννης Παντζαράς ασχολήθηκε πιο συστηματικά με τη μουσική μαθαίνοντας, αρχικά, κλαρίνο. Ο Χρήστος Παντζαράς επισήμανε:
Τώρα η εκμάθησις, εφόσον δεν είχε δυνάμεις να πληρώσει, ήταν κάποιος μαστρο – Μανόλης Δεληκούκος, αυτοί είχαν έρθει από τη Σμύρνη , άλλοι ήρθαν απ’ την [Ανατολική] Θράκη, σμίξαν εδώ και κάναν κομπανίες […]. Για να μάθει τη μουσική και εφόσον δεν είχε δυνάμεις να πληρώσει, δούλεψε τζάμπα τρία χρόνια στο μαστρο – Μανόλη Δεληκούκο […]. Ο μαστρο – Μανόλης έπαιζε βιολί και είχε […] κομπανία […] και προσλάβανε και τον μπαμπά μου για κλαρίνο και μαθαίνοντας και παίζοντας […]. Λοιπόν, λέμε ότι αυτή τη σύνθεση είχανε: Βιολί, σαντούρι, λαούτο, προσλήφθηκε και ο μπαμπάς μου με το κλαρίνο. Αλλά γνώριζε καλά τη μουσική ο μαστρο – Μανόλης, πήρε τις αρχές και επειδή ήταν επιμελής και αντιληπτικός ο μπαμπάς μου προχώρησε στη μουσική και άρχισε το κλαρίνο.
Οι μουσικές δραστηριότητες του Γιάννη Παντζαρά ανεστάλησαν το 1922, λόγω της στράτευσής του. Ο Χρήστος Παντζαράς περιγράφοντας την εμπειρία του πατέρα του αναφέρει:
Ο μπαμπάς μου εν τω μεταξύ στρατεύτηκε στη Μικρά Ασία, το ’22 με τον πόλεμο και έκανε αιχμαλωσία για πολύ καιρό […]. Ο μπαμπάς μου από την ταλαιπωρία, από την κακουχία που είχε στην αιχμαλωσία, τον πείραξε το κλαρίνο […]. Έκανε και έλκος στομάχου και του σύστησε ο γιατρός [στα τέλη της δεκαετίας του 1920] να σταματήσει το κλαρίνο, αλλιώς η υγεία του ήταν επικίνδυνη. Και μετά από το κλαρίνο το γύρισε στο βιολί. Αλλά στο βιολί αυτοδίδακτος, με τη μέθοδο.
Παράλληλα ξεκίνησε την ενασχόλησή του ως μουσικοδιδάσκαλος. Ανάμεσα στους μαθητές του υπήρξαν και άτομα που συνεργάσθηκαν μετέπειτα επαγγελματικά μαζί του. Ο Χρήστος Παντζαράς, ανέφερε:
Δίδασκε ο μπαμπάς μου μουσική. Έκανε βιολιά, σαντούρια, κλαρίνα. Μαντολίνα όμως σπάνια, δεν είχαμε […]. Από όλα τα χωριά είχε μαθητές. Ήταν ο Γιώργος ο Κωνστάντιος, είναι εν ζωή ακόμα [από Καμίνια], ο Παξιμαδάς από το Κοντοπούλι […]. Πάρα πολλά παιδιά, που να τα αναφέρω […]. Και ο Προσκεφαλάς ήταν μαθητής του μπαμπά μου.
Ο Χρήστος Παντζαράς, στην ανασκόπηση των μουσικών δραστηριοτήτων του πατέρα του, αναφέρθηκε στις περιστάσεις που συνήθιζε να παίζει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα γλέντια που διοργάνωνε ο Ανδρέας Κραζούδης στην πλατεία του Κορνού:
Αφού τελείωσε ο πόλεμος [του 1922] και επανήλθαν στις θέσεις τους, κάποιος από τον Κορνό κληρονόμησε μια μεγάλη κληρονομιά, ονόματι Κραζούδης, Ανδρέας Κραζούδης [κληρονομιά από συγγενή του, που ήταν στην Αίγυπτο]. Αγόρασε μία περιοχή στον Κορνό, και αυτός αποφάσισε και έκανε έργα. Έκανε δενδροφυτεύσεις, αρδεύσεις, έκανε δεξαμενές […]. Ο Ανδρέας ο Κραζούδης ήταν φιλόμουσος, τον άρεσαν τα όργανα και επειδή ήταν και οικονομικά ανεξάρτητος, έπαιζε λίγο σαντούρι – το οποίο και εγώ […] το αγόρασα εγώ το σαντούρι του – και έπαιζε και λίγο βιολί […]. Λοιπόν, τι έκανε αυτός; Όλη την ημέρα δουλεύανε οι εργάτες εκεί. Όταν το Σάββατο σχολούσαν οι εργάτες, ο συχωρεμένος ο Κραζούδης τους έλεγε: ‘Το βράδυ στην πλατεία’ και έλεγε στον καφετζή: ‘Βγάλε 10 τραπέζια έξω με ένα καραφάκι στο τραπέζι’. Καθόνταν όλοι οι εργάτες τώρα, το καραφάκι έτοιμο και αφού ήπιανε ξεκινούσαν τα όργανα […]. Τα όργανα ήταν ο μπαμπάς μου στο κλαρίνο, ο αρχιεργάτης στο σαντούρι και ο συχωρεμένος ο Κραζούδης έπαιζε λίγο βιολί. Ο αρχιεργάτης που είχε ήταν λίγο βαρήκοος, Θεοφάνης Χατζηδημητρίου και έπαιζε σαντούρι […]. Παίζοντας, λοιπόν, είτε χορεύαν, είτε ξέρω ’γω, ο Κραζούδης έβαζε το χέρι στην τσέπη και έριχνε τα λεφτά στα όργανα. Και ξεκινούσε και γινόταν πανηγύρι, πανηγύρι […]. Αυτά γινότανε από το ’25 και μετά. Υπολογίζω εγώ, χωρίς να είμαι απόλυτα σίγουρος.
