Καραβάς Δημήτρης
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Παλαιοχώρι περιφέρειας Πλωμαρίου, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1934
Προσωνύμιο («Παρατσούκλι»):
Το επώνυμο του παππού και του πατέρα του ήταν Δίβαρις. Στον παππού αποδόθηκε αρχικά ως προσωνύμιο το «Καραβάς», το οποίο στη συνέχεια ο γιος (Ποσειδώνας) και τα εγγόνια, όπως ο Δημήτρης, διατήρησαν ως αποκλειστικό επώνυμο. Όπως αναφέρει ο ίδιος:
Ο παππούς μου (στη Σμύρνη) είχε, εκείνο τον καιρό, τα λεγόμενα καράβια, καΐκια, καράβια τα λέγανε, γι’ αυτό και μας δώσανε και τ’ όνομα “Καραβά”. Τ’ όνομά μας κανονικά είναι Δίβαρι. Και από τα καράβια, “Καραβά”, έμεινε το “Καραβάς”. Καράβια, με τα πανιά τότες.
Ιδιότητα:
Επαγγελματίας οργανοπαίχτης με βασικές θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Παίζει ακορντεόν και αρμόνιο. Σε ηλικία 7-8 ετών ενθουσιασμένος από τον ήχο του ακορντεόν που είχε φέρει ο πατέρας του (Ποσειδώνας Καραβάς) άρχισε να ασχολείται με το συγκεκριμένο όργανο.
Για την επαγγελματική του ενασχόληση με τη μουσική αναφέρει:
Εγώ, να σου πω την αλήθεια, ένα όργανο έπιασα και το βαρέθηκα, το βαρέθηκα, γιατί, ε, μ’ άρεσε η μουσική, αλλά μ’ άρεσε κατά έναν άλλο τρόπο. Δεν την ήθελα επαγγελματικά τη μουσική, δεν την ήθελα επαγγελματικά, αλλά μετά αναγκάστηκα.
Γονείς:
Ο πατέρας του, Ποσειδώνας Δίβαρις – Καραβάς (1901-1985), είχε γεννηθεί στην Σμύρνη και ήρθε στο Παλιοχώρι σε μικρή ηλικία, μαζί με την μητέρα του Ραλλιά (γιαγιά του Δημήτρη) – η οποία ήταν παντρεμένη στη Σμύρνη, αλλά καταγόταν από το Παλιοχώρι – στον πρώτο διωγμό, το 1913-15. Κατόπιν επέστρεψε στην Σμύρνη και επανήλθε στο Παλιοχώρι οριστικά το 1922.
Ο Ποσειδώνας Καραβάς απασχολήθηκε σε πολλές εργασίες στην Λέσβο, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη, μέχρι να εξασφαλίσει τα απαραίτητα χρήματα για να μάθει μουσική. Εργάστηκε ως παραγιός σε παντοπωλείο στο Παλαιοχώρι, βοηθός αραμπατζή στο Πλωμάρι και τον Τρίγωνα, καπνεργάτης στη Βρίσα, παραγιός στην Πλαγιά, βοηθός τυπογράφου στη Θεσσαλονίκη:
Ο πατέρας μου έλεγε ότι στη Σμύρνη είχανε μεγάλη περιουσία και ότι ο πατέρας του, ο παππούς μου δηλαδή, είχε ένα – πώς το λένε – ένα ζωνάρι. Τούτο είχε χρυσές λίρες και το ’δινε στον πατέρα μου και δεν μπορούσε να το σηκώσει! Εεε, τα χάσανε – το σπίτι τους, είχαν μεγάλο σπίτι, για σαλόνια μου μιλούσε, για κάτι τέτοια. Τα χάσανε με το διωγμό (το 1922)… Μικρός ήρθε στο Παλιοχώρι, αφού αυτοί οι κάτοικοι εδώ πέρα που τον γνώρισαν, μου έλεγαν ότι φόραγε φουστάνι. Τώρα, στη ζωή του, δεν έλεγε και πολλά εκείνος, αλλά μου έλεγε ότι δούλεψε στα καπνά, δούλεψε καροτσιέρης, δούλεψε σε τυπογραφείο. Τώρα με τη μουσική πώς ανακατεύτηκε δεν ξέρω. Διάβαζε μουσική εκείνος. Εμείς, εκείνος μας έμαθε λίγο μουσική…
Η μητέρα του Δημήτρη Καραβά, Μαρία το γένος Χρυσάφη καταγόταν από το Παλαιοχώρι, όπου είχε το πατρικό της σπίτι και λίγα κτήματα.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο πατέρας του Δημήτρη Καραβά, ήταν μουσικός, καθώς και οι αδελφοί του Γιάννης και Στρατής:
Ο πατέρας του Ποσειδώνας Δίβαρις – Καραβάς (1901-1985) απασχολήθηκε σε πολλές εργασίες στην Λέσβο, την Καβάλα και τη Θεσσαλονίκη, μέχρι να εξασφαλίσει τα απαραίτητα χρήματα για να μάθει μουσική. Έλαβε τις πρώτες γνώσεις στο βιολί, από τον Μικρασιάτη βιολιστή μπαρμπα-Στέλλιο (αγνώστων λοιπών στοιχείων), που ήταν εγκατεστημένος στην Μυτιλήνη. Ο Ποσειδώνας ήταν επίσης περίφημος τραγουδιστής.
Για τον πατέρα του ο Δημήτρης Καραβάς αναφέρει:
Τώρα, στη ζωή του, δεν έλεγε και πολλά εκείνος, αλλά μου έλεγε ότι δούλεψε στα καπνά, δούλεψε καροτσιέρης, δούλεψε σε τυπογραφείο. Τώρα με τη μουσική πώς ανακατεύτηκε δεν ξέρω. Διάβαζε μουσική εκείνος. Εμείς, εκείνος μας έμαθε λίγο μουσική. Έπαιζε και ευρωπαϊκά κομμάτια και τραγουδούσε. Ε, ο πατέρας μου όταν τραγουδούσε, κι εγώ όπου να ’μουνα στο χωριό, τον άκουγα. Δίχως μικρόφωνο. Τέτοια δυνατή φωνή είχε ο πατέρας μου. Αλλά εκείνος, απ’ ότι έλεγε, χάθηκε εδώ στη Μυτιλήνη, χάθηκε ας πούμε. Ενώ, αν θα ήταν, μου έλεγε, στην Αθήνα, εκείνο τον καιρό μπορούσε να είχε κάποιο όνομα, όπως πολλοί ας πούμε, που χτυπήσαν (ηχογράφησαν) δυο δίσκους, ξέρω ’γω, και κάναν σουξέ. Είχε γράψει κομμάτια. Απ’ ότι έλεγε, για να τα χτυπήσεις στην Αθήνα τα κομμάτια, πρέπει να έχεις μέσον και τέτοια. Έλεγε ότι τα κλέβουν. Όταν έβγαινε κάνα τραγούδι καινούργιο, άκουγε φράσεις μέσα, μου λέει αυτό το μέρος είναι από δικό μου κομμάτι. Δηλαδή, πήγαινε έδινε το κομμάτι, έλεγε, ξέρω ’γω, στο παίρναν το κομμάτι και περίμενε να σε ειδοποιήσουνε και στο μεταξύ, βγάζαν τις καλύτερες φράσεις από μέσα και το εκμεταλλεύονταν αυτοί. Ενώ, αν ήταν εκεί, ήταν αλλιώς. Όταν έκανε την προσπάθεια, ήταν ήδη και μεγάλος, είχε περάσει η ηλικία και τραγούδησε όμως μερικά κομμάτια, τραγούδησε. Αυτό πρέπει να ν’ ήτανε τη δεκαετία ’60, που ’ταν στην Αθήνα, γιατί εγώ ήμουνα Αυστραλία τότε. Αλλά τότες άκουγα εγώ τα κομμάτια, δηλαδή δικά του κομμάτια 3 – 4, 5 κομμάτια, δεν θυμάμαι πόσα είχε βγάλει… Σαρανταπεντάρια (δίσκοι βινυλίου 45 στροφών) ήταν τότες. Ο πατέρας μου και στην Αυστραλία (στα τέλη της δεκαετίας του 1960) κι εκεί πέρα θυμάμαι έγραφε. Ήταν το χόμπι του να γράφει. Ναι, δικά του έγραφε. Πού τα ’χει, δεν ξέρω. Μπορεί να τα ’χει ο αδερφός μου εκεί πέρα. Γιατί, θυμάμαι εγώ τον είχα σπίτι κι έμενε, κάθουνταν με το φως τη νύχτα κι έγραφε.
