Λέκκας Σόλωνας
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Πηγή Δήμου Λουτροπόλεως Θερμής, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1946
Στοιχεία καταγωγής:
29 Νοεμβρίου 1946. Ήταν το πέμπτο παιδί του Στράτου και της Μαριάνθης, το γένος Δαρδάγου. Προηγήθηκαν οι Ελπινίκη, Παναγιώτης [ου τον φωνάζουν Αργύρη επειδή γεννήθηκε των Αγίων Αναργύρων] Ρούλα, Μαριάνθη [που «πέθανε μικρή»], Γιώργος, ενώ ακολούθησε [τελευταίος] ο Χαράλαμπος.
Ιδιότητα:
Ερασιτέχνης τραγουδιστής που απασχολήθηκε και απασχολείται περιοδικά ως επαγγελματίας.
Γονείς:
Ο πατέρας του [γεν. 1908] καταγόταν από τον Αφάλωνα, όπου είχε εγκατασταθεί ο Αρβανίτης παππούς ή προπάππος του, προερχόμενος από την περιοχή Λουτρακίου Κορίνθου. Ο πατέρας της μητέρας του [Δαρδάγος] ήταν Μικρασιάτης πρόσφυγας που είχε εγκατασταθεί με την οικογένειά του στο Ίππειος. Παντρεύτηκε τη γιαγιά του Σόλωνα και εγκαταστάθηκε στην Πηγή. Όπως αναφέρει ο Σ. Λέκκας:
Ο πατέρας μου παντρεύτηκε [κι’ αυτός] στην Πηγή. Έκανε σέτια [έχτιζε αναβαθμίδες με ξερολιθιά] εκεί και γνωριστήκανε με την μητέρα μου και παντρεύτηκε και γεννήθηκα και εγώ…Η μαμή με ξεγέννησε στο σπίτι!…[…] την έβαλαν εκεί στο κρεβάτι που καθόταν, στο παράθυρο πάνω. Την πιάσαν οι πόνοι, τα έχασε! Φωνάξαν τη μαμή και την ξεγέννησε…
Οικογενειακή κατάσταση:
Η πρώτη του γυναίκα του Σόλωνα Λέκκα ήταν από τα Κεραμειά. Απέκτησαν δύο παιδιά, το Στρατή και τη Χαρούλα:
Στις ελιές ερχότανε, της Πηγής…Πήγαινα, ξαναπήγαινα, αναγκάστηκε και ο πεθερός μου να με πει…[αφού γύριζα και μιλούσαμε], αλλά μαθεύεται, στα χωριά μαθεύεται, δεν είναι σαν τώρα που γυρίζιν και μιλάνε. Και…με φωνάζει και μ’ λέει, “Εντάξει, αφού τ’ θέλ’ς, αυτό, θα τη δώσουμε”…εντάξ’…είκοσι δύο (χρονών) απολύθηκα, τότε πηγαίναμε 20 χρονών φαντάροι…είκοσι δύο απολύθηκα και είχα και (κάτ’ δουλειές)…στα εικοσιτέσσερα (παντρεύτηκα)…το ’71…Ένα σπίτι…ήτανε 2 κάμαρες…μία κουζίνα και ένα υπνοδωμάτιο! Να αυτό! Πάλι καλά, υπήρχαν άλλα που ήταν ένα, τι να κάνουν…ήταν πρόσφυγες από δύο χωριά της Μ. Ασίας, το Ατζανός και το Ισαντζί…Ναι, είναι Άγιος Γιώργης και Άγιος Χαράλαμπος, και απ’ την Αγιά Σοφιά που ήταν παλιά…τ’ς φέραν τ’ς εικόνες από κει. Το ένα χωριό ήρθε από κει, έφερε την εικόνα τ’….
Μετά που παντρεύτηκα και περάσανε χρόνια, τα σέτια καταργηθήκανε, δεν σύμφερνε ο κόσμος να κάνει σέτια στα κτήματα, γιατί εδώ δεν συμφέρει να μαζέψεις τις ελιές, όχι να κάνεις και σέτια…Και πιάσαμε, άλλαξα και εγώ επάγγελμα….κάνω άλλα, κάνω και βρύσες και τρυπάνια, κάνω φούρνους…καμιά δεκαριά χρόνια κάθισα…το….’81…το ’85 έφυγα…χώρισα…εκεί ανάμεσα…’82…και ’85…μετά τα Κεραμειά…στη Μυτιλήνη ήρθα…στη Λαγκάδα…[όπου νοίκιασε σπίτι].
