Μαρινάκης Δημήτρης
ΛήμνοςΤόπος γέννησης: Άγιος Δημήτριος, Λήμνος
Χρόνος γέννησης: 1930
Στοιχεία καταγωγής:
Ο Δημήτρης Μαρινάκης γεννήθηκε το 1930 από πρόσφυγες γονείς:
[Εγώ γεννήθηκα το] 1930, Νοέμβριος, τέσσερις του μήνα Νοεμβρίου, εδώ στον Άγιο Δημήτριο [Λήμνου…].
Ιδιότητα:
Ο Δημήτρης Μαρινάκης έπαιζε βιολί και τραγουδούσε έχοντας λίγες θεωρητικές γνώσεις μουσικής, ενώ σε μεγαλύτερη ηλικία [αφού είχε σταματήσει την επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική] ασχολήθηκε ερασιτεχνικά [και] με την ψαλτική:
[…] είχα αρχίσει λίγο […], μέχρι που έγραφα μουσική, με νότες όχι πρακτικά […]. Εγώ τώρα δεν πάω για ψάλτης, δεν θα γίνω ψάλτης, εγώ είμαι και εβδομήντα δυο χρονών [2002]. Αλλά πηγαίνω δίπλα στους ψάλτες και τους βοηθάω έστω και ένα ίσο το τραγούδι και αυτό χρειάζεται […].
Γονείς:
Οι γονείς του Δημήτρη Μαρινάκη, ο Νικόλαος και η Ματρόνα, κατάγονταν από το Ρεϊς Ντερέ της Μικράς Ασίας:
[…] παντρευτήκαν εδώ στον Άγιο Δημήτρη. Εδώ τέλος πάντων γνωριστήκανε, παντρευτήκανε, και εν συνεχεία δημιουργήσανε την οικογένεια Μαρινάκη […].
Ο πατέρας του ήταν μερακλής γλεντιστής και πολύ καλός χορευτής:
Αυτό [το ‘Ne Olur’], ο μπαμπάς μου είναι ενενήντα τρίου [93] χρονώ [το 1998], αν ήτανε τώρα να τον εφέρω εδώ να χορέψ’ αυτό το τραγούδι, θα σπάσ’ το πάτωμα! Στα νιάτα του, τα καφενεία δεν ήταν με πλακάκια, αλλά με χώμα. Και τότε εκείνος που χτυπούσε τα χέρια του κάτω, σήκωνε σκόνη, χώμα! Αλλά δεν το χορεύαν όποιοι κι όποιοι, ένας – δύο το χορεύαν το τραγούδ’ αυτό!
[…] Οι γονείς μας στο Ρεϊς-Nτερέ ήτανε αγρότες, ψαράδες, κτηνοτρόφοι και είχαν και αμπέλια. Ήτανε το Ρεΐς-Ντερέ αραιοκατοικημένο, δηλαδή δεν ήτανε πολύ κοντά τα σπίτια, ήτανε απόσταση να πούμε, μακριά λίγο το ένα σπίτι απ’ τ’ άλλο. Σειρά ήταν τα σπίτια, όπως ήταν εδώ, στη σειρά τα σπίτια, η πρόσοψη του ενός έβλεπε το πίσω μέρος του μπροστινού. Εκεί πέρα είναι – όπως διαβάζω απ’ το βιβλίο γραμμένα και βγάζω συμπέρασμα – είναι, είχε λοφίσκοι μικροί, πολύ μικροί να πούμε, κι ήτανε μες στο ποτάμι, ήταν από τη μια κι απ’ την άλλη, ήταν αραιοκατοικημένο και απ’ την άλλη η γέφυρα συνδεόταν τα δυο […]. Γιατί έχει πάρει αυτό το όνομα, Ρεΐς-Ντερέ; Στα τούρκικα θα πει το ‘ντερέ’, θα πει ποτάμι να πούμε, στα τούρκικα ‘ντερές’, στα ελληνικά ποτάμι, ήταν ένα ποτάμι […]. Ενώ ‘ρεΐς’ είναι ο καπετάνιος.
Μετά τη Mικρασιατική Kαταστροφή, το 1922, οι γονείς του Δ. Μαρινάκη εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Λήμνο, στην οποία είχαν καταφύγει ξανά ως πρόσφυγες το 1914:
Την πρώτη φορά, το 1914 είχαν έρθει πάλι εδώ [στη Λήμνο] και μετά πάλι το 1922 […]. Πήραν τότε τριάντα με τριάντα δύο στρέμματα κλήρο και σπίτι τα οποία τα ξεπλήρωσαν με τα χρόνια στην Εθνική Τράπεζα […]. Μετά αρχίσανε να καλλιεργούνε καπνά, μετά μπαμπάκια, μετά αμπέλια, δημητριακά και άλλα [κουκιά, φασόλια]. Πολλά κάνανε, τώρα εμείς δεν κάνουμε τίποτα, δεν κάνουμε τίποτα. Κάνουμε μονάχα να φάμε χλωρά λίγα και αν περισσέψουν κάνουμε και 2 – 3 κιλά να πούμε για το χειμώνα. Ενώ τότε κάνανε εκατό – που λέγανε εδώ, τα λένε οι Λημνιοί, οι ντόπιοι εδώ, τα λένε πινάκια, είναι κάτι αυτά, τέτοια, παίρνουν κάπου 10 – 12 οκάδες […]. Δηλαδή αλωνίζανε και μετά μετρούσανε. Κι έλεγε, το ’χαν καύχημα, ‘εγώ έβγαλα 100!’, άλλος έλεγε ‘εγώ έβγαλα 120!’
Ο πατέρας του Δ. Μαρινάκη εκτός από τις αγροτο – κτηνοτροφικές εργασίες είχε ασχοληθεί (σε μικρή κλίμακα) και με το εμπόριο αγροτικών προϊόντων:
Θυμάμαι και γύριζε στα χωριά και μάζευε φασολάκια, σουσάμια, ρεβίθια, σιτάρια, σταφίδες έκανε, και θυμάμαι αυτό που μου ’μεινε, του στέλνανε κασάκια, εγώ ήμουν μικράκι […], εκεί μ’ έβαζε, λέει ‘πλύνε τα πόδια σου, πού πας;’. Έπλενα τα πόδια που λες και δώσ’ του, κι έριχνε κείνος τη σταφίδα και ’γω έμπαινα με τα πόδια και την πατούσα τη σταφίδα, την πατούσα, την πατούσα, την πατούσα, να γίνει αυτό. Έβαζε ένα χαρτί από κάτω και μετά το χαρτί αυτό το δίπλωνε, έβαζε, ήτανε δυο ή τρία καμιά φορά ήταν, κάτι τόσα στενά σανιδάκια και το τάπωνε, το ζύγιζε, το ’γραφε και τα στέλναν αλλού. Αντιπρόσωπο είχε εδώ στη Μύρινα, και τον είχαν τον μπαμπά μου, είχε πολλοί που τον εξέραν τον μπαμπά μου. Ήτανε της δουλειάς, έτρεχε παντού, στο καφενείο, στα χωράφια, στο αυτό […].