Ο πατέρας μου στην Κατοχή, το 1941, ήτανε αποκλεισμένος στη Θεσσαλονίκη. Είχε πάει εκεί πέρα και με τον πόλεμο, τους Γερμανούς δεν μπορούσε να φύγει, για αρκετό καιρό. Εκεί έπαιζε το βιολί, αλλά αυτός είχε αρρώστια και μ’ ένα τσύμπαλο (το είχε κάνει ειδική παραγγελία στον κατασκευαστή Ζαφειρόπουλο στην Αθήνα, βάσει ρουμάνικου προτύπου). Μόνος του το ’μαθε. Το ’χαμε σ’ αυτό το δωμάτιο απάνω (στο Παλιοχώρι). Και που δεν πήγε αυτό το όργανο: Αθήνα, Αυστραλία… (Στα μέσα της δεκαετίας του 1940) στο Πλωμάρι ήμασταν τότες. Ο πατέρας μου δούλευε σε κέντρο, με τον Παναγιώτη Γανώση και μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος, ο Παναγιώτης είχε μάθει βιολί από τον πατέρα μου, τα περισσότερα. Και τον είχε μαζί, δυο βιολιά, σαν δεύτερο βιολί. Ακορντεόν έπαιζε ο αδερφός μου, Γιάννης, στο Πλωμάρι. Στο Πλωμάρι τότες είχε ζωή, είχε κέντρα το Πλωμάρι, ήταν κάνα, δυο – τρία κέντρα, που δουλεύαν καλά, με τρεις ορχήστρες: Ήταν μία του πατέρα μου, κάτι άλλοι, τους λέγαν “Τουρκογιάννηδες” (προσωνύμιο των αδερφών Βερβέρη), ήταν κάτι άλλοι Πλαγιώτες, είχε άλλα πράγματα. Βέβαια δεν ήταν κάθε μέρα, αλλά ήταν τουλάχιστον δυο φορές τη βδομάδα, τρεις φορές τη βδομάδα, γίνονταν τα πανηγύρια στ’ αναμεταξύ και είχε κάποια ζωή στο Πλωμάρι. Από κει ξεκίνησε ο πατέρας μου. Αλλά δεν είχε προγράμματα, όπως σήμερα. Το πολύ-πολύ να φέρνανε καμιά γυναίκα (τραγουδίστρια) απ’ την Αθήνα, ξέρω ’γω, μια γυναίκα, αυτό ήταν, δεν ήταν παραπάνω. Και με έναν δικό μας πάλι άλλον εδώ πέρα, Παλιοχωριανό, Παντελέλης λέγεται, αδερφός του Μανώλη, ο Γιάννης, ήταν καλός, κορνέτα έπαιζε, ναι κι αυτός καλός μουσικός ήτανε. Και καμιά “τζαζ” αν είχε, πως το λένε, ντραμς. Και μιλάμε σαν ευρωπαϊκή ορχήστρα, γιατί το λαϊκό άρχιζε, όπως και τώρα, πιο αργά. Ναι, ευρωπαϊκά παίζαν πρώτα, ταγκό ήταν τα περισσότερα, ρουμπίτσες που λέγανε, κάνα σουξέ, που βγαίναν εκείνο τον καιρό. Ε, μετά έφυγε ο αδερφός μου, ο Γιάννης στην Αυστραλία το ’48. Εγώ, έβαλε κατευθείαν ο πατέρας μου εμένα στο ακορντεόν. […] Εδώ, η ορχήστρα που είχε ο πατέρας μου ήτανε, η μία με τον Παναγιώτη Γανώση, με τον Γιάννη τον Παντελέλη. Α, είχε και κάποιον Κρητικό εδώ πέρα, που λέγαν (τον Παντελή Σκυβαλάκη από το Παλιοχώρι), έπαιζε ακορντεόν κι αυτός, αλλά έπαιζε και ντραμς καμιά φορά και τον είχαν μαζί, έναν τυφλό. Μετά, στο Πλωμάρι, ήταν άλλη ορχήστρα πάλι, εκεί πέρα. Μόνο τον Παναγιώτη Γανώση είχε μαζί του. Ήταν άλλοι μουσικοί. Δεν αλλάζανε, αυτοί ήτανε οι ίδιοι να πούμε. Αλλά βέβαια πολλές φορές, ήταν κάποιος άλλος, “Πατεντάδος” (Μιχάλης Γιαννίκος) λεγότανε, ήταν κάποιος, έπαιζε κιθάρα, λεγόταν “Καραχάλιας” (Ρουμελιώτης) Ηλίας, ήταν κάποιος άλλος έπαιζε κιθάρα, λεγόταν Χρήστος “Γεγές”, κάπως έτσι, δεν θυμάμαι. Ήτανε κάτι Πλαγιώτες, “Μπουρλήδες” (Στεριανοί) τους λέγανε, ένας (ο Δημήτρης) έπαιζε κλαρίνο, άλλος (ο Κώστας) έπαιζε ντραμς. Ένας σαντουριέρης, ο Τυροπώλης που λέγαμε, ο Παναγιώτης, ήταν κάποιος άλλος σαντουριέρης “Αράπης” (Γεώργιος Καβαρνός), τον λέγανε. Τους θυμάμαι, ναι, τους θυμάμαι πολύ καλά. Ε, είχε διάφορους μουσικούς. Αλλά αυτοί ήταν οι βασικοί που δούλευε μαζί. […] Ήταν κάτω στο Πλωμάρι, όπως είναι η παραλία πριν το βενζινάδικο Esso Papas, ήταν κάπου ενδιάμεσα, στην προκυμαία πάνω, ήταν το ξενοδοχείο του Γιάμουγιάννη και εκεί πρωτοδούλεψε ο πατέρας μου, όταν πρωτοδούλεψε, μετά τον πόλεμο, που γύρισε από Θεσσαλονίκη και φτιάξανε την πρώτη ορχήστρα κάτω εκεί πέρα, με τον Παναγιώτη Τυροπώλη στο σαντούρι.
Ο πατέρας μου ήτανε καλλιτέχνης απ’ τα νύχια ως την κορφή που λέμε. Εκτός αυτού ήτανε κι εμφανίσημος, είχε πολλά, σαν ηθοποιός ήταν, ήταν όμορφος. Στην Αθήνα πήγε μετά που φύγαμε εμείς (δηλαδή στα μέσα ή τέλη της δεκαετίας του 1950). Έπαιζε, στου “Χειλά” μου έλεγε, στην Αθήνα, εκείνο τον καιρό. Με τον Μενιδιάτη έχει φωτογραφίες, με τον Μπιθικώτση έχει φωτογραφίες, ε, δούλευε σε καλά κέντρα, του “Χοντρού” που λέγανε. Μέχρι το ’60 ήταν στην Αθήνα πια, έμενε εκεί πέρα. Κάτω στο Χολαργό μένανε, μου ’λεγε η μάνα μου.
Εκεί στο ’60, μετά το ’60, κάπου εκεί ήρθε στην Αυστραλία, τον πήρα εγώ, όταν χάσαμε τον αδερφό μας τον μικρό, τους πήραμε εκεί πέρα. Δούλεψε σε μένα, μαζί δουλεύαμε, σε κέντρα. Ε, είχαμε ένα κέντρο εκεί πέρα, στο ένα κέντρο που δούλευα εγώ, τον πήρα μαζί. Ε, μετά δούλευα, ε, είχε περάσει κι η ηλικία του και ήμασταν οι νεαροί, θέλαμε να παίζουμε τα δικά μας… και γκρινιάζαμε πολλές φορές. Εγώ τον είχα σπίτι μου. Αλλά δεν είχε πρόβλημα, γιατί εκεί πέρα μετά εκείνος πήρε και την σύνταξη του. Ήταν ο νόμος άλλος τότες, παίρναν μια μικρή σύνταξη. Δηλαδή, έτσι και ήσουνα κάμποσα χρόνια εκεί πέρα, δεν είχες ένσημα και τέτοια, έφτανες σε μια ηλικία, έπαιρνες σύνταξη.
