Μουτζουρέλλης Μιχάλης

Λέσβος

Τόπος γέννησης: Αγιάσος, Λέσβος

Χρόνος γέννησης: 1921

Προσωνύμιο («Παρατσούκλι»):

Λαγός (Το παρατσούκλι αυτό αναφέρεται σ’ όλη την οικογένεια).

Λαγός…ο πατέρας μου τον βγάλαν Λαγό, επειδή περπατούσε (πολύ και γρήγορα).

 

Ιδιότητα:
Πρακτικός οργανοπαίχτης. Παίζει νταούλι, φλογέρα, ζουρνά και κυρίως κλαρίνο.

Έπαιζα φλογέρα. Το κλαρίνο το ξεκίνησα το ’40. Ο πατέρας μου έπαιζε ζουρνά, ο αδερφός μου («Αριστείδης») έπαιζε νταβούλι. Έφυγε στρατιώτης και αναγκάστηκα εγώ να παίζω νταβούλι […] Το ευτύχημα ήταν που ο μπαμπάς μου ήταν εγωιστής, δεν το ’παιρνε αυτός (να κουβαλήσει δηλαδή το νταβούλι). Το σήκωνα μόνο εγώ, κι ήμουν και μικρός […] Εγώ πρωτοέπαιξα νταβούλι το ’34.

 

Γονείς:
Ο πατέρας του ονομαζόταν Γρηγόρης Μουτζουρέλλης ή «Λαγός» και καταγόταν από την Αγιάσο. Ήταν αγρότης, κτηνοτρόφος και στη συνέχεια οργανοπαίχτης, έπαιζε ζουρνά και νταούλι.

Όταν άρχισε να παίζει (ο Γρηγόρης) ζουρνά θε να ’μουνα γεννημένος, αλλά ήμουνα μικρός, δεν το θυμάμαι. Εγώ πρωτοέπαιξα νταβούλι το ’34. Ο πατέρας μου έπαιζε πρωτύτερα, πολλά χρόνια πιο μπροστά, μπορεί και πριν είκοσι τρία… Έπειτα λοιπόν που σταμάτησε τα πρόβατα, εξασκούσε το επάγγελμα αυτό. Εγώ ήμουνα πιτσιρικάς που ’χε τα πρόβατα. Θυμάμαι λίγο. Ύστερα πια τα πούλησε τα πρόβατα… κι ύστερα έπιασε το επάγγελμα αυτό.

 

Ο πατέρας του ήταν ο μοναδικός ζουρνατζής στην Αγιάσο, μαζί με τον Αντριά Χατζηκινάκη:

Στην Μυτιλήνη με τον Αντριά παίζαν μαζί. Και νταβούλι και ζουρνά έπαιζε. Τον έφταξα εγώ. Ζουρνά έπαιζε ο Αντριάς. Πότε έπιανε ο πατέρας μου νταβούλι, πότε ο Αντριάς, αλλάζανε, ξεκουράζαν ο ένας τον άλλο. Ύστερα λοιπόν, έμαθε ο αδελφός μου και παίζαν πια δυο ζουρνάδες.

 

Ο Γρηγόρης Λαγός έπαιζε και σε γάμους:

Τότες δεν υπήρχαν μουσικοί… Τους παρακαλούσαν να πα’ να παίξουν. Σ’ όλη την περιφέρεια… κι έπειτα, ανάλαβα εγώ, πάλι πηγαίναμε. Δεν προτιμούσαν τις μεγάλες κομπανίες γιατί ήταν πιο ακριβοί και δεν επαρκούσαν, γιατί γλεντούσαν τότες, τα παλιά χρόνια γλεντούσαν πολύ οι άνθρωποι. Κάποιοι παίρναν τη μουσική ας πούμε την καλή και οι άλλοι εξ ανάγκης φώναζαν τον πατέρα μου…

 

Για τον ζουρνά του πατέρα του ο Μιχάλης αναφέρει:

Τον ζουρνά του πατέρα μου τον φέραν από την Κωνσταντινούπολη. Τότες από ’δω πήγαιναν εκεί, κάναν εμπόριο, Μυτιλήνη, ήταν ελεύθερα. Δούλευαν εκεί και τον έφεραν λοιπόν…δεν θυμάμαι ποια χρονολογία. Μας έλεγε ο πατέρας μου ότι του τον φέραν από την Κωνσταντινούπολη, ότι τον πήραν έτσι για πλάκα, πως να σου πω δηλαδή. Τον ήβραν, τον πήραν από ‘κει, φτηνόν φαίνεται, κι όταν ήρθαν λοιπόν εδώ… Τότες εορτάζαν τις Απόκριες, τα παλιά τα χρόνια εορτάζαν, γλέντια μεγάλα, προπαντώς οι Απόκριες. Λοιπόν και τον πήραν κι όταν τον φέραν εδώ τον ζουρνά, ποιός θα τον παίξει; Δεν ήξερε κανείς. Φωνάξαν λοιπόν τον πατέρα μου, επειδής ήταν τσοπάνης, επειδής έπαιζε τη φλογέρα, λέει αυτός μπορεί να το παίξει. Μελέτησε κάνα – δυο αυτό, έπαιξε. Έγινε το γλέντι τις Απόκριες. Με νταβούλι μαζί (που έπαιζε ο Αντριάς Χατζηκινάκης) έπαιξε. […] Μου ’λεγε ο πατέρας μου, τον ζουρνά, δεν τον λένε ζουρνά, τον λένε ζορι-νά, είναι ζόρι στο φύσημα… Αλλά ο πατέρας μου μόνο με τον ζουρνά. Τον έχει δωρήσει στο Αναγνωστήριο.

 

Οικογενειακή κατάσταση:
Είναι παντρεμένος και η γυναίκα του κατάγεται από την Αγιάσο.

Άλλοι μουσικοί που υπάρχουν στην οικογενειά του:

 

  • Γρηγόρης Μουτζουρέλλης ή «Λαγός». Ο πατέρας του. Ήταν αγρότης και κτηνοτρόφος. Αρχικά έπαιζε φλογέρα. Σύμφωνα με τον γιο του Μιχάλη πρέπει να ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά ζουρνά πριν το 1923. Όταν ξεκίνησε να παίζει ζουρνά, εγκατέλειψε την κτηνοτροφία.

Έπαιζε ζουρνά και νταβούλι σε ‘ζυγιά’ με τον Αντριά Χατζηκινάκη, που έπαιζε επίσης ζουρνά και νταούλι, καθώς και με το γιο του Ανέστη ή «Αριστείδη», που έπαιζε νταούλι. Στο διάστημα 1934-37, όταν ο γιος του «Αριστείδης» έκανε τη θητεία του, τον συνόδευε με το νταούλι ο γιος του Μιχάλης. Ο Γρηγόρης Μουτζουρέλλης πέθανε το 1943.

 

  • Ανέστης ή «Αριστείδης» ή «Αριστής» Μουτζουρέλλης ή «Λαγός». Αδερφός του.
    Γεννήθηκε το 1913. Έπαιζε νταούλι σε ‘ζυγιά’ με τον αδερφό του Μιχάλη στο κλαρίνο, έως το 1953, οπότε διορίστηκε αγροφύλακας. Μετά το 1953 συνέχισε να παίζει νταούλι μόνο περιστασιακά, με τον αδερφό του.

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Παράλληλα με την επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης απασχολούνταν και σε αγροτικές εργασίες, κυρίως στην ελαιοκαλλιέργεια. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος:

Το καλοκαίρι έχει πολλά πανηγύρια, βγαίνει μεροκάματο. Το χειμώνα όμως κάναμε κι άλλες δουλειές αγροτικές.

 

Προσωπική και οικογειακή πορεία:

Εδώ τα παλιά τα χρόνια, τότες που ήμουνα πιτσιρικάς εγώ, δεν είχε εξέλιξη, όπως έχει τώρα… πάει ο κόσμος την Κυριακή, κατεβαίνει κάτω κι αυτά. Είχε μες την Αγιάσο πάνω από δέκα κουϊτούκια. Δηλαδή, κουϊτούκια λέγοντας, καφενεδάκια, χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά.. Δύο – τρία κουϊτούκια είχε η Μπουτζαλιά (συνοικία της Αγιάσου). Διπλά στο σταθμό Χωροφυλακής, λεγόμενο ‘Ζερδελέλι’. Είχε του Δούκα Κουφέλη, στην Αγία Τριάδα δίπλα, πιο πέρα, του Καρά, του Ροδάνη, στην πλατεία πάνω του Καρά, του Ροδάνη πιο παρακάτω λίγο. Του Ροδάνη αυτό, το καφενείο είχε μέσα τρία – τέσσερις ζωγραφιές του ζωγράφου μας, του Θεοφίλου. Αυτά είναι άλλα χαλασμένα, άλλα είναι εγκαταλειμμένα. Λοιπόν είχε κάτω, στην Κάτω Αγορά, του Παλαιολόγου, κι αυτό καλό. Δηλαδή τα γλέντια τότες γινόνταν και οι ερωτεύσεις γινόνταν στα κουϊτούκια, παγαίναν. Είχες κει στο σπίτι σου απέξω, είχε κοπελίτσες εκεί, μαζεύονταν και οι νέοι και… Καφενεία η αγορά είχε μέσα ναι, αλλά τα γλέντια γινόνταν μες στα κουϊτούκια. Τα κουϊτούκια ήταν τα νυφοπάζαρα… Βγαίναν οι παρέες, τραγουδούσαν και πίναν. Βάλε μας να πιούμε ούζο, παραπάνω άλλο, ήταν κι οι κοπελιές τους εκεί μαζεμένες. Κατάλαβες; Όχι καφέ. Ορισμένα βράδυα, ορισμένα μονάχα, Κυριακή….

Στα κουϊτούκια της Αγιάσου, που άκμασαν έως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπαιζε μουσική ο πατέρας του, και στη συνέχεια έπαιζε και ο ίδιος ο Μιχάλης καθώς και ο αδερφός του Ανέστης ή «Αριστής».