Άλλο μέλος του ευρύτερου συγγενικού περιβάλλοντος που ασχολήθηκε [περισσότερο ερασιτεχνικά] με τη μουσική, ήταν ο αδερφός του Γιάννη, Χρήστος Παντζαράς [θείος του βιογραφούμενου].
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Χρήστος Παντζαράς από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 ασκούσε παράλληλα με τη μουσική και το επάγγελμα του ράφτη. Στην επιλογή αυτή οδηγήθηκε κυρίως από τις οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο της γερμανικής Κατοχής. Ο ίδιος περιγράφει:
Μέσα στους Γερμανούς απαγορεύονταν οι συγκεντρώσεις. Τη νύχτα δεν έπρεπε να έχεις φως. Που να παίξεις όργανα;
Για την επαγγελματική του αποκατάσταση, ο Χρήστος Παντζαράς, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του, εγκαταστάθηκε στη Μύρινα για να μάθει την τέχνη. Εκεί μαθήτευσε για κάποιο διάστημα σε ράφτη της περιοχής:
Ήρθαν οι Γερμανοί, μου λέει ο πατέρας μου: ‘Χρήστο, ποιο βιολί θα παίξουμε τώρα; αυτό; ή αυτό; Του πνεύματος ή της κοιλιάς;’ Και μου λέει: ‘Να σου μάθω τέχνη, τι τέχνη να σε μάθω;’. Και όπως είχαμε ζωντανά παραδείγματα, ξυπόλυτοι πατήσαμε, τσόκαρα κάναμε, πέδιλα κάναμε, αλλά γυμνοί; Γυμνός δεν μπορούσε να βγει κανένας. Μου λέει: ‘Θα σε κάνω ράφτη’[…]. Μετά κατέβηκα και εδώ στη Μύρινα και μάθαινα ράψιμο.
Με την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής του επέστρεψε στον Κορνό, όπου και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά ανοίγοντας το δικό του ραφείο:
Εγώ δεν είχα στρατευθεί ακόμα [στρατεύτηκε το 1950]. Αφού τελείωσα από δω το ράψιμο, άνοιξα μαγαζί στο χωριό. Ένα δωμάτιο εκεί πέρα και έραβα και μου λέγανε: ‘Γράψε’. Στα μπαμπάκια; – τα μπαμπάκια δεν πηγαίνανε καλά – στα σταφύλια; στο σιτάρι; Και έτσι έραβα, παίρνανε το ρούχο και δεκάρα δεν έπαιρνα.
Ο Χρήστος Παντζαράς συνέχισε να λειτουργεί το ραφείο του στον Κορνό, ακόμα και το διάστημα που διέμενε στο Πλατύ, όπου ήταν ο τόπος καταγωγής της συζύγου του:
Μετά παντρεύτηκα και κατέβηκα στο Πλατύ, αλλά το μαγαζί το είχα στον Κορνό. Είχα ένα μηχανάκι, απ’ τα πρώτα που κυκλοφορήσανε, μοτοποδήλατο ‘γκράιντερ’ γερμανικό, το ‘χε φέρει ο Πολιταρίδης που λένε, και κείνος είχε το δικό του το πρώτο, το δεύτερο το αγόρασα εγώ και το τρίτο το είχε ο Κατής που λέμε από τον Κοντιά.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Ο Χρήστος Παντζαράς μετά το γάμο του εγκαταστάθηκε στο χωριό Πλατύ όπου ήταν και ο τόπος καταγωγής της συζύγου του:
Μετά παντρεύτηκα και κατέβηκα στο Πλατύ […].
