Μπαλτεράνος Αλέκος

Λήμνος

Τόπος γέννησης: Κοντιάς, Λήμνος

Χρόνος γέννησης: 1934

Ιδιότητα:
Ο Αλέκος Μπαλτεράνος έπαιζε λύρα και τραγουδούσε ως πρακτικός μουσικός:

Η μουσική είναι χόμπι, εγώ λέω παίζω για χόμπι, δεν παίζω επαγγελματικά τη λύρα. Εγώ άμα ήθελα μπορούσα να είμαι επαγγελματίας, αλλά δεν ήθελα.

 

Γονείς:

Ο πατέρας του Αλέκου Μπαλτεράνου ήταν πρόσφυγας από το Αϊβαλί που εγκαταστάθηκε στη Λήμνο σε ηλικία 28 ετών:

Ο γέρος ήταν μερακλής, τραγουδούσε όμορφα. Τραγουδούσε μικρασιάτ’κα τραγούδια, τουρκικά τραγούδια. Τα Τουρκικά τα ’ξερε φαρσί [πολύ καλά], απταίστως, με γράμματα. Έφυγε 28 χρονώ απ’ τη Μικρά Ασία, λοιπόν, και τα ήξερε με γράμματα. Τα Τουρκικά τα μιλούσε καλύτερα και από έναν Τούρκο. [Ήξερε] και Ελληνικά και Τουρκικά, εκεί γεννήθηκε…

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Ο Α. Μπαλτεράνος παντρεύτηκε το 1960 και απέκτησε τέσσερα παιδιά.

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Παράλληλες δραστηριότητες του Αλέκου Μπαλτεράνου αποτελούσαν:

Εγώ ήμουνα κτηνοτρόφος, γεωργοκτηνοτρόφος που λένε. Εδώ, όταν ήμουνα [στη Λήμνο] δούλεψα ένα χρόνο εργάτης και μετά έκανα το κάρο, δούλευα κάρο, αραμπατζής. Μετά βγήκαν αμάξια, βγήκαν πολλά μηχανήματα ξέρω ’γω. [Με τον αραμπά] στη Μύρινα δεν πήγαινα, δεν προλάβαινα, διότι δούλευα: Λιβαδοχώρι, Καλλιθέα, Κούταλη, Πεδινό, Αγγαριώνες, Πορτιανού, Τσιμάντρια, Θάνος και […] πολλά είναι, που να τα θυμάμαι. Είχε ακόμα έναν, αλλά ο άλλος δεν έκανε τίποτα και γι’ αυτό το λόγο έβγαζα λεφτά. Δεν ησύχαζα, δουλειά, πολύ δουλειά.

 

Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:

Ο Αλέκος Μπαλτεράνος κατάγεται από το χωριό Κοντιά της Λήμνου. Εκεί διέμενε μέχρι τη δεκαετία του 1960, όπου και εγκαταστάθηκε στο χωριό Πορτιανού [τόπος καταγωγής της συζύγου του] Το 1972 μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Γερμανία για 26 χρόνια. Στη Λήμνο επέστρεψε το 1998:

Λοιπόν και το 1964 θέλησα να πάω στη Γερμανία [μετανάστης], ήταν οι αδερφές της [της συζύγου του] στη Γερμανία και πήγα ως τουρίστας και δεν μπόρεσα να [μείνω]. [Στη γυναίκα μου είχα πει:] θα πας στη μάνα σου [στο Πορτιανού], γιατί αλλιώς θα σε προσέξει η μάνα σου, αλλιώς θα σε προσέξει η πεθερά και θα ’σαι μόνη. Τέλος πάντων, κι ήρθαμε εδώ πέρα, σ’αυτό το χωριό [Πορτιανού] εδώ και εμείναμε […]. Στη Γερμανία πήγα μετά όπου και έκανα 26,5 χρονάκια […].

Το 1972, ο Αλέκος Μπαλτεράνος μετανάστευσε με την οικογένειά του στη Γερμανία, όπου και διέμεινε για 26 χρόνια. Στη Λήμνο επέστρεψε το 1998:

Έκανα 26,5 χρονάκια στη Γερμανία, είκοσι έξι χρόνια γεμάτα πρόπερσι γύρισα, τρία χρόνια έκλεισα [το 2001]. Πήγα πρώτα εγώ, ένα χρόνο, οχτώ μήνες, και μετά ήρθα και την πήρα [τη γυναίκα του].

Το μεγαλύτερο διάστημα της παραμονής του στη Γερμανία, τόσο ο ίδιος, όσο και η σύζυγός του δούλεψαν ως ανειδίκευτοι εργάτες σε εργοστάσια:

Κανένα πρόβλημα στη Γερμανία. Καμιά φορά ξεχνούσα τα χρήματα στο σπίτι – άλλαζα παντελόνι κι έμενε το πορτοφόλι με τα χρήματα μέσα – και άμα έλεγα σήμερα δεν έχω να πάρω κολατσό μου λέγανε: ‘Πάρε όσα θες και πήγαινε ψώνισε’. Ποτέ με Γερμανό δεν λογόφερα μες στο εργοστάσιο. Όταν έφευγα [για να γυρίσω Ελλάδα] άντρες, γυναίκες κλαίγανε.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία, η ενασχόληση του με τη μουσική και τη λύρα ήταν αποκλειστικά ερασιτεχνική, παρότι συμμετείχε και σε κοινωνικές εκδηλώσεις που διοργάνωναν οι Έλληνες μετανάστες:

Μετά που έφυγα, δεν την πολυέπαιζα εγώ τη λύρα. Κάθομαν στο σπίτι και την έπαιζα μόνος, καθόμουν και διασκέδαζα στο σπίτι μόνος, και καθόμουνα και έβγαζα ψυχές, δεν μ’ ένοιαζε. Δεν πα’ να λέγανε ότι θέλουνε, μ’ ερχόταν […] κι έπαιζα ότι ήθελα, ας πούμε, ότι με ήρταν. Ανέκαθεν μ’ άρεζε εμένα η λύρα, παλιά τραγουδούσα και ωραία εγώ, όταν μάθεις κάτι δε ξεχνιέται. Και 50 χρόνια να κάνω να την παίξω, αυτό που έμαθα θα το παίξω […]. Δεν [την] πήγαινα [τη λύρα] έξω στα καφενεία. Αν καμιά φορά, άμα κάναμε γενέθλια μεταξύ μας, είχε εκεί πέρα μια λέσχη και πήγαινα, [μου λέγανε] ‘Αλέκο φέρ’ τη λύρα’ και έπαιζα εκεί πέρα. Πήγαινα και έπαιζα και χορεύαν, ας πούμε, στο καλαμπούρ’ απάνω. Καλαμπουρίζαμε και γελούσαμε εκεί πέρα και περνούσε η βραδιά, αλλιώς τη λύρα εγώ δεν την έβγαζα από το σπίτι να την παίξω.

