Κολύβας Αγγελής
ΧίοςΤόπος γέννησης: Άγιος Γεώργιος Συκούσης, Χίος
Χρόνος γέννησης: 1924
Ιδιότητα: Πρακτικός οργανοπαίκτης, τουμπί.
Γονείς:
Οι γονείς του κατάγονταν και έζησαν στον Άγιο Γεώργιο Συκούση της Χίου και δεν είχαν σχέση (ερασιτεχνική ή επαγγελματική) με τη μουσική.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Α. Κολύβας είναι παντρεμένος με την Καλλιόπη Κολύβα και έχει δύο παιδιά:
Έχω ένα γιόνε και μια κόρη, δεν παίζουν μουσική. Ο γιος επίενε λίγο-λίγο στο βαπόρι [για δουλειά], μετά πίε φαντάρος. Ο γιος ήτανε στρατιώτης, έκαμε 26 μήνες στη Μυτιλήνη φαντάρος, επία και τον ηύρα δύο φορές. Ήτανε εκεί που είναι τα ψαράδικα στη Μυτιλήνη στην προκυμαία, ταξινόμος ήτανε. Του πήγαιναν τα γράμματα και τα χώριζε και τα ‘δινε των στρατιωτών, τώρα είναι στην Αμερική.
Ο Α. Κολύβας υπογράμμισε ότι στη σύζυγό του Καλλιόπη, άρεσε να τραγουδάει στα παιδιά τους όταν ήταν μικρά:
Τράγουδα των παιδακιών μου. Των παιδακιών μου σαν ήταν μικρά, η κόρη μου και ο γιος μου. Να σου τραγούδουνε να περνάει η ώρα.
Επίσης ανέφερε ότι είχε έναν μικρότερο αδελφό, ο οποίος ξεκίνησε να παίζει τουμπί πριν από τον ίδιο.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Α. Κολύβας εκτός από πρακτικός οργανοπαίκτης – τουμπί, για να συμπληρώσει το οικογενειακό του εισόδημα, ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες καθώς και με άλλες περιστασιακές δουλειές (π.χ. εργάτης):
Χωράφια [καλλιεργούσα], στους δρόμους εδούλευγαμεν, εργάτες στους δρόμους […]. Εκείνα τα χρόνια δεν ήτανε [μόνο] επάγγελμα μουσικός.
Μουσική μαθητεία:
Μονάχος, μονάχος ίπιασα. Ε, με τον κύριο Τσικολή [οργανοπαίχτης -γκάϊντα] είμαστε και γειτόνοι κει μέσα […]. Ναι, από παλιά είμαστε γειτόνοι μέσα εκεί και με μάθαινε πια σιγά – σιγά. Ε, να, έτσι θα παίζεις, έτσι θα βαστάς το τουμπανάρια. Ε, πια σιγά – σιγά συνήθειο […]. Ήτανε καλός μουσικάνος.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Α. Κολύβας συνεργάστηκε σταθερά με τον οργανοπαίκτη Αντώνη Τσικολή που έπαιζε γκάιντα:
36 χρόνια έπαιζα τουμπί, 36, με το σύντροφό μου, Τσικολής, Αντώνιος Τσικολής – Αγγελής Κολύβας. Ο κύριος Τσικολής ίπαιζε γκάιντα και ο κύριος Κολύβας τουμπί, παίζαμε.
Επίσης, έχει συνεργαστεί (πιο περιστασιακά) και με τον Κώστα Καλλιπέτη, τσαμπούνα:
Ε, για να κάνετε καλή δουλειά θα βρείτε τον Καλλιπέτη να παίξουνε. Να παίζει τουμπί, να παίζει και τσαμπούνα […]. Ο Καλιπέτης ίμενε στην Αυστραλία, εκείνος ήτανε εκεί και ίπαιζε και κει, με τον αδερφό μου. Πήγαινε εκείνος Αυστράλια, ίπαιζα με τον Αντώνιο τον Τσικολή κι ίπαιζα τουμπί, κι ο αδελφός μου. Εγώ είμαι πιο μεγάλος. Ε, τώρα επαίζανε επαίζανε [ο αδερφός μου] με τον Καλλιπέτη, επαίζανε στην Αστράλια, επαίζανε σε γιορτές […].
