Καραντενιζλή Ειρήνη
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Μανταμάδος, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1926
Στοιχεία καταγωγής: Η Ειρήνη Καραντενιζλή γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1926.
Ιδιότητα:
Η Ειρήνη Καραντενιζλή είναι ερασιτέχνης τραγουδίστρια.
Γονείς:
Ο πατέρας της Ε. Καραντενιζλή ήταν πρόσφυγας και κατάγονταν από το Αϊβαλί, ενώ η μητέρα της από το Μανταμάδο. Το επίθετο του ήταν Μωραίτης, αλλά τελικά επικράτησε το προσωνύμιο Κουρκουτέλλης. Είχε δικό του καΐκι με το οποίο έκανε εμπόριο στα παράλια της Μικράς Ασίας, πέθανε το 1958:
Ε, ο μπαμπάς μου είναι τώρα πεθαμένος χρόνια, απ’ τ’ Αϊβαλί, είναι ναι. Πρόσφυγας ήταν για […], τον πήραν και πρόσφυγα […]. Ο μπαμπάς μου είχε καΐκι και έκανε εμπόριο, έπαιρνε κουμάρια [πήλινες στάμνες] από το Ασπροποτάμι [επίνειο του Μανταμάδου], ήπαιρνε άμμο απ’ το Ασπροποτάμ’ και πάγαινε στο Αϊβαλί. Πά’αινε με το καίκ΄ και τα πουλούσε εκεί, γιατί εκεί δεν είχε πολύ άμμο, δεν ξέρω […].
Κουρκουτέλλης [ήταν το επίθετο του], μάλλον Μωραίτης [ήταν το κανονικό του επίθετο], αλλά επειδής ι πάππους ‘ιμ [ο πατέρας του πατέρα μου], είχε κάν’ η γιαγιά μ’ κουρκούτα με το χταπόδ’, λέει ‘Γιάνν’, λέει έλα να φάμε’. Λέει ‘Τι φαγιά έχ’ η μανά σ’ βρε’, λέει ‘Κουρκούτα με το χταπόδ’, να λοιπόν κουρκούτ’, κουρκούτ’, απόμεινε Κουρκούτ’ς. Είναι Μωραίτης τ’ όνομα τ’, αλλά τον λένε και Κουρκουτέλλη.
Οικογενειακή κατάσταση:
Η Ε. Καραντενιζλή παντρεύτηκε το 1952. Ο σύζυγός της κατάγεται από τα Μιστεγνά:
Εγώ παντρεύτηκα το χίλια εννιακόσια πενήντα ένα [1951], πενήντα δυο [1952] και γένν’σα κιόλας, έκανα το γιο […]. Από τα Μιστεγνά είναι ι άντρας μ’, αλλά και ο πατέρας τ’. Ι άντρας ‘ιμ είχε πρόβατα, αμ τι, ογδόντα-ενενήντα [80-90] πρόβατα είχε, τι είχε, τώρα γέρασε ο καϋμένος. Τώρα είναι πια περίπου εβδομήντα εφτά [77] χρονώ είναι, ε, γέρος είναι, δεν είναι για να δουλέψ’ πια. Ε, είχαν και χωράφια και ύστερα αγοράσαμε κι άλλα που παντρεύτηκα εγώ. Αλλά τα δώκαμε στα μωρά μας [σαν προίκα], δεν μπορούμε να δουλέψουμε, παίρνουμε κομμάτ’ λάδι και βολευόμαστε, παίρνουμε και τον Ο.Γ.Α. [σύνταξη].
Από τον γάμο της, η Ειρήνη Καραντενιζλή απέκτησε δύο κόρες [Στρατούλα και Αγγελική] και ένα γιο [Σταύρο]. Δύο από τα παιδιά της διαμένουν με τις οικογένειές τους στη Λέσβο, ενώ το τρίτο έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην Χίο:
Ε, εγώ έχω τρία μωρέλια να πούμε, έκανα ένα γιο και δυο κόρες. Η μια ήταν πολύ όμορφ’ και την ζήταγε ένας και δεν την έδινε ο πατέρας μας [ο άντρας μου] και κάναμε καυγάδες, φασαρίες, δεν θέλουμε να την δώσουμε, δεν θέλουμε να την στείλουμε πουθενά, θέλουμε να την παντρέψουμε έδιου πέρα και την γυρεύαν και πόσα παλικάρια. Την άλλ’ την πάντρεψε ο αδερφός τ’ς, της ‘δωκε ένα Χιώτ’. Έφυγε και κάθεται στη Χίο, είναι εκεί πέρα, ι άντρα τ’ς είναι πρωτομάγειρας σε εφοπλισταί. Παγαίν’ στις Οινούσσες, παγαίν’ στην Αγγλία, παγαίν’ παντού. Αλλά εκείνος δεν θέλει […], καλή γυναικούλα, δεν τον ακουλουθά πουθενά, κάθεται με τα μωρά τ’ς, μέσα στου Χίου, νοικοκυρεμέν’. Και τον γιο τον έχω έδιω παντρεμένο […].
