Κρανιδιώτης Δημήτρης
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Σκουτάρος, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1927
Στοιχεία καταγωγής:
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης γεννήθηκε και έζησε στο Σκουτάρο της Λέσβου το 1927.
Ιδιότητα:
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης ήταν επαγγελματίας οργανοπαίχτης, έπαιζε κλαρίνο, σαντούρι και ντραμς.
Γονείς:
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης κατάγεται από οικογένεια μουσικών. Οι γονείς του γεννήθηκαν και έζησαν στο Σκουτάρο, στη Βόρεια Λέσβο. Ο πατέρας του, Χριστόφορος Κρανιδιώτης, ήταν επαγγελματίας οργανοπαίχτης· έπαιζε βιολί, σαντούρι, κλαρίνο και ντραμς. Έμαθε μουσική από τον πατέρα του Γαβριήλ – παππού του Δημήτρη Κρανιδιώτη – που ήταν πρακτικός οργανοπαίχτης. Εκτός όμως από τη μουσική διδάχτηκε από τον Γαβιρήλ Κρανιδιώτη και μία παραδοσιακή τέχνη, την καλαθοπλεκτική, την οποία εξασκούσε ως δεύτερο επάγγελμα, παράλληλα με τη μουσική.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο παππούς του Δημήτρη Κρανιδιώτη, Γαβριήλ Κρανιδιώτης, γεννήθηκε και έζησε στο Σκουτάρο της Λέσβου. Ήταν επαγγελματίας μουσικός και έπαιζε διάφορα όργανα, κυρίως πνευστά. Επαγγελματικά έπαιζε κυρίως κλαρίνο και σαντούρι. Είχε συνεργαστεί με το μουσικό «Μιχαλάκη», που έπαιζε κοντραμπάσο και με τον συντοπίτη του Χαράλαμπο Παντελίδη. Μέχρι το 1922 περνούσε με βάρκα από το Μόλυβο στην απέναντι Μικρασιατική ακτή και πήγαινε στη Σμύρνη και στα περίχωρα για να παίξει μουσική. Όπως ανέφερε ο εγγονός του, Δημήτρης, επανειλημμένα είχε μεταβεί στην Σμύρνη για να παίξει σε γάμους. Παράλληλα ο Γαβριήλ Κρανιδιώτης ασκούσε και την τέχνη της καλαθοπλεκτικής.
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης είχε τρεις αδελφούς και μία αδερφή. Όλα τα αδέλφια, που γεννήθηκαν με την ακόλουθη σειρά: Γιώργος, Δημήτρης, Μιχάλης, Κυριάκος, έγιναν επαγγελματίες μουσικοί. Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Γιώργος, έπαιζε βιολί. Ο πατέρας τους τον είχε στείλει στη Μυτιλήνη για να μάθει θεωρία μουσικής στον μουσικό Κογιάνο. Έπαιζε βιολί στην κομπανία του πατέρα τους Χριστόφορου, αλλά πέθανε νέος, στον Εμφύλιο πόλεμο («ανταρτοπόλεμο»).
Ο αδελφός του Δημήτρη Κρανιδιώτη, Μιχάλης, ήταν επίσης επαγγελματίας μουσικός αλλά και τραγουδιστής. Έπαιζε σαντούρι, ακορντεόν και αρμόνιο. Τα πρώτα του βήματα στο επάγγελμα του μουσικού τα έκανε στην κομπανία του πατέρα του. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε για δυόμισι χρόνια με τον Γεώργιο Μπούρα (μπουζούκι) και κατόπιν, για μία θερινή περίοδο, με ένα μουσικό συγκρότημα από τη Δάφια, που αποτελούνταν από τους μουσικούς Δημητρό και Γιώργο Καλόγερο (ντραμς), Κώστα Κοσμά και Νίκο Ιορδανή (μπουζούκι). Στο εξής γύριζε όλη τη Λέσβο τραγουδώντας και παίζοντας ακορντεόν με διάφορες κομπανίες ή ακόμα και μόνος του. Από τα παιδιά του, που ζουν στον Καναδά, ο ένας γιος παίζει όλα τα μουσικά όργανα που έπαιζε ο πατέρας του, καθώς και μπουζούκι.