Το Λιθί, οι Διδύμες και ο Άγιος Γεώργιος Συκούσης είχαν μουσικούς οι οποίοι έπαιζαν τσαμπούνα και τουμπί, ο Α. Κολύβας ανέφερε τους:
Οι δύο τσαμπουνέρηδες, ο Καλλιπέτης δεν ήτανε τότες, ο Ντούλος, ο Στέλιος Ντούλος, και ο άλλος που παίζαμε μαζί, ο Τσικολής. Τουμπί έπαιζε και ένας, ο Σαραντής […]. Πώς τον λέγαν τον Κουσέ; Πάτρας ήταν ο Κουσές, το επίθετό του. Ε, μετά παίζανε και τα παιδιά αυτουνού του Ντούλου, παίζαν’ και τα παιδιά του και τουμπί και γκάιντα, τσαμπούνα. Τα παιδιά λείπουν, οι γονείς πεθάναν, τα παιδιά ζούνε. Τώρα μαθαίνουν πολλά μικρά παιδιά […].
[…] ερχόνταν πολλοί [μουσικοί για να παίξουν στο χωριό μας], κάτι από το Θολό Ποτάμι, Σκουφάρηδες. Παίζανε ακορντεόν, παίζανε κλαρίνο, ο άλλος […], ήταν δυο, τρία αδέρφια. Ήταν τ’ αδέρφια και παίζανε και βιολί, παίζανε ακορντεόν, ο Αλέκος, ο Γιώργης ίπαιζε το […].
Ο Αντώνιος Τσικολής έπαιζε γκάιντα μαζί με τον Αγγελή Κολύβα, ο οποίος έπαιζε τουμπί. Ο Γιώργης Ντούντος, συγχωριανός τους, έπαιζε ούτι και Ζανής Αγουρίδης έπαιζε σαντούρι.
Ο Α. Κολύβας υπογράμμισε επίσης ότι από το βόρειο τμήμα της Χίου δεν πήγαιναν μουσικοί στο Άγιο Γεώργιο για να παίξουν:
Δεν είχενε μέσο, με τι να κατεβούν οι άνθρωποι; Να περπατήσει τόσες ώρες! Ερχόταν κομπανίες από τα διπλανά χωριά, μουσικοί, από γύρου-γύρου, Θολόν Ποτάμι […]. Οι περισσότεροι ήταν εδώ κάτω στα νότια, εδώ, Ασπροχώματα (;), Θολόν Ποτάμι, γύρου – γύρου, Λίμνες (;), Καταρράχτη, βγάζαν’ πολλούς οργανοπαίχτες […].
[…] Τα πανηγύρια τα κάνανε στο καφενείο. Ούτι, σαντούρι, βιολί και κλαρίνο, και περισσότερο φέρναν’ από άλλα χωριά όργανα, από την Παγίδα, από ’κει. Έξω εκεί είχε τρία – τέσσερα καφενεία στην εκκλησία που είδατε του Άγιου Παντελέμονα, που ήταν η εκκλησία εκεί, είναι ο Άγιος Παντελέμονας, εκάναν όλα τα καφενεία πανηγύρι, τρία καφενεία και οι τρεις να ‘χουν όργανα, το κάθε καφενείο δικό του […]. Του προφήτη Ηλία κάμνανε εδώ, του Αγίου Γεωργίου εδώ πάλι, κάνανε εδώ στην πλατεία, κάνανε τα μέσα καφενεία, παλιά αυτά, πριν το ’50 [1950], το ’52 [1952]. Και τότε παίζανε τα όργανα χωρίς μικρόφωνα, δεν είχε τέτοια Το ρεύμα πότε ήρθε, το ’65 [1965]; Και αλλάξαν και τα όργανα από τότε που [ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα]. Ε, αλλάξαν! Σαντούρι, κλαρίνο, βιολί και ούτι, αυτά ήταν τότε, δεν είχεν ούτε κιθάρες ούτε […]. Ε, ύστερις πια, αρχινίσανε πια όλα […].
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Ο Α. Κολύβας έπαιζε τουμπί από 30 χρονών και για 36 χρόνια, κυρίως τις Απόκριες και την Πρωτοχρονιά. Η σύζυγος του Καλλιόπη ανέφερε:
Ετούτο το επάγγελμα που λέτε τώρα εσείς, η γκάιντα, ήταν μοναχά την Πρωτοχρονιά και τις Αποκριές.
