Καμάτσος Μενέλαος
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Αγιάσος, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1912
Ιδιότητα:
Ο Μενέλαος Καμάτσος είναι συγγραφέας καρναβαλικής σάτιρας.
Γονείς:
Ο παππούς του, Θεμιστοκλής Δουκάρος, ήταν μουσικός και έπαιζε σαντούρι σε μουσικά συγκροτήματα της Αγιάσου.
Επίσης ο θείος του από την πλευρά της μητέρας του, Στρατής Ρόδανος, ήταν επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε βιολί σε μουσικό συγκρότημα της Αγιάσου.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Μενέλαος Καμάτσος παντρεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1930:
Εγώ έχω 58 χρόνια παντρειά. Τη γυναίκα μου την έκλεψα, ήταν όμορφη. Εκείνη ήταν 16 χρονών κι εγώ 26-27. Εδώ κοντά έμενε, πρόχειρα πράγματα, ανέβαινα από τις ελιές και την είδα, λέω τούτη πρέπει να την πάρω. Ύστερα οι γονιοί της δεν τη δίναν επειδή είχε άλλες δυο αδελφές πιο μεγάλες. Είχαμε αλληλογραφία. Είχα εργάτριες εδώ και τους έδινα τα γράμματα και τις τα πηγαίνανε. Εγώ μια γυναίκα ήθελα, την πήρα. Ούτε προύκες ήθελα ούτε τίποτα. Πέρασα καλά, μακάρι να γυρίζαν τα χρόνια πίσω.
Για τα μέλη της οικογένειάς του, ο Μενέλαος Καμάτσος αναφέρει:
- Θεμιστοκλής Δουκάρος: Παππούς του. Ήταν μουσικός και έπαιζε σαντούρι. Το παρατσούκλι του ήταν «Καχιλέλλης» και πέθανε το 1935, σε ηλικία 85-87 ετών:
Ο παππούς μου ήταν μουσικός έπαιζε σαντούρι, λεγόταν Θεμιστοκλής Καχιλέλλης, παρατσούκλι, το πραγματικό του ήταν Δουκάρου. Πιο παλιός απ’ το Μαριουλέλι, επί τουρκοκρατίας…. πέθανε το ’35, ήταν γύρω στα 85-87. Πανέξυπνος, ‘‘Θαυμαστό’’ τον λέγανε, αγράμματος ολωσδιόλου. Μ’ άλλους μουσικούς έπαιζε, πριν το Μαριουλέλι, μου τους έλεγε αλλά δεν τους θυμάμαι, παίζανε φυσερά (δηλαδή πνευστά), σαντούρ’, τρομπόνια, τρομπέτες.
- Στρατής Ρόδανος: θείος του, είναι μουσικός και παίζει τρομπέτα:
Ο μπάρμπας μου ο Ρόδανος έπαιζε τρομπέτα που δεν έπαιζε κανένας. Θείος μου ήταν ο Στρατής ο Ρόδανος και ο Χαρίλαος ξάδελφός μου, αλλά δεν τα ’χουμε καλά. Η μητέρα η δική του και η μητέρα η δική μου αδέλφια.
- Ο Μενέλαος Καμάτσος αναφέρεται και στον νονό του που διατηρούσε εργαστήριο στην Αγιάσο
Ένα νονό είχα, είχε αυτό το καφενείο που ‘χει το ‘Παπέλι’, εργαστήριο. Αυτοδίδακτος, μηχανικός, επιπλοποιός, ρολογάς, ως και τούρκισα μονέδα έκοβε, και τον πιάσανε επί τουρκοκρατίας.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Μενέλαος Καμάτσος είχε βιοτεχνία κατασκευής ελαιοπάνων, την οποία διατήρησε μέχρι το 1949, οπότε μετανάστευσε στην Αργεντινή. Για την εξασφάλιση της πρώτης ύλης (τρίχα), συνεργαζόταν με ‘τσελιγκάδες’ και με καταστήματα της Βόρειας Ελλάδας. Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά:
Επί ανταρτοπολέμου πήγαινα μέχρι τα σύνορα, αγόραζα κατσικότριχες. Στη Δράμα, στα βουλγαρικά σύνορα, με τα καΐκια. Φόρτωνα λάδια από ’δω, τα πούλιουμ και από κει. Είχαμε μια παρέα, 4-5 νομάτοι ήμασταν, δεν ήμουν μοναχός ’ιμ, κι επειδής ήμουν εγώ ο πιο νέος είχα αναλάβει εγώ αυτή την υπηρεσία. Από τσελιγκάδες [έπαιρνα την τρίχα], είχε και μαγαζιά που την κάναν, Εβραίοι, στη Δράμα, στην Καβάλα, στη Ξάνθη, Κομοτηνή (τη δεκαετία του 1930).
