Μανδράς Νικήτας

Χίος

Τόπος γέννησης: Βολισσός, Χίος

Χρόνος γέννησης: 1915

Ιδιότητα:

Μουσικός (βιολί), με βασικές θεωρητικές γνώσεις μουσικής.

 Γονείς:

Ο πατέρας του Ν. Μανδρά [Μιχάλης Μανδράς] γεννήθηκε και έζησε στη Βολισσό, ήταν κουρέας και είχε εργαστεί ως κουρέας στην Κωνσταντινούπολη, ενώ είχε μεταναστεύσει και στην Αμερική, όπου παρέμεινε για τέσσερα χρόνια. Παράλληλα με το κουρείο που διατηρούσε στη Βολισσό, ασχολούνταν και με την καλλιέργεια γης:

Ο πατέρας μου ήτανε και γεωργός και κουρέας, τη δουλειά του την είχε μάθει εδώ [στην Βολισσό]. Ύστερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη κι έκανε τον κουρέα κι εκεί λίγο και ύστερα ήρθε εδώ. Η δουλειά ήτανε ψόφια, είχε κι άλλους κουρείς εκεί, όπως κι εδώ […].

[…] στα 1914 ήρθε από την Αμερική. Τώρα πότε πήγε; Έκανε τέσσερα χρόνια εκεί, κουράστηκε και γύρισε. Ε φεύγαν οι άλλοι, έφυγε κι αυτός. Οικονόμησε και κάμποσα παραδάκια, ήρθε κι έκανε καινούριο σπίτι εδώ έξω [στην Βολισσό]. Εδώ όπως πηγαίνουμε προς τα κάτω έκανε το καινούριο σπίτι. Το 1927 μας ξεσήκωσε και πήγαμε στο καινούριο σπίτι.

Ο παππούς του, Σούλος, κατάγονταν από τη Βολισσό και ασχολούνταν επαγγελματικά με την μουσική, παίζοντας βιολί.

 

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Ο Ν. Μανδράς παντρεύτηκε το 1941, στη Βολισσό. Από τον γάμο του απέκτησε δύο κόρες:

[…] οι κόρες μου, η μία είναι δασκάλα και η άλλη είναι καθηγήτρια, έχω δυο γαμπρούς γιατρούς, ο ένας είναι παιδίατρος ο άλλος είναι παθολόγος. Καλά παιδιά, και τα παιδιά τους καλά […]. Το μικρό [αναφέρεται στο μικρότερο από τα εγγόνια του] είναι δευτέρα Λυκείου. Ο άλλος, όμως, είναι είκοσι δύο χρονών και πρόκειται να πάει στην Αγγλία για να πάρει Διδακτορικό.

 

Ο παππούς του Ν. Μανδρά [Σούλος], ήταν επαγγελματίας μουσικός και έπαιζε βιολί:

Ο παππούς μου, τον ελέγανε Σούλους, κι ήταν λέει ο καλύτερος των Βορειοχώρων . Κι είχε ένα πολύ καλό βιολί, το βιολί [του παππού μου] ήρθανε λέει να το πάρουνε απ’ τη μάνα μου. [Της λέγανε] ‘Το βιολί, το βιολί, το βιολί’ την εφάγανε [να της το ζητάνε] και της εδώσανε μονάχα έξι χρυσές λίρες. Μπορεί να ‘ναι και ‘Στραντιβάριους’. ‘Στραντιβάριους’ για δουλειές χρυσές.

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Ο Ν. Μανδράς, παράλληλα με την επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική διατηρούσε κουρείο στη Βολισσό. Το επάγγελμα του κουρέα το είχε μάθει από τον πατέρα του, ο οποίος επιθυμούσε αρχικά, να λάβει την εκπαίδευση του μηχανικού:

Εγώ από δεκατεσσάρων χρονών ήμουν κουρέας, κι ήταν κι ο πατέρας μου κουρέας, λόγω του πατέρα έγινα. Ο πατέρας μου ήταν από τα δεκαπέντε του. [Στην αρχή] μ’ είχε στείλει για μηχανικό, στον ‘Προμηθέα’ στον Πειραιά. Πήγα για μηχανικός πλοίων και ύστερα μετάνιωσα που πήγα. Μες στη μουτζαλιά κάθε μέρα, να πάμε από εδώ και από εκεί. Λέω όχι, ‘αϊ στο διάολο’ […].

[…] Κι απ’ τα δύο δούλευα. Με τη διαφορά ότι αν έπαιζα τη μια μέρα κι ήμουν ξενυχτισμένος και ερχότανε την άλλη και μου λέγανε ‘Βρε Νικήτα θα μας κουρέψεις;’, έλεγα ‘Ρε όλη τη νύχτα δούλευα’ τους έδιωχνα. Αλλά η δουλειά του μουσικού ήταν κατά διαστήματα, μπορεί να έκαμα ένα μήνα να πάω σε δουλειά.