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Σ. Λέκκας παντρεύτηκε τη Βαγγελιώ από το Καγιάνι [ή Ταξιάρχες – τη δεύτερη γυναίκα του] και εγκαταστάθηκε στο Καγιάνι.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Σόλων Λέκκας μετά το σχολείο πήγαινε με τον πατέρα του και τον βοηθούσε στις δουλειές του
…βγήκα από το σχολείο, μετά πήγαινα με τον πατέρα μου μαζί και χτίζαμε, κάναμε σέτια…[15 χρονών] έκανα σέτια…πέτρα ξερή [χωρίς συνδετικό, λάσπη ή άλλο], ήθελε τέχνη…γερτά [τα] χτίζαμε…σαν ψαροκόκαλο…Το θεμέλιο [πρέπει] να ’ναι γερό, γιατί έχει μερικές περιφέρειες που καθίζουν τα χώματα και πρέπει να’ χει και την κλίση προς τα μέσα λίγο [δηλαδή προς τα πίσω, προς το ψηλότερο μέρος του φυσικού εδάφους], να μην είναι όρθιο, για να βαστάξει το έδαφος και η πέτρα να μπει προς το μάκρος, όχι πλάκα έτσι [όρθια], να είναι μπροστά…“γέρσικα” [υπό κλίση], να μη μπαίνει σα “παναγιές” έτσι όρθιες….στο τέλος κάναμε το “μουστάκι” που λέμε, την άκρια…το στρίβαμε το “μουστάκι”…για να αγκαλιάσει [το τελείωμα του χωραφιού] και δεν κάναμε γωνίες…
Πήγαινα και στα ξύλα…κόβαμε εδώ ξύλα και τα πουλούσαμε…Στην Πηγή τα παίρνανε πιο φθηνά γιατί είχε πολλοί που κάναν ξύλα! Τα πηγαίναμε στην Αγιά Παρασκευή που είχε κόσμο…μέχρι στα Πάμφυλα πηγαίναμε! Μέχρι τα Πάμφυλα, στα σπίτια, και τα δίναμε! Τα δίναμε 25 δραχμές, 30, 20,…15, 20 με 40 κιλά [ήταν] όλα τα ξύλα…15 από τη μια και 15 από την άλλη πλευρά του ζώου…
Ο Σόλων Λέκκας εργάστηκε για αρκετά χρόνια ως κατασκευαστής σετιών. Όταν έπαψε η ζήτηση γι’ αυτά, εργάστηκε περιστασιακά κατασκευάζοντας βρύσες, πέτρινες περιφράξεις, εκκλησάκια, ή άλλα μικρά περιφερειακά πέτρινα οικοδομήματα, τα οποία συνήθως διακοσμούσε με το δικό του πρωτότυπο τρόπο, με ιδιότυπα ψηφιδωτά από μικρές επιλεγμένες πέτρες.
Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:
Ο Σόλων Λέκκας εργαζόταν ήδη από την εποχή που παρακολουθούσε ως μαθητής το Δημοτικό. Για να βγάλουν μεροκάματο με τα αδέρφια του πήγαιναν και μάζευαν ξύλα στο δάσος και τα πουλούσαν στο χωριό. Επιπλέον βοηθούσε τον πατέρα του σε διάφορες δουλειές που έκανε:
Στο σχολειό παγαίναμε και μόλις σχολούσαμε…ήμουν 6-7 χρονών…παγαίναμε με ένα σχοινί…στο δάσος, κοντά, – όχι πολύ μακριά στο δάσος – και μαζεύαμε ξύλα…Και βάζαμε ένα σχοινί έτσ’ σφιχτό σχοινί και κάναμε μία αγκαλιά…ήταν 10-12 κιλά, θα ήτανε…αλλά ήμουν 6 χρονών. Και καθόμασταν κάτω και ακουμπούσαμε στα ξύλα που είχαμε, φέρναμε τη θηλιά, […] βάζαμε τις δύο άκριες που ήταν από κάτω έτσ’…τις περνούσαμε μέσα, τις σφίγγαμε…τις δέναμε…και σηκωνόμασταν και ωωωωπ, ήταν στον ώμο τα ξύλα αυτά! Και τα πηγαίναμε σε κάτι γριές και μας δίνανε μία δραχμή…δυο δραχμές… Εγώ πήγαινα σε κάτι γριές…σε μία δασκάλα που είχαμε…“Αργώ” τη λέγαν τη δασκάλα…και…οι άλλες όλες μας δίναν 1 δραχμή, η δασκάλα μας έδινε 2 δραχμές!…Μετά το σχολείο! Όποτε δεν είχαμε σχολειό, γιατί είχαμε και το απόγευμα σχολειό! Δευτέρα, Τρίτ’ και Παρασκευή είχαμε σχολειό! Παρασκευή πηγαίναμε στο κατηχητικό. Σαββάτο δεν είχαμε απόγευμα…είχαμε σχολειό το Σαββάτο αλλά δεν είχαμε το απόγευμα…την Τετάρτη δεν είχαμε απόγευμα. Την Κυριακή ε….δουλειά παγαίναμε. Παγαίνανε οι πατεράδες μας και δουλεύανε και παγαίναμε και εμείς και βοηθούσαμε…πήγαινα εγώ και «τσίτωνα» [στα σέτια που έφτιαχνε ο πατέρας του], δηλαδή έβαζα μικρές πετρούλες μέσα….στα κενά, τα κούφια! Για να είναι όμοια σε κάθε τρύπα…έβαζες ένα σφυρί και τσιτώνουν…δεν τα βάζεις έτσι εύκολα…και πρέπει να τα χτυπήσεις να σφίξουν…τσίτωμα!
