Μοσχονάς Νίκος
ΣάμοςΤόπος γέννησης: Μυτιληνιοί, Σάμος
Χρόνος γέννησης: 1922
Ιδιότητα:
Ερασιτέχνης μουσικός με λίγες θεωρητικές γνώσεις, παίζει ακορντεόν, κιθάρα, μαντολίνο και ντραμς.
Γονείς:
Οι γονείς του Ν. Μοσχονά, ο Τηλέμαχος και η Αθηνά Μοσχονά, δεν είχαν ασχοληθεί με τη μουσική. Ο πατέρας του ήταν κουρέας και το μαγαζί που διατηρούσε, το ανέλαβε στη συνέχεια ο ίδιος. Για τα αδέρφια του ανέφερε:
Είχα μια αδερφή, η οποία ζει ακόμη. Κι ένας που πήγε στην Αμερική και είναι μακαρίτης.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Νίκος Μοσχονάς παντρεύτηκε με την σύζυγό του, Φωτεινή, το 1947 και απέκτησαν δύο κόρες, την Αθηνά και την Κατερίνα, οι οποίες διαμένουν εκτός Σάμου:
Το ’47 παντρεύτηκα, είκοσι τεσσάρων χρονών. Η γυναίκα μου [είναι] από ’δω, από τη Σάμο, Φωτεινή [τη λένε]. Μικρή ήτανε, κοριτσάκι [όταν παντρευτήκαμε]. Είναι από ένα σόι, πώς να σας το πω τώρα; Είναι από το μέρος της Οδησσού. Καταγόταν απ’ την Κεφαλονιά, έμποροι στην Οδησσό ήταν αυτοί.
Από το ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον, με τη μουσική ασχολήθηκε ο ξάδερφός του, Οδυσσέας Μοσχονάς:
Και είχα κι έναν εξάδελφο, ο οποίος ήτανε γνωστός πανελλήνια. Τον Οδυσσέα τον Μοσχονά. Καλός, ρεμπέτης.
Επίσης, μουσική μαθαίνει και ο εγγονός του, Νίκος:
Πολύ καλός κιθαρίστας ο εγγονός μου ο Νίκος, ο οποίος έβγαλε το Πολυτεχνείο κάτω στην Αθήνα. Ε, πήγαινε σε σχολή, χρόνια. Ήταν πολύ καλός κιθαρίστας. Πολύ καλός. Εκτελούσε κομμάτια δύσκολα. Κλασσικά. Αυτός ασχολήθηκε […]. Δεν τον έδειξα. Μονάχα κάτι κουπανιαμέντα στην κιθάρα. Λέει: ‘Παππού δείξε μου κάτι κουπανιαμέντα’, για να τραγουδάει.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Νίκος Μοσχονάς διατηρούσε κουρείο μέχρι το 1987 που συνταξιοδοτήθηκε. Όπως ο ίδιος αναφέρει, ακολούθησε την τέχνη του πατέρα του, αμέσως μετά την αποφοίτηση του:
Το βασικό μου επάγγελμα ήταν το κουρείο. Βέβαια, είχα κουρείο δικό μου κι ήταν το βασικό επάγγελμα […]. Ήτανε παραδοσιακό. Απ’ τον πατέρα μου. Δηλαδή, μόλις έβγαλα το σχολείο, το Γυμνάσιο, μπήκα στο κουρείο και δούλευα μέχρι που έφυγε ο πατέρας. Και το κρατούσα εγώ πάντοτε. Ήτανε απ’ τα παλιά, απ’ το 1912 […]. Το είχα μέχρι τέλος. Το ’87 συνταξιοδοτήθηκα.
Παράλληλα, ασχολούνταν με τη φωτογραφία και τις επιγραφές, σε κατάλληλα διαμορφωμένους χώρους του κουρείο του. Για τους λόγους πολυαπασχόλησής του αναφέρει:
Λόγω όμως ότι τα πράματα ήτανε δύσκολα – τότε δεν μπορούσες να ζήσεις με ένα επάγγελμα – έκανα και τον μουσικό, έκανα και τον επιγραφοποιό, έκανα και τον φωτογράφο […].Ήμουνα λιγάκι ανήσυχο μυαλό. Όταν βγήκε ένας νόμος να κάνουμε τις πλαστικές ταυτότητες – αυτές που έχουμε τώρα – έπρεπε ο κάθε άνθρωπος να βγάλει τέσσερις φωτογραφίες. Σκέφτηκα εγώ ότι έχει ψωμί η υπόθεση. Πήγα σ’ ένα φίλο μου, μου ’μαθε να εμφανίζω τα φιλμ και να τα τυπώνω [και] πήρα τα σχετικά μηχανήματα – τα ’χω ακόμη κάτω – και φωτογράφισα όλη αυτή την περιοχή – Μυτιλήνιοί, Μαυρουδαίοι, Χώρα – στις ταυτότητες. Και εν συνεχεία πήγαινα κάτω στην παραλία και φωτογράφιζα […]. [Αυτά γινότανε μέσα] …. στο κουρείο. Το είχα χωρίσει. Είχα κάνει σκοτεινό θάλαμο μέσα. Λοιπόν, έκανα μεγεθύνσεις, φωτογραφήσεις, τέτοια πράματα. Αυτά ως προς τη φωτογραφία. Παράλληλα, έκανα κι επιγραφές στα καταστήματα […]. Τη φωτογραφία την παράτησα επαγγελματικά όταν έφυγα το ’64 για τη Γερμανία.
