Ελιάς Κώστας

Λήμνος

Τόπος γέννησης: Μύρινα, Λήμνος

Χρόνος γέννησης: 1924

Ιδιότητα: Ο Κώστας Ελιάς συμμετείχε στα μουσικά δρώμενα παίζοντας βιολί, σαντούρι, ακορντεόν.

Γονείς:

Ο πατέρας του Κώστα Ελιά γεννήθηκε στο Ρεϊς-Nτερέ της Μικράς Ασίας και η μητέρα του στο [παραπλήσιο] Κερμεάλες :

Πρέπει να γεννήθηκε ο μπαμπάς μου το χίλια οχτακόσα ενενήντα εφτά – ενενήντα οχτώ [1897 ή 1898]. Η μητέρα μου ήτανε πέντε χρόνια μεγαλύτερη απ’ το μπαμπά μου. Ο μπαμπάς μου πέθανε 78 χρονώ, ενώ η μητέρα μου έζησε μέχρι ενενήντα – τριώ χρονώ […]. Ο μπαμπάς μου ήταν από το Ρεΐς-Nτερέ, η μαμά μου ήταν από το Κερμεάλες. Ένα μικρό χωριό ήτανε, παραθαλάσσιο […], ο Τσεσμές είναι κοντά, ο Τσεσμές είναι πολύ κοντά, η Σμύρνη είναι μακριά λίγο. Δηλαδή, όπως τα βλέπουμε μες στο χάρτη, είναι το τριπλάσιο η Σμύρνη απ’ τον Τσεσμέ [δηλαδή σε τριπλάσια απόσταση]. […] οι γονείς μου ήτανε αγρότες, πηγαίνανε στα χωράφια. Είχαν και εκεί [δικά τους χωράφια], ήταν και ψαράδες, καλοί ψαράδες, και είχε και – όπως λέει τώρα το βιβλίο που διαβάζω εγώ – είχε και ψάρια εκεί πέρα πολλά και βγάζανε καλό μεροκάματο. Και πολλοί ήταν και εργάτες. Αλλά επί το πλείστον οι δικοί μας οι άνθρωποι ήταν αγρότες, είχανε κτήματα παρμένα, που τους είχαν δώσει, από τους Τούρκους να πούμε τα ’χαν, ήταν τσιφλίκια τότες και τα μοιράσανε […]. Είχαν και ζώα και αμπέλια!

[…] Ο μπαμπάς μου είχε άλλο όνομα παλιά, αλλά πως και άλλαξε δεν ξέρω. Γιατί έχω και στην Κρήτη, είχε ο μπαμπάς μου στην Κρήτη αδερφό, ο οποίος ήταν Μακριδάκης, και πήρε [το επίθετο] από της γιαγιάς μου, της μάνας του μπαμπά μου, που ήταν βέβαια στο Ρεϊς-Ντερέ, ήταν το σπίτι έξω από το χωριό, δηλαδή στα τελευταία σπίτια ήταν το σπίτι της και λέγανε: ‘Η Κατερίνα της μακριάς, η Κατερίνα της μακριάς, η Κατερίνα της μακριάς’, πήρε ‘μακριάς’, Μακριδάκης ο θείος μου, που ήταν παπάς στο Ηράκλειο [Κρήτης]. Το ‘Ελιάς’ το πήραν δηλαδή εκεί, στη Μικρά Ασία. Το οποίο, πως το πήρανε δεν μου το εξηγήσαν, αλλά ήξερα ότι, μου ’χε πει μια μέρα ο πατέρας μου ότι δεν είναι αυτό το ‘Ελιάς’ το [πραγματικό μας επίθετο], […] έχει Ελιάδες πολλούς εδώ, δεν είμαστε συγγενείς, όχι!

 

Μετά τη Mικρασιατική Καταστροφή οι γονείς του Κ. Ελιά έμειναν για ένα μικρό χρονικό διάστημα στη Χίο, στην οποία είχαν καταφύγει ξανά ως πρόσφυγες το 1914, ενώ η τελική τους εγκατάσταση στη Λήμνο, έγινε το 1922:

[οι γονείς μου] βγήκανε στη Χίο. Εκεί ήτανε κοντά, κι εκεί βγήκανε κι από κει αρχίσανε να φεύγουν άλλος για την Ιεράπετρα, άλλος για το Ηράκλειο, άλλος για το […]. Στη Χίο ήρθανε δυο φορές, στη Χίο δυο φορές […]. Και το δεκατέσσερω [1914] και το 1922, δύο φορές δεν διωχτήκαν από τη Μικρά Ασία; Άλλοι βγήκαν στη Χίο, κι από κει […]. Είχε Εγγλέζοι τότε, εδώ [στη Λήμνο], Εγγλέζοι, πείνα, φτώχια. Εγγλέζοι τώρα, και [τους] ακολουθήσαν στη Λήμνο. Πήγαν στο Μούδρο, και μες στο Πορτιανού. Στην [Νέα] Κούταλη απέναντι, κι εδώ, που είναι η [Νέα] Κούταλη, απέναντι έχει μια βρυσούλα, εκεί είχαν τις εγκαταστάσεις τους.

 

Τελικά, οι γονείς του Κώστα Ελιά, όπως και οι περισσότεροι πρόσφυγες από το Ρεϊς Ντερέ, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Λέρα, που είχαν εγκαταλείψει οι αντίστοιχοι μουσουλμάνοι πρόσφυγες, το οποίο μετονομάστηκε σε Άγιο Δημήτριο:

Πήρανε τριάντα στρέμματα κλήρο, τριάντα – τριανταδύο στρέμματα. Ο κλήρος ήτανε 22 και 32 [στρέμματα], 22 και 32 όταν ήτανε οικογένεια, τα 22 ήταν στις χήρες, οι χήρες γυναίκες παίρναν 22 στρέμματα, η οικογένεια η μεγάλη 30 στρέμματα και δίναν και σπίτι. Αυτά τα δίναν τα σπίτια αλλά τα πληρώσαμε, και τα χωράφια και τα πρόβατα τα πληρώσαμε, τους τα δώσανε βέβαια, να τα πληρώνουμε με τον καιρό…

Ο πατέρας του Κώστα Ελιά, μετά την οριστική εγκατάσταση στον Άγιο Δημήτριο, ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες, ενώ δούλευε περιστασιακά και ως κτίστης. Τέλος διατηρούσε και ένα μικρό καφενείο:

Τον καιρό που εγώ πια κατάλαβα τον κόσμο, ο μπαμπάς μου ήτανε χτίστης και ήταν λιγάκι καλός […]. Καλλιεργούσανε κιόλας καπνά. Μετά βγήκανε τα μπαμπάκια, μετά από εκεί τα αμπέλια και εν συνεχεία δουλεύανε συνέχεια. Αλλά και δημητριακά βγάζανε, αλλά εκτός από τα δημητριακά βάζανε και τέτοια, πως τα λένε, φασολάκια να πούμε, ρεβίθια, είχε κουκιά, φασόλια, στάρια, κριθάρια, βρώμη, κριθάρι και σιτάρι, το σπέρνανε μαζί […]. Ο μπαμπάς μου είχε καφενείο. Εδώ δίπλα, που ήμασταν χθες το βράδυ, απέναντι από το [καφενείο του Αντώνη Φατζίκη], που έχει ένα μικράκι, που αυτό, εκείνο ήταν όλο, καφενείο το είχαμε, ύστερα το χωρίσαμε τ’ αδέρφια […]. Ο πρώτος ήμουν εγώ. Ο πρώτος ήμουνα εγώ, μετά ήταν ένα αδερφάκι, έναν αδερφό είχα, Δημήτρη τον λέγανε, πέθανε μικρός. Μετά έγινε η αδελφή μου που είναι παντρεμένη στην Αθήνα κι έναν αδερφό που έχω τώρα εδώ. Τέσσερα παιδιά, τα τρία ζήσανε […].

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Μετά την Κατοχή, ο Κώστας Ελιάς παντρεύτηκε:

[Παντρεύτηκα] το 1947, στις 30 του Νοέμβρη, του Αγίου Αντρέα. [Έκανα] δυο κόρες και ένα γιο, μια δασκάλα, έχουμε μια δασκάλα εδώ, και η τρίτη είναι που έχουμε το καφενείο […]. Η μια τραγουδάει, η δασκάλα τραγουδάει και έμαθε από τη γιαγιά της μάνας της […].

Από την οικογένεια του Κώστα Ελιά με τη μουσική ασχολήθηκε ο γιος του, ο οποίος μαθήτευσε αρχικά στον ίδιο, ενώ [για ένα μικρό χρονικό διάστημα] έπαιξαν και μαζί στην ίδια κομπανία:

Μετά έμαθα το μικρό μου, το γιο μου, του ’δειξα λίγο […], να πας σ’ ένα δάσκαλο κάτω, είχαμε ένα δάσκαλο κάτω να πας εκεί, πήγε κανά δύο – τρείς μήνες […]. Του ’χα δείξει εγώ τις φωνές, του ’χα δείξει τα μπάσα, του ’χα δείξει τις φωνές όλα, το χειρισμό λιγάκι, τα πάντα […]. Τον είχα κοντά μου, τον έπαιρνα κοντά μου, και του είχα αγοράσει ένα μικρό [ακορντεόν], του είχα αγοράσει ένα μικρό και έπαιζε. Ύστερα δεν το ’θελε, ήθελε μεγάλο και τον έπαιρνα κοντά μου, πηγαίναμε δίπλα μου, και έπαιζε, δηλαδή έκανε αχνάρια, έπαιρνε τη μουσική, έπαιρνε το χρόνο, έπαιρνε τα τραγούδια όλα. Έπαιρνε τα τραγούδια όλα, δούλευε το δάχτυλο να πούμε και μουσική μάθαινε με αριθμούς και πάτημα και παίζαμε δύο ακορντεόν [στην ίδια κομπανία]. [Λίγο αργότερα] ο γιος μου έπιασε [συμμετείχε σε κομπανία, με] τον Μαρινάκη βιολί, ένα άλλο μπουζούκι το Γιώργη τον Μαστρομιχαλάκη, καλό μπουζούκι κι αυτός είναι […]. Ο γιος μου, αυτός ο Μαστρομιχαλάκης ο Γιώργος, ο Μήτσος [ο Δημήτρης Μαρινάκης] τούτος, και ο Σωτήρης ο Μαυράκης κιθάρα, και είχανε ξεχωριστή κομπανία.