Τα καλοκαίρια που επισκεπτόταν τη Λήμνο για διακοπές, συμμετείχε περιστασιακά, στα τοπικά μουσικά δρώμενα:

Ήτανε, μια φορά […], είχα παίξει εδώ, στο Πορτιανού. Ήμουν στη Γερμανία και στις έξ’ [6] Αυγούστου κάνουν πανηγύρι εδώ. Είναι του Σωτήρος που λέμε […]. [Μια άλλη φορά] στον Κάσπακα, είχα πεθάνει στα γέλια, όταν είχα πάει με το Μαυράκη το Σωτήριο, παίζει κιθάρα αυτός και παλιά έπαιζε μπουζούκι. Αυτός ήρθε και μου λέει: ‘Αλέκο θα έρθεις να κάνουμε μαζί το ‘Λημνιώτικο’ το γάμο στον Κάσπακα;’, θα σε πληρώσω, μου λέει. ‘Που ρε εσύ, του λέω, που;’ ‘Στη Μύρινα, μου λέει, πρέπει να κάνουμε πρόβα’. Του λέω: ‘Τι θα πούμε; Και καλά άσε τα τραγούδια, πως θα συγχρονίσουμε τους χορευτές; Ποιοι είναι;’ Μου λέει: ‘Έχεις αμάξι;’ Του λέω: ‘Είναι ο γιος μου εδώ’. Το περιστατικό αυτό συνέβη ή το 1983 ή το 1984, δεν θυμάμαι ποια χρονιά ήταν ακριβώς, είχα έρθει με άδεια καλοκαιρινή από τη Γερμανία]. Και πάμε στη Μύρινα, βρήκαμε το σπίτι και καθίσαμε εκεί πέρα και κάναμε μια ώρα πρόβα, τη δεύτερη μέρα θα κάναμε το γάμο. Του λέω: ‘Σωτήρη δεν πάμε στον Κάσπακα να γνωριστούμε και με αυτούς που θα χορέψουν; Δεν πάμε να κάνουμε καμιά πρόβα εκεί πάνω να δούμε και πως χορεύουν;’. Μου λέει: ‘Έχω δουλειά, μισή ώρα’, γιατί και αυτός ήταν δάσκαλος, έπαιρνε τα παιδιά και τα μάθαινε μπουζούκι, έτσι και έγινε. Πήγαμε εκεί πάνω [και] τους μαζέψαμε σε μια αποθήκη, τα γέλια που έκανα! Αν δεν ήταν ο γιος μου, τη λύρα θα την έκανα κομμάτια, μου έφευγε η λύρα από τα χέρια μου. Τόσο καλαμπούρι, που έκλαιγα από γέλιο, δεν μπορούσα να πάρω αναπνοή από τα γέλια. Άμα τους ακούσεις, δύο, τρία άτομα να μιλάνε, θα χαζέψεις. Τώρα ο μπαμπάς [στα σκετς που παίζανε] έλεγε στο γιο: ‘Άντε να πάρεις τα κοφίνια και το βράδυ, καβάλησε και το γάιδαρο και άντε να πας στο δεσπότη να πάρεις και τη μπλίτσα’. ‘Τι είναι η μπλίτσα, του λέω, ρε;’. Καλά τα άλλα κουτσά στραβά τα καταλαβαίνω, αλλά τι είναι η μπλίτσα ρε;’ Μου λέει: ‘Είναι η άδεια του γάμου’. Ρε παιδιά είχα καρφωθεί από τα γέλια, πολύ γέλιο, πολύ καλαμπούρι. [Αυτό έγινε] στο λιμάνι, στην παραλία στη Μύρινα [και το διοργάνωσε] ο σύλλογος του Κάσπακα. Παίζαμ’ μόνον οι δύο μας, λύρα – κιθάρα, ακομπανιάριζε ο άλλος και εγώ τραγουδούσα, και εκείνος τραγουδούσε.

 

Προσωπική και οικογενειακή πορεία:

Ο Αλέκος Μπαλτεράνος ήθελε να ασχοληθεί με τη μουσική από τη νεαρή του ηλικία. Οι αρχικές του επιλογές αφορούσαν την εκμάθηση βιολιού ή κλαρίνου. Τελικά κατέληξε στη λύρα:

Εγώ από μικρός που ήμουνα, ήθελα να μάθω όργανο, ήθελα να μάθω βιολί. Και όταν του το ’πα στο συγχωρεμένο το γέρο – επειδή τραγουδούσα ωραία, είχα φωνή που έκανε μπαμ να πούμε – δεν μ’ άφηνε […]. Τέλος πάντων και δεν μ’ είπε ο γέρος ότι […] δεν μ’ ανημέρωσε, ας πούμε, να με πει πως είν’ τα πράματα. Δεν μ’ άφηνε ούτε όργανο να μάθω, ούτε να πάω να τραγουδάω, εν πάση περιπτώσει, δεν μ’ άφηνε να πάω να μάθω. Του λέω, λοιπόν, να μάθω βιολί [και] έφαγα ξύλο. Είχε τότες δυο χωριανοί μου, ο ένας έπαιζε σαντούρ’, ο άλλος έπαιζε βιολί και ήθελαν τώρα και τον τρίτο για να παίζ’ κλαρίνο. Ο ένας είναι στο χωριό, ο άλλος στην Αυστραλία. Ο ένας λέγεται Νίκος Πιρτσούλης [σαντούρι], είναι εδώ αυτός, αλλά είναι γέρος τώρα, ο άλλος λεγόταν Παλαιολόγος Αλμπάνης, είναι στην Αυστραλία, αυτός με το βιολί. Και θέλαν τώρα και τρίτο [άτομο] για να παίζει κλαρίνο. Και, λοιπόν, ήμασταν μέσ’ στον μπαξέ [με τον πατέρα μου] και τον λέω: ‘Αφού δεν μ’ άφησες να μάθω βιολί, θα μάθω κλαρίνο’. Ε, κι όταν άρπαξε της τσάπας το στυλιάρ’, άμα δεν ήταν η συγχωρεμέν’ η γιαγιά μου θα ’μαν σκοτωμένος. Με χόρεψε σαν το κλαρίνο από το ραβδί [το ξύλο].

