Εγγλέζος Ηλίας
ΧίοςΤόπος γέννησης: Βροντάδος, Χίος
Χρόνος γέννησης: 1927
Στοιχεία καταγωγής:
Ο Ηλίας Εγγλέζος γεννήθηκε στην περιοχή του Βροντάδου της Χίου:
Εγεννήθηκα στο Βολάκο… Πριν πάμε στου πασά, ε….. στην Ερυθιανή το γιοφύρι απου πάνω, στο Βολάκο.
Ιδιότητα:
Ο Ηλίας Εγγλέζος είναι επαγγελματίας μουσικός. Παίζει ούτι και κιθάρα αλλά κυρίως τραγουδάει:
Εγώ πρώτα έπαιζα ούτι… το όργανο μου ήτανε ούτι […]. Μετά έπαιζα κιθάρα και μετά τα παράτησα και ήμουν τραγούδι.
Γονείς:
Η μητέρα του ονομαζόταν Παρασκευή και ο πατέρας του Γιάννης, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία:
Άμαν ήκουγες τη μάνα μου και τραγουδούσε, [ήταν] να κλαις [από τη συγκίνηση]. Και ήταν και αυτή, είχενε το ένστικτο το δικό μου […]. Τον καιρό που πήγα στρατιώτης, η αλληλογραφία μας τραγούδια, και κεινής, και η απάντηση και γω.
Για τον πατέρα του Γιάννη αναφέρει:
Ο πατέρας μου ήταν αρτοποιός… αλλά μετά πήρενε τη Μουριά (καφενείο) για ’κοσ’τρία χρόνια. Εικοσ’τρία χρόνια την είχε τη Μουριά ο πατέρας μου […]. Επειδή τον πιάσανε χρεοφελέτες. Τότε ήτανε φτώχειες, είχε ο άλλος εφτά – οχτώ παιδιά, επαίρνανε ψωμιά και δεν μπορούσε να μαζέψει τα λεφτά του αλευριού. Ρε κλείσε λέω, παράτα το και έλα πιάσε ένα…. Κατάλαβες;
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Ηλίας Εγγλέζος παντρεύτηκε για πρώτη φορά εικοσιπέντε χρονών:
Εγώ ’χα τρία παιδιά που ’μουν παντρεμένος και έχασα τη γυναίκα μου με κακιά αρρώστια. Εξαναπαντρεύτηκα ’δω και έχω τώρα δυο της δευτέρας καταγραμμής [από τη δεύτερη γυναίκα του], δεν είδες τώρα στις εκλογές…ο ένας είναι είκοσι και ο άλλος δεκάξι. Δυο αγόρια.
Όπως λέει ο ίδιος δεν ήθελε να ασχοληθούν με τη μουσική τα παιδιά του:
Βρε ξέρεις τι τραβήξαμε απ’ αυτή τη δουλειά που κάναμε ως μουσικός; Τώρα είναι καλή δουλειά ως μουσικοί. Πρώτα ξέρεις τι; Ήλεγες να μάθω το παιδί μου, [δ]εν τον σκοτώνω πιο καλά; Σε τέτοιο σημείο.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Πριν ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική εργάζονταν ως κουρέας, από 16 ετών. Διατηρούσε και κουρείο, τη Μουριά, για είκοσι τρία χρόνια:
Το κουρείο το ’χα εγώ, και έβγαζα τη μπλούζα του κουρείου, την άσπρη, και ντυνόμουνα και έφευγα για το κέντρο. Τέσσερις ώρες κοιμόμουνα μόνο, τρεις. Ύστερα που πήγα – που σου ’πα – στη βάφτιση, και λέω, άαα, δεν είναι δουλειά. Παράτα το κουρείο και ας σου λείπει.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Όταν ήταν μικρός, βρέθηκε οικογενειακώς στην Κύπρο για τέσσερα χρόνια:
Τότε με την Κατοχή που φύγαμε από δω όλοι, η μισή Χίος, και πήγαμε σε διάφορα μέρη μας, εμάς μας πήγανε στην Κύπρο. Στη Λευκωσία […]. Και πήγα, και, επήγα τότε, και μάθαινα κουρέας εκεί, σε ένα κουρείο – δικοί μας οι κουρείς – και έμαθα το κουρείο και άμα ήρθα εδώ άνοιξα κουρείο και το όργανο το είχα για κέφι….
