Κωνσταντέλλης Ανέστης – Κονδύλης
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Σκόπελος, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1924
Στοιχεία καταγωγής:
Γεννήθηκε στο Σκόπελο της Γέρας το 1924. Μετά το γάμο του εγκαταστάθηκε στο γειτονικό Μεσαγρό.
Ιδιότητα:
Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης ήταν επαγγελματίας μουσικός από το 1938 και έπαιζε σαντούρι και ντραμς.
Γονείς:
Η οικογένεια του Κονδύλη Κωνσταντέλλη καταγόταν από το Δικελί της Μικράς Ασίας και είχε μεγάλη παράδοση στη μουσική. Οι γονείς του ήρθαν μαζί με τα μεγαλύτερα παιδιά τους από το Δικελί στη Λέσβο ως πρόσφυγες το 1922 και εγκαταστάθηκαν στο Σκόπελο. Ο πατέρας του, Γρηγόρης Κωνσταντέλλης ήταν επαγγελματίας μουσικός και δάσκαλος μουσικής. Έπαιζε διάφορα μουσικά όργανα και κυρίως βιολί.
Οικογενειακή κατάσταση:
Η οικογένεια του Κονδύλη Κωνσταντέλη κατάγεται από το Δικελί της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του ήρθαν ως πρόσφυγες το 1922 στη Λέσβο και εγκαταστάθηκαν στον Σκόπελο της Γέρας. Η οικογένειά του είχε μακρά μουσική παράδοση:
Ο προπάππος του Κονδύλη, Γιώργος, έπαιζε σαντούρι, ενώ ο γιος του Φώτης – ο παππούς του Κονδύλη – έπαιζε κλαρίνο και πέθανε σε προχωρημένη ηλικία το 1940. Ο πατέρας του, Γρηγόρης Κωνσταντέλλης ήταν περίφημος μουσικός, έπαιζε σαντούρι και βιολί και είχε διδάξει πολλούς μουσικούς της περιφέρειάς του. Ο ίδιος είχε διδαχτεί μουσική στην απέναντι Μικρασιατική ακτή, μάλιστα το 1922 συμμετείχε ως μουσικός σε στρατιωτική μπάντα:
Λοιπόν είμαστε από τη Μικρά Ασία. Απ’ το Δικελί, απέναντι. Ι πατέρας ιμ – μεγάλος δάσκαλος – όλη η Λέσβος πέρασε από το δικό μας το σπίτι. Καθηγητής, καθηγητής μουσικής. Και στον Ελληνικό στρατό ήνταν ο αρχηγός, αρχιμουσικός. Στρατιωτικιά μουσική το ’22 ήταν ο πατέρας μου. […] Όλα τα όργανα έπαιζε, όλα τα όργανα! Αλλά το πιο καλό του ήταν το βιολί. Βιολί μωρό μ’! Άμαν έπιανε το σαντούρι εγώ τα μπέρδευα, δεν τό ’βλεπα τί έκανε…
Ειδικότερα για τη δεξιοτεχνία του πατέρα του στο βιολί ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης αναφέρει χαρακτηριστικά:
Το 1938 εγώ πια που ’πιάσα και γίνομνταν παληκαρέλι – είχαμε ένα περιβόλι εδώ μεγάλο – ένα βράδυ έπαιζε το βιολί κι εγώ καθόμουνα έτσι απάνω στο χώμα και τον άκουγα. Τότε πια μπεκιαρώνομνταν εγώ και ξέρετε τί είπα; Και δε θα το ξεχάσω μέχρι να πεθάνω; Ας είχα την αξία τ’ κι ας ήμνταν μ’ ένα μάτ’. Του ’θελα. Χίλιες φορές! Μπορώ, να μη σου πω στραβός καλά, γιατί πάει πολύ, αλλά μ’ ένα μάτ’ τό ‘θελα να ’μαι και να ’χα του πατέρα μ’ την αξία. Ξέρετε τί έλεγα τότε; Μπεκιαρωνόμασταν για, με τις γκόμενες, λέω πού να πάω τώρα εγώ να τραβήξω το δοξάρι τούτο και να μην ανοίξιν τα παράθυρα;
Γενικότερα για τη μουσική παράδοση της οικογένειάς του συμπληρώνει:
Του παππού μου ι πατέρας έπαιζε σαντούρι. Τον λέγαν Γιώργο. Τον παππού μου τον λέγαν Φώτη, έπαιζε κλαρίνο, που βρίσκεται ακόμα κανένας και θυμάται και λέει “Ωρέ μπαρμπα-Φωτή πού είσαι με το κλαρίνο σου;”. Στο Δικελί. Απ’ το Δικελί ήρθαν εδώ το ’22. Πάππου προς πάππου, λογαριάζω τώρα, απ’ το 1500 τουλάχιστον είμαστε η οικογένειά μας μουσικοί. Ε βέβαια. Ι παππούς μου πέθανε 105 χρονώ. Πέθανε το ’40, το πότε είχε γεννηθεί; Το 1840. Ναι. ι πατέρας ιτ; Το 1740, ναι, λοιπόν είμαστε 300-400 χρόνια μουσικοί…
Ο μεγαλύτερος αδερφός του Κονδύλη, Κώστας, έγινε επίσης μουσικός, έπαιζε βιολί.
Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης αναφέρει μία χαρακτηριστική για τις αρχές του 20ού αιώνα ιστορία που εξηγεί την προέλευση του ασυνήθιστου βαφτιστικού του ονόματος “Κονδύλης”:
Κονδύλης το μικρό, Κωνσταντέλλης το μεγάλο… Αν βρεθεί ένα όνομα μοναχικό μέσα στην Ελλάδα, είμαι εγώ, δεν έχει άλλονε. Κονδύλης επίθετο έχει πολλοί, αλλά όνομα μικρό δεν έχει. Ξέρετε γιατί με βγάλανε Κονδύλη; Ο νονός μου ήταν στρατιωτικός και ήταν Κονδυλικός. Ο Κοντύλης τότε πήγε αντιβασιλέας – ο πολιτικός – και με βαφτίσαν και με βγάλαν δυό ονόματα, με βαφτίσαν δυο νονοί: Ο ένας μ’ έβγαλε Ανέστη κι ο άλλος Κονδύλη. Δηλαδή “ανεστήσαμε τον Κονδύλη”. Και γράφει μέσα η ταυτότητά μου: Κονδύλης ή Ανέστης του Γρηγορίου Κωνσταντέλλης.
Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης παντρεύτηκε με την Βασιλική Μπαζά από το Μεσαγρό, το 1950. Το 1951 έκαναν την πρώτη τους κόρη και το 1959 τη δεύτερη, η οποία παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στην Αυστραλία. Ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά πώς επέλεξε τη σύζυγό του:
Τούτην εδώ για να την πάρω, την πήρα μέσα από εκατό αλβανοί. Γίνηκε το σώσε. Ήταν η πιο ωραιότερη γυναίκα μέσ’ στα έξι χωριά (της Γέρας), τούτην εδώ… Άμα την είδα απόμεινα. Είχα δέκα, είχα κάθε χωριό και μιά-δυό. Τούτην άμα την είδα δεκατεσσάρω χρονών έπαθα πλάκα, λέω τούτη δεν είναι να την αφήσω. Αλλά ίιι την τριγυρίζαν πολλοί! Λοιπόν και τα κατάφερα.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Παράλληλα με τη μουσική ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες στα κτήματά του και ερασιτεχνικά με το ψάρεμα.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Γεννημένος στο Σκόπελο Γέρας, ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης, μετά από το γάμο του με την Βασιλική Μπαζά, εγκαταστάθηκε στο γειτονικό Μεσαγρό.
Από το 1954 μέχρι το 1972 έμενε κάθε χειμώνα για 5-6 μήνες στην Αθήνα και έπαιζε ντραμς σε διάφορα νυχτερινά κέντρα.
Τη δεκαετία του 1970 έμεινε για ένα διάστημα στη Μελβούρνη της Αυστραλίας όπου είναι εγκατεστημένη η μικρή του κόρη.
Μουσική παιδεία:
Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης είναι πρακτικός οργανοπαίχτης.
Μουσική μαθητεία:
Ο πατέρας του Κονδύλη, Γρηγόρης Κωνσταντέλλης παρακίνησε το γιο του να μάθει σαντούρι σε νεαρή ηλικία, για να συμπληρώσει το μουσικό του συγκρότημα:
Το σαντούρι ήταν η βάση της ορχήστρας. Ένας άλλος γέρος, πέθανε και δεν είχαν σαντούρι και αναγκαστήκαν και βάλαν εμένα. Ήταν ένας απ’ τον Παλαιόκηπο, Κουρκουλής Παναγιώτης…
Αν και ο πατέρας του είχε θεωρητικές γνώσεις μουσικής και είχε διδάξει πολλούς οργανοπαίχτες της Λέσβου, ο Κονδύλης έμαθε να παίζει σαντούρι πρακτικά με την καθοδήγηση του. Ξεκίνησε να μαθαίνει σαντούρι σε ηλικία 14 ετών το 1938 και σύντομα εντάχθηκε στο μουσικό συγκρότημα του πατέρα του, συνεχίζοντας τη μαθητεία του και την εκμάθηση του ρεπερτορίου δίπλα σε καταξιωμένους μουσικούς.
Για τη μαθητεία του ο ίδιος αναφέρει:
… Τρεις φορές έπιασα και τα παράτησα. Αλλά ό,τι παίζω, άκουσε τί έμαθα τον πρώτο σκοπό, θα στα λέγω με τις νότες, γιατί ό,τι παίζω τα παίζω με νότες. Δεν διαβάζω μουσική. Ό,τι παίζω, πρώτα τις νότες λέγω κι ύστερα. Έμαθα τον πρώτο σκοπό το 1939: Μι – μι / ντο – φα – φα / φα – σολ – φα – μι – ρε ντο – ρε – μι – φα σολ // μι – μι / ντο – φα -φα / φα – σολ – λα – μι – ρε – ντο… // Θέλω να ‘μαι μουρμουράκι, για να σπάω νταλγκαδάκι / σαν με πιάνει το πολιτσμανάκι είμαι πάλι μουρμουράκι. // Μι – μι -μι – φα – φα – σολ – φα – μι – ρε – ντο – ρε – μι – φα – σολ // Μι – μι -μι – φα – φα – σολ – φα – μι – ρε – ντο. Και το άλλο: Ρε – μι – φα – μι – φα – μι – σολ / Στο Φάληρο που πλένεσαι / αχ περιστεράκι γένεσαι / Σε είδα χτες με το μαγιό… Αυτά είναι βγαλμένα το ’37 – ’38 που παίζω τώρα. Απ’ τον πατέρα μου τα ’μαθα. Ο πατέρας μου, αυτός τα ’παιρνε έντυπα μουσική (παρτιτούρες). Αυτός τα έπαιρνε έτοιμα γραμμένα μουσική και τα ’δειχνε σ’ όλη την ορχήστρα. Αυτός κάθονταν εδώ πέρα απ’ το τσεφάλι μου κι αρχίνα: Μι – μι -μι – φα – φα – σολ – φα – μι – ρε – ντο – ρε – μι – φα – σολ… Τα μάθαινα με μουσική στίχο – στίχο και τα ’μαθα και τα παίζω.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Το 1938, σε ηλικία 14 ετών, ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης ξεκίνησε να μαθαίνει σαντούρι και το 1940 έπαιζε πια επαγγελματικά στο μουσικό συγκρότημα του πατέρα του Γρηγόρη (βιολί), ο οποίος συνεργαζόταν με άλλους αξιόλογους μουσικούς από την περιφέρεια της Γέρας, όπως τον – μικρασιατικής καταγωγής – Ηλία Φροσυνά (κορνέτα), το Στέλιο Γεωργαλά ή “Βούρδουλα” (τρομπόνι, κορνέτα), τον Ερμόλαο Ζωγράφο (κλαρίνο) και τον Νίκο Ζωγράφο (ευφώνιο). Η κομπανία αυτή με τα “φυσερά” (πνευστά) ήταν γνωστή στην ευρύτερη περιφέρεια ως οι “Γεραγώτες” και έπαιζε από το 1922 σε γάμους, σε χοροεσπερίδες της Λέσχης του Παπάδου, σε πανηγύρια και γλέντια στα καφενεία στην ευρύτερη περιφέρεια της Γέρας και γενικότερα στη Λέσβο, μέχρι τα τέλη του 1940, οπότε διαλύθηκε:
Από δεκατεσσάρων χρονώ έπαιζα σαντούρι εγώ με τις κομπανίες. […] Οι καλύτεροι μουσικοί της Ελλάδος περάσαν από τούτο το μέρος, απ’ τη Γέρα. Αμ’ τη Μικρά Ασία ήρθαν εδώ. Είχαμε μία κορνέτα, που δε θα περάσει πια άλλη (ισάξια) απ’ την Ελλάδα. Τον λέγαν Ηλία Φροσυνά. Πρόσφυγας απ’ τη Μικρά Ασία, το ’22. Μ’ αυτόν πρωτοέπαιξα σαντούρι στο παναγύρ’ στου[…] Μόρια. Τον Άγιο Δημήτρη, τ’ Αγίου Δημητρίου. Το ’38. Αυτός κορνέτα, είπαμε δε θα περάσει άλλος, ο Φροσυνάς ο Ηλίας. Ένας Γεωργαλάς, Στυλιανός Γεωργαλάς απ’ το Σκόπελο τρομπόνι. “Βούρδουλα” τον λέγαν, τον παρονομοιάζαν. Τρομπόνι. Αυτοίνοι άμα παίζαν τα τζάμια του καφενεδιού κάναν: κρ κρ κρ κρ, τρίζαν! Τώρα ανατριχιάζω που τα θυμάμαι. Ένα κλαρίνο απ’ τον Παλαιόκηπο: Ζωγράφος, Ερμόλαος Ζωγράφος κλαρίνο. Αυτός πέθανε προ 3-4 μήνες. Έχει έναν άλλον αδερφό τώρα, αυτός ο Ζωγράφος: Νίκος Ζωγράφος κι έπαιζε το εμφώνιο (ευφώνιο), ι πατέρας ιμ (Γρηγόρης Κωνσταντέλλης) βιολί και γω σαντούρ’. Το πρώτο παίξιμο που έκανα! Εκεί, μ’ αυτοί τσι ανθρώποι πρωτοέπαιξα το 1940 στη Μόρια του Αγιού Δημητριού κι ίσαμε να ’ρθουμε πίσω κηρύχτηκε ο πόλεμος. Το ’40. Το ’38 γίνηκα μουσικός… Αυτοί ήταν μουσικοί – τσιράκια του πατέρα μου όλοι!
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν εμφανίστηκαν νέα όργανα στα μουσικά συγκροτήματα, όπως το ακορντεόν και το μπουζούκι, ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης ξεκίνησε να παίζει ντραμς σε συνεργασία με συντοπίτες του μουσικούς, τον Παντελή Πάρταλη (ακορντεόν), τον Ιωάννη Σιβίλη (κιθάρα, τραγούδι) και τον Ευστράτιο Αράπογλου (μπουζούκι):
Οι “Γεραγώτες” ήμασταν εμείς. Ε άμα πεθάναν πια τα φυσερά (πνευστά), κάνουμε ένα άλλο συγκρότημα, που ήταν πάλι το πρώτο απά’ στη Λέσβο: Εγώ ντραμς, ένας Πάρταλης Παντελής από δω, απ’ τη Γέρα. Παντελής Πάρταλης ακόρντεον, πρώτος αξάδερφός μου: Ιωάννης Σιβίλης κιθάρα, τραγούδι, ωραίος! Σιβίλης, τραγούδι, κιθάρα. Παντελής Πάρταλης ακόρντεον, Ευστράτιος Αράπογλου μπουζούκι, που έφυγε μετά το μπουζούκι μας, ύστερα από 10 χρόνια το πήραν στην Αμερική – ήρθε τώρα ! Προ ένα χρόνο, ήρθε το μπουζούκι μας απ’ την Αμερική. Καλός. Δε χωρίζουμε λεφτό. Αλλά τούτο το όργανο (το σαντούρι) δεν πάει, δεν πάει τούτο το όργανο με τα μπουζούκια μωρό μου, τούτο θέλει κλαρίνα, θέλει βιολιά!
Τη δεκαετία του 1960 συνεργάστηκε περιστασιακά και με άλλους λέσβιους μουσικούς, όπως το βιολιστή Γιώργο Ανδρέου ή «Αηδόνι», το σαντουριέρη Στρατή Ψύρρα ή Mουζού από την Αγιάσο, τον Δημήτρη Γανώση από το Παλαιοχώρι που έπαιζε ακορντεόν και άλλους. Ειδικότερα για τον Γιώργο Ανδρέου αναφέρει:
Τ’ “Αηδόνι”, πρόσφυγας ήταν. Στη Μυτιλήνη έμενε και στη Γέρα. Πολύ βιολί κι αυτό, αλά τούρκα. Απ’ το ’22 και μετά. Μικρά Ασία. Γιώργος, Γιώργος Ανδρέου, αλλά άμα δεν έλεγες “Αηδόνι” δεν τον έβρισκες.
Τις δεκαετίες 1950-1960 ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης συνεργάστηκε επανειλημμένα με τραγουδίστριες. Αναφέρει μάλιστα ότι έρχονταν και Τουρκάλες τραγουδίστριες από την απέναντι Μικρασιατική ακτή στα εξοχικά κέντρα της Μυτιλήνης:
Ερχόνταν χανούμισσες, τραγουδίστριες απ’ την Τουρκία. Βέβαια, βέβαια, το ’50 γιέ μ’ και τις φέρναν από κει κι ερχόταν, παίζαν εδώ τραγουδούσαν στη Μυτιλήνη, τσ’ είχαν στα κέντρα, αμ’ τη Μικρά Ασία φέρναν τραγουδίστριες Τουρκάλες και παίζαν στα κέντρα στη Μυτιλήνη. Τούρκικα, τούρκικα. Λοιπόν, όταν τελειώναν το πρόγραμμά ντων – εγώ έπαιζα, ένας Κακαβούλιας λέγονταν Στέλιος, απέναντι απ’ το άγαλμα της Ελευθερίας ήνταν το καφενείο τ’, έπαιζα εκεί εγώ, στα Τσαμάκια (στη Μυτιλήνη), έπαιζα εκεί – κι η Τουρκάλα, μόλις τέλειωνε ήθελε νά ’ρθει στο καφενείο το δικό μας, να χορέψει: «Ιζμιρίν καβακλαρίμ / κόνιαριμ γιαπράκλαρίμ / μπανά ντα Τσάκιτζή ντελέρ», να χορέψ’. Λοιπόν, ήθελε να χορέψει τον Τσάκιτζη, να την παίζω εγώ ντραμς, ν’ ανεβεί απά στο μπάγκο, να με κάνει – σε μένα ε, όχι στσ’ άλλοι – χορό της κοιλιάς!