[…] Τώρα τι να έκανα, εγώ που ’θελα όμως το όργανο. Τότε δεν είχε λεφτά, δεν είχε ορχήστρες και ο κόσμος έκανε γάμους, αρραβώνες, όλο μ’ αυτά τα πράματα, με λύρες [μόνο]. Πάω και λέγω σ’ έναν σαγματοποιό – έφτιαχνε αλέτρια ο άνθρωπος, έφτιαχνε σαμάρια, έφτιαχνε διάφορα πράγματα – και λέω: ‘Μπαρμπα-Θεοφάν’, αυτό και αυτό, θα με φτιάξ’ς μια λύρα, αλλά λεφτά δεν έχω. Θα σε κάνω δουλειά και δεν θα πεις σε κανέναν τίποτα, γιατί θα με σκοτώσ’ στο ξύλο [ο πατέρας μου]’. Τότε εγώ πρέπει να ήμουν γύρω στα 16 χρονώ, 16-17 χρονώ. Λέει: ‘Αγόρι μ’ θα σε φτιάξω τη λύρα’. Του λέω: ‘Θα σε κάνω δουλειά, θα σε οργώσω κανένα χωράφ’ να πατσίσουμε’. Λέει: ‘Πενήντα δραχμές κάνει η λύρα’. Λέω: ‘Έγινε, μην στεναχωριέσαι’. Μου λέει: ‘Θα πας να μ’ οργώσ’ς το χωράφ’ κάτ’ στο καλύβ’, τέσσερα στρέμματα’. Και παίρνω τη νύχτα – είχε φεγγάρ’ – και παίρνω τα βόδια και πάω. Και κάθισα το όργωσα, το σβάρνισα και έφυγα, δεν μ’ είδε κανένας, τη νύχτα, πέντε ώρες έκανα. Τότε ο γέρος [ο πατέρας μου] ήταν εκτιμητική επιτροπή, δηλαδή, όταν κάνανε ζημιά οι κτηνοτρόφοι, τον παίρναν κι εκτιμούσε το χωράφ’ και μετά από πόσους μήνες κάναν ζημιά και πέρασε και το είδε το χωράφ’ και μου λέει: ‘Πότε όργωσες του ανθρώπου το χωράφ’;’ Λέω: ‘Εγώ;’. Με λέει: ‘Τ’ όργωμα είν’ δικό σου, το ξετράφισμα’ […]. Ε, εν πάση περιπτώσει, το ’χαψε ο γέρος μου.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 ή/τις αρχές της δεκαετίας του 1950, άρχισε να παίζει λύρα, με την σύμφωνη γνώμη του πατέρα του, ο οποίος τελικά αποδέχτηκε την ενασχόληση του με τη μουσική:

Με τον Λαντούρη τον Χαράλαμπο κάναμε την Πρωτοχρονιά παρέα, ήμασταν 5 συνομήλικοι στην ίδια ηλικία και κάναμε παρέα την Πρωτοχρονιά και οι 5 τραγουδούσαμε. Οι δυο είναι στις Σαρδές, οι άλλοι δυο έφυγαν στην Αυστραλία, οι 3 είμαστε εδώ και οι άλλοι δυο στην Αυστραλία. Γυρίζαμε τα σπίτια και ξέρεις άμα πηγαίναμε στα σπίτια δεν καθόμασταν 5 λεπτά και ώρες καθόμασταν. Το ξημερώναμε την Πρωτοχρονιά στα δικά μας τα σπίτια. Ο γέρος μας περίμενε, ο καημένος ο μπαμπάς μου. Πήγαμε στο σπίτι, πήγαμε κατά η ώρα μία. Ε, την λύρα την είχα σε μια πετσέτα, ένα κομμάτι τόσο μικρό, μου την είχε φτιάξει του Λαντούρου ο θείος [ο Θεοφάνης Λαντούρης]. Λέω: ‘δεν θα πει κανένας ότι παίζω λύρα, γιατί θα φάμε όλοι ραβδί’, δεν ήθελα να το μάθει ο μπαμπάς μου. Πήγαμε, το στρώσαμε εκεί πέρα και είχαμε πιει και άλλα, και λέει τούτος ο παλαβός: ‘Αλέκο η λύρα σου; Που είναι η λύρα σου;’ Το ακούει ο γέρος και λέει: ‘Λύρα; Που είναι η λύρα;’ Λέω: ‘Κάτσε. Τη λύρα την είχα κρυμμένη, αλλά δεν είναι δικιά μ’ η λύρα’. Μου λέει: ‘Πήγαινε φέρ’ την μου’. Πάω ένα κομμάτι τόσο, την έβγαλα εκεί πέρα και έπαιξα κάνα δυο κομμάτια. Έπαιξα και πάει στη πόρτα και καμιά φορά χτυπούσε το κεφάλι. Του λέω: ‘Μην το χτυπάς ποτέ αργά δεν είναι’. Μου λέει: ‘Δεν είναι καλή η λύρα’. Ένα κομμάτι τόσο είναι, ούτε μια πιθαμή δεν είναι και είναι ρηχιά η λύρα, πολύ ρηχιά. Τέλος πάντων, πάει και μου παίρνει μια άλλη λύρα 150 δρχ.

 

Μουσική μαθητεία:
Ο Αλέκος Μπαλτεράνος ήταν αυτοδίδακτος μουσικός και προσπαθούσε να εφαρμόζει τεχνικές παιξίματος που είχαν αναπτύξει άλλοι [μεγαλύτεροι σε ηλικία και γνώσεις] λυράρηδες:

Λοιπόν, άρχισα να μαθαίνω λύρα. Όταν παίζανε αυτοί οι μεγάλοι – του Λαντούρη ο μπαμπάς, του Κοτσιναδέλλη, ο μπαμπάς από το Τσιμάνδρια, ένας άλλος Γριτζαλής που τον λέγανε, Αντρέας από τα Τσιμάνδρια – εγώ πήγαινα και [καθώς] έπαιζε [ο λυράρης] πήγαινα από δίπλα του ή από πάνω του κι έβλεπα – ή από το πλάι του καθόμουνα ή από πάνω του – και έβλεπα τι έκανε, που πατούσε, και έτσι ξεκίνησα μόνος. Εγώ την λύρα την έπαιζα […], ήθελα κάθε βράδυ από μια λίτρα πετρέλαιο στην αχυρώνα, εκεί κοιμόμουν, δεν πήγαινα σπίτ’ εγώ να κοιμηθώ. Είχα τα ζώα και κοιμόμουν εκεί πέρα. Κάθομ’ναν και τραγουδούσα μόνος κι έπαιζα, κανένας δεν μου έμαθε πως να την φτιάχνω, να την κουρντίζω, κανένας, μόνος. Λοιπόν, στο χρόνο μέσα – κάθε βράδ’ όμως γινόταν αυτή η δουλειά, κάθε βράδ’ προπόνησ’, τραγούδι μόνος κι έπαιζα και είχα τόσο καθαρό αυτί, δηλαδή, που δεν μπορώ να σου πω – και στο χρόνο μέσα έμαθα να παίζω. Έμαθα να παίζω, δηλαδή, τραγούδια.