Με τα ελαιόπανα που έφτιαχνε προμήθευε διάφορες περιοχές της Ελλάδος:
Τα στέλναμε σε όλη την Ελλάδα, μέχρι την Κέρκυρα, Κρήτη, Πελοπόννησο, Κύθηρα, παντού, Αιγαίο. Όπου είχε ελιές. Καμιά εικοσάδα βιοτεχνίες ήταν, κάπου 400 άτομα δουλεύαν (στην Αγιάσο). Τώρα δεν υπάρχει κανένας, βγάλαν τα αυτόματα τα εργοστάσια τώρα. Είχε δυο τρία κλωσταριά έδιου (στη συνοικία ‘Σταυρί’ της Αγιάσου), άμα τραγουδούσαν οι γυναίκες ήταν!.. Αρχόνταν ξένοι, κάθονταν λογιάζαν. Απ’ την Τουρκία ήταν φερμένη κι αυτή η δουλειά, δεν την εξέραν έδιου, φαντάζομαι.
Για την αποστολή των ελαιοπάνων ναυλώνανε πλοία:
Απ’ ούλα (τα πλοία), τα ναυλώναμε. Έναν φίλο Πλωμαρίτη είχα καλόν, καπετάνιο. Μ’ αυτόν πήγαμε στο Πλωμάρ’ , είχαμε λάδια, σαπούνια φορτωμένα, πολλά πράγματα, τα πήγαμε στις Κυκλάδες. Λάδια πηγαίναμε παντού, όπου δεν είχε, Κυκλάδες, Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη.
Στην περίοδο της Κατοχής των Γερμανών ο Μενέλαος Καμάτσος έφτιαχνε ελαιόπανα για τους Γερμανούς. Οι συναλλαγές γίνονταν με όρους ανταλλαγής σε είδος:
Είχα βιοτεχνία, βγάζαμε πανιά τ’ς Γερμανοί εδώ…Μετά τον πόλεμο αρχίσαμε τα ταξίδια, από το ’44-’43. Βλέπεις δίναμε πανιά στα εργοστάσια με το λάδι, και το λάδι έπρεπε να το κάνουμε παράδες μετά, για να το ανταλλάξουμε με άλλα πράγματα, κι ανάλαβα εγώ αυτή τη δουλειά. Και κάθομαι και σκεύομαι ντα τώρα και … Με το λάδι έπαιρνα άλλα πράγματα, δεν τα παίρναμε τα χρήματα τότε, για ρύζι παίρναμε για τρόφιμα … Τίποτα δεν είχε τότε εδώ, αφού ήταν κατοχή, μόλις φύγαν οι Γερμανοί. Τίποτα δεν είχε. Οι παράδες μέχρι το ’49, ήταν αμφιταλαντευόμενοι, δεν τους παίρναν γιατί ήταν μια αστάθεια. Μέχρι το ’50 κάναμε ανταλλαγή σε είδος. Αυτή ήταν η κατάσταση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Μενέλαος Καμάτσος, επιστρέφει στην Ελλάδα, μετά από δύο χρόνια διαμονής στην Αργεντινή:
Οπότε δεν είχα πια τη βιοτεχνία που είχα. Και μπέρδεψα εδώ με ένα φίλο μου, είχε φούρνο. Πήγα στο Δημοκράτη—μιαν άδεια και πήγα και την πήρα 300 λίρες χρυσές, 170 (δραχμές) η λίρα είχε, κι ήρθε ύστερα ο Παπαδόπουλος και τις ’δώσε μια κλωτσιά και τις χάσαμε. Ποιος μπορεί να τα αντέξει, και τούτα είναι κοντοσύλλαβα δε τα λέω να πούμε […]. Ύστερα από κει κάναμε το εργοστάσιο στου «Καλαμάρη» (στη Μυτιλήνη), 50 ψωμάδικα, ένα χρόνο πήγαμε – πέσαμε έξω. Άλλα 3,5 εκατομμύρια έχασα. Βγάζω ένα αυτοκίνητο πάλι καινούριο, ξανανοικιάζω φούρνο, αρχίσαν πάλι. Οπότε μετά βαρέθηκα πια, τα ξαμόλαρα. Ήρθα εδώ, είχαμε κάτι κτήματα και ασχολιέμαι μ’ αυτά πλέον. Το ’90 έπαθα μια φλεγμονή πρήστηκα ολόκληρος. Με κάναν 4 παρακεντήσεις χωρίς να με ναρκώσουν και μία εγχείρηση, γιατί είχα το ζάχαρο. Απόρησαν οι γιατροί την αντοχή μου. Τώρα πια απ’ το ’90, έδεσα τα χειρέλια μου κι ασχολούμαι με τα τραγούδια.