Από τους υπόλοιπους συγγενείς του, ο Κώστας Ελιάς μνημονεύει μια ξαδέρφη της γυναίκας του, η οποία είχε πολύ καλή φωνή και τραγουδούσε ερασιτεχνικά σε ορισμένες γιορτές – κοινωνικές εκδηλώσεις [όπως αποκριές, Χριστούγεννα, γάμοι, κ.α.]:

Είχε κάτι ξαδέλφες, οι δυο ζουν, τρεις ξαδέλφες ήταν, οι δυο ζουν, η μια πέθανε. Ήταν αηδόνι, ήτανε, η φωνή της βρε παιδί μου όταν ερχότανε εδώ κάθε απόκριες […]. Ήταν ένας, έχει πεθάνει τώρα, όταν τραβούσε ένα μανέ [η ξαδέρφη], ήταν ένας γραμματέας εδώ και τραβούσε πιστόλι ντα-ντα-ντα […]. Του ’χανε δώσει πιστόλι, είχε πιστόλι και άδεια, είχε πιστόλι. Αφρούλα την λέγανε, ήτανε ξαδέρφη της γυναίκας μου. Ήτανε Καθαρή Δευτέρα, ήμασταν στο καφενείο, βγήκαμε έξω, γλεντούσαμε έξω, έξω εκεί, μετά πηγαίναμε στο καφενείο όπως είμαστε παρέες κι εκεί γινότανε το […], είχαμε μασκαράδες, είχαμε καρναβάλι. Και η Αφρούλα τραγούδησε και είπε, έσυρε αμανέ. Ναι έσυρε, τράβηξε έναν αμανέ, αυτός μόλις άκουσε τον αμανέ, τάκα, τάκα, τάκα, όσες σφαίρες είχε τις έριξε, αυτό πρέπει να έγινε γύρω στη δεκαετία του 1940 με 1950.

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Ο Κώστας Ελιάς, παράλληλα με τις μουσικές δραστηριότητες, ασκούσε και το επάγγελμα του οικοδόμου:

Ήμουν οικοδόμος, αναλάβαινα ευθύνες, σπίτια. Δούλευα καλά, οικοδομές. Έκανα και τ’ αφεντικό, έκανα και το μάστορα […].

Με το επάγγελμα ασχολήθηκε πιο συστηματικά από το 1972 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όπου και περιόρισε σημαντικά τις μουσικές του εμφανίσεις:

[…] Εργολαβίες έπαιρνα, κατάλαβες, και έπρεπε να το παραδώσω, αν πήγαινα στα πανηγύρια και ξημερωνόμουνα και οι εργάτες δεν πηγαίνανε, δεν μπορούσα να πάω εγώ και δεν ήξερα τι να κάνω και […]. Ή ‘παπάς -παπάς ή ζευγάς-ζευγάς’, λέει μια παροιμία.

 

Προσωπική και οικογειακή πορεία:

Ο Κώστας Ελιάς υπηρέτησε με καθυστέρηση τη στρατιωτική του θητεία, κατά την περίοδο του Εμφυλίου, κυρίως σε περιοχές της Ευρυτανίας και της Αιτωλοακαρνανίας:

Εγώ ήμουνα να πάω κανονικά στο στρατό το 1945. Εγώ όμως ήμουνα στη Μυτιλήνη το 1945 και το 1946 και άκουσα μετά ότι παίρνει [νέους] για στρατιώτες από τη Μακεδονία. Τότε άρχισε να καλεί σε δυο – τρεις δόσεις για να μπορέσει να καλύψει όλ’ αυτά τα χρόνια της Κατοχής, για να καλύψει όλα αυτά τα χρόνια της Κατοχής έπαιρνε δύο – δύο κλάσεις, δύο – δύο σειρές δηλαδή. Εγώ ήμουνα εβδόμη σειρά, παρουσιάστηκα το 1948 τον Απρίλιο, πρώτη εβδομάδα του Πάσχα. Πάσχα κάναμε στο Ηράκλειο, στην Κρήτη, εκεί στο ΓΕΑ, εκεί ήταν κέντρο. Μείναμε ενάμιση μήνα και φύγαμε τον Ιούνιο, τέλος Ιουνίου. Στην Αθήνα μας πήγανε, από ’κει μας βάλανε σε τάγματα, εγώ πήγα στο Καρπενήσι. Εμείς είμαστε ένα τάγμα 450 άτομα. Το Καρπενήσι το φρουρούσαμε επειδή ήταν πρωτεύουσα της Ευρυτανίας.

[…] μας χτυπήσανε εξίμιση χιλιάδες [αντάρτες]. […] Ζητήσαμε ενίσχυση, είμαστε 450 άτομα, 48 ώρες κρατήσαμε και […] δεν μπορούσαμε, δηλαδή με το που πηγαίναμε όξω – ήτανε μέρα – με το πηγαίναμε όξω μας χτυπούσαν οι αντάρτες και μας καθηλώνανε κάτω. Μας χτυπούσανε, τη νύχτα, ερχόταν, τη μέρα ήταν μακριά, τραβιόταν λίγο. Μας βλέπαν και όπου βλέπαν κίνηση χτυπούσανε. 48 ώρες είχαμε να κοιμηθούμε, να καπνίσουμε τσιγάρο, να φάμε, να πιούμε νερό. Εν τω μεταξύ εμείς όλοι και τους αξιωματικούς και με τους αυτούς, ήμαστε 450 άτομα. Που να τα βάλουμε με εξίμιση χιλιάδες; […] Την άλλη [την τρίτη] μέρα φύγαμε και τους αφήσαμε εκεί πέρα. Περάσαμε από κάτι βουνά, στο δρόμο βρήκαμε και τον διοικητή μας. Μας πήρε, ελάτε λέει να ξεφύγουμε μη μας πιάσουν πάλι. Και πήραμε τα Καγκέλια, ένα υψόμετρο, μια οροσειρά ήταν. Δεν μπορούσες να καθίσεις, ούτε πέντε ώρες αν στεκόσουνα έτσι, θα γινόσουνα μαρμάρινη κολώνα. Πήγαινε ένας μπροστά και έκανε δρόμο, εν τω μεταξύ είχαμε 1200 γυναικόπαιδα από πίσω απ’ το βουνό. Μας είδαν [τα γυναικόπαιδα] κι ήρθαν μαζί μας. Τα καταφέραμε, ανεβήκαμε […]. βάλαμε τα όπλα μας κάτω […]. Πήραμε τις τούμπες και κατεβαίναμε κάτω, δεν μπορούσαμε να […]. Πήραμε τις τούμπες και κατεβήκαμε […]. Αλλά μας πιάσανε αιχμάλωτους και μας λέγανε μη φοβόσαστε δε θέλουμε να σας σκοτώσουμε, θέλουμε μονάχα να μας αγαπάτε, εσείς οι απλοί [στρατιώτες], μας λέει όποιοι θέλουνε να μείνουνε εθελοντές να μείνουνε, όποιοι δε θέλουνε να μείνουνε και θέλουνε να φύγουνε να τους διώξουμε, κανέναν δεν πιάνουμε με το ζόρι εδώ πέρα, μας πήρανε τις ταυτότητες τις στρατιωτικές, να πάτε στα σπίτια σας, μην σας πιάσουνε όμως για δεύτερη φορά, κρατούμε τις ταυτότητες και μη σας πιάσουνε δεύτερη φορά, έχει μετά ‘κλάδεμα’, αυτό μας το τονίσανε […]. Το 1950 απολύθηκα, σταμάτησε ο πόλεμος το 1950, σταμάτησε το 1950.

 

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ο Κώστας Ελιάς, για να επιβιώσει, υποχρεώθηκε, όπως και πολλοί άλλοι Λημνιοί, να εργαστεί ως ανειδίκευτος εργάτης στα γερμανικά έργα:

Δούλευα, δούλεψα και στο καράβι μέσα, ένα βουλγάρικο καράβι, που το χτυπήσαν εδώ στις πόρτες του λιμανιού, το χτυπήσανε, και κείνη τη μέρα ήμουνα στα Τσιμάντρια, στην Πυροβολαρχία, άκουσα που τρέχανε οι Γερμανοί, ‘τι συμβαίνει, τι συμβαίνει;’. Κι είχανε το καράβι εδώ, ο ‘Παπανικολής’ το υποβρύχιο χτύπησε το καράβι […]. Και θυμάμαι τότε, πως τον λέγαν, κάτι Γερμανοί, φωνάζανε, χαλούσαν τον κόσμο. Κι είχε, το ξεφορτώνανε, μας πήραν και το ξεφορτώναμε εκείνο το καράβι, ήταν μάλιστα αργά, ήτανε, τι ώρα τώρα ήτανε, 7 – 8 η ώρα, κι εμείς θέλαμε να φύγουμε, κι αυτοί -‘Εδώ, θα το ξεφορτώσετε το καράβι!’ […]. Είχε τρόφιμα, μαρμελάδες, μαντέμια, σακιά – τι είχαν μέσα; δεν ξέρω! – μόνο που σπάσαμε ένα κιβώτιο μαρμελάδα και πέσαμε με τα μούτρα μέσα, γελούσαν αυτοί από πάνω απ’ το αυτό!