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Σύμφωνα με τον Α. Μπαλτεράνο, τα βασικά όργανα στη Λήμνο, ήταν:

…. λύρα, σαντούρι, βιολί, αυτά ήταν.

Ο ίδιος, ωστόσο, έπαιζε συχνά, σε διάφορες περιστάσεις, μόνο μαζί με κάποιον άλλο λυράρη, χωρίς άλλα όργανα. Σταθερά συνεργαζόταν με τον λυράρη Θανάση Κοτσιναδέλλη, από τα Τσιμάντρια:

Με τον Κοτσιναδέλ’ μονάχα [παίζαμε]. Μαζί οι δυο λύρες, το ίδιο παίζαμε [τον ίδιο σκοπό], πρίμα. Ότι παίζ’ ο ένας, παίζ’ και ο άλλος, στο σκοπό απάνω. Εκείνος τραγουδούσε, λοιπόν, πότε έπαιζε, πότε δεν έπαιζε, εκεί που τον επέτρεπε [ο ρυθμός του τραγουδιού] έπαιζε, εκεί που δεν τον επέτρεπε δεν έπαιζε.

Περιστασιακά συνεργάστηκε και με άλλους οργανοπαίχτες. Όπως ανέφερε:

Μια φορά έπαιζα εγώ, το 1972, στο καφενείο, εδώ, μοναχός μου. Εγώ και ο μακαρίτης ο Λυρούδιας [Ιωάννης – από το Πορτιανού] έπαιζε κλαρίνο. Οι δυο μας παίζαμε, μαζί, δεν υπήρχε πρόβλημα. Παίζαμε μαζί και χορεύανε οι άλλοι.

Για τους υπόλοιπους λυράρηδες επισήμανε ότι:

Από τους παλιούς, στον Κοντιά μέσα ήταν κάποιος που τον έλεγαν Κώστα Σκαπέτης, ήταν θείος της μάνας μου. Είχε έναν άλλο που τον λέγανε Γιώργη Αφεντούλια [Γεώργιος Αφεντούλης], πιο καλός λυράρης. Αυτοί που λέω τώρα, ήταν παππούδες μου [ήταν στην ηλικία των παππούδων μου]. Ο Λυβίζος, πρέπει να ήταν από τα έξω τα χωριά, από το Μούδρο, αυτός ήταν ωραίος. Και ο Αφεντούλης από ’κει ήταν, Μουδρινός ήταν. Μέσα στη Λήμνο ήταν ο Λυβίζος ο πρώτος, μετά ερχόταν ο Αφεντούλης, μετά ερχόταν ο Σκαπέτης και είχε και έναν στον Κορνό. Από τον Κορνό δεν θυμάμαι ακριβώς πως λεγόταν αυτός, αλλά και αυτός έπαιζε ωραία λύρα. Και μετά ήρθαν οι άλλοι, αυτοί που γνώρισα εγώ. Λυράρηδες, ήτανε ο Λαντούρης ο Παναγιώτης, ο αδερφός του, ο Θεοφάνης έπαιζε λύρα, και αυτός Λαντούρης, και ο Γιαμαρέλος ο Βαγγέλης, αυτοί είναι όλ’ πεθαμένοι. Απ’ τα Τσιμάντρια, έπαιζε ο μπαμπάς του Κοτσιναδέλ’ λύρα [Γεώργιος Κοτσιναδέλλης], για τον παππού τ’ δεν θυμάμαι. Έπαιζε [λύρα] ο μπαμπάς του, έπαιζε και ο θείος του ο Χρήστος [Χρήστος Κοτσιναδέλλης, αδερφός του Γεωργίου Κοτσιναδέλλη]. Λοιπόν, και έπαιζε και ο Αντρέας ο Γριτζαλής, απ’ τα Τσιμάντρια, λύρα, αυτοί οι τρεις ’παιζαν λύρα. Απ’ την Παναγιά έπαιζε λύρα […], Μηδέλιας λεγόταν αυτός, Γιάννης Μηδέλιας. Είχα γνωρίσει και την λύρα που έπαιζε ένας Τούρκος, Σαλί τον λέγανε, στο χωριό μου, στον Κοντιά, αλλά που πήγε αυτή η λύρα; Η λύρα πάνω στο μανίκι είχε κόκαλο – όπως είναι οι λύρες αυτές που παίζανε οι Τούρκοι στην τηλεόραση που δείχνει – είναι τα στεφνάρια από κάτω και πάει μέχρι εδώ το μανίκι της λύρας, ίσα – ίσα που πιάνει η παλάμη το χέρι. Είναι κοντό γιατί […], δεν είναι μπουζούκι, δεν είναι τέλος πάντων μαντολίνο, δεν είναι ούτι, να έχει μακρύ χέρι. Λοιπόν, στο χέρι, ακριβώς, στη μια παλάμη είχε κόκαλο απάνω, αλλά τι έγινε; Που πέρασε; Ποιος την πήρε; Αυτή μάλλον σαρακόφαγεν’ [την έφαγε το σαράκι], θα τρύπησε η λύρα. Ποιος την πήρε, που πήγε αυτή η λύρα, δεν ξέρω. Όταν μάθαινα εγώ μου την έδωσαν και την έπαιξα και ακριβώς να τόσο, όσο είναι το πακέτο, τόσο ένα πράγμα, που δουλεύαν τα δάχτυλα […], κοντό [μανίκι] και από κάτω ήταν η σκάφη, λοιπόν, ήταν το κόκαλο. Σκέτο κόκαλο [χωρίς σκαλιστά σχέδια] και πατούσες επάνω, ακουμπούσες και την έπαιζες. Και ρώτησα ποιανού είναι; Και λέει: ‘Είναι του Τούρκου του Σαλί’. Αυτός είναι – το σπίτι του είναι όπως είναι το δικό μας το σπίτι στον Κοντιά, 30-40 μέτρα δίπλα. Κατοικείται [τώρα], το πήρανε Έλληνες, αυτοί που το πήραν ξοφλήσανε και τώρα το πουλήσανε και το πήρανε άλλοι.