Κυριακή όταν τρώγαμε, δηλαδή 3 – 4 η ώρα λοιπόν, παίζαμε στα κουϊτούκια. Εκεί δεν μας πλήρωνε ο καταστηματάρχης, κερνούσαν οι παρέες, μεθυσμένοι χορεύαν. Και ξέχασα να σας πω, γίνονταν πολλές φασαρίες. Φασαρίες, καυγάδες. Άλλος θα χορέψω ’γω, άλλος δεν θα χορέψουν… Άμα είσαι κομματέλι πιο τσαχπίνης, πιο βλάμης, πιο παληκαράς… φασαρίες μεγάλες, καυγάδες. Είχε κι ένα κουϊτούκι που ξέχασα να σας πω: Φιλέλη Παντελή, στην Αγιά Τριάδα. Και για τις γυναίκες γίνονταν καυγάδες, ‘γιατί πείραξες την γκόμενά μου εσύ…!’. Δεν είχε καρέκλες, είχε καρεκλιά, δηλαδή καθίσματα τα μισά, σκαμνιά και χωρίς πλάτη. Χτυπούσαν, κι άμα ήταν βράδυ χτυπούσαν και σβούσαν τις λάμπες. Είναι πιο φοβερό αυτό. Λάμπες είναι με πετρέλαιο, λάμπες λοιπόν άμα ήνταν και πα στη λάμπα, έσπα λοιπόν. Τι να δεις πια, σκοτάδι μέσα, τι να δεις. Τρέχεις μπας και σε χτυπήσει καμιά… Κι αστυνομίες πιλαλούσαν (έτρεχαν). Θυμάμαι καυγάδες, θυμάμαι πήγα και μάρτυρας σε μια… Καθαρή Δευτέρα έγινε η φασαρία, στο κουϊτούκι «Μαρμάρας», στη Μπουτζαλιά, εκεί έγινε. Δηλαδή οι περισσότεροι καυγάδες γίνονταν και με τις χοροί. Διότι, χόρευες εσύ, ήσουνα με τη γυναίκα σου, ήσουνα με την κόρη σου, εντάξει, ήσουν με τον φίλο σου… Έρχονταν αυτοί που ήταν πιο ζωηροί, πιο παληκαράδες κι έρχονταν σε μένα, που έπαιζα με το κλαρίνο, έπιασε το κλαρίνο, σταματάμε. Λέει θα χορέψουμε, πως θα χορέψετε εσείς αφού χορεύειν, φέρνω ’γω την ευθύνη… Παληκαράδες αυτοί, όχι θα παίξετε… Πήγαμε και μαρτύροι, πήγαμε τότες, θυμάμαι και δίκασε και τους δύο… Εμείς άμα βλέπαμε καυγάδες, φεύγαμε! Μόνο νεαροί και μεγάλοι πηγαίναν στα κουϊτούκια. Φιγούρες με μαχαίρια, «ανάλιες» κλπ. Έχω ακούσει στην γάμπα, έχω ακούσει ένας χωροφύλακας, απόμεινε ιστορικό. Επειδής ήθελε μια, άλλος την πείραξε, ένα τέτοιο πράγμα.. Στην γάμπα. Φασαρίες γίνονταν πολλές, τότε ήμαστε πιο, πιο άγριοι να το πούμε; Ενώ τώρα, ε και τώρα, δηλαδή να παίξουμε εμείς εκεί μέσα σ’ ένα καφενείο, μέσα σ’ ένα καφενείο να παίξουμε μουσική, θα γίνει φασαρία. Οπωσδήποτε, ενενήντα εννιά τοις εκατό θα γίνει. Γι’ αυτό και της Παναγιάς (στο πανηγύρι το Δεκαπενταύγουστο), άλλη φορά, μας πιάναν να παίξουμε προ ένα μήνα, ενάμιση μήνα, μας πιάναν να παίξουμε στο καφενείο, ο καφετζής, να παίξουμε για να κάνει δουλειά ο καφετζής. Δίναμε το λόγο μας λοιπόν να παίξουμε, εντάξει. Τώρα πέντε – έξι χρόνια, ίσως και δέκα θα ’ναι, δεν μας βάζουν μέσα να παίξουμε. Γιατί… Θα σου πω γιατί: Επειδής στο πανηγύρι, παλιά, προπολεμικώς, γίνονται… ο κόσμος που ανέβαινε δεν ήταν τόσο πολύς. Τώρα το πανηγύρι της Παναγιάς εξελίχθηκε σε μεγάλο… Απ’ τον Έβρο έρχονται, απ’ όλη την Ελλάδα. Λοιπόν, επειδής λοιπόν, να ’μαι ειλικρινής, έχει και ευχέρεια χρημάτων τώρα ο κόσμος, δεν έχουν οι καφετζήδες εδώ, δεν έχουν τόπο να τους εξυπηρετήσουν. Ενώ πρωτύτερα λίγος κόσμος, φτώχια και παίζαμε για να κάνει δουλειά ο καφετζής, να κάνουμε και ’μείς. Ενώ τώρα, άμα βάλεις μουσική μέσα, θα γίνει ζημιά, θα γίνει μια φασαρία, θα φύγουν οι πελάτες, να μην πληρωθεί, να χάσουν τον λογαριασμό. Λοιπόν κατάλαβες; Δεν βάζουν μουσικές μέσα τώρα. Δηλαδή και πολλοί που έρχονται απ’ την Μυτιλήνη… που έρχονται, άσχημο πράγμα, να πάνε στην Αγιάσο να μην ακούσουνε μουσική. Άσχημο πράγμα. Καμιά δεκαριά χρόνια θα έχει αυτή η δουλειά (που σταμάτησαν να παίζουν μουσικοί στα καφενεία στο πανηγύρι της Αγιάσου).

 

Ο Μιχάλης συμπληρώνει για τα κουϊτούκια:

Τα κουϊτούκια μέχρι το 1942, ’44-’45 ήταν. Καταργηθήκανε επειδής τα καρναβάλια, πήρε απόφαση ο πρόεδρος των καρναβαλέων, τα καρναβάλια να μην γυρίζουν στο χωριό, στα κουϊτούκια, να πάνε κάτω στο σταθμό αυτοκινήτων… Τα καρναβάλια γύριζαν μες στο χωριό, στα κουϊτούκια.

Λαϊκά στρώματα πήγαιναν στα κουϊτούκια. […] Το καφενείο τούτο (το επονομαζόμενο «Καφενταρία», στην πλατεία της Αγιάσου), το είχε δώσει δώρο ο Μανιάκας, το δώρησε για τη Σχολική Επιτροπή. Το καφενείο τούτο είναι υποχρεωμένο, συμβόλαια, διαθήκη καμωμένη να γίνεται ή ζαχαροπλαστείο ή καφενείο, όχι τίποτ’ άλλο. Είναι η διαθήκη τέτοια… Ύστερα λοιπόν το πήραν οι εθνικόφρονες της Αγιάσου. Βάλαν ταμπέλα έξω: «Λέσχη Εθνικοφρόνων». […] Τα ευρωπαϊκά τότες ήταν λίγα. Μην κοιτάς τώρα… Εξέλιξη. Δεν έπινες καφέ εδώ μέσα (επί Κατοχής των Γερμανών). Δεν ήταν για να μπεις εδώ μέσα.

 

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης αναφέρεται εκτενώς στο αγιασώτικο καρναβάλι:

Παίζαμε ’μεις, παίζαμε όλοι [….] Το ’44 όταν πατήσανε Γερμανοί και παίρναν το, αυτή, έγινε καρνάβαλος εδώ. Τότε πέθανε ο Βασίλειος Σκανδαλιάρης… Έγινε καρνάβαλος, είχε ένα μπουρί απ’ τη σόμπα, είχε ένα τρίποδο, έβαζε το μπουρί μέσα λοιπόν και το γύριζε. Μέσα στο μπουρί είχε μια αυτή και γύριζε. Όπου λοιπόν σταμάτησε λοιπόν αυτός… «Για δε ψωμιά, για δε τυριά…» είναι για τη Ρωσία τότες, κατεβαίναν πια. Εύτου νόημα έχει αυτό. Όταν χάναν πια οι Γερμανοί… Γι’ αυτό μέσα σπάσαν το Αναγνωστήριο. Το Αναγνωστήριο τότες… γιατί… ήταν του Αναγνωστηρίου. Το σπάσαν όχι Γερμανοί, Αγιασώτες (εθνικόφρονες). Ο Καμπάς είναι Γεραγώτης αυτός, έπαιζε κλαρίνο. Χριστοφαρής, Αγιασώτης. Είναι σ’ ένα συγκρότημα καρναβαλικό. «Κόλαση και Παράδεισος», ανέβηκε πριν πολλά χρόνια, είκοσι ή δεκαπέντε χρόνια. Ο Χριστοφαρής ήτανε μαύρος, χοντρός, γεμάτος, τα μάτια μακιγιαρισμένα, ήταν σαν χάρος. Αυτός λοιπόν κι εβάστα μια ζυγαριά. Τις ζυγαριές κάτι παλιού τύπου… Αρχή – αρχή λέει: ‘Να η Κόλαση και ο Παράδεισος’. Έδειξε λοιπόν την Κόλαση και τον Παράδεισο μεσ’ στο όχημα. Να κι ο Χάρος με την ζυγαριά. Στη ζυγαριά ζύγιαζαν την ψυχή… Επί χούντας γράψανε το, ανακρίνανε…. (λογοκρισία). Σβήσανε λοιπόν ορισμένα πράγματα… Επί χούντας, το τελευταίο το καρναβάλι που έγινε, επί χούντας, «Οι δώδεκα θεοί» ήταν… Ήταν ο Μηνάς… Λέει στο μεγάφωνο: «Περιμένετε, μην πιάσετε, να ‘ρθει ο Νομάρχης, ο Στρατιωτικός Διοικητής…». Περιμέναμε, περιμέναμε, καμιά φορά λοιπόν ήρθε, εντάξει, καθίσματα πρώτης θέσεως. Κάτσαν λοιπόν εκεί… Ξέρεις, τ’ αγιασώτικα πρέπει να τα εξηγήσεις… Βγαίνει ο Μηνάς (πάνω στο άρμα «Οι δώδεκα θεοί») και λέει «Χαίρε λαέ ασκόλευτε». Ο Διοικητής λέει και ο Νομάρχης λέει, τι θέλει να πει αυτό; Δηλαδή, χαίρε λαέ ακαλλιέργητε.

Είναι το ευτύχημα, τις Απόκριες λοιπόν τα καφενεία το βράδυ, Κυριακή βράδυ και Δευτέρα βράδυ, να πας τη γυναίκα σου στο κέντρο. Από αισχρά είναι η αυτή μας, πως να στο πω, το έμβλημά μας δηλαδή εκείνη την ημέρα, ό,τι θες λέγεις, ελευθερία. Παλιά παίζανε πολλές φορές συνοδεύοντας τα άρματα τις Απόκριες. Παίξαμε «Τα ξύλα», κομπανία, βγάλαμε τον Καρνάβαλο μέχρι κάτω στο Σταθμό… Ο «Κακούργος» (Σουσαμλής) ο Γιάννης, πολλοί είμαστε, ο Κομνηνός, ήταν κι ο Γιάννης ο «Λαγός» (Μουτζουρέλλης) κιθάρα… Με τον Κακούργο παίξαμε πολλά χρόνια. Είχανε κομπανία τ’ αδέλφια: Μιχάλης – κλαρίνο, Γιάννης – κιθάρα, Κακούργος – σαντούρι. Παίξαμε κομπανία τη δικιά μας. Λέει, πόσα θέλετε, να συνοδεύσετε τον Καρνάβαλο μέχρι κάτω….

 

Παρουσιάστηκε στο στρατό το 1948 αλλά απαλλάχτηκε από τη στρατιωτική θητεία λόγω αριστερών φρονημάτων. Κανονικά η κλάση του ήταν το 1942, αλλά λόγω του πολέμου καθυστέρησαν να τους καλέσουν. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά:

Είμαστε στην Αλεξανδρούπολη, μας φώναξαν λοιπόν εκεί, πήγαμε, είδαμε, πήγαμε στους στρατώνες. Μας φώναξαν λοιπόν, περάσαμε στην Επιτροπή. Τέσσερις – πέντε Αγιασώτες ήμασταν. Λέει, εσύ τι δουλειά κάνεις; Λέω, κλαρίνο παίζω.Ο Σουσαμλής ήταν, λέει κλαρίνο παίζει. Τρίτος… βιολί παίζει… Εν τέλει μας δώσαν χαρτί. Σ’ άλλον βγάζαν μυοκαρδίτιδα, ασθένεια… για τις ιδέες που ’χαμε. Σ’ άλλον βγάλανε κατάρρους, σ’ εμένα βγάλαν μυοκαρδίτιδα. Λέω γιατρέ… όταν πάω στο χωριό μου, να πάω στο γιατρό να…. Λέει δεν χρειάζεται, θα σου περάσει με τον καιρό, μου απάντησε ο αξιωματικός. Πήραμε το χαρτί και πίσω. Μετά απ’ αυτό δεν εξαναπήραμε ειδοποίηση. Το ’42 καθόλου, τίποτα, δεν μας πήραν εμάς. Πέρασε λοιπόν καιρός, μας ειδοποίησαν. Πήγα πάνω στον διοικητή, ένας ανθυπασπιστής κι ένας γραμματέας ήταν στο γραφείο. Λέει εδώ είναι ένα χαρτί και ρωτάν, θέλεις να υπηρετήσεις ή θέλεις να πας να πληρώσεις…; Αυτή η δουλειά, ήμασταν είκοσι επτά χρονών την εποχή αυτή. Λέω εγώ στον διοικητή, Κυρ Διοικητά, καλά λέω, να πληρώσω, να μην πάω. Κι αν έρθει η μέρα και δεν έχω χρήματα; Μου απαντά ο διοικητής: Ξέρεις τι γίνεται. Λέω να πληρώσω λοιπόν. Πλέρωσα λοιπόν δεκαοχτάμηνο, από εκατόν πενήντα δραχμές το μήνα και δεν επήγα στρατιώτης καθόλου. Πήρα το απολυτήριο.