Το 1961, ο Χρήστος Παντζαράς μετανάστευσε στην Αυστραλία, όπου διέμενε ήδη η αδερφή του. Για την εμπειρία του αναφέρει χαρακτηριστικά:
Κάνω δυο γράμματα, ένα στην Αυστραλία στην αδερφή μου, και ένα στο Κονγκό στα κουνιάδια μου. Στο Κονγκό ήταν πέντε κάτω. Ο ένας είχε πάει καταρχήν και δημιουργήθηκε και πήρε και τους άλλους. Επιδόθηκαν στην καφεκαλλιέργεια, καφεφυτεία που λέμε […]. Στην Αυστραλία, της αδερφής μου η πρόσκληση εγκρίθηκε γρήγορα και σε λίγο διάστημα, σε έξι μήνες, έφυγα. Με το ‘Πατρίς’ έφυγα, με το ιστορικό ‘Πατρίς’. Διασχίσαμε το Σουέζ, το κανάλι που λέμε. Πιάσαμε πρώτα Αλεξάνδρεια, διανυκτερεύσαμε στην Αλεξάνδρεια, μετά στο Πορτσάιτ καθίσαμε όλη την ημέρα. Κάναμε 34 ημέρες ταξίδι […]. Από το Άντεν ξεκινήσαμε, ύστερα ωκεανό. Όλο κάτω, περάσαμε Ισημερινό και το πρώτο αυτό που πιάσαμε ήταν το Περθ. Ήταν ο πρώτος σταθμός της Αυστραλίας, μετά ήθελε άλλες τρεις ημέρες για να φτάσουμε στη Μελβούρνη. Εκεί έμεινα εγώ, αλλά το ‘Πατρίς’ από Μελβούρνη συνέχισε Σίδνευ.
Οι λόγοι που συντέλεσαν στην απόφαση του να μεταναστεύσει ήταν κυρίως οικονομικοί. Στην Αυστραλία εργάστηκε αρχικά ως ράφτης, καθώς και σε εργοστάσια ως χειρώνακτας εργάτης:
Πήγαμε με σκοπό όπως ελπίζαμε για να βρούμε φτυάρι να φτυαρίσουμε δολάρια και να έρθουμε σε τρία τέσσερα χρόνια πίσω. Πηγαίνοντας εκεί το ’61 είχε μια σχετική κρίση, δεν είχε δουλειές. Τα εργοστάσια κλείνανε, σχολούσαν ημερησίως εργάτες. Η πρώτη απελπισία ήταν που μόλις πλεύρισε το καράβι και με είδαν οι γνωστοί, μου λένε: ‘Ε ρε Παντζαρά, εσύ στην Αυστραλία;’[…]. Λοιπόν ο γαμπρός μου δούλευε σ’ ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε λάστιχα για αυτοκίνητα, για αεροπλάνα, και δούλευε σε τρεις βάρδιες. Όταν πήγα εγώ συνέπεσε να ’ναι νύχτα και το πρωί που σχολούσε πίναμε ένα τσάι μαζί και κάναμε βόλτα για δουλειά. Λοιπόν, πριν ανοίξουμε το στόμα, μας λέγανε: ‘Sorry δεν έχει δουλειά, no job’, μέχρι που ’χανε βάλει ταμπέλες σε τρεις γλώσσες και λέγανε ‘δεν έχει δουλειά’, σε αγγλικά, ιταλικά, ελληνικά. Τι να κάνω εγώ τώρα; Παρόλ’ τη στενοσιά που ήταν ένα σπιτάκι μικρό, φτιάξαμε μια εσωτερική πόρτα, βάλαμε, κάναμε τέσσερα πόδια, και την έκανα πάγκο και έραβα κάναν γνωστό εκεί, κάνα παντελόνι, κάνα κουστούμι […]. Τελικά, δεν έβρισκα δουλειά και γράφτηκα στο ταμείο ανεργίας και έπαιρνα 3 λίρες και 15 σελίνια το δεκαπενθήμερο […]. Προς στιγμή, σε ένα [εργοστάσιο], είχε μείνει από εργάτη και θέλανε έναν εργάτη για μια βραδιά, νυχτερινό δηλαδή, να φυλάει μια αυτόματη μηχανούλα που έβαζε καπάκια διάφορα και κάπου κάπου κολλούσε η μηχανή και έπρεπε να ανοίξεις την πόρτα και να την κλείσεις πάλι […]. Επήγα για μια βραδιά και λέγω, ε καλά είναι, προκειμένου να κάθομαι να βγάζω τα μάτια μου να ράβω. Έκλεισε η εβδομάδα και μου λέει [ο επιστάτης]: ‘Θα έρθεις και από Δευτέρα;’ Λέω: ‘Να έρθω’. Την Δευτέρα του λέω: ‘Τι θα γίνει τώρα; Θα με κρατήσεις εδώ ή να ψάξω για να βρω μόνιμη δουλειά;’ Λέει: ‘Εντάξει’ και από εκείνη την μέρα κάθισα 4 χρόνια νυχτερινός 11 με 7 το πρωί. Έπρεπε να φύγω δέκα και μισή από το σπίτι να πάω στην δουλειά και 7 σχολνούσα […]. Μετά πήγα στο τεχνικό, αφού έγινα πια πως το λέμε […], πήρα την ειδικότητα. Πήγα σε ημερήσια δουλειά.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Το 1950, οι επαγγελματικές και μουσικές του δραστηριότητες του Χρήστου Παντζαρά περιορίσθηκαν για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία στο Λιμενικό Σώμα. Απολύθηκε το 1953 από το Λιμεναρχείο Μύρινας:
Το ’49 – ’50 κατατάχθηκα. Του ’49 κλάσεως είμαι, αλλά κληθήκαμε το ’50 […]. Στου Σκαραμαγκά κατατάχτηκα και στον Ασπρόπυργο, γιατί από το βασιλικό ναυτικό με αποσπάσαν στο Λιμενικό Σώμα, στα Λιμεναρχεία. Μετά από εκεί με φέραν εδώ στη Λήμνο και υπηρετούσα στο Λιμεναρχείο […]. Το ’53 απολύθηκα, γιατί όταν καταταχτήκαμε κανονικά τον Οκτώβριο, δεν είχανε ρούχα να μας ντύσουν το Λιμενικό, και μας δώσανε 45 μέρες υποχρεωτική άδεια, και ξανά πάλι άλλες 25, τις οποίες υπηρετήσαμε στο τέλος.