Μουσική παιδεία:
Ο Σόλων Λέκκας είναι πρακτικός τραγουδιστής και δεν γνωρίζει να διαβάζει μουσική. Όπως ανέφερε ο ίδιος, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1950, άρχισε να ενδιαφέρεται για τη μουσική:
[στην Πηγή] ερχόταν ένας και έπαιζε και μου άρεζε…ήταν…ένας αόμματος και έπαιζε ακορντεόν και τραγουδούσε ωραία τραγούδια λυπητερά και γύριζε τα σπίτια…Στους δρόμους τραγουδούσε! Το ακορντεόν το βαστούσε η γυναίκα του…και ένα καλάθι…και ένα μπιτονάκ’ και τον βάζαν λάδι…κανένα ψωμί…τυρί…τον δίναν…λεφτά, όχι πολλά…ακόμη δεν είχε και πολλά λεφτά… δεν υπήρχαν και πολλά λεφτά. Αφού πολλά σπίτια δυστυχούσαν! Θυμάμαι έλεγε ένα τραγούδι το ακορντεόν: “Φεύγω μάνα μ’ στον πόλεμο και δώσ’ μου την ευχή σου, η Παναγιά και ο Χριστός να ’ναι πάντα μαζί σου!” Αυτό είναι έτσι, προς τον κλαψιάρικο τον σκοπό!…Ήταν σαν νανούρισμα (τούτην η φωνή που έκανε), παράπονο…Έλεγε κάτι μανέδες καμιά φορά…Έλεγε ένα άλλο πάλι…ένα άλλο τραγούδι: “Όλο τον κόσμο γύρισα, και όλη την οικουμένη, και όλοι οι γιατροί μου είπανε, πως η πληγή δεν γιαίνει”. Φαίνεται σαν…περίπου σαν τα νανουρίσματα έτσι, λίγο…πως τον λέγαν αυτόν…ξεχνώ το όνομά του τώρα…Αυτός Μικρασιάτης πρέπει να ήταν γιατί [ήταν από] τα χωριά εκεί στην Κλειού περίπου, εκεί!…Και μου άρεζε…έφευγα από το σχολειό και τον ακ’λούθαγα από πίσω!…Αφού γύριζε το χωριό όλο, γύριζε και στην Κώμη…(όπου πήγαινε με το λεωφορείο) και πάγαινα και εγώ από πίσω…
Την ίδια περίοδο, οι μουσικές εμπειρίες του Σόλωνα Λέκκα διευρύνθηκαν από την επαφή του με τις [ερασιτεχνικές] μουσικές πρακτικές των γυναικών της Πηγής, που αναπτύχθηκαν σε συνάρτηση με τις αναγκαιότητες της καθημερινής ζωής:
…και…μετά, άλλες μέρες πάλι, πήγαινα στα σπίτια που νανουρίζαν τα μωρά! Ήταν δύο-τρεις γυναίκες, τραγουδούσαν κάτι ωραία!! Να τρελαθείς! Από την ομορφιά! Το νανούρισμα είναι περίπου όπως τον αμανέ, κλαψιάρικο! Κατάλαβες; Είναι το ίδιο…ο σκοπός! Και οι αδελφές μου και άλλες!…τα νανουρίζαν [τα μωρά] δεν ήταν όπως τώρα που τα βάζουν στα καροτσάκια, δεν είχε καροτσάκια…είχε μία [γούνα] με δυο ξύλα…έτσι…ένα πανί που δέναν και τα βάζαν μέσα και…κρεβάτια δεν είχε, ήταν κανένα ξύλινο κρεβάτι με σανίδια έτσι…και είχε και ένα σκοινί και το είχαν δεμένο στην κούνια και μόλις έκλαιγε το μωρό τραβούσαν το σκοινί και κοιμόνταν! Κατάλαβες; Και άμα ήθελε να το νανουρίσει…το είχε μέσα στην αγκαλιά…το τάιζε…και έκανε: “έλα ύπνε και πάρε το..”, τραγουδούσε η γυναίκα πολύ ώρα για να ζαλιστεί το μωρό και να κοιμηθεί εκεί πέρα.…Θυμάμαι μία, ήταν και κοντά στο σπίτι μας, λεγόταν Χαρίκλεια…Καρακωσταντή. Χαρίκλεια Καρακωσταντή λεγόταν! Αυτή έκανε το κλαρίνο με το στόμα της! Έκανε “ναρανανα…”, το έκανε πολύ ωραία!… Καθόμουν στο παραθύρι από κάτω και άκουγα! Τότε τι ήταν τα σπίτια σαν τώρα; Που δεν ακούς; Ένα σπίτι ήταν μία κάμαρη-δυο! Κάτω μόνο και απάνω, κουτόσπιρτα ήταν!…
Ο Σόλων Λέκκας συνήθιζε να λέει τα κάλαντα μαζί με άλλα παιδιά του χωριού. Αλλά και στις Απόκριες γύριζαν το χωριό και έλεγαν διάφορα αποκριάτικα τραγούδια και τους έδιναν τυρί, αυγά και λάδι:
Τα κάλαντα που βγαίναμε εμείς…αρχινάγαμε 5-6 μωρά…όχι δύο ή ένας που πηγαίνουν τώρα…Έπρεπε να ξέρεις…καλά να τα ξέρεις…και βγαίναν και 5-6 μωρά! Και τα λέγαν! 6-7-8 μωρά…! Τώρα είναι πονηρά, βγαίνουν ένα-ένα για να μαζεύουν λεφτά, κατάλαβες;…Είχαμε ένα καλάθι, κρατούσε ο ένας…ο άλλος είχε ένα κουτί έτσ’ και έριχνε τα λεφτά…και ο άλλος με το καλάθι…δίναν πορτοκάλια…φοινίκια…δίναν τέτοια…μήλα… Γυρίζαμε όλα τα σπίτια αλλά δεν τα λέγαμε και σε ούλα γιατί άλλες δεν θέλαν κιόλας! Τον λέγαμε λίγο αλλιώς τον σκοπό!