Μαντολίνο
ΈγχορδαΜε τον όρο Λύρα προσδιορίζεται έγχορδο μουσικό όργανο της αρχαιότητας, το οποίο συνόδευε (συνήθως) την απαγγελία στίχων. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία κατασκευαστής της θεωρείται ο θεός Απόλλωνας και εφευρέτης της ο θεός Ερμής. Αρχικά είχε επτά ή οκτώ χορδές (αργότερα και εννέα), η καθεμιά από τις οποίες είχε κι ένα ιδιαίτερο όνομα. Αποτελούνταν από το αντηχείο, τους δύο βραχίονες και το ζυγό, ενώ παιζόταν με τα χέρια, χωρίς δοξάρι. Ο ήχος της πιθανολογείται ότι έμοιαζε με αυτόν της Κιθάρας, αν και ήταν πιο «ξερός». Σήμερα με τον ίδιο όρο προσδιορίζεται ένα διαφορετικό μουσικό όργανο, που συγκροτείται από ένα αχλαδόσχημο (συνήθως) σκάφος, με μικρής έκτασης μπράτσο, όπου προσαρμόζονται τρεις ή περισσότερες χορδές. Η Λύρα χρησιμοποιείται ως μουσικό όργανο σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Παλιότερα παιζόταν και στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ στις μέρες μας έχει περιοριστεί στη νησιωτική κυρίως χώρα, όπως την Κρήτη, την Κάσο, την Κάρπαθο, τη νότια Εύβοια, τη Λήμνο. Η λύρα καταγράφεται επίσης ως βασικό όργανο στις μουσικές πρακτικές των προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία (περιοχή της σύγχρονης νότιας Βουλγαρίας), που έχουν εγκατασταθεί σήμερα (κυρίως) στην ανατολική Μακεδονία, όπως για παράδειγμα στη Δράμα, ενώ συμπεριλαμβάνεται και στα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν οι «αναστενάρηδες» της Μακεδονίας, οι οποίοι ασκούν (μέχρι σήμερα) τη θρησκευτική πρακτική της πυροβασίας. Στη Ρόδο παίζεται η βιολόλυρα, στην Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιούν την Πολίτικη Λύρα και τέλος οι Πόντιοι χρησιμοποιούν Λύρα με μακρόστενο σχήμα σκάφους, που αποκαλείται Κεμεντζές. Η Λύρα παίζεται με δοξάρι. Όταν ο οργανοπαίκτης είναι καθιστός η λύρα στηρίζεται στο γόνατό του, ενώ όταν είναι όρθιος στην κοιλιακή χώρα. Λόγω του έντονου ακουστικού χαρακτήρα της, αποτελεί συχνά κύριο όργανο στα μουσικά σχήματα, ενώ συνοδεύεται συχνά από λαούτο ή/και Νταούλι.