Κοτσιναδέλλης Θανάσης

Λήμνος

Τόπος γέννησης: Τσιμάνδρια, Λήμνος 

Χρόνος γέννησης: 1930 

Ιδιότητα:

Ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης παίζει λύρα μέχρι σήμερα [2005], με πλούσια δραστηριότητα στα μουσικά δρώμενα του τόπου. Παράλληλα, διατηρεί ταβέρνα στην πλατεία του χωριού Τσιμάνδρια.

 Γονείς:

Ο πατέρας του Θανάση Κοτσιναδέλλη, Γεώργιος Κοτσιναδέλλης [γεννηθείς το 1900] καταγόταν από το χωριό Τσιμάνδρια. Επαγγελματικά ασχολήθηκε με αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες και τη μουσική. Απεβίωσε σε ηλικία 53 ετών. Όπως ανέφερε ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης:

Τον λέγανε ‘Γιατρό’ […]. Δεν τον έβρισκες [Γιώργο] Κοτσιναδέλλη, ο ‘Γιατρός’ [λέγανε]. Γιάτρευε κιόλας. Πάνω στα κεφάλια είχε τότες κάτι τριχοφάδες και γιάτρευε, αλλά είχε, λέει, κι ένα κόκκινο άλογο κι έκοβε βόλτες [μάλλον τον λέγανε έτσι και γιατί ξεχώριζε]. […] Ο πατέρας μου ήταν μεγάλος κτηνοτρόφος […]. Είχαμε κάτι μαντριά – ξένα ήτανε – και ήτανε μέσα τσιαχαγιάς και πέρνανε τσομπαναρέους και ’καναν τα πρόβατα, τα χωράφια και τα λοιπά και τα λοιπά και ήταν και ψάλτης στην εκκλησία και ήταν και μουσικός […]. Πέθανε 53 χρονών από το στομάχι του.

Οικογενειακή κατάσταση:

Η συζυγός του, Δέσποινα, κατάγεται από το χωριό Τσιμάνδρια. Από το γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά, τα οποία διαμένουν στο νησί:

Η γυναίκα μου είναι από εδώ […]. Είχε δεκαοχτώ κοπέλες και διάλεξα την πιο όμορφη και την πιο νοικοκυρούλα.

Από την οικογένεια του Θανάση Κοτσιναδέλλη, με τη μουσική ασχολήθηκε και ο πατέρα του Γεώργιος:

Πρακτικός [ήταν] και όλοι αυτοί – όπως και εγώ βέβαια – μέχρι και λίγα χρόνια κουρδίζαμε το όργανο με το αυτί […].

Επίσης, λύρα παίζανε και τα αδέρφια του πατέρα του, τρεις εκ των οποίων διέμεναν σε πόλεις του εξωτερικού:

Ο πατέρας μου είχε πέντε αδέλφια […]. Και οι πέντε ήταν λυράρηδες. Ο ένας ήταν στην Αίγυπτο, εκεί έπαιζε λύρα [Κοτσιναδέλλης Θεοδόσης]. […] Εκείνα τα χρόνια ο καθένας έπαιρνε το δρόμο και [πήγαινε] οπουδήποτε […]. Ο άλλος δε ήταν στην Αμερική, Δημητρός […]. Ύστερα έφυγε και ο άλλος, ο τελευταίος, και πήγε στην Αμερική [αναφέρεται στο αδερφό του πατέρα του, Χρήστο Κοτσιναδέλλη]. […] Είχε πολλούς λυράρηδες η Λήμνος, πάρα πολλούς. Και ο πατέρας μου ήταν ο καλύτερος.

Ο Γεώργιος Κοτσιναδέλλης, στη διάρκεια της μουσικούς του πορείας, συνήθιζε να παίζει σε γάμους και σε ονομαστικά γιορτές των Αγίων της περιοχής [πανηγύρια]. Εκτός νησιού είχε παίξει στο Παναθηναϊκό στάδιο το 1936:

Εκείνα τα χρόνια, γινότανε πάρα πολλοί γάμοι. Εκείνα τα χρόνια να σκεφτείς κάθε Κυριακή γινότανε γάμοι […], δύο, τρεις, τέσσερεις, είχε τόσο πολύ κόσμο. […] Γινόταν ο γάμος [την Κυριακή] και την Παρασκευή τραγουδούσαν [και] το Σάββατο [τραγουδούσαν], την Κυριακή ήταν ο γάμος [και] τη Δευτέρα γυρίζαν στα σπίτια των καλεσμένων, έναν έναν με τη σειρά, και πηγαίνανε μέσα [στα σπίτια] και ’πίναν και χορεύαν και γλεντούσαν και θυμάμαι πολλές φορές ερχόταν την Τρίτη το πρωί […]. Πήγαινε και σε πανηγύρια. Στον Κοντιά ήτανε του Αγίου Δημητρίου. Εδώ ήτανε 15 Αυγούστου το μεγάλο πανηγύρι της Παναγίας, που χορεύανε ανήμερα και την επαύριο. Δύο μέρες […]. Πηγαίνανε στο Πορτιανού. Στο Πορτιανού ήτανε της Παναγίας της Μισοσπορίτισσας, στις 21 Νοέμβρη, δηλαδή σπέρνανε το μισό το σπόρο οι κεχαγιάδες, οι κτηνοτρόφοι […]. Εκεί πέρα είχε δύο καφενεία, ας πούμε, και παίζανε. Εγώ τότε παιδάκι πήγαινα και άκουγα, τον έβλεπα από το παράθυρο έκαμε ότι έκαμε […]. Το 1936 τους κάλεσε ο Μεταξάς και πήγαν και χορέψανε στο Παναθηναϊκό στάδιο για πρώτη φορά […]. Θυμάμαι, επί Μεταξά λέγανε ‘Μας καλέσανε και πήγαμε και χορέψαμε’ και μάζεψε αυτούς τους – δε ζει κανένας από αυτούς τώρα – τους χορευταί και πήγανε και χορέψανε […]. Συμπεθερ’κάτο έπαιζε, καλαματιανά πολλά, ‘Σα πας στη Καλαμάτα’, έπαιζε Συλιβριανούς, ‘Από ξένο μέρος και από μακρινό ξέρω ’γω’, έπαιζε ‘Φόρα τα μαύρα φόρα τα’ […]. Αυτά παίζανε αλλά τα κρατούσαν ώρες […]. Θυμάμαι όταν έπαιζε τα Κύματα του Δουνάβεως, πω! Κάτι κομπαρσίτες, κάτι φοξ! […], Η λύρα τα παίζει όλα […]. Έχω πολλά Σμυρνέϊκα, πολλά τραγούδια, ζεϊμπέκ’κα πολλά […]. Απ’ τον πατέρα μ’, απ’ τον πατέρα μ’, έπαιζε πολλά […]. Ο μπαμπάς έκανε τρία χρόνια στη Σμύρνη, επί Πλαστήρα τότε […]. Και μάλιστα έλεγε ότι ήταν και υποκόμος του Πλαστήρα. Εκεί πέρα ήταν κάπου τρία χρόνια και έφερε και μουσική, ας πούμε, από εκεί πέρα. Κάτι σμυρναίικα τραγούδια και έπαιζε πολλά τέτοια πράγματα.