Ο Ηλίας Εγγλέζος παρέμεινε 2 χρόνια στην Αθήνα, όπου παρουσιάστηκε στον στρατό, ενώ ταυτόχρονα δούλεψε ως μουσικός:
Εγώ στην Αθήνα, στρατιώτης δεν έκαμα. Γιατί; Επήγα στην Αθήνα στρατιώτης. Το λοιπόν στο στρατό που πήγα στην Αθήνα – τώρα ή τύχη ή πονηριά, όπως να το πούμε – γνωρίστηκα με τον διοικητή, ξέρω εγώ, τους κουβάλησα και φάγανε πολλά πράγματα. Συζητούμε για μεγάλα πράγματα, όχι ένα μπουκάλι. Και πήρα μηνιαίως άδεια λευκή και τη σφράγιζα, γιατί μου τη σφραγίζανε κάθε πρώτη του μηνός. Και ’πιασα δουλειά στο Αιγάλεω, και τραγουδούσα εκεί. Ύστερα τραγουδούσα στην πλατεία Αμερικής, στου Πέτρου το κέντρο. Και πήρα οικόπεδο στρατιώτης, έστελνα σπίτι μου λεφτά και έχτισα και σπίτι στρατιώτης. Μάλιστα, πράματα απίστευτα […]. Κάναμε 27 μήνες τότε στρατιώτες… ε, την έβγαλα εκεί, κι ύστερα μου λέγανε να μείνω εκεί. Μέχρι τον Στέλιο τον συχωρεμένο, μου λέει, ρε κάτσε, θα σε υποστηρίξω εγώ…ο Καζαντζίδης. Κάτσε μου λέει, μη πας στη Χίο. Ίντα θα πας να κάνεις; Εγώ φοβόμουνα μη χάσω τους πελάτες του κουρείου.
Για την πρώτη του δουλειά στο Αιγάλεω, αναφέρει:
Εγώ ξέρεις γιατί τραγούδησα εκεί; Πήγα ως πελάτης να δω μια τραγουδίστρια την Ελένη την Παπαϊωάννου, την έχω βάλει και σ’ ένα δίσκο που μου κάνει σιγόντο. Κι αυτός ο δίσκος την πήγε στην Αμερική και σώθηκεν. Μ’ αυτό το δίσκο πέρασε αυτή […]. Το λοιπόν την επήρα εγώ αυτήν και [….] έμαθα πως τραγουδεί στο Αιγάλεω. Και πήγα και την ήβρα και μου λέει, άα, θα μας πεις δυο τραγουδάκια απόψε. Της λέω μη ζητάς τέτοια πράματα, γιατί δε γίνονται. Μου λέει, όχι θα μας πεις, κι άξαφνα λένε στο μικρόφωνο έχουμε έναν πελάτη εδώ και πρέπει να ’ρθει να μας πει δυο – τρία τραγούδια, και ξέρω ’γω, και σηκώθηκα πάνω κι είπα. Αλλά […] πήγα κοντά, τώρα αυτοί σου λένε στρατιωτάκι είναι, τι θα πει; Βλέπω τον καλό μπουζουξή και πήγα κοντά του και μου λέει τι θέλεις, τι θα πεις; Λέω, τι θα πω; Μου λέει, ναι. Κάνε μου ένα στη τζαζ, από ντο, δικό σου, μια κορόνα, και θα μπω… Του ’πα δεκαπέντε στη γραμμή, και τα γυρίζω τσιφτετέλια από πίσω. Ήρθε το αφεντικό και μου λέει να σου κάνω συμβόλαια να μείνεις στο μαγαζί, για αυτό ήτανε… αλλά ήτανε η Παπαϊωάννου η αιτία που πήγα εκεί. Έχουμε ακόμα… τηλεφωνούμαστε, και σήμερα μάλιστα μιλήσαμε με την Παπαϊωάννου. Ήρθε από την Αμερική, παντρεύτηκε, έχει ένα καλό παιδί, δηλαδή με λίγα λόγια τακτοποιήθηκε καλά, και ήμουν εγώ η αιτία.
Τη συγκεκριμένη περίοδο που έζησε στην Αθήνα, ο Ηλίας Εγγλέζος συνεργάστηκε με γνωστούς μουσικούς της εποχής του:
Όλοι τις ήξερα, τι λες τώρα, και παρέες κάναμε […], με τον Καζαντζίδη δεν τραγούδησα, αλλά με άλλα ονόματα ναι […], αλλά σου λέω στο Αιγάλεω, που δούλεψα σ΄ ένα μεγάλο μαγαζί, είχενε δυο μπουζούκια, είχενε δηλαδή κομπλέ. Το ένα μπουζούκι ήτανε πρώτο πράμα, αλλά ο άλλος ήτανε καργαλάκος.
Τη δεκαετία του ’70, η τραγουδίστρια Λένα Κουμαρά του πρότεινε να πάει στην Αμερική και να δουλέψει ως μουσικός:
Πήγε στην Αμερική, μου ’στειλε 2000 ευρώ [προφανώς χρηματικό αντίτιμο αντίστοιχης αξίας, σε νόμισμα της εποχής], να πάω εκεί με 100 χιλιάδες [δρχ.] μεροκάματο, κλαίγανε σπίτι όλοι, δε θα ξανάρθεις, ξέρω ’γω, και στείλε τα λεφτά πίσω.