Ο μικρότερος αδελφός του Δημήτρη Κρανιδιώτη, Κυριάκος έπαιζε επαγγελματικά βιολί και είχε θεωρητικές γνώσεις μουσικής, που διδάχτηκε από τον μεγάλο αδερφό, το Γιώργο. Έγραφε επίσης μουσική και συνέθετε τραγούδια. Ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά βιολί στην κομπανία του πατέρα του μετά το θάνατο του αδερφού του.
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης έχει ένα γιο, το Γιώργο, που γεννήθηκε το 1956. Ο Γιώργος άρχισε να παίζει μουσική στα δώδεκα ή δεκατρία του χρόνια. Όταν τελείωσε τη στρατιωτική του θητεία ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική. Συνεργάστηκε με τον πατέρα του αλλά και με άλλους μουσικούς της ευρύτερης περιφέρειάς του. Ο γιος του Γιώργου και εγγονός του Δημήτρη Κρανιδιώτη, συνεχίζει την οικογενειακή μουσική παράδοση, καθώς παίζει μουσική από την ηλικία των δώδεκα ετών.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης και οι αδερφοί του παράλληλα με τη μουσική ασκούσαν και το επάγγελμα του καλαθοπλέκτη. Την παραδοσιακή αυτή τέχνη τη διδάχτηκαν από τον πατέρα τους Χριστόφορο, ο οποίος την είχε διδαχτεί από το δικό του πατέρα, το Γαβριήλ Κρανιδιώτη. Τα καλάθια που κατασκεύαζαν ήταν διαφόρων ειδών και προορίζονταν για καθημερινή χρήση ή για διακοσμητικούς σκοπούς. Τα καλάθια τα έπλεκαν με «βριούλια» ή «σουγιούδα», που φυτρώνουν στα μικρά ποτάμια της περιφέρειας του Σκουτάρου, κυρίως στην περιοχή της Ανάξου της Πέτρας Από τη δεκαετία του 1960, όταν άρχισαν να διαδίδονται τα βιομηχανοποιημένα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, το επάγγελμα του καλαθοπλέκτη σταδιακά παρήκμασε, και ο Δημήτρης Κρανιδιώτης αναγκάστηκε να βασιστεί πλέον αποκλειστικά στη μουσική για το βιοπορισμό της οικογένειάς του.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης απαλλάχτηκε από τη στρατιωτική θητεία, επειδή ο μεγαλύτερος αδερφός του σκοτώθηκε στον Εμφύλιο πόλεμο.
Μουσική μαθητεία:
Το 1937, σε ηλικία δέκα ετών, ο Δημήτρης Κρανιδιώτης ξεκίνησε να μαθαίνει κλαρίνο. Τη δεκαετία του 1940 ξεκίνησε να παίζει σαντούρι ενώ στη συνέχεια έμαθε ντραμς. Μουσική διδάχτηκε από τον πατέρα του Χριστόφορο. Εκτός από την εκμάθηση των οργάνων ο πατέρας του τού δίδαξε και το μεγάλο ρεπερτόριο Μικρασιατικών σκοπών που κατείχε από τον δικό του πατέρα, ο οποίος μέχρι το 1922 μετέβαινε στην περιφέρεια της Σμύρνης για να παίξει επαγγελματικά μουσική. Όταν ο Δημήτρης Κρανιδιώτης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κλαρίνο λόγω ασθενείας στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συνέχισε να παίζει επαγγελματικά σαντούρι και ντραμς μέχρι τη δεκαετία του 1990.