Ο Α. Κολύβας έπαιζε τουμπί κάθε χρόνο τις Απόκριες και την Πρωτοχρονιά, για όσες μέρες διαρκούσαν οι γιορτές:
Ετούτο το επάγγελμα που λέτε τώρα εσείς, η γκάιντα, ήταν μοναχά την Πρωτοχρονιά και τις Αποκριές […]. Ερχούνταν [κόσμος για να γλεντίσει] από το Δαφνώνα, από το Βερβεράτο, από το Ζυφιά, από το Θολό Ποτάμι, από τη Βέσσα, απ’ το Λιθί, όλα τα χωριά εδώ, τις Αποκριές. Να, ο κόσμος ήταν σαν τις μέλισσες στο χωριό […].
[…] Ο κύριος Τσικολής ίπαιζε γκάιντα και ο κύριος Κολύβας τουμπί. Παίζαμε, εγυρίζαμεν τις Αποκριές, επαίζαμεν, εγράφονταν εδώ στο χωριόνε και κάθε βράδυ παίζαμεν και χορεύγανε […]. Επιάναν όλοι, ας πούμε, του Σαγκιώλη είχε πολύ κόσμο. Τώρα που παίζαμε και γυρίζαμενε τα παλικάρια που γυρίζαμενε, εγράφουνταν στα καφενεία. Εσυμφώναες με τον καφετζή πόσα θέλεις να γραφτούνε τα παιδιά. Έλεγαν 50, 100, 200, 500 εκείνα που ν’ τα. Ύστερις να πιούμε τα ρακάκια μας και να σηκωθούμε να πάρουμε τη μόστρα. Το χωριό πόρτα, με την γκάιντα και με το τουμπί και με την παρέα. Με την παρέα 10, 12, είχενε και παιδάκια από πίσω και φωνάζανε […].
Την τελευταία βδομάδα των Αποκριών επαίζαμε κάθε βράδυ, κάθε βράδυ. Απ’ την Κυριακή 8 ως 8 [η ώρα] επαίζαμε, απ’ την Κυριακή ως την Καθαρή Δευτέρα. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ, μαζεύονταν κόσμος, στην πλατεία. Όξω εκεί που ρωτήσατε εκεί παίζαμε, και εδώ μέσα παίζαμε […].
[…] Ε, ύστερα πάλι ήρθε τ’ Αι Βασιλιού που γυρίζαμε τη Χώρα, εμπαίναμε στα σπίτια και παίζαμε. Επεράσαμε εμείς με τον Αντώνη το Τσικολή ξενύχτια, τις Αποκριές. Μας εκαλούσαν κάτω και ερχούνταν τέσσερα, πέντε άτομα, έξι άτομα. Πάμε στα σπίτια, στα καφενεία, πάμε στο σπίτι του μιανού, πάμε στ’ αλλουνού, συγγενείς, του Αγίου Βασιλιού ήτανε αυτό, μόνο του Αγίου Βασιλιού μας καλούσαν στα σπίτια, τ’ Αϊ Βασιλιού. Τις άλλες επαίζαμεν εδώ στο χωριό, τις Αποκριές. Μόνο με το τουμπί, σε πανηύρια όχι. Τις Αποκριές μόνο […].
[…] Ήτανε από πολλά χωριά, Θολόν Ποτάμι, Λιθί, απ’ εδώ κάτω άλλα χωριά οργανοπαίχτες και το βράδυ να μαζευτούμε κάτω στου Μουσκούρη, το λέγανε, το καφενείο. Κάτω, στη Χίο, στη Χώρα, εκεί να μαζευτούμε πια όλοι ‘κει μέσα, μεγάλο καφενείο, του Μουσκούρη, μεγάλο καφενείο. Και οι οργανοπαίχτες να μαζευτούμε ύστερις να παίζομεν εμείς να παίζουνε και κείνοι, να χορεύουν, όλη η παρέα. Τ’ Αι Βασιλιού, Πρωτοχρονιά, ως τα Φώτα, ως τα Φώτα ήταν αυτή η δουλειά. Ως τα Φώτα, Αϊ Γιαννιού μέσα έτσι. Ύστερις πια πάλι εδώ στο χωριό.