 

Για τα μουσικά δρώμενα την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης αναφέρει:

Ήταν του Αγίου Νικόλα, 6 Δεκεμβρίου. Παίζαμε λοιπόν, εκεί στην Πηγή. Όπως παίζαμε λοιπόν, ήρθε μια παρέα, 3 άτομα, από την Κώμη… Λέει: “θέλω να μας βάλεις: ‘Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα’, ‘Ζήτω κόκκινη σημαία’…”. Λέει: “Ο πρόεδρος της Κώμης σας χορηγά ένα δοχείο λάδι”. Πήγαμε με την αύριο, πήραμε το. Λέω: “Και χωρίς λάδι παίζουμε, και δωρεάν”

 

Μουσική παιδεία:

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης είναι αυτοδίδακτος, πρακτικός οργανοπαίχτης, χωρίς θεωρητικές γνώσεις μουσικής.

 

 

Μουσική μαθητεία:

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης αναφέρει πώς ξεκίνησε να παίζει μουσική μόνος του, με πρακτική εξάσκηση, την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου:

Το κλαρίνο το ξεκίνησα το 1940. Πόλεμος. Πού να πας σε δάσκαλο; Σιγά – σιγά λοιπόν, μοναχός μου έμαθα. Αυτοδίδακτος… Σιγά σιγά έπαιζα λοιπόν νταβούλι και φλογέρα. Σιδερένιες φλογέρες από δω πέρα. […] Το ’40 ήρθε η πείνα, ο πόλεμος, ύστερα η πείνα λοιπόν, πα’ στα χρόνια που έπρεπε να μάθω, να εξελιχθώ.. Γερμανοί, τι να δούμε; Την πείνα, ή τη μελέτη;

 

Μόνο ο Αγιασώτης μουσικός Αχιλλέας Σουσαμλής του έδειξε μια μέρα πρακτικά στο κλαρίνο:

Ο Αχιλλέας Σουσαμλής, του Κατσαρού ο θείος… Είχε ένα γιό που έπαιζε κλαρίνο, καρσιλαμάδες, σμυρναίικα…[Σπίτι έπαιζα σιγά σιγά. Πότε μοναχός, πότε με τον αδερφό μου. Αυτός νταβούλι.

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης έπαιξε νταβούλι συνοδεύοντας τον πατέρα του Γρηγόρη, που έπαιζε ζουρνά, από το 1934 έως το 1937 στα κουϊτούκια (μικρά καφενεδάκια) της Αγιάσου. Την περίοδο αυτή αντικατέστησε στη ‘ζυγιά’ (ζουρνάς – νταούλι) τον μεγαλύτερο αδερφό του Ανέστη, που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία:

Το ’34 πήγε ο αδελφός μου στρατό κι έπαιζα εγώ με τον πατέρα μου.. Δεκατριώ χρονώ εγώ, αλλά μας έκανε η ανάγκη.

 

Το 1940 ξεκίνησε να μαθαίνει πρακτικά κλαρίνο και μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1943, ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά κλαρίνο, σε ‘ζυγιά’ με τον αδερφό του Ανέστη ή «Αριστείδη», που έπαιζε νταούλι. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε σταθερά έως το 1953, οπότε ο Ανέστης Μουτζουρέλλης διορίστηκε αγροφύλακας. Έκτοτε ο Μιχάλης Μοτζουρέλλης εντάχθκε σε αγιασώτικες κομπανίες και έπαιζε πια μόνο περιστασιακά σε ‘ζυγιά’ με τον αδερφό του.

Η μουσική πάντοτε είχε πολλές δουλειές. «Φώναξε το Λαγό», κατάλαβες δηλαδή; Και παίζαμε. Ύστερα, όταν ο πατέρας μου πέθανε, πήρα το κλαρίνο του αδελφού μου και παίζαμε οι δυο μας. Πολλά χρόνια παίζαμε μαζί.

 

Από το 1954 ως το 1956 ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης συμμετείχε με το κλαρίνο στην κομπανία του βιολιστή Χαρίλαου Ρόδανου. Με το σχήμα αυτό έπαιζαν μουσική σε γάμους και πανηγύρια σε πολλά χωριά της Λέσβου.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έπαιζε κλαρίνο σε σταθερή συνεργασία με τους Αγιασώτες μουσικούς: Γιάννη Σουσαμλή ή «Κακούργο» (σαντούρι), Γιάννη Μουτζουρέλλη ή «Λαγό» (κιθάρα), Ευστράτιο Αλτιπαρμάκη ή «Ρογίδι» (τρομπόνι), Κομνηνό Παπουτσέλη (βιολί).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 συνεργάστηκε με τον Νίκο Καλαϊτζή ή «Μπινταγιάλα» στο σαντούρι, σε 2-3 γάμους στα Βασιλικά.

Περιστασιακά έχει συνεργαστεί και με άλλους Αγιασώτες μουσικούς όπως, με τον παλιό μουσικό Στρατή Ρόδανο, που έπαιζε τρόμπα, σε κάποιο γάμο στον Ασώματο, με τον Στρατή Ψείρα ή «Μουζού», που έπαιζε σαντούρι, με τον Δημήτρη Αγρίτη που παίζει κιθάρα και άλλους.

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης αναφέρεται αναλυτικά στις δύο μεγάλες κομπανίες που κυριαρχούσαν στα μουσικά δρώμενα της Αγιάσου:

Τότες οι Ρόδανοι ακόμα δεν ήνταν, τότες ήταν παλιοί μουσικάντες, ούτε ο Χαρίλαος ήταν, ούτε ο Σταύρος. Ήταν μικροί. Αυτοί ’παίξαν μου φαίνεται το ’33 – ’34. Ήβγε ο Χαρίλαος με το βιολί κι ο Σταύρος κλαρίνο… μέχρι που σταμάτησε, δεν έπαιζε, φοβούντο, λέει άρρωστος είμαι, δεν μπορώ, σταμάτησε… αυτός που παίζει κιθάρα. Ζουρνάς, έπαιζε ζουρνά ένας από τον Κλομιδάδο, ο λεγόμενος Βασιλαράς. Έπαιζε κι ένας ΑγιοΠαρασκευιώτης, Ευστράτιος Βροντάνης, πριν τον πόλεμο, το ’32 – ’33. Απ’ το ’30 και δώθε κι ο πατέρας μου, ναι. Οι τρεις πα’ στη Μυτιλήνη που παίζαν ζουρνά κι αυτός που σου λέω, ότι έπαιζε ο πατέρας μου ζουρνά κι αυτός νταβούλι, πριν πιάσει ο αδελφός μου ο μεγάλος, ήνταν ένας, Αντριάς (Χατζηκινάκης) λέγεται, γέρος. Έπαιζε εμ ζουρνά κι αυτός, εμ νταβούλι. Χώρια παίζανε… είχανε μουσική δικιά τους οι Σουσαμλήδες, ήταν αυτός (εννοεί ο Παναγιώτης Σουσαμλής ή «Κακούργος»), ο Ραφαήλης, του Κατσαρού ο αδελφός, ήταν ο Προκόπης, ήταν ο Προκόπης, ένας ξαδελφός του, είχαν κομπανία καμωμένη αυτοί. Και μεταγενέστεροι ήταν οι Ρόδανοι. Δύο κομπανίες είχαμε τότες. Ρόδανοι λεγόμενοι, παρατσούκλι ‘Άννες’.

Οι κόντρες γίνονταν πολύ με τα πνευστά. Οι Σουσαμλήδες η μια, κι η άλλη οι Ρόδανοι. Ο Σταύρος (Ρόδανος) έπαιζε κλαρίνο. Κι ο «Κακούργος» (Παναγιώτης Σουσαμλής) ήταν στις ‘Άννες’, ο «Κακούργος» ο πατέρας. Ύστερα πήγανε μαζί όμως, τον πήρανε μαζί όμως τον «Κακούργο» οι Ρόδανοι, να αποκλείσουν τους άλλους τους Σουσαμλήδες. […] Εμείς, όταν περνούσαμε ας πούμε καμιά βόλτα, και παίζανε ας πούμε οι μουσικοί, όταν παίζανε οι μουσικοί στο κουϊτούκι, σταματούσαμε εμείς με τα πνευστά. Το καλό είναι να σταματήσεις, είναι εκτίμηση. Αν είναι κοντά – κοντά και παίζουν οι μουσικές, τότε πια θα πολεμήσεις. Θες δεν θες, θα αμυνθείς… Ναι, νταβούλι και ζουρνά σταματούσαμε όταν παίζαν αυτοί. Όταν πηγαίναμε παραπάνω πιάναμε πάλι, κατάλαβες; Κι αυτοί τα ίδια κάναν. Αλλά εάν τυχαίνουν και είναι κοντά – κοντά σε πανήγυρη, σ’ ένα αυτό, χτυπιώνταν πολύ.. Δεν είχε τότες μικρόφωνα.. Είχε μεθυσμένοι κι έλεγαν, μπρος εσύ παίζε, κατάλαβες; Για να ευχαριστηθούν αυτοί, κατάλαβες; Πως θα γίνεις εσύ ή πως θα σε μισήσει ο άλλος, δεν τους ένοιαζε τους ακροατές. Τις κόντρες δεν τις κρατάγαν μετά, αγαπίζανε, αγαπίζανε.

Θυμάμαι επί Μεταξά, το ’36 ήταν, επί Μεταξά, το ’37, που κάλεσαν από δω απ’ την Αγιάσο, ναι, πέντε – έξι παλικάρια, λεβεντιές, απ’ εδώ διαλέξανε. Ντυθήκανε με βράκες, ξέρεις, με βράκες, με τέτοια πράγματα, ντυθήκανε και πήγανε και χόρεψαν εκεί… στο… μες στην Αθήνα, μια οδός, ξέχασα την οδό… Πήγανε οι μουσικοί, ο Χαρίλαος (Ρόδανος) πήγε, ο αδελφός του Σταύρος ήταν στρατιώτης και πήγαν λοιπόν και τον πήραν από ‘κει… Είναι μουσικός που παίζει κλαρίνο και πρέπει να συμμετάσχει στη μουσική. Του έδωσε άδεια ο διοικητής και πήγε. Οι άλλοι από δω ήταν ντυμένοι με βράκες: Ο Ρόδανος ο πατέρας, ο Σταύρος, ο Χαρίλαος, νομίζω κι ο «Κακούργος» (Σουσαμλής) ο γέρος, ο Παναγιώτης (που έπαιζε κλαρίνο).

Το Ίππειος και ο Ασώματος είχαν κομπανίες ως τον πόλεμο. Στο Ίππειος ήταν καλή κομπανία. Μετά τον πόλεμο φώναζαν μουσικούς από την Αγιάσο.

 

Για τους μουσικούς που έπαιζαν κλαρίνο, αναφέρει:

Την εποχή αυτή κλαρίνο έπαιζε ο «Κακούργος» (Σουσαμλής), ύστερα ο Σταύρος (Ρόδανος). Πρωτύτερα κλαρίνο εγώ δεν θυμάμαι. Πρώτος έπαιξε κλαρίνο ο «Κακούργος» ο Παναγιώτης και δεύτερος λοιπόν, ύστερα, έπιασε ο Σταύρος, τρίτος ο Στρατής ο Σουσαμλής, τέταρτος εγώ. Ο «Σελέμης».. Ναι, παρατσούκλι, τον βγάλαν «Σελέμη». Τον λέγανε Στρατή Σουσαμλή. Επειδής είχε λεφτά λοιπόν, τον βγάλαν «Σελέμη». Άμα δεν τον πεις «Σελέμη», δεν τον ευρίσκεις. Κλαριντζήδες καλοί υπήρχαν στο Πλωμάρι. Μπουρλής από την Πλαγιά και Γιώργος Πατρέλλης… δεν θυμάμαι από που ’ναι αυτός. Αλλά τον θυμάμαι, παίζαμε στον Άγιο Προκόπη, στο Ίππειος παίζαμε.