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Η Ειρήνη Καραντενιζλή, παράλληλα με τις οικιακές εργασίες, βοηθούσε το σύζυγό της και σε όλες τις αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες:
Ε στις ελιές πήγαινα βέβαια, βέβαια στις ελιές, έφαγα εγώ η καϋμέν’ δουλειά, πα-πα δουλειά! Ελιές, θέρος, χορτάρια, βίκο, καπνό έβαλα, κίρτσα, τι δεν έκανα. Τα κίρτσα είναι που πιάν’ς το αυτό, μέσα στο αυτό, που είναι τα καπνά και κόβ’ς [μέσα από το χωράφι] τα φύλλα και τα βάζ’ς και τα πας μέσα και τα περνούν απάν’ σε μια βελόνα και μετά την κρεμάζουν την βελόνα και ξεραινόντεν και ύστερα τα βγάζειν και τα κόφτιν και τα κάνιν τσιγάρα και τα πίν’τε εσείς και κάνετε τα συκώτια σας. Το πιο χειρότερο πράμα είναι αυτό, φαρμάκ’ είναι αυτό.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Η Ε. Καταντενιζλή κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής υπήρξε οργανωμένο μέλος της Ε.Π.Ο.Ν.:
Έμείς είμαστε Ε.Π.Ο.Ν. Στην Ε.Π.Ο.Ν. μαζεύονταν, με πήραν και ‘μένα κανά δυο φορές και ότι είπαν μέσα στην Ε.Π.Ο.Ν. όλα τα ‘γραψε το κεφάλι μ’ [αναφέρεται στα τραγούδια που λέγανε] και τούτα που βλέπετε, τα λέμε.
Για την περίοδο της Γερμανικής κατοχής ανέφερε:
Γλέντια γίνονταν [στα καφενεία] πριν τους Γερμανούς, μάλιστα τι. Με τους Γερμανούς δεν είχε τέτοια, τι θέλαμε να παίξουμε, αφού παίζαμε λόρδα [πεινούσαμε]. Ξέρ’τε το σαράντα ένα [1941] τι τραβήξαμε; Αχυρώνες τρώγαν ο κόσμος, που εγώ την αχυρώνα σιχαίνομαι και να τη δω, όχι να τη φάω κιόλας, αλλά δεν την έφαγα όμως. Προτιμούσα να πεθάνω παρά να φάω αχυρώνα. Αλλά δεν επεινάσαμε εμείς καθόλου, γιατί ο μπαμπάς μου ήταν ψαράς και έπιανε ψάρια, ήφερνε και ήπαιρνε ανταλλακτικά, εσύ θα με δώσ’ς στάρ’, εσύ θα με δώσ’ς φασούλες, εσύ θα με δώσ’ς λάδ’ και κάναμε ανταλλαγή εμείς τα ψάρια και εκείν’ τα πράματα.
Μουσική μαθητεία:
Η Ε. Καραντενιζλή έμαθε να τραγουδάει εμπειρικά – πρακτικά, ακούγοντας τους σκοπούς που έλεγε η μητέρα της και ο παππούς της:
Είχαμ’ ένα σπιτέλ’ και τον είχαμε μέσα τον πάππου μ’, εγώ κοπελούδα, μικρή ήμουν και κατέβ’κα κάτω, δεν ξέρω τι ξυλαδέλια να πάρω να πάω απάνω, λοιπόν, τραγούδαγε ο πάππους μου και χτύπαγε και το διγλαρέλ’ [μάλλον πρόκειται για το μπαστούνι του], και με το σκοπό το ‘λεγε και με το σκοπό το ‘μαθαμ’ εμείς, με το σκοπό το ‘μαθα […]. Η μητέρα μ’ ήταν μεγάλ’ γυναίκα, πως λέω για τον πάππου μ’ πο’ ‘λεγε τα τραγούδια, τραγούδαγε κι η μητέρα μ’ όμορφα, η φωνή τ’ς […] και γι’ αυτό τα ‘μαθα τα τραγούδια.