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία τη δεκαετία του 1940, παίζοντας σαντούρι στην κομπανία του πατέρα του Χριστόφορου, ο οποίος έπαιζε κλαρίνο. Βιολί έπαιζε ο μεγαλύτερος αδερφός του Δημήτρη, ο Γιώργος. Όταν ο πατέρας τους αποσύρθηκε από την επαγγελματική ενασχόλησή του με τη μουσική, τον αντικατέστησε στο κλαρίνο ο Δημήτρης. Στην κομπανία αυτή συμμετείχαν και άλλοι μουσικοί, όπως ο Χαλκιώτης που έμενε στο Σκούταρο και έπαιζε τύμπανο ή νταούλι και ο Κώστας Καλαϊτζής, που έπαιζε τρομπόνι. Αργότερα στην κομπανία εντάχθηκε και ο μικρότερος αδερφός, Μιχάλης Κρανιδιώτης με το ακορντεόν. Όταν πέθανε ο μεγάλος αδελφός, ο Γιώργος Κρανιδιώτης, τον διαδέχτηκε στην κομπανία με το βιολί ο μικρότερος αδερφός Κυριάκος Κρανιδιώτης. Η οικογενειακή κομπανία των αδερφών Κρανιδιώτη τις δεκαετίες του 1960 και 1970 συνεργάστηκε και με τραγουδίστριες, που ως επί το πλείστον έρχονταν από πρακτορεία της Αθήνας.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1970 ο Δημήτρης Κρανιδιώτης υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση στο λάρυγγα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το κλαρίνο. Μετά την ανάρρωσή του συνέχισε να παίζει επαγγελματικά σαντούρι και ντραμς, σε συνεργασία με το γιο του Γιώργο στο βιολί. Πατέρας και γιος συνεργάστηκαν και με άλλους μουσικούς, όπως με έναν μουσικό από τον Πόντο που είχε έρθει στη Λέσβο το 1978. Τη δεκαετία του 1990 ο Δημήτρης Κρανιδιώτης συμμετείχε σε μουσικά συγκροτήματα της περιφέρειάς του κυρίως με το σαντούρι.
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης ανέφερε ότι στο Σκουτάρο προπολεμικά εκτός από το δικό τους οικογενειακό μουσικό συγκρότημα υπήρχαν επίσης το συγκρότημα της οικογένειας Καραβασίλη και το συγκρότημα των αδερφών Παντελίδη, το οποίο συνέχισε και τα μεταπολεμικά χρόνια.
Στην ευρύτερη περιφέρειά του διέκρινε τους Αγιασώτες μουσικούς Γιάννη Σουσαμλή ή «Κακούργο», που έπαιζε σαντούρι και Ευριπίδη Ζαφειρίου, σαξόφωνο, ενώ ανέφερε και τον οργανοπαίχτη «Αριστέλλι» από το Ίππειος που έπαιζε ζουρνά πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης, σε συνεργασία με τους αδερφούς του, καθώς και με άλλους συντοπίτες του μουσικούς, έχει παίξει επανειλημμένα κλαρίνο και σαντούρι σε διάφορα πανηγύρια της Λέσβου, όπως στο περίφημο πανηγύρι του Ταύρου της Αγίας Παρασκευής και στο πανηγύρι του Αγίου Ιωάννη στο Βαφειό, που γινόταν στις 29 Αυγούστου και διαρκούσε μία εβδομάδα. Έπαιζε επίσης συστηματικά μουσική στο πανηγύρι της Κυριακής των Μυροφόρων στο Μανταμάδο και βέβαια στα πανηγύρια της περιφέρειάς του, όπως το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων και του Αγίου Γεωργίου στο Σκουτάρο και τα πανηγύρια της Αγίας Τριάδας και του Αγίου Παντελεήμονος στην Άναξο.