[…] Εγώ ταλαιπωρήθηκα πολύ, και ξύλο έφαγα, φυλακή έκανα, στο Μούδρο οι Γερμανοί με κλείσαν φυλακή εμένα μια βδομάδα […]. Δουλεύαμε στα Τσιμάντρια, εδώ στον κάμπο, στα Τσιμάντρια, ήτανε η Πυροβολαρχία. Εκεί είχανε τις αποθήκες τους αυτοί, είχανε και την αποθήκη τροφίμων. Ο αποθηκάριος είχε γνωριστεί με κάποιον […] που ’ναι απ’ τα Τσιμάντρια και του ’δινε ρύζι, ζάχαρη, μαρμελάδες, διάφορα, γαλέτες, ξέρω ’γω, και του ’δινε, ο άλλος του ’δινε ούζο, του ’δινε σταφύλια […]. Πως ήτανε και γνωριστήκαμε εκεί πέρα, μ’ αυτόν [απ’ τα Τσιμάντρια], και μου λέει εμένα ‘έτσι κι έτσι, έχω ζάχαρη […]’. Ναι, αλλά το πράγμα απ’ την αποθήκη έφευγε, και όχι μόνο εγώ, ήταν πολλοί που ’παίρναν από κει μέσα, απ’ το σπίτι αυτουνού […]. Και μια μέρα είδε ο Γερμανός ότι θα τον ανακαλύψουνε κι αφήνει τις πόρτες ανοιχτές. Και πάει το πρωί, φωνάζει ‘Οι πόρτες ανοιχτές. Έγινε διάρρηξη!’ […]. Πάνε γραπώνουν αυτόν και μας μαρτυράει κι εμάς κι άλλοι πολλοί. Έρχονται εδώ μ’ αυτό και λέει, με βρίσκουν εμένα, τον Μωράκη, μας πιάνουν και μας πάνε στον Μούδρο. Μας χώνουν μέσα. Λέει, ‘Ζάχαρη. Πού την έχετε τη ζάχαρη;’ – ‘Λίγη ζάχαρη πήραμε’, λέω […]. Εν τω μεταξύ όταν μας πήγαν εκεί μέσα, είχαν ανοίξει και μια αποθήκη στο Βάρος. Κλέψανε ρούχα και πολλά. Μας σαπίσανε στο ξύλο. Λέει, ‘να τους δώσουμε καμπόσες’ […]. Τι να κάνει, τι να κάνει ο αυτός, με πήγε λοιπόν και στα σπίτια, και μου λέει ‘που την έδωσες;’ και την ξαναπήρε πίσω για να τη δώσει τη ζάχαρη. Η ζάχαρη ήταν σωστή, γιατί είχε γράψει αυτός, πόση ήταν. Γιατί αν δεν ήταν σωστή η ζάχαρη δεν μας βγάζανε […]. Μ’ είχαν εμένα εκεί μέσα. Τι να κάνει κι ο μπαμπάς μου ήταν παραμονή τ’ Αγιού Βασίλη. Έρχεται [στο Μούδρο], κι είχαν ένα διερμηνέα, ένα αδύνατο παιδάκι, λέει ‘θέλω ένα διερμηνέα’. Ε, του δίνουν το διερμηνέα, του λέει ‘τι θέλεις;’ Λέει, ‘έχω ένα γιο εδώ μέσα που αυτό κι αυτό’. Του είπε την υπόθεση. Θέλεις, λέει, τίποτα, λέει, να το βγάλουμε το παιδί λέει, ήταν παραμονή [Πρωτοχρονιάς]. Λέει, ‘θα προσπαθήσω’. Είχε πάει, πήρε λίγο σταφίδα, κάνα-δυο πετεινοί ο μπαμπάς μου, του λέει ‘πάρε, δώσε και κανένα, και θα κάνω κι εγώ κουμάντο, να βρω όσο μπορώ […]’. Πήγε αυτός, τα κανόνισε να πούμε, και με βγάλανε Πρωτοχρονιά! Έβγαινε το 1942 – έμπαινε το 1943, και ξέμπλεξα από κει.

 

Μουσική μαθητεία:

Ο Κώστας Ελιάς ξεκίνησε την ενασχόληση του με τη μουσική προσπαθώντας να μάθει λύρα, σε ηλικία 9-10 ετών:

[ο Δημήτρης Μοσχοβάκης, από τον Άγιο Δημήτρη, που είχε μετοικήσει σε άλλο χωριό μετά το γάμο του] λέει, θα σου δώκω μια λύρα, όχι δικιά σου μου λέει, αφού έχεις μανία να πούμε, ένα χρόνο θα σου δώκω μια λύρα να παίζεις. Και μόνος μου σιγά – σιγά έκανα, αλλά εγώ δεν ήξερα και πατούσα πάνω στις χορδές, ενώ έπρεπε να πατώ δίπλα, εγώ πατούσα πάνω. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ύστερα πολεμούσα, πήγα και την πήρα και του την έδωσα. Δεν μπορούσα να παίξω με τη λύρα. Την είχα κάνα μήνα την είχα, κάνα μήνα.

 

Σε ηλικία περίπου 14 ετών [περίπου το 1938-39] αγόρασε από το Μούδρο το πρώτο του βιολί και στη συνέχεια άρχισε να μαθαίνει συστηματικά το όργανο:

Πήγαμε [ο Κώστας Ελιάς και ο πατέρας του], τον βρήκαμε [τον Γ. Παντζαρά από τον Κορνό], ήταν Γραμματέας Κοινότητας και τον βρήκαμε στο γραφείο του. Πήγαμε μέσα, ‘γεια σου μαστρο-Γιάννη’, καλός άνθρωπος […]. ‘Τι γίνεται;’ Λέει [ο πατέρας μου] ‘να του δείξεις βιολί’. Ε, είπανε τα δικά τους ξέρω ’γω, λοιπόν, λέει ’ντάξει. Έπαιρνε τρία κατοστάρικα το μήνα στους άλλους που τους μάθαινε. Λέει ‘μαστρο-Γιάννη πόσα θες, πόσα θα ζητήσεις να του μάθεις;’ Λέει ‘έπαιρνα μέχρι τώρα τρία κατοστάρικα, τώρα θα το κάνω έξι!’. Λέει, ‘σε μένα θα το κάνεις έξι;’. Έτσι, του την έδωσε του πατέρα μου. Λέει, ‘μαστρο-Γιάννη λυπάμαι πολύ, αλλά από τρία στα έξι […].

Εν τω μεταξύ ένας Ηλίας Χάρος από τη Μύρινα, απ’ το Ανδρώνι, έπαιζε ένα βιολάκι καλό, γλυκό, κι ήταν ταχυδρόμος. Κι έκανε εδώ δύο φορές την εβδομάδα, κι έμενε εδώ, έκανε αυτό το γύρω τα χωριά, Λιβαδοχώρι, έμενε εδώ και την άλλη μέρα σηκωνότανε και πήγαινε από δω, Κατάλακκο και κατέβαινε Κορνό, Κάσπακα και γύριζε στη Μύρινα. Για δυο μέρες το ταξίδι αυτό. Το ’κανε δύο φορές την εβδομάδα. Ο μπαμπάς μου, του λέει έτσι κι έτσι, ‘μαστρο-Ηλία είναι ο μικρός θέλει να μάθει όργανο’. – ‘Ε, να του δείξουμε’. Λέει, ‘όχι, δεν ξέρει ακόμα’. Μ’ αρχίνισε! Και μου ’δειχνε, μου τα ’γραφε, χαρά εγώ. Μου λέει ‘παίξε αυτό’. Το ’παιζα. Και μόλις έφευγε αρχινούσα εγώ τα δικά μου. Τιριτιριντάμ! Στραβοκάνικα! Τι κάνει μια μέρα! Βγαίνει όξω και κοιτάει μέσα απ’ το παράθυρο. Εγώ ήμουν κοντά στο παράθυρο. Μπαίνει μέσα, μου τραβάει ένα σκαμπίλι – γιατί έτσι πρέπει να ’ναι ο δάσκαλος – μου τραβάει ένα σκαμπίλι και μου λέει ‘Τι κάνεις; Ή θα μάθεις να που αυτό, ή θα σε σταματήσω κι ό,τι θέλεις κάνε. Δε σ’ ανάλαβα να σε μάθω πέντε πράγματα; Εάν εσύ τ’ αμελάς και κάνεις τα δικά σου […]’. Τέλος πάντων, από κει κι έπειτα εγώ αρχίνισα να πούμε κι έπαιρνα. Έπειτα να μην τα πολυλογάμε, έμαθα βιολάκι, έπαιζα κάμποσα τραγουδάκια […].