Παλιά ερχόταν καμιά φορά επί Χούντας ο Παττακός ή ο αυτός […], μας καλούσαν να πάμε να παίξουμε γκάιντα εκεί στο […], στην πλατεία και από ‘δω όλο το συγκρότημα ντυμένοι […]. Όποιος ήταν να ‘ρθει, πηγαίναμε μαζί με τους χορευτές και χορεύανε.
Ο Α. Κολύβας αναφέρθηκε στις διασκεδάσεις του κόσμου την περίοδο της Αποκριάς:
Άκου, ήταν δυο τουμπιά. Το ένα τουμπί ήταν απ’ εδώ και τ’ άλλο απ’ εκεί, και όποιος το προλάβαινε είχαν και σημαίες. Ύστερα να ‘ρθει το άλλο το τουμπί να πάρει βόλτα τη σημαία που ‘κανε η παρέα και γίνουνταν οι καυγάδες. Και γινούνταν οι καυγάδες. Να πάρει βόλτα το άλλο τουμπί, αλλά είχε το γούστο του και κείνο. Το ’να τουμπί ήταν πιο κάτω, τ’ άλλο πιο πάνω και παίζαν. Ύστερις μεθυσμένοι […], τις Αποκριές ήταν τα καλά […]. Ωραία περνούσαμε, καλά ήταν, ετραβούσαμε χορό, τις Απόκριες και οι γριές χορεύανε, πίναν’ κιόλας. Έρχονταν από το Θολό Ποτάμι, Βέσσα, Λιθονούσοι [από το Λιθί], Δαφνούσοι πολλοί [από το Δαφνώνα], Χαλκούσοι [από το Χαλκειό], Ζυφιανούσοι [από το Ζυφιά], Βερβεραντούσοι [από το Βερβεράτο], έρχονταν εδώ τις Αποκριές. Δεν είχαν βλέπεις οι άνθρωποι […], ήταν το χωριό στολίδι στην πλατεία.
Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:
Το 2006 απονεμήθηκε στον Α. Κολύβα τιμητική πλακέτα, στα πλαίσια τιμητικών εκδηλώσεων του Δήμου Καμποχωρίων Χίου προς τους παλιούς μουσικούς του Δήμου.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Ο Α. Κολύβας ανέφερε για το τουμπί του:
Το τουμπί γινότανε από δέρμα και από ξύλο. Όπως είναι το κατσίκι η προβιά, αρκεί να ‘ναι έτσι καθαρισμένη, δεν έχει τρίχες απάνω, είναι έτσι καθαρισμένη, για να παίζει. Την αλείφουν και κάτι, και ξύλο, την τεντώνουν με σπάγγο με ξυλάκια, για να χτυπά καλά […]. Το τουμπί είχενε μάστορα και το σιάζενε, είχενε μάστορα το Λιθί και μας το ετοιμάζανε. Τούτος ο Κώστας ο Καλιπέτης ήξερε να κάνει και τουμπάκια, έκαμε των παιδακιών, έκαμε των παιδακιών που τα μαθαίνει να παίζουν.
Για τα μουσικά όργανα που παίζαν οι κομπανίες της περιοχής του, ανέφερε:
Ε, εδώ ήτανε σαντούρι, βιολί, κλαρίνο και ούτι, τίποτα άλλο δεν είχενε εδώ. Και παντού ήτανε τα ίδια όργανα, δεν είχενε άλλα όργανα. Ύστερι πια έβγανε τ’ άλλα, ύστερις ήβγανε οι κιθάρες, ήβγαν τα μπουζούκια, ήλλαξε […].
[…] του προφήτη Ηλία κάμνανε εδώ [πανηγύρι], του Αγίου Γεωργίου εδώ πάλι, κάνανε εδώ στην πλατεία, κάνανε τα μέσα καφενεία, παλιά αυτά, πριν το ’50 [1950], το ’52 [1952]. Και τότε παίζανε τα όργανα χωρίς μικρόφωνα, δεν είχε τέτοια Το ρεύμα πότε ήρθε, το ’65 [1965]; Και αλλάξαν και τα όργανα από τότε που [ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα]. Ε, αλλάξαν! Σαντούρι, κλαρίνο, βιολί και ούτι, αυτά ήταν τότε, δεν είχεν ούτε κιθάρες ούτε […]. Ε, ύστερις πια, αρχινίσανε πια όλα […].