Για τα αδέρφια του αναφέρει:
Είμαστε επταμελής οικογένεια, ο μεγαλύτερος ήμουνα εγώ […], με πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δύο κορίτσια. Ο αδερφός μου [γεννήθηκε] μετά από μένα, το 1932. Η αδερφή μου […], είχα μια αδερφή, πέθανε 28 χρονών, 28 ετών! […] Μετά γεννήθηκε ο άλλος ο αδερφός μου και τελευταία η αδερφή μου που γεννήθηκε το 1946.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Δημήτρης Μαρινάκης παντρεύτηκε με τη σύζυγό του, Βασιλεία Κουσκούση, το 1954. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι:
Κάθισα τέσσερα χρόνια αρραβωνιασμένος. Τέσσερα χρόνια αρραβωνιασμένος, 20 χρονώ με παντρεύτηκε η γυναίκα μ’ κι εγώ ήμουνα στα 23 – 24. Η γυναίκα μου γεννήθηκε το 1934, τρία με τέσσερα χρόνια πες ότι είμαστε διαφορά, παντρεύτηκα το 1954. Εγώ όταν παντρεύκα καλό παιδάκι ήμουνα, καλό παλικαράκ’ […]. Ήρθαν όμως, πήγανε στον μπαμπά μου και στη μάνα μου, οι πεθεροί μου, είπαμε το έθιμο ήταν αυτό. Τι να έκανε, ήθελε να τις παντρέψει [ο πεθερός μου], έξι κορίτσια είχε. Και ο μπαμπάς μου, στην αρχή δεν θέλανε, ο μπαμπάς μου ήθελε, η μάνα μου δεν ήθελε. Επειδή ήτανε φτωχιά οικογένεια, ‘που θα πας εκεί πέρα’, ξέρω ’γω, ‘δίχως σπίτι, δίχως έξτρα’. Ναι αλλά εγώ δε λογάριασα τίποτα, πήγα μόνος μου! Πήγα μόνος στο σπίτι [του πεθερού μου], να κι ο μπαμπάς μου, ‘Άντε καλορίζικα συμπέθερε, καλορίζικα συμπεθέρα’, ξέρω ’γω. Αυτό ήτανε!.
[…] Εγώ παντρεύτηκα τη Βασιλεία, με συγχωρείς, σ’ ένα δωματιάκι τρία επί τρία, εννιά τετραγωνικά μέτρα. Τρία επί τρία, δίχως καμπινέ, δίχως τίποτα, τίποτα, τίποτα. Η μαμά μου, μου έφερε μισό ψωμί, ψωμί σπιτικό και η πεθερά ένα μπουκάλι λάδι, μισή οκά τότε, από ’κει ξεκίνησε η ζωή μου. Πώς να κάνω τώρα, μες σ’ αυτό το δωματιάκι; Με το όργανο σιγά – σιγά, πηγαίναμε, μάζευα λίγα χρήματα από το ένα χωριό, λίγα από το άλλο, λίγα από το άλλο, τα καταφέρνω και φτιάχνω, το χαλώ έτσι και κάνω δύο δωμάτια και πέρασμα, διάδρομο, δηλαδή ένα διαδρομουδάκι, πάλι δίχως καμπινέ […]. Ζήσαμε όμως μαζί 51 ωραία χρόνια, διανύουμε τώρα 51 χρόνια!. Δημιουργήσαμε την οικογένεια, τα παιδιά, τα παντρέψαμε, τώρα έχουμε τα εγγόνια. Εμένα η κόρη μου έχ’ πάρει σύζυγο από το Θάνος και μένουνε Μύρινα. Και του γιου μου είναι από ’δω [Άγιος Δημήτριο] η γυναίκα του και αυτοί μένουν στην Μύρινα, έχουν φτιάξει σπίτι εκεί.
Από την οικογένεια του Δημήτρη Μαρινάκη με τη μουσική ασχολήθηκε ερασιτεχνικά ο αδερφός του Γιάννης:
Απ’ την οικογένεια τη δική μας δεν ασχολήθηκε κανένας [με τη μουσική], μόνο ο μικρός ο αδερφός μ’ ο Γιάννης, κάποια στιγμή του την έδωσε κι ήθελε να μαθ’ μπουζούκ’. Που στο καλό πήγε και βρήκε ένα μπουζούκι, γκράγκα – γκρούγκου, γράγκα – γκρούγκου […], ε, τελικά δεν έμαθε.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Το 1950, την ίδια χρονιά που αρραβωνιάστηκε τη μετέπειτα γυναίκα του, κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, από την οποία απαλλάχτηκε λόγω ενός προβλήματος υγείας που αντιμετώπισε:
Πήγαμι φαντάρ’, πήγαμε [παρουσιάστηκα] στο Ηράκλειο [Κρήτης]. Καλά εγώ δεν το ’βγαλα [ολοκλήρωσα] το στρατιωτικό, είχα στομάχ’ και έκανα εγχείρηση. Πήγα στο νοσοκομείο Ηρακλείου και από ’κει με φέραν στην Αθήνα, στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο. Με καλάνε στην επιτροπή και με βγάζουν δύο χρόνια βοηθητικό. Ήρθε ο αρχίατρος, ταξίαρχος ήτανε, τι ήταν; Ήρθε πάνω στο κρεβάτι μου, όλοι μαζί τώρα καμιά 10 άτομα. ‘Από πού είσαι’; ‘Από τη Λήμνο’. Άρχισα κι έκλαιγα εγώ, με πήρε ένα παράπονο. Μου λέει ‘γιατί κλαις’; Λέω: ‘κοιτάξτε να δείτε Ταξίαρχε, εγώ όταν θα φύγω απ’ το νοσοκομείο και πάω στη Λήμνο, θα πεθάνω. Και πραγματικά οι γονείς