 

Ο Γεώργιος Κοτσιναδέλλης, συνεργαζόταν με τον αδερφό του Χρήστο, πριν ακόμα μεταναστεύσει στην Αμερική. Άλλα ονόματα μουσικών που έχουν παίξει μαζί του ήταν:

Πηγαίνανε [με τον αδερφό του] στους γάμους δυο – δυο. Δύο λύρες μαζί […]. Παίζαν τον ίδιο σκοπό. Τραγουδούσε ο πατέρας μου [και] έπαιζε ο άλλος […]. Είχε [συνεργασία] και με έναν άλλο, λίγο, με έναν από την Παναγιά, Καλογιάννης λεγότανε, καλός λυράρης κι αυτός και είχε και ακόμα έναν, στον Κοντιά αυτός. Καλός ήτανε, Λαντούρης […]. Συνήθως όμως μόνος του, μόνος του. Τις περισσότερες φορές πήγαινε μόνος του, στους γάμους μόνος του. Ε μέσα στα σπίτια ξέρω εκεί σε μια [γωνία], καταλαβαίνεις τώρα, χορεύαν – χορεύαν, ρίχναν και κάτω το πάτωμα […]. Τον συνόδευε [και] ένας πολύ καλός σαντουριτζής, ας πούμε, σε γάμους ξέρω ’γω. Όμως τις περισσότερες φορές που εγώ ήμουν παιδάκι, μικρός, έπαιζε πάντα μόνος του.

 

Για τις λύρες που έπαιζε ο Γεώργιος Κοτσιναδέλλης αναφέρεται:

Του πατέρα μου οι λύρες, τις στέλναν απ’ την Αμερική […]. Τις έστελνε ο αδερφός του εδώ πέρα [Δημήτριος Κοτσιναδέλλης]. […] Αυτή η λύρα ήταν εξάχορδη, με έξι χορδές […]. Έχω μια εγώ […] δύο έχω τέτοια όργανα […]. Οι δύο [χορδές] λέγονται ότι είναι συμπαθητικές, απλώς βγάζουν έναν ήχο λίγο παραπάνω για να ακούγεται, να ακούει ο χορευτής [και] να του γεμόζει το αυτί λίγο.

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Παράλληλα με τη μουσική ενασχόληση, ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης δραστηριοποιήθηκε επιχειρηματικά αγοράζοντας δικό του μαγαζί:

Το 1955 αγόρασα τούτο το μαγαζί. Ήταν ένα μικρό. Έπαιρνε 45 άτομα […]. Και μετά κάποιος φίλος και τον ευχαριστώ μέχρι που να ζω, είχε ένα παλιό σπίτι εδώ πέρα και πήγαμε το βρήκαμε και ας είναι καλά μας το έδωσε και το κάναμε μεγάλο […]. Τότες μέσ’ στα καφενεία είχε και κουρείο κάναμ’ και καφέδες […]. Έκανα και τον ψευτοκουρέα λιγάκι τότες.

 

Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:

Σε ηλικία 18 ετών, ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και εργάστηκε σε ταβέρνα ως σερβιτόρος:

Ήταν δύσκολα τα χρόνια, δεν έβγαινε μεροκάματο με τίποτα. Τίποτα δεν έβγαινε. Φεύγαν ο κόσμος τότες. Ξεκινούσαν κι έφευγε ο κόσμος, έφευγε απ’ τα χωριά […]. Όταν έγινα 18 χρονών έφυγα από εδώ πέρα. Πήγα στην Αθήνα […]. Δούλευα σε μια ταβέρνα [και] κοιμόμουνα σε ένα ραφείο. Ήταν δύσκολα χρόνια. […]. Ήταν εκεί πέρα στην Πραξιτέλους, πλατεία Κλαυθμώνος από πίσω. Εκεί, σε μια στοά. Εκεί πέρα εγώ δούλευα με 20 δραχμές τη μέρα και κοιμόμουν σε ένα ραφείο, πάνω στον πάγκο και κάτω από τον πάγκο είχα μια βαλίτσα με τα πράγματα μου και είχα και τη λύρα. Είχα το μεράκι.

Το διάστημα που διέμενε στην Αθήνα, ο Αθανάσιος Κοτσιναδέλλης γνώρισε τον Σίμωνα Καρρά:

Ήρθε ένα βράδυ ένας, λέει ‘Σε θέλει ο Σίμωνας Καρράς’, ‘Πού είναι;’ Μου λέει ‘Θα ‘ρθεις; Θα πάμε Αγίου Μάρκου’ […]. Πράγματι πήγα. Με είδε η γυναίκα του, Αγγελική. Βγήκαμε έξω, φάγαμε, μου λέει ‘Κάποιος μου ’πε ότι παίζεις λύρα και θέλω να σε δω. Θέλω να σε δω, θέλω να ’ρθεις εδώ πέρα’. Τι έγινε τώρα; Έπρεπε να πάω στρατιώτης το ’53.