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Ο Μενέλαος Καμάτσος κατοικεί μόνιμα στην Αγιάσο, εκτό από το διάστημα 1949-1951 οπότε μετανάστευσε στην Αργεντινή. Την περίοδο που διατηρούσε τη βιοτεχνία ελαιοπάνων (δεκαετίες 1930-1940), ο Μενέλαος Καμάτσος, ταξίδεψε επανειλημμένα σε αρκετά μέρη της Ελλάδος, όπως στον Πειραιά, Βόρεια Ελλάδα, νησιά Αιγαίου, για τις ανάγκες της εργασίας του.
Μετανάστευσε στην Αργεντινή το 1949, όπου διέμεινε για 2 χρόνια. Για την μετανάστευσή του, ο ίδιος αναφέρει:
Το ’49 έφυγα στην Αργεντινή, έκανα δυο χρόνια. Οικογενειακώς, πήγα για δουλειά αλλά δε βρήκα εκεί μια κατάσταση. Είδα ότι κανείς δεν είχε κάνει τίποτα ύστερα από τόσα χρόνια. Και λέω, πριν ξοδιάσω τους παράδες μου πρέπει να φύγω ξωπίσω.
Παραθέτει τα σχόλια ενός συγγενικού του προσώπου, για την απόφασή του να μεταναστεύσει:
Είχα μια θεία στη Β. Αμερική κι άμα έμαθε ότι θα φύγω στην Αργεντινή, έγραψε ένα γράμμα και λέει: «Απορώ τι σε ’κανε εσένα και θες να φύγεις στο εξωτερικό. Εγώ απ’ τους ανθρώπους που μαθαίνω, γιατί όποιος έρθει απ’ το χωριό θα περάσει από το σπίτι μου, έχιν να κάνιν με τη ζωή που κάνεις. Έχεις τη δουλειά σ’, έχεις το μαγαζί σ’, και της γράφω: «Δε μ’ αρέσουν οι ανθρώποι». Και μου ξαναγράφει: «Τα μάτια σου δέκα, κοντά σ’ παλιαθρώπ’ τρύπων’ ανάμεσα ντουν. Εγώ έχω τριανταπέντε χρόνια και δεν αξιώθηκα να ’ρθω. Σουσουμιάζω να ’ρθω να κάτσω απ’ έξω απ’ την πόρτα και να βάλω το μπρίκι στη φωτιά να ψήσω καφέ και να πιάσω μια φλυτζάνα, απ’ τα αγγειοπλαστεία ε, και να φτύσω λέει κι έπειτα ας πεθάνω.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Το 1933, ο Μενέλαος Καμάτσος υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία, στο Τάγμα Γεφυροποιών στη Λάρισα. Το 1939 παρουσιάσθηκε στα βουλγαρικά σύνορα για μετεκπαίδευση, και το 1940 συμμετείχε στον πόλεμο στο Αλβανικό μέτωπο:
Το 1933 φεύγω κληρωτός στη Λάρισα, δυο χρόνια. Το ’36 έλαβα μέρος στο κίνημα του Βενιζέλου. Το ’39 με πήραν για 1 μήνα μετεκπαίδευση κι έβγαλα 5 μήνες στα Βουλγαρικά σύνορα, στο Νέστο. Γυρίζω στις 20 Οκτωβρίου, στις 28 γίνεται πόλεμος στην Αλβανία, φεύγω ξωπίσω, καταλαβαίνεις τώρα. Επτά μήνες …