μου είναι φτωχοί, δεν έχουνε χρήματα να με ξαναφέρουν εδώ, στην Αθήνα, να κάνω την εγχείρηση, δεν έχουνε’. Δεν το ξεχνάω ποτέ αυτό, θα μου μείνει μέσα στη μνήμη μου. Μ’ αγκαλιάζει και μου λέει: ‘παιδί μου, εμείς θα σε κάνουμε καλά, εμείς θα σε κάνουμε καλά’. Κατ’ ευθείαν! Είχα κάνει τις εξετάσεις όμως προηγουμένως, ξέραν αυτοί. Σε τρεις μέρες [με έβαλαν] στο χειρουργείο […]. Μετά είχα ένα θαλαμάρχη που ήθελε να με διωξ’ σ’ ένα μήνα. Μου λέει: ‘Μαρινάκη θα φύγεις αύριο ε;’ Μαζεύω τα πράγματα μου, και πάω στο σπίτι μιας ξαδέρφης μου [στην Αθήνα]. Πηγαίνoυ στο σπίτι και να ’χουν ψήσει ρύζι, πιλάφι με λίγο χταπόδι. Μου απαγορευόταν εμένα, αλλά φάε λέει λιγάκι. Λοιπόν έφαγα λιγάκι, τη νύχτα τι ήταν εκείνο! Πόνος, πόνος! Το στομάχι μου! […] Είχε ένα περίπτερο, τηλέφωνο το στρατιωτικό νοσοκομείο, έρχονται, κατ’ ευθείαν, με πήραν, με βάζουν στο ίδιο κρεβάτι που ήμουνα. Λέω αυτό κι αυτό έπαθα και καθίζου ακόμη ένα μήνα! Παίρνω δυο μήνες άδεια, έρχομαι εδώ [Λήμνο]… Το κέντρο Ηρακλείου, το κέντρο εκπαιδεύσεως, το είχανε μεταφέρει στην Πάτρα. [Μετά τη δίμηνη άδεια] πήγα στην Αθήνα, πήγα στο κέντρο διερχομένων, έβγαλα τι χρειαζόταν και πάω στην Πάτρα [στη μονάδα], είχα και του βιουλί μαζί, γιατί το ’χανε πάρει από το κέντρο του Ηρακλείου και το ’χαν εκεί. Την άλλη μέρα πήγα στου διοικητήριο εκεί πέρα μι τα χαρτιά και βγήκα με λίγα λόγια, μ’ έβαλε βοηθητικό. Επειδή δεν ήμουνα του γυμνασίου, αν ήμουνα το γυμνασίου, τότε τους κρατούσανε, θα με βάζανε σ’ ένα γραφείο μέσα ξέρω ’γω. Ενώ εμένα, λεν τι να τον εκάνουμε τον άνθρωπο αυτόν, που να τον βάλουμε, ας φύγει.
Την περίοδο της Κατοχής, ο Δημήτρης Μαρινάκης εργαζόταν στα γερμανικά έργα (αντικαθιστώντας ορισμένες φορές τον πατέρα του):
[Πήγαινα] στα Τσιμάντρια, στο Λιβαδοχώρι και όπου μας βάζαν αγγαρεία [οι Γερμανοί]. Εγώ, σαν μικρός που ήμουνα, μ’ είχανε στις γαλαρίες στο βουνό μέσα, στα Τσιμάντρια, είναι ένα ντουβαράκι στην εκκλησία απέναντι. Εμάς μας είχανε μ’ ένα κάρο, κατεβαίναμε από ’κει που δουλεύαν οι εργάτες και παίρναμε νερό, έχει μια βρύση στα Τσιμάντρια στην πλατεία, και δεν μπορούσα να το σηκώσω κιόλας. Πηγαίναμε μ’ έναν άλλονε, πάλι στα ίδια χρόνια [με μένα], αλλά ήτανε πιο καρδαμωμένος, πήγαινε το δικό του [το φορτίο] από δω μέχρι 30 μέτρα, γύριζε πίσω έπαιρνε και το δικό μου […]. Μας πληρώνανε κάτι λεφτά γερμανικά που τα κόβαν εδώ στη Λήμνο, όχι τα κανονικά τα γερμανικά. Εγώ πήγαινα [στην αγγαρεία] με κάποιον γείτονα, και πάντα μαζί μας βάζαν, τον μπαμπά μου κι αυτόν […]. Το ωραίο θυμάμαι που πηγαίναμε το μεσημέρι να φάμε, ένα μεγάλο καζάνι εκεί πέρα, μας γεμίζανε την καραβάνα ζουμί και 5 – 6 φασόλες μέσα, Πω! Παιδάκια τώρα!
Μουσική μαθητεία:
Ο Δημήτρης Μαρινάκης ξεκίνησε τα πρώτα του μαθήματα στο βιολί το 1946 [περίπου] με δάσκαλο τον μουσικό Κώστα Ελιά [βιολί, σαντούρι, ακορντεόν], από τον Άγιο Δημήτριο Λήμνου:
Ο Κώστας [Ελιάς] τώρα το σαρανταεφτά – σαρανταέξι [1947-1946], ήτανε μεγάλος, ναι. Εγώ αφού είχα τη μανία να πούμε […]. Αυτό απέναντι ήτανε καφενείο δικό τους, λοιπόν, γίναμε φίλοι με τον Κώστα. Του έκανα κάτι, τον βοηθούσα λίγο στο καφενείο ότι μπορούσα ας πούμε, γιατί τότε ήτανε κόσμος… είχε δουλειά τέλος πάντων. Και σιγά – σιγά, λέω θα με μάθεις βιολί να παίζω. Και αρχίσαμε, μου ’δειξε λίγες φωνές, κάνα χρόνο […], «Αθήνα και κυρία μου», κ.ά. Αυτά ήταν τα πρώτα τραγούδια που μου ’δειξε ο φίλος μας ο Κώστας. Το 1946, εγώ ήμουνα 16 χρονώ. Και τότε εγώ άρχισα να παίζω […]. Θυμάμαι που μια μέρα κάναμε μάθημα, και πάτ’σα μια λάθος φουνή ας πούμι και πιάν’ του δάχτυλου μου και θα στου κόψου μου λέει, θα στου κόψου του δάχτυλου, πρόσεχε που πατάς!