… [πιο αργά, στο ύφος του αμανέ]. Κατάλαβες; Του Αγιοβασιλείου…περίπου τον ίδιο σκοπό είχε και εκεί! Ναι! Αυτά [ήταν τα κάλαντα] του ζευγά: “Εκείνος που περπάτησε…και μας εκαλοκάρδισε, ήταν, ήταν Άγιος Βασίλης. – Άγιε μ’ Βασίλη Δέσποτα, πόσα, πόσα πινάκια σπέρνεις, – Σπέρνω σιτάρι 12, κριθάρι 15, σπέρνω και ρόβι δεκαοχτώ…” Παίρναμε έναν που τα ’ξερε, και τα ’λεγε μπροστά (πρώτος), και λέγαν και οι άλλοι! Σαν χορωδία! Παγαίναμε σε κανένα σπίτι για να πούμε τα κάλαντα και λέγαν οι γυναίκες: “Να μας πεις Σόλων αυτό! (Εσύ) που ξέρεις”, με λέγαν έτσ’!…Μετά λέγαν και κατ’ άλλα κάλαντα, Μικρασιάτικα, που ήταν και σατυρικά, και ήταν και ευχές…ήταν και…έτσι από…κάθε οικογένεια. Γυρίζαμε έτσι παρέα…και μεγάλ’ αθρώπ’ και μικροί, αλλά πιο πολύ μεγάλοι γυρίζαν, τα Φώτα πιο πολλοί μεγάλοι. Και…γυρίζαμε τα σπίτια και λέγαμε…αλλά είναι διαφορετικός σκοπός αυτός τώρα, γυρίζει προς το Μικρασιάτικο: “Άρχισ’ η γλώσσα μ’, άρχισε, άρχισε μη φοβάσαι”. Και αρχινάνε όλοι μαζί: “Άρχισε γλώσσα μ’…”. Και πηγαίναμε σε ένα σπίτ’ και λέγαμε: “Είπαμε τον χαιρετισμό, ας πούμε το σπιτάκι. Τούτα τα σπίτια που ’ρθαμε τα χαμηλοχτισμένα…(Άμα ήταν αψ’λό λέγαμε: ‘το ψηλοκαμωμένο’, άμα ήταν χαμηλό λέγαμε: ‘τα χαμηλοχτισμένα’)…Έχουν αφέντη τσελεμπή, κυρά μαλαματένια. Είπαμε το σπιτάκι σας, ας πούμε τον αφέντη, αφέντη μου νοικοκύρη μου, και σπιτονοικοκύρη, που κυβερνάς το σπίτι σου σαν τον καραβοκύρη…” Λέγαμε ένα καλό και ένα άσχημο, άμα είχαμε και θάρρος λέγαμε και κανένα αισχρό: “Παλικαράκι μ’ όμορφο, και μαυρομουστακάτο, η ομορφιά σου φαίνιτι, στον κώλο μου από κάτω”…
…[τις Απόκριες]…εμένα η γιαγιά θ’μάμαι ήμαν μωρέλ’, το θ’μάμαι, και είχε ένα τουρβά λαδί στον ώμο τ’ς, ήταν πολύ τέτοια αυτή, ήξερε ούλα τα έθιμα…γύριζε στα σπίτια έτσ’ κι έκανε το “γιουρούκο” [σε απομίμηση των νομάδων μουσουλμάνων κτηνοτρόφων και υλοτόμων που ζούσαν στα βουνά της Λέσβου μέχρι το 1922]…το θ’μάμαι που με γύρ’ζε στον ώμο τ’ς ακόμα, μωρέλ’ και το θυμάμαι που με γύριζε στα σπίτια […]. Δίναν έτσ’ τυρί, αυγά, αυτά, [τα] πράγματα τα έβαζε μες στον τουρβά….ήμαν κι έξ’ χρονώ, το πενηνταδύο, πενηνταένα, πενήντα. Αλλά τότε κάναν ωραία έθιμα…είχε και “αδιάντροπα”, ή “άσεμνα”, ή “αλ’τσάτικα”, τραγούδια που λέγαν, αλλά είχε και [αφηγηματικά τραγούδια]…ιστορίες παλιές και τις κάναν τραγούδι! Επειδής τις Aπόκριες γυρίζαν όλο το χωριό …Ναι, γινόταν παρέες έτσ’ τ’ν Κυριακή, τ’ν Κυριακή το βράδ’, αυτοί που ήταν για να κάνουν τις Aπόκριες όσες παρέες, αυτή την ώρα τρώγαν και πίναν, πίναν στο καφενείο και το πρωί…μουτζουρωνόταν, είχε ένας ανοιχτή μπογιά και σε μουτζούρωνε. Άμα σε μουτζούρωνε δε μπορούσες να φύγεις πια. Άμα σε μουτζούρωνε, άμα σ’ έκανε σταυρό έτσ’, εδώ στο μάγουλο ή στο κούτελο, δε μπορούσες να φύγεις. Και άλλ’ ντυνόταν καρναβάλια έτσ’ γυρίζαν στο χωριό, τρεις, τέσσερις πέντε παρέες και λέγαν τα τραγούδια αυτά…η παρέα τραγουδούσε τραγούδια…το βάλαν τις Aπόκριες να το τραγουδούσαν! Το βάλαν στις Aπόκριες που είναι μια γιορτή που και καλό και άσχημο, το λες! Κατάλαβες; Τις Aπόκριες τα λες όλα! Και καλό και αισχρό, τα λες τις Aπόκριες!…άμα ερχόταν Aποκριγιές γυρίζαν πέντ’ έξ’ παρέες, με νταβούλια, με αυτά. Τ’ς κερνούσαν ρυζόγαλα, τ’ς έδιναν ελιές, τουρσές…βγαίναν και γυρίζαν στα σπίτια. Όλα τα σπίτια θα ’βγαιναν με το δίσκο να τ’ς κεράσιν…
Δύο θείοι είχα που τραγουδούσαν ωραία!