Τα τελευταία χρόνια, ο Νίκος Μοσχονάς ασχολείται και με τη ζωγραφική. Οι καλλιτεχνικές του δραστηριότητες γίνονται σε βοηθητικό χώρο του σπιτιού του. Ο ίδιος περιγράφει:
Εγώ, τώρα, ζωγραφίζω. Καμιά φορά με καλούνε, κιόλας, σε κάτι ομαδικές εκθέσεις και πάω. Δεν έχω πρόβλημα εγώ, ούτε να πάω, ούτε να μην πάω. Αν μου πουν πάω, αν δε μου πουν, δεν πάω.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Το 1964, ο Νίκος Μοχονάς μετανάστευσε με τη σύζυγό του, Φωτεινή, στην Γερμανία. Στην Ελλάδα επέστρεψαν έπειτα από 10 χρόνια παραμονής τους στη χώρα. Οι λόγοι που μετανάστευσαν ήταν, κυρίως, οικονομικοί:
Πήγα στη Γερμανία και ήμουνα εργάτης. Δέκα χρόνια [έμεινε]. Γιατί, παρόλα αυτά τα επαγγέλματα που ’κανα, η ζωή ήταν δύσκολη. Τότε οι σπουδές των παιδιών στοιχίζανε. Αγοράζαμε τα βιβλία. Πληρώναμε από ’δω αυτοκίνητο να παν’ τα παιδιά στο Γυμνάσιο. [Πληρώνανε] δίδακτρα, κι άλλα πολλά, τα οποία δεν βγαίνανε με όλες αυτές τις δουλειές που έκανα. Έτσι, λοιπόν, πήγα στη Γερμανία. Δούλεψα [και] σπούδασα τα παιδιά μου […]. Τη γυναίκα μου την πήρα. Έφυγα εγώ τον Μάρτη [και] τη γυναίκα μου την πήρα ύστερα από τρεις – τέσσερις μήνες. Τα παιδιά μου τα είχε ένας αδερφός της γυναίκας μου. Μεγάλα ήταν τότε. Η μεγάλη πήγαινε γυμνάσιο, η άλλη η μικρή δεν είχε πάει ακόμη. Αλλά κάθε καλοκαίρι τα έπαιρνα εκεί και δουλεύανε καμιά βδομάδα – δυο, και βγάζαν χαρτζιλίκι. Τις έπαιρνα κάθε καλοκαίρι εκεί πάνω ή κατέβαινα εγώ κάτω. Ήταν καλά παιδιά. Και οι δυο είναι σε καλή κατάσταση. Η μια έχει οδοντιατρείο και η άλλη ένα καλό, μεγάλο συμβολαιογραφείο […]. Το ’75 γύρισα.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Ο Νίκος Μοσχονάς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στις ελληνικές δυνάμεις της Μέσης Ανατολής. Στο διάστημα αυτό, συμμετείχε στο κίνημα που επιδίωκε τη μεταφορά Ελλήνων στρατιωτικών στην Ελλάδα, με σκοπό τη συμμετοχή στις επιχειρήσεις των Ε.Α.Μ., ΕΛ.Λ.Α.Σ. Μετά την καταστροφή του κινήματος από τις Αγγλικές δυνάμεις, εγκλωβίστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, μαζί με άλλους Έλληνες, για 20 μήνες. Εκεί, ανάμεσα σε άλλες δραστηριότητες, συμμετείχε σε θεατρικά έργα:
Εγώ έφυγα την παραμονή που καταληφθεί το νησί. Πήγα στην Αίγυπτο. Στην Αίγυπτο φαντάρος έκατσα τέσσερα χρόνια. Εκεί έχω άλλες περιπέτειες […]. Λοιπόν, τότε ήμασταν σε μια αντιφασιστική οργάνωση. Κάποια στιγμή τα ’χαμε βάλει με τους αντιπάλους, βέβαια. Έγιναν δυο κινήματα, επαναστάσεις, στα οποία συμμετείχα. Στο πρώτο μας μαυρώσαν και μας τιμωρήσαν με μια πορεία, μέχρι τον Ιορδάνη ποταμό. Εδώ την Παλαιστίνη που λέμε τώρα. Περπατούσαμε εκατόν πενήντα χιλιόμετρα με τα πόδια. Ήμουνα στην πρώτη ελληνική ταξιαρχία […]. Λοιπόν, κάναμε το δεύτερο κίνημα. Τότε το κάναμε, γιατί θέλαμε να ’ρθουμε στην Ελλάδα, να ενωθούμε με το Ε.Α.Μ. και με τον ΕΛ.Λ.Α.Σ. Αλλά, φυσικά, αυτοί κορόιδα ήτανε να μας πάρουνε; Δεν μας παίρνανε. Και κάναμε ένα κίνημα δυνατό. Με τους […] δεξιούς, ας τους πούμε, έτσι. Αλλά, έπεσε δύναμη Άγγλων και μας κυκλώσανε την ταξιαρχία. Μας αποκλείσανε και […] τους προπαίτιους, μεταξύ των οποίων και μένα, μας χώσανε μέσα στα συρματοπλέγματα. Στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Είκοσι μήνες. Μέσα εκεί – εμπειρία κι αυτή – επειδή ήμασταν όλοι οι άνθρωποι με οργανωτικό πνεύμα και είχαμε και πάρα πολλούς μορφωμένους ανθρώπους, αξιωματικούς περιωπής και έμπειρους ανθρώπους, εκεί μέσα παίζαμε θέατρα. Έπαιζα κι εγώ σ’ ένα θέατρο. Εκεί, κάθε εβδομάδα είχαμε και ψυχαγωγική βραδιά, με όργανα. Δεν έπαιζα εγώ για να με ειλικρινής, αλλά συμμετείχα σε νούμερα θεατρικά, μ’ έναν Γάλλο κωμικό που μ’ είχανε […]. Κι άμα ενικήθηκε εδώ ο ΕΛ.Λ.Α.Σ., το Ε.Α.Μ., μας βάλανε σε κάποια σαπιοκαραβάκια και μας πετάξαν όξω. Κι ήρθαμε εδώ και τα ξαναοργανώσαμε πάλι τα δικά μας.