Στη συνέχεια, το 1949, πήγε στη Μύρινα Λήμνου και συνέχισε τα μαθήματα βιολιού, δίπλα στο μουσικό και δάσκαλο Στέλιο Δεληκούκο (σαντούρι):
[…] το 1949 πήγα στη Μύρινα στο δάσκαλο αυτόν που ’παμε, τον Δεληκούκο, τον Στέλιο, αυτός έπαιζε σαντούρι. Καθίζω δυόμισι μήνες, άρχισα, μέχρι που έγραφα μουσική με νότες, όχι πρακτικά […]. Λοιπόν, αν καθόμουνα ένα χρόνο κοντά στον Δεληκούκο, θα ‘ξερα μουσική, θα μάθαινα μουσική, γιατί είχα τόσο μανία, πολύ μανία να μάθω. Δεν κάθ’σα όμως, ο λόγος ήτανε ότι ο μεγαλύτερος ήμουν εγώ από τ’ αδέλφια μου και ήρθε η εποχή που σπέρναμε τα χωράφια [και έπρεπε να γυρίσω στο χωριό] και συνεχίσαμε ύστερα πρακτικά […]. Τα τραγούδια τα γράφαμε πρακτικά, όχι με νότες. Τα γράφαμε σε τετράδιο, παράδειγμα: εγώ πρωτόμαθα τον Εθνικό Ύμνο, ‘Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή’ και θυμάμαι και τις φωνές απ’ έξω:
Σι ντο ρε ντο σι ντο ρε σι
Ντο ρε μι μι φα φα σολ
Λα σι ντο σι λα σι ντο λα ρε μι φα μι ρε ντο σι
Σι σι μι φα σολ φα μι σι
Σι σι μι φα σολ φα μι
Έτσι γραμμένα με λέξεις, έτσι μαθαίναμε όλα τα τραγούδια. Και μέχρι σήμερα έτσι, με το αυτί. Βάζεις το κασετόφωνο ας πούμε εκεί πέρα, τ’ ακούς και το βγάζεις [το τραγούδι].
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Δημήτρης Μαρινάκης ξεκίνησε την ενασχόληση του με τη μουσική την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, σε ηλικία (περίπου) 12 – 13 ετών, προσπαθώντας να κατασκευάσει το πρώτο του όργανο:
Εγώ είπαμε ότι είχα τόσο μεγάλη μανία να μάθω όργανο. Είχα πολύ μανία μεγάλη! Ήταν εδώ οι Γερμανοί ακόμη, είχα κάνει ένα ξύλο. Ένα κομμάτ’ ξύλου, τέσσερ’ς βελόνες, με καλώδια γερμανικά, τα ξούσα [έξυνα] και έβγαζα το πλαστικό αυτό και έμενε το σύρμα. Το ’δενα πάνω στις βελόνες, και το ’κανα μαντολίνο […]. Αυτό ήταν το πρώτο μου ξεκίνημα, με τα καλώδια τα γερμανικά.
Τέλη της δεκαετίας 1940 – αρχές του 1950, άρχισε να παίζει βιολί μαζί με τον Κώστα Ελιά και τον Γιάννη Αλεξουδάκη:
[…] Τον Κώστα [Ελιά] και τον Γιάννη τον Αλεξουδάκη πρώτα απ’ όλα, οι πρώτ’ που ξεκίνησα εγώ ας πούμε. Γίναμε κομπανία, η πρώτη κομπανία που έπαιξα ήταν ο Κώστας [Ελιάς, σαντούρι] κι ένα παιδί ο Αλεξουδάκης ο Γιάννης, κλαρίνο, έχ’ πεθάν’ τώρα […]. Εγώ ήμουνα ο πιο μικρός, αλλά τραγουδούσα όμως εγώ […]. Ε, παίξαμε δυο – τρία χρόνια μαζί.
Στη συνέχεια για λίγα [περίπου 3 – 4] χρόνια, έπαιξε με τον Γιάννη Μωράκη [ακορντεόν] και τον Γιώργο Μαρκάκη [μπουζούκι]:
Μετά έπαιξα με τον κουμπάρο μου, με τον Γιάννη τον Μωράκη ο οποίος είν’ στη Χίο τώρα. Εδώ ήτανε παντρεμένος και πήγανε στη Χίο. Μουσικός, καλός μουσικός, είναι δάσκαλος τώρα, μαθαίνει παιδιά, αυτός έπαιζε ακορντεόν και ο Μαρκάκ’ς ου Γιώργους που έπαιζε μπουζούκι. Ο Γιώργος [Μαρκάκης] πήγαινε στο παλιό Πεδινό που ήτανε κάποιος Δημήτρης Χατζηχαραλάμπου, βιολιτζής και του μάθαινε αυτός. Και ο Γιάννης ο κουμπάρος μου, που λέμε τώρα, ο Μωράκης εκεί πήγε, πήγε εκεί σ’ αυτόν […]. Ήμασταν δηλαδή τρία άτομα, εγώ βιολί, ο Γιώργος ο Μαρκάκης μπουζούκι και ο Γιάννης ο Μωράκης ακορντεόν, ο Χιώτης, που λέμε τώρα, ο κουμπάρος μου, του έχω βαφτίσει και ένα παιδί, γιο.
Στα μέσα [περίπου] της δεκαετίας του 1950, ο Δ. Μαρινάκης συμμετείχε σε μια νέα κομπανία, μαζί με τους Χαράλαμπο Προσκεφαλά [κλαρίνο], Γιώργο Στεφανιδάκη [κιθάρα – τραγούδι] και Γιώργο Μαστρομιχαλάκη [μπουζούκι]:
Μετά που έφυγε ο κουμπάρος μου ο Γιάννης [Μωράκης] για τη Χίο, ήμασταν ο Προσκεφαλάς, ο Στεφανιδάκης, ο Μαστρομιχαλάκης κι εγώ, παίξαμε μαζί 13 χρόνια, μέχρι το 1970 [περίπου…]. Ο Χαράλαμπος Προσκεφαλάς ήταν πρόσφυγας και έμενε στον Κορνό και έπαιζε κλαρίνο, ο Στεφανιδάκης ο Γιώργος από Μύρινα, έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε και ο Μαστρομιχαλάκης ο Γιώργος μπουζούκι και εγώ βιολί. Ο Μαστρομιχαλάκης ήταν από εδώ, Αγιοδημητριάτης.
Στη συνέχεια στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συνεργάστηκε με τον Ανδρέα Κωνστάντιο [από τα Καμίνια, ακορντεόν], μέχρι περίπου και το 1982-83 οπότε και σταμάτησε οριστικά την επαγγελματική του ενασχόληση με τη μουσική:
Μετά, το τελευταίο συγκρότημα που έπαιξα εγώ, ήτανε ο Κωνστάντιος ο Αντρέας. Αυτός έπαιζε ακορντεόν, εγώ βιολί, μπουζούκι έπαιζε, είχαμε ένα παιδί, ο Παρασχάκης, ‘Μπούρα’ τον ελέγαμε εμείς, ‘Μπούρα’ Γεώργιο. Όνομα Γιώργη κι εγώ τον βάφτισα ‘Μπούρα’, αυτός ήταν από εδώ, Αγιοδημητριάτης, παίζει ακόμα, καλός είναι. Μ’ αυτούς έπαιξα πολλά χρόνια, μέχρι που […] γιατί εγώ σταμάτησα το 1982-83 σταμάτησα […]. Ο Ανδρέας Κωνστάντιος είναι ο γιος του Γιώργου του Κωνστάντιου του κλαριτζή απ’ τα Καμίνια, σταμάτησε μετά το ακορντεόν και πήρε αρμόνιο […]. Θυμάμαι και στο γάμο του γιου μου παίξαμε, και σταμάτησα μετά. Κάτι μεσολάβησε μεταξύ μας και τα γκρινιάσαμε, έγινε μία παρεξήγηση και χάλασαν οι καρδιές μας. Από τότε έτσι αφού στεναχωρέθηκα έτσι ξέρω ’γω, είχαμε πια ξεπεράσει και τα χρονάκια μας, ξενύχτια, κάθε βράδυ να τραγουδάς και σταμάτησα.