Ωστόσο τελικά πήγε στην Αμερική το 1974, όταν κάποιος ήρθε στο μαγαζί όπου εργάζονταν και του έκανε επαγγελματική πρόταση:
…ήρθαν και με πήρανε, εκεί που ’μουνε στο μαγαζί και τραγουδούσα, μπήκε ένα παιδάριο μέσα – ένας πιο μεγάλος στην ηλικία – μπήκε μέσα, λέει πε αυτουνού που τραγουδάει να ’ρθεί να τον κεράσω. Ήρθε και μου το ’πε ο σερβιτόρος, πήγα στην παρέα του, μου λέει, άκου να σου πω: “εγώ έχω κέντρο στην Αμερική, και ήρθα να σε πάρω, που είχες βγάλει τον τάδε δίσκο και έγινε πάταγος στην Αμερική. Και ήρθα να σε πάρω”. Του λέω: “μόνος μου δεν έρχομαι. Μ’ όλο το συγκρότημα έρχομαι”. Μου λέει “όλο το συγκρότημα, ε, σου λέω μόνος σου”. Ό[χι]!!! το λέω του Κατσούλα – αρμόνιο – πάμε λέει, φύγαμε. Καμπουράς μπουζούκι, Στεφανής κλαρίνο και αδερφός του Στεφανή (Στέλιος) που τότε…που από τότε έμεινε στην Αμερική […]. Και τους πήρα και πήγαμε στην Αμερική στο μαγαζί, αλλά δεν ήξερα εγώ την τιμή. Μου λέει πόσα θέλεις, του λέω θα δώκεις πεντακόσια – τη βδομάδα – στα παιδιά και χίλια εμένα. Μου λέει ’ντάξει, και μου κάνει συμβόλαιο για οχτώ μήνες και με δένει έτσι. Και ήπρεπε να του πω εγώ τρεις χιλιάδες και χίλια πεντακόσια των παιδιώ. Αλλά το μαγαζί που πήγαμε γεμίζαμε κάθε βράδυ ένα τραπεζομάντιλο χαρτούρα. Πάω τα λεφτά την άλλη μέρα στην τράπεζα την Ατραντίκ, μου λέει, [δ]ε μπορώ να τα πάρω, γιατί χορεύανε απάνω, λάσπες. Τι έπρεπε να κάμω; Λέει θα τα πλύνεις και θα τα σιδερώνεις. Τελειώναμε το πρωί, και γω ως τις δέκα η ώρα, εγώ ήπλενα δολάρια και τα σιδέρωνα.
Όταν τελείωσε το συμβόλαιό του, μετά από 8 μήνες, επέστρεψε στην Ελλάδα, ωστόσο ταξίδεψε κι άλλες φορές αργότερα στην Αμερική για δουλειά:
Εγώ έκατσα τότε τις οχτώ μηνιές και μετά ήρθα εδώ και έφευγα… Ήρθα δω, με παίρνει τηλέφωνο ο Δεσπότης, απ’ την αυτή [από την Αμερική] και μου λέει: “Κάνω ένα χορό λέει, του Αγίου Νεκταρίου, και σε θέλω να ’ρθεις στην Αμερική με το συγκρότημα σου”. Του λέω, Δέσποτά μου να ’ρθω, ’ντάξει. Μου λέει πόσα θες, του λέω για σας τίποτα, θα πληρώσετε μόνο τα εισιτήρια….“Καλά αυτά τα ξέρω, αλε-ρετούρ εισιτήρια και φαγητά και ύπνο, πόσα θέλετε”. Του λέω τίποτα, μόνο να μου βγάλεις μια κάρτα να μπαίνω στην Αμερική. Μου λέει μόνο για σένα, γιατί είναι δύσκολα. Και μου βγάζει την κάρτα και έχω κάρτα σαν τις Αμερικάνους, και πάω όποτε θέλω και φεύγω. Κατάλαβες πως πήγαινα; Και πάω στην Αμερική στου Δεσπότη το…την αυτή, και κάτσαμε έξι μήνες εκεί και τις δουλέψαμε καλά.
Προσωπική και οικογενειακή πορεία:
Η πρώτη του επαφή με τη μουσική έγινε τον καιρό που έμενε με την οικογένειά του στην Κύπρο:
Τον καιρό που πήγα να πάρω το ούτι, στην Κύπρο, το ούτι, φώναζε ο πατέρας μου “και τι θα κάνει, θα πα να γίνει οργανοπαίκτης”, και πολλά και διάφορα, και ’γω το πήρα το ούτι κι ήβαλα ένα καρφί στο κρεβάτι από πάνω και κάθε…. συνέχεια εσκωνόμουν μεσάνυχτα και έπιανα το ούτι. Τότε το πρώτο τραγούδι που έμαθα, ναι, “Άμαν, άμαν μυλωνά, κάνε μου τη χάρη” […] και μου ’λεγε – εσταμάταγα – μου ’λεγε η μάνα μου – ήταν καλή η μάνα μου στο λαιμό [στη φωνή] – μου ’λεγε ή μάνα μου, “να σ΄ αλέσω μυλωνά το σιτάρι, γιε μου πέτο”.
Ο Ηλίας Εγγλέζος έχει πάρα πολλές ιστορίες να διηγηθεί από την πολύχρονη πορεία του ως τραγουδιστής. Από τα πανηγύρια θυμάται τις φασαρίες που γίνονταν στο τέλος, όταν παίζονταν τα ζεϊμπέκικα:
Μετά τις τρεις τέσσερις [έπρεπε να προσέχεις], γιατί θα κάμαν καυγά. Άμα αρχίζαν τα πανηγύρια γινότανε καυγάς […]. Έχω δει πιστολιές, φτυαριές, μαχαιριές και μου λες εμένα για περιστατικό; Ακου ντα λέει […]. Μέσα στα μαγαζιά, ήσουνα εσύ και καθόσουνα παρέα μ’ εκείνον και εσύ έβαζες στην τσίτα εκείνον που ήταν πιο αλαφρόμυαλος και μάλωνε και χτυπιούνταν και γινούταν σκηνή αίματος κι εσύ την κοπάνησες απ’ τα ψιλά κι έφευγες.