 

Μουσική παιδεία:

Μουσικός με βασικές θεωρητικές γνώσεις μουσικής.

 

Μουσική μαθητεία:

Ο Ν. Μάνδρας αναφέρθηκε στον δάσκαλο της μουσικής, που μάθαινε στην αδερφή του μαντολίνο:

Ο πεθερός του πατέρα μου [ο παππούς του] έπαιζε βιολί, και είχανε μάθει την αδερφή μου την μεγάλη, η οποία πέθανε, ήθελε να την μάθει μαντολίνο. Τότες ένας δάσκαλο που έπαιζε μαντολίνο, ο οποίος δεν ήξερε πού παν τα τέσσερα, της έδειχνε: ‘Να εδώ πάτα’, και εμένα μου έλεγε: ‘Εσύ να κάθεσαι να παρακολουθείς’. Κι άμα δεν άκουε ο δάσκαλος, έπαιρνα ‘γω το μαντολίνο και ότι της έδειχνε, το ‘κανα εγώ. Δεν επεράσανε μήνες, και μάθαινα εγώ το δάσκαλο, ο δάσκαλος ήταν μαθητής μου.

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):

Ο Ν. Μανδράς δεν συνεργαζόταν σε σταθερά με κάποια κομπανία:

Είχαν αυτοί μια ορχήστρα και θέλαν να πάρουν και το βιολί του Νικήτα. Και [έπρεπε] να στείλουν τώρα μουλάρι εδώ, τότε δεν είχανε μέσο, να βάλουν και κουβέρτα απάνω, να καθίσω σαν πασάς εγώ, να πάω σαν αριστοκράτης. Τα κονόμαγα γι’ αυτό.

 

Σε πιο σταθερή βάση συνεργάζονταν με τον ‘Χόγκιο’ [ή ‘Φώκιο’], που έπαιζε ούτι:

Ως επί το πλείστον έπαιζα εγώ και ο ‘Χόγκιος’. Είμαστε μόνιμοι εδώ, αυτός έπαιζε ούτι, είχε όμως καλό αυτί, δηλαδή καμιά φορά το όργανο μπορεί να ξεκουρδιζόταν λιγάκι και μου έλεγε: ‘Ε ρε – μου ‘λεγε – έπεσε το μι, ε πιασ’ το ψι’ και έλεγα: ‘Ασ’ τα, τώρα που ‘χει δουλειά άστο’. Είναι μεγάλη δουλειά το να ‘σαι κουρδισμένος καλά, ε βέβαια, αλλιώς άλλα παίζεις, άλλα ακούς.

 

Όπως ανέφερε ο ίδιος, δίδαξε σε κάποιους ανθρώπους βιολί, μαντολίνο και ούτι:

Εγώ είμαι δάσκαλος, άλλος έπαιζε ούτι, άλλος μάθαινε μαντολίνο, άλλος εμάθαινε βιολί. Και τους έλεγα: ‘τώρα αυτό που σου ‘δειξα να το μάθεις στο σπίτι σου και να μου το φέρεις’. Είχα πολλούς, καμιά δεκαριά, ένας αυτός ποιος ήτανε; Ήτανε ψάλτης εδώ, καλός ψάλτης, ήθελε να τον μάθω ούτι. Λέω φέρ’ μου τον, μου τον έφερε. Ένας άλλος Καναούτσης και αυτός έμαθε, ένας άλλος Τρικαλίτης, που να τους θυμάμαι; Πεντ’ – έξι είναι.

 

Ο Ν. Μανδράς ανέφερε τους: Στέλιος «Γωνιάς» [ούτι], Παναγιώτης Μπουλής [κλαρίνο] και Καριάμης ή «Καλέκας» [τραγούδι].

 

 

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:

Ο Ν. Μανδράς έπαιζε βιολί σε ονομαστικές γιορτές, γάμους, βαφτίσια, καθώς και σε συνεστιάσεις που γίνονταν σε σπίτια:

Οι μεγάλοι μεταξύ τους όταν αντάλλασαν επισκέψεις παίρναν εμένα για μουσική […]. Άκου να δεις, είπαμε σε ονομασίες [ονομαστικές γιορτές], οπωσδήποτε θα ‘παιζες. Ακόμα σε γάμους, βαφτίσεις πάλι θα έπαιζες, στα χωριά, Ψαρά, σε όλα τα χωριά.