Τοπικές δράσεις:
Ο Α. Κολύβας ανέφερε ότι έπαιζε μουσική μόνο στα χωριά της στενής γεωγραφικής του περιφέρειας:
Να μας καλέσουν να πάμενε Ζυφιά, να πάω στη Βέσσα, να παίζω με τον Αντώνη τον Τσικολή, επαίζαμε, Θολόν Ποτάμιν επία και παίζαμε. Όχι, απάνω [στα χωριά του βόρειου τμήματος της Χίου], όχι. Σας είπα, Θυμιανά, Κάμπο, σ’ αυτά τα μέρη μας επαίρνανε, πιαίναμε και παίζαμε […].
[…] απ’ εδώ κάτω άλλα χωριά, οργανοπαίχτες, και το βράδυ να μαζευτούμε κάτω στου Μουσκούρη, το λέγανε το καφενείο. Κάτω, στη Χίο, στη Χώρα, εκεί να μαζευτούμε πια όλοι ‘κει μέσα, μεγάλο καφενείο, του Μουσκούρη, μεγάλο καφενείο. Και οι οργανοπαίχτες να μαζευτούμε ύστερις να παίζομεν εμείς να παίζουνε και κείνοι, να χορεύουν, όλη η παρέα. Τ’ Αι Βασιλιού, Πρωτοχρονιά, ως τα Φώτα, ως τα Φώτα ήταν αυτή η δουλειά. Ως τα Φώτα, Αϊ Γιαννιού μέσα έτσι. Ύστερις πια πάλι εδώ στο χωριό.
Υπερτοπικές δράσεις:
Ο Α. Κολύβας έχει παίξει μουσική μαζί με τον Αντώνη Τσικολή στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης καθώς και σε εκδηλώσεις της Ένωσης Μαστιχοπαραγωγών της Χίου στο ξενοδοχείο ‘Χίλτον’ στην Αθήνα:
Επίαμε στη Σαλοννίκη. Απ’ τη Σαλοννίκη ήρταμε στην Αθήνα. Στο ‘Χίλτον’. Εκεί παίζαμε, 12 μέρες ελείπαμε και επαίζαμε. Κοπέλες, παλικάρια και χορεύγανε ντυμένοι, με στολές, αρχαίες στολές, και χορεύγαμε, το ‘70 [δεκαετία 1970] είχαμε πάει […].
[…] ύστερα ήρταμεν στην Αθήνα. Μας είχανε πάνω στ’ άλογα, πάνω στις άμαξες και παίζαμενε όλοι οι χορευτάδες, κορίτσια, παλικάρια και γυρίζαμενε την πόλη. Στην Αθήνα, μας εκάλεσε η Ένωση Μαστιχοπάραγωγών [Χίου]. Επίαμεν στη Σαλονίκη, από τη Σαλονίκη ήρταμεν στην Αθήνα. Και μας είχαν πια πάνω στ’ άλογα και γυρίζαμενε, δεν είχε αυτοκίνητα τότε η Αθήνα, με τις άμαξες μας εγυρίζανε, με τ’ άλογα.
Ρεπερτόριο:
Για τους σκοπούς και τα τραγούδια που παίζανε σε διάφορες περιστάσεις, ανέφερε:
Ε, παίζαμενε, τραγουδούσαμε τον Αι Βασίλη, ύστερα πάλι τις Αποκριές, αποκριάτικα. Τ’ αποκριάτικα είναι [χτυπά με τα χέρια του το τραπέζι, μιμούμενος το σκοπό του τραγουδιού] ‘Κλώσα τα πουλιά, κλώσα τα πουλιά, κλώσα τα πουλιά, δεν τα ‘βγαλες σωστά’, αυτός είναι συρτός, [συνεχίζει το τραγούδι] ‘Για σωστά, για σωστά να μου τα βγάλεις, για στο δια, για στο διάβολο να πάεις’. [Συνεχίζει το τραγούδι] ‘Ένας πετεινός, ένας πετεινός, ένας πετεινός μεγάλος και τρανός […].