 

Προσωπική και οικογειακή πορεία:

Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό για 28 μήνες. Ωστόσο, λίγες μέρες πριν καταταγεί έχασε πρόωρα τον πατέρα του. Αναφερόμενος σε αυτή του την εμπειρία, ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης περιγράφει:

Πήγα στο ναυτικό. Στο ναυτικό δεν έπαιζα. […]. Είκοσι οχτώ μήνες έκανα […]. Πριν ήρθα όμως εδώ πέρα [στη Λήμνο], για να χαιρετίσω τον μπαμπά μου και την μάνα μου, για να φύγω φαντάρος […]. Ε δε κάθισα 5-6 μέρες, είχα πάρει να χαιρετήσω στο Μούδρο – είχα κάτι εξαδέλφες- ήταν 25 Μαρτίου [και] ήθελα να ’ρθω στο χωριό [στα Τσιμάνδρια] και κατέβηκα στο λιμάνι μεσημεράκι – κάθε μεσημέρι είχε μια βάρκα και έκανε δρομολόγιο Μούδρο – Κούταλη και από εκεί με τα πόδια – να πάρω τη βάρκα να φύγω, [και] εκεί που πήγαινα βλέπω μια γρια γνωστή μου, από εδώ στα Τσιμάνδρια, να έρχεται κατά πάνω μου. Εγώ, μόλις την είδα – κάτι έτσι είχα μια προαίσθηση, γιατί όλη τη νύχτα γινότανε χορός στο Μούδρο, πανηγύρι, άκεφος ήμουνα – με λέει ‘Σε θέλω’. Λέω ‘Τι έγινε; Αρρώστησε ο μπαμπάς μου;’ μου λέει ‘Ο μπαμπάς σου είναι στο νοσοκομείο’ […]. Άλλοι λέγανε σκωληκοειδίτιδα, άλλοι λέγανε το στομάχι του. Έπαθε διάτρηση στομάχου και αυτοί τον κάναν για σκωληκοειδίτη. Παίρνω εγώ το δρόμο, με τα πόδια βέβαια, άμα έφτασα εγώ με τα πόδια στον Άγιο Δημήτρη, είχε βασιλέψει ο ήλιος, μέσα στο σκοτάδι είδα ένα αμάξι και πήγα και σταμάτησα μπροστά και είδα τον πατέρα μου νεκρό.

 

Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:

Στην διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο Αθάνασιος Κοτσιναδέλλης ήταν μαθητής του Δημοτικού. Ο ίδιος περιγράφει τις συνθήκες υπό τις οποίες ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του:

Πέμπτη και έκτη τάξη έκανα σε ένα χρόνο. Μας είχαν πάρει το σχολείο αυτό εδώ πέρα οι Γερμανοί – ήταν Κατοχή- [και] κάναμε σε κάτι δρόμους, σε κάτι σοκάκια, ας πούμε [εννοεί μάθημα] Σε ένα χρόνο μας δώσαν δρόμο. Τέλος πάντων, η πείρα και όλα αυτά με έκαναν εμένα να μάθω πολλά.

 

Μουσική παιδεία:

Ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης έμαθε να παίζει λύρα πρακτικά, ακούγοντας τα μουσικά κομμάτια:

Με το αυτί παίζω. Ακούω και παίζω.

 

Μουσική μαθητεία:

Ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης, αν και κατάγεται από μουσική οικογένεια, δεν πρόλαβε να διδαχθεί λύρα από τον πατέρα του, λόγω του πρόωρου θανάτου του:

Ο πατέρας μου, ας πούμε, δεν μπόρεσε να μου μάθει τίποτα […]. Δεν πρόλαβε να με διδάξει τίποτε […]. Πέθανε πολύ νέος, δε μου έδειξε ούτε μια χορδή, πως λένε τη χορδή. Είμαι, θα ’λεγα, όμως, από μουσικιά φλέβα […].

Καθόταν ο πατέρας μου ο λυράρης στη μέση του χορού και ο κόσμος χόρευε έναν γύρο [γύρο από τον λυράρη δηλαδή]. Πάντα έτσι χορεύαν. Τον βάζαν τον λυράρη ας πούμε ή ένας ή δύο μέσα στη μέση και ο κόσμος χόρευε. Τώρα για να ακούνε; Έθιμο ήταν […]; Καθόταν στην μέση του χορού. Αλλά τώρα για να το εφαρμόσω εγώ θα ήταν ωραία, αλλά που να βάλεις τα μηχανήματα;

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):

Ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης, ξεκίνησε να ασχολείται με τη λύρα από τη νεαρή του ηλικία:

Εγώ τότε ήμουν μικρό παιδάκι ακόμα. Δεν είχα μπει πολύ μέσα στο λούκι, ας πούμε, της μουσικής, γιατί υπήρχε φτώχεια τότε, μεγάλη […]. Εγώ τότες έκλεβα κανένα τσόκαρο της μάνας μου [και] κάρφωνα τρεις βελόνες απάνω [και] πήγαινα σε κανένα άλογο τη νύχτα – είχα και ένα ξάδερφο, ο οποίος και αυτός είχε το μεράκι της λύρας – [και] κλέβαμε λίγες τρίχες και δέναμε ένα δοξάρι και ψευτοπαίζαμε. Μετά έκανα μια κατασκευή με μια λύρα πάλι και κάποτες που ήμουν μικρό παιδάκι έψαχνα και βλέπω μια λύρα μέσα σε ένα ντουλάπι της μάνας μου και λέω ‘Τι είναι αυτό;’ και λέει ‘Αυτό αγορούδ’ μ’ είναι […] την έπαιζε ένας Τούρκος, Ντρεβεζαλής’. Θυμάμαι την λύρα, μια μικρή λύρα ήτανε, την οποία εγώ μόλις την είδα – χαρά μου – την πήρα την δοκίμασα και σιγά – σιγά έπαιζα μόνος μου.

Άρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη μουσική μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Το διάστημα αυτό είχε επιστρέψει στο χωριό Τσιμάνδρια για μόνιμη πλέον εγκατάσταση:

Εγώ λύρα καλή έμαθα μετά που απολύθηκα.

Έκτοτε, η μουσική του διαδρομή υπήρξε πλούσια, ήδη από τη δεκαετία του 1960:

Σε γάμους πάρα πολύ λίγο [πήγαινα], σ’ εκδηλώσεις πολλές […].