Εμείς όταν ήρθαμε από τη Μέση Ανατολή, ήμασταν μια παρέα – καμιά τριανταριά σαράντα άτομα με τις αδερφές μας – και κάναμε κάθε Κυριακή ένα γλέντι. Μαζευόμασταν [και] δίναμε από κανένα ταλιράκι και τα μοιράζαμε. Έπαιρνε κρασί ο ένας και …. είχαμε και τα μαντολίνα μας και κάθε Κυριακή χορεύαμε κι ήταν ωραία. Το γλεντούσαμε μέχρι που ξέσπασε ο εμφύλιος και τότε άλλοι πήγαν φυλακή άλλοι … γιατί ήμασταν οι αριστεροί . Και την εξορία μας πήγαμε. Στη Μακρόνησο.
Μουσική παιδεία:
Ο Νίκος Μοσχονάς είναι αυτοδίδακτος μουσικός με λίγες θεωρητικές γνώσεις:
Εγώ, επιπλέον, διάβαζα και νότες. Διάβαζα νότες, βέβαια. Όταν, λοιπόν, έβγαινε κανένα καινούριο – προτού ακόμα πλασαριστεί εδώ – παίρναμε το κομμάτι από την Αθήνα. Μου το στέλνανε οι συγγενείς μας, οι φίλοι μας. Το ξέρανε. Μου το στέλνανε, λοιπόν, το ’βγαζα εγώ στο ακορντεόν και στο μαντολίνο που έπαιζα, κι ύστερα το μαθαίναν και οι άλλοι στην παρέα […]. Είμαι αυτοδίδακτος. Αυτοδίδακτος σε όλα. Αυτοδίδακτος και στη μουσική, αυτοδίδακτος και στη ζωγραφική, αυτοδίδακτος σε όλα.
Ο Νίκος Μοσχονάς αναφέρεται σε επιδόσεις συναδέλφων του, που δεν έχουν αντίστοιχη μουσική παιδεία:
Υπάρχουν άνθρωποι που δεν ξέρουν νότες καθόλου και είναι σπουδαίοι μουσικοί αυτοί. Έχουν καλό αυτί, γερό αυτί. Και μόλις ακούσουν κάτι από δίσκο ή από αλλού ένα τραγούδι, μπορούν και το μεταφέρουν στο όργανό τους, στο λαρύγγι τους. Και υπάρχουν άνθρωποι που διαβάζουν νότες – που είναι μεν μουσικοί, παίζουν – που όμως δεν έχουν τον οίστρο που έχει ο άλλος, ας πούμε. Αυτό δε συμβαίνει πάντοτε […]. Γι’ αυτό λέει κάποιος ότι ο καλλιτέχνης γενικά είναι εκείνος που συγκινεί, που γρατζουνάει τη ψυχή του, την καρδιά του.
Μουσική μαθητεία:
Ο Νίκος Μοσχονάς έμαθε, αρχικά, να παίζει μαντολίνο από άτομο του φιλικού του περιβάλλοντος. Τις γνώσεις του για το όργανο τις βελτίωσε, με προσωπική του μελέτη:
Τα ’θελα να τα μάθω όλα. Καταρχήν, οικονόμησα ένα μαντολίνο – μου το άφησε κάποιος … – είχα κι ένα φίλο που έπαιζε καλό μαντολίνο, τον Κωστάκη, θεός χωρέστον, και μου ’δειξε. Αλλά, εγώ ήθελα να μάθω και με νότες. Πήρα, λοιπόν, μεθόδους τότε που είχε και διάβασα. Δεν πήγα σε δάσκαλο, δεν πήγα για καμιά δουλειά εγώ. Ότι έμαθα το έμαθα μόνος μου.
Για την εκμάθηση κιθάρας θέλησε να παρακολουθήσει μαθήματα από το Γιάννη Νέτο:
Υπήρχε ένας που δίδασκε κιθάρα εδώ. Ο Γιάννης ο Νέτος. Του λέω: ‘Κύριε Γιάννη θέλω να με μάθεις να παίζω κιθάρα’. Μου λέει: ‘Δεν έχω καιρό’ […]. Δεν ξαναπήγα.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Νίκος Μοσχονάς ασχολήθηκε με τη μουσική από τη νεαρή του ηλικία:
Με τη μουσική ασχολούμαι – ερασιτεχνικά βέβαια – από παιδί.