Οι καυγάδες ξεσπούσαν για διάφορους λόγους:
Για γυναίκες εκεί που χορεύανε τώρα πατούσε τη γυναίκα, της πάταγε το μάτι ο άλλος [….]. Για παραγγελίες που και που, καμιά φορά γινότανε, γιατί έλεγε ο ένας το τάδε ζεϊμπέκικο κι έλεγε ο άλλος το άλλο ζεμπέκικο…γιατί το σταματήσετε και βγάλετε αυτό…ω Παναγία μου.
Μουσική παιδεία:
O Ηλίας Εγγλέζος δεν έχει θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Ο ίδιος λέει:
…αλλά εγώ ξέρεις γράφω [….] τώρα να μου πεις κάτι από τη ζωή σου στο γράφω, θα στο γράψω αμέσως, απταίστως, ξέρω. Απταίστως…Ένα τραγούδι, τώρα να μου πεις, πε μου τη ζωή σου μ’ αυτό το τραγούδι θα σου πω, πάρε μολύβι γράφε, γράψε ότι θες. Έγραψα προχτές… Έγραψα ένα τραγούδι προχτές: “σ΄ αγαπούσα Παναγία μ’, μα δε με καταλαβαίνεις, και αντί να σε μισήσω, μέσα στην καρδιά μου μπαίνεις”. Και έχω ρεφρέν: “είναι ο πόνος δυνατός να τυραννιέσαι, να αγαπάς και να μην αγαπιέσαι. Προσπαθώ με κάθε τρόπο να σε δω να ηρεμήσω, με αυτούς τους όρους όμως, είναι αδύνατο να ζήσω. Ούτε καρδιογράφημα δε βρίσκει την καρδιά μου, έχουν πέσει οι παλμοί μου γιατί είσαι μακριά μου”. Καλό; […] συρτό το χω […]. Το […] αυτό που έγραψα για το ΦΠΑ το ξέρεις; Βέβαια για το ΦΠΑ, “λέω ένα θλιβερό τραγούδι κι είναι δηλητήριο, χάσαμε τα χρήματα μας” – ετούτο είναι για το χρηματιστήριο – “χάσαμε τα χρήματα μας στο χρηματιστήριο”. Και έχω ρεφρέν “χάσαμε τα χρήματά μας στο χρηματιστήριο και στις φλέβες μας το αίμα τρέχει δηλητήριο”. Δούλευα σαράντα χρόνια σ όλη την Εφήλιο και έχασα τη δούλεψη μου στο χρηματιστήριο. Άλλοι δάνεια επήραν και στις μετοχές τα δώσαν και τα χάσαν μέχρι φράγκο ότι είχαν κι άλλα τόσα.[….]. Το άλλο που λέω για το… Για το ευρώ λέω…“Τώρα που ’μαστε ευρωπαίοι κι ήρθαν τα ευρώ, τα ελληνικά λεφτά μας δεν περνάνε πια εδώ, για να δούμε – ως ρεφρέν – για να δούμε, ως του χρόνου ίσως φτιάξουμε, τώρα που ’μαστε ευρωπαίοι τι πρέπει πια να αλλάξουμε. Όλους τους συνταξιούχους τους πληρώνουν με ευρώ, τσ’ ακρίβωσαν το ρεύμα, το τηλέφωνο τα ίδια και στα ύψη το νερό. Έτσι όσοι είναι στην Ευρώπη παίρνουνε πολλά λεφτά, αλλά στην Ελλάδα μέσα που και που καμιά μπουκιά”. Πως με λες Ευρωπαίο, αφού παίρνουμε εκεί 100 μεροκάματο και δω 10; Καλό;
Έγραψα… πολλά Αυτό που έγραψα “θα σκίσω το φυλλάδιο για τους ναυτικούς να μην ξαναμπαρκάρουν… γιατί είδανε τα μάτια μου χίλιες φορές το χάρο”. Και έχω ρεφρέν, “καλύτερα ψωμί κι ελιά […]”. Ετούτο… συρτό το ’χουμε, “καλύτερα ψωμί κι ελιά και να πατάω στεριά. Φεύγω από το σπίτι μου και πάω σ’ άλλες χώρες, μες τους κυκλώνες μάνα μου περνάω μαύρες ώρες, κοιτώ το ημερολόγιο κι οι μέρες δεν περνούνε, κι όλοι απ’ το σπίτι μου στα μάτια μου πετούνε”. Βαθιά λόγια, όχι…έτσι;
Μουσική μαθητεία:
Ο Ηλίας Εγγλέζος έμαθε να παίζει ούτι και να τραγουδάει δίπλα σε ένα Τούρκο, την εποχή που έμενε με την οικογένειά του στην Κύπρο, ενώ αργότερα συνέχισε τη μουσική μαθητεία με το Δημοσθένη Δασκαλάκη από τα Θυμιανά της Χίου:
Μ’ έναν Τούρκο πρώτα και ύστερα πήγα στον Δασκαλάκη που είναι στα Θυμιανά. Ζει ακόμη είναι 98 χρονών και ζει [2006]. Άκου να σου πω; Τότε τα ούτια ξέρεις τι ήταν; Ο εθνικός ύμνος της μουσικής. Το ούτι ήτανε τότε, δεν ήταν τα μπουζούκια τότε. Έμαθα το ούτι κι ύστερα το συνέχισα.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Ηλίας Εγγλέζος άρχισε από πολύ μικρός να ασχολείται με τη μουσική:
Κανονικά από 17 χρονών. Από δέκα… Όχι…. Ναι… Από 19 χρονών το ’καμνα επάγγελμα. Πως το ’καμνα επάγγελμα; Εγώ το ’χα αλά κέφι, πως τώρα πάει η νεολαία, αλλά μετά, μετά το ’καμα επάγγελμα, διότι πήγα σε ένα φίλο, πήγα σε ένα φίλο σε μια βάφτιση και μου ’πε να τόσο, και του λέω ξέρεις, εγώ λεφτά δεν παίρνω. Το πρωί, την ώρα που πήγα να φύγω, εννιά η ώρα, ω, μη φεύγεις, μου λέει. Του λέω γιατί; Α, μου λέει, περίμενε. Θα πάρεις τα λεφτά σου. Εγώ λεφτά σας είπα δεν παίρνω, δε τα δώκανε ο κόσμος, εγώ θα τα πάρω; Μου γέμισε με μία πετσέτα, λεφτά όσο έφτανε η πετσέτα και τα πήρα και πήγα στη μητέρα μου – δεν είχα παντρευτεί τότε ακόμα – και πήγα στη μητέρα μου και μετρήσαμε τα λεφτά κι ήπρεπε – είχαμε κουρείο τότε- και έπρεπε να δουλεύω έξι μήνες στο κουρείο για να πάρω αυτά τα λεφτά […].
Ο Ηλίας Εγγλέζος έχει συνεργαστεί με πολλούς μουσικούς στη Χίο αλλά και εκτός Χίου. Για τις πρώτες του συνεργασίες αναφέρει:
Με όλη τη Χίο [έπαιξα], τις καλούς ας πούμε. Τότε δούλευα με τον Ατσίγγανο τον Παναγιώτη, κλαρίνο. Ήτανε καλός. Τότε ήταν ο καλύτερος… Και τον Γιώργη τον Ατσίγγανο, μπουζούκι.
Συνεργάστηκε επίσης και με τους Γιουλμπαξιώτες, δύο αδέλφια που έπαιζαν βιολί και σαντούρι, ενώ αργότερα με το Στέφανο Νεαμονιτάκη. Για τις σταθερές συνεργασίες αναφέρει:
[…] Πρώτα ήταν τα πράγματα διαφορετικά. Πρώτα γυρεύανε εκείνονε [ένα συγκεκριμένο μεμονωμένο μουσικό / τραγουδιστή] στη δουλειά. Η παρέα, το συγκρότημα, λες έχω συγκρότημα… σου ’λεγε εντάξει, αλλά εγώ θέλω εκείνονε… και για να μη χάσει τη δουλειά […]. Να σου πω ένα πράμα, ρωτήσανε κάποιον καλό μουσικό στη Χίο, ποιοι παίζουνε το καλύτερο συγκρότημα και ξέρεις τι τους είπε; Εκείνοι που παίζουνε πάντα μαζί […]. Εκείνος τώρα, άμα τον έχω εγώ μαζί μου γιατί έχουμε δουλέψει με τον αδερφό του και με εκείνο, αλλά […] ξέρει [και] τα φυσικά μου [τις συνήθειες, τις προτιμήσεις] και [ξέρω] τα φυσικά του. Ένας άλλος τώρα που θα πάει, να μην λέμεν ονόματα, να θίξομε ονόματα, και πάει να μπει στο τραγούδι αυτόνε […], τούτος που είναι τεχνίτης θα τον εβγάλει όξω, γιατί ο άνθρωπος παίζει τη ζωή εν τάφω, ότι θέλει λέει, έτσι, έ;
Ο ίδιος δεν εντάχθηκε μόνιμα σε κάποιο συγκρότημα. Πήγαινε να δουλέψει με όποιον τον καλούσε. Έτσι έχει συνεργαστεί με πάρα πολλούς μουσικούς. Αναφέρεται σε μερικούς από αυτούς, όπως τον Γάφο, ο οποίος τώρα ζει στο γηροκομείο στα Καρδάμυλα της Χίου:
Ο Γάφος ήταν ναυτικός, εγώ τον υποστήριξα, τον πήρα και στο μαγαζί….
Επίσης έχει συνεργαστεί και με μουσικούς από άλλα νησιά:
[…] με Σαμιώτες, με Μυτιληνιούς, με πολλούς.