Επίσης, έχει παίξει μουσική και σε κρουαζιερόπλοια, που αγκυροβολούσανε στο λιμάνι της Χίου, για την διασκέδαση των τουριστών:

Στη Χίο επήγα πολλές φορές. Έπαιζα στα βαπόρια, πήγα σε δυο βαπόρια τουριστικά. Επήγαμε και παίξαμε δυο-τρεις ώρες μέσα και μετά φεύγαμε.

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

Για το βιολί του, ιταλικής προέλευσης, ανέφερε:

Μία ιστορία θα σου πω, είχα ένα βιολί ‘Nικόλας ντε Αμάτι’ (;) ήταν ιταλικό. Κι έρχονται δυο ξένοι εδώ, κι ήταν μουσικοί και λέει ο ένας: ‘Ποιος διαβάζει μουσική;’ Λέω: ‘Εγώ’ και μου λέει: ‘Όργανο ή φωνητική;’ Λέω εγώ ‘Όργανο’. ‘Τι όργανο;’ μου λέει. ‘Βιολί’ του απαντάω. ‘Έχεις καλό βιολί’ με ρωτάει, και λέω ‘Έχω ένα ‘ντε Αμάτι’. ‘Σώπα ρε παιδί μου –λέει- σώπα. Ρε συ – μου λέει- έχεις ‘ντε Αμάτι’ βιολί κι είσαι κουρέας;’ ‘Ε, τί έπρεπε να ‘μαι;’ του λέω. Ξέρεις πόσοι δεν το πιστεύουν.

 

Τοπικές δράσεις:

Ο Ν. Μανδράς στα πλαίσια της επαγγελματικής του ενασχόλησης με τη μουσική, έχει επισκεφτεί αρκετά από τα χωριά της Χίου:

Λοιπόν, να πιάσουμε από δω: Σιδηρούντα, Κατάβαση, Διευχά πήγαινα […]. Από ‘κει να πάμε εμείς στα Φυτά, να πάμε στη Σπαρτούντα, να πάμε στη Πισπιλούντα, να πάμε στην Ποταμιά […]. Στα βόρεια χωριά στο Άγιο Γάλα στο μόνο που δε πήγα. Στα Κουρούνια πήγα πολλές φορές, στον Κέραμο πήγα μια φορά, Μελανιός επήγα μια φορά και πήραμε και καλά λεφτά. Παρπαριά είχα πολλές δουλειές, στην Ποταμιά έχω πάει πολλές φορές. Από την άλλη μεριά, Καρδάμυλα δε θυμάμαι, Λαγκάδα πήγα μια φορά, στον Άγιο Ισίδωρο πήγα και είχα και μαθητάς εκεί, ήτο ο Πιτυός εκεί. Συκιάδα δεν πήγα και Λιθί δεν πήγα γιατί είχε ντόπιους εκεί. Από το Λιθί και κάτω είναι μακρυά.

 

Υπερτοπικές δράσεις:

Εκτός Χίου έχει παίξει μουσική σε γάμους στα Ψαρά:

Πήγα σε ένα γάμο στα Ψαρά. Εκείνη την ημέρα δυο γάμους είχαμε. Επήγα στον ένα – ο ένας ήταν ο καπετάνιος και δεν είχε όργανα και ήρθε και μ’ έπιασε μου λέει: ‘Κοίτα αφού ήρθες στα Ψαρά να ‘ρθεις λέει να παίξεις πρώτα [σε εμάς], να μας πας στη νύφη μόνο, στη νύφη και στον γαμπρό’. ‘Βρε ‘συ – του λέω – τι λες τώρα; Αφού με καλέσαν άλλοι, θα ‘ρθω σε σας;’ ‘Όχι –μου λέει- ωστέ να γίνει ο άλλος γάμος εμείς θα σε αφήσουμε ελεύθερο’. Εντάξει άμα είναι έτσι, επήγα.

Στην Αθήνα έχει συμμετάσχει σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές που ασχολήθηκαν την μουσική παράδοση της Χίου:

Αθήνα πήγα σε δουλειές, στο ράδιο πήγα, στην τηλεόραση πήγα και ξανά στην τηλεόραση πήγα, όσα προλάβεις.

 

Αυτοαξιολόγηση:

Ο Ν. Μανδράς αναφερόμενος στον εαυτό του και στις ικανότητές του σε σχέση με τη μουσική, υπογράμμισε ότι:

Σε όλα τα χωριά έχω πάει, είμαι ο καλύτερος εδώ των περιχώρων και άμα θε να πάρουν το Νικήτα παίρναν λες και παίρναν τον Καλάκο […]. Όλη η ιστορία την κάνει η κάθε δουλειά που θα κάνεις να την κάνεις σωστή. ΄Αμα την κάνεις σωστή, δεν χάνεις ποτέ. Μην κοροϊδεύεις κανέναν [γιατί] τα μούτρα σου θα κοροϊδέψεις, αυτό ήταν. Εγώ ήμουν καλός, ήμουν μουσικός καλός για όλη τη Χίο, όχι μόνο για τη Βολισσό. Και μουσικός καλός και κουρέας καλός, τους διώχνεις τώρα και δε φεύγουν.