Μετά τη γνωριμία του με μέλη του Λυκείου Ελληνίδων και τη δημιουργία του πολιτιστικού συλλόγου των ‘Κεχαγιάδων’ στο χωριό Τσιμάνδρια, στον οποίο ήταν πρόεδρος, ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης αναδείχτηκε σε κομβικό εκπρόσωπο της μουσικής παράδοσης της Λήμνου. Στις εκδηλώσεις στις οποίες συμμετείχε, ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης, έπαιζε μόνος του, με τη λύρα, ή με συνοδεία, κυρίως από λαούτο και τουμπελέκι:

Μόνος μου έπαιζα. Είχα συνηθίσει από τον πατέρα μου, γι’ αυτό, ας πούμε, είχε [η λύρα] δυο συμπαθητικές χορδές, που λίγο βγάζανε περισσότερο ήχο και ακουγόταν καλύτερα […]. […] Εξόν το λαούτο, τίποτα άλλο, και τουμπελέκι. […]. Αυτός λέγεται Παπαδάκης Γιάννης […] από Μύρινα […]. Σε πολλά αυτά, ας πούμε, έχουμε πάει και εντός και εκτός Λήμνου έχουμ’ πάει πολλές φορές […]. Κι εδώ τώρα κανά 2-3 φορές – δεν μπορεί να ’ρθει αυτός [ο Παπαδάκης] – με συνοδεύει ένα άλλο λαούτο, ένας Αθανάσιος Χαλκ[ι]άς. […] Από Πορτιανού [είναι] και μένει Μύρινα.

Παράλληλη δραστηριότητα για τον ίδιο αποτελούσε η διδασκαλία λύρας σε νέους της Λήμνου. Ο Αχιλλέας Καλτσούνης είναι ένας από τους μαθητές του, που ο ίδιος είχε διακρίνει:

Εγώ είχα δεκαπέντε παιδάκια και τα μάθαινα λύρα, έχω αγοράσει λύρες, έχει αγοράσει [και] το Λύκειο Ελληνίδων εδώ πέρα τρεις λύρες και πηγαίναμ’ και τα μάθαινα τα παιδιά […]. Όσο μπορούσαν ερχόταν και μαθαίναν, γιατί τα παιδιά τα παίρνουν αμέσως […]. Έχω ένα βγάλει, ένα λυράρη καλό […]. Ένας Αχιλλέας λέγεται Καλτσούνης, από το Ρεπανίδι […]. Ερχόταν 15- 20 κορίτσια και αγόρια στη Μύρινα [την περίοδο που δίδασκε], […] ο μόνος που συνέχισε ήταν ο Αχιλλέας […]. Του έκανα, ε, κανά χρόνο – δυο [μαθήματα].

Εκτός από τη λύρα, ο Αθανάσιος Κοτσιναδέλλης δίδαξε και παραδοσιακούς χορούς σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ο ίδιος αναφέρει:

Πήγα και έκανα σεμινάριο στην Κατερίνη […]. Με καλέσανε χοροδιδασκάλισες, χοροδιδάσκαλοι – 120 ήταν την πρώτη φορά που πήγα και τους έπαιξα – τους δίδαξα τους χορούς. Είχα και έχω μια βιντεοκασέτα τρομερή που έχουν κάνει στην ΕΡΤ2 και την είχαμ’ στην τηλεόραση και βλέπανε και χορεύανε και μετά χόρεψα και εγώ και με πέρνανε και κάμερες και [ρωτούσαν] ‘Πως; Πως; Πως και πως λέγεται ο κάθε χορός και γιατί λέγεται έτσι’ […]. Ε αυτό δεν είναι πολλά χρόνια που έγινε. Να είναι 5 χρόνια [το 2000-2001]. […] Επίσης, η Καβάλα έχουν σύλλογο εκεί πέρα [οι Λημνιοί] και πηγαίνω και τους μαθαίνω και πιάσαν και χορεύουν καλά.

Για τους συλλόγους της Αθήνας αναφέρει:

Στην Αθήνα που πηγαίνω, προσπαθούνε, έχουν δυο συλλόγους στην Αθήνα που χορεύουν, Λημνιούς, έναν στην Καλλιθέα πάω τακτικά τα παιδιά, ογδόντα χορευταί, κι ο άλλος είναι στον Άλιμο. Αθηναίοι [είναι]. Σύλλογοι που χορεύουν όλους τους χορούς, μεταξύ αυτών και [Λημνιούς]. […] Αθηναϊκοί σύλλογοι. Πάνε στο ‘Παλλάς’ ξέρω ’γω, κάνουν πάρα πολλές αυτές, πολλά φεστιβάλ ας πούμε.

Όπου πάγω εγώ, στην Αμερική στην Αυστραλία, κάνω χορευτικά. Κάθομαι μια εβδομάδα και διδάσκω χορούς […] και παρουσιάζω πρόγραμμα, ας πούμε, χορούς […]. Πήγα Μελβούρνη, δίδαξα χορούς, τους χορέψαμε. Πήγα Σίντνεϊ, το ίδιο. Πήγα Αδελαϊδα […]. Πάγω στην Αμερική 2 φορές. Φτιάχνω χορευτικό 10 άτομα – 12 […]. Πάω στη Νότιο Αφρική, στο Γιοχάνεσμπουργκ. Εκεί το ίδιο πάλι. Πολύς κόσμος διψούσανε. Έχω κάτι βιντεοκασέτες και τις βλέπω και λέγω εγώ έπαιζα και χορεύανε 200 άτομα νησιώτικα και Κεχαγιά και [το] ένα και [το] άλλο και Πάτ[η]μα; […]. [Στην Αφρική πήγα] μόνος μου. [Με καλούσανε] οι σύλλογοι. Οι σύλλογοι των Λημνιών […]. [Εκεί] Κάθομαι μια ’βδομάδα, δέκα μέρες.

