Λουλούδης Σωτήρης
ΧίοςΤόπος γέννησης: Νένητα, Χίος
Χρόνος γέννησης: 1922
Προσωνύμιο («Παρατσούκλι»):
«Κουλάς»:
Είχαμε παρατσούκλια οι Λουλούδηδες: ‘Κουλάς’, ‘Κουλάδες’. Ήτανε ο πάππους τους ψηλός και τότες τους ψηλούς τους ελέγανε […]. Ναι, όπως να πούμε εις την χώρα είναι οι […], απάνω πως τους λένε, το Έπος [βουνό της Χίου], ε! ήταν και εκεί ένα βουνό, ο Κουλάς της πόλης, το πιο υψηλό μέρος της πόλης και ο προπάππους μου, ήταν πολύ ψηλός, ετούτος ‘μοιάζε του Κουλά της πόλης. Του κουλά της Πόλης, και μας έμεινε το ‘Κουλάς’. Από τον προπάππου μου ναι, Γιαννάκος [λεγόταν].
Ιδιότητα:
Ο Σ. Λουλούδης είναι οργανοπαίχτης [σαντούρι] και τραγουδιστής. Επίσης έχει διδάξει σαντούρι σε παιδιά:
‘Λέων Αλάτιος’ [Λαογραφικός πολιτιστικός όμιλος Χίου], στο ‘Ομήρειο’ [Πνευματικό Κέντρο Δήμου Χίου] μέσα γινόταν, εγώ εστεγαζόμουνα στο ‘Ομήρειο’. Εγώ μάθαινα τα παιδιά σαντούρι, είχαμε κάτι εκδηλώσεις, το ‘Ομήρειο’ με χρειαζόταν, ο ‘Λέων Αλάτιος’ με χρειαζότανε και δε γλίτωνα, όλο το διάστημα έμενα κάτω. Πριν από δέκα χρόνια, κάπου κει.
Γονείς:
Ο πατέρας του Σ. Λουλούδη έπαιζε μαντολίνο:
Ο πατέρας μου είχε μια σχέση με τη μουσική, έπαιζε μαντολίνο. Πρακτικά -να πούμε- και εδιασκεδάζανε και τραγουδούσανε και τον ετυραννούσανε και τους ήπαιζε και ξέρω ‘γω και ξεβαρνιστούσε. Αλλά εν πάση περιπτώσει, έπαιζε καλό μαντολίνο, όπως λέγανε, ναι.
Οικογενειακή κατάσταση:
Οι παππούδες και οι γονείς του Σ. Λουλούδη κατάγονταν από τα Νένητα της Χίου:
Γέννημα θρέμμα Νενητούσοι.
Η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία: «Μαριγώ, Μαρία».
Είναι με παντρεμένος με την κυρία Ελπίδα Χατζηδάκη και έχει δύο κόρες οι οποίες δεν ασχολήθηκαν με τη μουσική:
Το ’48 [1948], Σαββάτο βράδυ αρραβωνιαστήκαμε και τη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη ήφυγα για στρατιώτης […]. Του λέω [του λοχαγού] δε μου τη δίνουν την αρραβωνιαστικιά μου στο χωριό […]. Είκοσι τρεις μήνες έκανα, τέλος πάντων […]. Δε μας τις δίνουν τις αρραβωνιαστικιές εμάς να βγούμε όξω απ’ τα σπίτια μας να γυρίζουμε και ξέρω ‘γω να τη φέρω εδώ πάνω. Λέει θα της βρούμε ένα σπιτάκι, θα την έχομε σα βασιλικό στη γλάστρα. Ρε άντε βρε λέω, να την έχομε σα βασιλικό στη γλάστρα! Η πεθερά μου δε μου τη δίνει να βγω όξω απ’ το σπίτι και θα μου τη δώκει να τη φέρω εδώ πάνω! Έτσι και πέρασε ο καιρός, και παντρευτήκαμε το ’50 [1950]. Το ’50 έγιναν εκλογές στις 3 Μάρτη και βγήκε παμψηφεί ο Παπανδρέου.
Δύο κοριτσάκια κάναμε, σε δεκατρείς μήνες εκάναμε δυο κόρες, δεν εξανάκαμε άλλο παιδί. Και το ένα είναι στην Αμερική και το άλλο είναι εδώ, συμβολαιογράφος είναι, τη μία την λένε Μαρία και την άλλη Ιωάννα. Μαρία Μαυρίκη, έχει παντρευτεί και πήγε στην Αμερική, απερίσκεπτα. Ένα πράμα που δεν το συχώρησα στον εαυτό μου κι ούτε θα το συγχωρήσω ποτέ μου. Ήτανε δυο κοριτσάκια, καλά παιδιά, καλές μαθήτριες – όχι καλές μαθήτριες, αριστούχες- και το μεγάλο ήτανε πιο βολικό και ξεσχόλησε. Της λέω ρε Μαράκι μου να περιμένεις να ξεσχολήσει και του χρόνου η Ιωάννα μας, να σας πάρω να πάμε μαζί στο πανεπιστήμιο ξέρω ‘γω. Να κάτσεις εδώ ένα χρόνο, ε και τέλος θα κάνεις μαθήματα, ήτανε μαθήματα ιδιωτικής χρήσεως σε παιδάκια. Τελειώνει την άλλη χρονιά και το Ιωαννάκι και τις παίρνουμε και τις δύο ή μάλλον μόνες τους πήγανε, πάνε στη Μυτιλήνη και γράφονται [στην παιδαγωγική ακαδημία]. Η μία [η Ιωάννα – μάλλον αργότερα σπούδασε και] στη νομική. Και έρχονται Κυριακή, σαν εχτές, των Αγίων Αναργύρων, στην πρώτη Ιουλίου. Έρχεται το καράβι απόγεμα, μπαίνουν μεσ’ στο λεφορείο, έρχονται έξω, εμείς είχαμε πανηγύρι εδώ, εδώ στην πλατεία έρχονται και μας βρίσκουν πια που ήρθαν τα παιδιά […].
[…] Είχα μια ανιψιά παντρεμένη στη χώρα και ο άντρας της ήτανε καλό παιδί και μου λέει θείε, θα ‘ρθούμε, έχουμε πιάσει τραπέζι, να ‘ρθούν τα παιδιά στο τραπέζι μας; Άμα θέλουν λέω ας ‘ρθούνε. Η μικρή, ήτανε αυτή που χοροπηδούσε, η μεγάλη ήταν ήσυχο παιδί, αλλά την επονούσε το κεφάλι της και λέει εγώ δε θα ‘ρθω θα πέσω να κοιμηθώ. Η μεγάλη που δεν τ’ αγαπούσε – έτσι ήταν το τυχερό της – λέει εγώ θα ‘ρθω να κάτσω λίγο. Ε ‘ντάξει! Πήγαμεν εμείς, πιάσαμε δουλειά, αρχίνησεν η δουλειά. Βλέπω εγώ το Μαράκι και ήταν με μια παρέα αυτουνού του ανιψιού μας. Καμιά φορά την βλέπω και χόρευε με έναν άντρα, lέω παρέα του. Σε λιγάκι, άντε πάλι και την εχόρευεν αυτός. Καλά εν έχει άλλον να την χορέψει; Μόνο αυτός! [σχολιάζει γελώντας]. Ε! καλά, επέρασε […].
[…] τότες τα μοτοσακό ήτανε αραιά και που, λίγα. Σε ένα – δυο μέρες νάτος πάνω στο μοτοσακό και τους δυο κι ήρθαν εδώ. Έρχονται – σου λέγω – εχόρεψε πια η μεγάλη με ένα παιδί, εξαναχόρεψε, σε κάνα δυο μέρες νάτοι πάλι ‘πα στο μοτοσακό -οι δυο – ήρθανε εδώ, σε δυο-τρεις μέρες νάτους πάλι με το μοτοσακό. Μα τι στο καλό παν και έρχονται τούτοι με το μοτοσακό. Πήγα, λέγει ο ξαδερφός μου – γιατί της ανιψιάς μου ο άντρας που σας λέγω, είχε έναν εξάδερφο που τον ήφερνε – συμπάθησε τη μικρή και θέλει να την πάρει στην Αμερική. Τι λες, να του τη δώκουμε; Είπα να του τη δώκουμε. Και ευτυχώς και είπα να του τη δώκουμε, ούτε γιος [μου να μου ήταν], όχι γαμπρός, ούτε γιος! Αλλά τον εαυτό μου δεν το συχώρεσα και ούτε θα τον συχωρέσω. Όταν επήγαν αυτοί και μετά επήγαμε, πήγαμε τρεις-τέσσερις [φορές στην Αμερική]. Η μικρή [Ιωάννα] είναι συμβολαιογράφος, έχει πάρει άντρα πολιτικό μηχανικό, δύο επιστήμονες είναι.
Για τον μεγαλύτερο αδελφό του Λεωνίδα, που έπαιζε βιολί, ανέφερε:
Έχω και έναν αδελφό μεγάλο, το Λεωνίδα, με περνούσε δέκα χρόνια. Και επήγαινε στο σχολείο το παιδί, ε, το σχολείο δεν είχε ωδική από τα παμπάλαια; Είχαμε ένα δάσκαλο, Γρηγοριάδης, Δημοσθένης Γρηγοριάδης, από την Κύπρο καταγότανε. Αλλά είχε μουσικές ικανότητες και έκανε ωδική στα παιδιά. Κατ’ όπου άκουγα και ‘γω, γιατί εγώ ήμουνα μικρός βέβαια, θα ’μουνα μωρό παιδί, μικρός, ο Λεωνίδας σου λέω με περνάει δέκα χρόνια. Ο Γρηγοριάδης, αυτός ο Κύπριος, ο δάσκαλος που έκανε ωδική στα παιδιά. Γιατί τότε – μη βλέπεις τώρα- ήτανε 230 παιδιά στο σχολείο. Τώρα 230 παιδιά δεν είναι όλα τα χωριουδάκια τούτα. Λοιπόν, το ξεχώρισεν το παιδί. Ο Γρηγοριάδης ο Δημοσθένης που ήταν δάσκαλος, δημοδιδάσκαλος, εδιάβαζε και μουσική και φωνητική μουσική, εξεχώρισε το παιδί απ΄ όλα τα παιδιά ότι είχε μουσικό ταλέντο τέλος πάντων. Ναι είχε μουσικό ταλέντο και λέει του πατέρα μου, ότι αυτό το παιδί καλά θα ήτανε να το βοηθήσουμε να καλλιεργήσει τέλος πάντων τη μουσικότητα που έχει. Τότες ήτανε τα χωριά, τότες ήτανε πίσω ο κόσμος, τότες για να πας στη Χώρα [Χίου] ήτανε ένας λόγος. Ε να μην τα πολυλογώ, αρχίνησε ο δάσκαλος ο Γρηγοριάδης και αρχίνησε να βάζει μάθημα του παιδιού, να του πάρουμε ένα βιολάκι βρε αδερφέ, δεν χάλασε και ο κόσμος. Του πήρε ένα βιολάκι του παιδιού και αρχίνησε ο Γρηγοριάδης και του έβαζε μάθημα του παιδιού. Ε το παιδί επροχωρούσε, προχωρούσε καλά και εφόσον πια, τέλος πάντων, είδαμε ότι το παιδί επήγαινε καλά και ο πατέρας μου – γιατί εζούσε και η μητέρα μου, γιατί είχαμε την ατυχία […]! Αυτά τώρα που λέγω είναι το ’23-’24 [1923-1924]. Το ’27 [1927], όταν απόθανε η μητέρα μου τα πράγματα άλλαξαν, γιατί εν’ όσο ζούσε η μητέρα μου, είχανε γράψει το παιδί στο ωδείο και πήγαινε στο ωδείο. Και πήγαινε το παιδί, δυο φορές την εβδομάδα πήγαινε, τρεις φορές επήγαινε; Μια φορά θυμάμαι ότι επήγαινε στο ωδείο! Στη Χίο, στη Χίο. Επέθανε η μητέρα μου, κωλυσιεργήθηκε η όλη υπόθεση του σπιτιού μας, γιατί είχαμε και καφενείο και ξενοδοχείο την τότε εποχή. Ήτανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου, έστω και ο Λεωνίδας μεγαλούτσικος και η αδερφή μου. Και επέθανε η μητέρα μου και πήγανε τα κάτω-πάνω, στραπατσαρίστηκε η όλη μας υπόθεση. Τι να κάνουμε; Αποφασίζουμε, εκεί που πήγαινε για μεγάλο βιολί, δεν πήγε ούτε πια στο ωδείο, ούτε πουθενά. Παρέμεινε εδώ, με τα χωραφάκια, με το ένα, με το άλλο. Διάβαζε όμως [νότες], αυτός είχε περάσει το μισό βιολί, όπως άκουγα και ‘γω, το μισό βιολί το είχε περάσει στη μουσική […]. Καμιά φορά απόμεινε ο Λεωνίδας μοναχός, τι να κάνει; Μπορεί να πάει και να διαβάζει και να αυτό; Δεν είμαστε, είχε τα έξοδα του, είχε, είχε. Ε, εκείνο που του ’μεινε ήταν να πιάσει να μάθει τον ‘Πολίτικο’, ‘Ναζιζλή’, το ‘Φερεϊ’ και τον ‘Ποταμό’ […]. Συρτοδουλειές ρε παιδί μου, οργανοπαιχτικά, οργανοπαιχτικά, παραδοσιακοί [σκοποί της Χίου], ποτέ δεν πεθαίνουν αυτοί. Ο Λεωνίδας ήταν καλός, αφού σου λέω έπαψε να διαβάζει τόσο τα κοντσέρτα και το να και τ’ άλλο, εσκάλιζε και έμαθε και τον ‘Πολίτικο’ και τον ‘Ναζιζλή’ και το ‘Φερεϊ’ και το ‘Την τράτα μας τη κουρελού’ και το ‘Ξεκινάει μια ψαροπούλα’ […]. Και μπορώ να σου πω ότι ο Λεωνίδας είχε βγάλει μισό βιολί του κόσμου και πήγαινε για μεγάλος βιολίστας, αλλά με το θάνατο της μητέρας μου, τα χάσαμε όλα. Ήτανε αμέ, ήτανε καλός μουσικός, όχι μόνο στα πανηγύρια και σε συναυλίες, σε μουσικές, σε κύκλους περιορισμένους […].