Όπως ο ίδιος αναφέρει, ξεκίνησε να παίζει σε καντάδες με παρέα συνομηλίκων:
Εμείς ξεκινήσαμε, βασικά, από κανταδόροι. Ήμασταν κανταδόροι της εποχής. Ε, είχαμε παιδιά με καλές φωνές. Παίζαμε μαντολίνα, κιθάρες και κάναμε καντάδες. Από ’κει ξεκινήσαμε [και] πήραμε, ας πούμε, βάσεις στη μουσική […]. Αυτά είναι της παρέας. Καθόμασταν νωρίς σ’ένα μαγαζάκι, επίναμε κι όταν πέρναγε η ώρα έντεκα, έντεκα μίση, δώδεκα, πηγαίναμε στις καντάδες. Μετά. Αλλά απαγορευότανε κιόλας. Μια φορά μας πιάσανε. Δεν προλάβαμε να το σκάσουμε και μας πήγανε στο δικαστήριο την άλλη μέρα.
Η ημι – επαγγελματική του ενασχόληση άρχισε όταν μέλη της παρέας συγκρότησαν κομπανία με την ονομασία ‘Τα Πράσινα Πουλιά’. Σε αυτή συμμετείχαν, εκτός από το Νίκο Μοσχονά [ακορντεόν], ο Χρήστος Βουρλιώτης [μπουζούκι], ο Κώστας Περρής [ντραμς] και ο Δημήτρης Κυριαζής [τραγούδι]:
Και κάναμε, θυμάμαι αργότερα, μια κομπανία, όταν ένας από μας έμαθε καλό μπουζούκι και έμαθε χορούς […]. Λέμε: ‘Δεν το κάνουμε να κονομάμε κιόλας;’ Έτσι λοιπόν κάναμε την κομπανία, τρία – τέσσερα άτομα […]. Το όνομα της κομπανίας ήταν ‘Τα Πράσινα Πουλιά’ […]. Φορούσαμε πράσινα πουκάμισα όλοι. Είχα εγώ τη γνώμη και τους λέω ‘Δεν θα ’μαστε όπως οι παλιοί οργανοπαίχτες. Θα πάρουμε όλοι από ένα πράσινο πουκάμισο’. Εγώ δεν είχα και λεφτά και βρήκα από έναν […]. Εγώ ξεκίνησα με ακορντεόν στην κομπανία. Εγώ έπαιζα ακορντεόν. [Είχανε…] μπουζούκι, κιθάρα κι ένας τραγουδιστής. Θεός χωρέστους, όλοι πεθάναν […]. Μπουζούκι ήτανε ο Χρήστος ο Βουρλιώτης, εγώ ήμουνα ακορντεόν. Ντραμς είχαμε έναν μικρό, που τον έμαθα εγώ, τον Κώστα τον Περρή. Τραγούδι είχαμε το Δημήτρη τον Κυριαζή. Όλοι είναι μακαρίτες.
Στο μεσοδιάστημα, ο Νίκος Μοσχονάς άρχισε να παίζει ντραμς. Η αλλαγή του οργάνου προέκυψε από προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, μετά από ένα γάμο στο χωριό Μαυρατζαίοι:
Ντραμς έπιασα αργότερα εγώ, όταν σ’ ένα γάμο στους Μαυρατζαίους παίζαμε όλη τη νύχτα. Έπαιζα ακορντεόν εγώ [και] ίδρωσα. Το πρωί θέλαν αυτοί να χορέψουνε έξω στην πλατεία – χειμώνας ήταν – και γυρνώντας, λοιπόν, την ψούνισα. Έπαθα πλευρίτιδα. Κι έκτοτε παράτησα το ακορντεόν κι έπιασα τη ντραμς […]. Αυτά έγιναν το … ’60. [Μέχρι τότε έπαιζε]…. όχι αποκλειστικά ακορντεόν. Και κιθάρα έπαιζα. Ότι έβρισκα.
Η συνεργασία του Νίκου Μοσχονά με την κομπανία διήρκησε δύο χρόνια. Έκτοτε, στα μουσικά δρώμενα συμμετείχε παίζοντας ντραμς με άλλες ορχήστρες της περιοχής:
Κανα δυο χρόνια [ήταν στην κομπανία] Ε, ύστερα ο Χρήστος ο Βουρλιώτης, ο πιο καλός, πήγε μ’ έναν άλλον τραγουδιστή [πήγε με το μουσικό Κώστα Σεβαστάκη]. Εγώ τα παράτησα. Έπαιζα ντραμς [και] πήγαινα όπου μου λέγανε […]. Το άλλο το παιδάκι που είχα, σηκώθηκε κι έφυγε με την επαύριο. Το διαλύσαμε […]. Εγώ εξακολούθησα να παίζω ντραμς και με καλούσαμε κομπανίες διάφορες, επειδή ήμουνα καλός στις πίστες και ανεξάρτητος, ας πούμε. Με καλούσαν εκεί πήγαινα. Με καλούσαν οι άλλοι πήγαινα.
Στις κομπανίες, ο Νίκος Μοσχονάς, εκτός από το όργανο που έπαιζε, συμμετείχε και με τραγούδι. Το ρεπερτόριο του ήταν, κυρίως, Ευρωπαϊκό:
Εγώ τραγουδούσα ευρωπαϊκά, αλλά χάλασε η φωνή μου […]. Δεν είχα και σπουδαία φωνή, αλλά ήμουν μάστορας. Τα ’λεγα σωστά.
Το 1964, ο Νίκος Μοσχονάς, λόγω της μετανάστευσης του, σταμάτησε να ασχολείται με τη μουσική. Στη Γερμανία, όπως ο ίδιος αναφέρει, έπαιζε περιστασιακά σε διασκεδάσεις που διοργανώνονταν στο φιλικού του περιβάλλοντος:
Πότε, πότε [δεν έπαιξε στη Γερμανία]. Λίγο σε παρέες. Όχι επαγγελματικά. Σε σπίτια και σε παρέες.