Γενικότερα, για τους παλιότερους μουσικούς που θυμάται, επισημαίνει:

Έπαιζε ένας Φάνης Χατζηδημητρίου. Καλό σαντούρι […]. Από τον Κορνό ήτανε αυτός και ήταν παντρεμένος στο χωριό μας εδώ [στα Τσιμάνδρια]. […] Παλιά [έπαιζε], το 1960. Πιο μπροστά όμως, εγώ πιτσιρικάς, είχε έναν – ξένοι ήταν αυτοί – ένας Ζόμπος έπαιζε κλαρίνο […]. Είχε και έναν άλλο Βασιλούδ’ τον λέγανε […]. Απ’ τη Μύρινα κι αυτός, Μικρασιάτης ήτανε […]. Έπαιζε λαούτο […]. Και είχε και έναν πολύ μεγάλο κλαρινιτζή στον Κορνό, Προσκεφαλάς […]. Ήταν και κάποιος Τηλέμαχος [Κατσικάς]. Το πρώτο βιολί της Λήμνου […]. Από το Θάνος […]. Ο Τηλέμαχος ήταν κάτι άλλο. Ήτανε […], μεράκι είχε. Τον θυμάμαι εγώ που έπαιζε το βιολί. Δεν είχε πολλά χρόνια ο άνθρωπος στη ζωή […]. Και είχε και σαντούρια από το Θάνος. Είχε και έναν άλλον από το Πλατύ έπαιζε κλαρίνο, στην Αυστραλία είχε πάει μετά. Είχε, είχε μουσικούς. Ας πούμε, απ’ το Πορτιανού [ήταν] κάποιος Μανόλης Ποριάζης. Έπαιζε καλό βιολί […]. Ο Χρήστος ο Παντζαράς είναι απ’ τους καλούς – καλούς μουσικούς, πολύ καλός, πολύ δυνατό σαντούρι και βιολί, [πήγε] στην Αυστραλία. Και βιολί έπαιζε, αλλά ως επί το πλείστον σαντούρι έπαιζε. Από το Λιβαδοχώρι είχε [τους] Τσαντήδες.

 

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:

Ο Αθανάσιος Κοτσιναδέλλης συμμετείχε περισσότερο σε εκδηλώσεις που διοργανώνονταν εντός και εκτός νησιού. Ο ίδιος αναφέρει:

Σε γάμους πάρα πολύ λίγο [πήγαινα], σ’ εκδηλώσεις πολλές […].

Σταθερή δραστηριότητα για τον ίδιο αποτελούσε η συμμετοχή του σε διασκεδασεις στο ξενοδοχειακό συγκρότητα Έλβετικά’:

Πηγαίναμε και χορεύαμε κάθε Κυριακή στα Ελβετικά. Κάθε Κυριακή πηγαίναμε 6 χορευτές και εγώ. Μας δίνανε από 100 δραχμές και χορεύαμε εκεί πέρα. Λοιπόν, και είχαμε έναν πολύ καλό χορευτή […] Χόρευε ένα χορό που δεν το χόρευε κανένας […]. Μπλιάς [λεγότανε], Μπλιάς Γεώργιος.

 

Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:

 

Ηχογραφημένο υλικό από τη μουσική του Θανάση Κοτσιναδέλλη υπάρχει [και] στις καταγραφές του Σίμωνα Καρρά. Στην ηχογράφηση συμμετείχαν και ο Γιάννης Μηδέλιας, ο Δημήτρης Χατζηχαραλάμπους, ο Δημήτρης Μπόγδανος, ο Τρύφωνας Κατής και ο Γεώργιος Στεφανιδάκης:

Ήρθε ο Καρράς και πήγαμε σ’ ένα χωριό, στην Πλάκα απάνω και τότε γράψαμε ένα δίσκο. Γράψαμε ένα δίσκο, είμαστε όλοι οργανοπαίκτες […]. Στην Πλάκα είχε ένα παλιό σπίτι, ένα παλιό σπιτάκι, τώρα μιλάμε προ 35 χρόνια […]. Εκεί, ήτανε ένας Μηδέλιας Γιάννης, ο οποίος παίζει με τη δικιά μου τη λύρα. Τραγουδάω εγώ. Ήτανε απ’ το χωριό Παναγιά και παραδίπλα είναι και αυτός ο Δημήτρης από το Πεδινό, Χατζηχαραλάμπου, έπαιζε βιολί, πολύ ωραίο βιολί, πάρα πολύ ωραίο βιολί, ήταν ο Γιώργος Στεφανιδάκης […]. Ήτανε [ο] Τζίμης Μπόγδανος, σαντούρι […], έπαιζε καλό σαντούρι […]. Ήταν ο Τρύφωνας Κατής […], μπουζούκι, καλός, κι αυτός έφερε το μπουζούκι στη Λήμνο. Ήταν κι αυτός φτωχόπαιδο εκείνα τα χρόνια […]. Και [όταν] ευκαιρούσε τη νύχτα έπαιζε, έπαιζε, έπαιζε και μέχρι τελευταία [έπαιζε] ωραίο μπουζούκι […]. Μπορεί να είχε και πιο καλοί, να γινήκαν’ πιο καλοί [μετά], αλλά του Τρύφωνα τα πιασίματα ήταν άλλα. Δεν μπορούσαν να τα κάνουν […].

 

Σήμερα, ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης έχει δημιουργήσει μια αρκετά μεγάλη δισκογραφία:

Εγώ τώρα ότι γράφω – γράφω μουσική, γράφω στίχους, κάθε CD 4-5 τραγούδια δικά μου βάζω μέσα – όλα τα έχω διορθώσει. Έχω έναν καλό μουσικό στην Καβάλα. [και] μόλις θα το γράψω θα πάγω απάνω [εννοεί στην Καβάλα] θα καθίσουμε [και] θα τα βάλουμε στα μέτρα του.

Όπως τόνισε ο ίδιος, έχει ηχογραφήσει σε τέσσερα CD παραδοσιακούς σκοπούς της Λήμνου, τραγούδια δικά του, καθώς και τραγούδια που έπαιζε ο πατέρας του:

  • «Σε παντέχω, σε παντέχω, νησιώτικο οδοιπορικό». Ηχογράφηση σε studio της Καβάλας. Παίζουν μαζί του οι Σταύρος Τούταλας – Νίκος Τεντίνης [λαούτο], Κυριάκος Γκουβέντας [βιολί], Δημήτρης Τεντίνης [νταρμπούκα / ντέφι].

 

  • «Μια βραδιά στη Ταβέρνα του Μερακλή». Ηχογράφηση σε studio της Καβάλας. Παίζουν μαζί του οι Σταύρος Τούταλας – Νίκος Τεντίνης [λαούτο], Δημήτρης Τεντίνης [πλήκτρα].

 

  • «Η παράδοση της Λήμνου». Ηχογράφηση σε studio της Καβάλας. Παίζουν μαζί του ο εγγονός του Αθανάσιος Κοτσιναδέλλης, ο Σταύρος Τούταλας [ούτι], ο Νίκος Τεντίνης [λαούτο], και ο Κωνσταντίνος Παπαπάντος [τουμπερλέκι / νταρμπούκα].