Μετά από μένα ήρθε εκείνος στην Ελλάδα, αλλά είχε έρθει μια φορά και σαν διακοπές, σαν holidays που λέμε. Ήτανε το ’74 που είχε έρθει για διακοπές γιατί θυμάμαι, μόλις έγινε το Κυπριακό, κι είχαμε την κρίση με τους Τούρκους τότες, ο πατέρας μου έφυγε… Τότε πια ε, θα έπαιζε έτσι σε γλέντια, σε κάνα γάμο• δε νομίζω σε κέντρο να δούλευε εκείνο τον καιρό πια. Αφότου έφυγα εγώ (από την Αυστραλία) το ’71, δεν δούλεψε στην Αυστραλία, δεν νομίζω. Από κει γύρισε ο πατέρας μου μετά… Έμεινα εγώ στην Αθήνα κι ήρθε και κείνος. Αν δεν ερχόμουνα εγώ, δε νομίζω για να ερχόντανε. […] Ερχόντανε στο Παλιοχώρι, ερχόντανε καλοκαίρια ωσότου μπορούσε. Ε, μετά που δεν μπορούσε πια, έμεινε στην Αθήνα. Είχε πάθει ένα εγκεφαλικό ο πατέρας μου και καταλαβαίνεις, μετά από αυτό, βέβαια γίνεσαι καλά, αλλά ποτέ καλά δεν είσαι.
Ο Ποσειδώνας Καραβάς πέθανε το 1985, στην Αθήνα, στην Πετρούπολη, όπου έμενε τα τελευταία χρόνια, κοντά στον γιο του Δημήτρη.
Ο μεγαλύτερος αδερφός του Δημήτρη, ο Γιάννης Καραβάς γεννήθηκε το 1931. Το 1948 μετανάστευσε στην Αυστραλία, στο Σύδνεϋ, όπου κατοικεί μέχρι σήμερα. Παίζει ακορντεόν και αρμόνιο. Ξεκίνησε να παίζει ακορντεόν στην κομπανία του πατέρα του στο Πλωμάρι, στα μέσα της δεκαετίας 19. Στο Σύδνεϋ εργάστηκε επίσης ως μουσικός: Έπαιζε αρμόνιο στα ελληνικά και ξένα νυχτερινά κέντρα.
Για τον αδερφό του ο Δημήτρης Καραβάς αφηγείται:
Στην Αυστραλία ο Γιάννης δούλεψε επαγγελματικά πιο καλά από μένα, γιατί ήτανε πολύ πιο προχωρημένος στη μουσική ο αδερφός μου από μένα. Εκτός αυτού ήτανε και ταλέντο αυτός, εγώ δεν ήμουνα. Εκείνος θυμάμαι τότες δούλευε με μια ορχήστρα, στα ελληνικά όταν πήγα, ευρωπαϊκή ορχήστρα. Έλληνες μουσικοί, απ’ την Ελλάδα, που είχαν ας πούμε, πιάνο, ακορντεόν, κιθάρα, όπως δουλεύαν κι εδώ. Τότες δεν υπήρχαν κι εκεί ακόμα ενισχυταί και τέτοια μηχανήματα και η ορχήστρα έπρεπε να ’ναι πολλά όργανα, για να μπορούν ν’ αποδίδουν. Μετά όμως ο αδερφός μου – τότες κάνανε τα λεγόμενα “τρία”, τρία όργανα: Ήτανε ντραμς, ακορντεόν και κιθάρα. Εκεί ήτανε κέντρα μικρά. Ο αδερφός μου δούλευε σ’ ένα, στο καλύτερο τότε, στο γαλλικό. Και δούλευε με ξένους, με Ιταλούς και πήγαινα εγώ κι άκουγα μουσική εκεί στο κέντρο, έπαιζε ακορντεόν εκείνος. Ήταν το λεγόμενο “τρίο” ας πούμε, άλλο είχε άλλο “τρίο” πάλι, ή μπορεί να είχε πιάνο ή με κιθάρα ή μπάσο ή μια κιθάρα, τρία όργανα, ντραμς αποκλειστικά, πάντοτες… Δεν συναντιώμαστε ποτέ, γιατί παίζαμε τα ίδια όργανα. Μέναμε και μαζί. Παίζαμε το ίδιο όργανο και δεν συνεργαστήκαμε ποτέ, εκτός ελληνικά: Καμιά φορά γινόταν κανένας γάμος εκεί πέρα κι έπιανα εγώ ακορντεόν και αυτός ανακατευόταν, έπαιζε και κλαρίνο αυτός. Όπως ο πατέρας μου, ό,τι έπιανε το ’παιζε. Κιθάρες έπιανε, έπαιζε και έπαιζε και κλαρίνο.
Ο μικρότερος αδερφός του Δημήτρη, ο Στρατής Καραβάς (1937-1960) έγινε επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε βιολί, αλλά σκοτώθηκε πολύ νέος κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας.
Αυτόν δεν τον ξανάδα. Το ’60 έγινε το ατύχημα, ένα ατύχημα στο στρατό, με αμάξι. Δεν τον ξανάδα, από δεκατριών χρονών, πόσο καιρό τον άφησα, αυτός ήταν ο πιο μικρός απ’ όλους, δεν τον ξανάδα.
Ο Δημήτρης Καραβάς παντρεύτηκε την Πιπίτσα, κόρη του βιολιστή Μανώλη Παντελέλη από το Παλαιοχώρι. Έκαναν έναν γιο, τον Μανώλη, που είναι επίσης μουσικός, απόφοιτος του Εθνικού Ωδείου Αθηνών.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Δημήτρης Καραβάς σε μικρή ηλικία, μέχρι το 1942, βοηθούσε την μητέρα του στην περισυλλογή της ελιάς (ελαιομάζωμα) στο Παλιοχώρι:
Ό,τι έκανα εδώ πέρα, ό,τι έχω μάθει σ’ αυτό το χωριό για τα κτήματα μας είναι από έξι μέχρι δέκα – δώδεκα χρονών. Αυτά τα 4 – 5 χρόνια ήτανε εδώ στα κτήματα, γιατί πήγα στα κτήματα, βέβαια και μωρό ακόμα, κι ο αδερφός μου, και μας φόρτωνε η μάνα μου ελιές, μιλάμε από πολύ μακρινό μέρος τώρα.
Λόγω οικονομικών δυσχερειών, το 1951 μετανάστευσε στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας κοντά στο μεγαλύτερο αδερφό του Γιάννη, ο οποίος είχε μεταναστεύσει εκεί από το 1948. Στο Σίδνεϋ, όπου έμεινε από το 1951 έως το 1971, έπαιζε μουσική σε νυχτερινά κέντρα και παράλληλα διατηρούσε ένα είδος παντοπωλείου στο ισόγειο του σπιτιού του:
Τότες είχα κι ένα μαγαζί, μπακάλικο, να το πούμε έτσι, κάπως. Το δούλευα εγώ με τη γυναίκα μου και εκεί η μουσική δεν ήταν κάθε μέρα. Ήταν τα κέντρα, όπως εδώ τώρα, κάνα Σαββατοκύριακο, ξέρω ’γω, μια Παρασκευή, τις άλλες μέρες ο κόσμος δούλευε εκεί πέρα και έπρεπε δηλαδή, εκτός τη μουσική, έπρεπε να κάνεις και κάτι άλλο εκεί πέρα. Αν θες για να κάνεις πέντε φράγκα, αλλιώς, αυτά που έπαιρνες, ίσα – ίσα θα φτάνανε, ας πούμε να περάσεις. Για να σου περισσέψουνε ξέρω ’γω, έπρεπε να κάνεις και άλλη δουλειά.