Από το 1954 έως το 1972 που έπαιζε ντραμς σε νυχτερινά κέντρα της Αθήνας κατά τη χειμερινή περίοδο, συνεργάστηκε με τις τραγουδίστριες Μπέμπα Μπλανς και Ανθούλα Αλιφραγκή, καθώς και με τους Κόρο (βιολί), Περπινιάδη, Ζαμπέτα, Καρακώστα (κλαρίνο), Διονυσίου, Γλάφκα.
Τη δεκαετία του 1990 ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης ξεκίνησε εκ νέου να παίζει σαντούρι. Το 1998, οπότε και πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη, έπαιζε πλέον περιστασιακά μόνο σε γάμους, σε πανηγύρια και σε μουσικές εκδηλώσεις των πολιτιστικών συλλόγων του νησιού.
Εκτός από τους μουσικούς με τους οποίους συνεργάστηκε, ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης ανέφερε άλλο ένα μουσικό συγκρότημα στην περιφέρεια της Γέρας που έπαιζε μέχρι τη δεκαετία του 1940. Αποτελούνταν από τους αδερφούς Νίκο και Αναγνώστη Κωνσταντινίδη, που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία και έπαιζαν ευφώνιο και βιολί αντίστοιχα, καθώς και από τον μουσικό Καμπά που έπαιζε κλαρίνο:
Κωνσταντινίδης, Νίκος Κωνσταντινίδης. Ευφώνιο. «Καμπάς» κλαρίνο, Αναγνώστης Κωνσταντινίδης βιολί. Δε θυμάμαι άλλο όνομα. Προπολεμικά παίζαν, ναι. Απ’ εδώ, διάφορα χωριά της Γέρας ήνταν. Άλλος απ’ τον Παλαιόκηπο, άλλος απ’ τον Μεσαγρό…
Από την ίδια περίοδο ανέφερε τον Κώστα Τσόλο, που καταγόταν από τα Μιστεγνά αλλά παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στον Παλαιόκηπο της Γέρας και έπαιζε κορνέτα, τον Στρατή Κουτσαυτή από το Μεσαγρό που έπαιζε τρομπόνι και στη συνέχεια μετανάστευσε στην Αυστραλία, καθώς και την κομπανία των Κουτλήδων από το Μεσαγρό που έπαιζαν μουσική στην περιφέρεια της Γέρας τη δεκαετία του 1920.
Συγκρότημα – κομπανία:
Μουσικό συγκρότημα της Γέρας ή “Γεραγώτισσα μουσική”
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης έπαιζε σαντούρι και στη συνέχεια ντραμς σε γάμους, γλέντια σε σπίτια και σε καφενεία, σε πανηγύρια στην περιφέρεια της Γέρας, καθώς και στη Λέσχη του Παπάδου:
Σε πανηγύρια, στα σπίτια, όλα, Λέσχη. Εδώ, στον Παπάδο μωρό μου, Λέσχη ! Εδώ είχε 3-4 μουσικές κάθε Κυριακή. Σαββατοκύριακο η Γέρα, στον Παπάδο είχε 3-4 μουσικές…
Όπως επισημαίνει ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης οι κομπανίες στις οποίες συμμετείχε συστηματικά ήταν δύο: στην πρώτη κομπανία που αποτελούνταν από τον πατέρα του Γρηγόρη Κωνσταντέλη (βιολί), τον Ηλία Φροσυνά (κορνέτα), το Στέλιο Γεωργαλά ή “Βούρδουλα” (τρομπόνι, κορνέτα), τον Ερμόλαο Ζωγράφο (κλαρίνο) και τον Νίκο Ζωγράφο (ευφώνιο), ο Κονδύλης έπαιζε σαντούρι. Στη δεύτερη κομπανία που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Κονδύλης έπαιζε ντραμς, σε συνεργασία με τους μουσικούς Παντελή Παρτάλη (ακορντεόν), Ιωάννη Σιβίλη (κιθάρα, τραγούδι) και Ευστράτιο Αράπογλου (μπουζούκι).
Στο χρονικό διάστημα από το 1954 έως το 1972 ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης έπαιζε ντραμς σε νυχτερινά κέντρα της Αθήνας κατά τη χειμερινή περίοδο, ενώ τα καλοκαίρια συνέχιζε να παίζει ντραμς, με το προαναφερθέν μουσικό συγκρότημα στην ευρύτερη περιφέρεια της Γέρας.
Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:
Όπως ο ίδιος τονίζει χαρακτηριστικά, μέσα από τις ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις που έχει κάνει σε κασετόφωνο, τα τραγούδια του έχουν «ταξιδέψει» στην Αφρική και στην Αυστραλία. Συγκεκριμένα λέει:
Εγώ βρίσκομαι σ’ ούλο τον πλανήτη. Βεβαίως είμαι σ’ ούλο τον πλανήτη. Επροχτές ήρθαν και με πήραν Αφρική. Βρίσκομαι τώρα Αφρική, Αυστραλία και Αμερική: Παίζουν οι κασέτες ιμ… Ερασιτεχνικές…
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Το σαντούρι του Κονδύλη Κωνσταντέλλη το είχε αγοράσει ο πατέρας του Γρηγόρης στις αρχές της δεκαετίας του 1930:
Απ’ άλλον μουσικό το πήρε, καινούργιο αυτός και δεν μπόρειε να το μάθει και το πήρε ο πατέρας μου για μένα. Είναι αυτήν η δουλειά γύρω στο ’30. Από έναν – πεθαμένον – Ηλία Πασπατή. Αυτός έκανε, όλες τις δουλειές τις ήξερε και τις έκανε: Σιδεράς ήνταν, ψαράς ήταν, απ’ όλα, όλα τα ’κανε. Ε ήταν, ύστερα έφυγε στο βουνό αντάρτ’ς, τον πιάσαν από αντάρτ’ και σκοτωθήκαν στ’ ανταρτικά αυτοί οι ανθρώποι.