…δύο αδέλφια της μάνας μου…ο Γιάννης Δαρδάγος (ή Νταρντάγος) τραγουδούσε τα δικά μας πιο πολύ…Ο άλλος, ο Μιχάλης, έλεγε πολύ τούρκικα, μανέδες τραγουδούσε και τέτοια…Ο Μιχάλης, ο ένας! Αυτός τραγουδούσε πολύ λίγο! Μόνο σε παρέες! Μια φορά θυμάμαι ήμουνα μωρό…άκου να δεις τώρα…ήμουνα μωρό και ήταν Κυριακή κατά 2 η ώρα με 3…που ξημέρωνε…και στο καφενείο απαγορευόταν να τραγουδάς μετά τις δύο…μετά τη μια…πότε ήταν…Και καθόταν σε ένα παράθυρο έτσ’, η παρέα τ’ είχε φύγει…καθόταν ο καφετζής…αυτοί ήταν και κουνιάδια…είχε πιει, αυτός δεν έπινε και πολλές φορές, ανάρια [μόνο αραιά / σπάνια], και καθόταν και έπινε και ήρθε στο κέφι και έκανε “ΜμμμΜΜΜμμμΜΜ”, με το στόμα του…Και ένας άλλος καφετζής από απέναντι που ήταν πολύ μερακλής…ο Γιουκαρής, ο χοντρός…Γιουκαρή τον λέγαν…καθόταν στο απέναντι καφενείο απέξω και μάλλον είχε και την καρέκλα του μπροστά και ακουμπούσε κιόλας και…καθόταν για να ακούσει τον αμανέ, πριν να φύγει. Τον άκουγε που έκανε: “ΜμμμΜΜμμμ…”, και εκείνη την ώρα που πήγε να τραβήξει τον μανέ…έπιασε τον μανέ, περνούσε ο αστυνόμος και του λέει: “Μιχάλη όταν τελειώσεις πια…σταματούν τα (γλέντια)…γιατί πέρασε η ώρα!”. Εκείνη την ώρα πια, αυτός [ντράπηκε] και λέει ο άλλος [ο Γιουκαρής]: “Πες τον αμανέ βρε, και θα την πληρώσω εγώ τη ζημιά! Πέστον!”, αλλά αυτός πια μαράθηκε η καρδιά τ’ και τελείωσε! Και άλλη μια φορά ραβδίζαν τις ελιές και ξεχάστηκε αυτός που ραβδίζαν και τράβηξε έναν μανέ…και ήταν 9- 10 η ώρα πρωί…και όπως άρχισε τον αμανέ σταματήσανε όλοι και δεν ράβδιζε κανένας, ούτε μαζεύαν οι γυναίκες! Σταματήσαν όλοι! Αυτός μόλις πήρε είδηση ότι σταματήσαν για να ακούσουν, σταμάτησε…και είπαν όλοι: “Πες τον αμανέ ρε, και φύγε, θα δουλέψουμε εμείς μισή ώρα παραπάνω και θα το βγάλουμε το μεροκάματο σ’”. Αυτός δεν τραγουδούσε πια, άμα τον έλεγες “τραγούδησε” ή “πέστο”…ο αμανές είναι μεράκι, άμα σου μιλήσουν ή στον παραγγείλουν δεν βγαίνει…Ο μανές δεν είναι να τον πεις “πες μανέ”, είναι σαν να λες: “βάρα έναν καημό και κλάψε!” Να θυμηθώ κάτι και να κλάψω…να στον πω…κατάλαβες; Δεν γίνεται! Ενώ το τραγούδι το λες!…τ’ ακούγαμε που τα λέγανε, τα τραγουδούσαν παρέες, παρέες. Και καθόνταν στο καφενείο, άμα καθόνταν δεν είχε τίποτ’ άλλο να βάλιν, ούτε τηλεόραση, ούτε τίποτα και λέγαν τραγούδια αυτοί [οι παλιοί]…Χωρίς μουσική, με το στόμα έτσι λίγο. Καμιά φορά τον αμανέ τον λέγαν δύο, κι έλεγ’ ο ένας χαμηλά κι ο άλλος ψηλά. Ναι, δεν είχε μουσική, ο ένας έπαιρνε το χρόνο τ’ αλλουνού…Είχε πολλοί που παίζανε σε νταβούλια, τουμπελέκια και λέγαν έτσ’ τραγούδια. Αλλά στο καφενείο μέσα δε παίζαν. Το λέγαν έτσ’, τραγουδούσαν χωρίς όργανα. Όλα τα τραγούδια, κάτ’ παλιά που λέγαν…τα λέγαν έτσ’ χωρίς όργανα…Ναι, είχαμε τότε, ένας που ήταν εκεί επιστάτης…στο Μπίνο [μεγάλο κτηματία και ελαιοπαραγωγό], είχε κάτ’ αδέρφια Τούρκ’ ήταν, γιατί αυτός βαφτίστηκε…Και ερχόταν, τ’ αδέρφια τ’, ήταν μπατζανάκια με το θείο μου το Μιχάλη αυτοί και είχαν έρθ’ μια φορά. Και τραγούδ’σε ο θειος μου…Είχανε τα βιολιά, είχανε ούτια, αρχίσαν αυτοί και κάναν ένα γλέντ’ που ήρθαν στον αδερφό τους. Και άμα…τραγουδούσε ο Μιχάλης …σταματήσαν αυτοί. Τραγουδούσε όλο αμανέδες κι εκείνος…
Μουσική μαθητεία:
Ο Σόλων Λέκκας δεν μαθήτευσε σε κάποιο επαγγελματία μουσικό. Η μουσικές του γνώσεις διαμορφώθηκαν από τα πρώτα ακούσματα της παιδικής του ηλικίας και τη συμμετοχή του σε διάφορα δρώμενα της Πηγής, όπως των Χριστουγέννων, της Αποκριάς, κ.ο.κ. Αρκετές εμπειρίες άντλησε παρακολουθώντας ηλικιωμένους ανθρώπους να τραγουδούν σε γλέντια σε καφενεία. Όπως αναφέρει ο ίδιος:
Μετά το σχολειό πια βγαίναμε…μεγάλοι – μεγάλοι…και τα πίναμε και λίγο… Με τον πατέρα μου πάγαινα [στα σέτια], αλλά επειδής καμιά φορά ανταμώναμε με τσ’ μικροί να πάμε και παρέα…παγαίναμε σ’ άλλο χωριό…Δε με άφηνε πολλές φορές…γιατί είχε εργάτες κ’βάρα [δηλ. πολλούς], που καθόνταν και δουλεύαν και εγώ έπρεπε να ήμουν εκεί να τους δω…να χώνω πετράδια…που είχε ανάγκ’…εγώ έφευγα με τσ’ μικροί κρυφά…πίναμε κανένα τσέρρυ’ς, κανένα ούζο…Τέτοια πίναμε…κανένα ουζάκι, έτσ’ λίγο…γιατί ήμασταν μικροί…τελειώναμε τις δουλειές μας που είχαμε… μας στέλναν οι γονείς μας…και μετά βγαίναμε στο καφενείο…ότι γινόμασταν άντρες ας πούμε. Και πηγαίναμε στα καφενεία, όμως, άμα ήταν ο πατέρας μας ή κανένας θείος μας, δεν μπαίναμε μέσα στο καφενείο…ή κανένας νονός μας.. Πηγαίναμε σε ένα καφενείο που να μην είναι δικοί μας ανθρώπ’…Και οι γονείς μας ξέραν ότι ήμασταν στο [καφενείο]…αλλά δεν μπαίναν και αυτοί μέσα, κατάλαβες; Ποτέ να κάτσει γιος και πατέρας να πίνιν. Το είχαν, έτσι, πολύ υποτιμητικό, ήταν βαρύ πράμα, κατάλαβες; Δεν θέλαν!…Τότε είχε καφενεία που πηγαίναν μεγάλοι και ήταν αυστηροί και δεν αφήναν…[είχε όμως πολλά καφενεία]…17-18 καφενεία είχαμε και ήταν όλα ανοιχτά. Και στα μπακάλικα! Πίναν και μέσα στα μπακάλικα!
