Κλαρίνο
ΠνευστάΤο Κλαρίνο είναι πνευστό μουσικό όργανο. Έχει επίμηκες σωληνωτό σχήμα, ενώ στο σώμα του υπάρχουν έξι βασικές οπές μπροστά και μια οπή στην πίσω πλευρά. Επιπλέον έχει μια σειρά από μεταλλικά κλειδιά που καλύπτουν ή αποκαλύπτουν άλλες οπές στο σώμα του οργάνου. Ο ήχος προέρχεται από το παλλόμενο επιγλωσσίδιο που βρίσκεται τοποθετημένο στο επιστόμιο, στην κορυφή του οργάνου. Αποτελείται συνήθως από πέντε τμήματα τα οποία ξεκινώντας από την κορυφή είναι τα εξής: Το επιστόμιο, το βαρελάκι, το άνω στέλεχος, το κάτω στέλεχος και η καμπάνα. Το υλικό κατασκευής είναι το ξύλο, κυρίως Αφρικανικός έβενος, ή τριανταφυλλιά Ονδούρας, ενώ το επιγλωσσίδιο κατασκευάζεται από καλάμι, κομμένο σε κατάλληλο πάχος. Το Κλαρίνο προήλθε από μετεξέλιξη παλαιότερων παρόμοιων οργάνων. Ως πρόδρομο όργανο του Κλαρίνου αναφέρεται το γαλλικό πνευστό όργανο chalumeau, που σημαίνει κάλαμος, στο οποίο σταδιακά προστέθηκαν μια σειρά κλειδιά. Βασικό σταθμό αποτελεί η προσθήκη από το Γερμανό Γιόχαν Κρίστοφ Ντέννερ, του κλειδιού δίπλα στην πίσω οπή του οργάνου (στα ελληνικά λέγεται και ψυχή). Το 1839, ο Γάλλος Υάκινθος Κλοζέ αναδιέταξε τα κλειδιά, δημιουργώντας το Κλαρινέτο στη σύγχρονή του μορφή. Στην ελληνική δημοτική μουσική το Κλαρίνο έχει ιδιαίτερο βάρος, αφού είναι διαδεδομένο σε όλες τις γωνιές της χώρας, όπως στην Πελοπόννησο, στη Στερεά, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, αλλά και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Είναι αδιευκρίνιστες οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το Κλαρίνο έφτασε στον ελληνικό χώρο. Σύμφωνα με μια εκδοχή η διάδοσή του οφείλεται στους μουσικούς που υπηρέτησαν σε στρατιωτικές ορχήστρες (μπάντες) του οθωμανικού, αλλά και του ελληνικού στρατού. Σύμφωνα με μια δεύτερη εκδοχή, η διάδοσή του στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο οφείλεται στους τσιγγάνους περιοδεύοντες μουσικούς, οι οποίοι το έφεραν από την Ευρώπη περί τα μέσα του 19ου αιώνα. Το παραδοσιακό κλαρίνο στην Ελλάδα είναι σε κλίμακα Ντο, αλλά ευρέως χρησιμοποιείται και το κλαρίνο σε κλίμακα Σι. Στη Θράκη χρησιμοποιούν και το μεταλλικό κλαρίνο σε κλίμακα Σολ. Οι Έλληνες λαϊκοί οργανοπαίκτες εξέλιξαν την τεχνική του παιξίματος του οργάνου. Η εξέλιξη αυτή ήταν σταδιακή και έχει σήμερα κλείσει έναν πολύ μεγάλο κύκλο, καταλήγοντας σε έναν χαρακτηριστικό και εύκολα αναγνωρίσιμο ήχο.