 

Ο Μιχάλης Μοτζουρέλλης αναφέρει γενικότερα τους μουσικούς που γνώρισε στην Αγιάσο, αλλά και στην ευρύτερη περιφέρεια του τόπου του:

 

  • Αντριάς Χατζηκινάκης. Έπαιζε ζουρνά και νταούλι, σε ‘ζυγιά’ με τον Γρηγόρη Μουτζουρέλλη ή «Λαγό». Μέχρι το 1940 έπαιζε και γκάϊντα.

Γκάιντα, έφταξα τον Αντριά. Γκάιντα δεν έπαιζε άλλος κανείς μες στην Αγιάσο. Μόνο ο Αντρέας. Γύρω στο ’30, κάτω από το ’40. Είμασταν στα Μιστεγνά κι έπαιζε γκάιντα. Πολλά χρόνια. Τον Αντριά τον έχουν στο Αναγνωστήριο, κάντρο τον έχουνε αυτόν, που έπαιζε γκάιντα. Στο Αναγνωστήριο είναι η φωτογραφία του.

 

  • Καυλακώνης. Πρακτικός μουσικός από την Αγιάσο. Ήταν τυφλός. Έπαιζε αρμόνιο και ακορντεόν.

 

  • Αχιλλέας Σουσαμλής. Έπαιζε βιολί.

 

  • Παναγιώτης Σουσαμλής ή «Κακούργος».

Εγώ τον Κακούργο τον έφταξα, μικρός ήμουνα, που έπαιζε κλαρίνο.

Ο Μιχάλης αναφέρει ότι πριν το 1940, εργαζόταν τον μισό χρόνο στη Σμύρνη ως μουσικός. Αναφέρει επίσης ότι στην Αγιάσο, πριν το 1933, είχαν κομπανία οι Σουσαμλήδες, απότελούμενη από τους: Παναγιώτη Σουσαμλή ή «Κακούργο», Ραφαήλ Σουσαμλή και Προκόπη Σουσαμλή.

 

  • Στρατής Σουσαμλής ή «Σελέμης». Γιος του Αχιλλέα. «Έπαιζε κλαρίνο, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα»

 

  • Ραφαήλ Σουσαμλής. Έπαιξε μπάσο μαζί με τον Μιχάλη σε γάμο στην Αγιάσο, το 1954.

 

  • Γιάννης Σουσαμλής ή «Κακούργος». Γιος του Παναγιώτη. Έπαιζε σαντούρι στην ίδια κομπανία με τον Μιχάλη Μουτζουρέλλη τη δεκαετία του 1950. Έχουν παίξει μαζί σε πολλούς γάμους στην ευρύτερη περιφέρεια της Αγιάσου.

 

  • Στρατής Ρόδανος. Έπαιζε τρόμπα και σαντούρι.

 

  • Χαρίλαος Ρόδανος. Γιος του Στρατή Ρόδανου. Παίζει βιολί, μαντολίνο και κιθάρα.

Το ’33 – ’34 ήβγε ο Χαρίλαος με το βιολί. […] Στη Μυτιλήνη που πήγε ο Χαρίλαος, κάμποσα χρόνια κάθισε σε κέντρο (τη δεκαετία του 1950) κι έπαιζε, αλλά δεν εκάθησε να πάρει τη σύνταξη.

Ο Μιχάλης αναφέρει ότι ο Χαρίλαος Ρόδανος έκανε μαθήματα μουσικής σε παιδιά της Αγιάσου.

 

  • Σταύρος Ρόδανος. Γιος του Στρατή Ρόδανου. Παίζει κλαρίνο και κιθάρα.

Το ’33 – ’34 ήβγε ο Σταύρος με το κλαρίνο… μέχρι που σταμάτησε, δεν έπαιζε. Φοβούντο, λέει, άρρωστος είμαι, δεν μπορώ, σταμάτησε

. Μετά έπαιζε κιθάρα. Σε γάμο στον Ασώματο το 1955, σε συνεργασία με τον Μιχάλη και άλλους, έπαιξε ντραμς.

 

  • Γιάννης Ζαφειρίου. Έπαιζε τρόμπα.

 

  • Κώστας Ζαφειρίου. Παίζει σαντούρι και αρμόνιο. Ο Μιχάλης αναφέρει ότι παραδίδει μαθήματα σαντουριού στα παιδιά, αλλά όχι συστηματικά.

 

  • Ευστράτιος Παπάνης.

Ο Παπάνης έπαιζε ακορντεόν κι ύστερα έπιασε τρομπόνι. Ύστερα έπιασε εμφώνιο, ύστερα έπιασε ακορντεόν, τώρα έπιασε αρμόνιο.

 

  • Κομνηνός Παπουτσέλης. Παίζει βιολί. Έπαιξε μαζί με τον Μιχάλη στο πανηγύρι του Ταύρου στην Αγία Παρασκευή, τη δεκαετία του 1950 και σε γάμο στην Αγιάσο το 1959.

 

  • Ευστράτιος Ψείρας ή «Μουζού». Παίζει σαντούρι. Συνεργάστηκε με τον Μιχάλη Μουτζουρέλλη τη δεκαετία του 1950.

 

  • Ευστράτιος Αλτιπαρμάκης ή «Ρογίδι». Έπαιζε τρομπόνι στην ίδια κομπανία με τον Μιχάλη στη δεκαετία του ‘50.

 

  • Δημήτρης Αγρίτης. Παίζει κιθάρα. Συνεργάστηκε με τον Μιχάλη, περιστασιακά, σε γάμους, στην περιφέρεια της Αγιάσου, τη δεκαετία του 1950. Στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου στη Μόρια, το 1955, έπαιξε νταούλι, στην ίδια κομπανία με τον Μιχάλη Μουτζουρέλλη και τους αδερφούς Χαρίλαο και Σταύρο Ρόδανο.

 

  • Βασίλης Κολομόνδος . Παίζει ακορντεόν. Έπαιξε μαζί με τον Μιχάλη σε γάμο στην Αγιάσο, το 1959.

 

  • Φραντζής Μπαγέλης. Επαγγελματίας τραγουδιστής και κτηνοτρόφος. Συνεργαζόταν με τον Γιάννη Σουσαμλή ή «Κακούργο» τη δεκαετία του 1950.

 

  • Καζαντζής. Επαγγελματίας τραγουδιστής. Συνεργαζόταν με τον Γιάννη Σουσαμλή ή «Κακούργο» τη δεκαετία του 1950. Έχει τραγουδήσει και στο νυχτερινό κέντρο «Φαντασία» στη Μυτιλήνη.

 

  • Βασίλης Βασιλάκης. Έπαιζε βιολί ερασιτεχνικά.

 

  • Ευστράτιος Βασιλάκης. Έπαιζε κιθάρα ερασιτεχνικά.

 

  • Παναγιώτης Κουτσκουδής. Έπαιζε ακορντεόν ερασιτεχνικά. Ο Μιχάλης αναφέρει ότι μαζί με τον Βασίλη και τον Ευστράτιο Βασιλάκη έπαιζαν την παραμονή του Προφήτη Ηλία, στην Αγιάσο, σε υπαίθρια καφενεδάκια.

 

  • Ξενοφών ή «Ξηνόφς» Σουσαμλής. Είχε λατέρνα στην Αγιάσο.

 

  • «Κορτσιαδ’». Είχε λατέρνα στην Αγιάσο.

 

  • Ευστράτιος Ψαρριανός. Είχε δυο λατέρνες στην Αγιάσο.

 

  • Καμπάς, από την περιοχή της Γέρας. Έπαιζε κλαρίνο.

 

  • Φάνης, από την περιοχή της Γέρας. Έπαιζε κλαρίνο.

 

  • Δημήτρης Στεριανός ή «Μπουρλής», από την Πλαγιά. Έπαιζε κλαρίνο και στη συνέχεια σαντούρι. Σύμφωνα με τον Μιχάλη ήταν «κλαριντζής καλός».

 

  • Γιώργος Πατρέλλης, μουσικός από την περιφέρεια Πλωμαρίου, έπαιζε κλαρίνο. Έπαιξε στο Ίππειος, στο πανηγύρι του Αγίου Προκοπίου:

Τον θυμάμαι, παίζαμε στον Άγιο Προκόπη, στο Ίππειος παίζαμε. Λοιπόν, παίζαμε λοιπόν, γινόταν «της πουτάνας» κι από κάτω παίζαν αυτοί, ο Πατρέλλης: σαντούρι, κιθάρα, βιολί και κλαρίνο, τέσσερα όργανα παίζαν. Εμείς παίζαμε δίπλα τους, οι δυό μας… Η πανήγυρη γίνεται στις 8 Ιουλίου, του Αγίου Προκοπίου. Το πρωί λοιπόν που αυτό, διατάξαν στον Πατρέλλη να παίξει ένα ταξίμι στο κλαρίνο […] Θα μου μείνει ανάμνηση… ωραίος, τον θυμάμαι.

 

  • Βασίλης, από το Ίππειος. Έπαιζε ακορντεόν. Έπαιξε μαζί με τον Μιχάλη στο πανηγύρι του Ταύρου, στην Αγία Παρασκευή, τη δεκαετία του 1950.

 

  • «Αριστής», από το Ίππειος. Έπαιζε ζουρνά. Έπαιξε μαζί με τον Μιχάλη στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου το 1955, στη Μόρια.

 

  • Βασιλαράς, από τον Κρομιδάδο. Έπαιζε ζουρνά από τις δεκαετίες του 1930-1940.

 

  • Ευστράτιος Βροντάνης , από την Αγία Παρασκευή. Έπαιζε ζουρνά τις δεκαετίες 1930-1940.

 

  • Νίκος Καλαϊτζής ή «Μπινταγιάλας», από τον Μεσότοπο. Παίζει σαντούρι και βιολί.

 

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης αναφέρει επίσης τους τρεις λατερνατζήδες που υπήρχαν παλιότερα στην Αγιάσο:

Την εποχή αυτή, έφταξα εγώ, είχε η Αγιάσος τρεις λατέρνες. Κι οι τρεις δούλευαν την Κυριακή. Τρεις λατέρνες, δυο μουσικές και ’μεις. Την πρώτη την είχε ο λεγόμενος Κορτσιάδ’. Το όργανό του νομίζω το έχει το Αναγνωστήριο. Είχε ένα ο Ξενοφών Σουσαμλής. Είχε λατέρνα ο Ευστράτιος Ψαριανός. Αυτός είχε δύο λατέρνες, δύο, κι επειδής αυτός είχε και περιουσία λίγη, κι επειδής είχε και δουλειά, αγόρασε δυο λατέρνες και πήγαινε κι έπαιζε. Αυτοί κάναν κι άλλες δουλειές, αλλά όταν ήταν σχόλη, πανηγύρι ή τίποτα… δούλευαν κι αυτοί. Είχε καφενεδάκια, κουϊτούκια λεγόμενα, αυτά λοιπόν κι ήταν μόνιμα εκεί, περνούσαν οι παρέες και χορεύανε. Πολλές φορές φώναζαν και λατέρνα στο καφενείο μέσα και παίζανε… Ο ένας τη σήκωνε και ο άλλος βάσταγε το αυτό και παίζαν κι αυτοί.

 

Συγκρότημα – κομπανία:
Η “ζυγιά” των “Μουτζουρέλληδων” ή “Λαγών”

 

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης έπαιζε στην Αγιάσο νταούλι συνοδεύοντας τον πατέρα του Γρηγόρη, που έπαιζε ζουρνά, από το 1934 έως το 1937 στα «κουϊτούκια» (μικρά μαγαζιά στην Αγιάσο, που σερβίραν ούζο και ξηρούς καρπούς και λειτουργούσαν μόνο τις Κυριακές και τις αργίες). Στα «κουϊτούκια», αλλά και σε γάμους έπαιζε κλαρίνο σε ζυγιά με τον αδερφό του Ανέστη ή «Αριστείδη», ο οποίος έπαιζε νταούλι. Έπαιξε επανειλημμένα κλαρίνο στο πανηγύρι της Παναγίας της Αγιάσου τον Δεκαπενταύγουστο. Έχει παίξει επίσης κλαρίνο, μαζί με άλλους μουσικούς, συνοδεύοντας το καρναβαλικό άρμα την Καθαρή Δευτέρα.