Επίσης, είχε συνεργαστεί [περιστασιακά], στις αρχές της δεκαετίας του 1970, με την κομπανία του γιου του Κ. Ελιά, στην οποία συμμετείχαν οι: Γιώργος Μαστρομιχαλάκης, μπουζούκι, Σωτήρης Μαυράκης, κιθάρα και τραγούδι και Κώστας Ελιάς, ακορντεόν [για όσο χρονικό διάστημα ο γιος του υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία]. Επίσης συνεργάστηκε περιστασιακά τη δεκαετία του 1970 και με άλλους μουσικούς:
[…] Βλάσης Δεληβασίλης, κλαρίνο από Ατσική, εγώ βιολί, ο γιος του έπαιζε ακορντεόν, ο γιος του ο Στέργιος, του Βλάση ο γιος και ο Μαυράκης ο Σωτήρης, κιθάρα […]. [Στις] Σαρδές […] παίζαμε [μια φορά] με το Δημήτρη το Μαρκάκη [μπουζούκι, τραγούδι], του Γιώργου [Μαρκάκη – μπουζούκι] τον αδελφό […]. Εγώ έπαιζα βιολί […]. Με όλους σχεδόν, τα παιδιά που παίζουν όργανα στον Άγιο Δημήτριο, έχω παίξει.
Ο Δ. Μαρινάκης αναφέρθηκε και σε άλλους μουσικούς του νησιού: Χρήστο Παντζαρά [από τον Κορνό – μαντολίνο, σαντούρι, βιολί, ακορντεόν, κλαρίνο], μετανάστη στην Αυστραλία, Μανόλη Δεληκούκο [βιολί], πρόσφυγα από τη Μ. Ασία, που είχε εγκατασταθεί στη Μύρινα, Χαράλαμπο Προσκεφαλά [από τον Κορνό – κλαρίνο], Φώτη Χιώτη [από το Θάνος – σαντούρι], που μετανάστευσε στην Αυστραλία, Κώστα Αλευρά [από τον Κορνό – ακορντεόν], που μετανάστευσε στην Αμερική, Βασίλη Λημνιό [λαούτο], από τη Μύρινα [που πολλοί άλλοι αναφέρουν ως πρόσφυγα, γνωστό ως ‘το Βασ’λούδι’], Χαράλαμπο [λαούτο], από το Βάρος, Ιωάννη Σέντα [μπουζούκι], από τη Μύρινα, Τρύφωνα Κατή ή «Σκορδαλιά» [από τα Τσιμάντρια – μπουζούκι], Γιώργο Στεφανιδάκη [από τη Μύρινα – κιθάρα, τραγούδι], τον τυφλό Ζόμπο [κλαρίνο], πρόσφυγα από Ίμβρο που είχε εγκατασταθεί στη Μύρινα, Τηλέμαχο Κατσικά [από το Θάνος – βιολί], τον Κώστα Αλευρά [από τον Κορνό – ακορντεόν], που μετανάστευσε στην Αμερική, τον Τρύφωνα Χατζηστυλιανό [από την Παναγιά – σαντούρι, λύρα], τον Θανάση Κοτσιναδέλλη [από τα Τσιμάντρια – λύρα].
Επίσης αναφέρθηκε, όπως και ο Κώστας Ελιάς, στην παρουσία ορισμένων αξιόλογων ερασιτεχνών τραγουδιστριών, όπως η πεθερά του Μαρία Κουσκούση [γνωστή από δημοσιεύματα του λημνιακού τύπου ως «το αηδόνι της Ανατολής»], από τον Άγιο Δημήτριο, η σύζυγος του Βασιλεία Μαρινάκη, από τον Άγιο Δημήτριο, η Ευφροσύνη Ράλλη, από τη Νέα Κούταλη, καθώς και η Ευαγγελιδάκη, από τον Άγιο Δημήτριο.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Για τα μουσικά όργανα που συμμετείχαν στις κομπανίες, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα προμηθευόντουσαν, ο Δημήτρης Μαρινάκης ανέφερε ότι:
Το ακορντεόν βγήκε στις κομπανίες το πενηνταπέντε με εξήντα [1955-1960], εκεί μέσα, ναι. Τα όργανα τα αγοράζαμε από την Αθήνα, είχα εγώ έναν γνωστό στην Αθήνα και του έλεγα ξέρεις τι γίνεται, θέλω ένα ακορντεόν. Πήγαινε ο γνωστός μου στο μαγαζί […], τι ακορντεόν θες τριανταδυάρι, εξηντάρι, γιατί έχ’ αυτά στο μέγεθος και στις φωνές. Τότε γινόταν έτσι, η αγορά τους, δηλαδή, γινόταν έτσι. Πήγα στο μαγαζί, το τάδε ακορντεόν έχει τόσες δραχμές, το άλλο έχει τόσες. Και ανάλογα τη δύναμη που είχαμε, τα χρήματα, λέω θέλω αυτό […]. Και μετά το ακορντεόν βγήκαν τα αρμόνια, μετά το ’ξηνταπέντε [1965…], πάμε στο 1970, και τα αρμόνια από την Αθήνα τα παραγγέλναμε […]. Μετά μπήκανε τα μηχανήματα, αυτά […], οι ενισχυτές. Και το μπουζούκι μετά πήρε μεγάλη αξία, το μπουζούκι, γίνονταν τελείως διαφορετικό στον ενισχυτή, από σκέτο ας πούμε. Πριν τους ενισχυτές το να παίζεις σκέτο μπουζούκι, και να έχεις δίπλα κλαρίνο […], δεν ακούγεται το μπουζούκι. Ενώ μετά, βάζεις το βύσμα στο μηχάνημα εκεί πέρα, 200 watt μηχάνημα, 300 watt, χαλάει ο τόπος! Δηλαδή, την αξία του το μπουζούκι την πήρε από τα μηχανήματα.