[…] Εγινόταν μια αρραβώνα. Εμπαίνανε στο κέντρο οι ανθρώποι, να φωνάξουμε το Λεωνίδα, να φωνάξουμε το Λεωνίδα.[τον προτιμούσαν από άλλους μουσικούς]. Εφωνάζανε το Λεωνίδα, πήγαινεν εκεί, αρχινούσε έπαιζε σκοπούς, χωρίς μιλιά. Ο Λεωνίδας, εδώ που έκανεν αυτή τη δουλειά ογδόντα χρόνια, ογδόντα πέντε χρόνια, ούτε ένα ρεφρέν δεν είπε και πάνω στην αυτή -να πούμε- τα μπερδεύαμε κιόλας. Σε όλη τη Χίο [πηγαίναμε], και εγώ και ο Λεωνός, εγώ περισσότερο. Εκ’ των υστέρων εξελίχθην εγώ περισσότερο από το Λεωνίδα.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Σ. Λουλούδης εκτός από μουσικός ήταν παράλληλα και αγρότης – μαστιχοπαραγωγός:
Εδούλευα στα χωράφια, εδούλευα. Δούλευα πάρα πολύ, πάρα πολύ, και ήμουνα πολύ δουλευτής και καλός γεωργός. Μαστίχια [μαστιχόδεντρα] πολλά, είχαμε χωράφια πολλά.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Ο Σ. Λουλούδης ανέφερε για τη στρατιωτική του θητεία:
Άργησα να πάω φαντάρος, το 1948 πήγα. Γιατί εγώ είμαι το ’22 [1922] γεννηθείς, κανονικά έπρεπε να πάω το ’43 [1943] φαντάρος, το ’42 [1942] ξέρω ‘γω, είκοσι χρονώ, εικοσιενό χρονώ. Επήγα το ’48 [1948], γιατί ήταν οι Γερμανοί εδώ και δε μας επαίρναν. Ύστερα που καθησυχάστησαν τα πράματα, μας πήρανε -και τους μεγάλους σε ηλικία- μας πήραν και δε μας επήγαν όμως στα τάγματα, τότες που ’ταν το Γράμμος και το Βίτσι. Δεν επήγαμε, δεν επήγαμε εμείς, μας κρατήσανε πίσω και αντικαταστήσαμε τους εθνοφρουρούς, τους Έλληνες εθνοφρουρούς, στην Πελοπόννησο πήγα φαντάρος. Είμαστε μεν στρατιώτες, ντυμένοι στρατιωτικά, αλλά δεν είχαμεν υπηρεσίες, δεν είχαμε πειθαρχίες, δεν είχαμε δηλαδή στρατιωτική πίεση. Βέβαια άνθρωποι είμεθα και καλό ήτανε που εσεβόμεθα τον άνθρωπο που ‘χε ένα αστέρι, εμείς ήμαστε ακόμα και μια σαρδέλα, δεκανέας. Αλλά όχι πάλι που αυτός μας ήβλεπε σα ‘γιανάκια’ που λεν τους πρωτοστρατιώτες [νεοσύλλεκτους] […]. Εγώ στο στρατό με τη μουσική δεν είχα μεγάλη σχέση όχι. Με το λοχαγό είχαμε πάρα-πάρα πολύ μεγάλες σχέσεις και μ’ αγαπούσε και τον αγαπούσα και μου ’δινε και κάθε τόσο άδεια, δήθεν να ’ρθω να πάρω το σαντούρι. Δεν ήρθα, δεν το πήρα, δεν το πήρα γιατί φοβόμουνα μη πάθω καμιά ζημιά. Το σαντούρι δεν ήτανε ένα κλαρίνο, δεν ήτανε μια κιθάρα, δεν ήτανε […].
Για τις συνθήκες εγκατάστασης και διαβίωσης των προσφύγων στη Χίο, υπογράμμισε:
Επαίζαμε στην Καλαμωτή, είναι η ‘πάνω πλάτσα’ και η ‘κάτω πλάτσα’. Η ‘πάνω πλάτσα’ είναι η πιο αριστοκρατική, στην εκκλησία την Αγία Παρασκευή. Η ‘κάτω πλάτσα’ είναι για τους πρόσφυες που λέγαν αυτοί. [Δ]εν τους εκτιμούσαν πολύ τους πρόσφυες οι Καλαμωτούσοι. Εμείς δεν τους λέμε πρόσφυες, τους λέμε πρόσφυγες [τονίζει το ‘γ’ στο τέλος της λέξης]. Πρόσφυγες, ενώ αυτοί τους λένε πρόσφυες [χωρίς το ‘γ’ ]. Ε! Τους μείωναν ναι. Στην οικογένεια εδώ δεν έχομαι, αλλά το χωριό, είχεν πρόσφυγες πολλούς, και πιο καλοί από τους παροίκους. Ε! οι πρόσφυγες είναι καλύτεροι από τους παροίκους, όταν ο άνθρωπος είναι προοδευτικός, καλός και ξέρω ‘γω, προοδεύει. Εργάτες ήταν οι ανθρώποι, εγεμίσαν οι αυλές και τα κατώγια ανθρώπους που ήρθανε […].
[…] Οι πρόσφυγες με το που ‘ρθαν, ήρθανε με την ψυχή στο στόμα. Εζητούσαν κάθε βράδυ και ‘ρχότανε – αν είχανε μικρά παιδιά βγαίναν στην πόρτα και στεκότανε, λίγο ψωμάκι, στην πείνα ήτανε, στην πείνα. Τους αγκάλιασαν οι Χιώτες τους πρόσφυγες, πάρα πολύ και προπαντός οι Νενητούσοι, πάρα-πάρα-πάρα πολύ. Δεν επόμεινε κατωφούρνι που να μην έχει πρόσφυγες. Όλα, όλα, όλα, τα κατώγια όλα, εβγάλαμε τα ζα μας –που λέει ο λόγος- έξω και βάλαμε [τους πρόσφυγες]. Ναι, αλλά και αυτοί πάλι οι ανθρώποι επιάσαν και δουλεύαν τα χωράφια, γιατί το χωριό ήταν μεγάλο, [δ]εν είχε και εργάτες. Για να βρεις έναν εργάτη ήπρεπε να κρίνεσαι, ύστερα ήταν οι πρόσφυγες και απέκτησε το χωριό προσωπικό […].
[…] Εμείς παίζαμε τους σκοπούς των Μικρασιατών, όλα τα παίζαμε, όλα τα παίζαμε. Είχανε κολοκύθια τότες, δεν είχαν μπουκάλια, είχαν νεροκολόκυθα, τ’ αδειάζανε και γεμώσουν τη νεροκολοκύθα κρασί και μια γαβάθα ελιές και ένα κομματάκι ψωμί και να ‘χουν ένα δίσκο, να πιάσουν να χτυπούν το δίσκο και να χοροπηδούν όλη νύχτα. Ήταν διασκεδαστικοί, δεν ήταν απηγοητευμένοι σαν και μας. Εμείς είμεθα ανθρώποι, εμείς τους ελυπούμασταν για την κατάντια τους και αυτοί είχανε το νεροκολόκυθο να πιούν δυο-τρία κρασιά και να πιάσουν να χοροπηδούνε. Και λέγαμε ότι ο Θεός τους δίνει το κουράγιο. Ε τι και συν το χρόνο εγινόταν και συμπεθεριά, μια πρόσφυγια αγάπησε το ντόπιο ή ο ντόπιος αγάπησε πρόσφυγια. Ε! Μπορεί βέβαια οι γονείς να φέρναν κάποια αντίρρηση, άλλοι πάλι δεν εφέραν και τους εκάμαν αντρόγυνα. Και τώρα πια είμεθα φερδί-μπερδί […].
[…] Το ’22 [1922] σκέψου τώρα διακόσοι ανθρώποι να μπούνε μες στα σπίτια τούτα δω. Ο πατέρας μου, για να σας πω, εγνώρισε, που ήρθανε οι πρόσφυγες, μια πρόσφυγη οικογένεια, Σιναγρίδη, καλοί ανθρώποι, καλοί, καλοί, και -αυτό έγινε το ’18 [1918]. Το ’19-’20 [1919-1920] τους πήρε πίσω η Τουρκία, και στο ’22 [1922] πάλι τους έδιωξε, δεύτερη φορά. Αλλά τα καΐκια που πηγαίναν και ‘ρχότανε το πιο κοντινό σημείο της ανατολής, να πούμε, με τη Χίο, είναι η Αγία Ελένη, αν ξέρετε. Στον Άγιο Κωνσταντίνο, έτσι να πούμε. Και για πιο κοντά τους επηγαίνανε εκεί. Και ο πατέρας μου -θέλω να σου πω- όταν έμαθε ότι ήρθαν αυτοί που ‘ταν εδώ και καθόταν εδώ, πήρε δυο γαϊδάρους που είχε και πήγε στα Θυμιανά, -την Αγια Ελένη- και τους βρήκε και τους εφόρτωσε τα πραματάκια τους και τους ήφερεν εδώ πάλι και τους εκράτησεν εδώ. Και δημιουργήθησαν εδώ και κάμαν συμπεθεριά, από τις καλύτερες οικογένειες των Νενήτων, αλλά ήταν καλοί.
Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:
Ο Σ. Λουλούδης είναι απόφοιτος του Δημοτικού Σχολείου Νενήτων:
Έκτη δημοτικού, έκτη δημοτικού, δε πήγα παραπέρα, αλλά ήμουνα αριστούχος. Από την – και οι κόρες μου, σας το λέγω αυτό- από την πρώτη του δημοτικού, μέχρι το απολυτήριο που πήραμε, ούτε εγώ, ούτε οι δυο μου κόρες επλερώσαμε τάλιρο και εξήντα φράγκα για να πάρουν το χαρτί. Γιατί ήτανε ένας νόμος εδώ στο σχολείο, οι αριστούχοι δεν επληρώνανε, ούτε στα χρόνια μου. Ούτε εγώ πλήρωσα, που το απολυτήριο ήταν εξήντα φράγκα, εγώ τα κέρδισα.
Μουσική παιδεία:
Είναι πρακτικός οργανοπαίχτης και τραγουδιστής χωρίς θεωρητικές γνώσεις μουσικής:
Και θα σας πω κάτι που θα σας φανεί απίστευτο. Επήγαμε στην Καλαμωτή, απάνω στην εκκλησία την Αγία Παρασκευή, που λένε αυτοί – εκεί παίζαμε – εκεί είναι η καλή γειτονιά, η καλή συνοικία. Και κάτω μεριά, είναι η ‘κάτω πλάτσα’ που είναι οι πιο φτωχοί, είναι οι πρόσφυες, που λένε αυτοί. Και ήρτανε – επαίζαμε τώρα δυο κομπανίες – της Αγίας Παρασκευής ‘κάναν ένα καλό πανηγύρι. Ε, βέβαια σε ένα μέρος που πηγαίνεις φροντίζεις να έχεις και ένα – δυο τραγούδια καινούρια, να τα λανσάρεις να πούμε. Αρχινούν οι κάτω [η κομπανία στην ‘κάτω πλάτσα’] και παίζαν ένα τραγούδι, συρτουδάκι: ‘Όταν ήμουνα μικρό και κοριτσάκι, ήμουνα ανήλικο δε γνώριζα απ’ αγάπη. Την ενόμιζα πως ήταν παιχνιδάκι, μα αυτή η αφιλότιμη, ήταν πικρή φαρμάκι’. Εμείς δεν το ξέραμε, δεν το ‘χαμεν ακούσει, παρ’ όλο που ο Λεωνίδας εδιάβαζε, αν το ’παιρνε χαμπάρι θα το ‘χε μάθει. Χειρόγραφο, όχι έντυπο, από αυτού που τα πουλούσε, να το κοιτάξει πέντε φορές να το μάθει. Και αρχινίσαν αυτοί τώρα με το ‘κοριτσάκι’, ‘κοριτσάκι, κοριτσάκι’. Εμείς, μας ελέγαν [το ζητούσαν να το παίξουμε] για το ‘κοριτσάκι’ και στρέφαμε σαν τα ψάρια στο τηγάνι. Καμιά φορά μου λέει ο Μιχάλης ο Νεαμονιτάκης, ρε συ, δε πας κάτω, στην ‘κάτω πλάτσα’ στου Κωσταρή, να αποτοιχωθείς καμπόση ώρα, να το ’κούσεις αυτό το ‘κοριτσάκι’, εσύ θα το αρπάξεις. Πάω λοιπόν εγώ, αποτοιχώνομαι, να μη με βλέπουν και πολύ, και άκουγα: – ταριραρα-ραραρα-ναραρα-ναραρα-ραρι-ταριραρα-ραραρι-ταραραραρι-ταρανανανα – ταμ ταραραρι- [τραγουδάει] ‘όταν ήμουνα μικρό και κοριτσάαααακι, όταν ήμουνα μικρό και κοριτσάαααακι, ήμουνααα ανήλικο, δε γνώριζα απ’ αγάαααπη. Ήμουν ανήλικο δεν γνώριζα απ’ αγάαααπη. Ναρανα-ναναϊ, νανανα-ναραναννα, ναρινανανα. Την ενόμιζα πως ήταν παιγνιδάααακι, την ενόμιζα πώς ήταν παιγνιδάααακι, μα κείνη η αφιλότιμη ήταν πικρή φαρμάαααακι, μα κείνη η αφιλότιμη ήταν πικρή φαρμάαακι. λαραλαλα- ναραραρα’, εισαγωγή πια και άλλα δυο στιχάκια και […]. Τ’ ακούω, ένα τέταρτο και κόβω δρόμο κρυφά – κρυφά, να μην αρχινήσουν άλλο σκοπό, γιατί όταν αρχινήσουν άλλο σκοπό, θα σου φέρουν σύγχυση, θα σου φέρουν σύγχυση στο μυαλό. Και παίρνω δρόμο και κάνω μια άνω γύρα και πάω και βρίσκω τους δικούς μου, πάνω ‘κει στην Αγία Παρασκευή. Ο Μιχάλης ήταν και καλός μουσικός και καλός άνθρωπος και τα βρίσκαμεν -μεγάλος από μένα- γιατί με το Λεωνίδα [δ]εν τα καλοπηγαίνανε κιόλας. Μου λέει ίντα ’καμες; Του λέω τώρα θα δεις, ‘Ντο ματζόρε’, ‘Ντο ματζόρε’ είναι ανοιχτές φωνές, δεν είναι ημιφωνίες, και αρχινάω από ‘ντο ματζόρε’ το τραγούδι και αρχινούμε. Τ’ ακούνε αυτό πια οι δικοί μας, λένε να ρε το ‘κοριτσάκι’ που δεν το παίζετε ξέρω ‘γω, βρε αφού το ξέρετε το ‘κοριτσάκι’, γιατί [δ]εν το παίζετε τόσες ώρες; Ε, λέμε για να σας κάνουμε έκπληξη! Και πήγα εγώ σε μισή ώρα κι ήρπαξα αυτά τα δυο στιχάκια. Γιατί ήταν τέσσερα στιχάκια, και ήρπαξα τα δυο στιχάκια, και το περνούμε. Στο σαντούρι, το πέρασαν και οι άλλοι και το παίζαμε. Ε! αφού το ξέρατε τώρα, πως δε μας το παίζατε μόνο, έλα βρε τ’ αφήκαμε για έκπληξη, και αυτό ήτανε. Λέει ο Μιχάλης άντε ρε και συ ήπρεπε να γίνεις μεγάλος μουσικός, μέσα σε είκοσι λεφτά να πα να φέρεις […], να τ’ αρπάξεις το τραγουδάκι! Και όχι μόνο αυτό, να φεύγαμεν από δω να πάμε στον Άγιο Γιώργη, με το Λεωνίδα απάνω στα μουλάρια και σ’ ούλο το δρόμο τραγουδούσαμεν και του λεγα ένα – δυο που δεν τα περνούσε, αφού εδιάβαζε. Πως δε μπορείς ρε, ένα κομμάτι να το διαβάσεις, παρά φυλάγεις από μένανε να σου το τραγουδήσω; Ε! και τα μπλέκαμε.