Ο Μενέλαος Καμάτσος περιγράφει την κατάσταση των στρατιωτών που επέστρεφαν από το Αλβανικό Μέτωπο:
Απ’ τις Αγιοί Σαράντα ήρθα με τα πόδια στην Αθήνα, 17 μερόνυχτα δεν εκοιμήθηκα. Τα πόδια μου πρηστήκαν, πέταξα τις αρβύλες και τα τύλιγουμ’ μι τα πανιά. Και νυστ’κοί, ήταν Απρίλης μήνας και τρώγαμε τ’ς κόκ’ απ’ τα δέντρα.
Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής, ο Μενέλαος Καμάτσος υπήρξε μέλος του Ε.Α.Μ.:
Τέλειωσε η κατοχή, εντάσσομαι στο Ε.Α.Μ. απ’ τους πρώτους. Είχα βιοτεχνία, βγάζαμε πανιά τ’ς Γερμανοί εδώ. Παίρνω διαταγή από την οργάνωση να τα σαμποτάρουμε. Εν ήταν εύκολη δουλειά αυτή, αλλά τι θέλαμε να κάνουμε, αφού ήταν οργάνωση τότε που ’μασταν. Συνεννοηθήκαμε με έναν άλλο λοιπόν να τα σαμποτάρουμε. Τα βρέχαμε σε ορισμένο μέρος, λίγο στην άκρια, κι ύστερα τα κάναμε μπάλες και τα βάζαν στις αποθήκες οι Γερμανοί, αυτά βγαίναν το Καλοκαίρι. Ίσαμε να τα μοιράσουν στα εργοστάσια να τα ανταλλάξουν με το λάδι, αυτό το κομμάτι άναβε, και μόλις τα βάλαν… Ήρθαν εδώ μια μέρα, μας πιάσαν μας κατεβάσαν στη Μυτιλήνη, μας πήγαν στο Διδασκαλείο. Πρώτον φωνάξαν εμένα στη Γκεστάπο. Αλλά το περίεργο ήταν που ’χαν ένα διερμηνέα, εγώ μόλις τον είδα – ξέρεις ένα μάτι διαβολεμένο που έχω – τούτος λέω δεν είναι Γερμανός. Απ’ τις ανακρίσεις που έκανε, το χαμόγελο, δεν είχε την αγριότητα που είχαν οι κερατάδες, είχαν κι ένα σκύλο – με συγχωρείς – τέτοιονα και κάθοταν απ’ τη πάντα, έτοιμο να σε μουντάρει. Μ’ αφήκαν. Με την αύριο πήραν τον άλλο, ό,τι είπα εγώ είπε κι αυτός. Μας βάλαν πάλι. Μας βάζαν, μας βγάζαν, αυτό γινότανε, Δυο μήνες. Είχα έναν κουμπάρο στη Μυτιλήνη που είχε έναν άλλο διερμηνέα, ήταν πολύ φίλοι και ότι θέλαν οι Γερμανοί τον ειδοποιούσαν. Λοιπόν έρχεται μια μέρα, λέει να του πούμε ποιος είχε κάνει το σαμποτάζ. Εν τω μεταξύ η οργάνωση μας ειδοποίησε να μας πάρει, να φύγουμε. Αλλά εγώ είχα τη γυναίκα και το παιδί, ένα μωρό έχω. Συνεννοηθήκαμε με τον άλλο, τι να κάνουμε; Σκεφτήκαμε, ήρθαν κάτι άλλοι από το χωριό μας και τους στείλαμε σε ορισμένα πρόσωπα που τα ξέραμε από τα εργοστάσια και φτιάξαν μια επιστολή και εγγυόταν ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα στα πανιά, πάντοτες σπούσαν, όταν οι ελιές ήταν χαλασμένες μες στα αμπάρια και ήταν σάπιες, κι ότι είναι οι καλύτεροι τεχνίτες και δεν ξέρω ’γω. Κι έτσι λοιπόν, με λίγα λόγια στα λέγω, γλυτώσαμε. Δεν επέρασε κανάς μήνας, είχα ένα φίλο, Γιαννακό τον λέγανε, είχε εργοστάσιο στα Βασιλικά, με έστειλε σημείωμα, λέει ‘‘έλα και σε θέλω’’. Πάω, είχε – με συγχωρείς – καμιά εφτακοσαριά οκάδες τρίχα, έκανε ανταλλαγή με το λάδι απ’ ένα καπετάνιο, και με φώναξε να την επάρω να αφήσω πανιά για το εργοστάσιο για να βγάλουν λαθραία λάδια. Πράγματι ήρθα έδιου, ήμασταν 4-5 που συνεργαζόμασταν, […], μας προδώσανε. Έρχονται μας ξαναπιάνουν. Εμένα μου κάναν πολλές φορές μπλόκο γιατί ξέραν πως έκανα ταξίδια εγώ κι ερχόνταν και γυρεύανε. Μας πιάσαν λοιπόν, λέει ο διερμηνέας ‘‘να πείτε την αλήθεια γιατί σας έχουν προδομένοι και πόσα λάδια’’ – με συγχωρείς -. ‘‘Πράγματι’’ λέω ‘‘με ειδοποίησε ο Ταλιάνης να πάμε να πάρουμε τρίχα να την εκάνουμε πανιά για να βγάλουν οι Γερμανοί τα λάδια, να τα δώσιν να πάριν τρόφιμα, να πληρώσουν κι εμάς που πήραμε τους εργάτες’’. Αυτοί το χάψαν οι Γερμανοί, αλλά ένας από εμάς που καθόνταν απ’ έξω άκουσε που είπαν οι Γερμανοί ‘‘Taliani telephone’’, να δούνε είναι έτσι που τα είπαμε. Τρέχει λοιπόν αυτός λέει ‘‘πάρε επειγόντως τον Ταλιάνη και πέσ’ του να μη παρουσιαστεί άμα τον φωνάξουν οι Γερμανοί’’. Πράγματι λοιπόν το πρόλαβε, δεν παρουσιάστηκε. Το βράδυ, πήγα και τον βρήκα του λέω ‘‘Γιάννη άμα σε καλέσουν οι Γερμανοί θα πεις ότι πράγματι την τρίχα την έδωσα στον άνθρωπο να βγάλει πανιά να…’’
Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:
Ο Μενέλαος Καμάτσος παρακολούθησε το Δημοτικό μέχρι και την Πέμπτη τάξη. Για τον δάσκαλό του – Κολαξιζέλη – αναφέρει χαρακτηριστικά:
Εγώ πήγα τρεις μήνες στη Πέμπτη τάξη κι άμα ξαναπήγα θυμάμαι το δάσκαλο τον Κολαξιζέλη, μου λέει, ‘‘άντε μωρέ είχα ένα αυγό να σκουντουρήξουμε κι άργησες και το ’φαγα’’. λέω, ‘‘με στέλναν στην κατσίκα ο πατέρας μου’’, λέει ‘‘να πας να τον πεις ότι είσαι καλός μαθητής να σ’ αφήσει να μάθεις γράμματα, κι άμα δε σ’ αφήσιν να σου πάρουν καμιά δεκαριά κατσίκες να μη λιέσαι’’. Ήταν καλός δάσκαλος, νόμιζες ότι τα κάρφωνε μέσ’ το κεφάλι σου. Μιλούσε καθεαυτού τη γλώσσα μας γι’ αυτό τον καταλαβαίναμε. Άμαν έφυγα στην Αργεντινή έκλαιγε. Τον εκτιμούσα πολύ, αφού τα φώτα μου τα ’δωκε αυτός, από αυτόν έμαθα όλα τα γράμματα. Φτώχεια. Αφού ήθελα να πάρω ένα τετράδιο κι έλεγε η μάνα μου ‘‘κάτσε να πάω να δω, γέννησε η όρ’θα κανά αυγό, να πας να πάρεις ένα τετράδιο’’