Ο Α. Κολύβας έπαιξε τον σκοπό σιγανό, χτυπώντας τα χέρια στο τραπέζι και τραγουδώντας:
Εδιάβησαν οι Αποκριές, πάνε και οι τυρινάδες, έλα, έλα, στάσου λέγω, μη με τυραννάς και κλαίγω […].
[Τραγούδησε επίσης] ‘Τούτη τη γη που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε. Ανέβασε με, μάνα μου, απάνω στο πουντάκι, απάνω στο πουντάκι, να βλέπω το βασιλικό και ένα βλακουδάκι. Έλα, έλα, περδικά μου, στα κανάκια τα δικά μου […]. ‘Σύρετε τα να κορδίσουν το χορό να νοστιμίσουν. Τούτης η γη με τα ντουντούλια […]. Α, ρε, τούτη τη γη που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε. Βρε στον άγιο, στον άγιο Παντελέμονα, στον άγιο Παντελέμονα την εκκλησιά από πίσω, εφύτεψα μια λεμονιά και πα να την ποτίσω. Κάνει λεμόνια μάλαμα και πορτοκάλια ασήμι […], σύρετε τα να κορδίσουν […]’. Αυτός είναι σιγανός χορός. Αυτά είναι Αποκριάτικα, αποκριάτικα είν’ τούτα.
Με τον ίδιο τρόπο έπαιξε και τον «σκέτο τον τρεχάτο»:
‘Στην Αγια Μαρκέλλα με τον ποταμό, τρεις φορές με φίλησε του διαβόλου ο γιος, έκει πεπαρούδι και πολύ λαδί […]’. Όλα αυτά είναι της αποκριάς.
Επίσης ανέφερε ότι στα σπίτια που τους καλούσαν για να πάνε να «πολυχρονίσουν» έλεγαν τα κάλαντα της πρωτοχρονιάς – του Αγίου Βασιλείου.
Ο Α. Κολύβας αναφέρθηκε και στον χορό «τρεχάτο»:
Πιάναν’ τα χέρια τους. Ε, ήτανε τρία άτομα, τρία, τέσσαρα άτομα αλλά γρήγορα, γύρω – γύρω. Ήτανε μόνο μουσική με το τουμπί, με το τουμπί, τσαμπουνάτα. Μετά που πίνανε, όπως έπαιρναν βόλτα, έχομε ένα κουτρουλόμυλο τον λέμε […]. Μύλο, μύλο που αλέθαν’ τα σιτάρια και να πάνε απάνω απ’ εδώ στο βουνό να πάρουν βόλτα […]. Είναι αρχαιολογικός αυτός, έκαναν πολλές […]. Γυρίζαν’ το πηγάδι γύρω-γύρω απάνω στα χείλια του, τα πηγάδια και μεθυσμένοι, αφού δεν μπήκαν καμιά φορά μέσα […].
Αμοιβή:
Σχετικά με την αμοιβή τους, ανέφερε:
Μας επλερώναν οι άνθρωποι. Άκου να σου πω, δεν είχενε […], εκεί που να πάρεις δέκα [δραχμές] σου δίναν’ είκοσι. Τους αυτόνανε, τους κολλούσανε, που λένε. Μας εκολούσανε [χαρτούρα], παίζαμε [και μας] βάναμε τα πενηντάρια εδώ να, τα καταστάρια του κυρίου Τσικολή τ’ Αντώνη τα βάζανε εδώ, τα κολλούσαν εδώ [μάλλον δείχνει το μέτωπο][…].
[…] Τώρα που παίζαμε και γυρίζαμενε τα παλικάρια, που γυρίζαμενε, εγράφουνταν στα καφενεία. Εσυμφώναες με τον καφετζή πόσα θέλεις να γραφτούνε τα παιδιά. Έλεγαν 50, 100, 200, 500 εκείνα που ν’ τα. Ύστερις να πιούμε τα ρακάκια μας και να σηκωθούμε να πάρουμε τη μόστρα […].