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Σόλων Λέκκας τραγουδάει σύμφωνα με τις μουσικές εμπειρίες που ενσωμάτωσε από τους συγγενείς του και τους παλιούς γλεντιστές που γνώρισε κυρίως στην Πηγή. Δεν παίζει κάποιο μουσικό όργανο, αν και μερικές φορές χρησιμοποιεί ένα τουμπελέκι για να κρατάει το ρυθμό όταν τραγουδάει.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Ξεκίνησε να τραγουδάει στα καφενεία χωρίς να υπάρχει μουσική ή μουσικοί, αλλά πάντα με παρέα τους υπόλοιπους θαμώνες και το ράδιο. Στα πανηγύρια ήξεραν για το ταλέντο του Σόλωνα στο τραγούδι και ιδιαίτερα στους αμανέδες και τον παρότρυναν να τραγουδάει. Στην οικογένεια τραγουδούσαν και δύο αδέρφια της μάνας του που τον επηρέασαν πολύ. Ο ίδιος αναφέρει: στις [αρχές προς μέσα της δεκαετίας του 1960]
στα καφενεία καθόμασταν παρέες…Ε! Στα καφενεία τραγουδούσαμε…εγώ από τότε που άρχισα να πίνω τραγουδούσα! Δεν είχαμε μουσικές και τέτοια, ένα ράδιο ήταν μόνο…[Όχι] όπως τώρα που ανοίγουν τα ράδια και τα βάζουν και παίζουν….και οι τηλεοράσεις…Τότε δεν είχε τίποτα, είχε ένα ράδιο, αυτό! Και ύστερα ήρθαν τα πικάπ…αυτά, δεν τα είχανε και ούλοι. Τα γραμμόφωνα ήνταν…τα θυμάμαι τα γραμμόφωνα…εγώ δεν τα πρόφτασα καλά τα γραμμόφωνα…αλλά στο σπίτι είχαμε εμείς γραμμόφωνο…Τα έφταξα εγώ που τα είχαν [τα καφενεία] αλλά δεν γλέντησα με αυτά, κατάλαβες; Να μη λέμε και ψέματα! Ύστερα ήρθαν τα πικάπ, 45 στροφές που ήτανε…Αυτά τα παίρναν και κάναν και βόλτα καμπόσοι που…γυρνάγανε…στις γιορτές…[Στα πανηγύρια] πηγαίναμε και με λέγαν όλοι: “Πες ένα τραγούδι Σόλωνα!”…Εγώ πάντοτες τραγουδούσα…με ξέρανε!…Σε πανηγύρια [και καφενεία]…και έλεγα αμανέδες και…παλιά…αλλά δεν με πολυθέλαν, γιατί θέλαν να λέμε λαϊκά. Εγώ ήθελα τα παλιά να λέω, αυτό που λέει: “Βάλε με απ’ το ντουβάρι”, αυτά τα τέτοια… αμανέδες…Αυτοί….Είχε μερικοί που δεν θέλαν…Αυτοί λέγαν κάτι τραγούδια άλλα, που λέει: “Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά”…κάτι τέτοια θέλαν, θέλαν κάτι άλλα που έλεγε: “Θα πάρω μία πέτρα να σπάσω το κεφάλι μου, γιατί μόνο αυτό τα φταίει για το μαύρο χάλι μου”, ήταν πιο αυτά…λίγο…(λαϊκά και καντάδες)…Ο πατέρας μου τραγουδούσε. Να δεις έλεγε…κάτι τραγούδια που είχαν βγει…(όπως): “Τρέξει γιατρέ μ’ τσαμπούκ-τσαμπούκ [γρήγορα στα τουρκικά], να σώσεις τ’ Δημητρούλα”. Το ’λεγε για τη μάνα μου…Άμα ήταν λίγο άρρωστη η μάνα μου, τ’ν τραγ’δούσε…τότε μιλούσαν πολλοί Τούρκικα γιατί ήταν Μικρασιάτες (πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενιάς) ακόμα…Ήταν ανακατωμένοι, Μικρασιάτες [και άλλοι] και λέγανε…
Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Σόλων Λέκκας τραγούδησε επαγγελματικά σε πανηγύρια της Λέσβου. Έχει συνεργαστεί με το βιολιστή Μιχάλη Μυρογιάννη, το σαντουριέρη Γιάννη Σουσαμλή, τους Ευριπίδη [κλαρίνο] και Κώστα Ζαφειρίου [μπουζούκι, σαντούρι], κ.ά. Όπως ανέφερε ο ίδιος,
τα πανηγύρια και τα βράδια […] ο κόσμος γλεντούσε τότε πολύ. Θα κάνουν μια παρέα, θα πιάσουν θα πιουν, θα τραγουδήσουν. Τα επίσημα γλέντια είναι τα πανηγύρια μόνο, οι γάμοι και τα γλιτώματα [οι γιορτές που διοργάνωναν οι ελαιοκαλλιεργητές κτηματίες για τους εργάτες όταν τελείωνε η συγκομιδή του καρπού], που κάναν κανένα πανηγύρι έτσι.