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Το 1928, ο Μενέλαος Καμάτσος, παράλληλα με την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα στην κατασκευή ελαιοπάνων, ξεκίνησε να γράφει ερασιτεχνικά σάτιρα για το καρναβάλι της Αγιάσου. Η συγγραφή των σατιρικών κειμένων γινόταν σταδιακά όλη τη διάρκεια του έτους. Τα σατιρικά κείμενα διαβάζονταν από εκφωνητές στο Καρναβάλι της Αγιάσου, που κορυφώνεται την Καθαρή Δευτέρα. Από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα ο Μενέλαος Καμάτσος ασχολείται αποκλειστικά με την συγγραφή σατιρικών κειμένων. Στις περιγραφές του αντιπαραβάλλονται οι τεχνικές σύνταξης των κειμένων, από τα πρώτα χρόνια ενασχόλησής του, έως σήμερα.
Τη σάτιρα ξεκινάω να τη γράφω το ’28. Τότες δεν τα καταφέρναμε καλά, τι λουγιά μας ήρθε στην έμπνευση να πούμε. Δεν είχαν ομοιοκαταληξίες, δεν είχαν έννοια να πούμε. Να, παίρναμε από το χωριό γεγονότα. Αλλά σιγά, σιγά…Τώρα, να πούμε, δεν είναι μόνο να τα ταιριάζεις είναι να έχουν κάποια έννοια, να το κλείσεις σα χρονογράφημα, αυτή είναι η μαστοριά.
Τα τοπικά δρώμενα, καθώς και οι πολιτικές εξελίξεις αποτελούσαν, ως επί το πλείστον, τη θεματολογία της σάτιρας του:
Για να γράψω πρέπει να βρω την πηγή, είναι δύσκολο πράγμα…Άμα γινόταν κανά έκτροπο στο χωριό το σατιρίζαμε. Αυτά ήταν τα θέματά μας. Ύστερα σιγά, σιγά ξανοιχτήκαμε και πιάσαμε πάνω στην πολιτική. Και τούτονα το ξενώνα γράψαμε ένα, έγιουτο που ήταν οι επιτρόποι, κι επειδής είχε παράδες η εκκλησιά κι ήταν να γίνουν εκλογές να βγει το άλλο το συμβούλιο κάναν τον ξενώνα, εκεί ήταν το παλιό σχολείο επί τουρκοκρατίας, και γράψαμε:
Ξοδιάσαν τς παράδες τς ακκλησάς
κι κάναν το ξινώνα
να φαίνετ’ η βλακεία ντουν
σι όλο τον αιώνα
[Απόσπασμα σάτιρας πριν το 1930]
Στις καρναβαλικές εκδηλώσεις η παρουσίαση των σατιρικών κειμένων γινόταν από τον εκφωνητή, ο οποίος φορούσε …
παλιά, μια βράκα ξεθωρισμέν’, μια καναβέτσα, μιαν αξίνη σ’ μέση του με το ζωνάρ’, ένα κασκέτο, δεν είχαμε πολυτέλει’ς εμείς παρουσιάζαμε την πραγματική παράδοση, διότι χάνεται, τώρα το ’χουν για εκμετάλλευση, θέατρο είναι.
Για τη συγγραφή των κειμένων ο Μενέλαος Καμάτσος συνεργαζόταν συστηματικά με τον Βασίλη Βαγιανά. Περιστασιακά όμως συνεργαζόταν και με άλλους Αγιασώτες που έγραφαν σάτιρα.
Με το Βασίλη το Βαγιάνα γράφαμε μαζί, ποτές δεν έγραφε μοναχός του, αλλά εγώ δεν ήθελα να φαίνομαι, δε μ’ άρεζε να…, πως να στο πω, δεν ήθελα να ξέρει κανένας.