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης έπαιζε κλαρίνο τη δεκαετία του 1940 και 1950, στα «γλιτώματα» (γλέντια που οργάνωναν για τους εργάτες οι ιδιοκτήτες ελαιοκαλλιεργειών, κατά την ολοκλήρωση της περισυλλογής των ελαιών):

Πριν το ’40, όταν τέλειωνε το ελαιομάζωμα, την Άνοιξη. Τα κάναν τα αφεντικά και φέρναν μουσικές και φαγοπότι στους εργάτες τους, ραβδιστές, αγωγιάτες, ελαιομαζώχτρες κλπ. Γλέντι στο κτήμα ή στον καφενέ του χωριού. Ρεπερτόριο συνηθισμένο, όχι ιδιαίτερα τραγούδια. Πριν το ’40 όσο πιο παλιά, τόσο πιο ωραία γλιτώματα κάνανε… Εσύ τώρα έχεις ένα κτήμα, τέλειωνες τις ελιές κι αρχίζαν τα γλιτώματα. Προπαντώς οι μεγάλοι οι νταϊφάδες τα κάναν τα γλιτώματα. Δηλαδή, είχες εκατόν είκοσι γυναίκες που μαζεύανε… Τα γλιτώματα τα πλήρωνε τ’ αφεντικό. Το 1955 έπαιζα με τον Χαρίλαο. Μας ειδοποιήσανε τότες να πάρουμε τα όργανα, δεν είχαμε τότες μήτε μικροφωνικές, μήτε τέτοια πράγματα. Το βιολί, την τρόμπα, το κλαρίνο… Να πάμε να παίξουμε στα γλιτώματα, στην Πηγή, στο «Μπίνη». Καμιά φορά πήγαμε απάνω… Στη Ράχη, το ’55, η τοποθεσία του ελαιοκτήματος λέγεται «Ράχη», μεγάλο κτήμα. Πήγαμε λοιπόν εκεί, προετοιμαστήκαμε. Εκεί μέτρησα 106 μαζώχτρες γυναίκες, 106, χώρια αγωγιάτες… Εκεί μαγείρεψε φαγιά, πιάτα, νάυλον, αυτά, καθένας την μερίδα του… Παίξαμε εκεί… Παίξαμε «Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά».. Κι έπειτα να πούμε, αρχινήσανε ο χορός: συρτός, καρσιλαμάδες, καλαματιανά. Εν τω μεταξύ λοιπόν, τελειώσαμε, κατεβήκαμε στο χωριό, όταν πήγαμε στο χωριό απέξω.. Πριν πάμε στο χωριό, παίξαμε τα «Ξύλα». Μετά πήγαμε στα σπίτια, εκεί πια διαλύσαμε στα σπίτια. Μας κέρασαν και φύγαμε. (Από την Αγιάσο για την Πηγή) φύγαμε πριν το μεσημέρι, κατά τις 10 φύγαμε. Φάγαμε, ήπιαμε λοιπόν κι αρχίνησε το γλέντι ύστερα. Φύγαμε κατά τις 3 η ώρα εμείς από κει.. Τότες στα γλιτώματα τραγουδούσαμε δικά μας τραγούδια, τα παλιά, τα συνηθισμένα δηλαδή. Στην Πηγή τότε, τραγούδησε ένας εργάτης, πρόσφυγας. Μόλις τέλειωσαν πια οι ελιές: “Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ, του χρόνου ποιος το ξέρει, για θα ποθάνω, για θα ζω, για θα ’μαι σ’ άλλα μέρη”. Πρόσφυγας ήταν.

 

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης δίνει πολλές πληροφορίες για τα κουϊτούκια της Αγιάσου:

Εδώ τα παλιά τα χρόνια, τότες που ήμουνα πιτσιρικάς εγώ, δεν είχε εξέλιξη, όπως έχει τώρα… πάει ο κόσμος την Κυριακή, κατεβαίνει κάτω κι αυτά. Είχε μες την Αγιάσο πάνω από δέκα κουϊτούκια. Δηλαδή, κουϊτούκια λέγοντας, καφενεδάκια, χειμωνιάτικα και καλοκαιρινά.. Δύο – τρία κουϊτούκια είχε η Μπουτζαλιά. Διπλά στο σταθμό Χωροφυλακής, λεγόμενο Ζερδελέλι. Είχε Δούκα Κουφέλη, στην Αγία Τριάδα δίπλα, πιο πέρα, του Καρά, του Ροδάνη, στην πλατεία πάνω του Καρά, του Ροδάνη πιο παρακάτω λίγο. Του Ροδάνη αυτό, το καφενείο είχε μέσα τρία – τέσσερις ζωγραφιές του ζωγράφου μας, του Θεοφίλου. Αυτά είναι άλλα χαλασμένα, άλλα είναι εγκατειλημμένα.. Λοιπόν είχε κάτω, στην Κάτω Αγορά, Παλαιολόγου, κι αυτό καλό. Δηλαδή τα γλέντια τότες γινόνταν και οι ερωτεύσεις γινόνταν στα κουϊτούκια, παγαίναν. Είχες κει στο σπίτι σου απέξω, είχε κοπελίτσες εκεί, μαζεύονταν και οι νέοι και… Καφενεία η αγορά είχε μέσα ναι, αλλά τα γλέντια γινόνταν μες στα κουϊτούκια. Τα κουϊτούκια ήταν τα νυφοπάζαρα… Βγαίναν οι παρέες, τραγουδούσαν και πίναν. Βάλε μας να πιούμε ούζο, παραπάνω άλλο, ήταν κι οι κοπελιές τους εκεί μαζεμένες. Κατάλαβες; Όχι καφέ. Ορισμένα βράδια, ορισμένα μονάχα, Κυριακή. […] Κυριακή όταν τρώγαμε, δηλαδή 3 – 4 η ώρα λοιπόν, παίζαμε στα κουϊτούκια. Εκεί δεν μας πλήρωνε ο καταστηματάρχης, κερνούσαν οι παρέες, μεθυσμένοι χορεύαν.

 

Εκτός από την Αγιάσο, ο Μιχάλης Μουζουρέλλης έχει παίξει επανειλημμένα κλαρίνο σε γάμους και σε γλέντια σε σπίτια στην Πηγή και στα Βασιλικά.

Έπαιζε επίσης επανειλημμένα κλαρίνο στα χωριά της Κεντρικής Λέσβου: Πολυχνίτο, Βρίσα, Λισβόρι, Συκούντα, καθώς και στο Πανηγύρι του Ταύρου στην Αγία Παρασκευή.

 

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

Για τον ζουρνά του πατέρα του ο Μιχάλης αναφέρει:

Μας έλεγε ο πατέρας μου ότι του τον φέραν από την Κωνσταντινούπολη, ότι τον πήραν έτσι για πλάκα. Τον ήβραν, φτηνόν φαίνεται, κι όταν ήρθαν λοιπόν εδώ… ποιός θα τον παίξει; Δεν ήξερε κανείς. Φωνάξαν λοιπόν τον πατέρα μου, επειδής ήταν τσοπάνης, επειδής έπαιζε τη φλογέρα, λέει αυτός μπορεί να το παίξει. Μελέτησε κάνα – δυο, έπαιξε. Έγινε το γλέντι τις Απόκριες. Με νταβούλι μαζί (που έπαιζε ο Αντριάς Χατζηκινάκης) έπαιξε.

 

Ο Μιχάλης επίσης συγκρίνει τον ζουρνά με το κλαρίνο:

Εγώ τον Κακούργο τον έφταξα, μικρός ήμουνα, που έπαιζε κλαρίνο. Ο κόσμος προτιμούσε πια τα κλαρίνα από τους ζουρνάδες. Ναι, το κλαρίνο ήταν πιο αυτό, πιο εξελικτικό, πιο… Ύστερα μου ’λεγε ο πατέρας μου, “τον ζουρνά, δεν τον λένε ζουρνά”, “τί τον λένε πατέρα;”, “τον λένε ζορι-νά, ζορινά, είναι ζόρι στο φύσημα”. Ενώ το κλαρίνο είναι πιο… Κουραστικό είναι κι αυτό, αλλά είναι πιο… Ο πατέρας μου μόνο με τον ζουρνά. Τον έχει δωρήσει στο Αναγνωστήριο.

 

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης ξεκίνησε να παίζει μουσική με μια σιδερένια φλογέρα, που την αγόρασε από το κατάστημα του Χατζηπροκοπίου στην Αγιάσο:

Σιγά – σιγά έπαιζα λοιπόν νταβούλι και φλογέρα. Σιδερένιες φλογέρες από δω πέρα.. Πως, πως, σιδερένιες έχει ωραίες φλογέρες. (Το μαγαζί που τις πουλούσε) λέγεται Χατζηπροκοπίου… Στο μεταξύ είχαμε γνωριστεί… Δοκίμασα λοιπόν, έπαιξα “Διψάσαμε το μεσημέρι”. Με κοίταξε αυτός, λέει “Πως ονομάζεσαι;”, λέω “ΜιχάληςΜουτζουρέλλης – Λαγός, το παρατσούκλι”. “Θα σου στείλω μία (φλογέρα)” λέει.

 

Το κλαρίνο το πήρε από τον αδερφό του Ανέστη, ο οποίος το είχε αγοράσει το 1938-39, 4.500 δραχμές:

Το κλαρίνο το ’χε παρμένο ο αδελφός μου από τον Αντώνη τον Βρανά. Ένα κλαρίνο εκλεκτότατο. Μουσικός κι αυτός από το Ίππειος. Ο αδελφός μου το πήρε τότες (το 1938) 4.500 δρχ… Βλέπεις ήταν κομματέλι σφιχτός. Δώσ’ μου το κλαρίνο του ’πα. Για τεσσεράμισι χιλιάρικα να στο δώσει ήταν μεγάλη δουλειά….

 

Για την κατασκευή ή την επισκευή των νταουλιών ο Μιχάλης Μουζτουρέλλης αναφέρει:

Τα φτιάχναμε μόνοι μας. Από κατσίκια. Όταν καμιά φορά μας τα σπούσαν παληκαράδες τότες, τα σπούσαν επίτηδες, να μην παίξουμε. Όταν τη σπούσαν, έπρεπε να πάμε εδώ, σ’ ένα χασάπη για κατσίκια. Να πάρουμε μια προβειά. Το νταβούλι είχε δυο προβειές, μια χοντρή και μια ψιλή. Έπρεπε να μην είναι ίδιες. Μια πιο ψιλή, είναι ο ήχος πιο λεπτός, η χοντρή, πιο γεμάτα. Είχε έτοιμες προβειές και κάναμε και ’μείς. Σβούσαμε ασβέστη και τη βάζαμε στο… από τα μαλλιά, από την άλλη την βάζαμε (όχι από την πλευρά που είχε το τρίχωμα). Μες στον ασβέστη, μες σε δέκα – δεκαπέντε ώρες, κι ήβγαινε καθαρό, άσπρο.Βγαίναν οι τρίχες μοναχές τους. Ύστερα την πλύναμε καλά, τη βάζαμε λοιπόν, ζήτημα δύο ημερών, τη σιάζαμε. Ήνταν έτοιμο πάλι. Τα στεφάνια τα κάναμε μείς. Τότες είχε βαρέλια με ταραμάδες μέσα, με τέτοια πράγματα, γλώσσες. Λοιπόν μέσα σε βαρέλια ξύλινα, τα βαρέλια αυτά είχαν στεφάνια ξύλινα. Τα παίρναμε λοιπόν, τα σιάζαμε και τα βάζαμε, το στεφάνι ναι, το τσερκ’, αλλά ξύλινο τσερκ’, όχι σιδερένιο. Δεν βάζαν σιδερένιο γιατί θα γινόταν βαρύ. Το ενδιάμεσο τμήμα του νταουλιού ήταν ξύλο – ξύλο, τάβλα χοντρή, ειδικό. Ύστερα παίρναμε σχοινί ψιλό, να τόσο χοντρό σχοινί, ειδικό, και το βάζαμε, το περνούσαμε λοιπόν, για να το κουρδίζουμε, να έχει φωνή, να το τραβάμε, να σφίγγει.