Έχει παίξει επίσης κλαρίνο και στη συνέχεια σαντούρι σε γάμους σε όλη την περιφέρεια της Λέσβου. Για τα γαμήλια έθιμα και τη συμμετοχή των μουσικών ο ίδιος αναφέρει ότι πολλές φορές τον καλούσαν όταν ο γαμπρός πήγαινε στο σπίτι της νύφης για να «δώσει λόγο», για να παίξει μερικούς σκοπούς «για το καλό». Στη συνέχεια τον καλούσαν και στον αρραβώνα, το γλέντι του οποίου ήταν συχνά μεγαλύτερο από το γλέντι του γάμου, ειδικά στη Στύψη και στην Αγία Παρασκευή. Επίσης πολλές φορές γινόταν και «αντίγαμος», την επομένη του γάμου και το γλέντι μπορούσε να διαρκέσει όλη τη νύχτα. Το επόμενο πρωί η νύφη και ο γαμπρός έκαναν το γύρο του χωριού συνοδευμένοι από τους μουσικούς. Σε μερικά χωριά, όπως στο Σκουτάρο και στο Σκαλοχώρι, γινόταν και περιφορά των προικιών της νύφης σε όλο το χωριό με τη συνοδεία μουσικής.
Τοπικές δράσεις:
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης έχει παίξει μουσική σε γλέντια σε καφενεία, σε πανηγύρια και σε γάμους στο διάστημα 1940-1990 σε πολλά χωριά της Λέσβου, όπως στην Ερεσό, στο Μεσότοπο, στην Αγιάσο, στο Μανταμάδο, στη Συκαμιά, στην Πηγή, στην Αγία Παρασκευή και βέβαια στον Σκουτάρο και στην παραλιακή Άναξο, κυρίως τα καλοκαίρια. Έπαιξε επίσης επανειλημμένα κλαρίνο σε αρραβώνες και γάμους στη Στύψη και στο Σκαλοχώρι.
Υπερτοπικές δράσεις:
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Δημήτρης Κρανιδιώτης και ο γιος του, Γιώργος, συμμετείχαν σε μία πρωτοβουλία των δημάρχων Μυτιλήνης και Σμύρνης για μια πολιτιστική ανταλλαγή μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Μετά από πρόσκληση ήρθαν στη Μυτιλήνη Τούρκοι μουσικοί, ενώ μουσικοί από τη Μυτιλήνη, μεταξύ των οποίων ο Δημήτρης και ο Γιώργος Κρανιδιώτης έπαιξαν μουσική στη Σμύρνη. Παρουσίασαν τα ήθη και έθιμα της Λέσβου και έπαιξαν συνολικά δέκα κομμάτια μεταξύ των οποίων και ένα χορευτικό.
Ρεπερτόριο:
Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης αναφέρει ότι στα πανηγύρια της Λέσβου η κομπανία τους έπαιζε τους ακόλουθους χορούς: Ξεκινούσαν με συρτά και καλαματιανά, μετά έπαιζαν καρσιλαμά και ζεϊμπέκικα, και ολοκλήρωναν με χασάπικα και τσάμικα. Στον Σκουτάρο ο κόσμος προτιμούσε το ζεϊμπέκικο και τον καρσιλαμά, γι’ αυτό και οι μουσικοί έδιναν μεγαλύτερη έμφαση σε αυτούς τους χορούς. Αντίθετα στην Αγία Παρασκευή και στη Στύψη ο κόσμος έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στα «Σμυρνέϊκα» τραγούδια.
Τις δεκαετίες 1960-1970 η οικογένεια των αδερφών Κρανιδιώτη συμπεριέλαβε επίσης στο ρεπερτόριο της πολλά λαϊκά τραγούδια, όπως του Καζαντζίδη, τα οποία μάθαιναν από δίσκους που ηχογραφούνταν στην Αθήνα.
Στους γάμους προσάρμοζαν το ρεπερτόριό τους σύμφωνα με τα ιδιαίτερα έθιμα του χωριού και με τις προτιμήσεις του γαμπρού: Στο Σκουτάρο, για παράδειγμα, αλλά και σε άλλα χωριά της βόρειας Λέσβου, κατά το νίψιμο του γαμπρού, την επομένη του γάμου, συνήθιζαν να παίζουν τον σκοπό «Κατζιλέρ». Στην Πέτρα μια φορά ο γαμπρός είχε ζητήσει, αντί για το νυφιάτικο σκοπό, να παίξουνε τον «Κιόρογλου», τον σκοπό του αλόγου που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο πανηγύρι του Ταύρου της Αγίας Παρασκευής.