Στη Σάμο επέστρεψε το 1975, όπου και άρχισε να ασχολείται με άλλες καλλιτεχνικές δραστηριότητες:
Δεν ήθελα πια [να παίζει]. Είναι παλιο – επάγγελμα, γιατί αυτό το επάγγελμα δεν μπορείς να το κάνεις μόνος σου. Χρειάζεται παρέα […]. Αν παρακολουθήσετε στην Αθήνα τί γίνεται με τα συγκροτήματα … μύλος, καυγάδες, φασαρίες. Και βγαίνουν στον αφρό ελάχιστοι […]. Όταν ξαναγύρισα άνοιξα το κουρείο και ασχολήθηκα με το κουρείο πια και με τη ζωγραφική […]. Και τώρα καμιά φορά πιάνω το ακορντεόν και δυσκολεύομαι. Το πιάνω κομμάτι [λίγο], αλλά δυσκολεύομαι.
Ο Νίκος Μοσχονάς στη διάρκεια της μουσικής του πορείας είχε συνεργασθεί με αρκετούς μουσικούς. Σε αυτούς συγκαταλέγονται ο Χρήστος Λημναίο και ο Οδυσσέας Μοσχονάς:
Ένας άλλος απ’ την Αθήνα μας είχε έρθει. Ο Χρήστος ο Λημναίος. Καλό μπουζούκι, απ’ τα πρώτα […]. Εγώ τον ξαναβρήκα όταν ήρθα απ’ τη Γερμανία, που μου πρότεινε τότε συνεργασία, αλλά δεν πήγα. Αλλά, θυμάμαι μια φορά, όταν παίξαμε σε γλέντι που γινότανε την Τρίτη της Λαμπρής στους Βουρλιώτες […]. Τραγούδαγε αυτός, έπαιζε τα πάντα. Εγώ του κρατούσα το τέμπο. Τακα τακ, τουκου τουκ. Παίζαμε όλη νύχτα […]. Έπαιξα και με τον Οδυσσέα στη Μεταμόρφωση [στο πανηγύρι της Μεταμορφώσεως] και τα κονομήσαμε […].
Άλλα ονόματα μουσικών που θυμάται να έχουν παίξει στη Σάμο είναι:
- Γιάννης και Βαγγέλης Καλτάκης:
Οι αδερφοί Καλτάκηδες ήταν δυο. Ο Γιάννης και ο Βαγγέλης […]. Ο Βαγγέλης άκουγε τον δίσκο και τον έγραφε σε νότες και πήγαινε και το μετέφερε στο μπουζούκι. Ενώ ο Γιάννης δεν ήξερε νότες, καθόλου. Ήταν όμως σπουδαίος.
- Μανώλης Τσελεπιδάκης:
Πιο παλιός μουσικός θυμάμαι τον Μανώλη τον Τσελεπιδάκη, τραγούδι – κιθάρα.
- Σπύρος Ρερίου:
Μουσικοί εδώ στους Μυτιληνιούς υπήρξανε καλοί όπως ο Σπύρος ο Ρερίου.
- Κώστας Σεβαστάκης:
Καλός ο Σεβαστάκης […]. Ο Σεβαστάκης ήταν πιο λαϊκός.
- Μουσικοί και τραγουδιστές από Αθήνα:
Ερχότανε κομπανίες από Αθήνα, με γυναίκες τραγουδίστριες. Ο Λοντάκης, η Μαρίκα κι άλλοι γνωστοί. [Ερχόταν] Το χειμώνα, γιατί το χωριό αυτό ήταν πλούσιο. Είχανε καπνά πολλά […]. [Οι περιγραφές του χρονολογικά τοποθετούνται] … Προπολεμικά.
Άλλοι τραγουδιστές που είχαν έρθει από την Αθήνα ήταν:
Ερχότανε, όπως σας είπα, ονόματα, φίρμες, όπως η Δαλάη, η Βέμπο …. Βγάζανε καλά λεφτά. Είχεν έξι χιλιάδες [ενδεχομένως αναφέρεται στον πληθυσμό] και είχε νοικοκυρέψει το χωριό. Στην κατοχή, το χωριό αυτό, το λέγανε Καναδά, γιατί τροφοδοτούσε όλη τη Σάμο με ψωμί, με λάδια, με μαγειρέματα και με όσπρια.
Ο Νίκος Μοσχονάς αναφέρεται σε μουσικούς της Σάμου που παίζανε στην Αθήνα, καθώς και άλλα νησιά της περιφέρειας:
Μάλλον, εμείς κάναμε εξαγωγή. Και στη Χίο. Όπως, ας πούμε, ο Φίλανδρος, αν τον έχετε ακουστά σας. Ο Φίλανδρος – Κορώνης. Ένα ζευγάρι που χρόνια διέπρεπε στην Αθήνα. Φίλανδρος – Κορώνης […]. Ο Τσελεπιδάκη [και] ο Σπύρος ο Ρερίου πηγαίνανε στη Χίο και παίζανε. Ο Αναστάσης ο […] Καραγκιόζη τον λέγαμε, βιολί. Έπαιζε γρήγορο βιολί. Καλός αυτός. Αυτοί πηγαίναν έξω. Σας λέω εμείς κάναμε εξαγωγή μάλλον παρά ….