Μουσική μαθητεία:
Όταν πέθανε η μητέρα του Σ. Λουλούδη – Μαριγώ Λουλούδη – ο μεγαλύτερος αδελφός του Λεωνίδας, εγκατέλειψε τις σπουδές του στο βιολί και άρχισε να παίζει επαγγελματικά μουσική σε πανηγύρια και γιορτές, για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του. Από τον αδερφό του Λεωνίδα είχε ο Σ. Λουλούδης (σε πολύ μικρή ηλικία) τα πρώτα του μουσικά ακούσματα. Στην συνέχεια τον προέτρεψε να μάθει κάποιο μουσικό όργανο για να παίζουν μαζί:
Ήτανε ο πατέρας μου, η μητέρα μου, έστω και ο Λεωνίδας μεγαλούτσικος και η αδερφή μου […]. Και επέθανε η μητέρα μου […]. Εγώ ήμουνα μικρός σου είπα, ακόμα δε μαθαίνω τίποτα. Το μόνο που τραγουδούσα, ήμουνα σωστός, ήμουνα σωστός, τραγουδούσα και […]. Εγώ θυμάμαι που είχε το αναλόγιο και μελετούσε [ο Λεωνίδας] γιατί ήτανε σαφώς απαγορευμένο από το ωδείο, να παίξεις κάτι εκτός των βιβλίων της μουσικής. Κατάλαβες; Μπορούσε να παίξει και τον ‘Άγιο Βασίλη’ – ας υποθέσομεν – ή την ‘Τράτα’, απαγορευότανε σαφώς. Και ‘γω τον ήβλεπα που μελετούσε τα κοντσέρτα και το ‘να και τ’ άλλο –μικρός- και τα μάθαινα και ‘γω τραγουδητά. Εν πάση περιπτώση, πέθανε η μητέρα μου, απομείναμε χωρίς μητέρα, τρία παιδιά μικρά, η αδερφή μου ήτανε εφτά χρονώ, ο Λεωνίδας ήταν δώδεκα και ‘γω ήμουνα τεσσάρων χρονώ. Και ο πατέρας μου ο καημένος, καφενείο, ξενοδοχείο […]. Τρίτης κατηγορίας ήτανε και το ξενοδοχείο του […].
[…] Ήτανε τα πράματα περιορισμένα. Και για να πας και στη Χώρα, να φέρεις έναν άνθρωπο, ήθελε πολλά λεφτά, ήθελε πολλά λεφτά. Γιατί ήπρεπε να ξεκινήσει ένα αυτοκίνητο να πα να τον φέρει και ήθελε δυο-τρία κατοστάρικα. Μα δυο-τρία κατοστάρικα, οι άνθρωποι δεν τα βλέπανε ούτε στον ύπνο τους, ήταν όλες οι δουλειές περιορισμένες. Εγώ σου είπα, είχα την έμπνευση -να πούμε- να τραγουδώ, και καλά και σωστά, δεν έπαιζα όργανο, τραγουδούσα […]. Καμιά φορά λοιπόν ο Λεωνίδας, εφόσον είδε και απόειδε και εξεφύτρωναν ο ένας σκοπός κατόπιν του άλλου -οι παραδοσιακοί που λέμε- ε, μα όχι μόνο οι παραδοσιακοί και της τότε εποχής, που λέγανε – όπως σου λέγω – ‘βλέπω καράβια π’ όρχονται όμορφα που μου φέρονται’ ή ‘για ποιόν βαρούνε τα βιολιά’, χίλιοι και δυο σκοποί […]. Εγώ αυτά τα μάθαινα, τα μάθαινα, οχτώ χρονών […].
[…] είχαμε έναν αξάδερφο εδώ, που ήρθε από την Καβάλα, Αθανάσιος Παπαπολυζώης [ή ‘Τσαλδάρης’], ετραγουδούσε καλά. Ετραγουδούσε πολύ καλά, λεύτερος ήταν, νέο παιδί ήταν, τραγουδούσε, ξέρω ‘γω, ήπαιζε και λιγάκι μαντολινάκι. […]. Ο Λεωνίδας ήπαιζε, μα ήθελεν ανθρώπους, μου πήρε ένα ούτι ο Λεωνίδας και τον εκοπανιάριζα, να πούμε. Ο πατέρας μου, το ούτι το θεωρούσε τούρκικο όργανο, δεν το ρεγότανε, δεν τ’ αγαπούσε, και μου ‘λεγε να το παρατήσεις το ούτι. Να μάθεις ένα όργανο, να ’ναι ελληνικό ή κιθάρα ή έτσι ή αλλιώς ή σαντούρι. Σαντούρι είναι πλούσιο όργανο, αλλά θέλει μάθηση και θέλει και λεφτά! Και ξεσηκώνεται μια μέρα χωρίς να το καλοσκεφτεί και πάει στην Αθήνα, εφημιζότανε τα σαντούρια του Κωστάκη τότε […], είναι τη χρονολογία […], εγεννήθηκα το ’22 [1922], βάλε και δώδεκα χρόνια σκολειό, τριάντα τέσσερο [1934], ε πρέπει να ‘ναι γύρω στο ’36 -’37 [1936-1937]. Πάει και μου φέρνει ένα σαντούρι καινούριο, διπλό, του Αργυρόπουλου, γιατί ο Κωστάκης έπρεπε να το παραγγείλεις, εν είχε έτοιμα, ενώ εκείνος ήθελε να το πάρει και να φύγει. Και ήταν του Αργυρόπουλου, αλλά βγήκε καλό όργανο, αυτό έχω. Το ‘χω εδώ, αλλά έχω και ένα μικράκι που είναι και αυτό καλό. Και ο Λεωνίδας πιότερο ήθελε έναν άνθρωπο να του τραγουδά. Τούτος ο ‘Τσαλδάρης’ [Αθανάσιος Παπαπολυζώης] κουπανιαμένταρε, αλλά δεν είχε τραγούδι με χρόνο, εγώ είχα χρόνο. Μα να μου πεις πολύ μας τα λες. [Δ]εν σας τα λέω πολύ, όπως είναι, έτσι ήτανε. Είχα χρόνο, ήμουνα καλός […].
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Εκτός από τον αδερφό του Λεωνίδα [με τον οποίο έπαιζαν μαζί σε σταθερή βάση, στα πλαίσια της κομπανίας των «Λουλούδηδων»] ο Σ. Λουλούδης συνεργάστηκε επίσης:
Ο Λεωνίδας βιολί, εγώ σαντούρι – και σαντούρι στην αρχή – ένα ούτι, ένα κλαρίνο απαραιτήτως και σαξόφωνο είχε, και φλαούτο είχε. Δεν ήταν, τέλος πάντων, απαραίτητα, αλλά όποιος ήθελε τα έπαιρνε στη δουλειά του. Και φλάουτο είχε και σαξόφωνο, είχε και ακόμα έχει. Τον καιρό εκείνο, εμείς είχαμε μόνιμο κλαρίνο, τον Μιοτέρη, τον Παναγή τον Μιοτέρη, ήταν κλαρίνο από την Παϊδα [Παγίδα Χίου]. Με τον Παναγή μπορώ να σου πω πως εσυνεργάστημεν 15 χρόνια, να μην πω και είκοσι. Δεκαπέντε χρόνια είμεθα μια παρέα, μια οργάνωση τέλεια. Εγώ, αυτός κλαρίνο, ο Λεωνίδας βιολί, εγώ σαντούρι, και ο ‘Τσαλδάρης’ ούτι. Το ‘Τσαλδάρης’ είναι παρατσούκλι, Παπαπολυζώης Θανάσης […].
[…] Στο κλαρίνο, είχαμε δυο κλαρίνα καλά. Τον Στέφανο Νεαμονιτάκη – πολύ -πολύ καλό, πάρα πολύ καλό – και τον Μιχάλη Νεαμονιτάκη, εξίσου καλός. Σε δέκα μέρες πεθάναν και οι δυο. Απ’ τη Παϊδα ήταν τα παιδιά, δυο καλά κλαρίνα, εφύγανε σε δέκα μέρες με καρκίνο, και οι δυο μαζί. Καλά κλαρίνα. Ε! ύστερα κλαρίνα; Έχει πανωχωριάτικα γιατί αυτοί πάλι παίζουν τσιφτετέλια πιο καλά από μας.
Εμάς ο Στεφανής ήτανε άφταστος, ήτανε ύψος. Ε μπορούσε να κάμει το τσιφτετέλι που ήταν από τις Κάτου Κηπουριές [χωριό Χίου]. Και πιο καλοί πάλι στο τσιφτετέλι, εθεωρούταν οι […], δεν τους θυμάμαι και όλους ρε παιδί μου. Τσιφτετέλι […], Παρπαριά [χωριό Χίου], Παρπαρούσικο τσιφτετέλι, τραβάς κάτω τον ποταμό, βγαίνεις απάνω την Παρπαριά, τραβάς και από κει και πας στην κάτω Ποταμιά [χωριό Χίου], Ποταμιά, που δεν έφεγγε ήλιος ολημερίς του χρόνου. Και ύστερης την ξαπολίκανε οι Ποταμούσοι αυτοί και ήρταν απάνου και έχτισαν [νέο] χωριό […]. Ε! τους Πούπαλους [μουσικοί] τους ξέραμε που παίζαμε μαζί, αλλά από πιο χωριό ήταν, για να είμαι και ειλικρινής, δεν ξέρω να σου πω. Παίξαμε μαζί πολλές φορές […]. Ούτι τα παλιά χρόνια ήτανε καλός ένας Αργύρης που είχε έρθει από τη Μέσα Ανατολή, ο Αργύρης με το ούτι, καλός. Και ταξίμια και όλα τα ‘καμε, όλα, όλα, όλα. Ε! ύστερα πια ε! ο Καμάνης. Ε! έπαιζε αλλά ήταν αλέγγρος. Τραγουδούσε ξέρω ‘γω, απ’ τη Χώρα. Ε μπορώ να σου πω στη Χώρα τον γνώρισα, αλλά ήτανε καλό παιδί, αλέγγρος ήτανε και συνεργάσιμος και εύχαρος άνθρωπος, πολύ εύχαρος.