Πόσες φορές τους είπα «’λάτε ρε να συνεργαστούμε πριν πεθάνω, να μονιάσετε και να κάνουμε ένα μπουκέτο, να κάνουμε μιαν εξέδρα, και ο κόσμος να το χορτάσει, να το χειροκροτήσει, αφήτε τα πια τα πολιτικά για όνομα του θεού. Αφού ανήκω εγώ σε ένα κόμμα, εσύ που κατηγορείς το κόμμα μου εγώ νευριάζω, δε θέλω. Δε θέλουν να το καταλάβουν.
Αυτοαξιολόγηση:
Ο Μενέλαος Καμάτσος αναφέρει ότι κάποιοι αναγνώστες της σάτιράς του επιθυμούσαν να αποκτήσουν κείμενά του. Η ανταπόκριση των αναγνωστών αποτελούσε μια μορφή διάκρισης για τον ίδιο και για την δουλειά του:
Έρχονται πολλοί καθηγητές, λένε ‘‘πολλά διαβάζουμε αλλά τα δικά σου έχουν άλλη…’’. Πρόπερσι ήταν ένας καθηγητής απ’ την Ακαδημία των Αθηνών και ξεσήκωσε πολλά κι άμα πήγε στην Αθήνα μου τα ’στειλε γραμμένα στη μηχανή. Χθες πήρα ένα γράμμα από τη Γαλλία. Απ’ τις Αυστραλίες γράφουν, απ’ την Αμερική.
Ήταν ένας διευθυντής τράπεζας στην Καβάλα και μου λέει ‘‘διάβασα μια σάτιρα σου στην Αλεξανδρούπολη και μ’ άρεσε τόσο πολύ που έγραψα στη Μυτιλήνη μήπως υπάρχει βιβλίο και δε βρήκα.
Απ’ την Αλβανία έγραφτα στην Αθήνα, και μου στέλναν συγχαρητήρια για πολλά γεγονότα. Μιαν εφημερίδα, η ‘‘Εξόρμηση’’.
Αμοιβή:
Οι αμοιβές των συγγραφέων σάτιρας προέρχονταν κυρίως από τα χρηματικά έπαθλα των διαγωνισμών που αθλοθετούνταν για την αξιολόγηση της καλύτερης καρναβαλικής σάτιρας. Υπήρχαν, ωστόσο, περιπτώσεις ατόμων που επιθυμούσαν να αποκτήσουν σατιρικά κείμενα της εποχής, επί πληρωμή. Ο καθορισμός της χρηματικής τους αξίας ήταν στην διακριτική ευχέρεια του ενδιαφερόμενου.
Ήταν ένας, Κουκουβάλας τον λέγανε, ο οποίος τ’ αγαπούσε πολύ κι άφησε δυο κτήματα και […] στο Αναγνωστήριο, να βραβεύει την πιο καλή σάτιρα, κι από κει άρχισε να πούμε. Ήταν το πρώτο το βραβείο 1,5 χιλιάρικο. Δεν ήταν για το χιλιάρικο, εμείς ήμασταν 50, 50 καθόμασταν πάνω στο Σταυρί νεολαία, δεν το πήρε κανείς το πρώτο βραβείο, εμείς το παίρναμε πάντα.
Τότες δεν τις κρατούσαμε τις σάτιρες, εγώ από το ΄72 τις κρατάω, κι αυτό ήταν ένας διευθυντής τράπεζας στην Καβάλα και μου λέει ‘‘διάβασα μια σάτιρα σου στην Αλεξανδρούπολη και μ’ άρεσε τόσο πολύ που έγραψα στη Μυτιλήνη μήπως υπάρχει βιβλίο και δε βρήκα. Αν δε σε πειράζει να μου γράψεις μερικοί στίχοι’’, και μου ’στειλε και 3.000 δρχ. ο άνθρωπος το ’72 Κι απ’ εκεί πια λέω ‘‘πρέπει να τα κρατάω’’….