Συγκρότημα – κομπανία: ‘Τα Πράσινα Πουλιά’
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Ο Νίκος Μοσχονάς, τη διετία που συνεργαζόταν με το συγκρότημα ‘Τα Πράσινα Πουλιά’, έπαιζε μουσική:
….σε κέντρα, σε γάμους, σε πανηγύρια, σε τέτοια.
Έχει παίξει, επίσης, μουσική με το Χρήστο Λημναίο σε πανηγύρι που διοργανώθηκε στους Βουρλιώτες,:
[Τότε] ήμασταν και οι δυο ξεκάρφωτοι. Δεν είχαμε κομπανίες. Μου λέει [Ο Χρήστος Λημναίος]: ‘Ρε Νίκο, πάμε στους Βουρλιώτες να παίξουμε;’. Πήγαμε οι δυο μας. Εκεί μαζεύονται κομπανίες μεγάλες […]. Μου λέει: ‘Εσύ θα πάρεις τη ντραμς κι εγώ θα πάρω το μπουζούκι. Θα πάρουμε κι ένα μηχάνημα, μικρόφωνο ν’ ακουγόμαστε’. Πραγματικά, πήγαμε. Εγώ πήγα με ’να μηχανάκι. Αυτός πήγε πιο μπροστά. Αλλά έβρεξε στο δρόμο και το δέρμα [από τα ντραμς] μαλάκωσε. Ευτυχώς, είχα προβλέψει. Είχα βάλει μια λάμπα μέσα και την ανάψαμε και σε καμπόσην ώρα στέγνωσε. Και παίξαμε όλη τη νύχτα και τα κονομήσαμε – και καλά λεφτά.
Για το πανηγύρι της Μεταμορφώσεως στο Πυθαγόρειο, που έπαιξε με τον Οδυσσέα Μοσχονά αναφέρει:
Θυμάμαι στο Πυθαγόρειο – καλό πανηγύρι της Μεταμορφώσεως, στις έξι Αυγούστου – είχε κατεβεί ο ξάδερφος μου ο Οδυσσέας ο Μοσχονάς με μια κομπανία και δεν είχε ντραμς και πήγα.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Τα ντραμς που έπαιζε ο Νίκος Μοσχονάς τα είχε κατασκευάσει ο ίδιος. Για τον τρόπο κατασκευής τους περιγράφει:
Τα ντραμς που βλέπετε τα έφτιαξα εγώ. Εγώ ασχολούμουν με πολλά πράματα. Δεν είχαμε και λεφτά να αγοράσουμε. Εγώ την έχω κάνει. Απλώς ήξερα ότι ήτανε ένα τεντωμένο δέρμα σ’ ένα κύκλο εκεί πέρα. Έκαμα, λοιπόν, τον κύκλο πήρα κι ένα δέρμα, το ’βαλα στον ασβέστη, επεξεργάστηκε αυτό [και] το τέντωσα απάνω εδώ. Πήρα ύστερα τα ψιλά τα ξυλαράκια και τα ταίριασα. Τέλος πάντων, την έκανα εγώ.
Το 1964, λίγο πριν μεταναστεύσει στη Γερμανία, πούλησε τα ντραμς σε μουσικό από το Καρλόβασι:
Κι όταν το ’64 αποφάσισα να φύγω, δεν ξέρω πως το μάθε ένας από το Καρλόβασι και μου λέει: ‘Δεν μου το πουλάς;’. Για να μη το ’χω λέω: ‘Στο πουλάω’. Κι έτσι το πούλησα 1.200 δραχμές.
Τοπικές δράσεις:
Ο Νίκος Μοσχονάς έχει παίξει σε διάφορα μέρη της Σάμου, εκτός από το Καρλόβασι που αποτελούσε πεδίο δράσης για τους μουσικούς της περιοχής. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά:
Τώρα θυμάμαι [στο] Πυθαγόρειο. Στο Βαθύ έπαιζα, στις Κουμαραδαίοι, στους Μύλους και στα πανηγύρια πολλές φορές. Στο Καρλόβασι δεν πήγα. Στο Καρλόβασι δεν πήγα. Εκεί είχε πληθώρα μουσικούς, δεν σήκωνε να πας. Δεν πήγα. Το Καρλόβασι ήτανε η πηγή των μουσικών και καλοί μουσικοί.
Για την πολιτιστική ανάπτυξη του Καρλοβασίου αναφέρει:
Το Καρλόβασι ήτανε και είναι η πολιτιστική πόλη της Σάμου. Δεν πιάνεται […]. Το Καρλόβασι θυμάμαι είχε καλούς μουσικούς. Πολύ καλούς. Ερχόταν εδώ και παίζαν σε κάτι γιορτές [και] πηγαίναμε και μας ξετρελαίνανε. Πολύ ωραίοι.