Αμοιβή:
Όπως ανέφερε ο Δημήτρης Κρανιδιώτης, όλοι οι μουσικοί που συμμετείχαν στην οικογενειακή τους κομπανία, είτε ήταν μέλη της οικογένειας είτε ξένοι, μοιράζονταν τα συνολικά κέρδη σε ίσα μερίδια.
Η πληρωμή των μουσικών στα γλέντια στα καφενεία και στα πανηγύρια γινόταν από όσους επιθυμούσαν να χορέψουν, με την επονομαζόμενη «χαρτούρα» ή «μπαξίσι». Σε περιόδους όμως που υπήρχε έλλειψη χρημάτων, όπως μια φορά που έπαιξαν μουσική επί Κατοχής των Γερμανών, η αμοιβή των μουσικών ήταν δύο τσουβάλια σιτάρι.
Στους γάμους η αμοιβή των μουσικών ήταν προσυμφωνημένη και εξαρτιόταν από την οικονομική επιφάνεια της οικογένειας του γαμπρού και της νύφης. Ο Δημήτρης Κρανιδιώτης ανέφερε ότι πολλοί πλούσιοι γάμοι έγιναν στο Βαφειό στην περιφέρεια του Μολύβου.
Τοπικός ή υπερτοπικός επαγγελματικός σύλλογος μουσικών:
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Κρανιδιώτη, στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ιδρύθηκε το Σωματείο των Μουσικών της Λέσβου και η εγγραφή σε αυτό έγινε υποχρεωτική για όλους τους επαγγελματίες μουσικούς. Τα μέλη του σωματείου πλήρωναν μια καθορισμένη εισφορά ετησίως, αλλά όταν το Σωματείο διαλύθηκε τη δεκαετία του 1970, οι εισφορές χάθηκαν χωρίς να αποζημιωθούν οι μουσικοί.
Επαφές – επιρροές από άλλες περιοχές του Βορείου Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια στα μουσικά δρώμενα:
Ο παππούς του Δημήτρη Κρανιδιώτη, Γαβιρήλ, πήγαινε συχνά στην περιφέρεια της Σμύρνης για να παίξει μουσική, σε γάμους και πανηγύρια, μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922. Ο ίδιος είχε πλούσιο ρεπερτόριο μικρασιατικών σκοπών, τους οποίους δίδαξε στον γιο του Χριστοφόρο, και εκείνος με τη σειρά του στους τέσσερις γιους του που έγιναν επίσης μουσικοί. Οι μικρασιατικοί σκοποί και τα «σμυρνέϊκα» τραγούδια ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή στη Λέσβο, και ιδιαίτερα σε κάποια χωριά όπως η Αγία Παρασκευή και η Στύψη, τόσο λόγω των επαφών με την απέναντι μικρασιατική ακτή, όσο και λόγω της εγκατάστασης των Μικρασιατών προσφύγων το 1922.
Ακροατές – γλεντιστές:
Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Κρανιδιώτης οι γυναίκες χόρευαν παλιά μόνο στα πανηγύρια και στα γαμήλια γλέντια. Ζεϊμπέκικο χόρευαν μόνο όταν συνοδεύονταν από τον άντρα τους, ενώ δύο γυναίκες μαζί μπορούσαν να χορέψουν Καρσιλαμά. Συχνότερα πάντως οι γυναίκες σηκώνονταν να χορέψουν Συρτό.
Επίσης, σύμφωνα με το Δημήτρη Κρανιδιώτη τα χωριά που διακρίνονταν για τα συχνότερα και μεγαλύτερα γλέντια ήταν η Πηγή, τα Βασιλικά, η Αγία Παρασκευή και η Στύψη.