Τοπικές δράσεις:
Κατά τη διάρκεια της πολύχρονης επαγγελματικής του ενασχόλησης με τη μουσική, ο Δημήτρης Μαρινάκης πήρε μέρος σε διάφορα μουσικά δρώμενα της Λήμνου, ενώ έχει επισκεφτεί σχεδόν όλα τα χωριά της:
Έχω παίξει σε όλο το νησί, παντού, σε όλα τα εξωκλήσια και σε όλες τις εκκλησιές τις έχω γνωρίσει. Γιατί σε όλα τα ξωκλήσια πηγαίναμε και σε όλα τα πανηγύρια, [για παράδειγμα] στον προφήτη Ηλία εδώ [Αγ. Δημήτριος] στο βουνό πηγαίναμε απάνω και παίζαμε με τον Χαράλαμπο τον Προσκεφαλά […]. Στου Ρωμανού του Άγιου Κωνσταντίνου, 21 Μαΐου. Στην Καλλιόπη, στο Κοντοπούλι, στην Κρηνίδα […]. Πηγαίναμε επάνω και παίζαμε Πλάκα, Παναγιά, τότε με τα βαμβάκια [κυρίως τη δεκαετία του 1950], δέκα μέρες συνέχεια. Παίζαμε σήμερα στο Κοντοπούλι, την άλλη βραδιά στην Παναγιά, μετά στην Πλάκα, επιστροφή στην Καλλιόπη, αλλά κάθε βράδυ ήταν κουραστικό ας πούμε. Τα μπαμπάκια τότε ήταν η παραγωγή στη Λήμνο, ήταν το βαμβάκ’, γενικά ας πούμε σ’ όλα τα χωριά. Εμείς παίζαμε στα καφενεία το βράδυ, εκεί που γυρίζαν οι εργάτες, δηλαδή απ’ τη δουλειά, όχι βέβαια καθημερινή, τα σαββατοκύριακα και γιορτές. Εν τω μεταξύ μεσολαβούσανε και στο ενδιάμεσο κάτι πανηγυράκια, τώρα το καλοκαίρι έχει πολλά πανηγύρια. Αυτός ο μήνας που μας μπαίνει, ο Ιούλιος, έχει πολλά, των Αγίων Αναργύρων, της Αγίας Μαρίνας, του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Παντελεήμονος […]. Συνήθως παίζαμε δυο βράδια σε κάθε πανηγύρι, τελειώναμε, ερχόμασταν, κοιμόμαστε και μετά συνεχίζαμε. Παράδειγμα στο Κοντοπούλι έχ’ μια πλατειούλα και παίζαμε εκεί. Στην Παναγιά, έχει τρία – τέσσερα καφενεία, στο δρόμο όπως πάμε, αριστερά και δεξιά […].
Σύμφωνα με τον Δ. Μαρινάκη, ορισμένες φορές αναπτύσσονταν έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των κομπανιών:
Κοιτάξτε να δείτε, στην Ατσική έχετε πάει, πλατεία μεγάλη. Μια χρονιά, είναι αξέχαστου αυτό ε! Ήμαστε 5 συγκροτήματα, 5 κομπανίες που λέμε εμείς. Ο Μαρκάκης ο Δημήτρης, ο αδερφός του Γιώργου, ο Δημήτρης, είχε πάρ’ μια μικροφωνική με watt πολλά. Εμείς τότε παίζαμε με τον Βλάση τον Δεληβασίλη, κλαρίνο. Ο Μαρκάκης ο Δημήτρης [μπουζούκι], ήταν μαζί με τον αδερφό του το Γιώργο [ακορντεόν], κι αυτοί είχαν τη γερή μικροφωνική κι έκαψε ένα μεγάφωνο τότε. Εμείς είχαμι του κλαρίνου που άμα του βάζαμι του μικρόφουνου, δεν έπιανι του μπουζούκι και του ακουρντιόν τίποτα. Βάζαμι ένα μικρόφουνου, ξέρ’ς του κλαρίνου ε; Είναι πολύ αυτό [δυνατό]. Ο Βλάσης [Δεληβασίλης] που λέμε τώρα είναι αντουχής άνθρουπος, αντουχής. Ο Δημήτρης [Μαρκάκης] άνοιγε συνέχεια τη μικροφωνική, άνοιγε, άνοιγε, άνοιγε, καίγεται το μεγάφωνου το ένα, έρχεται λέει ‘ρε ’σεις δε χαμηλώνουμε λιγάκι τα όργανα, να μπορέσουμε να βγάλουμε το μεροκαματάκι μας και ν’ αφήσουμε τις [κόντρες], ξέρω ’γω’. Του λέω κι εγώ, γιατί είμαστε ξαδέρφια δεύτερα, Δημήτρη του λέω, ‘εσείς ανοίξατε την αφορμή ας πούμε, εσύ άνοιγες, άνοιγες, γιατί την άνοιγες;’ Ε, μετά σταματήσαμε κι εμείς και παίζαμε σκέτα. Έπρεπε, από ’κει και πέρα πια υπήρχε κάποια συνεννόηση. Πήγαμι να βγάλουμι δέκα φράγκα, και να δώσουμι ’κατό!
Επίσης, μερικές φορές, οι μουσικοί έπρεπε να αντιμετωπίσουν κάποιες δύσκολες καταστάσεις:
Σαρδές, ξέρεις τι είχε γίνει μια φορά σε μένα; Παίζαμε με το Δημήτρη το Μαρκάκη [μπουζούκι], του Γιώργου [Μαρκάκη] τον αδελφό και άλλα παιδιά. Παίζαμε το μπάλο, και την ώρα που σταματάμε και, ‘αφήστε το μαντίλι, και αφήστε το μαντίλι’, που λέμε και ξέρω ’γω, έρχεται ένα ποτήρι από εδώ και σφυρίζει έτσι δίπλα στο αυτί μου, ξυστά. Μέσα από το καφενείο από το μπουφέ, πετάει το ποτήρι η καφετζού, ήτανε πολύ μερακλού και της αρέσανε ας πούμε αυτά, αμανέδες και ξέρω ’γω, τρελαινότανε. Ε την σταματήσανε, ξέρω ’γω, και πηγαίνω μέσα και της λέω: ‘δεν έχεις καλή ευστοχία να πούμε, λίγο έλειψε να με σκοτώσεις’.