Στη Λήμνο, παράλληλα με τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, συμμετείχε και σε διάφορες μουσικές εκδηλώσεις, που διοργάνωναν τοπικοί σύλλογοι. Όπως περιγράφει:
Με μεταθέσανε από το κέντρο εδώ, στο Λιμεναρχείο. Ερχόμενος εδώ, κάποιες άλλες κυρίες του φιλόπτωχου, δεν ξέρω τι ήταν, χρειαζότανε μουσική και πήγανε και είπαν: ‘Κύριε λιμενάρχη θα μας δώσεις τον Παντζαρά να παίξει;’ και είπε αυτός: ‘Οπλονόμε πες στον Παντζαρά να πάει να βάλει πολιτικά για να πάει να παίξει’. Άλλη φορά ερχόταν άλλοι […]. Μια μέρα μου λέει: ‘Μα τι θα γίνει με σένα ρε Παντζαρά; Αυτά θα έχουμε όλη την ώρα;’ Λέω: ‘Δε στο ζητώ εγώ, εσύ με στέλνεις τώρα, του λέω’.
Μουσική μαθητεία:
Ο Χρήστος Παντζαράς διδάχθηκε τις βασικές αρχές του μαντολίνου από τον συνονόματο θείο του, Χρήστο Παντζαρά [αδερφό του πατέρα του]. Ο ίδιος περιγράφει τις περιστάσεις υπό τις οποίες έμαθε να παίζει, αρχικά, το όργανο:
Ο πατέρας μου έπρεπε να πάει Μυτιλήνη για εγχείρηση. Δεν είχε καράβια τότε, ήταν τα μοτόρια, τα καΐκια που λέμε. Έπρεπε να πάει οπωσδήποτε αλλά ήθελε και κάποιον να τον συνοδέψει και έπρεπε να πάει και η μάνα μου. Τώρα εμένα που να με αφήσει; Ήμουν μικρός. Κάποια Αιγύπτια [Λημνιά μετανάστρια στην Αίγυπτο] εκεί πέρα είχε ένα μαντολίνο, και για να μην κλαίω, για να απασχολούμαι, το δώσανε στην γιαγιά μου τη συχωρεμένη και φύγανε στη Μυτιλήνη για να κάνει την εγχείρηση. Εγώ σαν όργανο και μην ξέροντας γιατί 5-6 χρονών ήμουνα, τραβούσα εκεί πέρα την πένα, όπου πάει και όπου βγει. Αλλά ταυτόχρονα το συμπάθησα κιόλας, το αγάπησα και ο μακαρίτης ο θείος μου ο Χρήστος ο Παντζαράς, που πέθανε πρόσφατα, ήξερε λίγο μαντολίνο και άμα με είδε εμένα και κρατούσα το μαντολίνο με μανία, με έβαλε τα δάχτυλα πάνω, με είπε πρώτα- πρώτα τις ονομασίες: mi, la, re, sol, τις τέσσερις χορδές του μαντολίνου, με έκανε και μία κλίμακα: la, si, do, re, mi, fa, sol, la, και έναν παλιό σκοπό τότε, και το έπαιξα. Αυτό ήταν το ξεκίνημα.
Τις βασικές, ωστόσο, θεωρητικές γνώσεις για τη μουσική, τις έλαβε από τον πατέρα του, Γιάννη Παντζαρά. Ο ίδιος αναφερόμενος στην περίοδο της μουσικής του μαθητείας περιγράφει:
Με τον συχωρεμένο τον μπαμπά μου αρχίσαμε και κάναμε μέθοδο. Είχαμε βγάλει την πρώτη μέθοδο, δεύτερη, ξέρεις δύο βιολιά σύγχρονα με τη μουσική, με συνδυασμό, κορυφή-μέσο-βάσις, και να βλέπεις τώρα, είτε ένα βιολί είναι, είτε πενήντα, να βλέπεις εκείνα τα σημεία που σε προσδιορίζουν πότε θα ανεβείς και πότε θα κατεβείς. Ωραίο πράμα.