 

  • «Η Λήμνος και τα τραγούδια της». Ηχογράφηση σε studio της Αθήνας. Παίζουν μαζί του οι Κώστας Πίτσος [κιθάρα – λαούτο], Άγγελος Δαμίρης [μπάσο], Κώστας Μεϊντανίδης [κρουστά].

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

Για τις λύρες του Αθανασίου Κοτσιναδέλλη αναφέρεται:

Έχω μια καλή λύρα στο σπίτι μου, του μπαμπά μου, από την Αμερική […]. 110 χρονών […]. Βγάζει ωραίο ήχο […]. Όσο παλιό το όργανο τόσο βγάζει […], όσο το παίζεις τόσο θέλεις να παίζεις γιατί σε ευχαριστεί. Κάνεις πράγματα μέσα, βρίσκεις δρόμους, βρίσκεις το ένα βρίσκεις το άλλο […]. Από αυτό [το όργανο] κάνω ηχογραφήσεις. Τη προσέχω σαν τα μάτια μου […]. Παλιά, παλιά έπαιζα με δικές μας λύρες. Διάφορες […]. Έχω πόσες; Καμιά δεκαπενταριά λύρες έχω. […] Έπαιζα με μία κρητικιά, την έχω εδώ πέρα […].

 

Τοπικές δράσεις:

 

Ο Αθανάσιος Κοτσιναδέλλης συμμετείχε περισσότερο σε εκδηλώσεις που διοργανώνονταν εντός και εκτός νησιού. Ο ίδιος αναφέρει:

Σε γάμους πάρα πολύ λίγο [πήγαινα], σ’ εκδηλώσεις πολλές […].

 

Υπερτοπικές δράσεις:

Ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης τα διάστημα που διέμενε στην Αθήνα έπαιζε περιστασιακά λύρα σε χοροεσπερίδες που διοργάνωνε ο σύλλογος των Λημνιών σε κέντρα της πρωτεύουσας:

Ε ψευτοδούλευα εκεί πέρα. Κάνανε οι Λημνιοί τότες χοροεσπερίδες και με καλούσανε […]. Είχε ένα κέντρο λεγότανε ‘Ορφανού’ και είχε και ένα άλλο κέντρο λεγότανε ‘Γρανάδα’ και ήτανε στη Λεωφόρο Αλεξάντρας [και πήγαινα] πότε στο ένα, πότε στο άλλο […]. Και έπαιζα και εγώ λίγο τον Κιαχαγιά, λίγο Πάτημα και κανένα άλλο και διασκέδαζε ο κόσμος και απορώ τι διασκέδαζε; Όμως εκείνοι δώσ’ του και δώσ’ του και δώσ’ του και δώσ’ του […]. Εκεί έμεινα πέντε χρόνια, τέσσερα – πέντε χρόνια [και έπαιζα], ε, όποτε […], κάθε χρόνο, μία φορά το χρόνο και τίποτε άλλο.

 

Έχει παίξει λύρα σε αρκετές εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όπως αναφέρει ο ίδιος:

  • Στην Αθήνα έχει παίξει:

Έπαιξα απάνω στην Ακρόπολη, απάνω στο θέατρο [στο Ηρώδου του Αττικού]. Πήγα και έπαιξα εγώ και χορέψανε Λημνιοί. Είχαν πάει τότες 6 Λημνιοί. Τότες εγώ είχα μικρό σύλλογο, δεν είχα γυναικείο τμήμα, χορευτικό, είχα μόνο 6 άντρες και μας κάλεσε εμάς τότες το Λύκειο Ελληνίδων […]. Το Λύκειο Ελληνίδων των Αθηνών, που η έδρα τους ήταν στο Κολωνάκι και ήρθαν εδώ πέρα 3 κοπελιές, τους έπαιξα, τους τραγούδησα [και] σε 3 μέρες νάτες πάλι με το αεροπλάνο [και μου λέμε], ‘Μωρέ φεύγουμε’ ‘Τι’ ‘Θα πάμε να χορέψουμε απάνω στο …’, και πήγαμε. Δεν είχα συνοδεία. Θέλω να καταλήξω εκεί, ότι έπαιζα μόνο λύρα. Και ήμουνα εγώ μόνον και ο συχωρεμένος ο Κώστας ο Μουντάκης, Κρητικός. Οι δυο μας παίζαμε, αυτός έπαιζε τα Κρητικά και εγώ έπαιζα τα Λημνιά. Και όλους τους άλλους τους χορούς τους παίζανε οι ίδιοι οι μουσικοί γιατί γινότανε εκεί πέρα ένα φεστιβάλ. Και θυμάμαι, με πέταξε μια κουβέντα ο Μουντάκης και μου λέει ‘ Ρε Κοτσιναδέλλη, η λύρα σου νομίζεις ότι παίζουν 20 βιολιά’ τόση ακουστικότητα, χωρίς μικρόφωνα, χωρίς τίποτα […].

 

  • Στη Θεσσαλονίκη:

Με καλέσανε […] σε ένα ταξίδι στη Θεσσαλονίκη [και] πάλι πήρα από όλη τη Λήμνο καμιά 20-22 χορευτές. Μας κάλεσε ο σύλλογος Λημνιών της Θεσσαλονίκης […]. Έγινε μέσα στην Έκθεση [αναφέρεται στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης] […]. Μας είχαν μια τεράστια εξέδρα μέσα στην αίθουσα και είχα πάρει και ένα λυράρη, λέγεται Αλέκος Μπαλτεράνος, από το Πορτιανού […]. [Δεκαετία] του 1970 πρέπει να ήτανε […]. Εμείς χορέψαμε ξέρω ’γω 4 χορούς θα έλεγε. Είχα πάρει χορευτές όμως και από τον Κάσπακα, και από το Πλατύ και από το Θάνος, Τσιμάνδρια και από τον Κοντιά […].

 

  • Στη Μυτιλήνη:

Πέντε φορές πήγα στη Μυτιλήνη και έπαιξα εγώ. Μυτιλήνη πήγα και έπαιξα στην Απάνω Σκάλα επί Σηφουνάκη, πήγα επί Αλέκου Μαθιέλλη, πήγα στο Πλωμάρι, πήγα και σε ένα παραδοσιακό γάμο στη Πέτρα […]. Με καλέσανε με το χορευτικό […].