Παρ’ όλα αυτά, εγκατέλειψε αρκετά σύντομα τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, αφού δεν του άρεσε να τραγουδάει σύμφωνα με τις «παραγγελίες» των γλεντιστών, οι οποίοι ζητούσαν περισσότερο τα λαϊκά τραγούδια της εποχής, παρά τα παλιότερα μικρασιάτικα που προτιμούσε να τραγουδάει ο Σ. Λέκκας, ενώ παράλληλα δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στις ανάγκες που απαιτούσαν να τραγουδάει πολλές φορές το ίδιο τραγούδι, όταν το επέβαλλαν οι «παραγγελίες».
Το 1996-1997 ο Σόλων Λέκκας άρχισε να τραγουδά συστηματικά στην ταβέρνα «Μπουντρούμι» της Μυτιλήνης, όπου γνωρίστηκε με αρκετούς επαγγελματίες και ερασιτέχνες μουσικούς από τη Λέσβο, την υπόλοιπη Ελλάδα, ακόμα και την Τουρκία. Η δραστηριότητά του αυτή δεν του απέφερε κανένα οικονομικό όφελος, αφού δεν αμείφθηκε ποτέ με τη μορφή χρηματικών απολαβών, αλλά εμπλούτισε τις εμπειρίες του, ενώ παράλληλα τον οδήγησε σε επαφές και σχέσεις με μέλη τοπικών και υπερτοπικών μουσικών σχολών και οργανισμών, εκπροσώπους τοπικών αρχών, καθώς και ένα πλατύ κοινό ακροατών και θεατών, μεταξύ των οποίων κατέκτησε νέους φίλους και θαυμαστές. Από αυτό το σημείο και πέρα, ακολούθησαν προσκλήσεις από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, συμμετοχές σε πολλαπλές εκδηλώσεις «παραδοσιακής» λεσβιακής και μικρασιάτικης μουσικής και άλλες συναφείς επαγγελματικές δραστηριότητες.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Σ. Λέκκας έχει σχεδόν εγκαταλείψει το επάγγελμα του κατασκευαστή πέτρινων οικοδομημάτων. Τραγουδάει μία ή δύο φορές το μήνα ως επαγγελματίας μουσικός σε διάφορες εκδηλώσεις [κυρίως] στη Θεσσαλονίκη, αλλά [σποραδικά] και στη Μυτιλήνη. Μερικές από τις εμπειρίες του αποτυπώνονται στο ακόλουθο απόσπασμα αφήγησης:
…στη Θεσσαλονίκη δεν με πολυξέρουν στη φάτσα αλλά με ξέρουν στο όνομα…Ένας έρχεται κοντά μου και μου λέει “πες ένα τραγουδάκι”…Εγώ ήμουν κουρασμένος, 3-4 μέρες γυρίζαμε…Λέω “πώς να πω;”…“έτσ’, πες!”, λέω, “άντε να πούμε”. Είπα 1-2-3. Μου λέει ύστερα ένας άλλος, “άμα χρειαστείς να βγάλεις ένα
CD να ’ρθεις σε μένα! Έχω και άλλα βγάλει!”. Ύστερα ρώτησα ποιος ήταν αυτός και μου είπανε πως έχει ένα studio δικό του…Και ο Ρός Ντέιλι ήτανε…Αυτός καθόταν μια φορά που πήγα και εγώ τον γνώρισα γιατί είχε έρθει εδώ [στη Μυτιλήνη] 2-3 φορές…αλλά δεν είχαμε μιλήσει – αυτός όμως με ήξερε! Στο επώνυμο! Και αυτή τη μέρα ήταν να φύγει, και δεν έφυγε! Και…κάθισε στο μαγαζί και…λέει, “σε θυμάμαι στη Μυτιλήνη”. Λέω, “δεν είμαι τραγουδιστής, είμαι ερασιτέχνης”. Κάτσαμε λίγο και του λέω, “παίξε λίγο να ακούσουμε”. Λέει “θέλω να παίξω έναν αμανέ [με τη λύρα], αλλά θέλω να με βοηθάτε”, δεν τα ξέρουν…καλά [αυτά τα Μικρασιάτικα]…κατάλαβες; Είπαμε ένα τραγούδι “Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα” και έναν αμανέ και μετά ξανάβαλε και άλλο!…Και του λέω “Φτάνει! Όχι συνέχεια! Είπαμε και τον αμανέ…”. Ύστερα το ξαναγύρισε πάλι! Και…τι να κάνω…λέω “θα τον πω μισό!”.
Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:
Ο Σόλων Λέκκας έχει ήδη ηχογραφήσει κάποια τραγούδια σε συνεργασία με διάφορους ερευνητές ή/και μουσικούς. Ορισμένα απ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται στην έκδοση Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο: Λέσβος (19ος – 20ος αι.), Εξάντας, 2000, σε επιμέλεια Σ. Χτούρη.
Ήδη δέχεται πολλές προτάσεις για να ηχογραφήσει Αudio CDs με «παραδοσιακά» τραγούδια της Λέσβου και της Μ. Ασίας και έχει αρχίσει να συνεργάζεται για την υλοποίηση τουλάχιστον μιας απ’ αυτές.
Όψεις της ζωής του έχουν καταγραφεί σε ντοκιμαντέρ από διάφορους σκηνοθέτες.
Τοπικές δράσεις:
Όπως αναφέρει ο ίδιος:
Μ’ όλους τους μουσικάντηδες έχω τραγουδήσ’ εγώ. Μ’ άρεσε τότ’ η μουσική [το 1960-1970] έτσ’…και μ’ άρεσε τόσο πολύ, ας πούμε και με γνωρίσαν κάποιοι σε ….[ ένα πανηγύρι ή ένα γλέντι] και με λέει πες ένα τραγούδ’, [δεχόμουνα και έλεγα]. Λέω, τότε ήταν αυτά τα μικρασιάτικα τα παλιά, δεν έλεγα τραγούδια. [σύγχρονα]…λέγαμε τα παλιά…και το συρτό καμιά [φορά]….άμα χορεύαν όλ’ έπρεπε να πεις τον μπάλο, άμα δεν έλεγες το μπάλο…Τα ήξερα τα τραγούδια. Ναι, τα … «Τα Μάρμαρα», […] αμανέδες, το μπάλο το λέγαμε στο συρτό απάν’, έπρεπε να πεις μπάλο στο συρτό. Μετά βγήκαν αυτά τα νησιώτικα, αυτά τα…[τραγούδια που έλεγα εγώ] ήταν πολύ παλιά.
Υπερτοπικές δράσεις:
Μετά την επανενεργοποίησή του στα δημόσια μουσικά δρώμενα τη δεκαετία του 1990, ο Σόλων Λέκκας συνεργάστηκε στη Λέσβο [μετά το 1997] κυρίως με τους βιολιστές Μιχάλη Κυριακόγλου και Νίκο Χριστιανό, τον Στρατή Κυριακόγλου [ακορντεόν, μπουζούκι], τον Παναγιώτη Σουσαμλή [κρουστά, τρομπόνι], το Βασίλη Λημναίο [μπουζούκι, τραγούδι], κ.ά.. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 συνεργάστηκε σποραδικά με [επαγγελματίες] μουσικούς που ζουν ή δημιουργούν κυρίως στη Θεσσαλονίκη ή γενικότερα στη Βόρεια Ελλάδα, (όπως ο [Λέσβιος] Βασίλης Βέτσος, ο Κυριάκος Γκουβέντας, ο Κυριάκος Καλαϊτζίδης, ο Χάρης Συμεωνίδης, κ.ά.), ενώ συγκυριακά έχει τραγουδήσει μαζί με μερικούς πολύ γνωστούς ανά το πανελλήνιο καλλιτέχνες (όπως οι Αηδονίδης, Παπάζογλου, Μαριώ, Ρός Ντέιλι, κ.ά.). Έχει τραγουδήσει σε ταβέρνες, συναυλίες και άλλα μουσικά δρώμενα, κυρίως στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στην ευρύτερη Βόρεια Ελλάδα.
Επιδράσεις στον τοπικό μουσικό πολιτισμό από αστικούς χώρους της Ελλάδας και του εξωτερικού:
Ο Σόλων Λέκκας ανέφερε ορισμένες κρίσεις για τις μουσικές επιδράσεις που δέχτηκε η Λέσβος από τα πανελλήνια πρότυπα, τις δεκαετίες 1950-1970:
Τσαουσάκη [τραγουδούσαμε] είναι πιο….έρχονται προς το μικρασιάτικο… αυτά του Τσαουσάκη, αυτά τα λέμε. [Βαμβακάρη Μάρκο; Όχι]. Παραγγέλαν κανένα, αν λέγαμ’ έτσ’….κατ’ τέτοια τραγούδια λέγαμε. Μπαγιαντέρα, του άλλου του Στελλάκη […] Περπινιάδη. Γαβαλά δεν έλεγα. Είχα….ένας άλλος φίλος είναι, τα έλεγαν. Αυτός τραγουδούσε λίγο πιο αλλιώς, δε πήγαινε προς το μικρασιάτικο…Και τα κρητικά μ’ αρέσουν, και … το κλέφτικο μ’ αρέσει πολύ και το τραγουδώ κιόλας. Πώς το λέν’ αυτοί, ας πούμε, γιατί έχ’ και λίγο παραλλαγή το δικό μ’. […] Ναι, ηπειρώτικα ναι, τα λέω. Αλλά τώρα άμα το πει ένας ηπειρώτ’ς θα το πει πιο…[σωστά]. Γιατί κι αυτοί που λεν’ τα δικά μας «Τα Μάρμαρα», δε ξέρ’ να το πουν. Προχτές που πήγα […] κι άκουσα έναν που το ’λεγε, δε το ’λεγε σωστά. Εκεί που είναι να πει, για παράδειγμα «τα Μάρμαρα», δε το λέει, το λέει αλλιώς […].
Φωτογραφίες
Βίντεο