Για τα παλαιότερες σάτιρες που είχε γράψει και δεν τις έχει κρατήσει αναφέρει:
Έλεγα αφού μπορώ και τα κατασκευάζω τι να κάθομαι να τα…έπρεπε να τα κράτουμ’ από τότε, έπρεπε να ’χα τώρα 5 εκατομμύρια στίχους.
Υπήρχε η συνήθεια, οι συγγραφείς των κειμένων που διακρίθηκαν σε διαγωνισμούς να ανταλλάσουν κεράσματα μεταξύ τους, ως συμβολική αμοιβή για τη συνεισφορά τους:
Σ’ ούλοι έχω γραμμένα, και παίρναν τα βραβεία κι ούτε μια μπύρα δεν με κεράσαν.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Μενέλαος Καμάτσος επαινεί τους Αγιασώτες μουσικούς Στρατή Ρόδανο, που έπαιζε τρομπέτα, τρομπόνι, ευφώνιο και σαντούρι, και τον Παναγιώτη Σουσαμλή ή «Κακούργο» που έπαιζε κλαρίνο:
Ο μπάρμπας μου (Στρατής Ρόδανος) και ο ‘Κακούργος’ (Παναγιώτης Σουσαμλής) ξέραν τα Σμυρναίϊκα… ήταν απ’ τ’ς πιο καλοί μουσικάντες, κι αυτοδίδακτοι. Ι Μπάρμπας ’ιμ ήταν σαλπιγκτής στο στρατό κι από κει λοιπόν άμα ήρθε… Κι ο «Κακούργος» άμα έπαιζε κλαρίνο ήταν!…
Ακροατές – γλεντιστές:
Για τη συμμετοχή των γυναικών στα γλέντια, ο Μενέλαος Καμάτσος αναφέρει:
Ο πάππους ’ιμ έλεγε τ’ς Παναγιάς, η Αγιασώτισσα απαγορευόταν να χορέψει στη μουσική, για τ’ς ξένοι. Τα Εννιάμερα κατεβάζαμε τις γυναίκες μας με τα σαλβάρια και θέλαμε να πάμε στα καφενεία και να τις βάλουμε τ’ς γυναίκες απ’ τη μέσα μπάντα κι οι άντρες ήταν απ’ όξω, τ’ς είχαν μες σε κλοιό μη τυχόν και την πειράξουν καμιά. Τις φρουρούσανε, είχε σκοτωμένοι και σκοτωμένοι.
Για την στάση των γλεντιστών στα πανηγύρια και τις κοινωνικές συνεστίασεις, ο Μενέλαος Καμάτσος αναφέρει:
Απ’ τον πρώτο πόλεμο και μετά γίνοταν πολλοί καυγάδες. Ήταν ο κόσμος άγριος. Έβλεπες και χορεύαν με τα όπλα και βάζαν το δάχτυλο μέσα και ρίχταν. Άμα είχα εγώ τη μουσική και ήθελες να χορέψεις έπρεπε να μου ζητήσεις το λόγο, να σε επιτρέψω ή όχι. Τότες γίνονταν καυγάδες. Είχε πολλοί που θέλαν να κάνουν το κουτσαβάκια και κάναν καυγάδες. Τώρα ημέρεψε ο κόσμος. Εγώ άμα ακούσω κανένα και μαλώνει μου φαίνεται παράξενο. Αφού η αστυνομία δυο φορές την εβδομάδα έκανε μπλόκο και μας ψάχναν και θυμάμαι πετούσαν τα μαχαίρια, τα πιστόλια, όλοι οπλοφορούσαν, σαν τ’ς Κρητικοί.
Και γίνονταν ένας γάμος (στην Αγιάσο)], λέει, και κούρδιζε, λέει, το σαντούρ’, κι ήταν ένας παλικαράς κι ήβγαλε το μαχαίρ’ και τον δώκε (στο χέρι του), ‘‘παίζε’’, λέει, ‘‘ρε Καχίνα (παρατσούκλι του σαντουριέρη Γιώργου Χατζέλλη από το Ακράσι), γιατί δεν παίζεις;’’, θάρραγε πως επίτηδες δεν έπαιζε, και απέγιτι λοιπόν το πέταξε το σαντούρ’.