 

  • Στην Ιταλία:

Το πρώτο ταξίδι που βγήκα και από την Λήμνο και από την Ελλάδα […], με επέλεξε το Υπουργείο Πολιτισμού, ήτανε η Μερκούρη [Μελίνα Μερκούρη]. Επέλεξε από όλη την Ελλάδα τον σύλλογο των ‘Κεχαγιάδων’ και πήγαμε στην Ιταλία, στο Τρεβίζιο και εκεί ήρθαν από όλες τις χώρες από την Ρωσία, από την Αυστρία από την Ρουμανία, Βουλγαρία, όλοι οι σύλλογοι και κάθε βράδυ χορεύαμε, 12 μέρες. Καθίσαμε και 12 μέρες κάναμε σε διάφορες πόλεις χορούς […].

 

  • Στην Αυστραλία:

Στην Αυστραλία έχω πάει δύο φορές […]. Την πρώτη φορά πήγα μόνος μου. Με καλέσανε […].

 

  • Στη Νότιο Αφρική:

Εγώ στην Αφρική πήγα μόνος μου […]. Εκεί υπάρχουν πάρα πολλοί Λημνιοί. Ο Λημνιός σύλλογος […]. Εκεί ο σύλλογος με καλούσε εμένα. Δυο φορές στη Νότιο Αφρική […]. Το ’86 πρώτη φορά, και το ’88 δεύτερη φορά.

 

  • Στην Αμερική:

Πήγα δυο φορές στην Αμερική. Πάλι οι Λημνιοί με καλέσανε.

 

  • Στη Γαλλία:

Στη Γαλλία πήγαμε στο Παρίσι. Πήγαμε στη Γενεύη με όλο το σύλλογο και χορέψαμε […]. Μεγάλο χορευτικό. Από ’κει κι ύστερα, πια γινήκαμε ξέρω ’γω, κάναμε ένα [χορευτικό] είκοσι άτομα, και γυναίκες κι αυτά. Και χαίρεσαι να βλέπεις να χορεύουν τώρα. Χαίρεσαι.

Γενικότερες αναφορές για τις υπερ – τοπικές του δράσει:

Έχω πάει [και] σε όλη την Ελλάδα. Πήγα [και] στη Σύρο. Την πρώτη φορά, πήρα μια κιθάρα μαζί μου, με το σύλλογο μαζί. Πήγαμε σε φεστιβάλ εκεί πέρα, πολλά χορευτικά […]. Τώρα Θεσσαλονίκη πήγα, Αλεξανδρούπολη, Κομοτηνή – στα Ελευθέρια πήγα και κάναμε παρέλαση, ήταν πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης τότες – στο καρναβάλι της Ξάνθης πήγα […]. Καβάλα έχω πάει πάρα πολλές [φορές]. Πηγαίνω δύο φορές τον χρόνο τουλάχιστον. [Πηγαίνω στο] ξεκίνημα της Ανεμότρατας και τις Απόκριες […]. Έχω πάει και τρεις φορές στην Κάσο. Πήγα 3 φορές. Με καλέσανε Κασιώτες.

 

Ρεπερτόριο:

Στο ρεπερτόριο του, ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης, εκτός από παραδοσιακούς σκοπούς του τόπου, έχει ενσωματώσει και δικά του τραγούδια. Κάποια από αυτά αποτελούν δικές του διασκευές παλιών σκοπών:

Μετά εγώ πλούτισα, ας πούμε, τους χορούς. Έγραψα πολλούς. Τώρα άκουγα μπάλλο και μπάλλο δεν ήξερα. Είχε έναν γέρο και μια γριούλα στον Κοντιά και πήγαινα αρκετές φορές. Πήγα ένα βράδυ [και] ετοιμαζότανε να κοιμηθούνε και λέγω ‘Κάντε με τη χάρη να θυμηθείτε λιγάκι πως χορεύονταν, πως; Λίγο θέλω, δεν θέλω πολύ, εγώ θα το βρω, λέγω’, ‘Ε να έτσι λέει κάναμ’, έτσι κάναμ’. Σηκώθηκε η γριά, σηκώθηκε και εκείνος ο καημένος λιγάκι κι από εκεί ξεκίνησα κι έγραψα και τον μπάλο. Τον έβαλα φιγούρες αρκετές, τον έδωσα ρυθμούς, τον έδωσα στιχάκια. […] Το κάθε τραγούδι, το δικό μου, έχει το Λημνιό χρώμα. Λέμε τώρα [για παράδειγμα] ‘σε παντέχω’, [απαντέχω – αναφέρεται στον τίτλο που έχει ένα από τα CD του] […]. Ορισμένες λέξεις πρέπει να λέγονται έτσι [όπως λέγονται, δηλαδή, στη Λήμνο].

Μιλώντας ο ίδιος για τη διαδικασία διασκευής παλιών σκοπών ή τραγουδιών, αναφέρει:

Τότες είχε πιο πολλές κοπέλες -τώρα έχουν πολλά αγόρια- γι’ αυτό έβγαλα το τραγουδάκι ‘Τα Τσιμαντριγιανά Κορίτσια’ και λέει: ‘Τα Τσιμαντριγιανά κορίτσια στείλανε αναφορά, στον παπά και στον δεσπότη και γυρεύουν παντρειά’ […]. Αυτό το τραγούδι που λέει ‘Καλώς ανταμωθήκαμε’, αυτό είναι πολύ ωραίο! Εγώ το ’χω φτιάξ’ […]. Τώρα έχω γράψ’ εγώ κι άλλο ‘Χαμένες μας πατρίδες μας, αμάν, αμάν, αχ αμάν ….[…].