Τη δεκαετία του 1970 συνεργάστηκε επίσης:
[…] Η δύσκολη δεκαετία ήτανε το εβδομήντα […]. Με ‘ψάρεψε’ ένας δικηγόρος […]. Που εγώ το εβδομήντα [δεκ. 1970] το έβλεπα με μισό μάτι, ήλεγα βγαίνει έτσι, θα σταματήσει, εγώ ήμουνα γεωργός και καλός γεωργός, μαστίχια πολλά, είχαμε χωράφια πολλά. Αν πρόκειται δηλαδή να γυρίζομε [ως μουσικοί] και να παίρνουμε το χρόνο μου δέκα και είκοσι χιλιάρικα, θα τα παρατήσω και θα επιδοθώ στη γεωργία. Ε το εβδομήντα, στη μέση του εβδομήντα που δεν το ’βλεπα εγώ με καλό μάτι, με πλησιάζει αυτός ο Γιάννης ο Παραδίσης [ο δικηγόρος] και μου λέει: ‘σε παρακολουθώ Σωτήρη καιρό και είσαι καλός στο σαντούρι και μπορείς να γίνεις πολύ καλύτερος, έρχεσαι να συνεργαστούμε’; Βολισσιανός αυτός. Ε! τι συνεργασία θα κάμαμε εμείς; Εσύ είσαι δικηγόρος, εγώ είμαι οργανοπαίχτης. Λέει άσε τούτο λέει, είχε ένα μουσικοχορευτικό πρόγραμμα στη Βολισσό και γύριζε τον κόσμο. Καλά θα αφήκεις εσύ τώρα τη δικηγορία σου και θα γυρίζεις; Βρε τι σε ενδιαφέρει εσένα λέει, εμένα μ’ αρέσει να λανσάρω τη χιώτικη μουσική με χιώτικα όργανα, με χιώτικο ρυθμό και με το σαντούρι απαραιτήτως. Ναι του λέω μωρέ Γιάννη μου, εγώ έχω το Λεωνίδα [παίζω μαζί με τον αδερφό μου]. Εσύ λέει έχεις το Λεωνίδα, μα και ‘γω έχω το Νικήτα το Μαυρά και εκτός του είναι καλό βιολάκι, είναι και σύμβουλος εις το συμβούλιο του χωριού. Γιατί το χωριό του η Βολισσός, ήτανε το μόνο χωριό που είχε μουσικοχορευτικό πρόγραμμα. Και θέλω να μπεις μέσα, μα θέλεις να μπω μέσα, μα δε σου λέγω, εμένα με ανέδειξε ο Λεωνίδας, θυμάσαι τα αδέρφια, τώρα δηλαδή επειδή βρίσκω λιγάκι τσέντζι θα τον αφήσω; Και που θα πάει να βρει αύριο, αυτός σαντούρι, Παρασκευιάτικα; Λέει μα τι να γίνει ρε Σωτήρη που και ο άλλος [Νικήτας Μαυράς – βιολί] πάλι […]. Καλός ήταν και ο άλλος, κάποιον καιρό ήτανε στο Μακρονήσι, τέλος πάντων και ο Λεωνίδας τα ίδια ήτανε. Δεν είχανε κάνει στο Μακρονήσι, μα ήταν αριστερός και αυτός και τον εκτιμούσαν. Ενώ ο Μαυράς, πιότερο καιρό ήτανε στο Μακρονήσι, παρά στη Βολισσό. Πέρασε ένα διαστηματάκι και μου λέει εσκέφτηκα κάτι άλλο, από το Βροντάδο και απάνω, θα είναι ο Νικήτας ο Μαυράς, από τον κάμπο και δω, θα είναι ο Λεωνίδας. Ε! αυτό το πράμα λέω πια επιτέλους μου ταιριάζει και μένα. Δε θα χω, να πούμε, την αυτή του Λεωνίδα, γιατί ήταν ο πιο μεγάλος μου αδερφός, τον αγαπούσα, με αγαπούσε, αυτός με ανέδειξε, αυτός με περπάτησε, αυτός. Συνεχίσαμε έτσι ένα διάστημα, ύστερα ο Μαυράς τα παράτησε, γύρω στο ογδόντα [1980]. Το μόνο που πήγανε στην Αμερική και δε με πήρανε, και μου κακοφάνηκε, γιατί είχα την κόρη μου στην Αμερική και σκόπευα πια να πάω […].
[…] Και αυτός ο Στεφανής [Νεαμονιτάκης] με το κλαρίνο, που σου λέγω πολύ καλός, είχενε έναν αδερφό στην Αμερική και κουτσόπαιζε λιγάκι σαντούρι, λίγο […]. Γιατί το Υπουργείο Πολιτισμού δεν έδινε και πολλά λεφτά, περιορισμένα πράγματα και τα φερναν τσίμα-τσίμα. Και λέει ο Στεφανής ότι, ας μην έρθει το σαντούρι και ‘χω ‘γω το Στέλιο απάνω και κουτσά στραβά θα μας […]. Φεύγουνε, πάνε απάνω, πάει ο Στεφανής απάνω, γιατί αυτός το χειμώνα τον περνούσε εις την Αμερική και το καλοκαίρι κατέβαινε κάτω, και του δίνουν 700 δολάρια σε μια βάφτιση. Και τους λέει χαίρετε, και βάζει το Στέλιο που ‘παιζε τίποτα κλαρίνο και τους ξαμολάει και φεύγει και πα και παίρνει 700 δολάρια. Και κει να δεις καυγά και κει να δεις γκρίνια και κει να δεις μούτρα ο ένας με τον άλλο και ξέρω ‘γω […], και ‘γίναν ρεζίλι με λίγα λόγια […], και δεν ήρθες και δεν αυτό, αν είχαμε και σένα. Εγώ πάλι ήθελα να πάω στην Αμερική να δω, δεν είχα ξαναπάει, να δω την κόρη μου […]. Ο Στεφανής όμως ήτανε καλό κλαρίνο, πάρα πολύ, πάρα-πάρα πολύ καλό κλαρίνο […].
Ο Μήτσακας [μπουζούκι] Μικρασιάτης ήτανε. Ο Στάμπας είναι Χιώτης από τη Μέσα Διδύμα, καλός άνθρωπος, ζει και παίζει, είναι καλός. Εμείς τα ‘χουμε και πολύ καλά, έχει και γούστο γιατί μπορεί να μην παίζει καλά, αλλά άμα πας μαζί του κάνεις νέο συκώτι, είναι αστείος, έχει χιούμορ, χιούμορ. Εμένα μ’ άρεσε, ας μην κάναμε και τη δουλειά μας όπως θα την κάναμε αν ήταν ο Μιχάλης. Εγώ τον αγαπούσα και το καταλάβαινε […]. Εγώ έχω δουλέψει σε όλη τη Χίο, εκείνος που με περπάτησε στα βορειόχωρα ήτανε ο Σκουφάρας ο Αλέκος, καλό παιδί.
Θυμούμαι τον Αυγωνυμούση, ένας από τα Αυγώνυμα. Φωνή, στήθος, όρεξη για τραγούδι, ξέρω ‘γω. Τι [να] το κάνεις; Αριστερός ψάλτης, επέθανε στη Μέσα Διδύμα. Που ήταν όχι τραγούδι, αηδόνι. Ήλεγα καλέ χριστέ μου δεν ήταν να μου πάρεις τη μια χορδή να του τη δώκεις αυτουνού και να μου δώκεις εμένα τη δικιά του […].
Ο Σ. Λουλούδης ανέφερε ότι είχαν συνεργαστεί και με πολλές τραγουδίστριες:
Τι μια; Εκατό! [τραγουδίστριες είχαν συνεργαστεί]. Αυτή βρε που ήταν στον […], πως τη λέγανε; Απ’ τα Θυμιανά, αλλά πως τη λένε; Ερχόνταν από Αθήνα, αλλά είχε ύστερα και από δω. Και τούτηνε η αυτή, τραγουδίστρια ήταν, η Μαίρη Σκιαδά. Ε! δεν είχε καμία από δω να πεις μωρέ; Η Μαίρη ήτανε, ποια άλλη ήτανε; Στα πιότερα πανηγύρια οι γυναίκες ετραγουδούσαν. Και άντρες και γυναίκες. […].
Πιο περιστασιακά συνεργάστηκε με:
[…] Ήπιασα εγώ λοιπόν κοίταζα τη δουλειά, κατεβαίνω κάτω. Ο Στεφανής; Ταμένος σε γάμο [είχε ήδη κλείσει συμφωνία να πάει να παίξει σε ένα γάμο]. Ο Μιχάλης; Ταμένος. Τώρα είναι ο Σκουφάρας, πάω στο σπίτι του Σκουφάρα, γεια σου Αλέκο, ξέρω ‘γω, τι κάνουμε; Την Κυριακή έχεις καμιά δουλίτσα; Έχομε λέει ένα γάμο και είναι λιγάκι ‘νηστίσιμο’. Α! ‘νηστίσιμο’. Του λέγω Αλέκο την Κυριακή το βράδυ έχω μια δουλίτσα και σου διαθέτω ένα πενηντάρι, είσαι; Άμα του ‘πα πενήντα. Λέμε κάτι καλαμπούρια που εμαλώσανε εις το Θολοποτάμι και ο ένας πήγε και του ‘μπηξε καμπόσες μπουνιές και αυτός τώρα πήγε και ήπεσε στο κρεβάτι, ‘ωχ το πλευρό μου, ωχ το πλευρό μου, το πλευρό μου’. Ε! την άλλη μέρα του λέγανε οι Θολοποταμούσοι αυτουνού που πήγε και του χτύπησε στο πλευρό: ρε άντε έβρε τον, κανονίσετε τα, πάτε σε ένα γιατρό, μην πέστε στα δικαστήρια και ξέρω ‘γω. Πάει λοιπόν αυτός τον εβρίσκει: ‘Ωχ το πλευρό μου’. Έλα λέει μωρέ Αλέκο και ‘γω δεν το θελα και λάθος μας ήταν, φίλοι είμαστε, γι’ αυτό τώρα θα χαλάσουν οι καρδιές μας, εγώ θα σου φέρω γιατρό, εγώ θα σου κάμω, εγώ θα σου δείξω, ‘Ωχ το πλευρό μου’. Καμιά φορά του λέει θα σου δώκω και ένα χιλιάρικο. ‘Σα να πήρεν αγέρα το πλευρό μου’. Τώρα λέει μ’ αυτό που μου πες σα να πήρε αγέρα το πλευρό μου. Του λέω έχεις ένα πενηντάρικο, λέει ‘σαν να πήρεν αγέρα το πλευρό μου’. Ε τώρα εντάξει, κλαρίνο έχουμε, εγώ είμαι, ο Λεωνίδας είναι, θέλομε ένα τραγούδι, λέει να το πούμε του Βιζεπάκη απ’ το Θολοποτάμι, τραγουδάει καλά. Ναι, να έχομε και μπουζούκι και ντραμς και το μπουζούκι έχει και έξοδο μη […]. Λέει, θα τα κανονίσομε. Φωνάζει για μπουζουξή […], τον εξέρω, μα τώρα τον ξεχνώ. Του λέει θα ‘ρθεις –είχε καλό μηχάνημα όμως- θα ‘ρθεις την Κυριακή να πάμε σε μια δουλειά; Είπε θα μου δώκετε εικοσπέντε, θα σου δώκουμε εικοστρία. Εντάξει θα φέρεις το μηχάνημα, εντάξει; Εντάξει. Τώρα να μπω στ’ αυτοκίνητο, να πάω στο Θολοποτάμι, να βρω το Βιζεπάκη, πάω βρίσκω τον Βιζεπάκη, καλό τραγούδι, του λέω βρε και μια ντραμ. Εδώ έχει ένα σωρό παιδάκια και πάνε, καλοί είναι, θα τους δώκουμε κάνα δεκάρικο να ‘ρθουνε. Τα κανονίζομε, να πούμε, εντάξει, παίρνω τηλέφωνο και λέω είμεθα εντάξει. Κλαρίνο θα είναι ο Στάμπας, βιολί θα ‘ναι ο Λεωνίδας, ακορντεόν θα είναι ο Βιζεπάκης, ντράμς θα ‘ναι ένα παιδάκι […]. Εντάξει μόνο θα στείλω τη γυναίκα μου πάνω και θα κάνω και χαρτί, θα υπογράψεις χαρτί. Γιατί αν τυχόν και μπλέξει πουθενά η δουλειά, η ζημιά θα πέσει πάνω σου. Λέω στείλε ότι θέλεις, εγώ σ’ αυτά που σου λέγω είμαι εντάξει […].
Να σου πω οι κομπανίες είχανε την έχθρητα τους, είχανε τις λογομαχίες τους, είχανε […], αλλά εμείς εις την κομπανία μας δεν είχαμε. Αμ’ δεν υπήρχαν διαφωνίες, υπήρχαν, υπήρχανε, υπήρχανε. Αλλά εμείς δεν είχαμε τόσο, γιατί όπως λέμε, ο Λεωνίδας ήταν δικός μας, είχε ένα παιδί που ήπαιζε καλό ακορντεόν, το κλαρίνο ήτανε μόνιμα δικό μας, ο […], από την Παγίδα ο Παναγής ο Μιοτέρης, καλό κλαρίνο για την τότε εποχή. Ο Στεφανής βγήκε πιο καλός, Νεαμονιτάκης. Και έχει και αδερφό Νεαμονιτάκη στην Αμερική, και παίζει λιγάκι κλαρίνο και λιγάκι σαντούρι. Που σου λέγω ότι επήγε και άφησε στο χορευτικό πια αυτό, τον αδερφό του να παίξει και πήγεν αυτός και πήρε 700 δολάρια, όπως είπα […].
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Ο Σ. Λουλούδης έχει παίξει σε πανηγύρια, γιορτές, γάμους, χοροεσπερίδες, εκδηλώσεις κ.α. και έχει επισκεφτεί σχεδόν όλα τα χωριά της Χίου:
[…] Εγώ έχω δουλέψει σε όλη τη Χίο, εκείνος που με περπάτησε στα βορειόχωρα ήτανε ο Σκουφάρας ο Αλέκος […]. Σε όλη τη Χίο [πηγαίναμε], και εγώ και ο Λεωνός [ο αδερφός του ο Λεωνίδας], εγώ περισσότερο. Εκ’ των υστέρων εξελίχθην εγώ περισσότερο από το Λεωνίδα […].
[…] Εξήντα τέσσερα χωριά, είκοσι εφτά Μαστιχοχώρια. Ούλα τα χω γυρίσει, και όλοι με ξέρουν, αλλά δε θυμάμαι, δε θυμάμαι τώρα. Πάω στη Χώρα: ‘γεια σου Λουλούδη, γεια σου Σωτήρη, γεια σου Λουλούδη, γεια σου’, ναι, ναι […].