Τοπικές δράσεις:
Με την κομπανία των πνευστών που είχε φτιάξει ο πατέρας του, την επονομαζόμενη «οι Γεραγώτες», ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης έπαιζε σαντούρι έως τα τέλη της δεκαετίας του 1940 σε γάμους, γλέντια σε καφενεία, πανηγύρια στην ευρύτερη περιφέρεια της Γέρας, στη Λέσχη του Παπάδου, αλλά και στα Λουτρά, στο πανηγύρι του Αγίου Δημητρίου στη Μόρια, στην Αγία Παρασκευή, στο πανηγύρι της Παναγίας το Δεκαπενταύγουστο στην Αγιάσο, στο πανηγύρι του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο, καθώς και στο Πλωμάρι:
Πανηγύρια, καφενεία, δε σταματούσαμε λεφτό. […] Μετά, μόλις ξημέρωνε, όλη νύχτα, το πρωί ήθελε να πάρουμε βόλτα να γυρίσουμε το χωριόν όλο. Βέβαια. Εκείνο το πιο χουβαρντάδικο χωριό που πετούσε τα χρήματα απά’ στη Λέσβο είναι τα Λουτρά. Βέβαια! Από κει έχουμε πάρει πολλά λεφτά, πάρα πολλά λεφτά. Γυρίζαμε ώρες, ώρες! Ούλο το νησί γυρίζαμε. Τούτο είχε λεφτά: τα Λουτρά κι η Αγιά Παρασκευή. Ε, η Αγιά Παρασκευή, εκεί περνούσαμε τα παλιά μας τα χρόνια στην Αγιά Παρασκευή. Πώς πηγαίναμε; Με το λεωφορείο ή μ’ ό,τι βρίσκαμε. Ό,τι βρίσκαμε, με κούρσα αγκαζέ και παγαίναμε. Είχε ένα – δυο αυτοκίνητα, είχε. Στο χωριό πηγαίναμε. Και στον Ταύρο (στο πανηγύρι του Ταύρου), αλλά στο χωριό κι αρχόνταν – αυτό το χωριό έχει πολλοί ξενιτεμένοι, Αυστραλέζοι… Μας παίρναν τηλέφωνο. Αρραβώνες! Γάμοι!
Έπαιζε επίσης συστηματικά στο πανηγύρι της Αγίας Μαγδαληνής στο Σκόπελο, όπου προσέρχονταν και άλλα μουσικά συγκροτήματα:
Μαγδαληνής το μεγάλο. Στις 22 Ιουλίου. Στο Σκόπελο της Μαγδαληνής. Το δεύτερο Αγιού Γιωργιού. Στο Σκόπελο. Κάναν όλα τα χωριά πανηγύρια, αλλά το μεγαλύτερο ήνταν αυτό της
Μαγδαληνής. Πολλές – πολλές μουσικές έρχονταν. Αγιασώτικες, από τον Ξτάρο (Σκουτάρο), απ’ τη Μυτιλήνη. Κάθε καφενείο είχε και μουσική.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης έπαιζε ντραμς σε συνεργασία με συντοπίτες του μουσικούς, τον Παντελή Παρτάλη (ακορντεόν), τον Ιωάννη Σιβίλη (κιθάρα, τραγούδι) και τον Ευστράτιο Αράπογλου (μπουζούκι). Έπαιζαν στην ευρύτερη περιφέρεια της Γέρας, στα Λουτρά, σε εξοχικά κέντρα της Μυτιλήνης, αλλά και στα παλλεσβιακά πανηγύρια του Ταύρου στην Αγία Παρασκευή, της Παναγίας στην Αγιάσο, του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο.
Υπερτοπικές δράσεις:
Από το 1954 έως το 1972 ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης έμενε κάθε χειμώνα για 5-6 μήνες στην Αθήνα και έπαιζε ντραμς σε νυχτερινά κέντρα. Εκεί συνεργάστηκε με διάφορους γνωστούς μουσικούς και τραγουδιστές, όπως τον Κόρο (βιολί), τον Καρακώστα (κλαρίνο), το Ζαμπέτα, τον Περπινιάδη, το Στράτο Διονυσίου, καθώς και με τραγουδίστριες, όπως την Ανθούλα Αλιφραγκή, τη Μπέμπα Μπλανς και άλλες.
Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης έχει παίξει επίσης ντραμς στο Γαλλικό Κογκό στις αρχές της δεκαετίας του 1970, επί δικτατορίας των συνταγματαρχών:
Λοιπόν, πήγα στην Αφρική και με πήγαν σ’ ένα κέντρο που ’παιζε ορχήστρα. Μόλις ανέβηκα απάνω παγαίνει ένας Έλληνας και λέει στον αράπη τον μουσικό: “greek music”. Γυρίζει αυτός, βλέπει λοιπόν και με φωνάζει αυτός ο αράπης, πάω κοντά, σηκώνω αυτόν απ’ το ντράμς, πο’ παιζε το ντράμς, καθίζω: Αρμόνιο! Όσην ώρα έπαιζα, έπαιζε έτσι! Εμένα κοιτούσε. Δεν ημπόραγα πια να περπατήξω μέσ’ στην πόλη. Όλος ο κόσμος, όλο με σπρώχναν. Στο Γαλλικό Κογκό, το πιο φτωχό μέρος του κόσμου. Ξέρεις μωρέλι μου γιατί πήγα εύτου; Απ’ τη φυλακή ήβγα και πήγα εύτου, σκαστός! Γιατί θα με ξαναπιάναν πάλι μέσα. Δικτατορία. Και γιατί με πήγαν λέτε φυλακή κελεπτσέδες και πράματα, στρατοδικεία; Στη Μυτιλήνη ήρθε ένα συγκρότημα απ’ την Αθήνα. Μεγάλο συγκρότημα. Λοιπόν ζητήσαν ντραμς. Ε ντραμς αφού ζητήσαν, στη Μυτιλήνη ένας ήταν, δεν είχε άλλα. Πήγα λοιπόν: «Πέντε – πέντε δέκα, δέκα – δέκα θ’ ανεβαίνω τα σκαλιά»! Γι’ αυτό με πήγαν στρατοδικείο και με δέσαν και ταλαιπωρίες και βγάλαν τα δόντια μου, με τον υποκόπανο, γιατί έδωσα έναν κι έφαγε μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών ένα ροδάκινο…
Έχει παίξει επίσης μουσική στη Μελβούρνη, όπου πήγε για να επισκεφτεί την κόρη του που είναι εγκατεστημένη εκεί με την οικογένειά της.