Κλαρίνο έμαθε να παίζει παρακολουθώντας τα μαθήματα που παρέδιδε ο πατέρας του. Όπως ανέφερε, συνήθιζε να συμμετέχει στην παράδοση των μαθημάτων αναλαμβάνοντας μέρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας:
Καθόμουνα όλη την ημέρα και τους δίδασκε. Εγώ [καθόμουν] περισσότερο, γιατί αυτός [ο πατέρας του] τους έδειχνε τον τρόπο αλλά δεν είχαν την απαιτούμενη ώρα για να το χωνέψουνε και βοηθώντας τους, μάθαινα παράλληλα. Μάλιστα τότε έμαθα να παίζω και κλαρίνο γιατί μάθαινε κάποιος [από τους μαθητές] κλαρίνο.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Χρήστος Παντζαράς έπαιζε μαντολίνο, σαντούρι, βιολί, ακορντεόν και κλαρίνο. Η επιλογή του, ωστόσο, να μάθει κλαρίνο δεν έγινε με τη σύμφωνη γνώμη του πατέρα του. Ο ίδιος γνωρίζοντας τις δυσκολίες του πνευστού οργάνου συμβούλεψε το Χρήστο:
[…] ‘Θα σου δώσω ευχή και κατάρα, πνευστό μην πιάσεις στα χέρια σου. Έχουμε τόσα όργανα, έχεις το σαντούρι, έχεις το βιολί, έχεις το ακορντεόν, έχεις το μαντολίνο, τι δουλειά έχεις με το πνευστό;’ Εγώ ενθουσιάστηκα όμως […]. Βιολί άρχισα 20 χρόνων. [Παρότι έπαιζα ήδη και σαντούρι], εν τω μεταξύ εγώ επιδόθηκα και στο ακορντεόν, αφού άρχισε πια το σαντούρι να μπαίνει στο περιθώριο.
Ο Χρήστος Παντζαράς ξεκίνησε να παίζει ερασιτεχνικά μουσική σε γλέντια και διασκεδάσεις που διοργάνωναν συνομήλικοί του, με το μαντολίνο του. Ο ίδιος αναφέρει:
Τότε τα μέσα μουσικής ήτανε τα γραμμόφωνα με τα χωνιά και με το κουρδιστήρι να αλλάξεις βελόνα να διασκεδάσεις. Περιπτώσεις που κάνανε κορίτσια, της νεολαίας, οικογενειακά πάρτι που λέμε, διασκεδάσεις στα σπίτια και βάζαν τα καβουρδιστήρια [γραμμόφωνα]. Αφού φύτρωσα εγώ, ακούστηκε ότι παίζω μαντολίνο και να με παρακαλάγανε και εγώ ήμουν ντροπαλός, να μην θέλω να παίξω γιατί ντρεπόμουνα. Λέγανε τότες: ‘Εκεί που θα έχουμε να κουρντίζουμε όλη την ώρα και να αλλάζουμε βελόνες, δεν παίρνουμε τον Χρήστο να μας παίξει;’. Και έτσι σιγά – σιγά πήρα το θάρρος και άρχισα και έπαιζα.
Έκτοτε, η γνώση διάφορων μουσικών οργάνων τον βοήθησε να μετέχει, κατ’ αρχήν περιστασιακά, στα διάφορα συγκροτήματα της Λήμνου. Ο ίδιος συνεργάσθηκε σε διάφορες περιστάσεις με πολλά μουσικά σχήματα:
Όπου με φωνάζανε πήγαινα, γιατί εγώ δούλευα τα δυο τα όργανα. Χρειαζόταν ένα σαντούρι πήγαινα σαντούρι, χρειαζόταν βιολί πήγαινα βιολί.
Συνεργαζόταν με τον πατέρα του, Ιωάννη Παντζαρά, καθώς και τον Χαράλαμπο Προσκεφαλά, παίζοντας μαντολίνο σε γλέντια στα καφενεία:
Σε γλέντια στα καφενεία με χρειαζότανε ο μπαμπάς μου με τον Χαράλαμπο τον Προσκεφαλά, γιατί εγώ συμπλήρωνα τότε το τρίτο όργανο. Έπαιζα το μαντολίνο κάπως, για να μην είναι ξερά δυο όργανα, βιολί και κλαρίνο.
Παράλληλα, έπαιζε μουσική και με το συγκρότημα των Τσαντήδων, στο οποίο μετείχαν ο κουμπάρος του Περικλής Τσαντής, ο Αναστάσης Τσαντής, ο Δημήτρης Τσαντής και ο Χαράλαμπος Προσκεφαλάς:
Τώρα στο χωριό είχαμε την τριάδα, εγώ, ο μπαμπάς μου και ο Χαράλαμπος [Προσκεφαλάς]. Άλλες δουλειές που έπρεπε να είναι ο κουμπάρος [Περικλής Τσαντής], ο μπαμπάς του [Αναστάσης Τσαντής], ο θείος του [Δημήτρης Τσαντής], ο Χαράλαμπος [Προσκεφαλάς], ήταν πάλι άλλη σύνδεση. Γιατί δεν μπορούμε να πούμε ότι επειδή είμαστε εμείς οι τρεις κλείναμε δουλειές για συνέχεια.