Ο ίδιος εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν στη μετανάστευση:
Τότες τα πράγματα (στο Παλαιοχώρι) ήταν πιο δύσκολα απ’ ό,τι είναι σήμερα. Δηλαδή, κανένα επάγγελμα δεν θυμάμαι να ήτανε ευχαριστημένο, απ’ ό,τι ξέρω. Όλοι φεύγανε, φεύγανε για καλύτερη τύχη, για καλύτερη ζωή. Εδώ ήταν φτώχεια, μεγάλη φτώχεια. Τώρα, τα πράγματα έχουν αλλάξει σήμερα και ο κόσμος έχει έρθει σε κάποια ισορροπία, ας πούμε, γιατί και στην Αυστραλία έχει πολύ κόσμο και στην Αμερική έχουνε. Γι’ αυτό φύγαμε, γιατί είμαστε φτωχοί άνθρωποι. Έπρεπε να κάνεις πολλές δουλειές για να ζήσεις. Κατ’ αρχήν έπρεπε να είσαι αγρότης, να είσαι αγρότης για τον εαυτό σου. Ο καθένας εδώ πέρα, σε τούτο το χωριό έχει λίγες ελιές, άλλος πολλές, αλλά όλοι κάτι έχουνε…
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
- Παλαιοχώρι: Γεννήθηκε το 1934 στο Παλαιοχώρι όπου και έμεινε μέχρι το 1941 – 1942, ενώ μετά, μέχρι το 1951 η διαμονή του εναλλασσόταν: Πλωμάρι – Παλιοχώρι.
Πρώτη τάξη πήγα εδώ, Δημοτικό, δευτέρα πήγα στο Πλωμάρι, τρίτη γύρισα στο Παλιοχώρ’, τετάρτη πήγα στο Πλωμάρ’ κι έβγαλα μέχρι το Δημοτικό στο Πλωμάρι…. Δηλαδή, ό,τι περάσαμε εδώ πέρα κι ό,τι μάθαμε απ’ αυτό το χωριό είναι της Κατοχής.
Από το 1971 μέχρι σήμερα έρχεται στο Παλαιοχώρι για λίγους μήνες κάθε καλοκαίρι.
- Πλωμάρι: Από το 1942 μέχρι το 1951. Κατοικούσαν στη συνοικία “Πλατανέλλι” μέσα στο Πλωμάρι:
Απ’ το Πλωμάρι λείπουμε, απ’ τον καιρό που ’φυγα, το ’51, ούτε ξαναγύρισε κανένας μας… Όλοι φεύγανε, φεύγανε για καλύτερη τύχη, για καλύτερη ζωή. Εδώ ήταν φτώχεια, μεγάλη φτώχεια….
- Αυστραλία: Εγκαταστάθηκε την περιφέρεια του Σίδνεϋ, από το 1951 μέχρι το 1971. Λόγω οικονομικών δυσχερειών μετανάστευσε στην Αυστραλία όπου παράλληλα με τη μουσική, στο χρονικό διάστημα 1951-71, διατηρούσε ένα είδος παντοπωλείου στο ισόγειο του σπιτιού του.
- Αθήνα. Κατοικεί στην Αθήνα, από το 1971 που παλιννόστησε από την Αυστραλία μέχρι σήμερα:
Πιο πολύ γι’ αυτό γύρισα και στην Αθήνα, δηλαδή μετά από τόσο καιρό, άρχισε να μου αρέσει η μουσική. Γιατί στην Αυστραλία δεν είχε κέντρα. Ήταν ένα – δυο κέντρα, οι ίδιοι μουσικοί και τα ίδια μαγαζιά ήταν. Στο Σίδνεϋ ήταν τρία ελληνικά μαγαζιά, άντε τέσσερα, πότε δύο μέναν, πότε τρία.
Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:
Ο Δημήτρης Καραβάς είναι απόφοιτος δημοτικής εκπαίδευσης:
Εδώ στο Παλιοχώρι δε θυμάμαι, πρέπει να ήμουνα πολύ μικρός εδώ, γιατί κάποτε θυμάμαι εδώ – πρώτη τάξη πήγα εδώ, δημοτικό, δευτέρα πήγα στο Πλωμάρι, τρίτη γύρισα στο Παλιοχώρ’, τετάρτη πήγα στο Πλωμάρ’ κι έβγαλα μέχρι το δημοτικό, στο Πλωμάρι.
Μουσική παιδεία:
Ο Δημήτρης Καραβάς έλαβε τις πρώτες πρακτικές γνώσεις μουσικής από τον πατέρα του, Ποσειδώνα. Ο ίδιος αναφέρει ότι υποχρεώθηκε να μελετήσει εντατικά μουσική σε μεγάλη σχετικά ηλικία, προκειμένου να αντεπεξέλθει στις αυξημένες υποχρεώσεις των μουσικών προγραμμάτων στα κέντρα της Αθήνας:
Ε, όταν πήγα Αυστραλία και είδα πως είναι εκεί πέρα, τα βρήκα δύσκολα πολύ. Μετά όταν γύρισα, από την Αυστραλία στην Αθήνα, εκεί ήταν το δράμα το μεγάλο. Εκεί ήταν το δράμα, γιατί εκεί έπρεπε να παίζεις επαγγελματικά, γιατί και στην Αυστραλία ακόμα, παίζαμε σε κέντρα, αλλά δεν ήταν πρόγραμμα. Αλλά στην Αθήνα, είναι κέντρο κι είναι πρόγραμμα. Απάνω είναι πέντε κι άλλοι δέκα είναι κάτω, που τραγουδούν και μπορεί να ’χει και δέκα άτομα, σ’ ένα μαγαζί… Κι εκεί πέρα αναγκαστικά πρέπει να παίξεις επαγγελματικά, για όλους αυτούς, απ’ το παλιό μέχρι το καινούργιο. Και μπορώ να σου πω, γυρνούσα απ’ το κέντρο το πρωί και διάβαζα. Κι έγραφα κομμάτια και κάθισα κι έφτιαξα τον εαυτό μου, ας πούμε, πάνω στο θέμα του να διαβάζω, να γράφω… Αλλά τι να το κάνεις; Γεράσαμε πάνω στη μουσική, ενώ θα μπορούσαμε να ξέρουμε αυτά που ξέρουμε τώρα, να τα ξέρουμε από πιο νωρίς, που ’μασταν πιο νέοι.
Μουσική μαθητεία:
Τα πρώτα μαθήματα τα έλαβε από τον πατέρα του Ποσειδώνα, που έπαιζε κυρίως βιολί:
Εμείς περάσαμε μια μέθοδο που είχε ο πατέρας μου και μετά, δεν πήγαινες σχολείο (δηλαδή ωδείο) τότες, να μάθεις κανονικά. Μας μαθαίναν πέντε νότες, μας βάζαν στο τραγούδι, στα κέντρα και αρχίζαμε να παίζουμε. Τι να ξέρεις; Παραπάνω από τρία πράγματα δηλαδή, δεν ξέραμε να παίξουμε και τίποτα παραπάνω… Ξεκινήσαμε από ακορντεόν. Αρμόνια δεν υπήρχαν. Τ’ αρμόνια βγήκαν τελευταία…. Όταν ήρθε ο πατέρας μου από τη Θεσσαλονίκη έφερε ένα ακορντεόν, μετά τον πόλεμο (του 1940). Ήταν και τα πρώτα ακορντεόν που περπατήσανε. Δεν είχε βγει, δεν είχαμε δει ακορντεόν και απ’ αυτό ξεκινήσαμε εμείς: Ο αδερφός μου, ο Γιάννης και μετά εγώ, απ’ αυτό τ’ ακορντεόν. Το ’φερε στο χωριό εδώ πέρα, πρώτη φορά, δεν είχαμε δει ακορντεόν, νομίζαμε πια αυτό το όργανο είναι μια ορχήστρα ολόκληρη! Επειδής, είχε το μπάσο από δω, κανένα άλλο όργανο δεν είχε αυτό το πράγμα κι ακομπανιάριζε από κει πέρα. Άκου λέω, παίζει σαν ορχήστρα…. εγώ θα ’μουνα 7-8 χρονών.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Για την κομπανία του πατέρα του Ποσειδώνα – στην οποία ξεκίνησε και ο ίδιος την επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική – αναφέρει:
Ε, μετά έφυγε ο αδερφός μου ο Γιάννης στην Αυστραλία, το 1948. Έβαλε κατευθείαν ο πατέρας μου εμένα στο ακορντεόν. Όταν βγήκα εγώ, θυμάμαι ένας σαντουριέρης παλιά, μου λέει: “Άντε, μπήκες στο λούκι και συ”. Μωρό εγώ, σήκωνα τ’ ακορντεόν. Πρέπει να ήμουνα δεκατρία – δεκατέσσερα. Αλλά παίζαμε και πιο πριν, εκτός, ας πούμε που άρχισα επαγγελματικά, έπαιζα σε άλλα, ας πούμε, κι από δώδεκα χρονών.