Ηγετικές προσωπικότητες – ρόλοι στο πεδίο της μουσικής επιτέλεσης:
Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης θεωρεί ότι ο πατέρας του Γρηγόρης Κωνσταντέλλης ήταν ηγετική φυσιογνωμία στο τοπικό μουσικό συγκρότημα, λόγω της δεξιοτεχνίας του στο βιολί αλλά και επειδή είχε θεωρητικές γνώσεις μουσικής:
Λοιπόν είμαστε από τη Μικρά Ασία. Απ’ το Δικελί, απέναντι. Ι πατέρας ιμ – μεγάλος δάσκαλος – όλη η Λέσβος πέρασε από το δικό μας το σπίτι. Καθηγητής, καθηγητής μουσικής. Και στον Ελληνικό στρατό ήνταν ο αρχηγός, αρχιμουσικός. Στρατιωτικιά μουσική το ’22 ήταν ο πατέρας μου. […] Όλα τα όργανα έπαιζε, όλα τα όργανα! Αλλά το πιο καλό του ήταν το βιολί. Βιολί μωρό μ’! Άμαν έπιανε το σαντούρι εγώ τα μπέρδευα, δεν τό ’βλεπα τί έκανε… […] Ο πατέρας μου, αυτός τα ’παιρνε έντυπα μουσική (παρτιτούρες). Αυτός τα έπαιρνε έτοιμα γραμμένα μουσική και τα ’δειχνε σ’ όλη την ορχήστρα. […] Οι καλύτεροι μουσικοί της Ελλάδος περάσαν από τούτο το μέρος, απ’ τη Γέρα. Αμ’ τη Μικρά Ασία ήρθαν εδώ. Είχαμε μία κορνέτα, που δε θα περάσει πια άλλη (ισάξια) απ’ την Ελλάδα. Τον λέγαν Ηλία Φροσυνά. Πρόσφυγας απ’ τη Μικρά Ασία, το ’22. […] Αυτός κορνέτα, είπαμε δε θα περάσει άλλος, ο Φροσυνάς ο Ηλίας. Ένας Γεωργαλάς, Στυλιανός Γεωργαλάς απ’ το Σκόπελο τρομπόνι. “Βούρδουλα” τον λέγαν, τον παρονομοιάζαν… Ένα κλαρίνο απ’ τον Παλαιόκηπο: Ζωγράφος, Ερμόλαος Ζωγράφος κλαρίνο. Αυτός πέθανε προ 3-4 μήνες. Έχει έναν άλλον αδερφό τώρα, αυτός ο Ζωγράφος: Νίκος Ζωγράφος κι έπαιζε το εμφώνιο (ευφώνιο), ι πατέρας ιμ (Γρηγόρης Κωνσταντέλλης) βιολί και γω σαντούρ’. Το πρώτο παίξιμο που έκανα! Εκεί, μ’ αυτοί τσι ανθρώποι πρωτοέπαιξα το 1940 στη Μόρια του Αγιού Δημητριού κι ίσαμε να ’ρθουμε πίσω κηρύχτηκε ο πόλεμος. Το ’40… Αυτοί ήταν μουσικοί – τσιράκια του πατέρα μου όλοι!
Αυτοαξιολόγηση:
Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης αναφέρει χαρακτηριστικά για τη δεξιοτεχνία του στα ντραμς:
Όταν πήγα στην Αθήνα εγώ το ’54 για ντραμς, σα να πήγε ο Ιησούς Χριστός! Όλα τα μεγάλα τα συγκροτήματα των Αθηνών με γυρεύαν να πα’ να παίξω. Ε με ποιόν θα πρωτοπάγαινα; Πάγαινα στον ένα ένα μήνα, πάγαινα στον άλλο ένα μήνα, αυτό γίνονταν… […] Λοιπόν, αυτά (τα ντραμς) άμα τα πιάσω στα χέρια μου, το πράγμα αυτό που βλέπεις, δε θέλει όργανα τίποτα, θα σου χορεύουν μ’ αυτό! Λοιπόν, με πήραν που λες και πήγα σε τρία πανηγύρια εδώ στη Λέσβο. Λοιπόν, άμα πήγα στα καφενεία κι έπαιζα, ι καφετζής φώναξε ένας – δε βάσταξε γι άνθρωπος: “Ε μάστορα εσένα τί σε λέν;”. Χορεύαν και κάτσαν. Λέω, “Κονδύλη”. – “Ε βίδες τις έκανε λέει ούλοι!”. Το ξέρω πως τις έκανα βίδες. Εγώ με το ντραμς κάνω και τις ανταποκρίσεις. Άμαν ακούσεις να πούμε τώρα και λέγιν ένα τραγούδι για να κάνει ανταπόκριση το όργανο για να μπει μέσα, εγώ τα ’κανα με το ταμπούρλο…
Ρεπερτόριο:
Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης παίζει στο σαντούρι όλους τους «παραδοσιακούς» τοπικούς σκοπούς που ήταν διαδεδομένοι στο νησί, όπως τους διδάχτηκε από τον πατέρα του. Παίζει επίσης τα επονομαζόμενα “ευρωπαϊκά”, που κυριαρχούσαν στα εξοχικά κέντρα και στις χοροεσπερίδες, καθώς και λαϊκά και ρεμπέτικα. Συγκεκριμένα αναφέρεται στην Λέσχη που υπήρχε στον Παπάδο της Γέρας, όπου έπαιζε πολλά «ευρωπαϊκά», όπως βαλς, ταγκό, ρούμπα, αλλά και ζεϊμπέκικα και καρσιλαμάδες:
Εδώ θα ’βρισκες τα «Κύματα του Δουνάβεως», ταγκό. Οι πλούσιοι κόρη μου είχαν Λέσχη ξεχωριστή εδώ στον Παπάδο και παγαίνανε αυτοίνοι εκεί. Εκεί παγαίναμε και παίζαμε όλο ευρωπαϊκά. Χατζηγιαννάκηδες, Σουρλάγκηδες, Χατζηβασίληδες, Βρανάδες, Ψύρρηδες (εύποροι της Γέρας, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν μεγαλοκτηματίες και είχαν δικά τους ελαιοτριβεία ή βυρσοδεψείο, όπως ο Σουρλάγκας). Βέβαια κάναν χοροεσπερίδα στη Λέσχη. Αλλά χοροεσπερίδα κάναν τις γιορτές, τα Χριστούγεννα, τις Απόκριες. Κάθε Σαββατοκύριακο είχαν μουσική κι αυτοί. Εμείς παίζαμε σ’ αυτουνούς. Βεβαίως. Ήνταν οικογενειακό κέντρο. Παίζαμε ένα ταγκό, όποιοι ήθελαν σηκωνόνταν όρθιοι. Μας είχαν αποκοπή. Πετούσαν και χαρτούρα. Πως, πολλές φορές παίζαμε και ζεϊμπέκικα, παίζαμε καρσιλαμάδες και σ’ αυτούς.