Ρεπερτόριο:
Το ρεπερτόριο στις καντάδες, που συμμετείχε ο Νίκος Μοσχονάς, περιλάμβανε τραγούδια αργόσυρτα:
Λέγαμε το ‘Θα ’ρθω μια νύχτα με φεγγάρι να σε ξυπνήσω και την παλιά μας την αγάπη να σου θυμίσω. Με μια κιθάρα μες τη νύχτα σιγανά, στο παραθύρι να σε δω να ’ρθεις ξανά. Θα ’ρθω μια νύχτα με φεγγάρι να σου πω πως ακόμη σ αγαπώ’ ή ‘Τσιγγάνα που διαβάζεις τα χαρτιά’ ή ‘Συγγνώμη σου ζητώ συγχώρεσε με’. Ε, καντάδες γενικά σε ρυθμό 2/4. Σε ρυθμό ταγκό, ας το πούμε, έτσι ή χασάπικο ή βαλς όπως το ‘Άστα τα μαλλάκια σου’. Ε, τέτοια τραγούδια λέγαμε. Αλλά, συνήθως, στις καντάδες λέγαμε τα αργόσυρτα, αυτά τα ταγκό που είναι τραγούδια πιο ωραία για μια καντάδα. Αν, ας πούμε, τσακωνόσουνα με το κορίτσι καθόσουνα από κάτω και τραγούδαγες.
Στα γλέντια, ο Νίκος Μοσχονάς αναφέρει ότι το ρεπερτόριο προσαρμοζόταν ανάλογα με το κοινό που συμμετείχε:
Κοίταξε οι νέοι θέλανε το μοντέρνο. Κάναν το προχωρημένο. Δεν ασχολούνται μ’ αυτά ξέρω εγώ […]. Βέβαια δεν θα σηκωθεί ο γέρος να χορέψει το πολύ – πολύ ….. Θα χορέψει κανένα Αϊβαλιώτικο. Ήταν λίγο σαν ζεϊμπέκικο, που λέγαμε Αϊβαλιώτικο […]. Ο κόσμος στα πανηγύρια δεν ενδιαφερόταν, τόσο για το τραγούδι, όσο για να χορέψει. Θυμάμαι σ’ ένα χωριό τους Αρβανίτες – με την κομπανία που κάναμε την πρώτη μας ως ερασιτέχνες στο επάγγελμα – πήγα κι εγώ σ’ ένα πανηγύρι, κι ήταν τότε το τραγούδι ‘Τάκα, τάκα τα πεταλάκια’ […]. Ε, παίξαμε μια – δύο φορές αυτό το τραγούδι [και] σηκωνότανε ο κόσμος χορεύανε, ένας – ένας […]. Άμα παίξαμε ‘Τα πεταλάκια’ τους άρεσε ο ρυθμός, κάνανε τσαλίμια οι νεαροί. Οπότε – τέλος πάντων – τι θα παίξουμε; ‘Τα πεταλάκια’ […]. Μέχρι το πρωί λέγαμε αυτό ‘Τα πεταλάκια’. Από τότε, αυτό το τραγούδι το σιχάθηκα. Ούτε να το ακούω πια δεν θέλω. Το τραγούδι, δηλαδή, δεν τους ενδιέφερε τόσο πολύ, όσο να είναι πεταχτό, να κάνουνε τις φιγούρες τους. Και άμα πια και βλέπανε ότι κουραζότανε άντε και κανά ταγκό να χορέψουνε με τα κορίτσιά τους.
Ερχότανε επάνω και το παρήγγελνε [το τραγούδι]. Έπαιρνε σειρά, γιατί στα πανηγύρια είχαμε πολλές παρέες. Έπαιρνε σειρά.
Για τις μουσικές πρακτικές στους γάμους, ο Νίκος Μοσχονάς περιγράφει:
Στους γάμους την πιο πολύ βραδιά παίζαμε το ‘Απόψε γάμος γίνεται, απόψε που χωρίζεται ο γιος από τη μάνα, να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός να ζήσει κι ο κουμπάρος να ζήσουν κι οι συμπέθεροι να κάνουν κι άλλους γάμους’. Αυτό στα τρία έπρεπε μια φορά να παιχτεί. Ε, ύστερα πια όταν μεθούσανε αρχίσαμε κανα ζεϊμπέκικο, το Αιβαλιώτικο. Και οι νέοι εζητούσανε ταγκό [γιατί] ήταν η μόνη ευκαιρία να αγκαλιάσουν το κορίτσι τους.
Αμοιβή:
Ο Νίκος Μοσχονάς αναφέρει ότι στα γλέντια και στους γάμους πληρώνανε με ‘χαρτούρα’, δηλαδή με χρήματα που δίνανε στους μουσικούς όσοι από τους γλεντιστές χορεύανε:
Τότε ερχότανε ο καφετζής, ας το πούμε, που γινόταν το πανηγύρι στην πλατεία – στο μαγαζί – κι έλεγε: ‘Θα ‘ρθετε τώρα να παίξετε σε μένα;’ Ε, αν δεν υπήρχε κάτι καλύτερο πηγαίναμε. Τίποτε μια συμφωνία ήτανε. Πηγαίναμε; Πηγαίναμε. Κονόμαγες; Κονόμαγες. Δεν κονόμαγες; Χρώσταγες και το αυτοκίνητο […] .Δεν είχε από τα μαγαζιά. Δεν δίναν’ δεκάρα. Ήτανε τα τυχερά [από τους γλεντιστές]. Δεκαρικάκια, εικοσάρικα ε και ταληράκια, αναλόγως. Άμα ήταν τάλιρο τους κόβαμε πιο γρήγορα. Άμα ήταν δεκάρικο, εικοσάρικο τραβούσε καμιά βόλτα παραπάνω.