Στην κομπανία του πατέρα του, Ποσειδώνα Καραβά που έπαιζε βιολί, συμμετείχαν και ο βιολιστής Παναγιώτης Γανώσης, από το Παλιοχώρι, ο σαντουριέρης Γιώργος Καβαρνός ή “Αράπης”, από την Πλαγιά και ο κορνετίστας Γιάννης Παντελέλης από το Παλιοχώρι. Σ’ αυτή την κομπανία ο Δημήτρης Καραβάς έπαιζε ακορντεόν, μέχρι το 1951, οπότε μετανάστευσε στην Αυστραλία.
Στην περιφέρεια του Πλωμαρίου ο Δημήτρης Καραβάς ανέφερε ένα πλήθος μουσικών που γνώρισε μέχρι το 1951:
- Παναγιώτης Γανώσης από το Παλαιοχώρι. Παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, στην Καλλονή. Επαγγελματίας μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής και μουσικοδιδάσκαλος. Έπαιζε βιολί.
- Γιάννης Παντελέλης από το Παλαιοχώρι (1917-1986). Έπαιζε κορνέτα.
- Παντελής Σκυβαλάκης, από το Παλαιοχώρι. Καταγόταν από την Κρήτη γι’ αυτό και επονομαζόταν «Κρητικός», όπως και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. Έπαιζε ακορντεόν και ντραμς.
- Γιώργος Γανώσης από το Παλαιοχώρι. Έπαιζε σαντούρι και ντραμς.
- Μανώλης Παντελέλης, από το Παλαιοχώρι. Πεθερός του. Επαγγελματίας μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής, έπαιζε βιολί.
- Παναγιώτης Τυροπώλης, από το Πλωμάρι. Έπαιζε σαντούρι.
- Ηλίας Ρουμελιώτης ή “Καραχάλιας”, από το Πλωμάρι. Έπαιζε σαντούρι και κιθάρα.
- Χρήστος “Γεγές”. Έπαιζε κιθάρα.
- Μιχάλης Βερβέρης ή “Τουρκογιάννης”, από το Πλωμάρι (1911-1975). Έπαιζε βιολί.
- Μεγακλής Βερβέρης ή “Τουρκογιάννης”, από το Πλωμάρι. Αδερφός του προηγούμενου. Έπαιζε σαντούρι.
- Παναγιώτης Βερβέρης ή “Τουρκογιάννης”, από το Πλωμάρι. Δίδυμος αδερφός του Μιχάλη. Έπαιζε κοντραμπάσο, αλλά και σαντούρι και κιθάρα.
- Μιχάλης Γιαννίκος ή “Πατεντάδος” από το Πλωμάρι. Έπαιζε βιολί. Ήταν και φωτογράφος και κουρέας.
- Γιώργος Καβαρνός ή “Αράπης”, πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία που εγκαταστάθηκε και παντρεύτηκε στο χωριό καταγωγής του, την Πλαγιά. Έπαιζε σαντούρι.
- Δημήτρης Στεριανός ή “Μπουρλής”, από την Πλαγιά. Έπαιζε κλαρίνο και στη συνέχεια σαντούρι.
- Κώστας Στεριανός ή “Μπουρλής”, από την Πλαγιά. Αδερφός του προηγούμενου. Έπαιζε ντραμς και κιθάρα.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας όπου έμεινε από το 1951 έως το 1971 συνεργάστηκε με διάφορους Έλληνες και ξένους μουσικούς, σπάνια όμως με τον αδερφό του Γιάννη, επειδή έπαιζαν το ίδιο μουσικό όργανο:
Γιατί στην Αυστραλία δεν είχε κέντρα. Ήταν ένα – δυο κέντρα, οι ίδιοι μουσικοί και τα ίδια μαγαζιά ήταν. Στο Σίδνεϋ ήταν τρία ελληνικά μαγαζιά, άντε τέσσερα, πότε δύο μέναν, πότε τρία. […] Παίζαμε σε κέντρα, αλλά δεν ήταν πρόγραμμα. Δηλαδή, φτιάχναμε κομπανίες, που λέμε τώρα, ορχηστρούλες, τέσσερα – πέντε άτομα και παίζαμε τα δικά μας, αυτά που ξέραμε εμείς […] Τότες δεν υπήρχαν κι εκεί ακόμα ενισχυταί και τέτοια μηχανήματα και η ορχήστρα έπρεπε να ’ναι πολλά όργανα, για να μπορούν ν’ αποδίδουν. Μετά όμως ο αδερφός μου – τότες κάνανε τα λεγόμενα “τρία”, τρία όργανα: Ήτανε ντραμς, ακορντεόν και κιθάρα. Εκεί ήτανε κέντρα μικρά. Ο αδερφός μου δούλευε σ’ ένα, στο καλύτερο τότε, στο γαλλικό. Και δούλευε με ξένους, με Ιταλούς και πήγαινα εγώ κι άκουγα μουσική εκεί στο κέντρο, έπαιζε ακορντεόν εκείνος. Ήταν το λεγόμενο “τρίο” ας πούμε, άλλο είχε άλλο “τρίο” πάλι, ή μπορεί να είχε πιάνο ή με κιθάρα ή μπάσο ή μια κιθάρα, τρία όργανα, ντραμς αποκλειστικά, πάντοτες… Δεν συναντιώμαστε ποτέ, γιατί παίζαμε τα ίδια όργανα. Μέναμε και μαζί. Παίζαμε το ίδιο όργανο και δεν συνεργαστήκαμε ποτέ, εκτός ελληνικά: Καμιά φορά γινόταν κανένας γάμος εκεί πέρα κι έπιανα εγώ ακορντεόν και αυτός ανακατευόταν, έπαιζε και κλαρίνο αυτός…
Στις αρχές του 1970, όταν παλιννόστησε από την Αυστραλία, άνοιξε ένα κέντρο στο Κιάτο:
Εγώ τότες είχα κέντρο στο Κιάτο Κορινθίας. Μπουζουκάδικο. Είχα φέρει κι ονόματα κάτω. Είχα φέρει το Λαμπράκη, είχα φέρει το Καρασάκη, ο Χριστόπουλος είχε δουλέψει μαζί μου 2 – 3 χρόνια, είχα, πώς τη λένε, την Περράκη, είχα φέρει πολλά ονόματα κάτω.