Για την οικογένεια των Τσαντήδων αναφέρει:
Ο Τσαντής Αναστάσης [ο πατέρας του Περικλή Τσαντή] καταρχήν καταγινότανε με λαούτο ή μάλλον με ούτι και μετά το γύρισε στο σαντούρι. Ο άλλος ο Τσαντής, ο Μήτσος [θείος του Περικλή Τσαντή] έπαιζε βιολί. Το όργανο του ήταν το βιολί.
Άλλοι μουσικοί με τους οποίους συνεργάσθηκε ήταν οι Χατζηδημητρίου και Στράγκας:
Μετά γινόμαστε άλλο γκρουπ πάλι με τον κουμπάρο [Περικλή Τσαντή], κάναμε άλλη σύνθεση με κάποιον Χατζηδημητρίου που έπαιζε σαντούρι, κάποιον Στράγκα από το Ρωμανού […].
Από την περιφέρεια του Θάνους ο Χρήστος Παντζαράς είχε συνεργασθεί με την κομπανία του Τηλέμαχου Κατσικά [βιολί], παίζοντας σαντούρι:
Ο Τηλέμαχος [Κατσικάς] είχε τον συνδυασμό του, βιολί εκείνος, σαντούρι κάποιος Χιώτης. Φώτης στο όνομα, Χιώτης στο επίθετο. Ήταν στάνταρ ο Τηλέμαχος, ο Φώτης, ο Κωνστάντιος από τα Καμίνια, όμως ο Φώτης έλαβε πρόσκληση για να πάει στην Αυστραλία και μια δουλειά πριν φύγει ο Φώτης, με κάλεσε ο Τηλέμαχος για προετοιμασία και πήγαμε και δουλέψαμε και από κει αντικατέστησα το Φώτη, σαντούρι.
Για τον Τηλέμαχο Κατσικά αναφέρει:
Ο Τηλέμαχος ο Κατσικάς, από το Θάνος ήταν. Ήταν καλός μουσικός. Αυτός πήγε στο στρατό, στην μπάντα δηλαδή, και από εκεί ξεκίνησε έπαιζε βιολί. Προηγούντο όμως ο πατέρας μου και ο Τσαντής. Αλλά πέθανε νέος. Το ’61 έφυγα εγώ [για Αυστραλία], το ’63 [πέθανε] αυτός, τότε περίπου.
Από την περιοχή της Μύρινας συνεργάσθηκε με το Δημήτρη Κρασσά [κιθάρα] και τον Ιορδάνη Χατζησταυρίδη [ακορντεόν]:
Είχα γνωριστεί με παρέα. Βγαίναμε με κάποιον Δημήτρη Κρασά, έπαιζε ωραία κιθάρα, έχει πεθάνει και αυτός τώρα [και] κάποιο άλλο παιδί τον Ιορδάνη Χατζησταυρίδη, ήταν ένας υποδηματοποιός […]. Λοιπόν εγώ σχετίστηκα με φιλία με τον Ιορδάνη αυτόν και έπαιζε το ακορντεόν και εγώ το βιολί και ο Κρασάς την κιθάρα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 οι μουσικές δραστηριότητες του Χρήστου Παντζαρά περιορίστηκαν λόγω του έντονου μεταναστευτικού ρεύματος. Η μετεγκατάσταση των κατοίκων της Λήμνου σε πόλεις του εξωτερικού επηρέασε την κοινωνική ζωή του τόπου. Στις αναφορές του για τις υφιστάμενες συνθήκες της εποχής περιγράφει:
Λοιπόν, το όργανο άρχισε να έχει μια κρίση, άρχισε η ομαδική μετανάστευση […]. Πηγαίναμε σ’ ένα χωριό, μια πανήγυρη, και την ίδια μέρα φεύγανε οχτώ – δέκα παιδιά. Τότε δεν είχε αεροπλάνο, ήταν τα καράβια και γνωρίζοντας πως ήταν μακρινό ταξίδι η Αυστραλία, τα αδέλφια, ξαδέλφια, γονείς, πήγαιναν στο λιμάνι να τον καταβοδώσουμε, και παρουσιάζονταν μια ερημιά συγκεκριμένα.