[…] Σε πανηγύρι στην Πλάκα παίζαμε, του Αγίου Χαραλάμπου, στο καλοκαιρινό το πανηγύρι. Παίζαμε έξω, στο καφενείο, και ένας έρχεται και μου λέει: ‘σειρά’. Του λέω: ‘μετά από τρεις’. Λοιπόν, χορεύουν οι τρεις, ψάχνω τον […] πάω στον καφετζή, του λέω – τον ήξερε όμως ο καφετζής – του λέω ‘Πού είναι αυτός; Είναι η σειρά του να χορέψει, μη τυχόν και μας δημιουργήσει καμιά παρεξήγηση’. Μου λέει: ‘Δεν είναι εδώ, βάλε σε άλλον’. Ε τι να κάνω, χόρεψαν, φώναξα σε άλλη παρέα, να ’τος κι έρχεται! Δηλαδή αυτή η υπόθεση τώρα που θα σας πω, τρέμω που τη […θυμάμαι]. Έρχεται, σταματάει τα όργανα, με βουτάει απ’ τον ώμο έτσι. Ο καφετζής τον ήξερε ότι ήτανε […]. Τώρα να μην τα μακροσκελίζουμε τα πράγματα, ο καφετζής καθότανε, όση ώρα ήτανε στο καφενείο αυτός, δίπλα μου! Δεν είχε δίκιο, ενώ εγώ τον ζήτησα να χορέψει. Τι ξέρω ’γω που ήτανε, ξέρω; Κύριε, ήρθε η σειρά σου, ορίστε χόρεψε. Και αφού είδε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα – έχουμε και ’μεις τους φίλους μας σε κάθε χωριό – είχαμε και τους έχουμε ακόμα. Λοιπόν, πηγαίνει στην εκκλησία απέναντι που ήταν το καφενείο, πήγε στο ιερό της εκκλησίας όπως είναι, και στέκεται αυτός εκεί. Στεκόταν και μου ’κανε εμένα [χειρονομίες]. Τέλος πάντων, δεν έγινε τίποτα, τελείωσε ο χορός το πρωί, πήγαμε στο καφενείο, λίγο παρακάτω σ’ ένα καφενείο ήπιαμε καφέ, να ’τος αυτός! Όμως ο καφετζής τον παρακολουθούσε, σου λέει μην του κάνει τίποτα. Λοιπόν, του λέω ‘συγνώμη’, λέει ‘μη μου μιλάς γιατί […]’. Λέω, ‘συγνώμη, όταν με τη σειρά σου κοίταξα να σε δω και δεν ήσουνα στο καφενείο […], γιατί ήρθες και μου έκανες τη χειρονομία αυτή;’ Είχε το δικαίωμα να με πιάσει απ’ το λαιμό να με πνίξει; ‘Ε μου λέει, να αστεία να πούμε’. Αστεία; Δεν είναι αστεία αυτά. Και ύστερα όλοι όσοι ήτανε στο καφενείο μέσα είπαν, ‘έχει δίκιο, λέει, ο Μαρινάκης γι’ αυτά που σου λέει. Αφού σε ζήτησε στη σειρά σου να χορέψεις, έπρεπε να σταματήσουν και να γυρίσουν να σε βρούνε τα όργανα; Αυτοί οι άνθρωποι ήρθανε για να βγάλουν το μεροκάματό τους’. Αυτό ήτανε, γίναμε ύστερα οι καλύτεροι φίλοι. Όποτε πηγαίναμε στην Πλάκα ξανά – πηγαίναμε τακτικά βέβαια – σηκωνόταν να κεράσει. Αυτή ήτανε η περιπέτεια, η πιο μεγάλη περιπέτεια που πέρασα στα χρόνια που παίζαμε.
Υπερτοπικές δράσεις:
Ο Δημήτρης Μαρινάκης έχει παίξει και εκτός Λήμνου:
[…] Είναι στη Χίο τα ‘μπεντένια’, και παίζαμε εμείς στα ‘μπεντένια’ τρεις μήνες [καλοκαίρι], το θυμάμαι. ‘Από τα μπεντένια πέφτω, πέφτω για να σκοτωθώ’, το παίζαμε στη Χίο, τα ‘μπεντένια’ είναι στη Χώρα μέσα. Στο κάστρο είναι, εκεί πέρα έχ’ ένα μαγαζί. [Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1950] έφυγε ο κουμπάρος μου ο Γ. Μωράκης για τη Χίο, και μετά, δεν θυμάμαι ποια χρονιά ακριβώς, με πήρε τηλέφωνο και κατέβηκα κι εγώ στη Χίο και παίζαμε στα ‘μπεντένια’, στο κάστρο, έχει εκεί ένα μαγαζί και παίζαμε το καλοκαίρι και μάλιστα κοιμούμαστε πάνω σ’ ένα δώμα. Καλοκαίρι, μας είχε η γυναίκα του καταστηματάρχη, μας έφερε κάτι κουβέρτες, καλοκαιράκι, να πάμε στο ξενοδοχείο δεν έβγαινε, ότι παίρναμε δεν φτάναν να πάμ’ και σε ξενοδοχείο […].
Στα μέσα [περίπου] της δεκαετίας του 1960, μαζί με τον Γιώργο Μαρκάκη και με άλλους μουσικούς έκαναν περιοδεία στις γιορτές και έπαιζαν σε καφενεία στη Σαμοθράκη και στην Αλεξανδρούπολη. Στην Αλεξανδρούπολη έπαιζαν συνήθως στο κέντρο «Χαραυγή». Πήγαιναν με το καράβι της γραμμής, το «ΙΟΝΙΟΝ», που έκανε τη γραμμή Μυτιλήνη – Λήμνο – Σαμοθράκη – Αλεξανδρούπολη και επιστροφή από τα ίδια λιμάνια, στον Πειραιά.
Στην Αθήνα, τη δεκαετία του 1960, έπαιξε μουσική μαζί με τον μουσικό Γιώργο Παρασχάκη ή «Μπούρα» [μπουζούκι, τραγούδι], σε χοροεσπερίδα του Συλλόγου Καμινιωτών, στο κέντρο «Τρύπιο Κατοστάρι», στην Ηλιούπολη.