Στην Αθήνα έχει συνεργαστεί με πλήθος μουσικών, στα διάφορα κέντρα, όπου έπαιζε πάντοτε αρμόνιο. Μια από τις συνεργασίες στην οποία αναφέρεται είναι αυτή με τον τραγουδιστή Στέλιο Καζαντζίδη:
Έχω δουλέψει με όργανα, έχω δουλέψει με ονόματα, μέχρι και με Καζαντζίδη έχω δουλέψει, στη δεκαετία του ’70.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Το πρώτο ακορντεόν το έφερε ο πατέρας του Ποσειδώνας από τη Θεσσαλονίκη το 1941-42. Πιθανά ήταν και το πρώτο ακορντεόν που εμφανίστηκε στην περιφέρεια Πλωμαρίου, γι’ αυτό προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση:
Ξεκινήσαμε από ακορντεόν. Αρμόνια δεν υπήρχαν. Τ’ αρμόνια βγήκαν τελευταία…. Όταν ήρθε ο πατέρας μου από τη Θεσσαλονίκη έφερε ένα ακορντεόν, μετά τον πόλεμο. Ήταν και τα πρώτα ακορντεόν που περπατήσανε. Δεν είχε βγει, δεν είχαμε δει ακορντεόν και απ’ αυτό ξεκινήσαμε εμείς: Ο αδερφός μου, ο Γιάννης και μετά εγώ, απ’ αυτό τ’ ακορντεόν. Το ’φερε στο χωριό εδώ πέρα, πρώτη φορά, δεν είχαμε δει ακορντεόν, νομίζαμε πια αυτό το όργανο είναι μια ορχήστρα ολόκληρη. Επειδής, είχε το μπάσο από δω, κανένα άλλο όργανο δεν είχε αυτό το πράγμα κι ακομπανιάριζε από κει πέρα. Άκου λέω, παίζει σαν ορχήστρα…. εγώ θα ’μουνα 7 – 8 χρονών.
Τοπικές δράσεις:
- Πλωμάρι. Έπαιζε ακορντεόν με την κομπανία του πατέρα του Ποσειδώνα στα καφενεία στο “Πλατανέλλι”, στο διάστημα 1948-51.
- Πλαγιά. Έπαιζε ακορντεόν με την κομπανία του πατέρα του σε καφενεία, στο διάστημα, 1948-51.
Υπερτοπικές δράσεις:
- Αυστραλία: Έπαιζε ακορντεόν και αρμόνιο σε κέντρα της περιφέρειας του Σίδνεϋ στο διάστημα 1951-1971:
Και στην Αυστραλία ακόμα, μπορώ να σου πω, παίζαμε σε κέντρα, αλλά δεν ήταν πρόγραμμα. Δηλαδή, φτιάχναμε κομπανίες, που λέμε τώρα, ορχηστρούλες, τέσσερα – πέντε άτομα και παίζαμε τα δικά μας, αυτά που ξέραμε εμείς… Στην Αυστραλία ήταν ένα – δυο κέντρα, οι ίδιοι μουσικοί και τα ίδια μαγαζιά ήταν. Στο Σίδνεϋ ήταν τρία ελληνικά μαγαζιά, άντε τέσσερα, πότε δύο μέναν, πότε τρία. Δούλεψα και σε ξένα, ξένη μουσική. Εκείνο τον καιρό ήταν latin, latin american music, που λέγαν και δούλεψα και σε latin, μέχρι και τζαζ, αμερικάνικη μουσική, γιατί εκεί πέρα έπρεπε να τα παίζεις αυτά και αναγκαστικά μάθαινες, δίχως να θες, και να θες δε θες… Αλλά το ποιόν μας ήτανε λαϊκό.
Έπαιζε επίσης σε γάμους Ελλήνων μεταναστών στην περιφέρεια του Σίδνεϋ, όπου συνεργάστηκε και με τον αδερφό του Γιάννη:
Παίζαμε το ίδιο όργανο και δεν συνεργαστήκαμε ποτέ, εκτός ελληνικά: Καμιά φορά γινόταν κανένας γάμος εκεί πέρα κι έπιανα εγώ ακορντεόν και αυτός ανακατευόταν, έπαιζε και κλαρίνο αυτός.
- Κιάτο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970:
Εγώ τότες είχα κέντρο στο Κιάτο Κορινθίας. Μπουζουκάδικο. Είχα φέρει κι ονόματα κάτω. Είχα φέρει το Λαμπράκη, είχα φέρει το Καρασάκη, ο Χριστόπουλος είχε δουλέψει μαζί μου 2 – 3 χρόνια, είχα, πώς τη λένε, την Περράκη, είχα φέρει πολλά ονόματα κάτω.
- Αθήνα. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα έχει παίξει αρμόνιο σε διάφορα νυχτερινά κέντρα.
Φέτο (1995-96) δούλευα στην “Κρητικοπούλα”. Είναι μεγάλο κέντρο, 600 άτομα, μεγάλη ορχήστρα είχε, με μαέστρο μέσα, κανονικά.
Επίσης έχει παίξει πολλές φορές μουσική αφιλοκερδώς σε γιορτές του Συλλόγου Παλαιοχωριτών Αθήνας “Η Μελίντα”.
- Γερμανία. Μετά από πρόσκληση της ελληνικής παροικίας, τη δεκαετία 1970 ή 1980.
- Κύπρος. Μετά από πρόσκληση της ελληνικής παροικίας, τη δεκαετία 1970 ή 1980.
Αυτοαξιολόγηση:
Ο Δημήτρης Καραβάς εκφράζεται με μετριοπάθεια για τις επιδόσεις του στη μουσική:
(Στην Αυστραλία) εκείνος (ο αδερφός του Γιάννης) δούλεψε επαγγελματικά πιο καλά από μένα, γιατί ήτανε πολύ πιο προχωρημένος στη μουσική ο αδερφός μου από μένα. Εκτός αυτού ήτανε και ταλέντο αυτός, εγώ δεν ήμουνα.
Ωστόσο κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να βελτιώσει τις μουσικές του γνώσεις και να αντεπεξέλθει στις αυξημένες απαιτήσεις του επαγγελματία μουσικού:
Ε, όταν πήγα Αυστραλία και είδα πως είναι εκεί πέρα, τα βρήκα δύσκολα πολύ. Μετά όταν γύρισα, από την Αυστραλία στην Αθήνα, εκεί ήταν το δράμα το μεγάλο. Εκεί ήταν το δράμα, γιατί εκεί έπρεπε να παίζεις επαγγελματικά, γιατί και στην Αυστραλία ακόμα, παίζαμε σε κέντρα, αλλά δεν ήταν πρόγραμμα. Αλλά στην Αθήνα, είναι κέντρο κι είναι πρόγραμμα. Απάνω είναι πέντε κι άλλοι δέκα είναι κάτω, που τραγουδούν και μπορεί να ’χει και δέκα άτομα, σ’ ένα μαγαζί… Κι εκεί πέρα αναγκαστικά πρέπει να παίξεις επαγγελματικά, για όλους αυτούς, απ’ το παλιό μέχρι το καινούργιο. Και μπορώ να σου πω, γυρνούσα απ’ το κέντρο το πρωί και διάβαζα. Κι έγραφα κομμάτια και κάθισα κι έφτιαξα τον εαυτό μου, ας πούμε, πάνω στο θέμα του να διαβάζω, να γράφω… Αλλά τι να το κάνεις; Γεράσαμε πάνω στη μουσική, ενώ θα μπορούσαμε να ξέρουμε αυτά που ξέρουμε τώρα, να τα ξέρουμε από πιο νωρίς, που ’μασταν πιο νέοι.
Ο ίδιος διευκρινίζει ότι είχε πάθος για τη μουσική αλλά προτιμούσε να παίζει ερασιτεχνικά, για το κέφι του:
Εγώ, να σου πω την αλήθεια, ένα όργανο έπιασα και το βαρέθηκα, το βαρέθηκα, γιατί, ε, μ’ άρεσε η μουσική, αλλά μ’ άρεσε κατά έναν άλλο τρόπο. Δεν την ήθελα επαγγελματικά τη μουσική, δεν την ήθελα επαγγελματικά, αλλά μετά αναγκάστηκα. […] Μπορεί να κάθομαι να παίζω ώρες ολόκληρες τ’ όργανο, μόνος μου, να μην είναι κανείς. Άμα είναι άνθρωπος, δεν μπορώ να παίξω. Άμα δεις τί έχω φέρει (στο Παλαιοχώρι σήμερα)… δηλαδή γέμισα ένα αμάξι όργανα. Δεν τα πήρα για να πάω για δουλειά. Τα πήρα για να τα παίζω ’γω. Είχα παίξει καμιά – δυο φορές πέρσι, μόνος μου όμως… Εγώ κάθομαι εδώ πέρα στην αυλή από το πρωί μέχρι το βράδυ και παίζω… Τα όργανα εδώ τα παίρνω μόνο για το κέφι μου. Γιατί θέλω να παίζω αυτά που θέλω ’γω, όχι αυτά που θα μου πουν αυτοί. Θέλω να πάω να παίξω κάπου και να παίζω ’γω αυτά που θέλω κι ας χορεύει όποιος θέλει, κι ας μη μου δώσει δεκάρα. Αλλά δεν θέλω να με διατάζουν: “παίξε αυτό”, αυτό το βαρέθηκα. Αλλά δυστυχώς, δεν μπορείς να τ’ αποφύγεις εδώ πέρα, σ’ αυτό το χωριό.