Από τα μέσα (περίπου) της δεκαετίας του 1940, ο Κώστας Ελιάς άρχισε να μαθαίνει σαντούρι:

Είχα ένα φίλο, είχα ένα γνωστό, ένας ράπτης από το παλιό Πεδινό, ήξερε σαντούρι κι έπαιζε λίγο και βιολί, Γιάννη Μιχαήλ τον λέγανε. Λέει ‘έλα και συ κάτσε. Έλα κάτσε, λέει, το σαντούρι να, παίξε μου λιγάκι στο βιολί’, γιατί είχε και βιολί. Πήγαινα που λες, έπαιζα το βιολί εγώ και κείνος σαντούρι. Μου ’ρτε, σκεφτόμουνα να μάθω σαντούρι. Του λέω ‘θέλω να μάθω σαντούρι’. Πιάνει αυτός, κόβει χαρτάκια και μου τα βάζει κάτω απ’ τις φωνές του σαντουριού, από κάτω. Μου λέει, ‘βλέπεις; Θα βλέπεις τις φωνές αυτές και θα χτυπάς’. Ε, ήξερα τις φωνές εγώ απ’ το βιολί, ντίγκι-ντάγκ, ντίγκι-ντάγκ, ντίγκι-ντάγκ, έκανα τις κλίμακες. Μου λέει, αυτές είναι οι κλίμακες, τις ήξερα απ’ το βιολί, αρχίνησα που λες, τις φωνές τις θυμόμουνα από άλλα τραγούδια, τις φωνές, αργά – αργά…

 

Μετά το 1957, ο Κώστας Ελιάς έμαθε να παίζει [και] ακορντεόν, στηριζόμενος στις γνώσεις και στην εμπειρία που ήδη είχε αποκτήσει από το παίξιμο του βιολιού και του σαντουριού:

[…] ακορντεόν (έμαθα) μοναχός μου. Ήξερα λίγο απ’ το σαντούρι και το βιολί, τις φωνές κι αυτό […]. Και έκανα προπόνηση μονάχος μου, δεν πήγα πουθενά […].

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):

Ο Κώστας Ελιάς σε ηλικία περίπου 14 ετών [περίπου το 1938-39] αγόρασε το πρώτο βιολί από το Μούδρο και άρχισε σιγά – σιγά να παίζει, μαθητεύοντας δίπλα στον μουσικό Ηλία Χάρο. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε σταδιακά και την επαγγελματική του ενασχόληση με τη μουσική:

Ήταν απ’ το Λιβαδοχώρι ένα σαντούρι κι ένα κλαρίνο και με παίρνανε, κι έπαιζα σε γάμους, σε πανηγύρια. Ο ένας έπαιζε κλαρίνο, Γεώργιος Δαρμάκης [έχει πεθάνει], ο άλλος ήτανε ο Σταμάτης Κλαρής, αυτός στην Αυστράλια πέθανε, καλός άνθρωπος. Και οι δυο καλοί ήτανε. Με παίρνανε, βιολί που ’μουνα και μου ’διναν χαρτζιλίκι, χαρτζιλικάκι να πούμε, λίγα πράγματα, από εκεί ξεκίνησα […].

Το 1939 παίξαμε, έπαιξα, πρωτόπαιξα εδώ [στον Άγιο Δημήτριο], εδώ μέσ’ στο δρόμο, 4η Αυγούστου, επί Μεταξά. Ήτανε το 1936, 1937, 1938 και 1939 η 4η Αυγούστου [οι γιορτές της 4ης Αυγούστου], της Νεολαίας γενικώς. Αυτό το έκανε ο Μεταξάς, όλα ήτανε κρατικά να πούμε. Αυτά τα γλέντια που γίνονταν ήταν κρατικά, με έξοδα του κράτους και γινότανε όλη τη νύχτα […].

[…] Μετά σκέφτηκε ο μπαμπάς μου, λέει ‘θα σε στείλω στην Αθήνα, θα σε στείλω σε Ωδείο, λέει, να πας, τουλάχιστον να μπορέσεις να βγεις, λέει, στο έτσι’. Μου το ‘χε πει κατά τον Οκτώβριο του 1940. Στέλνει γράμμα – είχε έναν ξάδερφο εκεί πέρα – στέλνει γράμμα, στέλνει γράμμα και του γράφει: ‘Έχω το μικρό και θέλω να πας να βρεις ένα δάσκαλο ο οποίος ξέρει να του δείξει βιολί’. – ‘Εντάξει’. – ‘Και θα μου στείλεις αμέσως γράμμα’ – γιατί τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα – ‘θα μου στείλεις αμέσως γράμμα πόσα το μήνα, ξέρω ’γω, και όλα αυτά και θα μου πεις’. Πήγε, βρήκε στο Ωδείο, πήγε στο Ωδείο και βρήκε δάσκαλο με χίλιες οχτακόσιες δραχμές το μήνα, σε έξι μήνες, να με μάθει μουσική, να ξέρω ας πούμε απ’ έξω, με το που θα βλέπω το αυτό [την παρτιτούρα], να το παίζω. Λέω θα πάμε στο πανηγύρι και μετά θα φύγω. Το πανηγύρι ήτανε 26 Οκτωβρίου του Αγίου Δημητρίου [στον Άγιο Δημήτριο Λήμνου], για δυο-τρεις μέρες. Και στις 28 κηρύχτηκε πόλεμος! Το 1940!

Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας [1950], o Κώστας Ελιάς άρχισε να συμμετέχει ξανά στα μουσικά σχήματα της Λήμνου, παίζοντας σαντούρι:

Αμέσως μετά που απολύθηκα, με το σαντούρι [συνέχισα] ξανά, βγήκαμε πάλι στα πανηγύρια μέχρι δηλαδή το 1957, εγώ απολύθηκα το 1950 τον Απρίλη και συνεχίσαμε μέχρι το 1957. Έμαθε κι ένας κλαρίνο εδώ και γυρίζαμε στα πανηγύρια. Αλεξουδάκης λέγεται, είναι πεθαμένος κι αυτός και ήταν από τον Άγιο Δημήτρη και είχε μάθει κλαρίνο στον Κορνό, στον Χαράλαμπο τον Προσκεφαλά. Ο Προσκεφαλάς [ήταν] καλό κλαρίνο […]. Ο Αλεξουδάκης ήταν μεγαλύτερος ένα χρόνο από μένα, και βγήκαμε ύστερα οι τρεις μας, μια κομπανία οι τρεις μας, ο Δημήτρης ο Μαρινάκης [βιολί], εγώ [σαντούρι] και ο Αλεξουδάκης [κλαρίνο και τραγούδι].

Το 1957 σταμάτησε το σαντούρι και ξεκίνησε να παίζει ακορντεόν:

Ήμασταν ο Γιώργος Μαρκάκης μπουζούκι, ο Μαυράκης ο Σωτήρης μπουζούκι, ακορντεόν εγώ, κι ο Ηλίας Μαρκάκης βιολί, αυτοί βγήκαμε. Στην αρχή πιάσαμε και βγήκαμε και παίζαμε κομπανία, εμείς ήμασταν τέσσερα άτομα. Ύστερα ήρθε και ο μικρός, ένας μικρός, Δημήτρης, με κοντά παντελονάκια ήτανε, πιτσιρικάκι. Ερχότανε στην κομπανία και τραγουδούσε, είχε μια λεπτή φωνή, πολύ λεπτή φωνή, να μας τραγουδάει, σιγά-σιγά έγινε ο καλύτερος στο τραγούδι, ο καλύτερος. […] Τέσσερα χρόνια περίπου [διατηρήθηκε αυτή η κομπανία], από ’κεί χωρίσαμε, γινήκαμε σαν του λαγού τα παιδιά, άλλος πήγε σε άλλη κομπανία, άλλος σε άλλη, αλλά είχε δουλειές, δουλεύαμε όλοι.

 

Την ίδια περίπου περίοδο, συνεργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα και με το μουσικό Γιάννη Μοράκη [ακορντεόν], ο οποίος στη συνέχεια παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στη Χίο. Στη συνέχεια συμμετείχε στη δημιουργία μία νέας κομπανίας:

Πήρα εγώ άλλη [κομπανία], μια ήτανε βιολί, ένας Σωτηράκης απ’ το Λιβαδοχώρι έπαιζε βιολί, Σωτήρης Παπασωτηρίου. Ένα κλαρίνο απ’ το Πορτιανού, Ιωάννης Λυρούδιας, ήταν νέος τότε, στον Κοντιά είναι τώρα και έχει και ένα μαγαζάκι, μια ψησταριά, ένα ταβερνάκι, να ένα τόσο είναι, και δίνει μπύρες. Και είχαμε και μια κιθάρα, αυτός τώρα είναι 33 χρόνια στη Γερμανία, Μήτσος Ελευθερουδάκης, από τον Άγιο Δημήτρη. Παίζει εκεί στη Γερμανία και κονομάνε πολλά λεφτά, και τον είχαμε μαζί μας με αυτή την κομπανία που σας λέω, με μας έπαιζε κιθάρα και το ντραμς. Είχαμε και μπουζούκι, ένας Χαλκάς λέγεται, από το Πορτιανού είναι αυτός, Κώστας Χαλκάς.

Με αυτή την κομπανία έπαιξε περίπου ως το 1971.

Την ίδια χρονιά [1971], επειδή ο γιος του υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, ο Κώστας Ελιάς ανέλαβε να υποστηρίξει την κομπανία του γιου του, παίζοντας μαζί τους ακορντεόν:

Εγώ σχεδόν ακόμα έπαιζα διότι με είχανε ανάγκη, δεν βρίσκανε κανένα άλλο ακορντεόν και πήγαινα μέχρι το 1971 και έπαιζα. Όταν ήρθε το 1971, έφυγε φαντάρος ο γιος μου, τον Ιούλιο, και του λένε [οι μουσικοί της δικιάς του κομπανίας], είχε ένα μηχάνημα [ενισχυτή] εδώ, ένα έτσι εκεί καλό και έβαζε τέσσερα όργανα πάνω του και λέει θα μας στείλεις τον μπαμπά σου, θα μας δίνεις το όργανο να παίζουμε και θα μας δίνεις και τον μπαμπά σου. Μου το είπε, λέω εγώ έχω την κομπανία μου πως θα την αφήσω την κομπανία λέω; Αυτοί μ’ έχουνε ανάγκη. Μα και αυτοί θέλουνε να παίξουνε, θα χαλάσει η κομπανία [του γιου του], άντε λέω θα πάω να τους βοηθώ λέω […]. Και μια φορά με ζητήσανε σ’ ένα γάμο στην Παναγιά, την Κυριακή που έχει γάμο. [Οι μουσικοί της δικής μου κομπανίας] το βιολί μου λέει α!, ο άλλος με το κλαρίνο μου λέει, ‘έλα βρε Κώστα θα μας αφήσεις έτσι’ […], και μετά όταν πήγα [στο γάμο] μου κράτησε μούτρα να πούμε, θύμωσε, και ο άλλος έλεγε: ‘όποτε θέλει θα φεύγει και όποτε θέλει θα έρχεται;!’ και δεν ήθελε να πάω και αυτός θύμωσε. Λέω ακούστε αν το έχετε σκοπό κάθε λίγο έτσι να χαλάει η καρδιά μας, καλύτερα να το διαλύσουμε.