Τους ψαλμούς που έλεγε στην εκκλησία:
Εγώ πήγαινα στο κατηχητικό, εκείνα τα χρόνια από μικρούλα, προτού παντρευτώ, προτού αρραβωνιαστώ, πήγαινα στο κατηχητικό και απ’ το κατηχητικό το έμαθα.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Η Ε. Καραντενιζλή είναι ερασιτέχνης τραγουδίστρια με χώρο δράσης της τη στενή γεωγραφική περιοχή του Μανταμάδου. Τραγουδάει συνήθως, σε περιστάσεις που συνδέονται με τον κύκλο της ζωής (αρραβώνες, γάμοι, κηδείες, θρησκευτικές γιορτές, πρακτικές εθίμων κ.α.):
Ε, καταμεσής στην αγορά γινόταν [χοροί]. Α, τότε που κάναμε τα κάλαντα, κάναμε τα κάλαντα, πηγαίναμε απάνω [στη ‘Λέσχη’] και μας κερνούσαν, άλλος χορεύγαν, άλλος […]. Πήγαιναν μουσικοί απάνω εκεί [και παίζανε], να κάτι τραγούδια στους χορούς, ζεϊμπέκικα που λένε, καρσιλαμάδες, συρτού που λέγιν, αυτά τα τραγούδια, και ταγκό και φοξ και βαλς και απ’ ούλα, όλα τα παίζαν, όλα […]. [Οι μουσικοί] φύγαν όλ’, Μανταμαδιώτες ήταν, ι Στράτος του «Χαλβατζή», ι Γιάνν’ς ι αδερφός τ’, ήταν ι Γιώργος ι αδερφός τ’, ήταν ι Κωστής [Γεωργουλίδης] ‘της Ευρώπης’, έπαιζε σαντούρ’.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Εγώ πάγαινα στο ψαλτήρ’ βρε μωρέλι μ’, απί δεκαοχτώ [18] χρονώ, ξέρω όλ’ τη λειτουργιά, μέσ’ το ψαλτήρ’ μπήκα […]. Το ‘Ω γλυκύ μου Έαρ’ το ‘λεγα εγώ στον Ταξιάρχη [μοναστήρι στο Μανταμάδο], δεν πάει καμιάν άλλ’. Λέω εγώ στις κοπέλες ‘Βρε γυναίκες εγώ είμαι μαθέ μεγάλ’ γυναίκα, πούτε το ‘σείς’ και μου λένε ‘Σα που θα το πεις εσύ θεία Ειρήν’, δεν θα το πούμε λέει εμείς, δεν μπορούμε λέει να το πούμε’. Ε, καλά καμιά φορά λέω δεν γίνεται ‘Θα ζαρώσω, ποιος λέω θα το πει, δεν πρέπ’ να το πείτε εσείς;’ και λένε ‘Ε μέχρι τότε λέει θα δούμε’.
Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:
Η Ειρήνη Καραντενιζλή έχει τραγουδήσει στα πλαίσια των ηχογραφήσεων για την έκδοση του C.D. «Λέσβος Αιολίς»:
Είχαμε πάει στην Μυτιλήν’, έχει η Μυτιλήν’ πολιτιστικό [αναφέρεται στην αίθουσα του Φ.Ο.Μ.], επήγαμε για, μαζεμένοι οι Μανταμαδιώτες ούλ’. Είχαν τώρα για ολουνούς απέ δυο κασέτες κι είχαν και ένα βιβλιαρέλ’ το ‘χω το βιβλαρέλ’, έχ’ μέσα τις τράτες, τα ‘χει ούλα, από εδώ από τον Μανταμάδο. Ε, λοιπόν, φωνάζ’ μια, Ειρήνη Καρεντενιζλή, ε πάω εγώ, είπε το παλικάρ’ αυτό ‘θέλω για την Ειρήνη Καραντενιζλή, να της δώσετε ένα πολύ μεγάλο χειροκρότημα, γιατί τραγουδάει πάρα πολύ ωραία’. Αρχινίσαν ‘κείν’ την ώρα και χτυπούσαν τα παλάμια τους και τα μικρά και τα μεγάλα! Και με δίν’ και το βιβλίο και λέει ‘Σ’ έχω βάλ’ σ’ ένα τραγουδάκ’ –λέω – Ποιο τραγουδάκ’ έβαλες; Μήπως – λέω – έβαλες το ‘Χανουμάκ’; Όχ’, λέει, στον ΄Αβέρωφ’.
Επίσης έχει τραγουδήσει στα πλαίσια των ηχογραφήσεων – καταγραφών του ερευνητικού προγράμματος «Κιβωτός του Αιγαίου» και τραγούδι της έχει συμπεριληφθεί στα συνοδευτικά μουσικά C.D. που εμπεριέχονται στο βιβλίο: Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λέσβος 19ος – 20ος αιώνας, Εξάντας, Αθήνα, 2000.