Τα επονομαζόμενα «ευρωπαϊκά» όμως παίζονταν και στα πανηγύρια:
Κι εγώ με κείνην (δηλαδή τη γυναίκα του), όπου πάγαινα σ’ ένα πανηγύρι ευρωπαϊκά χορεύαμε. Βεβαίως. Βεβαίως ζητούσε ο κόσμος: “Παίξε ένα ταγκό, ένα βαλς”.
Αμοιβή:
Σύμφωνα με τον Κονδύλη Κωνσταντέλλη όταν έπαιζε σαντούρι στην κομπανία του πατέρα του, καλύτερα από όλα τα χωριά πληρώνονταν στα Λουτρά και στην Αγία Παρασκευή:
Πανηγύρια, καφενεία, δε σταματούσαμε λεφτό. […] Μετά, μόλις ξημέρωνε, όλη νύχτα, το πρωί ήθελε να πάρουμε βόλτα να γυρίσουμε το χωριόν όλο. Βέβαια. Εκείνο το πιο χουβαρντάδικο χωριό που πετούσε τα χρήματα απά’ στη Λέσβο είναι τα Λουτρά. Βέβαια! Από κει έχουμε πάρει πολλά λεφτά, πάρα πολλά λεφτά. Γυρίζαμε ώρες, ώρες! Ούλο το νησί γυρίζαμε. Τούτο είχε λεφτά: τα Λουτρά κι η Αγιά Παρασκευή. Ε, η Αγιά Παρασκευή, εκεί περνούσαμε τα παλιά μας τα χρόνια στην Αγιά Παρασκευή. Πώς πηγαίναμε; Με το λεωφορείο ή μ’ ό,τι βρίσκαμε. Ό,τι βρίσκαμε, με κούρσα αγκαζέ και παγαίναμε. Είχε ένα – δυό αυτοκίνητα, είχε. Στο χωριό πηγαίναμε. Και στον Ταύρο (πανηγύρι του Ταύρου), αλλά στο χωριό κι αρχόνταν – αυτό το χωριό έχει πολλοί ξενιτεμένοι, Αυστραλέζοι… Μας παίρναν τηλέφωνο. Αρραβώνες! Γάμοι!
Οι μουσικοί πληρώνονταν με τα χρήματα που τους έδιναν όσοι επιθυμούσαν να χορέψουν, μια πρακτική που επονομαζόταν «χαρτούρα». Τα χρήματα αυτά τα μοιράζονταν όλοι οι μουσικοί σε ίσα μερίδια. Τύχαινε όμως να πληρωθούν και σε είδος:
Τότε που σας λέγω, πριν τον πόλεμο, ο δάσκαλος έπαιρνε ένα χιλιάρικο το μήνα στο σκολειό το δημοτικό – μηνιάτικο. Ι πατέρας ιμ μ’ ένα σκοπό στο σαντούρι (στην Αγία Παρασκευή) πήρε δώδεκα χιλιάδες! Με το σαντούρ’. Ένα σκοπό μοναχός ιτ δώδεκα χιλιάδες! Τον δώσαν, με συμπάθιο, ένα άλογο δυόμισυ χρονώ, άστρωτο, που το ’φερε εδώ στο περιβόλι και το πούλησε μέσα σ’ έναν μήνα αυτό το άλογο 12.000 (δραχμές) προπολεμικές! Αγόραζες 50 μόδια ελιές τώρα με 12.000 τότε. Τότε τα λεφτά που μας δίναν ήταν 10 φράγκα, 20 φράγκα. Λοιπόν, πάιζαμε γάμοι. Κάθε Κυριακή δυό χιλιάδες, τρεις χιλιάδες οκάδες λάδι. Αυτό ήνταν κάθε Κυριακή στα Λουτρά. Με χαρτούρα πληρώναν. Τα ’κανα εγώ λάδι, για να θυμάμαι. Λοιπόν, εκεί στα Λουτρά μέσ’ στο νεκροταφείο φεύγοντας είχαν κι έναν Άγιο, εκεί μπαίναμε το πρωί και κάναμε το μερδικό. Ίσα μερδικά όλοι. Και λογάριαζα δυόμισυ χιλιάδες – τρεις χιλιάδες οκάδες λάδι κάθε Κυριακή, όλοι μαζί! Λοιπόν, χορεύιν, χορεύιν, αφήνω το σαντούρι εγώ και φεύγω. Λέει “κάτσε” το μπάσο (το ευφώνιο), ναι, “θα ’ρθώ, λέει, και γω”. Χορεύιν. Παρατώ εγώ το σαντούρι, πάω παραπέρα, ήρθε κι αυτός κοντά μου – οι τσέπες γεμάτο χιλιάρικα – “έλα κοντά ν’ αδειάσω, λέω, τη μια τσέπη γιατ’ ίσαμε το πρωί θα γεμίσιν πολλές φορές οι τσέπες”. Αδειάζω τη μια μέσ’ σ’ αυτουνού την τσέπη, βγάζει είκοσι χιλιάρικα αυτός τα πετά, εκεί. “Τί κάνεις, λέω, ρε;”. – “Ετούτοινοι το πρωί λέει δε θα ν’ έχιν φράγκο, όποιος τα βρει θα με συγχωρνά”, λέει. Βγάζω και γω άλλα είκοσ’, πέταξα και γω, γινήκαν σαράντα, σηκωθήκαμε και φύγαμε, πήγαμε και πιάσαμε και παίζαμε. Τα πετάξαμε εκεί, μέσ’ στο δρόμο. Όποιος τα βρει. Λέει αυτός, “ετούτοιν θα τα πάρουμε, λέει, όλη νύχτα, δε θα ν’ έχιν δραχμή το πρωί”. Όποιος τα βρει. Είδα αυτόν πέταξε είκοσι, πέταξα και ’γω. Ναι, για να τα βρει, όποιος τα βρει να μας συγχωρνά.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης επαίνεσε τη δεξιοτεχνία αρκετών μουσικών που έπαιζαν στα συγκροτήματα της Γέρας:
Οι καλύτεροι μουσικοί της Ελλάδος περάσαν από τούτο το μέρος, απ’ τη Γέρα. Αμ’ τη Μικρά Ασία ήρθαν εδώ. Είχαμε μία κορνέτα, που δε θα περάσει πια άλλη [ισάξια] απ’ την Ελλάδα. Τον λέγαν Ηλία Φροσυνά. Πρόσφυγας απ’ τη Μικρά Ασία… Μ’ αυτόν πρωτοέπαιξα σαντούρι στο παναγύρ’ στου Αγίου Δημητρίου στη Μόρια.