 

Με την κομπανία του γιου του έπαιξε περίπου για ένα χρόνο, για όσο διάστημα ήταν [ο γιος του] στο στρατό:

[…] και πήγα με τους άλλους [με το συγκρότημα του γιου του], πήγα με τους άλλους και κάτσαμε κανά χρόνο, έκατσα από ’κεί […]. Με τον Μήτσο τον Μαρινάκη [βιολί], τον Γιώργο τον Μαστρομιχαλάκη, καλό μπουζουκάκι, ο Σωτήρης ο Μαυράκης [κιθάρα, τραγούδι], ωραία τραγουδούσε, πάρα πολύ ωραία. Τέσσερις ήμασταν, βιολί, μπουζούκι, κιθάρα και ακορντεόν.

 

Ο Κώστας Ελιάς σταμάτησε τη συστηματική επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική, το 1972. Όπως ο ίδιος αναφέρει συμμετείχε πλέον περιστασιακά σε ορισμένες εκδηλώσεις διαφόρων φορέων [κυρίως πολιτιστικών συλλόγων] ή σε γάμους ή άλλα γλέντια:

[…] μέχρι το 1971-1972, μετά σταμάτησα εγώ, ήρθε ο γιος μου [από το στρατό], αφού ήρθε ο γιος μου, ξανά πάλι έπαιζε, μετά τον ακούσανε και τον θέλανε παντού. Βέβαια πάλι έπαιζα, που και που με παίρνανε σε διοργανώσεις, η Ένωση Συνεταιρισμών, τότε θυμάμαι έκανε ένα γλέντι και μοίραζε δωρεάν τους μεζέδες, το κρασί, όλα δωρεάν να γλεντήσει ο κόσμος και ‘κεί πηγαίναμε και παίζαμε, κατά τ’ άλλα κανένας γάμος αν γινότανε και με παίρνανε […]. Περιστασιακά δηλαδή, σε μαγαζί να πάω να παίξω, δεν πήγαινα!

Άλλοι μουσικοί της Λήμνου που συμμετείχαν στο δρώμενα του νησιού ήταν: Μανόλης Δεληκούκος [βιολί], πρόσφυγας [σύμφωνα με τον Κ. Ελιά] από τη Μ. Ασία, που είχε εγκατασταθεί στη Μύρινα, Βασίλης Λημνιός [λαούτο], από τη Μύρινα [που πολλοί άλλοι αναφέρουν ως πρόσφυγα, γνωστό ως ‘το Βασ’λούδι’], Χαράλαμπος Προσκεφαλάς [από τον Κορνό – κλαρίνο], Γιώργος Δούκας [τρομπέτα], από το Λιβαδοχώρι, Φώτης [Χιώτης – σαντούρι], από το Θάνος, που μετανάστευσε στην Αυστραλία, Χρήστος Παντζαράς [μαντολίνο, σαντούρι, βιολί, ακορντεόν, κλαρίνο], από τον Κορνό, επίσης μετανάστη στην Αυστραλία, Τρύφωνας Χατζηστυλιανός [σαντούρι, λύρα], από την Παναγιά, Παπάμαλης [κρουστά], από τη Μύρινα, Τρύφωνας Κατής ή «Σκορδαλιά» [μπουζούκι], από τα Τσιμάντρια Λήμνου, Ιωάννης Σέντας [μπουζούκι], από τη Μύρινα, Κώστας Αλευράς [ακορντεόν], από τον Κορνό, που μετανάστευσε στην Αμερική, Γιώργος Στεφανιδάκης [κιθάρα, τραγούδι], από τη Μύρινα. Από τους [παλιούς και σύγχρονους] λυράρηδες αναφέρθηκε στο Γιώργο Κοτσιναδέλλη από τα Τσιμάντρια, καθώς και στο γιο του, Θανάση Κοτσιναδέλλη, στο Χρήστο Φουσκούδη από τη Σκανδάλη και στον Αλέκο Μπαλτεράνο, από τον Κοντιά.

Τέλος, ο Κ. Ελιάς επισήμανε [και] την παρουσία αρκετών αξιόλογων ερασιτεχνών τραγουδιστριών στα δρώμενα της Λήμνου, από τις οποίες ξεχώρισε τη Μαρία Κουσκούση (“Το αηδόνι της Ανατολής”), πεθερά του βιολιστή Δημήτρη Μαρινάκη από τον Άγιο Δημήτριο, τη Βασιλεία Μαρινάκη, κόρη της Μαρίας και σύζυγος του βιολιστή Δημήτρη Μαρινάκη, από τον Άγιο Δημήτριο, την Ευφροσύνη Ράλλη, από τη Νέα Κούταλη, καθώς και την Ευαγγελιδάκη, από τον Άγιο Δημήτριο.

 

 

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:

Ο Κώστας Ελιάς, κατά τη διάρκεια της τριανταπεντάχρονης (περίπου) επαγγελματικής του ενασχόλησης με τη μουσική, συμμετείχε σε διάφορα μουσικά δρώμενα, όπως σε προγραμματισμένα ή αυτοσχέδια γλέντια, σε αρραβώνες, σε γάμους, σε βαφτίσια, σε γιορτές, σε πανηγύρια κ.α. Έχει παίξει, επίσης, σε πλατείες, σε σπίτια, σε καφενεία, σε εξοχικά κέντρα, σε νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, σε χώρους εκδηλώσεων και σε εξωκλήσια.

 

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

Ο Κώστας Ελιάς, σε ηλικία περίπου 14 ετών [περίπου το 1938-39] αγόρασε από το Μούδρο Λήμνου το πρώτο του βιολί:

Ένας ξάδερφός μου απ’ το Λιβαδοχώρι, ήταν ανιψιός της μάνας μου, κι αυτός είχε έναν μάστορα στο Μούδρο, πήγαινε εκεί κι έμαθε, κι έμαθε και μας τα ’λεγε και τον άκουσα μια φορά, λέω ‘να πάω και ’γω Γιάννη;’, ‘και δεν πας’. Λέω ‘μπαμπά μ’ θέλω και ’γω να μου πάρεις ένα τέτοιο βιολί’. [Πήγαμε] στον Χασάπη το Στράτο, είχανε μαγαζί αυτοί, ήταν τρία αδέρφια, είχανε μαγαζί αυτοί, καλό μαγαζί. Μαγαζί τροφίμων. Και μ’ ακούσαν και μένα, έπαιξα, και μου πούλησε κι ένα βιολί χίλιες πεντακόσιες (1500) δραχμές, αλλά ήταν πιο καλό.

Τα μουσικά όργανα [κυρίως σαντούρι και ακορντεόν] που χρησιμοποιούσε κατά καιρούς ο Κώστας Ελιάς, είτε τα αγόραζε μεταχειρισμένα από άλλους – μεγαλύτερους συνήθως σε ηλικία – μουσικούς της Λήμνου, είτε τα προμηθεύονταν από συγκεκριμένα [«γνωστά»] μαγαζιά [κατασκευαστών ή και εμπόρων] στην Αθήνα και στον Πειραιά:

[…] κι έπαιζα ακορντεόν, μετά παράγγειλα ένα ήρθε, έπαιζα, χάλασε αυτό, το έδωσα και πήρα ένα δανεισμένο μιανού απ’ την Κούταλη, Τσάρας λεγότανε. Πήγα στην Αθήνα το 1962, πήγα και πήρα ένα καινούριο. […] [αυτός από τον οποίο το αγόρασα] πιάνα κούρντιζε, τα αρμόνια κούρντιζε, τ’ ακορντεόν κούρντιζε, βιολιά, μπουζούκια έφτιαχνε, κιθάρες, ήτανε γερός μάστορας, καλός μάστορας, ήτανε αυτός Βασιλίσσης Σοφίας [στην Αθήνα]. Είχε και έναν άλλον στον Πειραιά κάτω […]. Τώρα που ‘πήρα σύνταξη’ αποφάσισα να πάρω πάλι σαντούρι. Εγώ ήθελα, είπα στον γαμπρό μου που πήγε στην Αθήνα, πάρε το τηλέφωνο, πήγαινε βρες τον και πες του ότι έχω έναν πεθερό και θέλει ένα σαντούρι. Πήγε τον βρήκε αυτόν, λέει ‘τι έγινε έχει κανένα σαντούρι; Έχει ένα παλιό’, ’κει το πολεμάει, ’κει το φτιάχνει, λέει, το ξανακουρδίζει, λέει, ‘άσε να του στείλω ένα καλό εγώ σαντούρι, να του φτιάξω ένα καλό’, Θεόφιλο τον λένε, Θεόφιλος Μπρας.