Ρεπερτόριο:
Σύμφωνα με το Δημήτρη Μαρινάκη, το ρεπερτόριο των σκοπών και των τραγουδιών που έπαιζαν οι μουσικοί, επηρεάζονταν ως ένα βαθμό από τις επιθυμίες του ακροατηρίου:
Όταν χόρευαν, μπορούσαν να μας πουν να βάλουμε και κάτι άλλο. Τελειώναμε για παράδειγμα τον μπάλο [που παίζαμε], ας πούμε, και θέλανε να χορέψουν ζεϊμπέκικο […]. Άλλοτε συνεχίζαμε εμείς να παίζουμε, στα καλαματιανά ας πούμε, και άλλοτε σταματούσαμε και λέγαν, βάλε μας ζεϊμπέκικο, βάλε μας το τάδε τραγούδι, λέγαν: ‘παιδιά ευχαριστούμε πολύ, αλλά βάλτε μας και ένα ζεϊμπέκικο’ […]. Θυμάμαι συγκεκριμένα στις Σαρδές, είχε βγει τότε το τραγούδι ‘θέλω να πεθάνω για μην πονώ, μα η μαύρη μοίρα με έχει καταραμένο, ούτε να πεθαίνω ούτε και να ζω’, και φώναζαν: ‘Μαρινάκη το καινούργιο, το καινούργιο’, όλη νύχτα, όλη νύχτα […].
Αμοιβή:
Σύμφωνα με το Δημήτρη Μαρινάκη ο πιο συνηθισμένος τρόπος αμοιβής των μουσικών, κυρίως σε γλέντια και σε πανηγύρια, ήταν τα «τυχερά» [ή «χαρτούρα»]:
Αρχινούσαμε [στα πανηγύρια], μια ώρα να λέμε [συνεχόμενα τραγούδια]. Και χορεύοντας, όποιος έμπαινε μπροστά [στο χορό], ντάν [πλήρωνε την κομπανία, έριχνε λεφτά]. Τώρα πενηντάρικο ήτανε, δίφραγκο ήτανε […]. Αν ήταν κάποιος που δεν ‘κολλούσε’ [λεφτά], τον αφήναμε να κάνει δυο γύρες και τον σταματούσαμε, παίζαμε λιγάκι και άμα βλέπαμε ότι δεν […], τότε μόνο.
Όσον αφορά τις συμφωνίες με τους ιδιοκτήτες των καφενείων, καθώς και τις μετακινήσεις των μουσικών, ο Δ. Μαρινάκης ανέφερε ότι:
ο καφετζής μας καλούσε προσωπικά, κλείναμε [συμφωνία]. Η συνεννόηση γινόταν με γράμμα, ιμένα μ’ ήξεραν Μαρινάκης, απ’ τον Άγιο Δημήτρη, ‘Δημήτρη, αύριο έχω πανηγύρι, αν δεν έχετε κλείσει αλλού, ερχόσαστε’; Δεν είχαμε κλείσ’, ‘ναι’, αυτό ήτανε. Η απάντηση δινόταν πάλι με γράμμα, περνούσε το λεωφορείο και έδινα το γράμμα, έγραφα εγώ ότι ‘αγαπητέ Μήτσο εντάξει, συμφωνήσαμε με τα παιδιά και θα ’ρθουμε’, δύο λέξεις, και το πήγαινε στον καφετζή, αυτή ήταν η συνεννόηση […]. Μετά πήραμε κάτι μηχανάκια, καθένας το δικό του, ξέρω ’γω. Δύο μηχανάκια τρίκυκλα, τα ’φαγα μέσα στο χωματόδρομο, αγκωνάρια τέτοια, να πηγαίν’ς στην Πλάκα και ν’ ακούς από πίσω τακ! Όταν πήραμε πια τα μηχανήματα, με το αρμόνιο που λέμε με τον Αντρέα [Κωνστάντιο – δεκαετία του 1970], μικροφωνικές, ξέρω ’γω, μεγάφωνα, οι βάσεις και τα σχετικά, τα ’βαζα όλα εδώ πάνω. Δεν είχε αυτοκίνητο κανένας, δεν είχε πάρει αυτοκίνητο ούτε ο Αντρέας, μετά πήρανε, και η μεταφορά γινόταν με το τρίκυκλο μηχανάκι μου […].
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Δημήτρης Μαρινάκης αναφέρεται στις μουσικές επιδόσεις του Τηλέμαχου Κατσικά από το Θάνος:
Εάν ζούσε ο συγχωρεμένος, θα ήταν από τα καλύτερα βιολιά, όπως είπε και ο Κώστας [Ελιάς], ήταν ο καλύτερος. Αν ζούσε και δεν πέθαινε ο άνθρωπος, Θεός σχωρέσ’τον, μπορώ να σου πω [ότι θα γινόταν] ο καλύτερος και στην Ελλάδα. Ήτανε άλλο πράμα άλλο φαινόμενο […]. Λοιπόν, τα ξημερώματα που τελειώναμε ξέρω ‘γω, έφευγε ο πολύς ο κόσμος, μένανε δύο – τρεις μπελαλίδικες παρέες, ξέρεις αυτοί που λεν ‘παίξε ακόμα ένα’ […] και θυμάμαι τον Τηλέμαχο, παίζαμε εμείς εδώ, απέναντι έπαιζε ο Τηλέμαχος, εμένα με αγαπούσε πολύ και εγώ τον εκτιμούσα γιατί ήτανε μεγάλος σα το μπαμπά μου, πήγαινα λοιπόν και του ’γνεφα από μακριά, του ’γνεφα ξέρεις, σόλο – σόλο, το καταλάβαινε αυτός και έπαιζε το σόλο από εκεί και εγώ έπαιρνα το μικρόφωνο και τραγουδούσα αμανέ ωραία, τα ξημερώματα, ωραία, δεν το ξεχνώ αυτό.
Ακροατές – γλεντιστές:
Ο Δημήτρης Μαρινάκης επισήμανε ότι η σύσταση του ακροατηρίου στα γλέντια, καθώς και σε άλλου είδους μουσικές εκδηλώσεις περιλάμβανε και γυναίκες, οι οποίες και χόρευαν:
Και γυναίκες βέβαια. Όχι όμως στο ζεϊμπέκικο, αλλά στο συρτό, καμιά στον καρσιλαμά […]. Είχε και γυναίκες στα γλέντια, ήταν μες τον καφενέ, πηγαίναν με συνοδεία μετά που παντρεύονταν, με τον άντρα τους. Η πρώτη γραμμή, η πρώτη πελατεία ήτανε […], εμείς τις λέγαμε ‘καμπανούδες’, δηλαδή οι γριές. Φορούσαν τα μαντίλια, και είχε πάγκους πέρα – πέρα, καθόταν αυτές μπροστά. Οι άντρες καθόταν στα τραπέζια, ένα τραπέζι εδώ, ένα εκεί, ένα εκεί. Και οι γυναίκες καθόταν σε ξύλινους πάγκους […], για παράδειγμα αν μέσα ήταν η ξαδέρφη μου, οι φίλοι μου ξέρω ’γω μπορούσανε να τη χορέψουνε, έπρεπε να ρωτήσουνε κιόλας βέβαια, έτσι γινόταν. Άδεια, έπρεπε να πάρεις την άδεια.