Και στους γάμους έτσι γινότανε. Με τη διαφορά ότι εκεί ο γαμπρός, η νύφη, τα συμπεθέρια, όταν αρχίζαμε να παίζουμε ‘Aπόψε γάμος γίνεται απόψε μαντινάδα’ οι συμπεθέροι και ο γαμπρός από φιλότιμο μας πετούσανε κάτι χάρτινα. Κανά πενηνταράκι κάνα τέτοιο. Ύστερα τη νύχτα όταν ερχόταν σε κέφι ο κόσμος και χόρευε είχαμε τα συνηθισμένα κολλήματα. Κολλήματα τα λέγαμε, μας κολλάγανε [χρήματα]. Αυτά είναι η χαρτούρα.
Ενδεικτικά, αναφέρεται σε αμοιβή του, στο πανηγύρι που έπαιξε μαζί με τον ξάδερφό του Οδυσσέα Μοσχονά:
Μου λέει [ο Οδυσσέας Μοσχονάς]: ‘Ρε Νίκο έλα να παίξεις’. Ε εγώ είχα κανονίσει με άλλους να πάω. Και πήγα τους βρήκα λέω: ‘Ρε ’σεις αυτό κι αυτό’. ‘Πήγαινε, μου λένε, να τα κονομήσεις’ και πήγα κι έπαιξα με τον Οδυσσέα στη Μεταμόρφωση [στο πανηγύρι της Μεταμορφώσεως]. Και τα κονομήσαμε, γιατί αυτός ήτανε γνωστός. Ήτανε όνομα, φίρμα. Κι όλο το πανηγύρι συγκεντρώθηκε σ’ αυτόν.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Νίκος Μοσχονάς έκανε ιδιαίτερες αξιολογικές αναφορές για τους ακόλουθους μουσικούς του έχουν παίξει στη Σάμο:
- Για τον Χρήστο Λημναίο:
Αυτός ήτανε, όμως, φοβερός. Αυτός κάλυπτε τα πάντα, με το μπουζούκι του. Ευρωπαϊκά ήθελες, ρεμπέτικα, δημοτικά τα πάντα.
- Για τους αδερφούς Καλτάκηδες:
Ο Βαγγέλης άκουγε μουσική και έγραφε τις νότες, τόσο δυνατός. Ο Γιάννης δεν ήξερε να διαβάζει νότες, αλλά στη μουσική ήταν θεός. Σε τραβούσε, σε γρατζουνούσε. Σπουδαίος.
- Για τον Χρήστο Βουρλιώτη:
Ο Βουρλιώτης ο Χρήστος έπαιζε ωραίο μπουζούκι. Ε κάτι ζειμπέκικα. Ωραία πράματα.
Κοινωνική θέση των μουσικών:
Σύμφωνα με το Νίκο Μοσχονά, οι μουσικοί αναφέρονταν ως ‘παιχνιδιάτορες’. Το ίδιο ίσχυε, ακόμα και για τους μουσικούς που είχαν θεωρητικές γνώσεις:
Τους λέγανε παιχνιδιάτορες. Παίζανε τα παιχνίδια τους. ‘Πάμε στα παιχνίδια’ λέγανε. Παιχνίδια εννοούσαν τα όργανα, τα βιολιά και τα τραγούδια […]. Εγώ κάνω μια σειρά από πίνακες – κάτω στο εργαστήριο – και λέω ‘Χορευτές και παιχνιδιάτορες’ [ο τίτλος του πίνακα] […]. Κι οι Καλτάκηδες που ήτανε κορυφή εδώ στη Σάμο, ‘παιχνιδιάτορες’ ήτανε. ‘Ποια παιχνίδια θα ’χεις;’ [λέγανε].
Ακροατές – γλεντιστές:
Στα πανηγύρια, ο Νίκος Μοσχονάς αναφέρει ότι συμμετείχαν [και] αρκετοί νέοι:
Ερχότανε και μεγάλοι, αλλά υπερτερούσαν οι νέοι. Υπερτερούσαν οι νέοι.
Μεταξύ αυτών, στα μουσικά δρώμενα συμμετείχαν και γυναίκες:
Στα πανηγύρια, βέβαια, ερχότανε [άντρες και γυναίκες]. Οπωσδήποτε. Το νησί ήταν προοδευμένο, προοδευτικό. Δηλαδή, δεν είχαμε ταμπού, όπως πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας, ας πούμε.
Η συμμετοχή των γυναικών στις διασκεδάσεις, αποδίδεται από τον ίδιο στο γεγονός:
… ότι ταξιδεύανε ο κόσμος […]. Ερχόμασταν σε επαφή με πολύ κόσμο.
Στην διάρκεια των διασκεδάσεων, ο Νίκος Μοσχονάς αναφέρει ότι γινότανε αρκετές φασαρίες μεταξύ των μουσικών και των γλεντιστών. Ενδεικτικά περιγράφει:
Ε, καμιά φορά είχαμε και καυγάδες. Είχαμε και καυγάδες, γιατί είχε και νταήδες από κάτω. Εμείς στην κομπανία μας είχαμε έναν που τραγούδαγε, έτσι [ήταν] πιο μπρατσωμένος. Ήτανε λοιπόν κάτι πιτσιρικάδες, που χορεύανε [και] κάποια στιγμή λέει ο ένας: ‘Παίξτε ρε πιο δυνατά μην περάσω την κιθάρα κολάρο’. Γύρισε λοιπόν με κοιτάει και λέει: ‘Να κατεβώ εγώ να τον δείρω;’. ‘Όχι ρε, του λέω, θα χαλάσουμε το πανηγύρι’. Θέλω να πω ότι καμιά φορά υπήρχανε και καυγάδες.