Σε όλα τα χωριά μωρέ, δεν υπάρχει χωριό που να μην έχομε παίξει. Στο Άγιο Γάλα πήγες; Στα Λεπτόποδα πήγες; Ή στη Βολισσό. Σε όλα τα χωριά, όλα, όλα, όλα. Εξήντα τέσσερα χωριά της Χίου με ξέρουνε. Εγώ τους ξέχασα και περπατώ μες στο δρόμο, στη χώρα: Γεια σου Σωτήρη, γεια σου Λουλούδη, γεια σου Σωτήρη, γεια σου Λουλούδη. Και σένα άμα θα δω αύριο, θα πω να ήτανε αυτή που καθότανε στο σπίτι μας, πως τη λένε; Θα σε ξεχάσω, ενώ δεν τα ξέχναγα. Στη μουσική που λες, θα σου πω τούτο δω: ο Λεωνίδας εδιάβαζε απταίστως, βάλε το πεντάγραμμο, να πούμε, το αναλόγιο, βάναμε το πεντάγραμμο. Εγώ ήπρεπε να ακούσω δυο-τρεις φορές το σκοπό να τον τυπώσω. Επαίζαμε στην Καλαμωτή, είναι η πάνω πλάτσα και η κάτω πλάτσα. Έχετε πάει στην Καλαμωτή; Η πάνω πλάτσα είναι η πιο αριστοκρατική, στην εκκλησία την Αγία Παρασκευή. Η κάτω πλάτσα είναι για τους πρόσφυες που λέγαν αυτοί […].
Μια μέρα σαν καλή ώρα, χτυπά το τηλέφωνο, ήτανε κάποιος από τα Καρδάμυλα […]. Λέει θα σου πω κάτι μεταξύ μας, αλλά θα προσέξεις, αν θα το κάνεις, θα το κάνες σωστό. Λέει το γυμνάσιο των Καρδαμύλων πήρε την απόφαση στο συμβούλιο να κάνει μια χοροεσπερίδα, την τάδε […].
Τη δεκαετία του 1970 συμμετείχε σε ένα μουσικό σχήμα με το οποίο επισκεφτήκαν όλα σχεδόν τα χωριά της Χίου:
[…] Πέρασε ένα διαστηματάκι και μου λέει εσκέφτηκα κάτι άλλο, από το Βροντάδο και απάνω, θα είναι ο Νικήτας ο Μαυράς, από τον κάμπο και δω, θα είναι ο Λεωνίδας. Ε! αυτό το πράμα λέω πια επιτέλους μου ταιριάζει και μένα. Δε θα χω, να πούμε, την αυτή του Λεωνίδα, γιατί ήταν ο πιο μεγάλος μου αδερφός, τον αγαπούσα, με αγαπούσε, αυτός με ανέδειξε, αυτός με περπάτησε, αυτός. Συνεχίσαμε έτσι ένα διάστημα, ύστερα ο Μαυράς τα παράτησε, γύρω στο ογδόντα [1980]. Το μόνο που πήγανε στην Αμερική και δε με πήρανε, και μου κακοφάνηκε, γιατί είχα την κόρη μου στην Αμερική και σκόπευα πια να πάω […].
Προ δύο χρόνια, της Ζωοδόχου Πηγής, είναι ένα πανηγυράκι, ψευτοπανήγυρο στην Κοινή. Και επήγαμε, Στάμπα τον έχεις ακουστά κλαρίνο; Καλό κλαρινάκι είναι και καλός άνθρωπος είναι. Ο Σωτηράκης με το βιολί από την Παϊδα και ‘γω, και ο καφετζής έχει ένα γιο, ήφερε το Μήτσακα μπουζούκι.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Ο Σ. Λουλούδης για τα σαντούρια που κατά καιρούς είχε στην κατοχή του, ανέφερε:
Εγώ στο στρατό με τη μουσική δεν είχα μεγάλη σχέση όχι. Με το λοχαγό, είχαμε πάρα – πάρα πολύ μεγάλες σχέση και μ’ αγαπούσε και τον αγαπούσα και μου ’δινε και κάθε τόσο άδεια, δήθεν να ’ρθω να πάρω το σαντούρι. Δεν ήρθα, δεν το πήρα γιατί φοβόμουνα μη πάθω καμιά ζημιά. Το σαντούρι δεν ήτανε ένα κλαρίνο, δεν ήτανε μια κιθάρα, δεν ήτανε […]. Το σαντούρι ήτανε ένα βαρύ όργανο, που δε μπορούσες να το πετάξεις μέσα στ’ αυτοκίνητο, που κάμαμε μετακινήσεις από δω και πηγαίναμε στα Καρδάμυλα και απ’ τα Καρδάμυλα φεύγαμε και πηγαίναμε στα Μεστά. Σεντούκια, τσουβάλια, πράματα, θάματα, τα πετούσαν μέσα. Ένα μου το ρημάξανε, μα εγώ το σαντούρι το ‘χα πάρει τότες […]. Από τα πρώτα σαντούρια είναι του Κωστάκη, αλλά δεν είχε, έπρεπε να παραγγείλεις στην Αθήνα. Έπρεπε να το παραγγείλεις, να περιμένεις ένα μήνα. Εγώ ήθελα να το πάρω γιατί […], και πήρα του Αργυρόπουλου, καλό σαντούρι […], ναι κι αυτός στην Αθήνα, Αργυρόπουλος. Του Αργυρόπουλου όργανο ήτανε, αλλά βγήκε καλό. Και μου λέει τώρα ο λοχαγός, -αν ζει πια καλή του ώρα, γιατί μ’ αγαπούσε και τον αγαπούσα- άντε ρε να σου δώκω μια άδεια, να πα να φέρεις και το σαντούρι, να φέρεις και την αρραβωνιαστικιά σου, ήμασταν αρραβωνιασμένοι […].
Τούτο δω [το σαντούρι] που έχω δω είναι του ’36 [κατασκευάστηκε το 1936], από Χιώτη, Ναδάλης, ο οργανοποιός. Καλό σαντουράκι, Χιώτης [ο οργανοποιός] στην καταγωγή, Ναδάλης είναι το επίθετο και έχει φτιάξει σαντουράκια. Τούτο ‘δω [είναι] πολύ καλό όργανο. Μες στην πόλη [είχε το οργανοποιείο του]. Και έχω και ένα κάτω και είναι του […], μπορεί να γράφει μέσα θα ‘χει […], απ’ το Μενίδι ήταν ο οργανοποιός […].
[…] είπαμε, εγώ το σαντούρι το […], πήγε ο πατέρας μου και μου τ’ αγόρασεν απ’ την Αθήνα. Επήγαινε για τον Κωστάκη, που ήτανε τα καλύτερα σαντούρια της Ελλάδος τότες, αλλά έπρεπε να το παραγγείλεις και να το πάρεις σε ένα διάστημα. Ενώ ο πατέρας μου ήθελε να το πάρει και να φύγει, γιατί θα παίζαμε εδώ, και πήρε ένα του Αργυρόπουλου, καλό βγήκε, καλό. Και το ‘χω εγώ πολλά-πολλά χρόνια και επήγαμε πάνω τότε […], ίσα με την άκρη της Ελλάδος, και μου λέει ένας, μου το πουλάς το σαντούρι; Λέω εν σου το πουλώ, μα άμα πάω κάτω και βρω κανένα άλλο σαντουράκι, θα σε ειδοποιήσω να το πάρεις. Έρχομαι κάτου και βρίσκω ένα σαντουράκι που ήτανε πάνω σε ένα πατάρι και μου το φέρνουνε κάτω και το βλέπω. Τι θέλεις; Ε! να λέγει δώσε κάνα δεκαπεντάρι και πάρε το. Λέω πάρε δεκατρία χιλιάρικα, του ‘δωκα δεκατρία χιλιάρικα, το πήρα. Το πήρα το σαντούρι, το συναρμολόγησα, ξέρω ‘γω και βλέπω πως ήταν πιο καλό απ’ το δικό μου. Και του λέω αυτουνού, να σου στείλω ένα σαντουράκι, λέει στείλε μου το. Τώρα λέει που θα ‘ρθουνε –είχε φοιτητές απάνω, είχε πανεπιστήμιο- ξεχνώ τώρα εγώ τα μέρη, τώρα που θα φύγουνε […], στην Ελλάδα, στην Μακεδονία [ήταν η πόλη]. Τώρα που θα φύγουν οι φοιτητές και θα ‘ρθουν κάτω για -Λαμπρή ήτανε, Άγιου Βασιλειού ήτανε; Δε θυμάμαι, πόσα θες; Λέω θα μου στείλεις 80 χιλιάρικα. Να στα στείλω και άμα φύγει το παιδί θα του το δώκεις να μου το φέρει. […]. Αφού το δικό μου το πήρα δεκατρία χιλιάρικα και σου λέω, θαρρώ πως ήταν πιο καλό απ’ αυτό. Μου ‘στειλε τα ογδόντα και έχω ένα μικρό […].
[…] κ’ ύστερα ο ‘Λέων Αλάτιος’ ο [πολιτιστικός] σύλλογος επήγε και βρήκε έναν οργανοποιό εις το Μενίδι και το πήρε τετρακόσια χιλιάρικα [αγόρασε σαντούρι]. Και επικοινώνησα εγώ μ’ αυτόν, καλό ήτανε. Του λέγω, εμένα τώρα, αν σου πω να μου δώκεις ένα, πόσο θα μου το δώκεις; Λέει τρακόσα πενήντα. Τι λες, που θα σου δώκω τρακόσα πενήντα. Λέει τετρακόσα, δεν το πήρα. Άσε το σύλλογο, θα σου δώκω διακόσα. Λέει ε, θέλεις να σου πω; Έλα να το πάρεις να μην πλερώσεις φόρο, να κερδίσεις εβδομήντα χιλιάρικα, αν σε πιάσουνε στο δρόμο, κάνε καλά. Βρε να με πιάσουν, τι θα πει να με πιάσουν, δικό μου όργανο δεν είναι; Ε! πήγα, δεν θυμάμαι πόσα του ‘δωσα και το πήρα. Καλό είναι, όχι όμως πως είναι πια και πολύ-πολύ καλό, καλό είναι […].
Επισκευάζεται [το σαντούρι]. Όχι εγώ να επισκευάσω να πούμε, τις χορδές του και τα κλειδιά του και ξέρω ‘γω, όχι. Αλλά είχεν οργανοποιούς, άμα ήβλεπα και είχε πάθει ζημιά, το ‘δινα και ήπαιρνα άλλο. Χορδές είχε στη Χώρα, πουλούσανε, είχενε στη Χώρα άνθρωπο που έκανε στριφτές, ξέρεις μπάσες, από τέλια από ατσαλόστυλο, που έχει τη μηχανή και το γυρίζει. [Είχε κάποιους που επισκεύαζαν όργανα] αμέ, καλούς, καλούς, οι Ναδάληδες ήταν πολύ καλοί, ‘Κουλουρτζήδες’ τους λέγανε, παρατσούκλι στη Χώρα. Ο Φωκίων είχενε μαγαζί και πουλούσε μουσικά τεμάχια, πουλούσε όργανα, πουλούσε χορδές, πουλούσε όλα τα είδη, κλειδιά […]. Πιο πίσω, πιο πίσω απ’ το ’60-’70, μες στον πόλεμο […].
Για τα υπόλοιπα μουσικά όργανα και τη «θέση» τους μέσα σε μια κομπανία, υπογράμμισε ότι:
[…] χρειάζουνται και κουπανιαμέντα. Λαούτο, ούτι, κιθάρα αμέ, είναι για κουπανιαμέντα. Σόλο ήταν ένα καιρό που ήρθαν οι πρόσφυγες απ’ την Τουρκία και εβάστα ο καθένας ένα ούτι. Ύστερα τα καταργήσανε, του ουτιού την θέση την πήρε το λαούτο […]. [Πολύ παλιά] παίζανε στη Χίο τσαμπούνες. Τσαμπούνες, τουμπιά, αυτά άκουγα, όπως τα ’φτασα. Ακούγαμε ότι παίζανε τσαμπούνες από δω από την Παγίδα, από τις Διδύμες [Μέσα και Έξω Διδύμα – χωριά Χίου] είχανε. Παγίδα, Διδύμες, τα χωριουδάκια αυτά είχανε τους τσαμπουνιέρηδες, εμείς εδώ δεν είχαμε ποτέ, ούτε τουμπί ούτε τσαμπούνα. Είχε λαούτα και τώρα έχει λαούτα, εμείς εις την κομπανία μας είχαμε λαούτο. Γιατί είναι να πούμε είναι όργανο [το λαούτο] που κουπανιάρει καλά. Να σου πω ότι από μερικές κιθάρες πιο καλό ήταν το λαούτο […]. Τα λαούτα δεν τα συνήθισε ο κόσμος εδώ, τώρα εξαιρετικώς [κατ’εξαίρεση] εμείς έχουμε έναν εδώ, όχι έχουμε, είχαμε ένα λαούτο στην κομπανία μας και ήτανε καλός. Τα ούτια ο κόσμος τα εγκατέλειψε, ήτανε λέει τούρκικα όργανα.
Υπερτοπικές δράσεις:
Εμείς έχουμε παίξει σ’ όλη την Ελλάδα, μέχρι και στην Ολλανδία πήγαμε. Και στην Αμερική και στη Θεσσαλονίκη τόσες φορές, στη Μυτιλήνη τόσες φορές, στην Κρήτη δώδεκα μέρες, δώδεκα μέρες παίζαμε […], και κάμαν τώρα μια αυτή, και καλέσανε […], αεροπλάνο μας πήγε, αεροπλάνο μας ήφερε. Γιατί ήτανε ο εφοπλιστής […], και πήγαμε και κάναμε δώδεκα ημέρες, δεκαπέντε μέρες. Λέγαμε, άμα μας κρατούσαν κανα δυο μήνες, θα αρρωστήσουμε, από τα φαγιά, από τα πράματα, τα θάματα. Το σκοπό που ‘χουν τούτοι, θα μας αρρωστήσουνε […].
