Κατής Τρύφωνας

Λήμνος

Τόπος γέννησης: Τσιμάνδρια, Λήμνος

Χρόνος γέννησης: 1929

Προσωνύμιο («Παρατσούκλι»): ‘Σκορδαλιάς’

Ιδιότητα:

Ο Τρύφωνας Κατής έπαιζε μπουζούκι, ενώ περιστασιακά συμμετείχε σε κομπανίες, συνοδεύοντας άλλους μουσικούς με την κιθάρα του.

 

Γονείς:

Ο Τρύφωνας Κατής προερχόταν από οικογένεια που δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στην αλιεία:

Ο πατέρας μου ήτανε ψαράς.

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Τη μουσική πορεία του Τρύφωνα Κατή, την ακολούθησε ο μεγάλος του γιος:

Ο γιος μου ο μεγάλος ήταν 25 χρόνια ντραμίστας κάτω στην Αθήνα. Τώρα ήρθε εδώ και παντρεύτηκε. Τώρα τελευταία δούλευε με τον Τερλέγκα. Έχει παίξει και με τον Αγγελόπουλο στην Εθνική [στα κέντρα που δημιουργήθηκαν στην περιφέρεια της Αθήνας]. Ήταν τότες μια σεζόν παίξανε μαζί, μετά, βέβαια, πέθανε ο Αγγελόπουλος. [Έπαιξε] και με τον Μοναχό, με πολλούς, με τον Καμπουρίδη, πολλά χρόνια σου λέω, πολλά.

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Για την παράλληλη απασχόληση του, εκτός από την μουσική αναφέρει:

Ο πατέρας μου ήτανε ψαράς […]. Μετά, κάτι ο αδελφός μου είχε βάρκα και έπαιρνα τα ψάρια και τα πουλούσα. Είχα πάρει τρίκυκλο.

 

Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:

Ο Τρύφωνας Κατής κατάγεται από το χωριό Τσιμάνδρια της Λημνού. Το 1948, σε ηλικία 19 ετών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για 4 χρόνια, Εκεί, παράλληλα με τις άλλες επαγγελματικές του δραστηριότητες, συναναστράφηκε και με μουσικούς του λαϊκού ρεπερτορίου, που ήταν ήδη σε επαφή με το χώρο της δισκογραφίας:

Σύχναζα εκεί στο καφενείο Μουσικών που σύχναζε ο Χιώτης, ο Τσιτσάνης […]. Ήτανε στην Ομόνοια […]. Λοιπόν, εκεί είχε γραμμόφωνο με χωνί και όποιος έβγαζε δίσκο το έπαιζε για να ακούν οι άλλοι. Και πήγαινα και καθόμουν κοντά στον Τσιτσάνη και στον Χιώτη. [Στον] Χιώτη να βλέπεις κάθε παιδί ερχόταν [και] βάσταν ένα όργανο στην αμασχάλη και έλεγε: ‘Μανόλη θα μου δείξεις το όργανο;’ […]. Μου λέει, εμένα, εμείς είμαστε αυτοδίδακτοι. Και πραγματικά οι πιο πολλοί ξεκινούσαν έτσι. Άλλοι ’ξεραν [μάθαιναν] μουσική μετά.

Στο χωριό Τσιμάνδρια επέστρεψε μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας. Τις τελευταίες δεκαετίες διέμεινε μόνιμα στο χωριό Μούδρο της Λήμνου.

 

 

Προσωπική και οικογενειακή πορεία:

Το 1952, Τρύφωνας Κατής υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία. Στο διάστημα αυτό η ενασχόληση του με τη μουσική αφορούσε κυρίως τη διασκέδαση των οπλιτών:

Το ’52 πήγα φαντάρος και απολύθηκα μετά δυο χρόνια […]. Στο στρατό έκανα ψυχαγωγία μόνο […]. Και στο Μεσολόγγι που ’χε σταθμό είχε ένα κλαρίνο εκεί και κάναμε εκπομπή. [Συνήθως] με παίρνανε οι αξιωματικοί στη λέσχη, μετά στην Ξάνθη στη λέσχη που πήγα, μετά στον Έβρο […]. Στην Ξάνθη [θυμάμαι] είμαστε καλά όργανα, είμαστε έξι όργανα. Μετά πήγαινα ψυχαγωγία στα Φυλάκια επάνω στα χωριά στον Έβρο, πάνω απ’ το Διδυμότειχο. Ε, μετά, το ’54, απολύθηκα.

Μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, ο Τρύφωνας Κατής επέστρεψε στα Τσιμάνδρια της Λήμνου για μόνιμη, πλέον, εγκατάσταση. Την περίοδο αυτή το μεταναστευτικό ρεύμα υπήρξε ιδιαίτερα έντονο, επηρεάζοντας την κοινωνική ζωή του τόπου. Όπως αναφέρει ο Τ. Κατής:

Να σου δείξω γράμματα από ’κει να κλαις. Από την Γερμανία απ’ την Γαλλία, απ’ την, την Αυστραλία απ’ την Αμερική. Ένας τραγουδιστής που ’χαμε στην ΕΡΤ ο Γιώργος ο Στεφανιδάκης, που ’παιζε κιθάρα, ήτανε στην Αμερική. Μου λέει: ‘Τ’ όνομά σου; Από πού είσαι; Έλα κάτω, λέει, και θα δεις που θα πιάσεις πολλά λεφτά’. Μου το είπε γιατί έφευγαν πολλοί μετανάστες και παν’ στους μετανάστες πηγαίναν και οι ξένοι, οι αυτοί, ας το πούμε οι Αμερικάνοι, οι Αυστραλοί, γιατί τους αρέσουν τα μπουζούκια. Δεν πήγα πουθενά, όμως, έμεινα εδώ στην Λήμνο.

 

Μουσική μαθητεία:

Τα πρώτα μαθήματα μουσικής, από έναν θείο του που έπαιζε μαντολίνο:

Είχε ο θείος μου ο Κατής ένα μαντολίνο, έπαιζε και μαντολίνο. Πήγαινα και τον παρακαλούσα […]. Κάθε μέρα πήγαινα με τα πόδια Τσιμάνδρια – Κοντιά. Λέω θείο […], έκλαιγα. [Τελικά] μου το ’δωσε και μου ’χε δείξει κάτι κλίμακες, βέβαια.

Επίσης, στην Αθήνα μαθήτευσε στο μουσικό Στέλιο Πρωτόπαπα με τον οποίο συνεργάσθηκε και επαγγελματικά:

Στην Αθήνα σε δουλειά με πήρανε ο Πρωτόπαπας. Μεροκάματο και χαρτούρα. Με δίνανε εμένα [λεφτά] δεν με αφήναν […]. Φορούσα και ένα ναυτικό καπέλο από ’δω, όπως οι ψαράδες και όταν πηγαίναμε μου λέγε: ‘Τρύφωνα θα του βγάζεις το καπέλο’.

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):

Στη Λήμνο, η πορεία του Τρύφωνα Κατή ως οργανοπαίχτη, υπήρξε, όπως ο ίδιος αναφέρει, καθοριστική:

Εγώ δούλευα, με παίρναν παρέες και πάντα με προτιμούσανε εμένα. Τους παλιούς, ήδη, τους έκανα μεγάλη χαλάστρα εγώ […], να, τα βιολιά και τα σαντούρια.

Η ευρεία αποδοχή του μπουζουκιού, συσχετίστηκε με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες που διαμορφώνονταν την περίοδο εκείνη στη λαϊκή μουσική. Ο ίδιος τονίζει ιδιαίτερα τη συμβολή του Μανόλη Χιώτη προς αυτή την κατεύθυνση, αφού

[…] είχε βγάλει τα μπουζούκια απ’ τα κατώγεια, από τα αίματα, και τα πήγε στα σαλόνια.

Στο διάστημα της επαγγελματικής του διαδρομής, συνεργάσθηκε με τους μουσικούς της περιφέρειας του, Κυριάκο Βολάρη [σαντούρι] και Φάνη Χατζηδημητρίου [βιολί]:

Εντωμεταξύ ούτε ανέβηκα ξανά στην Αθήνα, μετά το στρατό. Με ’στειλαν τα χαρτιά και μετά έμεινα εδώ στα Τσιμάνδρια στο πατρικό μου, αφού ήμουνα ακόμα λεύτερος […]. Επήρα τα όργανα εδώ […]. Αυτός ο Κυριάκος Βολάρης […], Βολάριας τον λέμε στα ‘λημνιά’, και ο Φάνης [Χατζηδημητρίου]. Αυτοί ήταν απ’ τον Κουρνό [Κορνό] και ήταν παντρεμένοι στα Τσιμάνδρια […]. Σαντούρι έπαιζε ο Κυριάκος και βιολί ο Φάνης […]. Τότες, τότες ήταν σκέτα, δεν είχε μηχανήματα». Παράλληλα, συνεργαζόταν με τους Σωτήρη Μαυράκη, Δημήτρη Μαρινάκη, καθώς και με τους Μαρκάκηδες από τον Άγιο Δημήτρη: «Είχα και τον Ηλία που πέθανε, βέβαια, τον Μαρκάκη, ο γιος του που παίζει κιθάρα και τραγουδάει, και οι Μαρκάκηδες οι άλλοι είναι ξαδέρφια, αδελφών παιδιά Μαρκάκη […]. Είχα εγώ και τον Δημήτρη [το Μαρινάκη], εγώ το μικρό, τραγουδούσε. Είχα τον Σωτήρη το Μαυράκη. Καζαντζίδης σκέτος.