Ρεπερτόριο:
Ο Δημήτρης Καραβάς γνωρίζει τους παραδοσιακούς σκοπούς του τόπου του, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι μικρασιατικής προέλευσης, όπως: ζεϊμπέκικα, καρσιλαμάδες, συρτά, κ.ο.κ. Παίζει επίσης δημοτικούς σκοπούς όλων των περιοχών της Ελλάδας, όπως ηπειρώτικα, καλαματιανά, χασαποσέρβικα, τσάμικα, κλπ., καθώς και λαϊκά και ρεμπέτικα. Στην Αυστραλία έμαθε να παίζει και σκοπούς latin και τζαζ:
Δούλεψα και σε ξένα, ξένη μουσική. Εκείνο τον καιρό ήταν latin, latin american music, που λέγαν και δούλεψα και σε latin. Και τώρα στην Αθήνα όταν παίζω, παίζω (και latin), γιατί εμένα το στυλ μου είναι λαϊκός και όταν παίζω latin, με κοιτάν πολύ, γιατί δεν μου πάει, δεν μου φαίνεται ότι είμαι εγώ για ευρωπαΐστας κι όμως παίζω, μέχρι και τζαζ, αμερικάνικη μουσική, γιατί εκεί πέρα έπρεπε να τα παίζεις αυτά και αναγκαστικά μάθαινες, δίχως να θες, και να θες δε θες, κατάλαβες; Αλλά το ποιόν μας ήτανε λαϊκό.
Για το ρεπερτόριο στα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας αναφέρει:
Στα κέντρα στην Αθήνα είμαι αναγκασμένος να παίξω απ’ όλα. Απ’ όλα τα παλιά, είμαι αναγκασμένος να παίξω σαν λαϊκός, να παίξω στην αρχή σαν ευρωπαΐστας, “μουσική φαγητού” που λένε, μετά να παίξω στο πρόγραμμα, να παίξω στο λαϊκό αργά, στο νησιώτικο και σε τσάμικα μετά, δημοτικό. Δεν είχε κλαρίνο, ούτε βιολί και όλα αυτά περνούσαν από μένα εκεί πέρα. Γιατί εκεί πέρα γινόντανε χοροί, είχε κάθε βδομάδα δυο – τρεις χορούς, άλλος είναι από την Πελοπόννησο, άλλος είναι απ’ την Ήπειρο, θέλει το ηπειρώτικο, άλλος θέλει το νησιώτικο.
Αμοιβή:
Στα γλέντια στα καφενεία και στα πανηγύρια της περιφέρειας Πλωμαρίου η αμοιβή των μουσικών γινόταν με την επονομαζόμενη «χαρτούρα», δηλαδή με τα χρήματα που έριχναν στους μουσικούς όσοι επιθυμούσαν να ακούσουν ένα σκοπό ή να χορέψουν. Όπως αποκαλύπτει ο Δημήτρης Καραβάς το έθιμο αυτό της αμοιβής των μουσικών κατά την εκτέλεση της παραγγελίας του σκοπού με «χαρτούρα» διατηρείται περιστασιακά ακόμα και στα νυχτερινά κέντρα της Αθήνας:
Παραγγελίες δεν κάναμε, αλλά οι τραγουδιστές που είναι κάτω, όλο κι έχουν κάποιο φίλο κι έτσι κάνουν επιθυμίες. Οι παραγγελίες γίνονται επιθυμίες τελευταία. Το ίδιο πράγμα είναι, αλλά η παραγγελιά ήταν παλιά ότι το διάταζε αυτός και δεν θα χόρευε άλλος, ας πούμε, ήταν κάτι τέτοιο, αλλά τώρα δεν υπάρχει αυτό, έχει καταργηθεί και καλύτερα γιατί γίνονταν φασαρίες. Ήτανε κακό για μας, γιατί εμείς παίρναμε πολλά λεφτά, τυχερά που λέμε, οι παραγγελιές ερχόντανε και πληρώνανε. Αλλά τώρα, εκτός που έχει ξεχαστεί αυτό το θέμα, ξέρω ’γω γιατί, τώρα είναι και το άλλο: Πάει κλείνει ένας το χορό. Τώρα τα λεφτά πάνε στον καταστηματάρχη όλα, γιατί λέει εγώ έχω ορχήστρα πληρωμένη, εσείς θα φάτε, θα πιείτε, θα χορέψετε τσάμπα, κατάλαβες; Άμα είναι όμως κανένας μερακλής… Το μόνο που θυμάμαι τώρα στην Αθήνα τελευταία ένας παπάς, μας έριξε καμιά σαρανταριά χιλιάδες, παπάς πάντρεψε το γιο του, είχε μέσα πεντακόσια άτομα, μόνο αυτός έριξε. Κατάλαβες, δεν είναι μόνο στο χουβαρντηλίκι, ας πούμε, είναι και στον εγωϊσμό του καθενός, είναι στην νοοτροπία του. Αυτός τώρα, έχει ζήσει, ξέρει ότι πρέπει να ρίξει, γιατί έτσι είναι το έθιμο, ξέρω ’γω, έστω κι ένα χιλιάρικο, κι αυτό κάτι είναι, αλλά οι περισσότεροι τώρα δε ρίχνουνε. Καλά οι νέοι, δεν μπορώ να πω, ούτε και το ξέρουνε, αλλά οι παλιοί, δεν υπάρχει παλιός που να μην το ξέρει. Αλλά εμείς είμαστε τώρα κατά κάποιο τρόπο πιο ασφαλισμένοι, γιατί δεν έχουμε παραξηγήσεις: Δηλαδή, ο άλλος μεθάει, λέει εγώ σου ’πα το τραγούδι, το πλέρωσα, αντί να παίξεις εμένα, έπαιξες εκείνου, μεθυσμένος δεν ξέρει τι λέει και γινόνταν φασαρίες. Αυτό ήτανε μια στεναχώρια που είχα πάντα πάνω στο πάλκο, μια ευθύνη μεγάλη.
Η πρακτική της «χαρτούρας» και η συνακόλουθη πρακτική των «παραγγελιών» των σκοπών που «διατάζουν» οι γλεντιστές είναι εξαιρετικά διαδεδομένη ακόμα και σήμερα στη Λέσβο. Ο Δημήτρης Καραβάς αναφέρει χαρακτηριστικά:
Τα όργανα εδώ (στο Παλαιοχώρι) τα παίρνω μόνο για το κέφι μου. Γιατί θέλω να παίζω αυτά που θέλω ’γω, όχι αυτά που θα μου πουν αυτοί. Θέλω να πάω να παίξω κάπου και να παίζω ’γω αυτά που θέλω κι ας χορεύει όποιος θέλει, κι ας μη μου δώσει δεκάρα. Αλλά δεν θέλω να με διατάζουν: “παίξε αυτό”, αυτό το βαρέθηκα. Αλλά δυστυχώς, δεν μπορείς να τ’ αποφύγεις εδώ πέρα, σ’ αυτό το χωριό. […] Πήγα πέρσι (1995) να κάνω ένα γλέντι εδώ πέρα στο χωριό, με φίλους και γύρισε επαγγελματικά. Ερχόνταν και διατάζαν και ρίχναν, οπότε κι η παρέα η δικιά μου, που πήγα να γλεντήσω μαζί τους κι αυτοί σηκωθήκαν και με πληρώσαν!