Συνεχίζοντας, αναφέρεται στον Στυλιανό Γιωργαλά ή «Βούρδουλα» ή «Πουτάνα Θάλασσα» ο οποίος έπαιζε τρομπόνι και κορνέτα και στους Ερμόλαο και Νίκο Ζωγράφο που έπαιζαν κλαρίνο και ευφώνιο αντίστοιχα.
Αυτοίνοι άμα παίζαν τα τζάμια του καφενεδιού κάναν: κρ κρ κρ κρ, τρίζαν! Τώρα ανατριχιάζω που τα θυμάμαι…
και κλείνει λέγοντας:
Αυτοί ήταν μουσικοί – τσιράκια του πατέρα μου όλοι!
, καθώς όλοι οι προαναφερθέντες μουσικοί συνεργάζονταν με τον πατέρα του Γρηγόρη Κωνσταντέλλη.
Αναφέρεται με θαυμασμό στον πατέρα του και διηγείται μια ιστορία που δείχνει το μέγεθος της αξίας του στα μάτια του νεαρού τότε Κονδύλη:
Το 1938 εγώ πια που ’πιάσα και γίνομνταν παληκαρέλι – είχαμε ένα περιβόλι εδώ μεγάλο – ένα βράδυ έπαιζε το βιολί κι εγώ καθόμουνα έτσι απάνω στο χώμα και τον άκουγα. Τότε πια μπεκιαρώνομνταν εγώ και ξέρετε τί είπα; Και δε θα το ξεχάσω μέχρι να πεθάνω; Ας είχα την αξία τ’ κι ας ήμνταν μ’ ένα μάτ’. Του ’θελα. Χίλιες φορές! Μπορώ, να μη σου πω στραβός καλά, γιατί πάει πολύ, αλλά μ’ ένα μάτ’ τό ’θελα να ’μαι και να ’χα του πατέρα μ’ την αξία. Ξέρετε τί έλεγα τότε; Μπεκιαρωνόμασταν για, με τις γκόμενες, λέω πού να πάω τώρα εγώ να τραβήξω το δοξάρι τούτο και να μην ανοίξιν τα παράθυρα;
Επαφές – επιρροές από άλλες περιοχές του Βορείου Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια στα μουσικά δρώμενα:
Ο ίδιος διατηρούσε επαφές με τα παράλια, καθώς η οικογένειά του καταγόταν από το Δικελί. Συχνά λοιπόν επισκεπτόταν τη γειτονική Τουρκία, μιλούσε με ανθρώπους και όπως είναι φυσικό δεχόταν επιρροές και στη μουσική. Πολλά άλλωστε από τα τραγούδια – σκοπούς που έπαιζε ήταν επηρεασμένα από ανατολίτικους μουσικούς δρόμους.
Επιρροές προσφύγων ή μεταναστών από άλλες περιοχές στα μουσικά δρώμενα:
Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης αναφέρει ότι τη δεκαετία του 1950 έρχονταν Τουρκάλες τραγουδίστριες από τα απέναντι Μιρκασιατικά παράλια στα εξοχικά κέντρα της Μυτιλήνης:
Ερχόνταν χανούμισσες, τραγουδίστριες απ’ την Τουρκία… Βέβαια, βέβαια, το ’50 γιέ μ’ και τις φέρναν από κει κι ερχόταν, παίζαν εδώ τραγουδούσαν στη Μυτιλήνη, τσ’ είχαν στα κέντρα, αμ’ τη Μικρά Ασία φέρναν τραγουδίστριες Τουρκάλες και παίζαν στα κέντρα στη Μυτιλήνη.
Ακροατές – γλεντιστές:
Στη Λέσχη του Παπάδου διασκέδαζαν οι εύποροι της περιφέρειας της Γέρας με τις γυναίκες τους. Ο Κονδύλης Κωνσταντέλλης έπαιξε επανειλημμένα στη Λέσχη αυτή, όπου στο ρεπερτόριο κυριαρχούσαν τα επονομαζόμενα “ευρωπαϊκά”:
Εδώ θα ’βρισκες τα «Κύματα του Δουνάβεως», ταγκό. Οι πλούσιοι κόρη μου είχαν Λέσχη ξεχωριστή εδώ στον Παπάδο και παγαίνανε αυτοίνοι εκεί. Εκεί παγαίναμε και παίζαμε όλο ευρωπαϊκά. Χατζηγιαννάκηδες, Σουρλάγκηδες, Χατζηβασίληδες, Βρανάδες, Ψύρρηδες (εύποροι της Γέρας, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν μεγαλοκτηματίες και είχαν δικά τους ελαιοτριβεία ή βυρσοδεψείο, όπως ο Σουρλάγκας). Βέβαια κάναν χοροεσπερίδα στη Λέσχη. Αλλά χοροεσπερίδα κάναν τις γιορτές, τα Χριστούγεννα, τις Απόκριες. Κάθε Σαββατοκύριακο είχαν μουσική κι αυτοί. Εμείς παίζαμε σ’ αυτουνούς. Βεβαίως. Ήνταν οικογενειακό κέντρο. Παίζαμε ένα ταγκό, όποιοι ήθελαν σηκωνόνταν όρθιοι. Μας είχαν αποκοπή. Πετούσαν και χαρτούρα. Πως, πολλές φορές παίζαμε και ζεϊμπέκικα, παίζαμε καρσιλαμάδες και σ’ αυτούς.
Όπως διευκρινίζει ο Κονδύλης, και ο ίδιος όταν σηκωνόταν να χορέψει με τη γυναίκα του, σε πανηγύρι π.χ., χόρευε τα “ευρωπαϊκά”:
Κι εγώ με κείνην, όπου πάγαινα σ’ ένα πανηγύρι ευρωπαϊκά χορεύαμε.