Από τη Μυτιλήνη θυμάται:
[…] οι Μπούρηδες, ο Γιώργης και τ’ αδέρφια του, τα τέσσερα αδέρφια… ένας Μπόρας Κώστας μπουζούκι […], Μπόρας. Όχι οι Μπούρηδες, ο Γιώργης και τ’ αδέρφια του. Ένας Κώστας Μπόρας. Κάτι… ένας που ’παιζε κιθάρα και τραγουδούσε, το Γιωργέλλι με το αρμόνιο. Καλός, Μυτιληνιός, και στην Αμερική ήρθε και με έβρηκε.
Από τις διάφορες εμπειρίες του, αναφέρει και ένα κωμικό επεισόδιο:
Έφερα [ένα…] συγκρότημα και μου μιλούσαν όλοι – βιολί, ούτι, κανονάκι – πως είναι Τούρκοι […] και τις πήρα σε μια δουλειά, σε έναν… ένα απ’ την Αγγλία, εδώ πάνω σε ένα πεύκο από κάτω, και το πρωί μου λένε, μας έσωσες ρε Ηλία, πήραμε εφτά ατόμοι μαζί, για ένα κομμάτι ψωμί. Βρε, τους λέω είστε Έλληνες ανάθεμά σας, τους λέω […]. Επειδή δουλεύανε με Τούρκο, οπότε κάναν τους Τούρκους για να… Μας πήρε τρεις ή ώρα από το μαγαζί ένας πολύ παραλής και πήγαμε σ’ ένα πεύκο […], πάνω στην Ερυθιανή και κάτσαμε πρωί – πρωί […]. Ήταν καλοί κ’ οι τρεις, και το ούτι και το κανονάκι και το βιολί.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Ο Ηλίας Εγγλέζος εργάστηκε ως μουσικός κυρίως στη Χίο:
Στη Χίο. [Δ]εν επήγαινα σε άλλα μέρη και στη Μυτιλήνη μου μιλήσανε, και τη Σάμο μου πε ο κιθαρίστας να πάω μαζί του. Εν πήγαινα εγώ μωρέ, τι λες τώρα… Μόνο στην Αθήνα που τότες καλά ήτανε.
Για πολλά χρόνια δούλευε στο μαγαζί «Μύλοι» στο Βροντάδο της Χίου:
Στην ίδια καρέκλα έκατσα ίσαμε 23 χρόνια… Οι Μύλοι είναι ένα μαγαζί νυχτερινό που δούλεψε – τώρα έχει κλείσει βέβαια – […] στο ναυτικό όμιλο δούλεψα, στο Μενίδι δούλεψα… Ε… Ύστερα πήγα στην Αμερική […].
Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:
Ο Ηλίας Εγγλέζος έχει συνεργαστεί με την εταιρία Columbia με την οποία έχει βγάλει δίσκους στην Αθήνα. Ο ίδιος αναφέρει ορισμένους στίχους:
“Θα σκίσω το φυλλάδιο, με έφαγε η λαμαρίνα, πάνε μήνες, πάνε χρόνια, αχ, που να φανείς, καράβια σιδερένια, βαριά σα φυλακή, άντε και που είναι οι ομορφιές, αυτά είναι δίσκοι δικοί μου […]”. Στην Columbia. Αααα…Πολλά χρόνια, τουλάχιστο προ τριάντα πέντε χρόνια, σαράντα.
Και συνεχίζοντας αναφέρει:
…τον καιρό που έβγαλα για τους Χιώτες ότι πάνε δυο – δυο, λέω: “Γράψανε πολλά τραγούδια για όλα τα νησιά, μα η μυροβόλος Χίος έχει άλλη ομορφιά”. Και έχω ρεφρέν: “ότι λένε για τους Χιώτες ότι πάνε δύο – δύο, μα εφοπλιστέ[ς] και πλοία βγάζει πάντοτε η Χίο”. Πως μας κοροϊδεύετε κατάλαβες; “Σαν περνάς απ’ το Αιγαίο σου χτυπά η μυρωδιά της, απ’ την όμορφη μαστίχα, τα ποτά και τα γλυκά της. Έχει όμορφο λιμάνι και πολλά αρχαία η Χίος, και την πέτρα του Ομήρου [Δασκαλόπετρα], που την είχανε σχολείο”. Και είχα βάλει έναν άλλο στίχο που τον έχουνε… έχει… τον έχουνε… εγκρίνανε τον άλλο που ’βαλα: “Και χει πάνω τον Κανάρη που ’καψε τη ναυαρχίδα και εγλίτωσε απ’ τους Τούρκους την ωραία μας πατρίδα…”. Το ’κοψε η εταιρία και ήβαλε την πέτρα του Ομήρου.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Ηλίας Εγγλέζος, η εργασία για τους μουσικούς της εποχής του ήταν πολλές φορές εξοντωτική και πολύωρη:
Ώρες; […]. Στο πιο… πανηγύρι, στο πιο εύκολο πανηγύρι ήτανε μέχρι την άλλη μέρα το απόγευμα… 26 ώρες, 27 ώρες […]. Πηγαίναμε από τις τρεις η ώρα πάνω στο χωριό… μεσημέρι τελειώναμε, 8 η ώρα το βράδυ […]. Ξέρεις τι κάνανε; [….]. Παίζανε το ίδιο συγκρότημα, εκείνοι κοιμότανε με βάρδιες κι ερχούντανε φρέσκιοι – φρέσκιοι σε οχτώ ώρες και καθίζανε και κάνανε κέφι. Μα τα όργανα ήταν τα ίδια. Θυμάμαι του Στεφανή τα χείλια μια φορά… Εσκάσανε τα χείλια του κι έτσι χτυπούσε το αίμα [….]. Καταλαβαίνεις δηλαδή, βαριές δουλειές […]. Μια φορά πήγαμε σ΄ ένα γάμο στα Καβιά, κ’ ήτανε η μέρα που ήτανε οι εκλογές και δεν είχε ταξί, που τα παίρναν όλοι οι βουλευταί, και πήραμε ένα φορτηγό, και επειδή ήτανε κακοκαιρία, βάλαμε πέτρες μεγάλες – όλο χωματόδρομος – για να μπορέσομε να μην κολλήσει στη λάσπη το αυτοκίνητο. […] Για να δουλέψεις τότε μουσικός, ήτανε τι να σου πω. Ποια είναι η πιο βαριά δουλειά που υπάρχει τώρα στην Ελλάδα, ήτανε μουσικός. Κ’ αν έμπλεκες και με κάτι λάσπες. Μια φορά με πήρε ο Κοντογιάννης με το βιολί, να πα να παίξουμε στις Τσικούνηδες. Ξημερωθήκαμε. Λέω μαστρο – Γιάννη; Μπλέξαμε. Βραδιαζούμαστε […] στο σταυροδρόμι, στην [μ]πεζίνα του Μπουλά, ήτανε καφενείο. Έλα Παναγία μου. Λέει ο ένας, για δε[ς], θα πάμε στου τάδε το σπίτι και αμαν έβγει ο ήλιος θα πάμε στ’ αλλουνού π’ έχει δροσιά. Κ’ άμα;… Δηλαδή του λέω μαστρο – Γιάννη, μηνιάτικο ήρθαμε; […]. Ήταν καλός ευρωπαϊστας ο μαστρο – Γιάννης [δηλ. έπαιζε καλά “ευρωπαϊκά”, δηλαδή ταγκό, βαλς, κ. ά.]. Κατάλαβες; Ήταν… δεν ήτανε δουλειά για να μάθεις, να δεις το παιδί σου. Η δουλειά είχε λεφτά πολλά, αλλά ήτανε κουραστικιά η δουλειά. Πολύ.
[Δ]εν υπήρχαν ενισχυτές ρε, τότε. Τώρα όλοι κακαρίζουνε. Που κακαρίζεις; Τώρα κάνεις σσσς και ρρρρρ. Τότε έπρεπε να έχεις στήθος και λαιμό. Τραγουδούσα ’κοσιοχτώ ώρες χωρίς μικρόφωνο και που, σε πλατεία, τούτος θα ξέρει… Πολλές φορές ήταν κι άλλοι. Ναι. Στον Καβιά που σου λέω το ’να συγκρότημα ήτανε εδώ και το άλλο ήτανε απέναντι στην κουζίνα […]. Τότε την πλέρωνε ο τραγουδιστής και το κλαρίνο. Ύστερα βγήκανε κάτι τζελόζο [ενισχυτές] και βάζανε απάνω τα μπουζουκάκια… Και μας σταμάτανε το βιμπρατέρ, εσταμάτανε το βιμπρατέρ και το ξεβιδώναμε και έκανα με το δάχτυλο μου κ’ ήπερνε πάλι και ακουγούντανε.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Με βάση την αφήγηση του Ηλία Εγγλέζου τα μουσικά όργανα που αγόραζαν στο παρελθόν οι μουσικοί, έρχονταν από την Αθήνα, καθώς δεν υπήρχε κάποιος κατασκευαστής στη Χίο:
Είχενε εδώ το “στρουμφάκι” στην Απλωταριά κι’ ήφερνε όλα τα όργανα απ’ την Αθήνα και τα πουλούσε… Μήπως τώρα – συγνώμη – μήπως τώρα από πού τα φέρνουνε από την Θεσσαλονίκη και απ’ την Αθήνα[…], στην Αθήνα και τώρα στη Σαλονίκη έρχουνται εδώ όλα. Τα παίρνει πέντε, τα πουλεί πενήντα.