 

Αντίστοιχες πληροφορίες δίνει και για τις γκάιντες:

Η γκάιντα έχει δύο σουραύλια. Έχει ένα για τον σκοπό, για να φυσάς. Το ένα για το σκοπό και το άλλο μπροστά μπάσο. Μπάσο σκέτο, το άλλο παίζει το σκοπό. Το άλλο φυσάς για να μην αδειάσει και φύγει ο αέρας και σταματήσει. Προβειά ολόκληρη, από ζώα μικρά… Πάντως γκάιντα εδώ, πά’ στο νησί μας, δεν έχω δει… Ερχόνταν και ξένοι και παίζαν όμως. Θυμάμαι μια φορά είδα, προ είκοσι – εικοσιδύο χρόνια ήταν, παίζαμε στο Ίππειος, παίζαμε κι ήρθε ένας, απ’ τη Χίο ήταν κι έπαιζε γκάιντα. Μάλιστα τον είχαν φωτογραφία στο Ίππειος, στο κοινοτικό γραφείο μέσα. Από το ’30 χάνονται πια οι γκάιντες και οι ζουρνάδες. Δεν είχε ανθρώπους να τα παίξουν πια. Ποιός θα μάθει να παίξει;

 

Τοπικές δράσεις:

Αγιάσος. Έχει παίξει νταβούλι συνοδεύοντας τον πατέρα του Γρηγόρη, που έπαιζε ζουρνά, από το 1934 έως το 1937 στα «κουϊτούκια» (μικρά μαγαζιά στην Αγιάσο, που σερβίραν ούζο και ξηρούς καρπούς και λειτουργούσαν μόνο τις Κυριακές και τις αργίες. Άκμασαν την περίοδο 1934 – 38, έως το 1943, οπότε έκλεισαν τα περισσότερα). Στα «κουϊτούκια», αλλά και σε γάμους έπαιζε κλαρίνο σε ζυγιά με τον αδερφό του Ανέστη ή «Αριστείδη», ο οποίος έπαιζε νταβούλι. Έπαιξε επανειλημμένα κλαρίνο στο πανηγύρι της Παναγίας: Παλιά συγκεντρώνονταν πολλοί μουσικοί, την παραμονή του Δεκαπενταύγουστου στην Καρίνη και ανήμερα στην Αγιάσο. Έχει παίξει επίσης κλαρίνο, μαζί με άλλους μουσικούς, συνοδεύοντας το καρναβαλικό άρμα την Καθαρή Δευτέρα.

Ασώματος. Έχει παίξει κλαρίνο κυρίως σε γάμους. Για τον Ασώματο ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης αναφέρει ότι είχε κομπανία ως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ μεταπολεμικά καλούσαν μουσικούς από την Αγιάσο.

Ο γέρος, του Ρόδανου ο πατέρας, παίζαμε εγώ, ο Κακούργος ο Γιάννης. Και πήγαμε λοιπόν στον Ασώματο, στο γάμο. Επειδή δεν μπορούσε ο Ρόδανος, είχαν αυτοί κλείσει. Αυτοί είχαν ανάγκη, θέλαν μουσική για το γάμο στον Ασώματο. Λοιπόν βρεθήκαμε μια κομπανία εμείς, τη μάζεψα εγώ, και πήγαμε. Δεν είχαμε βιολί, αλλά είχαμε τον γέρο, του Χαρίλαου τον πατέρα, τρόμπα, τρόμπα ωραία. Πήγαμε λοιπόν. Ο γάμος ευτυχώς ήταν και πλούσιος. Αγαπούσαν τη μουσική, αγαπούσαν τους σκοπούς τους Αγιασώτες. Παίξαμε στο γάμο… Μετά πήγαμε σ’ ένα εξοχικό κι άρχισε ο χορός… Και τράβα λοιπόν κάτι ταξίμια ο Στρατής (ο Ρόδανος με την τρόμπα). Λοιπόν άμα σου πω ότι καθόμουν δίπλα, χωρίς να πιώ μέθυσα!

 

Βασιλικά. Έχει παίξει μουσική κυρίως σε γάμους. Ο ίδιος αναφέρει ότι στα Βασιλικά προτιμούσαν τους Αγιασώτες μουσικούς, επειδή είχαν πνευστά όργανα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 έπαιξε κλαρίνο σε 2-3 γάμους.

Πηγή.

Η Πηγή ήταν χωριό μας… Εγώ πιο πολύ έχω δουλέψει στην Πηγή και στα Βασιλικά.

Τον καλούσαν σε γάμους, σε γλέντια σε σπίτια. Το 1955, στα «γλιτώματα» του κτηματία «Μπίνη» στη θέση «Ράχη», έπαιξε κλαρίνο μαζί με τον Χαρίλαο Ρόδανο, που έπαιζε βιολί.

Πάμφιλα:

Είμαστε βγαλμένοι φωτογραφία το 1934 στα Πάμφιλα. Παίζαμε της Αγίας Βαρβάρας. Με τον πατέρα μου. Αυτός ζουρνά, εγώ νταβούλι.

 

Ίππειος (σε γάμους, στο πανηγύρι του Αγίου Προκοπίου). Για το Ίππειος αναφέρει ότι είχε πολλούς πρόσφυγες, οι οποίοι σε γάμους παράγγελναν στους μουσικούς τον «τούρκικο νυφ’κάτο», καθώς και ότι είχε καλή κομπανία ως τον πόλεμο, ενώ μετά καλούσαν μουσικούς από την Αγιάσο. Αναφέρει επίσης:

Στο Ίππειος είχε καλή δουλειά και στο Κάτω Τρίτος.

Τον θυμάμαι (τον κλαριντζή Γεώργιο Πατρέλλη), παίζαμε στον Άγιο Προκόπη, στο Ίππειος παίζαμε. Λοιπόν, παίζαμε λοιπόν, γινόταν «της πουτάνας» κι από κάτω παίζαν αυτοί, ο Πατρέλλης: σαντούρι, κιθάρα, βιολί και κλαρίνο, τέσσερα όργανα παίζαν. Εμείς παίζαμε δίπλα τους, οι δυό μας…. Η πανήγυρη γίνεται στις 8 Ιουλίου, του Αγίου Προκοπίου.

 

Αγία Παρασκευή: Έχει παίξει επανειλημμένα στο πανηγύρι του Ταύρου:

Το πανηγύρι του Ταύρου το ’φταξα εγώ, που πήγαμε ίσαμε 28 μουσικάντες… Ο σκοπός του βοδιού είναι ένας, ο “Κιόρογλου”, τον παίζαμε όλοι οι μουσικάντες. Το βόδι, που κατεβάζαμε το βόδι… Θυμάμαι που ’πε ο πρόεδρος της Αγίας Παρασκευής “Ρε παιδιά, αν έχετε την καλοσύνη να πάρουμε το βόδι”. Πήγαμε λοιπόν οικειοθελώς, ωραία, λοιπόν ανταμώσαμε, πόσοι είμαστε, άλλος βιολί, άλλος φυσερά, τρόμπες τέτοια πράγματα, αραιά. Το πιο αυτό ήταν που όταν πηγαίναμε, μας έβγαζε παλικάρι το νταούλι. Είμαστε δύο, τρία – τέσσερα κλαρίνα. Χάλκινα (πνευστά) παίζαν, τρόμπες, τρομπόνια, ξένοι, Μυτιληνιοί. Έτυχα κι απ’ την Αγία Παρασκευή και παίζαν ένα – δυο χάλκινα. Εμφώνιο, έχει τρομπόνι, τρόμπα, τριών ειδών. Τρόμπα έπαιζε ωραιότατη του Χαριλάου ο πατέρας. Ο Στρατής ο γέρος. Παίρναμε το βόδι από δω να το πάμε στην Κάτω Αγορά, να το πάμε στον Άγιο, να το διαβάσει ο παπάς, να το πάρουμε πάλι, να το πάμε στον τόπο που θα γίνει η σφαγή. Εμείς τελειώναμε εκεί. Μετά το βράδυ παίζαμε στις παρέες στην ύπαιθρο, δεν είχε καφενεία εκεί τότες. Στην ύπαιθρο ήσουνα με το σύζυγό σου, άραζες λοιπόν, παρέες. Παγαίναμε, σε κάθε παρέα, παίζαμε μια ώρα δυο, ούτε παρεξηγήσεις, ούτε τίποτα. Ήσυχα, όμορφα τα πράγματα, ήρεμα.

Ήτανε μες στην εφημερίδα, μες στο «Φως» στη Μυτιλήνη, ότι το Πανηγύρι στον Άγιο Χαράλαμπο, στην Αγία Παρασκευή θα γίνει φέτος ωραίο και θα το κάνει ένας Αυστραλός…. θα σφάξει τον ταύρο. Το διάβασα λοιπόν εγώ, ένα ακορδεόν, βιολί – πέθανε, Κομνηνό Παπουτσέλλη (ο βιολιτζής), Αγιασώτης. Και πήγαμε. Πήρα λοιπόν εγώ το νταβούλι, το κλαρίνο και δώσαμε ραντεβού σε μια τοποθεσία, όξω στους αγρούς, ανταμώσαμε και παίξαμε στο πανηγύρι. Δουλέψαμε πολύ καλά. Ένας Αυστραλός… Πήραμε πολλοί παράδες. Χαρτούρα πολύ, ναι. Αυτός που έπαιξε ακορντεόν είναι στην Αυστραλία τώρα, Βασίλης, απ’ το Ίππειος.

 

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης έχει παίξει επανειλημμένα, κυρίως σε γάμους, σε πολλά χωριά της Λέσβου, όπως στην Κώμη, στο Κάτω Τρίτος, στα Κεραμιά, στον Ασώματο, Πολυχνίτο, Βρίσα, Λισβόρι, Συκούντα.

Έπαιξε επίσης κλαρίνο στο πανηγύρι του Αγίου Ιωάννου στην περιφέρεια Πλωμαρίου, καθώς και στο νυχτερινό κέντρο «Κοσμικόν» στο Πλωμάρι, στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδας στην Καλλονή, στο πανηγύρι του Αγίου δημητρίου το 1955 στη Μόρια.

Για τον Μόλυβο ο ίδιος αναφέρει:

Στον Μόλυβο ποτές δεν έχω πάει…Δεν είχε ανθρώπους γλεντζέδες, τέτοιοι. Μια φορά, ποτές, δεν επήγαμε. Μόλυβο, δεν επήγαμε να παίξουμε σε καφενείο.

 

Ρεπερτόριο:
Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης αναφέρει ότι στην Πηγή το 1955, στα «γλιτώματα», στο γλέντι δηλαδή που οργάνωσε στο τέλος της ελαιοπερισυλλογής ο γαιοκτήμονας Μπίνης, έπαιξαν τους ακόλουθους σκοπούς:

Παίξαμε “Μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά”… Κι έπειτα να πούμε, αρχινήσανε ο χορός: συρτός, καρσιλαμάδες, καλαματιανά. Εν τω μεταξύ λοιπόν, τελειώσαμε, κατεβήκαμε στο χωριό […] Πριν πάμε στο χωριό, παίξαμε τα «Ξύλα». Μετά πήγαμε στα σπίτια, εκεί πια διαλύσαμε στα σπίτια. Μας κέρασαν και φύγαμε. Τότες στα γλιτώματα τραγουδούσαμε δικά μας τραγούδια, τα παλιά, τα συνηθισμένα δηλαδή. Στην Πηγή τότε, τραγούδησε ένας εργάτης, πρόσφυγας. Μόλις τέλειωσαν πια οι ελιές: “Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ, του χρόνου ποιος το ξέρει, για θα ποθάνω, για θα ζω, για θα ’μαι σ’ άλλα μέρη”. Πρόσφυγας ήταν.