 

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες για τον ίδιο αποτελούσαν τα γλέντια στις κοινωνικές συνεστιάσεις, καθώς επίσης και τα τοπικά πανηγύρια του νησιού:

Παντού με ξέρουνε, δηλαδή, όπου και να πας στη Λήμνο και πεις ‘Σκορδαλιάς’, το ξέρουν σίγουρα […]. Έπαιζα σε γάμ’, σε αρραβώνες, σε γλέντια, σε βαφτίσια […] και σε παρέες, με ’παιρναν εμένα ξεχωριστά και ακόμη και τώρα με παίρνουνε.

Ο ίδιος επισημαίνει ότι συνήθιζε να παίζει μουσική (και) σε γλέντια που διοργανώνονταν από Κουταλιανούς σφουγγαράδες, προτού ξεκινήσουν για την συγκομιδή των σπόγγων:

Άμα φεύγαν οι σφουγγαράδες κάνανε γλέντια. Αλλά δεν βαριέσ’ δεν ήταν πολλοί […]. Στη ‘Μάρθα’ παίζαμε τότες, ταβέρνα στην Κούταλη.

Για το πανηγύρι του Αγίου Σώζου αναφέρει:

Στο πανηγύρι του Αγίου Σώζου εμένα μου λένε παρέες να πηγαίνω και να παίζω, αλλά δεν πάω. Εκεί στην πλατεία γινόταν οι μουσικές, στην πλατεία στην Φυσίνη […]. Γινόταν εκεί και απάνω [εννοεί στον αύλειο χώρο της εκκλησίας], τότες που δεν είχε λεωφορεία. Δεν είχε τότες και πήγαιναν με τα ζώα. Έβλεπες απ’ όλη τη Λήμνο, όλο κτηνοτρόφοι και είχαν γαϊδούρια, με συγχωρείς, άλογα και φοράδες.

 

Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:

Ηχογραφημένο υλικό από την μουσική του Τρύφωνα Κατή υπάρχει στις καταγραφές του Σίμωνα Καρρά. Μαζί του παίζουν ο Αθανάσιος Κοτσιναδέλης [λύρα] και ο Γεώργιος Στεφανιδάκης [κιθάρα]:

Λαούτο μ’ έλεγε ο Καρράς τότες και η γυναίκα του [να παίξω] όταν πήγαμε στην ΕΡΤ, που μας έκανε δυο τραπέζια με κατσικάκια […]. Εγώ τότες που πήγαμε στην ΕΡΤ για πρώτη φορά πήγα με σαντούρ’, βιολί, λύρα Κοτσιναδέλης, κιθάρα ήταν ο Στεφανιδάκης ο Γιώργος και μπουζούκι εγώ. Εντωμεταξύ είχαμε και το λαούτο από τον σύλλογο που είχαμ’ πάει. Με λέει ο Καρράς επειδής δεν πηγαίνει στα παραδοσιακά [το μπουζούκι], μου λέει: ‘Παίξε στην αρχή λαούτο λίγο και μετά παίζεις μπουζούκι. Εντωμεταξύ που έπαιξα δεν έκανε παρατηρήσεις ο ηχογράφος, έπαιζα μπουζούκι, δεν μ’ άρεζε τότες το λαούτο, έτσι, δεν μ’ αρέσουν οι θέσεις του […]. Ήρθαν κι εδώ μας πήραν [ηχογράφησαν] και εδώ ώρες, στα Τσιμάνδρια. Ήρθαν δύο και παίζαμε με τον Κοτσιναδέλη λύρα, παίζαμε έξω στην πλατεία.

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

Το πρώτο του μπουζούκι το αγόρασε από την Αθήνα. Ο ίδιος περιγράφει:

Εγώ κατέβαινα, όποτε κατέβαινα [έβλεπα] αριστερά είναι του Αλιπέδου, είν’ ο Τσεκεριάν, είναι ο Μουρατίδης και παραπάνω τρία οργανοποιεία. [Εγώ] έβλεπα, κοιτούσα στην βιτρίνα να δω τα μπουζούκια, τόση λαχτάρα το ’χα […]. Μια πρωία κατεβαίνω στου Μουρατίδη του γέρου και λέω: ‘Θείο καλημέρα θέλω να μου ετοιμάσεις ένα όργανο’, γιατί είχε αρματωμένα, είχε χωρίς χορδές χαραγμένα, άλλα με καπάκια και χωρίς τρύπα […]. Του λέω: ‘Πόσο κάν’;’ Μου λέει διακόσιες πενήντα δραχμές […]. Το βράδυ το παίρνω.