 

Σύμφωνα με τον Κώστα Ελιά,

[…] στις παλιές ορχήστρες το χρόνο τον κρατούσε το σαντούρι. Καλά το ακορντεόν, κλαρίνο, σαντούρι και βιολί ήταν. Μπάσο όργανο, τ’ άλλα ήταν πρίμα, το μπάσο ήταν το σαντούρι που χτυπούσε, γέμιζε τα κενά των άλλων […]. Ενώ η λύρα ήταν [ως] επί το πλείστον μονάχη. Οι λυράρηδες μονάχοι ήταν τότε, εκείνα τα χρόνια τα παλιά.

 

Τοπικές δράσεις:

Ο Κώστας Ελιάς στο διάστημα της μουσικής του ενασχόλησης επισκέφτηκε όλα σχεδόν τα χωριά της Λήμνου. Ενδεικτικά αναφέρονται από τον ίδιο:

Πανηγύρια, γάμοι! Εξοχικά κεντράκια είχε […]. Παίζαμε στην Ατσική, [το εξοχικό κέντρο] ήταν έξω απ’ το χωριό. Μπαίνοντας για την Ατσική δεξιά. Στο Καρπάσι είχε έναν, Καρμίλης [ή Καρμίνης] λεγόταν, Κώστας Καρμίλης. Αυτά ήταν καλοκαιρινά και παίζαμε στην αυλή έξω, το καλοκαίρι. Στο Μούδρο. Στα Καμίνια σε καφενείο. Στις Σαρδές στην πλατεία του χωριού. Στην Πλάκα, στην Παναγιά, στη Σκανδάλη, στη Φυσίνη. Στο πανηγύρι του Άγιου Σώζου. Στον Άγιο Δημήτρη, στα Τσιμάντρια, στον Κοντιά. Στη Μύρινα στο καφενείο του ‘Ψαριανού’ πέρα από το λιμάνι και στην ταβέρνα του ‘Καμπούρη’, στο ξενοδοχείο από πάνω, δίπλα απ’ το καφενείο του ‘Κουντουρά’, καθώς και σε συναυλίες. Στον Κατάλακκο, στον Κάσπακα, στο Πλατύ, στο Βάρος, στα Λύχνα, στο Ρωμανού. Στον Κορνό που ’ταν οι δάσκαλοι [της μουσικής – οικογένεια Παντζαρά], σε πανηγύρια. Στο Ρωσσοπούλι, στην Αγία Σοφία, στο Κοντοπούλι. Στο Προπούλι, τα περισσότερα χρήματα τα πήραμε στο Προπούλι. Παρ’ όλα ότι ήτανε ένα χωριουδάκι μικρό, αλλά είχε καλό κόσμο. Στο Προπούλι δεν ήταν πολύ, [δεν] πηγαίνανε [συχνά] όργανα κι όποτε πήγαινε [κάποια κομπανία] για κανά πανηγυράκι, καν’ αυτό εκεί, θυσιαζόταν οι άνθρωποι.

 

Ρεπερτόριο:

Το ρεπερτόριο των σκοπών και των τραγουδιών που έπαιζε ο Κώστας Ελιάς στο πλαίσιο της επαγγελματικής του διαδρομής, επηρεάζονταν από παράγοντες όπως ο τόπος, ο χρόνος, η περίσταση που έπαιζε [είτε μόνος του, είτε μαζί και με άλλους μουσικούς], καθώς και από το περιεχόμενο που έπαιρνε κάθε φορά η έννοια του «μοντέρνου» ως προς το ακροατήριο, ενώ με το πέρασμα των χρόνων επήλθαν και μονιμότερες αλλαγές:

Ε, όσο περνούσε ο καιρός αλλάζαν τα τραγούδια, αν και όλα τα παίζαμε, όλα τα βάζαμε μπροστά, ένα που έβγαινε καινούριο παίρναμε το δισκάκι, τότε ήτανε τα δισκάκια αυτά, και το μαθαίναμε το τραγούδι […]. Εν τω μεταξύ πηγαίναμε εμείς κάθε βράδυ σ’ ένα σπίτι, κλειδωνόμασταν και δώστου και δώστου και δώστου, πρόβα, πρόβα, πρόβα, ξανά πρόβα, ξανά πρόβα, καθόμασταν όλη τη νύχτα, η ώρα 2:00 καθόμασταν και παίζαμε μέχρι που νυστάζαμε και βλέπαμε απ’ έξω […], να φύγουμε, να κοιμηθούμε κι όλας.

Ο ίδιος αγαπούσε τα «λαϊκά» τραγούδια, αλλά προσπαθούσε να μην επηρεάζεται από τις προσωπικές του προτιμήσεις στην επαγγελματική του ζωή:

Μου άρεσε να παίζω τα λαϊκά τραγούδια, τα αισθανόμουνα, τα λαϊκά είναι η ζωή μου. Γενικά τα λαϊκά μ’ αρέσανε, και τα νησιώτικα […]. Εμείς τα είχαμε όλα εξίσου, δηλαδή, διότι όλα τα τραγούδια που παίζαμε μας αφήνανε λεφτά και έτσι δε μπορούσαμε να απορρίψουμε κανένα.

 

Ως προς τη μουσική επιτέλεση, ο Κ. Ελιάς αναφέρθηκε με ιδιαίτερη έμφαση στα δρώμενα του γάμου:

Παίζαμε σε γάμους, σε βαφτίσια […]. Τα έθιμα του γάμου, ε, στην αρχή ακόμα εκεί στο γάμο, αλλά και στο κέντρο που πηγαίναμε, στα μαγαζιά τα πανηγύρια, παίζαμε ένα μαρς, ένα μαρσάκι, ένα έτσι πεταχτό τραγουδάκι, ένα εμβατήριο λεγόμενο ‘ο γαμπρίκιος’. ‘Γαμπρίκιος’ λεγόταν και παίζαμε και κάτι άλλα, που δεν ήταν ο ‘γαμπρίκιος’ αλλά ήταν τέτοια, εμβατήρια. Παρέα, μόλις το μεσημεράκι έγερνε, στα καφενεία, συγκεντρώνονταν ο κόσμος στα καφενεία. Καθόταν ο κόσμος κι ερχόταν σιγά-σιγά κι ο γαμπρός εκεί για να τον ξυρίσουν ο κουρέας εκεί, τα όργανα παίζαν κάμποσα τραγουδάκια, αρχίζαν τον γαμπρό τον ξυρίζανε και λέγαμε ‘Μπαρμπέρη τα ξυράφια σου καλά να τ’ ακονίσεις, για να ξυρίσεις τον γαμπρό, να τον ευχαριστήσεις’. Μετά πηγαίνανε στο σπίτι [του γαμπρού], του λέγαν και άλλα [τραγουδάκια]. Και τα λέγανε και κερνούσανε τον κόσμο και από κει παίρναμε το γαμπρό και πηγαίναμε απ’ τη νύφη, παίρναμε τη νύφη, εκεί τραγουδούσανε. Στο δρόμο παίζαμε μαρς. Πηγαίναμε κι απ’ τον κουμπάρο, παίρναμε τον κουμπάρο, τους πηγαίναμε στην εκκλησία. Τους αφήναμε εκεί, γινότανε η στέψη, και μετά τους πηγαίνανε οι παπάδες στο σπίτι και αφού φεύγαν οι παπάδες, πηγαίναμε εμείς. Παίζαμε κάμποσα τραγούδια, χορεύανε εκεί πέρα, […] συρτά, μπάλλο, αυτά, καλαματιανά, τέτοια. Χορεύαν όλοι, γυναίκες κυρίως. Και μετά ερχόμαστε στο καφενείο και γινόταν το γλέντι, μέχρι πρωίας και την άλλη μέρα […]. Συνήθως ο μπάλλος ήταν στο καφενείο. Ο δεύτερος χορός ήταν ο μπάλλος ο Σμυρνιός, ο πρώτος ήταν ένας συρτός και μετά καλαματιανά, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, χασάπικα, συρτά διάφορα, αναλόγως εκείνο που ήθελε ο καθένας.

 

Αμοιβή:

Σχετικά με την αμοιβή των μουσικών, ο Κώστας Ελιάς επισημαίνει ότι το ύψος της εξαρτιόταν από παράγοντες όπως η γεωγραφία [τόπος – χωριό όπου έπαιζαν], ο χρόνος [ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τον αγροτικό ή επαγγελματικό κύκλο της ζωής μιας κοινότητας], το είδος της περίστασης – εκδήλωσης [κοινοτική ή κρατική εκδήλωση, γάμος, βαφτίσια, πανηγύρι κ.α.], αλλά και από την ικανότητα των μουσικών να κατανοήσουν τις επιθυμίες – «ανάγκες» του ακροατηρίου [των γλεντιστών] και να τις «αξιοποιήσουν» κατάλληλα. Όπως αναφέρει ο ίδιος, την καλύτερη αμοιβή [συγκριτικά] την κέρδισε παίζοντας μουσική σε ένα καφενείο στο μικρό χωριό Προπούλι:

Τα περισσότερα χρήματα τα πήραμε στο Προπούλι. Παρ’ όλα ότι ήτανε ένα χωριουδάκι μικρό αλλά είχε καλό κόσμο, όταν γινότανε γλέντι στου Προπούλι γινότανε! […] Ήταν ένας από την Ατσική και έπαιζε κλαρίνο, εγώ τότε έπαιζα ακορντεόν, μου λέει να πάμε στο Προπούλι. ‘Τι να κάνουμε στο Προπούλι; Πέντε σπίτια έχει’. ‘Άκου εμένα που σου λέω, έλα’. Ε, κι εγώ πήρα και το μπατζανάκη μου, είχε βέσπα, την είχε φέρ’ απ’ τη Γερμανία, το 1966. Λέω: ‘έλα να με πας και θα σε πληρώσω’. Πήγαμε κατά η ώρα τέσσερις τ’ απόγευμα, κάτσαμε εκεί στο καφενεδάκι, ήπιαμε καφεδάκι, ξανά-ήπιαμε δυο-τρία ουζάκια. Ε, περιμέναμε να φανεί κανένας, [να γίνει] πανηγυράκι. Περιμέναμε, νύχτιασι, σουρούπουσι, τίπουτα. Του λέω ‘δε βλέπω τίποτα, θα φύγουμε;’ ‘Κάτσε μου λέει, περίμενε, πολύ βιαστικός είσαι, μου λέει’. Σε κάνα τέταρτο έρχεται μία παρέα απ’ το Καρπάσι και κάθεται. Μου λέει: ‘βλέπε, τώρα αυτό ήτανε λέει, θα γιμόσει. Λοιπόν, τώρα είν’ η ώρα να κάτσουμε’. Μου λέει: ‘Παρ’ την καρέκλα και κάτσε’. Μας έβαλαν ένα τραπεζάκι, αρχινάμε, ένα βαλσάκι στην αρχή, μετά σιγά – σιγά […]. Μου λέει ο μπατζανάκης μου, ‘βλέπεις’ λέει, ‘που ’θελες να φύγεις;’ Τέλος πάντων, τραγούδι δεν είχαμε, εγώ δεν μπορούσα να τραγουδήσω, δεν ήξερα να τραγουδήσω, και παίρνει το κλαρίνο, έπαιζε την εισαγωγή και στο τραγούδι έπρεπε να τραγουδήσει, άφηνε το κλαρίνο και τραγουδούσε. Τραγουδούσε κι έπαιζα εγώ. Μέχρι το πρωί! Το μεροκάματο που πήρα, δεν το πήρα ούτε σε γάμο, ούτε πουθενά, θυμάμαι που πήραμε πολλά λεφτά.

 

Υπήρχαν συνήθως δύο τρόποι αμοιβής, η προκαθορισμένη, που ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης – συμφωνίας μεταξύ των μουσικών και του «διοργανωτή» μιας εκδήλωσης, καθώς και τα «τυχερά» [«χαρτούρα»]. Για παράδειγμα στις κρατικές εκδηλώσεις η αμοιβή ήταν προκαθορισμένη:

Ερχόταν εδώ κονδύλι γι’ αυτή τη δουλειά, εμάς τότε μας πλήρωσε ο κοινοτάρχης.

Σε κάποιες άλλες περιστάσεις [π.χ. πανηγύρι – γλέντι σε κάποιο καφενείο], η αμοιβή δεν ήταν προκαθορισμένη:

[Στα καφενεία που μας φωνάζαν] χαρτούρα πάλι, τυχερά. Ήτανε κάπως προγραμματισμένο δηλαδή (με πια σειρά θα χορέψει ο κόσμος) […]. Για παράδειγμα ήτανε ο Μαρινάκης, ο Ελιάς, ο Αλεξουδάκης, μαζευόταν ο κόσμος, με τη σειρά βέβαια. ‘Θα ’χω όργανα [έλεγε ο καφετζής], το Σαββάτο, φέρ’ ειπείν, όργανα!, το Σαββατοκύριακο όργανα!’. Ξέραν αυτοί κι ερχόταν.

Το ίδιο συνέβαινε και στους γάμους:

Όποιος έμπαινε, όποιος χόρευε αυτό, έμπαινε μπροστά. Γλέντι, γλέντι, έτσι ενθουσιασμός σε όλους, σε όλους! Να βλέπεις να χορεύουν μέχρι το πρωί, να μη σταματάν’ ούτε δευτερόλεπτο. Αλλά πηγαίναμε σειρές. Μετά που τελειώνανε το χορό οι συγγενείς, ‘Ποιος έχει σειρά;’ Δίναμε και νούμερο, καμιά φορά ναι, γιατί γινόταν παρεξηγήσεις, ενώ παλιά ήταν με το λόγο. Έναν [από την κομπανία] τον είχαν και κρατούσε τη σειρά.

 

Τέλος, το ύψος της αμοιβής των μουσικών, σύμφωνα με τον Κώστα Ελιά, ήταν τις περισσότερες φορές πολύ ικανοποιητικό και αρκετά μεγαλύτερο από το μέσο μεροκάματο της κάθε εποχής:

Τότε, σ’ ένα γάμο δηλαδή, πιάναμε κι ένα χιλιάρικο, ενώ ο πατέρας μου που δούλευε στα χωράφια εδώ στον Άγιο – Δημήτρη [έπαιρνε μεροκάματο] πενήντα δραχμές. Τη μέρα! Πενήντα δραχμές, τριάντα δραχμές, σαράντα δραχμές, αναλόγως. Εμείς παίρναμε ένα χιλιάρικο [1.000 δρχ.] όλοι μαζί [η συνολική αμοιβή της κομπανίας], ήταν γερά λεφτά.

Στα βαφτίσια το ύψος της αμοιβής ήταν μικρότερο:

Σε βάφτιση το μεροκάματο ήταν κι εκατό και διακόσες [δραχμές]. Κοίταξε, σε βάφτιση ήταν το πλείστον συγγενείς. Δεν ήτανε μεγάλο γλέντι, μεγάλος χορός σαν το καφενείο και να δίνουνε όπως στο γάμο […].

 

Κρίσεις για άλλους μουσικούς:

  • Για τον Πολιτάκη ή «Μπαρμπέρη», από τη Μύρινα, που έπαιζε, σύμφωνα με τον ίδιο, μπουζούκι, προπολεμικά:

Έπαιζε μικρασιάτικα, παλιά μικρασιάτικα, εμείς δεν τα ξέραμε τότε τα τραγούδια αυτά, τα έλεγε δικά του. Χόρευαν ο κόσμος, ερχόταν τότε εδώ, μαζευόταν ο κόσμος και τραγουδούσανε και το διασκεδάζανε.

 

  • Για τον Τηλέμαχο Κατσικά [βιολί], από το Θάνος:

Ωραία! Θ’μάμαι, παίζαμε στο Κουρνό, σ’ ένα πανηγύρι, παίζαμε εμείς στου Ηλία [το καφενείο] και ο Τηλέμαχος [Κατσικάς] από κοντά [σε άλλη κομπανία]. Τελειώσαμε όλοι μαζί, και λέει να τσιμπήσουμε λιγάκι, κι ο Τηλέμαχος έτσι ούζα και πιοτά δεν έπινε, αλλά ήπιε κρασάκι λιγάκι κι άμα είν’ ασυνήθιστος του ’ρχεται λιγάκι. Τσακ! Τον πήρε να πούμε, του ’κανε το κεφάλι λιγάκι. Λέει ο Ηλίας, ο μακαρίτης ο Μαρκάκης, ήταν κολλητοί, ήταν, λέει: ‘Τηλέμαχε, ε, δεν θα μου κάνεις το χατίρι μου, να μου παίξεις ένα δικό σου, ένα σόλο δικό σου;’ ‘Για το φίλο πέντε’, λέει. Και πιάνει το βιολί! Εκεί τον άκουσα να πούμε […]. Εάν ζούσε ο συχωρεμένος ο Τηλέμαχος, αν ζούσε θα ήτανε ο πρώτος, μπορώ να πω […], κι όχι κάτι βιολιά ας πούμε διάσημα, που ’ναι καλοί.

 

  • Για τον Αλέκο Μπαλτεράνο, από τον Κοντιά:

ο Αλέκος, ο οποίος έπαιζε καλή λύρα […], τον φημίζανε να πούμε, δεν τον έχω ακούσει εγώ, έχω ακούσει ότι τον φημίζανε [δηλαδή ήταν γνωστός ως καλός λυράρης].

 

  • Για τον Κώστα Αλευρά από τον Κορνό:

έπαιζε καλό, πολύ καλό ακορντεόν.

 

  • Για τον Γιώργο Στεφανιδάκη από τη Μύρινα:

[…] παίζει και κιθάρα κι είναι πολύ καλή φωνή, πολύ ωραία, τραγούδι, άσσος! γλυκός, πολύ γλυκός και μηδέν, παραφωνία μηδέν.

 

 

Πριν τη Γερμανική κατοχή: […] με παράδις [πλήρωναν τους μουσικούς]. Αλλά μετά, του ’40 [Γερμανική κατοχή], δεν είχι λεφτά, λοιπόν ερχόταν οι μουσικοί, πιανόμασταν μια παρέα, δυό, μαζεύουνταν τσι άλλους κόσμους […]. Λοιπόν λεφτά δεν είχι, είχαν ένα τεφτεράκ’ οι μουσικάντες, του βαστούσε ένας κι έγραφε βερεσέ. Ήλιγεις ισύ, γράψι μ’ 20 κιλά λάδ’, ι άλλους 50, ι άλλους ένα δοχείο. Ερχόνταν η εποχή που φορτώναν ολόκληρα κάρα λάδ’ τσι του παίρναν οι ανθρώπ’ τσι φεύγαν τότι. Ερχόταν όπουτι θέλαν, Γιάνν’ς [π.χ.] 20 κιλά, Νίκους 50 κιλά. Μαζεύαν αραμπαδιές λάδ’.

Σε σχέση με τους αμανέδες ανέφερε τον «Αραπάκη» [μπουζούκι – τραγούδι] και τον Γρηγόρη [ούτι – τραγούδι], οι οποίοι ήταν πρόσφυγες εγκατεστημένοι στη Μυτιλήνη που έπαιζαν και τραγουδούσαν «ανατολίτικα» τραγούδια, κάθε φορά που επισκεπτόταν τη Στύψη:
Ο μανές πρέπει να είναι ανατολίτικο. Είχαμε δυο [μουσικούς], ήταν Μικρασιάτες, μέναν στ’ν Μυτιλήν’. Κάθε Σαββατοκύριακο ήθελες να δεις τουν Γληγόρ’ μι του ούτ’, μι μια τραγιάσκα έναν χουντρό κι έπιζει ανατουλίτικα τραγούδια. Ου άλλους λέγινταν «Αραπάκης», ήλιγει τέτοια τραγούδια […]. Εγώ πολλές φορές έχω τραγουδήσ’ και σε πανηγύρ’. Μανέδες, με όλα τα όργανα μπορώ να πω. Βιολί, μπουζούκ’ κι του κλαρίνου, άμα ι μουσικάντ’ς είνι καλός […].