Για το μοιρολόι της Παναγιάς επισημαίνει:

Έχω εγώ ένα πάρα πολύ ωραίο μοιρολόι […]. Με τη λύρα [το παίζω]. […] Πολύ ωραίο, βυζαντινό, πολύ όμορφο είναι. Το λέγω τη Μεγάλη Παρασκευή αυτό, με μια γυναίκα […]. Τι γίνεται όμως; […] Τα λόγια πιστεύω ότι λίγ’ διαφορά έχουνε, αλλά έχουμε σκοπό ωραίο – βυζαντινό – και το λέγω, ας πούμε, με μια γυναίκα, μια είναι από ’δω πέρα, που είναι στη Μύρινα, την Αλέκα [Αλέκα Προσκεφαλά] που ’ναι ψάλτης, έχει ωραία φωνή αυτή […]. Το έχουμε πει εμείς στον Ηλία τον Κότσαλη [ιδιοκτήτης του ραδιοφωνικού σταθμού ‘Ράδιο Άλφα’ στη Μύρινα] και το βάζει την ημέρα αυτή […]. Και ξέρ’ς τώρα, η γυναικεία φωνή που μπαίνει και η λύρα [μαζί] βγαίνει ένα πράμα, δεν σου λέω τίποτα […].

Τέλος, για το τραγούδι ‘του Ψυρούκη’:

Έχω ένα που έχει σχέση με τους Τούρκους […]. Υπήρχε το τραγουδάκ’ αυτό και το ’φτιαξα εγώ σωστό […]. Έφτιαξα τη μουσική, δεν έβγαινε [αλλιώς] και έφτιαξα και τα στιχάκια λιγάκι, γιατί τα στιχάκια […] υπήρχε μια βάση, υπήρχε η βάση, αλλά λείπαν πολλά από μέσα […]. Ήταν ένας αρχιληστής στην Τένεδο, στην Ίμβρο και στην Λήμνο […]. Είχε δυο ονόματα ‘Ψυρούκης’ και ‘Δερμάνης’. Τον σκοτώσαν οι Τούρκοι αυτόν, τον σκοτώσαν και έμεινε η ονομασία ‘Ψυρούκης’[…]. Έχω γράψει ακόμα και [για την] απελευθέρωση του νησιού μας […]. Υπήρχε [το τραγούδι], υπήρχαν ένας – δυο στίχοι που άκουγα τότε τις γυναίκες από παιδάκι – τώρα να ’μουν 7-8 χρονών – που τραγουδούσαν. Τότε πηγαίναν και θερίζανε και άκουγα. Είχε κανά δυο που είχαν κάτι φωνές πω, πω. Ιδίως το βραδάκι που έπεφτε ο ήλιος, αυτές το ρίχνανε στο τραγούδι και λέγανε διάφορα τραγούδια, διάφορα, ας πούμε, τραγούδια τα οποία έχω πάρει δυο – τρία.

Ο Θανάσης Κοτσιναδέλλης, στο πλαίσιο της αναβίωσης των παλιών μουσικών πρακτικών, τραγουδά συχνά και αυτοσχέδιους στίχους, τις λεγόμενες ‘μπατζινάδες’. Το θεματικό τους περιεχόμενο προσαρμοζόταν κάθε φορά στις περιστάσεις κάθε εκδήλωσης:

Εμείς τα λέμε μπατζινάδες. Έτσι τα λέμε εμείς […]. Αλλά, τώρα δεν υπάρχουν, ουδείς [για να φτιάχνει στιχάκια]. […] Εγώ φτιάχνω στιχάκια. Έχω ένα σκοπό τον οποίο όπου πάγω, ας πούμε, φτιάχνω στίχους ανάλογα το μέρος […]. Στις εκδηλώσεις, στη Μυτιλήνη, στην Επάνω Σκάλα, [στο] Πλωμάρι, [στην] Πέτρα, άλλος στίχος. Πέρσι ήμασταν στην Πάρο και έκανα άλλο στιχάκι για την Πάρο […]. Τους φτιάχνω [τους στίχους] και εκείνη τη στιγμή [που τραγουδώ] και λίγο πιο μπροστά

. Ενδεικτικά αναφέρονται κάποιες από τις «μπατζινάδες» του Θανάση Κοτσιναδέλλη:


Τον έναν στίχο θα σας πω φοβούμαι μη τα χάσω
μα θα τα πω όπως μπορώ για να μην τα ξεχάσω
απόψε οι λυράρηδες θα πούμε μαντινάδα
να μας ακούει η Κρήτη μας και όλη η Ελλάδα.

(από εκδήλωση στη Κρήτη –
τέλη της δεκαετίας του 1990
αρχές του 2000)

Η Λήμνος είναι όμορφη, η Λήμνος είναι ωραία
λίγο που είναι μακριά στο σύρε και στο έλα
πέντε βαπόρια ο κύριος έπαρχος βάζει εδώ και τώρα
και θα ’ρχεστε στη Λήμνο μας περίπου σε μια ώρα.

(από εκδήλωση στην Πολιόχνη Λήμνου –
αρχές της δεκαετίας του 1990)

Έχω γυναίκα μάλαμα, γι’ αυτό και την καυχιέμαι,
που με κρατάει το μαγαζί, κι εγώ με τη λύρα λιέμαι [γυρίζω].

(μπατζινάδα για τη σύζυγό του Δέσποινα)

 

Κρίσεις για άλλους μουσικούς:

Για τις μουσικές επιδόσεις του πατέρα του αναφέρει:

Παίζαν πάρα πολλοί λύρα, αλλά λίγο. Ο πατέρας μου εξελίχθηκε, γιατί τον πέρνανε στα πανηγύρια, στους γάμους και εξελίχθηκε. Είχε και καλό όργανο και όσο καλό όργανο έχεις, τόσο γλυκά παίζεις, τόσο το όργανο σε κάνει κέφι να παίξεις και να τραγουδήσεις και να βρεις και πολλά πράγματα μέσα.

 

Φωτογραφίες

Ηχογραφήσεις

1. Κεχαγιάδικος Μύρινα | 2001 κεχαγιάδικος Θανάσης Κοτσιναδέλλης, λύρα και τραγούδι, Αλέκος Μπαλτεράνος, λύρα Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
2. Αποκριάτικα δίστιχα Μύρινα | 2001 Θανάσης Κοτσιναδέλλης, λύρα και τραγούδι Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
3. Δυο τσαχαγιάδες κάθουνταν Τσιμάντρια | 2008 Θανάσης Κοτσιναδέλλης, λύρα και τραγούδι Προέλευση: Αρχείο N. Διονυσόπουλου Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
4. Μπατζινάδες Τσιμάντρια | 2008 Θανάσης Κοτσιναδέλλης, λύρα και τραγούδι Προέλευση: Αρχείο N. Διονυσόπουλου Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
Μετάβαση στο περιεχόμενο