[…] στην Ολλανδία μείναμε καμιά δεκαριά μέρες. Φύγαμε και από κει, πήγαμε και σ’ άλλα μέρη. [Στην Ολλανδία πήγαμε με] γκρουπ, μεγάλο γκρουπ. Μας καλέσανε μες στο βαπόρι, όλη μέρα μες στο βαπόρι ήμαστε […].
[…] πιάναμεν από κάτω από την Αλεξαντρούπολη και πήγαμε στη Βουλγαρία. Όλο τον Έβρο, όλο τον Έβρο τον εδιασχίσαμε και πήγαμε στη Βουλγαρία. Με τα πόδια, που λέει ο λόγος, με το συγκρότημα, μουσικοχορευτικό. Ήμαστε τριάντα – σαράντα ανθρώποι […].
Αυτοαξιολόγηση:
Καλοί, καλοί ήμαστε. Τη δουλειά μας την κάναμε, αλλά όχι πως ήμαστε και τενόροι […]. Εμείς τραγουδούσαμε, εμείς παίζαμε, δεν εδίναμε δικαιώματα, γιατί θα γίνεται χάσμα. Εγώ ήμουνα λιγάκι ιδιότροπος εις την κομπανία, εγώ ταίριαζα την κομπανία, εγώ ήμουν επί της κάσας [κοινό ταμείο], εγώ εμοίραζα τα λεφτά, εγώ ήδινα και ολιγότερα και περσότερα και δεν εβρέθηκα ποτέ-ποτέ –να στο σταυρό που σου κάνω- αντιμέτωπος με κανένα. Ότι ήκαμνα ήτανε σωστό, ότι ήκαμνα έπρεπε να είναι σωστό για να το κάμω. Και οι άλλοι και αν εστροβιλίζαν λιγάκι από τη μεριά τους, δεν το εξωτερικεύανε […].
[…] και έτσι επεράσαμε τη ζωή μας καλά, δόξα συ ο Θεός. Εγώ έβγαλα καλό όνομα, όχι γιατί έπαιζα σαντούρι καλά. Τη δουλειά μου την ήκαμνα, ήμουνα καλός άνθρωπος. Όταν έταζα δεν εξέταζα, κάτι που ήταν εύκολο για τους οργανοπαίχτες. Όσο πιο καλή δουλειά εβρίσκανε, τόσο πιο ψηλά πηδούσανε και αφήναν τους άλλους πίσω. Εγώ όταν έταζα, πήγαινα στη δουλειά που έταζα. Τους συναδέρφους εβοηθούσα. Ήμουνα πάρα-πάρα-πάρα πολύ σωστός στο τραγούδι, δεν είχα καλή φωνή, δεν ήταν οι χορδές μου, τέλος πάντων όπως […], αλλά ήμουν σωστός, πρόσεχα τους συναδέρφους. Και με εχτιμούσαν και μ’ αγαπούσαν και ξέρω ‘γω. Αυτά ήταν, καλά περνούσαμε.
Ρεπερτόριο:
Για τα τραγούδια που έπαιζαν στα πλαίσια της κομπανίας τους και τις αλλαγές στο ρεπερτόριο τους, ανέφερε ότι:
Καμιά φορά απόμεινε ο Λεωνίδας μοναχός, τι να κάνει; Μπορεί να πάει και να διαβάζει και να αυτό; Είχε τα έξοδα του, είχε, είχε […]. Εκείνο που του ’μεινε είναι να πιάσει να μάθει τον ‘Πολίτικο’, ‘Ναζιζλή’, το ‘Φερέϊ’, ο ‘Κίτσος’, και τον ‘Ποταμό’, συρτοδουλειές ρε παιδί μου, οργανοπαίχτικα, οργανοπαίχτικα. [Χιώτικοι σκοποί] παραδοσιακοί, ποτέ δεν πεθαίνουν αυτοί. Ο Λεωνίδας ήταν καλός, έπαψε να διαβάζει τόσο τα κοντσέρτα και το να και τ’ άλλο, εσκάλιζε και έμαθε και τον ‘Πολίτικο’ και τον ‘Ναζιζλή’ και το ‘Φερέϊ’ και το ‘Την τράτα μας τη κουρελού’ και το ‘Ξεκινάει μια ψαροπούλα’ […]. Ο Λεωνίδας, εφόσον είδε και απόειδε και εξεφύτρωναν ο ένας σκοπός κατόπιν του άλλου -οι παραδοσιακοί που λέμε- ε μα όχι μόνο οι παραδοσιακοί και της τότε εποχής, που λέγανε -όπως σου λέγω- ‘Βλέπω καράβια π’ όρχονται όμορφα που μου […]’ ή ‘για ποιόν βαρούνε τα βιολιά’ ή […], χίλιοι δυο σκοποί […].
Ο Λεωνίδας ετελείωσε, εξέφυγεν από το ωδείο, τότε πια τα βιβλία τα μουσικά ήτανε στοίβα και το αναλόγιο. Τώρα έπρεπε – σας είπα προηγουμένως- να μάθει τον ‘Πολίτικο’ και τον ‘Φερέϊ’ και το ‘Ναζιζλή’ και το ‘Ξεκινά μια ψαροπούλα’ και ‘Η τράτα μας η κουρελού’ και την ‘Αγιαθοδωρίτισσα’ και την ‘Ελενάρα’. [Τα ζητούσαν στα πανηγύρια] βεβαίως, βεβαίως, αυτά πρωτεύουν. Καταρχήν, δε σου λέγω, είναι σύστημα στο χορό της νύφης, να παίξεις τον ‘Πολίτικο’, ο ‘Πολίτικος’ δεν πεθαίνει. Στην εκκλησία την πηγαίναν με εμβατήρια. Εμείς λέμε για το χορό, που θα ανοίξει ο χορός, θ’ ανοίξει με τον ‘Πολίτικο’. Τη νύφη την πηγαίναμε με τα όργανα στην εκκλησία, είπαμε με εμβατήριο. Στα εμβατήρια δεν τραγουδάνε τίποτα, είναι μουσικά εμβατήρια τα οποία είναι για τον κύκλο, για την περιφορά της νύφης. Θα ξεκινήσουν τα όργανα, θα πα να πάρουν την κουμπάρα, θα πα να πάρουνε τους καλεσμένους, τα λεύτερα, ύστερα θα πα να πάρουν τη νύφη, τον κουμπάρο, ξέρω ‘γω, το γαμπρό, και θα ξεσηκωθεί πια το κάλεσμα όλο και θα πάει στην εκκλησία. Και μετά είναι, [σε] άλλα χωριά περιμένουν να παίξει από την εκκλησία, να τους πάρουνε πάλι με τα όργανα και να τους πάνε σπίτι τους και [σε] άλλα χωριά δεν παίζουνε όργανα, παρά πάνε με τα πόδια. Εμάς στο χωριό μας δεν παίζουνε πηγαίνοντας το ζευγάρι από την εκκλησία στο σπίτι, πηγαίνουν με τα πόδια, να πούμε, ήσυχα. Ενώ στο Πυργί πιο κάτω [σε κάποιο χωριό της περιοχής], περιμένεις απέξω από την εκκλησία να αρχίσεις πάλι να τους πας πίσω.
Στα πανηγύρια:
Ανοίγουμε με συρτό, αλλά τελειώνει ο συρτός και ύστερα είσαι υποχρεωμένος να πεις [παίξεις] και Ταγκό, να πεις και Φοξ, να παίξεις και Βαλς. Όχι ζεϊμπέκικα, μέχρι ένα σημείο όχι ζεϊμπέκικα. Δηλαδή, περιμένομε να περάσει η νύχτα και τα χορευτικά, άμα πιάσομεν από τις μία η ώρα να βάλουμε ένα ‘απτάλικο’, θα το χαλάσεις το πανηγύρι. Έρχεται ο κάθε τίποτις και θα σου λέει παίξε μου το ‘μάνα μου το στήθος μου πονώ’ και το […]. Ως τις τρεις η ώρα, ως τις τέσσερις η ώρα -εσύ κανονίζεις- δεν έχει ζεϊμπέκικα, γιατί γίνεται φασαρία, καβγάδες. Όποιος θέλει να χορέψει ζεϊμπέκικο, θα σου ‘ρθει, αν δεν έρθει τρεις η ώρα, αν δεν έρθει τέσσερις η ώρα, ζεϊμπέκικο δεν έχει […].
[…] εμείς [κανονίζαμε το τι θα παίξουμε] βέβαια, και επιβλητικά, μη φανείς βολικός, γιατί θα χαλάσεις τη δουλειά. Αν πεις ότι ετούτος να του παίξω τώρα εγώ, αλλά θα δώκει δυο κατοστάρικα. Βρε άστα τα δυο κατοστάρικα, θα βρει ο άλλος αιτία και θα σου δώκει ένα τάλιρο. Γιατί ποιος είναι αυτός; […]. Γινόνταν και καβγάδες […]. Ο Χιώτικος λαός, είναι ήσυχος, δεν είναι καβγατζής, αλλά δε μπορεί, ανθρώποι είμεθα. Γιατί εσύ ήθελες τον έναν και ο άλλος ήθελε τον άλλο σκοπό και ο άλλος ήθελε τον άλλο σκοπό και ήπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος, να συμφωνήσουμ’ όλοι μας, να παίξομε ένα σκοπό, που να αρέσει σε όλους. Και συν το χρόνο, να παίξουμε και το δικό σου και το δικό μου […]. Παίζαμε Ταγκό, Βαλς, Φοξ. Παραδοσιακά είναι τα συρτά. Τα τραγουδιστά είναι πιο γρήγορα, τα παραδοσιακά είναι πιο μετρημένα, πιο συγχρονισμένα.
[…] έχει πανωχωριάτικα γιατί αυτοί πάλι παίζουν τσιφτετέλια πιο καλά από μας. Στη Βολισσό δηλαδή, στην Αμανή, πάνω στην Αμανή. Και Καρδάμυλα, Βολισσό. Αυτοί είναι ανθρώποι συρταδόροι μεν, αλλά στο τέλος είναι τσιφτετέλι, κάτω χορός. Χωρίς τσιφτετέλι δεν καθίζει κάτω, άμα δεν κάμεις κάτω χορό, για να τελειώσει ο κάβος, που λένε αυτοί […].
Ο Σ. Λουλούδης [κατά τη διάρκεια της συνέντευξης] έπαιξε και τραγούδησε τους παρακάτω σκοπούς:
«Δασκάλα ποίος πουλί μου πες
ποίος σ’ έχει φιλημένη, στα χείλη δαγκωμένη
Δασκάλα ποιος σε φίλησε
και σου καμε σημάδι τον ήλιο το φεγγάρι».
«Ξεκινάει μια ψαροπούλα απ’ το γιαλό, απ’ το γιαλό
Ξεκινάει μια ψαροπούλα απ΄ την Ύδρα τη μικρούλα
και πηγαίνει για σφουγγάρια, όλο γιαλό, όλο γιαλό.
Έχει μέσα παλικάρια για το γιαλό, για το γιαλό
Έχει μέσα παλικάρια που βουτάνε για σφουγγάρια
Γιούσες και μαργαριτάρια, όλο γιαλό όλο γιαλό»
Τα «Κύματα του Δούναβη» όπως τα αναφέρει και στην συνέχεια:
«Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά, μου χαϊδεύεις μετά τα μαλλιά
Την ημέρα γελάς, γέλια μες στη χαρά και γεμίζεις το σπίτι χαρά.
Πόσο χαίρουμαι που μ’ αγαπάς, πάντα κάπου τα βράδια με πας
Και οι μέρες περνούν χαρωπά και ομαλά και οι νύχτες περνούν πιο καλά»
«Άστα τα μαλλάκια σου, ανακατεμένα άστα να ανεμίζουνε στην τρελή νοτιά.
Τώρα που τα νιάτα σου είναι ανθισμένα, άστα τα μαλλάκια σου ανακατεμένα»
«Μια ψαροπούλα, μια βραδιά στο ακρογιάλι θα σε περιμένει
Καπετάν Αντρέα Ζέπο χαίρομαι όταν σε βλέπω.
Καπετάν Αντρέα Ζέπο χαίρομαι όταν σε βλέπω.
Όλοι καλάρουνε, μα δε πιάνουν ψάρια
Καλάρει ο Ζέπος και βγάζει καλαμάρια
Καλαμάρια και γαρίδες
Που ’ναι για τους μερακλήδες.
«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία»
Μοβόρο πάντοτε με λες, γιατί γελάω όταν κλαις.
Δεν ξέρεις τι συμβαίνει, το κλάμα σ’ ομορφαίνει
Τι έμορφη που είσαι όταν κλαις, το δάκρυ σα διαμάντι αργοκυλάει
Αγάπη μου τι έχεις και όλο κλαις, ακόμα λίγο κλάψε και σου πάει
Ξανά σε πρόσεξα και εχτές, την ώρα που άρχισες να κλαις
Και ήσουνα ρε φως μου η πιο όμορφη του κόσμού
Και ήσουνα ρε φως μου η πιο όμορφη του κόσμού
Αγάπη μου τι έχεις και όλο κλαις, το δάκρυ σα διαμάντι αργοκυλάει
Αγάπη μου τι έμορφα που κλαις ακόμα λίγο κλάψε και σου πάει.
Και αν την αλήθεια θες να δεις
κοιτάξου στον καθρέφτη και βγάλε εμένα ψεύτη.
Κοίταξε στον καθρέφτη και βγάλε εμένα ψεύτη.
Αγάπη μου τι έχεις και όλο κλαις, το δάκρυ σα διαμάντι αργοκυλάει
Αγάπη μου τι έχεις και όλο κλαις, ακόμα λίγο κλάψε και σου πάει.»