Επίσης ανέφερε και τους:

  • [Γιώργος] Μιχαλόπουλος, έπαιζε τρόμπα στη «Φιλιανή μουσική».
  • Μιχάλης Μιχαλόπουλος, συγγενής του προηγούμενου, έπαιζε νταούλι.
  • Δημήτρης Μαρμαρέλλης, έπαιζε σαξόφωνο στη «Φιλιανή μουσική»: Μαρμαρέλλης έπαιζε του σαξόφωνο. Του σαξόφωνο το στείλαν απ’ την Αμερική ένας αδερφός του, κι ήταν του μόνου σαξόφωνου εκείνα τα χρόνια.
  • Στέφανος από τη Φίλια, κουρέας και μουσικός, έπαιζε βιολί στη «Φιλιανή μουσική».
  • Ευστράτιος Μαρμαρέλλης, έπαιζε κλαρίνο στη «Φιλιανή μουσική».
  • Γιώργος «Αόμματος» από την Κάπη: Απ’ τ’ Κάπ’ είχαμι τουν Γιώργου τουν ‘Αόμματου’, ένα φτωχόπιδου που του υποστηρίζαμι. Και στα σπίτια μας τουν φιλεύαμι τουν Γιώργου. Εγώ τουν ήπιρνα στου σπίτι μ’ κι τουν κοίμιζα.

Για τις κομπανίες που επισκέπτονταν τη Στύψη, ο Ν. Βαλάσης υπογράμμισε ότι:
Μερόνυχτα παίζαν, δεν σταματούσαν. Κι μι ντν’ αύριου, δυο – τρία μερόνυχτα παίζαν! Εδώ απάνου είχι ξινουδουχείου [που διανυκτερεύαν οι μουσικοί], ερχόταν Σαββατοκύριακο αυτοί. Ξέραν ότι η Στύψη έχ’ γλετζέδις κι ερχόταν του Σαββάτου. Άμα βρουν δ’λειά καλά, άμα δε βρούν […]. Ως για του γάμου, είχαμι άλλα έθιμα τότι. Απόψε γίν’ταν γάμος, η μουσική έπρεπε να τη ξημερώσ’, κι του προυί στις 10 η ώρα θα γίν’ ου ‘αντίγαμους’. Θα μαζευτούν όλ’ οι συγγενείς τ’ς νύφης, αδέρφια, συγγενείς μεσ’ στουν καφενέ, αρχόνταν μουσική κι άρχιζι του γλέντ’.

Τοπικές δράσεις: Ο Ν. Βαλάσης κατά τη διάρκεια της ερασιτεχνικής του ενασχόλησης με το τραγούδι, έχει τραγουδήσει σε πολλά χωριά της Λέσβου, σε διάφορες περιστάσεις:
Εγώ όταν του έλεγα [τον αμανέ] μεσ’ στα καφενεία [στη Στύψη], τσι ακόμα του λέγου, έβλεπες τα μ’σουκαλίκια [εννοεί τα παλιά μπουκάλια του ούζου χωρητικότητας μισής οκάς] γέμ’ζι του τραπέζ’. Σπασίματα μη λουγαριάζ’ς! Είχα σν’τν’ ηλικία μ’, είμαστι του ’49 [1949] κλάσ’, είμαστι πουλλά πιδιά μες του χουριό μας. Είχαμι γίν’ μια παρέα, κάθι βράδ’ θέλαμι να κάτσουμι στου καφινείου ούλ’ η παρέα. Άμα κάναμι του γλέντ’, γλιντούσαμι ουραία. Άμα αρχινούσαμι τσ’ μανέδις τα τραγούδια, ήβλιπεις τα μ’σουκαλίκια – ήταν τα μπουκάλια τότις, τα ούζα – γέμιζει του τραπέζ’ απάνου μπουκάλια., κεράσματα, από ντν’ ευχαρίστησ’ που είχι ι κόσμους. Ύστιρα θέλαμι να βγούμι, άμα έκλεινει η αγουρά στις 12.00 η ώρα, να πάρουμι του χουριό να κάνουμι καντάδις, μανέδες.

Για το πανηγύρι της Στύψης που γίνεται στα Εννιάμερα της Θεοτόκου, στις 23 Αυγούστου, ανέφερε:
Παλιά η εκκλησία της Παναγιάς έχ’ χώρου, είνι του περιβόλ’ απέναντι. Του νοίκιαζε [η εκκλησία με πλειστηριασμό] κι έκαναν μι τα κλαδιά μια τσαρντάκα, τσι κάναν μπαρ ικεί. Έκανει μια τσαντήρα [σκέπαζαν έναν χώρο δηλαδή], είχι τσι μουσική τσι του γλιντούσαν. Έρχιντειν τσ’ οι φίλοι μας που γνουρίζουμι τσι ξ’μιρώνουμι. Είνι τσι τριήμερο, τρία μερόνυχτα!”.

Επίσης ανέφερε τα χωριά:
 Γέλοια [Πελόπη], σε γλέντια στα καφενεία και σε πανηγύρια.

 Υψηλομέτωπο, σε γλέντια στα καφενεία και σε πανηγύρια.

 Μόλυβος, σε γλέντια στα καφενεία.

 Μανταμάδο, Κάπη, Συκαμιά, σε γλέντια στα καφενεία.

Ρεπερτόριο: Ο Ν. Βαλάσης τραγουδούσε ή «τραβούσε» [κυρίως] αμανέδες:
Ου μανές ήταν παραδοσιακό τραγούδ’, τσι ωραίου τραγούδ’! Ένας είνι η σκουπός. [Σε] αλλά τραγούδια λέγ’ς πουλλά [τετράστιχα], αυτό πρέπει να είναι ανατολίτικο. Στη Στύψη μονάχα ήταν ανατολίτικα τραγούδια. Μανέδες, σαρκιά, κλέφτικα. Σαρκί είναι τούρκικα, εμείς το λέμε μανέ […].
[…] Θελ’, άμα κουράσ’ ντ’ φουνή να έχ’ς αντουχή, να κρατήσ’, στου μανέ. Αλλά έχ’ άθρουπου να πούμι που ντου τσαλαπατεί. Σκοπός είνι να έχ’ς αντουχή, να κάν’ς μέσα πάσα πουλλών λουγιών. Έχουν και τουρκικές λέξεις μέσα, λες ‘μεντέτ’ ή ‘αρέ μεντέτ’, κι λες και τα ορισμένα τ’ τραγουδιού τα λόγια.

Φωτογραφίες

Βίντεο

Video Grid with Modal
Video 1
Video 1
Video 1

Ηχογραφήσεις

1. Από τα γλυκά σου μάτια Άγιος Δημήτριος | 1998 Δημήτρης Μαρινάκης, βιολί, Γιώργος Μαρκάκης, ακορντεόν, Κώστας Ελιάς, σαντούρι, Βασιλεία Μαρινάκη, τραγούδι Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Δημήτρης Παπαγεωργίου, Χριστίνα Βαρκαράκη, Γ. Ηλιάδης
2. Νε Ολούρ Μύρινα | 2001 ζεϊμπέκικο Δημήτρης Μαρινάκης, βιολί και τραγούδι, Κώστας Ελιάς, σαντούρι, Σωτήρης Μαυράκης, κιθάρα, Δημήτρης Μαυράκης, κλαρίνο Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος, Δημήτρης Παπαγεωργίου Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
3. Μαρς του γάμου Άγιος Δημήτριος | 1998 γαμήλια πατινάδα Δημήτρης Μαρινάκης, βιολί, Κώστας Ελιάς, σαντούρι, Γιώργος Μαρκάκης ακκορντεόν Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Δημήτρης Παπαγεωργίου, Χριστίνα Βαρκαράκη, Γ. Ηλιάδης
4. Τα ξουράφια Μύρινα | 2001 του γάμου, στο ξύρισμα του γαμπρού Δημήτρης Μαρινάκης, βιολί και τραγούδι, Κώστας Ελιάς, σαντούρι, Σωτήρης Μαυράκης, κιθάρα, Δημήτρης Μαυράκης, κλαρίνο
5. Μια Σμυρνιά στο παραθύρι Άγιος Δημήτριος | 1998 Δημήτρης Μαρινάκης, βιολί, Κώστας Ελιάς, σαντούρι, Γιώργος Μαρκάκης ακκορντεόν και τραγούδι Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Δημήτρης Παπαγεωργίου, Χριστίνα Βαρκαράκη, Γ. Ηλιάδης Ηχοληψία: Δημήτρης Παπαγεωργίου
6. Αμανές Άγιος Δημήτριος | 1998 Δημήτρης Μαρινάκης, βιολί και τραγούδι, Κώστας Ελιάς, σαντούρι, Γιώργος Μαρκάκης ακκορντεόν Προέλευση: «Κιβωτός του Αιγαίου» – Μουσικά σταυροδρόμια στο Αιγαίο. Λήμνος Ερευνητής: Δημήτρης Παπαγεωργίου, Χριστίνα Βαρκαράκη, Γ. Ηλιάδης Ηχοληψία: Δημήτρης Παπαγεωργίου
Μετάβαση στο περιεχόμενο