Όσον αφορά τους άλλους οργανοπαίχτες της Λήμνου, ανέφερε:

…[ένας ήταν] ο Κυριάκος, ο Βουλάριας λεγόταν, και είν’ από τον Κορνό αυτός, έπαιζε βιολί, αυτός ήταν Κορνιώτης [και] είχε παντρευτεί στα Τσιμάντρια. Και ο Μαρινάκης Δημήτριος, είναι από τον Αϊ-Δημήτρη, είναι πολύ καλός αυτός, βιολί έπαιζε, [και] ο μακαρίτης ο Κρασσάς ο Χαρίλαος, αυτός ήταν από τον Κοντιά. Λαούτο είχε παλιά, είχε, Βασίλης το μικρό του, αυτός ήτανε Μικρασιάτ’ς, το είχε φέρ’ από εκεί. Αυτόν ‘Γκρίνια’ τον φωνάζανε, παρατσούκλι. Ο ‘Τζίμης’ έπαιζε σαντούρ’, ο Βόγδανος [ή Μπόγδανος], αυτός έπαιζε ωραίο σαντούρ’. Είχε ακόμα έναν τυφλό, χωρίς μάτια, πάλι Μικρασιάτης, αυτός έπαιζε κλαρίνο. Όταν το ’βαζε το κλαρίνο στο στόμα, δεν το έβγαζε, Στέλιο τον λέγαν [Ζόμπος], και αυτός τον καθένα τον γνώριζε με την ομιλία. Όταν πήγαινε να πει να χορέψει [κάποιος από τους γλεντιστές], έλεγε τον διπλανό του [στο διπλανό οργανοπαίχτη], ότι αυτός είναι ο τάδε. Τα λεφτά τα γνώριζε με το πιάσιμο που τα έκανε, δεν είχε μάτια ο άνθρωπος. Από τα Καμίνια ήταν ο Γιώργος Κωνστάντιος, αυτόν τον γνώρ’σα, έπαιζε κλαρίνο. Ο Κωνστάντιος με το γιό τ’ – μου φαίν’ται το γιο τ’ τον λένε Αντρέα, αν δεν κάνω λάθος – ο γιος του έπαιζε ακορντεόν, [και] εκείνος έπαιζε κλαρίνο. Αυτοί είναι που ’χω γνωρίσ’, έχω χορέψ’ κιόλας σ’ αυτόν, παίζαν αυτοί, χορεύαμε εμείς.

 

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:

Σταθερή δραστηριότητα για τον ίδιο αποτελούσε η συμμετοχή σε γλέντια που διοργάνωναν στο ξενοδοχειακό συγκρότημα ‘Ελβετικά’. Μαζί του έπαιζε και ο Αθανάσιος Κοτσιναδέλης [λύρα]:

Μαζί παίζαμε με τον Νάσο [Θανάση Κοτσιναδέλλη] στα ‘Ελβετικά’ [ξενοδοχειακό συγκρότημα στη Μύρινα]. Θέλανε οι Ελβετοί παραδοσιακά τραγούδια και παγαίναμ’ μια φορά την εβδομάδα, κάθε Σάββατο. Μας πληρώναν το ταξί και 100 δρχ. Τρώγαμε, πίναμε, σκάγαμε και παίζαμε μια ώρα. Είχαμ’ δυο λύρες, πολλές φορές [ο Αθανάσιος Κοτσιναδέλης] στο ‘Πάτ’μα’ [σκοπό της Λήμνου] σηκώνονταν και χόρευε. Είχε Θανιώτες, είχε, ξέρω ’γω, από το Πορτιανού, Τσιμανδριανοί, Κοντιατινοί, μαζευόμασταν γκρουπ και χορεύαν.

 

Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:

Ηχογραφημένο υλικό από την μουσική του Α. Μπαλτεράνου υπάρχει [και] στις καταγραφές του Σίμωνα Καρρά:

Είχαμε ένα κλαρίνο, ένα μπουζούκι και εγώ έπαιζα τη λύρα. Ο μπουζουξής είναι εδώ στο Πορτιανού, Χαλκάς Κώστας λέγεται. Αυτός που έπαιζε το κλαρίνο συγχωρέθηκε, ο Λυρούδιας, Ιωάννης Λυρούδιας, τέλος πάντων, είχαμε δύο, πατέρας και γιος. Ο γιος ήταν ο μπουζουξής που είπαμε και ο μπαμπάς του τραγουδούσε. Από ’ξω από το σπίτι γινότανε [έχει μαζευτεί κόσμος] και τα αφήσαμε στη μέση και πήγαμε στο κοινοτικό γραφείο εγώ και ο Καρράς. Εκεί μαγνητοφώνησε αυτά που ήταν να μαγνητοφωνήσει. Είχε έρθει δυο φορές μου φαίνεται. Είχε ακόμα έναν μαζί του, από τη Θεσσαλονίκη, αλλά δεν θυμάμαι πως τον λέγανε αυτόν.

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

Ο Αλέκος Μπαλτεράνος χρησιμοποίησε αρκετές λύρες κατά τη διάρκεια της μουσικής του ενασχόλησης:

Άλλαξα πολλές λύρες, μέχρι που να βρω τη λύρα που μου ταίριαζε, πολλές λύρες, έναν κόσμο λύρες. Ξεκίνησα με ‘Λημνιά’ και η επόμενη ‘Λημνιά’ ήταν και η άλλη ‘Λημνιά’ ήταν.

Το 1967 δύο Ίμβριοι, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης που τους είχε βοηθήσει το πρώτο διάστημα της παραμονής τους στη Λήμνο, του έκαναν δώρο μια λύρα που είχε κατασκευαστεί στην Κρήτη:

Στην αρχή ήταν ένας Ιμβριώτης εδώ, Σαμακλής λεγόταν, Σαμακλής Θεόφιλος και είχε έναν αδελφό τον Διαμαντή και είχε καΐκι δικό του στη Μύρινα. Λοιπόν, όταν ήρθαν το 1967 εδώ, τους είπα: ‘Άκου να δεις, αν θα μείνετε δεν πρόκειται να απομείνετε χωρίς δουλειά’. Τέλος πάντων, έφυγα εγώ και πήγα στο σπίτι μου. Ξεκινήσανε, πηγαίναν βουτούσαν στην θάλασσα και βγάζανε ψάρια, χταπόδια, βγάζαν πολύ πράγμα και τα πουλούσαν. Και όταν πήγαν με τα σφουγγαράδικα, πήγε στο Ρέθυμνο, βγήκανε, και μου έφεραν μια λύρα. Αυτοί ήρθαν [στη Λήμνο] το 1967, αλλά πήγαν με τα σφουγγαράδικα αμέσως. Κάναν την σεζόν και μου την φέρανε [τη λύρα] στη μέση του 1967.