 

Τη δεκαετία του 1950 παίζανε: «Τα ξύλα, ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες, πολλά σμυρνέϊκα». Στους γάμους έπαιζαν τους νυφικάτους σκοπούς:

Στους γάμους παίζαν δυο σκοπούς νυφ’κάτους: Πρώτα, όταν παίρνουν τη νύφη από το σπίτι και κατεβαίνουν στην εκκλησία και μετά το γάμο, τον άλλο νυφ’κάτο, στο γλέντι που γίνεται στο καφενείο. Ο νυφ’κάτος είναι παντού ίδιος. Αλλά, το 1955, σε γάμο στο Ίππειος, όπου κατοικούν πολλοί πρόσφυγες, μας διάταξαν αποτόμως τον νυφ’κάτο τον τούρκικο.

 

Ο ίδιος παίζει επίσης αγιασώτικα τραγούδια και σκοπούς, όπως: την «Ωραία Μπουτζαλιά μου» (τραγούδι για μια κοπέλα από τη συνοικία Μπουτζαλιά, που έφυγε για να παντρευτεί στην Αίγυπτο) και τον «καρσιλαμά τ’ Μποτί» (δηλαδή του Παναγιώτη Σταφίδα ή «Μποτί», που τον χόρευε):

Αγιασώτικοι σκοποί, π.χ. Καρσιλαμάς τ’ Μποτί, χουρβαντάς, καλός άνθρωπος. Μανέδες τραγουδάει το Παπέλι. Τα λέει καλά όμως το Παπέλι, τα λέει καλά. Το παρατσούκλι Μποτί το έδωσαν στον σκοπό, που χόρευε αυτός ο μερακλής. Όπως για παράδειγμα τα μπόλια για τις μεταμοσχεύσεις στα δέντρα, που τα έφερναν απ’ την Μ. Ασία τα ονόμαζαν με τ’ όνομα αυτού που τα έφερνε. Π.χ. απίδια κουντουρέλλια, τα έφερε ο Κουντουρέλλης.

 

Ανέφερε επίσης τον «σκοπό του βοδιού», τον επονομαζόμενο Κιόρογλου, που τον έπαιζαν, όταν συνόδευαν τους ταύρους, που προορίζονταν για σφαγή στα πανηγύρια:

Ο σκοπός του βοδιού, ο Κιόρογλου, είναι ίδιος με τον σκοπό για τα άλογα.

Τα ίδια τραγούδια ήταν παντού. Πρωτύτερα ήταν παντού καρσιλαμάδες, συρτά και τέτοια πράγματα. Οι νέοι τώρα είναι που γυρεύειν κάτι…κάτι, εγώ δεν τα ξέρω, δεν τα μαθαίναμε, δεν θέλαμε να τα μάθουμε. Τσιτσάνη, Καζαντζίδη παίζαμε… Με το νταούλι και το κλαρίνο παίζαμε καλαματιανά και ζεϊμπέκικα, απ’ όλα, ζεϊμπέκικα προπαντός.

 

Αμοιβή:

Στα καφενεία και στους γάμους πληρώνονταν συνήθως με «χαρτούρα», δηλαδή με τα χρήματα που έριχναν στους μουσικούς όσοι σηκώνονταν να χορέψουν.

Στους γάμους ο γαμπρός καλεί τις κομπανίες. Παλιά πληρώνονταν μόνο με χαρτούρα. Εδώ και κάμποσα χρόνια κανονίζουν την τιμή από πριν με τον γαμπρό, χώρια τα «τυχερά».

Στον Ασώματο, σ’ ένα γάμο που πήγαμε, πήραμε 427 δρχ., το ‘54 ή το ‘55.

 

Όπως διευκρινίζει ο ίδιος, η αμοιβή αυτή αντιστοιχούσε τότε σε ημερομίσθια μιας εβδομάδας.

Το ’34 στην Αγία Παρασκευή, πανηγύρι μεγάλο, ο «Ταύρος»… είχε πολλούς μουσικάντες.. Τον πατέρα μου τον γνώριζαν: «Γεια σου Γρηγόρη, έλα κοντά μας». Πήγαμε λοιπόν, κάτσαμε…παίζαμε όλη μέρα…πολλοί παράδες, πολλοί παράδες!

 

Επίσης αναφέρει, πάλι για πανηγύρι στην Αγία Παρασκευή, όταν το διοργάνωσε ένας Αυστραλός:

Δουλέψαμε πολύ καλά. Ένας Αυστραλός…. Πήραμε πολλοί παράδες. Χαρτούρα πολλή, ναι.

Κι εγώ παλιότερα έπαιζα με τον αδερφό μου νταβούλι και κλαρίνο. Εγώ κλαρίνο, αυτός νταβούλι. Παίρναμε, όχι μπορώ να σου πω ότι παίρναμε εμείς πιο καλύτερα απ’ αυτούς (δηλαδή από τις μεγάλες Αγιασώτικες κομπανίες). Πληρώνανε οι άνθρωποι. Μπορεί να ρίξουν 50 δραχμές ή 20 στη μουσική, ρίχναν και σε μας τα ίδια.

Αυτά τα ’φταξα εγώ, στου Παντελή, τότε είχε κουϊτούκι. Κι ήταν πανύγηρη της Αγιάς Τριάδας και φέραν τη μουσική του Ιππείου. Λοιπόν αυτός (ο Τσαγερός) ήταν Αμερικάνος, Αγιασώτης κι ήθελε να κάνει επιδείξεις. Έλεγε στον μουσικό 25 δραχμές θα κρατήσεις. Λίγοι το καταλαβαίναν την εποχή αυτή, λίγοι…

 

Όταν δεν είχαν πια να πληρώσουν με χρήμα στην Αγιάσο, δίναν τα κουμπιά από το σακάκι τους, έναντι ορισμένου ποσού και τα έπαιρναν πίσω την επομένη, μόλις ξεχρέωναν:

Ο Στρατής ο Μουτζούρης, χουβαντάς, έπινε όμως πολύ. Μας φώναξε να παίξουμε. Πήγαμε, παίξαμε. Με τον Κακούργο τον Γιάννη ήμασταν, τέσσερα άτομα παίξαμε. Πήγαμε, παίξαμε λοιπόν. Όταν τελειώσανε τα χρήματα… το σακάκι. Έκοφτε ένα κουμπί. Πάρ’ το ένα πενηντάρικο. Άλλο κουμπί, άλλο πενηντάρικο. Μαζέψαμε έξι κουμπιά. Το πρωί λοιπόν μ’ ηύρε ο Κακούργος ο Γιάννης, λέει «έχεις τα κουμπιά;». Λέω «ναι». Λοιπόν έξι κουμπιά, έξι πενηντάρια. Τα πενηντάρια ήταν ακυκλοφόριστα, καινούργια. Λοιπόν έδωσε λοιπόν έξι. Λέω γω στον Γιάννη τον Κακούργο, λέω γω πήρα τα χρήματα. «Όλα;» λέει. Λέω ’γω «ναι». Μετρούμε τα, ήταν εφτά, δώρο το ’να.

 

Επί κατοχής των Γερμανών, ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης αναφέρει ότι έπαιξαν μαζί με τον αδερφό του Ανέστη σε ένα γάμο στην Κώμη και πληρώθηκαν 110 οκάδες λάδι. Σε άλλο γάμο στην Πηγή, επί Γερμανικής κατοχής, τους πλήρωσαν 130 οκάδες λάδι.

Με τον αδελφό μου πήγαμε σ’ ένα γάμο στην Κώμη. Μου είπε ένα παιδί, λέει γίνεται ένας γάμος, την Τετάρτη θα γίνει ο γάμος, τώρα τι θα πάρετε δεν ξέρω… Λέω ‘γω να πάμε. Πήγαμε λοιπόν, γίνεται ο γάμος, παίξαμε λοιπόν, παίξαμε… Κι ήταν μέσα κουμπάρος Αθανάσης, ήταν γραμματέας στον Συνεταιρισμό. Παίξαμε λοιπόν με λάδι. Καμιά φορά λοιπόν τελειώσαμε. Σταματήσαμε με τον ‘Αριστείδη’. Λέω ένα ουζάκι. Λέει ο Αθανάσης “πως πήγε η δουλειά;”. Λέω “καλά”. Λοιπόν λέει “που ’ναι τα χαρτάκια το λάδι;”. Ήταν το λάδι εκατόν δέκα οκάδες λάδι. Λέει “να σας το πληρώσω, να το πάρω ’γω”. Λέει “το λάδι σήμερα στην Μυτιλήνη πουλήθηκε τόσα”, να πούμε. Λέω ‘γω “ό,τι θέλεις, ό,τι θέλεις”. Όσο ήθελα να του χαρίσω δέκα οκάδες λάδι, να μην το πληρωθώ, να μην το πληρώσει, να το χαρίσω, για την ευεργεσία που μας έκανε.. Συνέβαινε καμιά φορά κάποιοι να μην πλήρωναν, να λένε “μεθυσμένος ήμουνα”, αλλά σπάνια. Λέγαμε πάλι εμείς, δεν ανάψαμε και κουζίνα για…

 

Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης έκανε ιδιαίτερες αξιολογικές αναφορές για τους ακόλουθους Αγιασώτες μουσικούς.

 

  • Καυλακώνης.

Ήταν τυφλός. Αρμόνιο και ακορντεόν, έπαιζε καλό αυτός. Ο γιος του, ζει στην Αθήνα, παίζει αρμόνιο.

 

  • Στρατής Ρόδανος. Έπαιζε τρόμπα και σαντούρι.

Αυτοί είχαν ανάγκη, θέλαν μουσική για το γάμο στον Ασώματο. Λοιπόν βρεθήκαμε μια κομπανία εμείς, τη μάζεψα εγώ, και πήγαμε. Δεν είχαμε βιολί, αλλά είχαμε τον γέρο, του Χαρίλαου τον πατέρα, τρόμπα, τρόμπα ωραία. Πήγαμε λοιπόν. Ο γάμος ευτυχώς ήταν και πλούσιος. Αγαπούσαν τη μουσική, αγαπούσαν τους σκοπούς τους. Παίξαμε στο γάμο… Μετά πήγαμε σ’ ένα εξοχικό κι άρχισε ο χορός… Και τράβα λοιπόν κάτι ταξίμια ο Στρατής (στην τρόμπα) Λοιπόν άμα σου πω ότι καθόμουν δίπλα, χωρίς να πιώ μέθυσα!

Σε άλλο σημείο πάλι αναφέρει:

Τρόμπα έπαιζε ωραιότατη του Χαρίλαου ο πατέρας. Ο Στρατής, ο γέρος.

 

  • Γιώργος Πατρέλλης. Έπαιζε κλαρίνο.

[…] Ξεκίνησε ένα ζεϊμπεκάκι: ‘Το άρρωστο κορμάκι μου το τρώει το μαράζι’. Θα μου μείνει ανάμνηση… Ωραίο, τον θυμάμαι.

 

Κοινωνική θέση των μουσικών:

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης αναφέρεται στον ανταγωνισμό των κομπανιών:

Οι κόντρες γίνονταν πολύ με τα πνευστά. Οι Σουσαμλήδες η μια, κι η άλλη οι Ρόδανοι. Ο Σταύρος έπαιζε κλαρίνο. Κι ο «Κακούργος» (Παναγιώτης Σουσαμλής) ήταν στις «Άννες», ο «Κακούργος» ο πατέρας. Ύστερα πήγανε μαζί όμως, τον πήρανε μαζί όμως τον «Κακούργο» οι Ρόδανοι, να αποκλείσουν τους άλλους τους Σουσαμλήδες. Εμείς, όταν περνούσαμε ας πούμε καμιά βόλτα, και παίζανε ας πούμε οι μουσικοί, όταν παίζανε οι μουσικοί στο κουϊτούκι, σταματούσαμε εμείς με τα πνευστά. Το καλό είναι να σταματήσεις, είναι εκτίμηση. Αν είναι κοντά – κοντά και παίζουν οι μουσικές, τότε πια θα πολεμήσεις. Θες δεν θες, θα αμυνθείς… Ναι, νταβούλι και ζουρνά σταματούσαμε όταν παίζαν αυτοί. Όταν πηγαίναμε παραπάνω πιάναμε πάλι, κατάλαβες; Κι αυτοί τα ίδια κάναν. Αλλά εάν τυχαίνουν και είναι κοντά-κοντά σε πανήγυρη, σ’ ένα αυτό, χτυπιώνταν πολύ.. Δεν είχε τότες μικρόφωνα. Είχε μεθυσμένοι κι έλεγαν, μπρος εσύ παίζε, κατάλαβες; Για να ευχαριστηθούν αυτοί, κατάλαβες; Πως θα γίνεις εσύ ή πως θα σε μισήσει ο άλλος, δεν τους ένοιαζε τους ακροατές. Τις κόντρες δεν τις κρατάγαν μετά, αγαπίζανε, αγαπίζανε.