Αμοιβή:
O Σ. Λουλούδης σχετικά με την αμοιβή των μουσικών, άλλους τρόπους πληρωμής άλλους και τον καταμερισμό των χρημάτων μεταξύ άλλους, ανέφερε:
Τυχερά είχαμε, τυχερά, καλά λεφτά ήτανε. Το τίποτα να πούμε, σε μια δουλειά – ούτε πρώτης διαλογής, ούτε τρίτης- τέσσερα-πέντε κατοστάρικα έπαιρνες, το άτομο. Τέσσερα-πέντε κατοστάρικα ήταν παράδες για την τότε εποχή. Χρονολογία να βάλουμε ότι ήτο από το ’36 και εντεύθεν, από το ’36 και εντεύθεν, και σ’ όλο τον πόλεμο, και μες άλλους Γερμανούς […]. Πιότερες δουλειές; Είχαμε με άλλους Γερμανούς παρά […]. Εδιασκεδάζανε, ασχέτως πως, και πα στη διασκέδαση έβαλεν ο νους άλλους την οικογένεια άλλους και βγάζαν τη φωτογραφία των παιδιών άλλους, άλλους γυναικός άλλους και κλαίγανε διασκεδάζοντας. Αλλά δεν είχαμε […], δηλαδή δεν είχαμε διενέξεις εμείς με άλλους Γερμανούς.
[…] εμείς τραγουδούσαμε, εμείς παίζαμε, δεν εδίναμε δικαιώματα, γιατί θα γίνεται χάσμα. Εγώ ήμουνα λιγάκι ιδιότροπος εις την κομπανία, εγώ ταίριαζα την κομπανία, εγώ ήμουν επί άλλους κάσας [κοινό ταμείο], εγώ εμοίραζα τα λεφτά, εγώ ήδινα και ολιγότερα και περσότερα και δεν εβρέθηκα ποτέ-ποτέ –να στο σταυρό που σου κάνω- αντιμέτωπος με κανένα […].
Προ δύο χρόνια, άλλους Ζωοδόχου Πηγής, είναι ένα πανηγυράκι – ψευτοπανήγυρο στην Κοινή [Χίου], και επήγαμε, Στάμπα τον άλλους ακουστά; Κλαρίνο [παίζει], καλό κλαρινάκι είναι και καλός άνθρωπος είναι. Ο Σωτηράκης με το βιολί από την Παγίδα και ‘γω. Και ο καφετζής, έχει ένα γιο και ήφερε το Μήτσακα μπουζούκι. Κάτσαμε, τέλος πάντων, εκουτσοπαίξαμε, ήπιαμε ένα ρακί ξέρω ‘γω […]. Όταν τελείωσε η δουλειά –δεν ήταν καμιά σπουδαία δουλειά, μικροδουλειά- και μοιράζαμε ξέρω ‘γω, είκοσι τάλιρα – εκατό φράγκα, δέκα δεκάρικα – εκατό φράγκα, πέντε εικοσάρικα – εκατό φράγκα, δυο πενηντάρικα, τα χαρτιά είναι χαρτιά. Δεν είστε άλλους ανθρώποι του κόσμου και ξέρω ‘γω και αρπάει ένα ματσούλι τάλιρα, είκοσι τάλιρα και άλλους τη δίνει και περνούν το δρόμο και από κάτου ήταν ένα χωραφάκι κουκιά και τα πετάει στα κουκιά. Εντάξει, αφού σ’ αρέσει καλά άλλους ήκαμες. Έτσι ήμαστεν εμείς, τα σκορπάμε τα λεφτά, να παίρνουν όλοι, να κάμουν όλοι, να δείχνουν όλοι. Ετελείωσεν η δουλειά, βγάζω εγώ τετρακόσα φράγκα, τετρακόσα είκοσι, τετρακόσα είκοσι και τρακόσα είκοσι. Λέει ο Σταμάτης με το βιολί: ‘Έλα ρε Σωτήρη τριάντα φράγκα-σαράντα φράγκα είναι η διαφορά άλλους; Κάνε τα όλα τα ίδια να πάει το πρωί και θα του δίνει ο μπακάλης βερεσέ και είναι και δυο-τρία παιδιά’. Του λέω ‘ντάξει ρε Σταμάτη, τραβώ του Σταμάτη το τετρακόσα είκοσι τα βάνω εδώ πα, παίρνω και τα τρακόσα είκοσι του Μήτσακα, τα βάνω εδώ πα. Εφόσον τον ελυπάσαι και τα παιδιά του και το να του και τ’ άλλο του, καλά, αυτό σε τιμά. Πάρε συ τα τρακόσα είκοσι και άλλους πάρει ο Μήτσακας τα τετρακόσα είκοσι, που ‘χει και τα έξοδα του. Και άλλωστε -λέγω- έχει και εκατό φράγκα μες’ στα κουκιά, άλλους έχει το νου του όποτε έρθει ο άνθρωπος να μαζέψει τα κουκιά, να βρει και τα είκοσι τάλιρα. Μα είπαμε –λέει- να τα δώκουμε όλοι. Εγώ δε δίνω, άντε που θα του δώκουμε ‘μει, άφηνε τον. Πέταξε τα ’κοσάρικα και τώρα θα τον επληρώςουμε εμείς. Πήραμε τα λεφτά μας […].
Σε μια άλλη περίσταση:
Ήπιασα εγώ λοιπόν κοίταζα τη δουλειά. Η δουλειά μου λέει ο […], είναι καλή, 150 χιλιάδες δραχμές πέντε ανθρώποι. Λέω γύρευε τη δουλειά σου και εγώ θα σου ξηγηθώ ξεκάθαρα, να πούμε, ότι μπορέσω θα κάνω. 150 χιλιάδες δραχμές σε πέντε ανθρώπους, καλή δουλειά. Κατεβαίνω κάτω, ο Στεφανής; Ταμένος σε γάμο [είχε ήδη κλείσει συμφωνία]. Ο Μιχάλης; Ταμένος. Τώρα είναι ο Σκουφάρας, πάω στο σπίτι του Σκουφάρα, γεια σου Αλέκο. Την Κυριακή άλλους καμιά δουλίτσα; Έχομε λέει ένα γάμο και είναι λιγάκι ‘νηστίσιμο’ […]. Του λέγω Αλέκο την Κυριακή το βράδυ έχω μια δουλίτσα και σου διαθέτω ένα πενηντάρι, είσαι; Άμα του ‘πα πενήντα […]. Λέμε κάτι καλαμπούρια που εμαλώσανε εις το Θολοποτάμι και ο άλλους πήγε και του ‘μπηξε καμπόσες μπουνιές και άλλους τώρα πήγε και ήπεσε στο κρεβάτι, ‘ωχ το πλευρό μου ωχ το πλευρό μου, το πλευρό μου’. Ε! την άλλη μέρα του λέγανε οι Θολοποταμούσοι αυτουνού που πήγε και του χτύπησε στο πλευρό: ‘ρε άντε έβρε τον, κανονίσετε τα, πάτε σε ένα γιατρό, μην πέστε στα δικαστήρια και ξέρω ‘γω’. Πάει λοιπόν άλλους τον εβρίσκει: ‘Ωχ το πλευρό μου’ [έλεγε ο Α. Σκουφάρας]. Έλα λέει μωρέ και ‘γω δεν το θελα και λάθος μας ήταν, φίλοι άλλουςστε, γι’ αυτό τώρα θα χαλάσουν οι καρδιές άλλους, εγώ θα σου φέρω γιατρό, εγώ θα σου κάμω, εγώ θα σου δείξω. ‘Ωχ το πλευρό μου’. Καμιά φορά του λέει θα σου δώκω και ένα χιλιάρικο, ‘Σα να πήρεν αγέρα το πλευρό μου’, τώρα λέει μ’ αυτό που μου πες ‘σα να πήρε αγέρα το πλευρό μου!’. Του λέω άλλους ένα πενηντάρικο από τα εκατό πενήντα του γάμου. Λέει ‘σαν να πήρεν αγέρα το πλευρό μου’ […].
[…] Ε, τώρα εντάξει, κλαρίνο έχουμε, εγώ είμαι, ο Λεωνίδας είναι, θέλομε ένα τραγούδι. Λέει να το πούμε του Βιζεπάκη απ’ το Θολοπόταμο, τραγουδάει καλά. Ναι ναι, να έχομε και μπουζούκι και ντραμς και το μπουζούκι έχει και έξοδο […]. Λέει θα τα κανονίσομε. Φωνάζει μιανού για μπουζουξή, τον εξέρω, μα τώρα τον ξεχνώ. Του λέει θα ‘ρθεις –είχε καλό μηχάνημα άλλους- θα ‘ρθεις την Κυριακή να πάμε σε μια δουλειά; Είπε θα μου δώκετε εικοσπέντε, θα σου δώκουμε εικοστρία, εντάξει, θα φέρεις το μηχάνημα. Εντάξει. Τώρα να μπω στ’ αυτοκίνητο, να πάω στο Θολοποτάμι, να βρω το Βιζεπάκη. Πάω βρίσκω τον Βιζεπάκη, καλό τραγούδι, του λέω βρες και μια ντραμς, εδώ έχει ένα σωρό παιδάκια και πάνε, καλοί είναι, θα άλλους δώκουμε κάνα δεκάρικο να ‘ρθουνε, τα κανονίζομε να πούμε, εντάξει. Παίρνω τηλέφωνο του λέω είμεθα εντάξει. Κλαρίνο θα είναι ο Στάμπας, βιολί θα ‘ναι ο Λεωνίδας, ακορντεό θα είναι ο Βιζεπάκης, ντράμς θα ‘ναι ένα παιδάκι […]. Εντάξει μου λέει, μόνο θα στείλω τη γυναίκα μου πάνω και θα κάνω και χαρτί, θα υπογράψεις χαρτί, γιατί αν τυχόν και μπλέξει πουθενά η δουλειά, η ζημιά θα πέσει πάνω σου. Λέω στείλε ότι θέλεις, εγώ σ’ αυτά που σου λέγω είμαι εντάξει. Πράγματι ήγινεν η δουλειά, πήγαμεν απάνω, έγινε καλά και άξια, επαίξαμεν, επήραμεν και τριάντα πέντε χιλιάρικα έξτρα να πούμε. Εγελάσαμε, επήρε ο καθένας από κει που ήταν δεκαπέντε, επήρε εικοσιδυό [χιλιάδες] […].
[…] Κατηβαίνει η επιτροπή [που διοργάνωσε τη χοροεσπερίδα] από ‘κει που πήγαν πάνω και συνεδριάσανε, και λέει μωρέ Λουλούδη, και ‘μεις αγωνιστήκαμε άλλους εσάς απόψε, και έχομε άλλους γυναίκες άλλους εκεί να και φυλάγουνε σαν […], δε θα άλλους παίξετε και ένα συρτό να χορέψουμε και ‘μεις με άλλους γυναίκες άλλους. Γιατί να μη άλλους παίξομε ρε παιδιά; Ο Βιζεπάκης -που σου λέω πως τραγουδάει καλά, ο Θολοποταμούσης- λέει ωωω τώρα τα ‘χουμε μες στη θήκη [τα όργανα] ποιος θα τα βγάλει, ποιος θα […]. Λέει [η επιτροπή] γιατί –λέει- ρε κουμπάρε τόσο δύσκολα είναι να το βγάλεις το όργανό σου απ’ τη θήκη; Και καλά άλλους πληρώσαμε και καλά άλλους ταΐσαμε και καλά άλλους ποτίσαμε, τι άλλο θέλεις; Εκατό πενήντα χιλιάρικα άλλους δώκαμε. Εκατό πενήντα χιλιάρικα; Κοιτάει άλλους πάνω και ο Λεωνίδας ο αδερφός μου, τον είδα εγώ και έτσι να πούμε νευρίασε. Κάτσε -του λέω- ρε και συ εδώ να μη […]. Λέει πως εκατό πενήντα; Σηκώνεται άλλους ο Σκουφάρας και λέει παιδιά εγώ απόψε παίρνω πενήντα χιλιάρικα. Ακούς του λέγω, παίζει με πενήντα χιλιάρικα, παίζειν ο Αλέκος με πενήντα χιλιάρικα και εμείς παίζομε με εικοσιδυό. Εάν δεν ερχόταν ο Αλέκος με πενήντα χιλιάρικα εσύ του λέω θα ‘παιζες κου-καν, τέλος πάντω, τα κανονίσαμε, τα ‘βραμε, είδε δηλαδή ότι η δουλειά ήτανε ξεκάθαρη. Ξεκάθαρη, άλλους παίξαμε, άλλους δώκαν πάλι οι άνθρωποι από κάνα δυο χιλιάρικα ο καθένας και πήρε ο καθένας τριάντα χιλιάρικα, τα πήρε […].
[…] του λέω ρε, ετσίτησες απάνω σαν αλάτι, άμαν είπε ο άνθρωπος πως πήραμε εκατό πενήντα χιλιάρικα και πήρες δεκαπέντε. Πως δεν έβαλες ρε τα εφτά [εξτρά]; Επειδή ήμουνα βλάκας; Εγώ ρε σε συμφώνησα δεκαπέντε χιλιάρικα. Τα τριανταπέντε χιλιάρικα θα μπορούσα να τα πάρω εγώ, πράμα που δε θα το καμνα, αλλά πάνω στο αυτό μπορούσα να το κάνω. Εσύ ήταν ανάγκη να πετάξεις τη λογάρα σου ότι άλλους εγέλασα εγώ και ήδωκα […]. Έρχεσαι να κάνουμε ένα χαρτί, να με παίρνεις εμένα με δέκα χιλιάρικα κάθε Κυριακή, αφού σκοτώνεσαι άλλους δουλειές; Τα μπλέξαμε εκεί τέλος πάντω, κάναμε τη δουλειά.