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Για τις επιδόσεις του πατέρα του, Ποσειδώνα, στη μουσική και το τραγούδι ο Δημήτρης Καραβάς αναφέρει χαρακτηριστικά:
Εκείνος είχε (θεωρητικές γνώσεις μουσικής), αλλά δεν ξέρω πού έμαθε. Διάβαζε μουσική εκείνος. […] Έπαιζε ναι και (‘ευρωπαϊκά’ κομμάτια) και τραγουδούσε. Τραγουδούσε, αυτό ήταν που – είδες πού είναι η αγορά (εννοεί στο Παλιοχώρι); Ε, ο πατέρας μου όταν τραγουδούσε, κι εγώ όπου να ’μουνα στο χωριό, τον άκουγα. Δίχως μικρόφωνο. Όπου και να τραγουδούσε στο χωριό μέσα τον άκουγα. Από δω τον άκουγα, παντού τον άκουγα. Τέτοια δυνατή φωνή είχε ο πατέρας μου. Αλλά εκείνος, απ’ ότι έλεγε, χάθηκε εδώ στη Μυτιλήνη, χάθηκε ας πούμε. Ενώ, αν θα ήταν, μου έλεγε, στην Αθήνα, εκείνο τον καιρό μπορούσε να είχε κάποιο όνομα, όπως πολλοί ας πούμε, που χτυπήσαν δυο δίσκους, ξέρω ’γω, και κάναν σουξέ. […] Όταν έκανε την προσπάθεια (και πήγε στην Αθήνα), ήταν ήδη και μεγάλος, είχε περάσει η ηλικία και τραγούδησε όμως μερικά κομμάτια, τραγούδησε. Αυτό πρέπει να ν’ ήτανε τη δεκαετία ’60, που ’ταν στην Αθήνα, γιατί εγώ ήμουνα Αυστραλία τότε. Αλλά τότες άκουγα εγώ τα κομμάτια, δηλαδή δικά του κομμάτια 3-4, 5 κομμάτια, δεν θυμάμαι πόσα είχε βγάλει… Σαρανταπεντάρια (δίσκοι βινυλίου 45 στροφών) ήταν τότες. […] Ο πατέρας μου ήτανε καλλιτέχνης απ’ τα νύχια ως την κορφή που λέμε. Εκτός αυτού ήτανε κι εμφανίσημος, είχε πολλά, σαν ηθοποιός ήταν, ήταν όμορφος. Στην Αθήνα πήγε μετά που φύγαμε εμείς (στα μέσα ή τέλη της δεκαετίας του 1950). Έπαιζε, στου “Χειλά” μου έλεγε, στην Αθήνα, εκείνο τον καιρό. Με τον Μενιδιάτη έχει φωτογραφίες, με τον Μπιθικώτση έχει φωτογραφίες, ε, δούλευε σε καλά κέντρα, του “Χοντρού” που λέγανε. Μέχρι το ’60 ήταν στην Αθήνα πια, έμενε εκεί πέρα.
Ο Δημήτρης Καραβάς αναγνωρίζει ότι ο αδερφός του Γιάννης είχε ταλέντο στη μουσική:
Στην Αυστραλία ο Γιάννης δούλεψε επαγγελματικά πιο καλά από μένα, γιατί ήτανε πολύ πιο προχωρημένος στη μουσική ο αδερφός μου από μένα. Εκτός αυτού ήτανε και ταλέντο αυτός, εγώ δεν ήμουνα. […] Καμιά φορά γινόταν κανένας γάμος εκεί πέρα κι έπιανα εγώ ακορντεόν και αυτός ανακατευόταν, έπαιζε και κλαρίνο αυτός. Όπως ο πατέρας μου, ό,τι έπιανε το ’παιζε. Κιθάρες έπιανε, έπαιζε και έπαιζε και κλαρίνο.
Επίσης επαινεί τον Γιάννη Παντελέλη από το Παλαιοχώρι που έπαιζε κορνέτα σε συνεργασία με τον πατέρα του, Ποσειδώνα, τη δεκαετία του 1940:
Και με έναν δικό μας πάλι άλλον εδώ πέρα, Παλιοχωριανό, Παντελέλης λέγεται, αδερφός του Μανώλη, ο Γιάννης, ήταν καλός, κορνέτα έπαιζε, ναι κι αυτός καλός μουσικός ήτανε.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα σκοπών, μουσικών, τραγουδιών, χορών του τόπου:
Σύμφωνα με τον Δημήτρη Καραβά το ρεπερτόριο των σκοπών που παίζονταν στην περιφέρεια του Πλωμαρίου περιελάμβανε κυρίως συρτά και ζεϊμπέκικα:
Εκείνο τον καιρό δεν ήταν και τα κομμάτια τόσο περίπλοκα για να τα γράψει κανείς, κατάλαβες; Γιατί ήταν, αυτά τα συρτά ήτανε και τα ζεϊμπέκικα ήτανε.
Τη δεκαετία του 1940-50 το μουσικό συγκρότημα του πατέρα του, Ποσειδώνα Καραβά, έπαιζε συχνά στα καφενεία του Πλωμαρίου ένα ρεπερτόριο που εμπλουτιζόταν διαρκώς με τα λαϊκά και τα ‘ευρωπαϊκά’ της εποχής:
Και μιλάμε σαν ευρωπαϊκή ορχήστρα, γιατί το λαϊκό άρχιζε, όπως και τώρα, πιο αργά. Ναι, ευρωπαϊκά παίζαν πρώτα, ταγκό ήταν τα περισσότερα, ρουμπίτσες που λέγανε, κάνα σουξέ, που βγαίναν εκείνο τον καιρό…
Εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση και μουσικός πολιτισμός:
Ο Δημήτρης Καραβάς μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1951 και εγκαταστάθηκε στην περιφέρεια του Σίδνεϋ κοντά στον αδερφό του Γιάννη που είχε μεταναστεύσει εκεί από το 1948. Για τα κέντρα της περιφέρειας του Σίδνεϋ ο ίδιος αναφέρει:
Στην Αυστραλία ο Γιάννης δούλεψε επαγγελματικά πιο καλά από μένα, γιατί ήτανε πολύ πιο προχωρημένος στη μουσική ο αδερφός μου από μένα. Εκτός αυτού ήτανε και ταλέντο αυτός, εγώ δεν ήμουνα. Εκείνος θυμάμαι τότες δούλευε με μια ορχήστρα, στα ελληνικά όταν πήγα, ευρωπαϊκή ορχήστρα και μετά. Έλληνες μουσικοί, απ’ την Ελλάδα, που είχαν ας πούμε, πιάνο, ακορντεόν, κιθάρα, όπως δουλεύαν κι εδώ. Τότες δεν υπήρχαν κι εκεί ακόμα ενισχυταί και τέτοια μηχανήματα και η ορχήστρα έπρεπε να ’ναι πολλά όργανα, για να μπορούν ν’ αποδίδουν. Μετά όμως ο αδερφός μου – τότες κάνανε τα λεγόμενα “τρία”, τρία όργανα: Ήτανε ντραμς, ακορντεόν και κιθάρα. Και έβλεπες ας πούμε, σε κάτι καμπαρέ, αλλά όχι όπως τα βλέπω σήμερα, δεν είχε γυναίκες, εκεί πέρα που δουλεύαμε, όχι δεν είχε γυναίκες, στυλ καμπαρέ, αλλά ν’ ακούς μουσική. Τώρα, όταν λες καμπαρέ, πάει να πει ότι έχει μέσα κονσομασιόν, γυναίκες, εκεί δεν είχε τέτοια. Εκεί ήτανε κέντρα μικρά. Ξένοι, ξένοι (τα είχαν). Ο αδερφός μου δούλευε σ’ ένα, στο καλύτερο τότε, στο γαλλικό. Και δούλευε με ξένους, με Ιταλούς και πήγαινα εγώ κι άκουγα μουσική εκεί στο κέντρο, έπαιζε ακορντεόν εκείνος. Ήταν το λεγόμενο “τρίο” ας πούμε, άλλο είχε άλλο “τρίο” πάλι, ή μπορεί να είχε πιάνο ή με κιθάρα ή μπάσο ή μια κιθάρα, τρία όργανα, ντραμς αποκλειστικά, πάντοτες.
Στους γάμους των Ελλήνων μεταναστών στην Αυστραλία συγκεντρώνονταν πολλοί έλληνες μουσικοί.