 

Τοπικές δράσεις:

 

Ο Τ. Κατής συνοψίζει μια γενική επισκόπηση των μουσικών του δραστηριοτήτων ως εξής:

  • Για τα γλέντια στα μαγαζιά της Μύρινας αναφέρει:

[Στη Μύρινα έπαιζε…] όλα, όλα, όλα τα μαγαζιά. Ε ’κει ήταν του Κουντουρά και του Ψαριανού. Του Κουντουρά [είναι] όπως κατεβαίνουμε την αγορά απ’ τη θάλασσα δεξιά, [ενώ] του Ψαριανού είναι αριστερά.

 

  • Για το πανηγύρι στα Τσιμάνδρια:

Παλιά όλα τα πανηγύρια ήτανε καλά. Τα Τσιμάνδρια ήταν το υπ’ αριθμόν ένα και από λεφτά, χαρτούρα είχε, και από μουσική […]. Τότε τον καιρό που έρχονταν οι μετανάστες.

 

  • Για τις μουσικές σε γάμους των χωριών Πλάκα και Παναγιά:

Στην Πλάκα και στην Παναγιά έχω παίξει χιλιάδες φορές. Να πας να ρωτήσεις [και] να πεις για μένα. Όποτε με δούνε που πάω σποραδικά μου λένε: ‘Φέρ’ τ’ όργανο να ακούσουμε κανά τραγούδ’. [Έπαιζα σε] γάμους, [που γινόταν] παλιά σε μεγάλα σπίτια […], προτού να κάνουν καφενεία μεγάλα.

 

  • Για τα γλέντια των Αιγυπτιωτών [Λημνιών μεταναστών στην Αίγυπτο] στην περιφέρεια του Κορνού:

[…] τους έπαιρνα λεφτά εγώ. Βέβαια οι εξ Αιγύπτου ήταν όλοι μορφωμένοι και το δημοτικό και το γυμνάσιο, ξένες γλώσσες και πολλά έκαναν […]. Τότες φέρναν το ουίσκι, τα μπουκάλια και εμείς ήμασταν συνηθισμένοι απ’ το κρασί και μας βάζαν νεροπότηρα και το πίναμε όλο και μας λέγαν: ‘Τι νομίζεις που ’ναι λέει, κρασί;’

 

Υπερτοπικές δράσεις:

Στο διάστημα της επαγγελματικής του πορείας, ο Τρύφωνας Κατής έπαιξε μπουζούκι (και) στην Αλεξανδρούπολη, στον Άγιο Ευστράτιο, στη Σαμοθράκη και στη Δράμα:

Πήγαινα πολλές φορές [εκτός νησιού] πότε χειμώνα πότε άνοιξη. Καλοκαίρι δεν πήγαινα, διότι είχαμε τα πανηγύρια. Και στον Άγιο Ευστράτιο και στη Σαμοθράκη, με ζητούσαν. Δουλεύαμε στη Αλεξανδρούπολη [σε] πολλά μαγαζιά και στη Δράμα […]. Τον Δημητράκη τον Μαρκάκη τον είχα στην Αλεξανδρούπολη που ’χαμε πάει. Σαμοθράκη πηγαίναμε και στον Άγιο Ευστράτη [πηγαίναμε σε] γάμους, αρραβώνες. Καλούσαν εμένα κι έπαιρνα όποιον ήθελα.

 

Ρεπερτόριο:

 

Στο ρεπερτόριο του ο Τρύφωνας Κατής εκτός από λαϊκή μουσική, έπαιζε και αρκετά ευρωπαϊκά τραγούδια. Πολλά από αυτά τα μάθαινε από δίσκους της εποχής που αγόραζε:

Τα πάντα έπαιζα μέχρι και Ευρωπαϊκά έπαιζα εγώ. Εμένα κάτι μορφωμένοι που ’ρχόταν ξένοι σταματούσαν τα όργανα και τα βιολιά για να παίξει ο Σκορδαλιάς […] Μελετούσα όμως το Χιώτη πολύ […] Είχα ένα ηλεκτρόφωνο και τα έβαζα και τα έβγαζα όλα σωστότατα, αλλά ήμουνα στη μελέτη πάντα.

 

Αμοιβή:

Οι αμοιβές του αφορούσαν κυρίως τη «χαρτούρα», δηλαδή τα χρήματα (χαρτονομίσματα) που έριχναν στους οργανοπαίχτες όσοι ήθελαν να χορέψουν:

Εγώ θέλω με αυτό να δουλεύω, με μερτικό και χαρτούρα. Ξέρ’ς άμα είναι και κομμάτ’ παραλήδες είναι και ανοιχτοχέρης, σε δίνει. Αλλά έχει πολλοί πάμπλουτοι που σε παίρνουν τέσσερα όργανα να παίξεις και δε δίνουν μία μετά, που ξυρίζουν τον γαμπρό στο σπίτι, με έθιμα που είναι κι αυτά […].

 

Φωτογραφίες

Μετάβαση στο περιεχόμενο