Θέλω να πω ότι οι δουλειές δεν είναι άλλους άλλους θέλεις, είναι άλλους έρχονται. Κι για να άλλους τρενάρεις, πρέπει να ‘χεις υπομονή. Και πρέπει να σ’ ακούνε οι άλλοι, όχι άντε τώρα […], να ‘χεις τώρα […], να σε κάνει ότι θέλει. Εγώ με άλλους ανθρώπους επήγα πάρα-πάρα πολύ καλά, και μ’ ακούγανε και άλλους επρόσεχα, κανέναν δεν αδίκησα. Ερχόταν τώρα ένα παιδάκι από την Καλαμωτή, ένα φτωχό παιδάκι και ήθελα να του δώκω σωστό μερδικό και ο Λεωνίδας [διαφωνούσε]. [Του έλεγα του αδερφού μου του Λεωνίδα] δεν το βλέπεις ρε το παιδί πως είναι αξιολύπητο; Αν του δώκει εφτά χιλιάρικα ρε ο καθένας και πάρει και αυτό πενήντα χιλιάρικα απόψε και πα στο σπίτι του και αλαφρώσει το σπίτι του, θα το αλαφρώσει το σπίτι του, απ’ όλα θα πάρει. Εσύ ή πενήντα πας εις το σπίτι ή πενήντα εφτά ή σαράντα τρία, θα άλλους κοστίσει; Κρίνω και πράττω. Τα δίνουμε τ’ αλλουνού που ‘ρθε κι πέταξε τα εικοσάρικα θαρρεί πως ήταν τάλιρα […], άντε μάζεψε τα μες στα κουκιά.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Για τον αδερφό του Λεωνίδα υπογράμμισε:
Ο Λεωνίδας ήταν καλός. Αφού σου λέω έπαψε να διαβάζει τόσο τα κοντσέρτα και το να και τ’ άλλο, εσκάλιζε και έμαθε και τον ‘Πολίτικο’ και τον ‘Ναζιζλή’ και το ‘Φερέι’ και το ‘Την τράτα μας τη κουρελού’ και το ‘Ξεκινάει μια ψαροπούλα’ […]. Μου άρεσε πολύ η μουσική και ήμουνα καλός και στη μουσική και μπορώ να σου πω ότι ο Λεωνίδας είχε βγάλει μισό βιολί του κόσμου και πήγαινε για μεγάλος βιολίστας, αλλά με το θάνατο της μητέρας μου, τα χάσαμε όλα […]. Ήτανε αμέ, ήτανε καλός μουσικός, όχι μόνο στα πανηγύρια και σε συναυλίες, σε μουσικές, σε κύκλους περιορισμένους.
Για άλλους μουσικούς, ανέφερε:
Θυμούμαι τον Αυγωνυμούση, ένας από τα Αυγώνυμα. Φωνή, στήθος, όρεξη για τραγούδι, ξέρω ‘γω. Τι να το κάνεις; Αριστερός ψάλτης, επέθανε στη Μέσα Διδύμα. Που ήταν όχι τραγούδι, αηδόνι. Ήλεγα καλέ χριστέ μου δεν ήταν να μου πάρεις τη μια χορδή να του τη δώκεις αυτουνού και να μου δώκεις εμένα τη δικιά του […].
Στο κλαρίνο είχαμε δυο κλαρίνα καλά. Τον Στέφανο Νεαμονιτάκη – πολύ – πολύ καλό, πάρα πολύ καλό – και τον Μιχάλη Νεαμονιτάκη, εξίσου καλός. Σε δέκα μέρες πεθάναν και οι δυο. Απ’ την Παϊδα [Παγίδα Χίου]. Απ’ την Παϊδα ήταν τα παιδιά, δυο καλά κλαρίνα, εφύγανε σε δέκα μέρες με καρκίνο, και οι δυο μαζί, καλά κλαρίνα […]. Εμάς [στην κομπανία μας], ο Στεφανής [Στέφανος Νεαμονιτάκης] ήτανε άφταστος, ήτανε ύψος. Και ο Μιχάλης [Νεαμονιτάκης] καλός ήτανε.
Από την Παγίδα ο Παναγής ο Μιοτέρης, καλό κλαρίνο για την τότε εποχή. Ο Στεφανής βγήκε πιο καλός, Νεαμονιτάκης. Και έχει και αδερφό Νεαμονιτάκη στην Αμερική, και παίζει λιγάκι κλαρίνο και λιγάκι σαντούρι.
Ούτι τα παλιά χρόνια ήτανε καλός ένας Αργύρης που είχενε έρθει από τη Μέσα Ανατολή, ο Αργύρης με το ούτι, καλός. Και ταξίμια και όλα τα ‘καμε, όλα, όλα, όλα. Ύστερα πια ο Καμάνης [Κώστας], έχεις ακούσει Καμάνης τίποτα; Έπαιζε, αλλά ήταν αλέγγρος, τραγουδούσε ξέρω ‘γω, απ’ τη Χώρα. Ε μπορώ να σου πω στη Χώρα τον γνώρισα, αλλά ήτανε καλό παιδί, αλέγγρος, ήτανε και συνεργάσιμος, αμέ [παίξαμε μαζί], και εύχαρος άνθρωπος, πολύ εύχαρος.
Για μένα καλός εις το σαντούρι ήταν ένας Πανάνης Κιουρμπαξιώτης. Ήταν απ’ το Κιούρμπαξι, είναι μέσα στην Ανατολή, ξέρω και ‘γω που είναι, από τη Μικρασία. Και ήτανε τρία αδέρφια, ήταν ο Πανάνης στο σαντούρι, ήταν ο Οδυσσέας εις το βιολί και ένας στο κλαρίνο, το όνομα του το ξέχασα, ήτανε καλοί, καλοί. Και δουλέψαν και καλά και […], ζούσανε στη Χώρα. Ύστερα σαντούρι ήτανε και ένα παιδί λίγο πιο μεγάλος από μένα, λίγο εννοώ τρία-τέσσερα χρόνια θα ’τανε. Παντελής Φιστές από το Χαλκιός, ένα καλό παιδί το Παντελάκι, αλλά δεν μίλησε ποτέ. Δε μίλησε, δεν τραγουδούσε. Και είχε τον Καμάνη, τον Κώστα τον Καμάνη με το ούτι [που έπαιζε]. Αυτός [Κώστας Καμάνης] τραγουδούσε και το Παντελάκι έπαιζε, καλοί. Καλή παρεϊτσα, να πούμε, και καλά παιδιά. Ύστερα, οι ατσιγγάνοι […]. Στη Χώρα, ατσιγγάνοι, γύφτηδες πως το λένε; Ο ένας έπαιζε κλαρίνο, ο άλλος έπαιζε σαντούρι, ο Βασίλης και ο άλλος […], που παίζανε στη Χίο, ήταν καλά όργανα που λέγατε. Ήτανε καλοί, αυτός στο κλαρίνο ήτανε καλός […].
Προ δύο χρόνια, της Ζωοδόχου Πηγής, είναι ένα πανηγυράκι – ψευτοπανήγυρο στην Κοινή [Χίου], και επήγαμε, Στάμπα τον έχεις ακουστά; Κλαρίνο [παίζει], καλό κλαρινάκι είναι και καλός άνθρωπος είναι. Ο Σωτηράκης με το βιολί από την Παγίδα και ‘γω. Και ο καφετζής, έχει ένα γιο και ήφερε το Μήτσακα μπουζούκι. Κάτσαμε, τέλος πάντων, εκουτσοπαίξαμε, ήπιαμε ένα ρακί ξέρω ‘γω, μου λέει μαστρο-Σωτήρη ένα παράπονο έχω. Λέει γιατί τα μπουζούκια δεν τα συμπαθείς. Λέω ποιος σου το πεν αυτό το πράμα. Λέει εγώ έχω τη γνώμη, ότι τα μπουζούκια δεν τα κάνεις γούστο. Λέγω, αφού μου λες εσύ αυτό, να σου πω και ‘γω, ρε τα μπουζούκια τα συμπαθώ και μ’ αρέσουνε σαν όργανο το μπουζούκι, τους μπουζουξήδες δε συμπαθώ. Λέει γιατί; Γιατί είστε όλο μαγκάκια, όλο λογάκια, όλο τάζετε, όλο ξετάζετε, την ώρα που θα κάτσουμε στη δουλειά σηκωνόσαστε να πάρετε βόλτα να ακούσετε, να ξεκρεμάσετε το μεγάφωνο από ‘δω, να πα να το κρεμάσετε εκεί δα. Αυτά τα πράματα τα κάνετε μόνο εσείς οι μπουζουξήδες και γι’ αυτό δε συμπαθώ – κατά τη γνώμη σου – το μπουζούκι. Το μπουζούκι το συμπαθώ, τους μπουζουξήδες δε συμπαθώ […].
Επαφές – επιρροές από άλλες περιοχές του Βορείου Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια στα μουσικά δρώμενα:
[Παίζαμε και μικρασιάτικους σκοπούς] βέβαια, όλα τα παίζαμε, όλα τα παίζαμε. Είχανε [οι πρόσφυγες] κολοκύθια τότες, δεν είχαν μπουκάλια, είχαν νεροκολόκυθα. Τ’ αδειάζανε και θα γεμώσουν τη νεροκολοκύθα κρασί και μια γαβάθα ελιές και ένα κομματάκι ψωμί και να ‘χουν ένα δίσκο, να πιάσουν να χτυπούν το δίσκο και να χοροπηδούν όλη νύχτα. Ήταν διασκεδαστικοί, δεν ήταν απηγοητευμένοι σαν και μας. Εμείς τους ελυπούμασταν για την κατάντια τους και αυτοί είχανε το νεροκολόκυθο να πιούν δυο – τρία κρασιά και να πιάσουν να χοροπηδούνε. Και λέγαμε ότι ο Θεός τους δίνει το κουράγιο. Ε και συν το χρόνο εγινόταν και συμπεθεριά. Μια πρόσφυγια αγάπησε το ντόπιο ή ο ντόπιος αγάπησε πρόσφυγια. Μπορεί βέβαια οι γονείς να φέρναν κάποια αντίρρηση, άλλοι πάλι δεν εφέραν και τους εκάμαν αντρόγυνα, και τώρα πια είμεθα φερδί – μπερδί [ανακατεμένοι]. Το ’22 [1922] σκέψου τώρα διακόσοι ανθρώποι να μπούνε μες στα σπίτια τούτα δω. Ο πατέρας μου, για να σας πω, εγνώρισε, που ήρθανε οι πρόσφυγες, μια πρόσφυγη οικογένεια, Σιναγρίδη, καλοί ανθρώποι, καλοί, καλοί, και -αυτό έγινε το ’18 [1918]. Το ’19-’20 [1919-1920] τους πήρε πίσω η Τουρκία, και στο ’22 [1922] πάλι τους έδιωξε, δεύτερη φορά. Αλλά τα καΐκια που πηγαίναν και ‘ρχότανε το πιο κοντινό σημείο της ανατολής, να πούμε, με τη Χίο, είναι η Αγία Ελένη, αν ξέρετε. Στον Άγιο Κωνσταντίνο, έτσι να πούμε. Και για πιο κοντά τους επηγαίνανε εκεί. Και ο πατέρας μου -θέλω να σου πω- όταν έμαθε ότι ήρθαν αυτοί που ‘ταν εδώ και καθόταν εδώ, πήρε δυο γαϊδάρους που είχε και πήγε στα Θυμιανά, -την Αγία Ελένη- και τους βρήκε και τους εφόρτωσε τα πραματάκια τους και τους ήφερεν εδώ πάλι και τους εκράτησεν εδώ. Και δημιουργήθησαν εδώ και κάμαν συμπεθεριά, από τις καλύτερες οικογένειες των Νενήτων, αλλά ήταν καλοί.
Ακροατές – γλεντιστές:
[…] γινόνταν και καβγάδες. Ο Χιώτικος λαός είναι ήσυχος, δεν είναι καβγατζής, αλλά δε μπορεί, ανθρώποι είμεθα. Γιατί; Γιατί εσύ ήθελες τον έναν και ο άλλος ήθελε τον άλλο σκοπό και ο άλλος ήθελε τον άλλο σκοπό και ήπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος, να συμφωνήσουμ’ όλοι μας, να παίξομε ένα σκοπό που να αρέσει σε όλους. Και συν το χρόνο, να παίξουμε και το δικό σου και το δικό μ’ […].
Οι γυναίκες; Άκουσε να σου πω, γυναίκα μπορεί, ερχόταν [σε κάποιο γλέντι] αλλά ας πούμε, να το σκεφτεί να ‘ρθεί σε τούτουνε το καφενείο που έχει τριάντα άντρες και πίνουν και βλαστημούν και αισχρολογούν και ξέρω ‘γω, και να ‘χε και ένα τραπεζάκι τώρα με τρεις γυναίκες και δυο άντρους, το σκεύονται. Αλλά σε ένα μέρος που είναι και άντρες και γυναίκες, πες πως είναι τριάντα γυναίκες και εξήντα άντρες, δεν έχει καμιά σημασία.
Πώς αξιολογεί ένα ακροατήριο τον/την τραγουδιστή/τρια/μουσικό:
Ο Σ. Λουλούδης ανέφερε ότι την κομπανία στους γάμους την επέλεγε ή ο γαμπρός ή ο κουμπάρος:
Ο γαμπρός ή ο κουμπάρος. Μπορεί να καθίζαν μια βραδιά και λέγανε: Να πάρουμε μουσική; Να πάρουμε, ποιόν θα πάρουμε; Να πάρουμε το Σωτήρη. Εεε το Σωτήρη, να πάρουμε ένα πιο καλό, ρε αδερφέ. Ε! να πάρουμε το Γιάννη. Ε! καλός είναι ο Γιάννης. Για κλαρίνο ποιόν θα πάρουμε; Να πάρουμε το Στεφανή. Ο Στεφανής μπορεί να είναι ταγμένος. Ε! να πάρουμε το Μιχάλη […]. Καταλαβαίνεις; Και αυτοί εβγάζανε ένα συμπέρασμα, μια μουσική […].