Ο ίδιος μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1961. Εκεί, ασχολήθηκε και με τη μουσική, συγκροτώντας ορχήστρα με Έλληνες και ξένους οργανοπαίχτες. Τα μουσικά όργανα που συμμετείχαν στο συγκρότημα ήταν το σαξόφωνο, η κορνέτα, το ακορντεόν, το βιολί και τα ντραμς:
Ταυτόχρονα δε, είχα κάνει την ορχήστρα. Τότε το μπουζούκι ήταν […], μας κάνανε σύσταση να μην παίξουμε ζεϊμπέκικο, γιατί τότε θεωρείτο το μπουζούκι του υπόκοσμου […]. Είχα ευρωπαϊκό στυλ, που λένε. Είχα σαξόφωνο, κορνέτα, ακορντεόν, βιολί εγώ, και ντραμς […]. Παίζαμε ανακατεμένοι [Έλληνες και ξένοι]. Στο ακορντεόν τότε είχαμε ένα παιδί από την Έδεσσα που τον έστρωσα με πρόβες. Τώρα κορνέτα είχα Αυστραλό, στην αρχή είχα έναν Εγγλέζο, διάβαζε καλή μουσική. Έκατσα όμως εγώ και έκανα όλη την προεργασία.
Το 1973, αναδιοργάνωσε τη σύνθεση του συγκροτήματος εντάσσοντας και το μπουζούκι. Η αλλαγή αυτή συνδέθηκε, κυρίως, με τις τάσεις της ελληνικής λαϊκής μουσικής παραγωγής. Ο ίδιος αναφέρει ότι:
[Την πρώτη την ορχήστρα την κράτησα] μέχρι που εμφανίστηκε το μπουζούκι πια, που ήταν απαραίτητο. Το ’72 , ’73, μια δεκαετία πες. Τότε άλλαξα σύνθεση επειδή δεν σήκωνε για πολλά όργανα, οι σύλλογοι δεν πληρώνανε, έβγαλα τα πνευστά και ’βαλα το μπουζούκι. Είχα μπουζούκι, κιθάρα, ακορντεόν ή αρμόνιο, βιολί και τα ντραμς, πεντάδα είχαμε πάντα.
Τα μέλη της κομπανίας ήταν πλέον μόνο Έλληνες:
Στο δεύτερο συγκρότημα ήτανε όλο Έλληνες, απ’ όλη την Ελλάδα. Το μπουζούκι που ’χα ήταν απ’ την Θεσσαλονίκη, το ακορντεόν αρχικά ήταν από την Έδεσσα, μετά έκανε δική του επιχείρηση και έφυγε. Μετά πήρα άλλο που ήτανε στην καταγωγή Πόντιος, αλλά Αυστραλογεννημένος.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες αποτελούσαν για τον ίδιο τα πανηγύρια και οι κοινωνικές συνεστιάσεις που πραγματοποιούνταν στον διάστημα των εορταστικών ημερών. Σε νεαρή ακόμα ηλικία συμμετείχε σε μουσικές κομπανίες που «έλεγαν» τα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, καθώς και σε αυτοσχέδια γλέντια την περίοδο της Λαμπροβδομάδας. Όπως περιγράφει χαρακτηριστικά:
Καταρχήν εγώ που ήμουνα νέος ακόμα, έκανα και εγώ τις παρέες μου. Αγόρια, κορίτσια, παίρναμε το μαντολίνο και βγαίναμε το Πάσχα, την Λαμπροδευτέρα, την Λαμπροτρίτη στα ‘Αλώνια’ που λέγαμε και παίρναμε τα αυγά, παίρναμε το ψητό το αρνί και το μαντολίνο και χορεύαμε. Χορεύαν όταν τους έπαιζα […], Επίσης, έπαιζα το μαντολίνο, βγαίναμε από τα Χριστούγεννα και εν συνεχεία την Πρωτοχρονιά και λέγαμε τα κάλαντα. Κάναμε την καλύτερη είσπραξη. Το όργανο ήταν κάτι ζωντανό. Το έβλεπε ο κόσμος και το θαύμαζε και προσπαθούσαμε συνήθως, ειδικά τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά φτιάχναμε το καράβι, και ο ένας κρατούσε το καράβι, και πηγαίναμε στο διπλανό σπίτι από το καφενείο, ήταν συγγενικό, έτοιμο όλο το συγκρότημα εκεί και με την απόλυση της εκκλησίας – μπαμ – μέσα στο καφενείο που ήτανε όλοι […]. Στο καφενείο στεκόμασταν και οι τρεις στη σειρά και εγώ έλεγα: ‘Καλην εσπέραν άρχοντες’ ή ‘Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα’ και ξέρω ’γω τι. Ε, μετά ο ένας έβγαζε το δίσκο και από περιέργεια έλεγαν: ‘Παίξε μας και ένα σκοπό Χρήστο’, και ο δίσκος γέμιζε και τρέχανε εγκαίρως να με προλάβουνε, με ποιους θα κάνουμε την τριάδα για να κάνουμε μερδικό καλό.
Τοπικές δράσεις:
Μέρη της Λήμνου που ο Χρήστος Παντζαρας επισκέφθηκε κατά τη διάρκεια των μουσικών του δραστηριοτήτων αναφέρονται ενδεικτικά από τον ίδιο:
- Για το Μούδρο:
Στο Μούδρο θέλανε να κάνουν ψυχαγωγία και ζητήσανε από τον λιμενάρχη μουσική και με φωνάζει εμένα ο λιμενάρχης και με στέλνει για βιολί και ντύνουμε ναύτη τον Καλινίδη [μουσικός από Μύρινα] και πήγαμε στο Μούδρο με την βενζινάκατο. Παίζαμε ότι ξέραμε, ότι μπορούσαμε, σε αλέγρα τέτοια.