 

Ρεπερτόριο:

Σε σχέση με το ρεπερτόριο που επέλεγε κάθε φορά, ανέφερε ότι:

Έπαιζα όποια τραγούδια μου δίναν πολλά λεφτά, όποια χορεύανε. Άμα όμως τα έχεις καλοπαιγμένα όλα είναι μερακλίδικα […]. Τα τσιφτετέλια τ’ αγαπούνε, τα χορεύουνε, χορεύουνε και όταν τους το γυρίσεις στο τσιφτετέλι θα ακούσεις εκεί και θα σου λένε ‘Ώπα στην υγειά σου Νικήτα’ […].

[…] παίζουμε τραγούδια και από άλλα μέρη. Αφού παίζουμε και σε πανηγύρια και έρχεται ένας και θέλει τσάμικο, να του πούμε όχι; Αλλά τι να παίξουμε; Να παίξουμε την ‘Ιτιά’, να παίξουμε τα ‘Σάλωνα’, να παίξουμε δυο-τρία, και του λέμε: ‘Δε ξέρουμε άλλο’. Αυτά, αφού τα χορεύουνε.

 

Αμοιβή:

Για την αμοιβή ο Ν. Μανδράς ανέφερε:

[Περίπου έπαιρνα όσο] πέντε μεροκάματα. Ένα μεροκάματο θα μου ‘διναν για να πάω να παίξω; Σιγά μην τους έπαιζα για ένα μεροκάματο […].

Το μεροκάματο την εποχή που έπαιζε είχε

[…] γύρω στο κατοστάρικο, γιατί έχω ένα βιβλίο που ‘καμα το σπίτι και το ‘δα κάπου.

 

Κρίσεις για άλλους μουσικούς:

  • Για τον Μουτάφη ανέφερε:

Έχει το μαγαζί εδώ κάτω. Ε, αυτός τα λέει ωραία, έχει και λαιμό καλό, χρονικός είναι γιατί παίζει ρόλο μεγάλο να ‘χεις ρυθμό. Είναι η βάση, είναι η βάση ο ρυθμός, άμα δεν έχεις ρυθμό θα παίζεις εσύ ότι να ‘ναι.

 

  • Για τους Νεαμονιτάκηδες:

Είναι δυο πρώτα ξαδέρφια, στη Χίο μένουνε, σ’ ένα χωριό εκεί της Χίου. Τους λένε Νεαμονιτάκης και παίζουνε κλαρίνα και οι δυο. Πρώτα ξαδέρφια είναι και παίζουν στη φιλαρμονική της Χίου κάτω, είναι όμως καλοί. Διαβάζουν κιόλας, πρίμα βίστα, είναι καλοί.

 

Αντιπροσωπευτικό δείγμα σκοπών, μουσικών, τραγουδιών, χορών του τόπου:
Ο ‘Πολίτικος’, και ο ‘Συλιβριανός’. Ο ‘Συλιβριανός’ συγκεκριμένα τον έφεραν από ‘κει από τη ‘Συλιβρία’, είναι κοντά στη Κωνσταντινούπολη. Το ‘Αράπη σούστα’, αυτό τώρα είναι πια καθεαυτού Βολισσιανό. Χρόνια, έβλεπα και τους γέρους ακόμα θυμάμαι που φορούσανε βράκες και είχαν ένα κόκκινο μαντήλι […]. Πολύ αργός χορός, πολύ αργός και βαρύς, όταν λέω βαρύς, σε τόνους βαρύς.

 

Επαφές – επιρροές από άλλες περιοχές του Βορείου Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια στα μουσικά δρώμενα:

Ο Ν. Μανδράς υπογράμμισε την επίδραση που έχει δεχθεί η μουσική παράδοση της Χίου, από τα Μικρασιατικά παράλια:

Μικρασιάτικα και Σμυρνέϊκα, τα καλά όλα είναι από ‘κει, μην ακούς […]. Τα ζεϊμπέκικα τα παλιά που παίζουνε ακόμα και τώρα τα μπουζούκια, είναι μικρασιάτικα. Ο πολίτικος χορός, τα συρτά είναι τα περισσότερα Κωνσταντινοπολίτικα. Καλαματιανά έχουμε, συρτά, ζεϊμπέκικα έχουμε, τα λένε και μάλιστα τούρκικα, παίξε μας τούρκικα σου λένε.

 

Φωτογραφίες

Μετάβαση στο περιεχόμενο