Για τον καταμερισμό της αμοιβής μεταξύ τους ανέφερε ότι:
[…] Πηγαίναμε να μας δώσουν τώρα στις Απόκριες, να παίζουμε μια εβδομάδα, να μας δώσουνε […]. Να γραφτούμε και να μας [δώσουνε] 200 δραχμές, 300 δραχμές. 300, 400 δραχμές, ίπαιρνε εκείνος τα 60 και τα 40 εγώ. Εκείνος φούσκωνε [και για αυτό] ίπαιρνε [το] 60% [της αμοιβής μας] και [έπαιρνα το] 40% εγώ. Κοίτα να δεις, φουσκώνει ο άνθρωπος [έπαιζε τη γκάϊντα ο Α. Τσικολής], κουράζεται πιο καλά […]. Ή να γραφτούμε 200, 300, 500 λεφτά, ύστερις άμα τελειώσουμε, να μας πλερώσουν. Δεν είχε χρήμα εκείνα τα χρόνια, ήτανε φτώχια, τότες ήτανε το χρήμα λίγο. Κοιτάζαμε να τελειώσουμε να κάτσουμε να τα μοιράζουμε. Αν είχαμεν κάνα τυχερό […].
[…] Εγυρίζαμε Παρασκευή στα σπίτια και γυρεύαμε καρκαλουσίκια. Λεφτά, και δίνανε οι κοπέλες λεφτά, από ‘ξω, από ‘ξω […]. Είμαστε τώρα στο σπίτι. Επαίζαμε τις Αποκριές, επαίζαμε από ‘ξω απ’ το σπίτι, από ‘ξω και να ‘ρτουν, να βγει να του δώκεις ένα φράγκο, μισό φράγκο. ‘Καρκαλουσίκια’, ‘Καρκαλουσίκια’, ‘Καρκαλούσηδες’ εγυρίζαμε, τα ματσώναμε […]. Επίναν οι ανθρώποι […], μας δώναν ντοματάκια, μας δώναν αυγά, μας δώναν αυγά την Παρασκευή. Αυγά, ντοματάκια, μας δώναν ντοματάκια, τυράκια. Ύστερις πηγαίναμε στα καφενεία και τρώγαμ’ και πίναμ’. Τα πηγαίναμ’ στο καφενείο και τα τηγάνιζε ο καφετζής και πίναμ’. Ήτανε ο καφετζής, να τα τηγανίσει, να πιούμε τα ρακάκια μας.
Ο καφετζής επλερώνουνταν απ’ τα παλικάρια, που να μαζέψουνε τα παλικάρια να πλερώσουνε κι εμάς και τον καφετζή. Και κείνος τους σήκωνε την φανάρα, είχεν και μια φανάρα μεγάλη και την ίβαζε στο κεφάλι και γυρίζανε, λουξ. Δεν είχενε, δεν είχε φώτα, και στέκουνταν και την εσήκωνε έτσι, αγανάκτηση. Εκείνα τα παλιά [χρονια] ούτε φωτογραφίες επαίρναμε, ήτανε φτώχεια. Αλλά κόσμος, απ’ όλα τα χωριά μαζεύονταν, να πάνε να γραφτούνε στο καφενείο, πόσα θέλει ο καφετζής, πόσα θέλουμεν εμείς.
Ακροατές – γλεντιστές:
Την τελευταία βδομάδα των Αποκριών επαίζαμε κάθε βράδυ, κάθε βράδυ. Απ’ την Κυριακή 8 ως 8 [η ώρα] επαίζαμε, απ’ την Κυριακή ως την Καθαρή Δευτέρα. Κάθε βράδυ, κάθε βράδυ. Μαζεύονταν κόσμος στην πλατεία, όξω εκεί που ρωτήσατε, εκεί παίζαμε. Και εδώ μέσα παίζαμε. Αμέ είχε και κορίτσια και παλικάρια. Πολύ κόσμο δεν είχανε τ’ άλλα χωριά, και μαζεύουνταν όλοι εδώ. Κορίτσια και αγόρια, νέοι, γέροι, πιάναν’ όλοι μαζί. Πιάναν’ και γυρίζαν’ γύρω-γύρω και χορεύουν […]. Τα παλιά χορεύγειν πολύς κόσμος στα τουμπιά, στα παλιά. Κάθε πράγμα στην εποχή του. Ήταν οι Αποκριές, εχορεύγαν οι άνθρωποι, χορεύανε και άντρες και γυναίκες. Άντρες παντρεμένοι, παντρεμένες γυναίκες […].