- Για τα γλέντια στο Λιβαδοχώρι:
Παντού έχω παίξει αλλά αν σου πω στην εποχή που ζούσε ο θείος του [του Περικλή Τσαντή], ο συχωρεμένος ο Μήτσος Τσαντής, όλοι λέγανε πάμε στο Λιβαδοχώρι να γλεντήσουμε. Ήταν άνθρωπος της δουλειάς, που δημιούργησε στο Λιβαδοχώρι. Πέθανε ο Μήτσος Τσαντής, πέθανε το Λιβαδοχώρι.
- Για τις καντάδες που έκανε στη Μύρινα και στον Κορνό:
Και στον Κορνό παίζαμε καντάδες αλλά αυτό γινόταν και μεγάλος, μετά που κατέβηκα και εδώ στη Μύρινα, και μάθαινα ράψιμο […]. Λοιπόν βγαίναμε 3 η ώρα και κάναμε καντάδα στις κοπέλες. Όταν βγαίνανε στα μπαλκόνια, για να μην κατεβαίνουν κάτω μας κατεβάζανε με το σχοινί το ούζο, το μπουκάλι και λέγαμε ‘εις υγείαν’, αλλά πηγαίναμε σε σπίτια που ξέραμε, ή από την άλλη πηγαίναμε σε μια βάρκα και παράλια-παράλια [από τα Μαϊτιανά], εκεί γύρω – γύρω, κάναμε καντάδα.
Υπερτοπικές δράσεις:
Ο Χρήστος Παντζαράς όταν μετανάστευσε στην Αυστραλία έπαιζε μουσική με την ορχήστρα που είχε κάνει. Ο ίδιος αναφέρει:
Ταυτόχρονα δε, είχα κάνει την ορχήστρα. […]. [τη σύνθεση της πρώτης ορχήστρας την κράτησε μέχρι το …] Το ’72 , ’73, μια δεκαετία πες […].Έβγαλα τα πνευστά και ’βαλα το μπουζούκι.
Ρεπερτόριο:
Το ρεπερτόριο της πρώτης κομπανίας που είχε οργανώσει στην Αυστραλία εστιαζόταν κυρίως σε διεθνείς σκοπούς εποχής. Ο Χ. Παντζαράς αναφέρει:
Παίζαμε μπολέρο, τσατσά, ρούμπες, σάμπες και τα ελληνικά, καλαματιανά, συρτά, χασάπικα, εκτός από ζεϊμπέκικα, δηλαδή, όπου δεν μας συστήνανε για ζεϊμπέκικο και γύρευε κανένας, τότε αρπούσα το ακορντεόν εγώ, επειδή ο ακορντεονίστας δεν τα κατάφερνε στα ζεϊμπέκικα και έπαιζα κάνα δυο ζεϊμπέκικα.
Ακροατές – γλεντιστές:
Ο Χρήστος Παντζαράς έχοντας την εμπειρία της μουσικής επιτέλεσης στη Λήμνο και στην Αυστραλία, επισημαίνει τη διαφορετική αντιμετώπιση από το εκάστοτε ακροατήριο. Αναφέρει χαρακτηριστικά:
Ο πατέρας μου λέει: ‘Κοίταξε, εγώ στο είπα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ασχοληθείς με το πνευστό’, γιατί τότε [στη Λήμνο] τα πνευστά δεν είναι [ήταν] όπως συνήθως στην Αυστραλία, που συνεργάστηκα με σαξόφωνα και με κλαρίνα και είχαμε πρόγραμμα, δηλαδή, αν δουλεύαμε δέκα λεπτά καθόμασταν πέντε λεπτά, γιατί ενδιάμεσα, είτε σύλλογος ήταν, είτε οτιδήποτε, είχανε λαχειοφόρο, είχανε ομιλίες, έπρεπε να σερβίρει τα ορεκτικά στην αρχή, να σερβίρει το πρώτο φαγητό, να σερβίρει το δεύτερο φαγητό, τον καφέ, το ice cream και όλα αυτά, ομιλίες, πλειστηριασμό να βγάλουν τα δώρα, ε, δεν ήταν όλη την νύχτα. Εδώ εμείς έτσι και έβγαζες το κλαρίνο δεν μπορούσε να τα παρατήσεις όλη την νύχτα. Δεν μπορούσες να σταματήσεις, λοιπόν, να ’χεις τώρα εσύ δώδεκα ώρες το κλαρίνο στο στόμα και να φυσάς ήταν δύσκολο. Έβλεπα τον Χαράλαμπο εδώ, τα χείλη του είχανε κάνει ρόζους. Ήτανε δύσκολο, αφού με τα έγχορδα και πάλι κοιτάζαμε κάπου να ακουμπήσει το χέρι, ώρες πολλές, δώστου και δώστου.