 

Αντιπροσωπευτικό δείγμα σκοπών, μουσικών, τραγουδιών, χορών του τόπου:

Τη δεκαετία του 1940 και 1950, στα «γλιτώματα» (γλέντια που οργάνωναν για τους εργάτες οι ιδιοκτήτες ελαιοκαλλιεργειών, κατά την ολοκλήρωση της περισυλλογής των ελαιών)

τραγουδούσαμε δικά μας τραγούδια, τα παλιά τα συνηθισμένα, δηλαδή: συρτό, καρσιλαμάδες, καλαματιανά.

 

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης ανέφερε τους εξής αγιασώτικους σκοπούς: «Ωραία Μπουτζαλιά μου» (τραγούδι για μια κοπέλα από τη συνοικία Μπουτζαλιά, που έφυγε για να παντρευτεί στην Αίγυπτο) και «καρσιλαμάς τ’ Μποτί» (δηλαδή του Παναγιώτη Σταφίδα ή «Μποτί», που τον χόρευε). Ανέφερε επίσης τον «σκοπό του βοδιού», τον επονομαζόμενο Κιόρογλου, που τον έπαιζαν, όταν συνόδευαν τους ταύρους, που προορίζονταν για σφαγή, στα πανηγύρια.

 

 

Επαφές – επιρροές από άλλες περιοχές του Βορείου Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια στα μουσικά δρώμενα:

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης αναφέρει ότι οι αδελφοί Σουσαμλή που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία και εγκαταστάθηκαν το 1922 στην Αγιάσο, συνέχισαν να παίζουν κατά διαστήματα μουσική στη Σμύρνη μέχρι τον πόλεμο του 1940, φέροντας μαζί τους και πολλούς μικρασιάτικους σκοπούς, όπως τα «Ξύλα»:

Τα “Ξύλα” από ’κει τα φέραν. Τα παίζαν στα εργοστάσια για να ενθαρρύνουν τον κόσμο να δουλεύει. Οι Σουσαμλήδες από την Σμύρνη φέραν και πολλά σμυρναίικα.

 

Επιρροές προσφύγων ή μεταναστών από άλλες περιοχές στα μουσικά δρώμενα:

Για το Ίππειος Ο Μιχάλης αναφέρει ότι είχε πολλούς πρόσφυγες, οι οποίοι σε γάμους παράγγελναν στους μουσικούς τον «τούρκικο νυφικάτο»:

Ο νυφ’κάτος είναι παντού ίδιος. Αλλά, το 1955, σε γάμο στο Ίππειος, όπου κατοικούν πολλοί πρόσφυγες, μας διάταξαν αποτόμως τον νυφ’κάτο τον τούρκικο.

 

Ακροατές – γλεντιστές:

Για τους γλεντιστές στα κουϊτούκια, ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης αναφέρει:

Τα γλέντια τότες γινόνταν και οι ερωτεύσεις γινόνταν στα κουϊτούκια, παγαίναν. Είχες κει στο σπίτι σου απέξω, είχε κοπελίτσες εκεί, μαζεύονταν και οι νέοι και… Καφενεία η αγορά είχε μέσα ναι, αλλά τα γλέντια γινόνταν μες στα κουϊτούκια. Τα κουϊτούκια ήταν τα νυφοπάζαρα… Βγαίναν οι παρέες, τραγουδούσαν και πίναν. Βάλε μας να πιούμε ούζο, παραπάνω άλλο, ήταν κι οι κοπελιές τους εκεί μαζεμένες […] Και ξέχασα να σας πω, γίνονταν πολλές φασαρίες. Φασαρίες, καυγάδες. Άλλος θα χορέψω ’γω, άλλος δεν θα χορέψουν… Άμα είσαι κομματέλι πιο τσαχπίνης, πιο βλάμης, πιο παλικαράς… φασαρίες μεγάλες, καυγάδες […] Και για τις γυναίκες γίνονταν καυγάδες, «γιατί πείραξες την γκόμενά μου εσύ…!». Δεν είχε καρέκλες, είχε καρεκλιά, δηλαδή καθίσματα τα μισά, σκαμνιά και χωρίς πλάτη. Χτυπούσαν, κι άμα ήταν βράδυ χτυπούσαν και σβούσαν τις λάμπες. Είναι πιο φοβερό αυτό. Λάμπες είναι με πετρέλαιο, λάμπες λοιπόν άμα ήνταν και πα’ στη λάμπα, έσπα λοιπόν. Τι να δεις πια, σκοτάδι μέσα, τι να δεις; Τρέχεις μπας και σε χτυπήσει καμιά… Κι αστυνομίες πιλαλούσαν. Θυμάμαι καυγάδες, θυμάμαι πήγα και μάρτυρας σε μια… Καθαρή Δευτέρα έγινε η φασαρία, στο κουϊτούκι «Μαρμάρας», στη Μπουτζαλιά, εκεί έγινε. Δηλαδή οι περισσότεροι καυγάδες γίνονταν και με τις χοροί. Διότι, χόρευες εσύ, ήσουνα με τη γυναίκα σου, ήσουνα με την κόρη σου, εντάξει, ήσουν με τον φίλο σου… Έρχονταν αυτοί που ήταν πιο ζωηροί, πιο παλικαράδες κι έρχονταν σε μένα, που έπαιζα με το κλαρίνο, έπιασε το κλαρίνο, σταματάμε. Λέει “θα χορέψουμε”. “Πώς θα χορέψετε εσείς αφού χορεύειν, φέρνω ’γω την ευθύνη”… Παλiκαράδες αυτοί, “όχι θα παίξετε!”… Πήγαμε και μαρτύροι, πήγαμε τότες, θυμάμαι και δίκασε και τους δύο… Εμείς άμα βλέπαμε καυγάδες φεύγαμε. Μόνο νεαροί και μεγάλοι πηγαίναν στα κουϊτούκια. Φιγούρες με μαχαίρια, «ανάλιες» κλπ. Έχω ακούσει στην γάμπα, έχω ακούσει ένας χωροφύλακας, απόμεινε ιστορικό. Επειδής ήθελε μια, άλλος την πείραξε, ένα τέτοιο πράγμα.. Στην γάμπα. Φασαρίες γίνονταν πολλές, τότε ήμαστε πιο, πιο άγριοι να το πούμε; Ενώ τώρα, ε και τώρα, δηλαδή να παίξουμε εμείς εκεί μέσα σ’ ένα καφενείο, μέσα σ’ ένα καφενείο να παίξουμε μουσική, θα γίνει φασαρία. Οπωσδήποτε, ενενήντα εννιά τοις εκατό θα γίνει. Γι’ αυτό και της Παναγιάς, άλλη φορά, μας πιάναν να παίξουμε προ ένα μήνα, ενάμιση μήνα, μας πιάναν να παίξουμε στο καφενείο, ο καφετζής, να παίξουμε για να κάνει δουλειά ο καφετζής. Δίναμε το λόγο μας λοιπόν να παίξουμε, εντάξει. Τώρα πέντε – έξι χρόνια, ίσως και δέκα θα ’ναι, δεν μας βάζουν μέσα να παίξουμε. Γιατί… Θα σου πω γιατί: Επειδής στο πανηγύρι, παλιά, προπολεμικώς, γίνονται… ο κόσμος που ανέβαινε δεν ήταν τόσο πολύς. Τώρα το πανηγύρι της Παναγιάς εξελίχθηκε σε μεγάλο… Απ’ τον Έβρο έρχονται, απ’ όλη την Ελλάδα. Λοιπόν, επειδής λοιπόν, να ‘μαι ειλικρινής, έχει και ευχέρεια χρημάτων τώρα ο κόσμος, δεν έχουν οι καφετζήδες εδώ, δεν έχουν τόπο να τους εξυπηρετήσουν. Ενώ πρωτύτερα λίγος κόσμος, φτώχια και παίζαμε για να κάνει δουλειά ο καφετζής, να κάνουμε και ’μείς.

 

Ο Μιχάλης Μουτζουρέλλης περιγράφει τον τρόπο που γλεντούσαν παλιότερα στην Αγιάσο, και αναφέρεται ειδικότερα στις «πατινάδες» και στα «κουϊτούκια»:

Αυτοί (οι κομπανίες της Αγιάσου), επειδής είχαν πολλές δουλειές, παίζαν σε καφενεία, αλλά όταν τους φωνάζαν σε καφενεία, έπρεπε, υποχρεωτικώς δηλαδή, να βγουν βόλτα, να δουν τις κοπελιές των οι παρέες, και οι μουσικοί να τους ακολουθήσουν, να γυρίσουν το χωριό όλο, να δει ο καθένας το κορίτσι του. Προχωρούσαν μπροστά οι μουσικοί και πίσω οι παρέες. Ό,τι ώρα ήθελαν, πρωί, μεσημέρι… Απόκριες άμα ήταν, άμα ήταν Κυριακή, τις απογευματινές ώρες. Τώρα λέμε για γλέντια στα κουϊτούκια τις απογευματινές ώρες. Όπου είχε κουϊτούκι σταματούσαν, πίναν από ένα ούζο, απ’ όλα περνάγαν, κατεβαίναν απ’ άλλο πάλι, απ’ άλλο πάλι, προπαντός γίνονταν και χοροί. Συγκεκριμένη πορεία, γυρίζαν το χωριό κι έπειτα καταλήγαν στα καφενεία, στην αγορά, ή στην κάτω αγορά, ή εδώ.

 

Για τον ανταγωνισμό μεταξύ των κομπανιών και για τον ρόλο των γλεντιστών σε αυτόν, ο Μιχάλης αναφέρει χαρακτηριστικά:

Εμείς, όταν περνούσαμε ας πούμε καμιά βόλτα, και παίζανε ας πούμε οι μουσικοί, όταν παίζανε οι μουσικοί στο κουϊτούκι, σταματούσαμε εμείς με τα πνευστά. Το καλό είναι να σταματήσεις, είναι εκτίμηση. Αν είναι κοντά – κοντά και παίζουν οι μουσικές, τότε πια θα πολεμήσεις. Θες δεν θες, θα αμυνθείς… Ναι, νταβούλι και ζουρνά σταματούσαμε όταν παίζαν αυτοί. Όταν πηγαίναμε παραπάνω πιάναμε πάλι, κατάλαβες; Κι αυτοί τα ίδια κάναν. Αλλά εάν τυχαίνουν και είναι κοντά-κοντά σε πανήγυρη, σ’ ένα αυτό, χτυπιώνταν πολύ.. Δεν είχε τότες μικρόφωνα.. Είχε μεθυσμένοι κι έλεγαν, μπρος εσύ παίζε, κατάλαβες; Για να ευχαριστηθούν αυτοί, κατάλαβες; Πως θα γίνεις εσύ ή πως θα σε μισήσει ο άλλος, δεν τους ένοιαζε τους ακροατές. Τις κόντρες δεν τις κρατάγαν μετά, αγαπίζανε, αγαπίζανε.

 

Φωτογραφίες

Βίντεο

Video Grid with Modal
Video 1
Video 1
Video 1
Video 1
Μετάβαση στο περιεχόμενο