[…] Σαν ήρθαν το 1967 οι φαντάροι στον Κοντιά, φέρνει ένας Σγουρός Γιώργος μια τόση φαρδιά λύρα και λέει αυτό και αυτό. Φέρνει στο σπίτι την λύρα και λέω: ‘Πόσο την γυρεύει;’ Λέει: ‘1.200 φράγκα’, δίνω τα λεφτά και πάμε στο καφενείο. Τον έναν τον λέγαν Καλλέργη Λευτέρη, αυτόν τον λέγανε Γιώργο Σγουρό και του άλλου το επώνυμο δεν θυμάμαι, Θωμάς λεγόταν και τραγουδούσε ο μπαγάσας […]. Και τα πήρα πίσω τα λεφτά, επιτόπου, ναι. Έπαιζα και χορεύαν αυτοί [και του έδιναν λεφτά για να παίζει]. Λέει ο Γιώργος [Σγουρός]: ‘Θα μου δώσεις την λύρα να παίζω, να μην ξεχάσω αυτά που ξέρω και εγώ όταν απολυθώ θα πάω στο Ωδείο να μάθω’ και πρέπει να παίζει λύρα ο Σγουρός […]. Εν πάση περιπτώσει [του την έδωσα τη λύρα και μέσα στο στρατόπεδο], την ρίξανε κάτω, τι έγινε και μου την σπάσανε την λύρα.

 

Το διάστημα της παραμονής του στην Γερμανία, συνέχισε να προμηθεύεται λύρες:

Στη Γερμανία γνώρισα μια Κρητικιά, ήταν από Ρέθυμνο, Γεωργία Καπνάκη και της λέω: ‘Γεωργία άμα θα πας στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο, θέλω να μου φέρεις μια λύρα, να είναι από αχλαδιά φτιαγμένη’. Μου λέει: ‘Θα στην φέρω’. Την πληρώνω 270 μάρκα […]. Μετά, λέω στο μπατζανάκη μου, γιατί μου τη σπάσανε τη λύρα – έπεσε απ’ του μπατζανάκη μου τα χέρια και μ’ άνοιξε το καπάκι – του λέω: ‘Άμα θα πας στην Κρήτη Στέφανε, να μου φέρεις ένα, αλλά να το λέει η ψυχή του. Να μου φέρεις μια από μουριά’. Αυτή είχε απάνω ένα μπάλωμα άσπρο, ακριβώς στη σκάφη απάνω. Και μετά λέει ο γιος μου: ‘Μπαμπά άμα θέλεις να μου κάνεις δώρο, να μου κάνεις αυτή τη λύρα’. ‘Έγινε του λέω, αυτήν πάρ’ την, τώρα είναι δικιά σου, για ενθύμιο’. Είχα μια ντόπια, από ’δω, ήταν φτιαγμένη στο Πορτιανού, Κατερίνης Κώστας λεγότανε [ο κατασκευαστής]. Λέει ο γιος μου: ‘Αυτή είναι μικρούλα, στενούλα, εγώ θέλω την παραδοσιακιά’. Του λέω: ‘Πάρ’ την, θα σου την δώσω’. Και έχω ένα ξαδερφάκι, είναι στα Χανιά παντρεμένος, έχει πάρει Χανιώτισσα, και του λέω: ‘Γρηγόρη, άμα θα πας στη Κρήτη θα πεις στον πεθερό σου, ότι θέλω μια λύρα από καρυδιά. Πόσο κάνει να στην πληρώσω; Να είναι 22 πόντους φάρδος, θέλω να ’ναι όργανο να μιλάει’. Λέει: ‘Εγώ δεν ξέρω, θα πω στον πεθερό μου’. Ο πεθερός του λεγόταν Γιάννης Κατάκης, ήξερε [από λύρες]. Ήταν κρεοπώλης, είχε κρεοπωλείο, αλλά ήξερε να φτιάχνει λύρες και μου έφτιαξε αυτήν τη λύρα που έχω μέσα. Εγώ αυτήν τη λύρα την έπαιρνα από την Γερμανία, την έβαζα στη θήκη μες το αμάξι, αλλά δεν την ξέσφιγγα, την είχα μέσα κουρδισμένη. Λοιπόν, και το καπάκι σέλωσε, κάθισε το καπάκι και έχανε η λύρα και την έδωσα σε έναν […].

 

Σύμφωνα με τον Α. Μπαλτεράνο, στη Λήμνο, λύρες κατασκευάζονταν κυρίως στον Κορνό και στον Κοντιά:

Οι λύρες που φτιάχνανε, τις φτιάχνανε στον Κορνό, Έλληνες μαστόροι, αλλά αυτοί, την τέχνη την κλέψανε από τους Τούρκους. Τέχνη όπως τ’ ούτι που είναι. Δεν έχουν κλέψει το μπουζούκι; Είχε Τούρκους εδώ, που παίζανε ωραία λύρα. Και στον Κοντιά είχ’ έναν κι έφτιαχνε και αυτός λύρες, Θεοφάνη Λαντούρης. [Το σκάφος της λύρας] πρέπει να είναι από μαύρη μουριά, η άσπρη βγάζει φωνή, αλλά βγάζει τη λιανή φωνή, ψηλή και γλυκιά. Η μαύρη βγάζει πολύ φωνή και καθαρή φωνή, πρέπει να μην έχει άσπρο μέσα, να μην έχει ασπράδα. Να ’ναι, δηλαδή, κατάμαυρη η λύρα που θα φτιάξεις από μουριά, αυτό είναι το μυστικό. Και καπάκι από ακακία, να βρεις ακακία και να είναι καλός ο μάστορας, να το περάσει και να δεις τι φωνή βγάζει, γιατί η ακακία έχει φαρδιά νερά και να δεις τι φωνή βγάζει, μουγκρίζει η λύρα, πολύ απόδοση βγάζει.

 

Σε κάποιες περιπτώσεις, ο Α. Μπαλτεράνος ανακατασκεύαζε μέρη της λύρας και του δοξαριού με υλικά που επέλεγε ο ίδιος, για να πετύχει καλύτερη απόδοση:

Τα δοξάρια τα φτιάχναμε μόνοι μας, με μια λυγαριά και τρίχες από άλογο. Αρσενικό άλογο, θηλυκό δεν κάνει, γιατί τις κατουράει και κοβόταν, ενώ το αρσενικό δεν τις κατουράει. Πόσα χρόνια τις έχω αυτές; Εγώ το έχω φτιάξει το δοξάρι αυτό, το πήρα από τη Γερμανία και ήταν φυτικές οι τρίχες, πλαστικές. Δεν μου άρεσε, γιατί η πλαστικιά κάνει άλλη φωνή, ενώ η φυσικιά η τρίχα κάνει άλλη φωνή. Τις πέταξα και πήρα από δω, πρέπει να είναι 8 ή 9 χρόνια που τις έχω περάσει.