Αυτοαξιολόγηση:
Για την αξία της φωνής της η Ε. Καραντενιζλή αναφέρθηκε σε κρίσεις άλλων:
Ετραγούδαγα ένα τραγούδ’. Λέει [η κόρη μου], ‘Τραγούδ’σε ρε μάνα εσύ, να σ’ ακούσιν’. Αρχίν’σα λοιπόν κι εγώ, τι λογιά ήταν που έλεγα; Ένα τραγουδέλ’ όμορφο και σταματήσαν που λες και τα ντιμπλιά, σταματήσαν και οι γυναίκες, σταματήσαν ούλ’ και κάθ’νταν κι ακούγαν εμένα. Άμαν επέρασα από ΄κει κι ύστερας, βλέπουμε κι ανεβαίν’ ένας απάνω. Λέει, ‘Ποιος τραγούδ’σε το τραγουδέλ’; Εγώ λέω. ‘Καλά -λέγει- το λες’, λέω ‘Καλά το λέγω’. ‘Εμ εσύ – λέει – είσαι για το ωδείο κόρη μ’. Τι όμορφα που το είπες’.
Είπα [στο πολιτιστικό κέντρο του χωριού] το τραγούδι ‘Μέσα στην κούνια κάτσανε’. Άμα τ’ ακούσαν και τα μωρά χειροκροτούσαν ακόμα και η κόρη μ’ η Στρατούλα έλεγε ‘Μπράβο ρε μάνα τις πάτησες και τις Μαρινέλες κι ούλες’.
Ρεπερτόριο:
Η Ε. Καραντενιζλή επιλέγει να τραγουδήσει συνήθως, τραγούδια
…που να έχειν μέσα έρως, να είναι τραγούδια όμορφα.
Επίσης, στο ρεπερτόριο της συμπεριλαμβάνονται Μικρασιάτικα τραγούδια, καθώς επίσης και τραγούδια που σχετίζονται με τον κύκλο της ζωής και του χρόνου:
- Τραγούδια του γάμου: «Της Λυγερής το φόρεμα», «Έλα Χριστέ και Παναγιά» ή του «Γάμου»:
Εκείν’ την μέρα [την ημέρα του γάμου] το πρωί που ξεσάζουν τη νύφ’, θα την βάλουν στον καναπέ και θα λέγειν οι κοπέλες γύρω-γύρω το τραγούδ’ αυτό [‘Της Λυγερής το φόρεμα’]. Την προηγούμενη μέρα του γάμου λένε: ‘Έλα Χριστέ και Παναγιά και Δέσποινα Μαρία και Μιχαήλ Αρχάγγελε, να δώσ’ς την ευλογία’.
- Παιχνιδοτράγουδα: «Μαριωρή», «Η Βάσω» ή «Πλέκει η Βάσω».
- Μωροτράγουδα και Νανουρίσματα: «Ο Πλάτανος», «Η Βλάχα», «Μία γριά μπαμπόγρια».
- Τραγούδια της κούνιας: «Θέλω να ανέβω στα ψηλά».
- Καντάδες: «Στην ανθισμένη Αμυγδαλιά».
- Μικρασιάτικα τραγούδια: «Και τι ‘σαι ‘σύ και τι ‘μαι ‘γώ», «Το χανουμάκι».
- Λαϊκά αντιστασιακά: «Πάνω στην έμορφη Λέσβο», «Ξύπνα λαέ από τον ύπνο σου».
- Των αγώνων: «Ο Βενιζέλος».
Άλλα τραγούδια που απαρτίζουν το ρεπερτόριο της Ειρήνης Καραντενιζλή είναι: «Η Ρηνούλα ανεβασμένη», «Ο Μάης», «Νανουρίσματα», «Πόλεμος θ’ αρχίσει», «Η αδερφή μου ήθελε», «Αρχοντογιός», «Στην ταβέρνα το βράδυ ένας νιος», «Μη με παιδεύεις και γελάς», «Είμαι φτωχιά και ορφανή», «Όταν ήμουνα μικρό και κοριτσάκι», «Στου καραβιού τη πλώρη» ή «Ο γεμιτζής αρρώστησε», «Σαν την καλαμιά στον κάμπο», «Εμπιστοσύνη δεν υπάρχει πουθενά», «Μη με κλαίτε που πεθαίνω», «Ο Μανάβης».
Ακροατές – γλεντιστές:
Οι γυναίκες που συμμετείχαν στις χοροεσπερίδες που γινόταν στη Λέσχη του Μανταμάδου ήταν:
Οι καλές-καλές πηγαίνανε, οι κυρίες, εμείς τι να πάμε να κάνουμε; […] Ε και οι δασκάλες και τούτ’ εδώ, ξέρ’ς τι πλούσια ήταν τούτ’ εδώ; Του Τζωάννου που λένε. Ε τέτοιες παγαίναν, ε, οι δασκάλισσες, καθηγήτριες.