 

Τοπικές δράσεις:

 

Ο Αλέκος Μπαλτεράνος έπαιξε κυρίως στην περιφέρεια του Κοντιά:

[…] στον Κοντιά έχω παίξει, στα Τσιμάνδρια, στο Πορτιανού. [Στο Μούδρο] κατά ’κεί, δεν έχω παίξει. […] Έπαιζα σε γάμους, στον Κοντιά έπαιζα. Και παντρεμένος που ήμουνα έπαιζα και ελεύθερος έπαιζα σε πάρτι, αρραβώνες, γάμοι, με παίρνανε. Φτώχεια υπήρχε και σου λέει γιατί να πάρουμε όργανα; Να πάρουμε 2-3 άτομα και 4 και 5; […].

 

Υπερτοπικές δράσεις:

Εκτός Λήμνου, είχε παίξει το 1967 στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης [Δ.Ε.Θ.], μαζί με τον Αθανάσιο Κοτσιναδέλλη:

Στην έκθεσ’ είχαμ’ πάει το 1967 με το πραξικόπημα. Τότε πήγαμε στην έκθεση, μας πήραν. Εγώ δεν ήθελα να πάω γιατί είχα δουλειά, είχα τότε πολύ δουλειά εγώ. Άφ’σα και τα ζώα στη γυναίκα, η γυναίκα μ’ ήταν σ’ ενδιαφέρουσα [έγκυος]. Μας είχε πάρει ο Δήμος Μύρινας, αλλού δεν έχω πάει.

 

Ρεπερτόριο:

Για τους τοπικούς σκοπούς και τα τραγούδια της Λήμνου ο Α. Μπαλτεράνος ανέφερε ότι:

είναι ο ‘Κεχαγιάδ’κος’, το ‘Πάτ’μα’, είναι ο ‘Μπροστ’νοπίσινος’ [ή ‘Μπροσ’νοπίσ’νος’], είναι τρία μπρος και δύο πίσω [βήματα], είναι ο ‘Συμπεθερ’κάτος’ που λέν’. Αυτά είναι τα τραγούδια, δηλαδή, δεν έχ’ πολλά τραγούδια η Λήμνος, παραδοσιακά τραγούδια.

Όπως επισήμανε, πριν την εισαγωγή των Μικρασιάτικων σκοπών και τραγουδιών, αυτοί οι σκοποί και τα τραγούδια αποτελούσαν το βασικό κορμό του μουσικού ρεπερτορίου των λυράρηδων:

Πέντε τραγούδια ήτανε, δεν είχε άλλα. Όλη νύχτα τα τραγουδούσανε και χορεύαμε. Χορεύαμε, δηλαδή, και ο άλλος έπαιζε τη λύρα και εμείς τραγουδούσαμε, ακολουθούσε η λύρα. Απ’ τον ‘Κεχαγιάδικο’ ξεκινούσανε, μετά βάζαν το ‘Πάτημα’, μετά αρχινούσαν βάζαν τον ‘Συμπεθερκάτο’, ε, μετά τέλος πάντων [….]. ‘Μπροσ’νοπίσ’νο’, ξέρω ‘γω, τον ‘Μπροσ’νοπίσ’νο’, αυτά ήταν. Όλοι χορεύαν [άντρες-γυναίκες], δεν υπήρχε παρεξήγηση. Όταν βγήκανε, ας πούμε, τα Σμυρναίικα και τα ζεϊμπέκικα, χασάπικα ξέρω ’γω, εκεί αρχίσανε να δίνουν παραγγελίες. Τότε δινόταν οι παραγγελίες, ενώ όταν παγαίναν σε γάμους, όλοι μαζί χορεύαν.

 

Ο Α. Μπαλτεράνος αναφέρθηκε και στα δρώμενα των Αποκριών και των Φώτων:

[τις Απόκριες έλεγαν]…αρσίζ’κα τραγούδια, λέγανε βρομόλογα στον ίδιο το σκοπό [του ‘Συμπεθερ’κάτου’]. Τότε δεν είχανε οι Λημνιοί πολλά τραγούδια και δεν είχαν σκοποί πολλοί, ήτανε λίγοι οι σκοποί.

Την παραμονή των Φώτων έπαιζαν και τραγουδούσαν ένα συγκεκριμένο σκοπό:

αυτό ήταν, το τραγούδ’ ‘του Φωτός’. Εκείνα τα χρόνια βγαίναν’ με τη λύρα [πηγαίνανε στα σπίτια], αλλά τώρα τα κόψαν όλα, δεν βγαίν’ κανένας, τίποτα, ούτε τραγούδια να πουν, ούτε τίποτα. Τελειώσαν πια οι παλιοί, οπότε ότι και να πούμε […].

Με ιδιαίτερη έμφαση αναφέρθηκε στα δρώμενα του γάμου:

[…] παίζαν, ας πούμε, τον ‘Γαμπρίκιο’ που λέγαν. Πάντ’ αυτό είχε, ας πούμε, από παλιά, [τον ‘Γαμπρίκιο’ τον παίζανε] την ώρα που πηγαίνανε στην εκκλησία. Μπροστά τα όργανα και παγαίναν – και δεν είχε όργανα, ήταν [μόνο] η λύρα. Πήγαινε μπροστά η λύρα και ξοπίσω ακολουθούσαν. Λοιπόν, τι γινόταν ας πούμε στο Μυστήριο; Παγαίναν στην εκκλησία, μετά από την εκκλησία έφευγε ο λυράρης και πήγαινε στο σπίτι και καθότανε. Έτρωγε, γιατί μόλις πήγαινε το αντρόγυνο, αυτός ήταν προετοιμασμένος, φαγωμένος και όλη νύχτα λύρα. Ύστερα σεργιανούσαν και το γαμπρό στα σπίτια, στους καλεσμένους εννοώ, δηλαδή, όλο το χωριό να φέρουν στα σπίτια [τους] το γαμπρό. Δεν τον αφήναν τον γαμπρό να πάει στη νύφ’, [στα σπίτια μέσα] παίζαμε, χορεύαμε, το κάναμε άνω-κάτω. Τι είχε στρωμένα, κάτω τα πετούσανε. Μας κερνούσαν, μας πότιζαν, φεύγαμε, μετά παγαίναμε στο άλλο το σπίτι. Όταν τελειώναμε τα σπίτια, παγαίναν δυο-τρεις που το έλεγε η ψυχή τ’ς και κρατούσαν την πόρτα. Δεν τον αφήναν [το γαμπρό] να μπει ο άνθρωπος μέσα στη νύφη. Τον ’λεγαν: ‘Τάξε, τι θα προσφέρεις;’. Κι έλεγε ότι: ‘εγώ θα σας κάνω τραπέζι’. Σε οχτώ μέρες έπρεπε να παρουσιαστούμε, η παρέα, να μας κάνει τραπέζι. Τώρα, αρνί θα έσφαζε; κατσίκι θα έσφαζε; τράγο θα έσφαζε; να μας κάνει το τραπέζ’ […]. Αλλά, πριν μπούμε μέσα, ειδοποιούσαμε εμείς, ότι την τάδε ώρα θα ’ρθουμε. Και ήτανε σούπα, κοτόσουπα, δυο-τρεις κότες, πέντε αναλόγως την παρέα που ήταν, δεν μας ένοιαζε που θα τις ήβρισκε, να πα’ να τις κλέψ’, δε μας ένοιαζε. Δεν ήταν κλεψιμιά αυτά, δηλαδή από την γειτονιά. Αφού ηξέραμ’ ότι δεν είχε κότες. Κι έλεγε: ‘Φέρε μια κότα εσύ, δώσε μια κότα εσύ, δώσε μια κότα ο άλλος’. Και τις βράζανε, τις μαδίζανε και κάνανε τη σούπα, στο σπίτι του γαμπρού παγαίναμε. Τέλος πάντων καθόμαστε, τρώγαμε, πίναμε και τον αποχαιρετούσαμε και φεύγαμε. [Εκεί ήταν] μόνο άντρες, όχ’ γυναίκες. Οι πιο πολλοί μέναμε για καλαμπούρι […]. Αλλά. στο γάμο σε ξεκουράζανε από τραγούδια, γιατί είχε μέσα ταλέντα [γλεντιστές] που χορεύαν και τραγουδούσαν, εσύ μονάχα έπαιζες, και έτσι η δουλειά βολευόταν. Ύστερα εγώ ήξερα αυτούς που τραγουδούσαν.

 

Αμοιβή:

Σύμφωνα με τον Αλέκο Μπαλτεράνο οι αμοιβές διαφοροποιούνταν ανά χωριό, ανάλογα με το είδος της επαγγελματικής ενασχόλησης των κατοίκων. Για τον ίδιο, εκτός από το ύψος της αμοιβής, σημαντικό ρόλο έπαιζε και η προσωπική του ψυχαγωγία:

Στον Κοντιά δεν πληρώνανε, δεν είχε πολλά λεφτά ο Κοντιάς, αλλά στο Θάνος, επειδή ήταν η Μύρινα κοντά, δουλεύαν [οι κάτοικοι]. Οικοδόμοι δουλεύανε, σε γραφεία μέσα δουλεύαν, ενώ στον Κοντιά ήταν κτηνοτρόφοι. Από φαγιά ο Κοντιάς ήταν πλούσιος, και από ψωμιά, είχανε τα πάντα. Στο Θάνος δεν έχει γη, τα βουνά που βλέπεις στο Θάνος, όλα τα δουλεύανε, ήταν οργωμένα, για να βγάλουνε ένα σακί κριθάρι, τόσο πολύ φτώχεια. Πλατύ και Θάνος είναι τα πιο φτωχά χωριά της Λήμνου, εάν δεν ήταν η Μύρινα, αυτά τα χωριά δεν θα υπήρχαν, τόσο πολύ φτώχεια. Εμένα [όμως] ούτε και μ’ ένοιαζε αν έπαιρνα λεφτά ή δεν έπαιρνα, αλλά και ποτέ δεν έμεινα απλήρωτος. Όσες φορές έπαιξα σε γάμους, σ’ αρραβώνες, σε διασκεδάσεις, σε πάρτι, πάντα ήμουν πολύ ικανοποιημένος απ’ τα λεφτά. Διότι πήγαινα κι έκανα το γούστα μ’ και ο κόσμος πλήρωνε, ο κόσμος πλήρωνε. Τ’ς έλεγα, ας πούμε, και αστεία, τ’ς έλεγα στα τραγούδια μέσα, που τραγουδούσα ξέρω ’γω, τ’ς έκανα καλαμπούρ’. Αλλά τότε ήμουν νέος, ήμουν 25-26-27 χρονώ παιδί, νέος. Όταν άνοιγα το στόμα μ’ ξεραίνονταν οι πέτρες, τόσο πολύ φωνή, απόδοση. Η λύρα να μην έπαιζε, χορεύαν αυτοί με τα τραγούδια που τραγουδούσα, δεν τ’ς ένοιαζε.

Ικανοποιητικές απολαβές είχε συνήθως όταν έπαιζε σε γάμους και αρραβώνες. Το ποσό της αμοιβής του άλλοτε ήταν προκαθορισμένο, και άλλοτε προέκυπτε από τα χρήματα που του έδιναν [«έριχναν»], όσοι από τους γλεντιστές ήθελαν να χορέψουν [«χαρτούρα»]:

Στο χορό, εκεί που χορεύαν [έπαιρνα] ότι δίναν. Αλλά όταν ήταν σ’ αρραβώνες δηλαδή τέτοια πράματα, πληρωνόμουνα […]. Έπιασα μέχρι 1.230 φράγκα, το 1962 έπαιξα σε ένα αρραβώνα στο Θάνος και πήρα 1.230 φράγκα.

 

Φωτογραφίες

Ηχογραφήσεις

1. Κεχαγιάδικος χορός Πορτιανού | 2001 κεχαγιάδικος Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα και τραγούδι Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
2. Μπατζινάδες Μύρινα | 2001 Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα και τραγούδι Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
3. Παναγιά Χορός Πορτιανού | 2001 οργανικό παναγιά Χορός Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
4. Κατσιβέλικος Πορτιανού | 2001 οργανικό κατσιβέλικος Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
5. Κεχαγιάδικος Μύρινα | 2001 κεχαγιάδικος Θανάσης Κοτσιναδέλλης, λύρα και τραγούδι, Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
6. Λιβύζικος Πορτιανού | 2001 Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα και τραγούδι Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
7. Μπαλαρτός χορός, με σκωπτικά δίστιχα Μύρινα | 2001 μπαλαρτός χορός Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα και τραγούδι Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
8. Μπροστινοπίσινος Πορτιανού | 2001 μπροστινοπίσινος Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα και τραγούδι Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
9. Γαμπρίτσιος παλιός Πορτιανού | 2001 του γάμου Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα και τραγούδι Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
10. Συμπεθερ’κάτος (με σκωπτικά δίστιχα) Πορτιανού | 2001 του γάμου Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα και τραγούδι Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
11. Κάλαντα Φώτων Πορτιανού | 2001 κάλαντα Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα και τραγούδι Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
Μετάβαση στο περιεχόμενο