Όπως αναφέρει, τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσαν οι μουσικοί μέχρι τη δεκαετία του 1970 περίπου, ήταν τα εξής:
Κλαρίνο, ούτι, εεε, σαντούρι, βιολί απαραίτητο… Δεν είχε τουμπιά τότε, ούτε τσαμπούνες […]. Η τζαζ [ντραμς, ή γενικότερα κρουστά] είναι σήμερα ο στύλος της μουσικής. Αμαν έχεις, τούτοι, είναι καλοί [αναφέρεται στον Γιάννη Βούκουνα που παίζει (2006) κρουστά και στον αδερφό του], δεν το λέω επειδή είναι μπροστά και τούτος και ο αδερφός του. Άμα έχεις τούτοι και παίζουνε, και τίποτα να μην ξέρεις, θα χορέψεις. Αλλά άμα, αν έχεις ένανε και [δεν είναι καλός]…
Ο Ηλίας Εγγλέζος θυμάται τις μεταβολές στα μουσικά σχήματα, μετά την εισαγωγή των νέων μουσικών οργάνων, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1970. Για την τζαζ λέει χαρακτηριστικά:
Από την Αθήνα την πρωτοβάλανε. Στα μαγαζιά της Αθήνας σιγά – σιγά, σιγά – σιγά… Εγώ, έστειλα τον Στεφανή τότε στην Αθήνα και έφερε μια τζαζ για τους Μύλους, κι έβαλε απάνω έναν και χτυπούσε κι όταν δε μπορούσε χτυπούσα εγώ ας πούμε, καταλαβαίνεις τι χτύπημα; Σωστό το τέμπο, αλλά εντάξει, και χτυπούσε όλα εντάξει. Μετά […..] δεν υπήρχε αυτό [μουσική] χωρίς τζαζ […]. Ο Χιώτης την πρωτόφερε εδώ τη τζαζ, διότι ο Χιώτης είχε και δυο κιθάρες μαζί του με τέμπα μεγάλα, ενώ πρώτα […]. Θα σου πω ένα πράμα, όταν βγήκε η τζαζ και ήμαστε χωρίς ενισχυταί, όπου πηγαίναμε δυο συγκροτήματα μαζί, δεν μπορούν να δουλέψουν, να χορέψουν οι άλλοι, διότι η τζαζ παράσυρε τις άλλοι που χορεύανε, γιατί παίζαμε συρτό εμείς κι άλλοι είχανε τσιφτετέλι. Άντε χόρεψε. Παίζει συρτό η τζαζ κι ο άλλος από κει τσιφτετέλι, χωρίς τζαζ; Να χορέψει αποκλείεται, αλλά και δυο τζαζ να ’χενε πάλι μπερδεύονταν.
Όπως ανέφερε ο Ηλίας Εγγλέζος, παλαιότερα το όργανο που έδινε το ρυθμό στα μουσικά σχήματα ήταν το λαούτο, όργανο που χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στα Βορειόχωρα:
Κατέβαιναν τ’ Αγιού Βασιλειού στα καφενεία για να πιάσουνε μια δουλειά απ’ όλα τα χωριά, με λαούτα, με κάτι κλαρίνα, με κάτι […], δηλαδή και τις είχανε τρεις – τέσσερις μέρες και τις γύριζαν τις ανθρώποι στα σπίτια και ουουου….
Σε άλλες περιπτώσεις το ρυθμό στη μουσική κρατούσε το ούτι:
Άκου να σου πω, τότε ήτανε το κλαρίνο ταρι – ταρι – τα – ταν, και έμπαινε. Αυτός ήταν ο ρυθμός. Δεν υπήρχε τώρα που κάνεις ρυθμό εσύ και μπαίνεις [….]. Και τα ούτια όλα [α]κου[μ]πανιάρανε σα λαούτο… το ούτι ήτανε ’κουπανιαμέντο. Αμ’ πως ήταν το ούτι; Για να ακουστεί πριν;
Το κλαρίνο συνόδευε τον τραγουδιστή που έλεγε αμανέδες:
Αναλόγως άμαν είχαμε κλαρίνο, του ’λεγα του κλαρίνου κάμε μου ένα σαμπά[χ]… Σαμπά τους έλεγα, σαμπά [μουσικό “δρόμο”]. Του ’λεγα κάμε μου σαμπά. Έκανε…. Έλεγα εγώ τον αμανέ, μου ’κανεν ανταπόκριση δυο νότες, ξανάμπαινα στη δεύτερη αυτή του μανέ και τελείωνε. Ξανά του ’λεγα το ταξίμι για να πούμε κ’ άλλους.
Στη Χίο επίσης υπήρχε και πάντζο το οποίο έπαιζαν κυρίως στις Οινούσσες:
Το πάντζο που σου λέω είναι στρογγυλό, έχει όλα τα πατήματα του μαντολίνου… Είναι πάντζο στρογγυλό και έχει και προβιά μπροστά. Ξέρεις. Και ακούγεται διαφορετικά, πιο ωραία.
Τοπικές δράσεις:
Ο Ηλίας Εγγλέζος συνήθιζε να πηγαίνει σε πανηγύρια, αλλά αφότου έπιασε σταθερή δουλειά σε μουσικά κέντρα μείωσε τις εμφανίσεις του:
Εεεε, πήγαινα και μετά τα κέντρα άμα ήταν κάνα καλό πανηγύρι πήγαινα, αλλά….[…].
Τα καλοκαίρια τα γλέντια γίνονταν έξω, σε πλατείες και σε αυλές, ενώ το χειμώνα μέσα στα καφενεία:
Καλοκαίρι όξω πάνω στην πλατεία….. όξω χωρίς μεγάφωνο.
Οι μουσικοί επίσης καλούνταν να παίξουν και σε άλλες γιορτές όπως σε γάμους, βαφτίσια, ονομασίες, στις απόκριες. Ο Ηλίας Εγγλέζος έχει συμμετάσχει σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις:
Βέβαια τσ’ ονομασίες όλες, ξέρεις […]. Όλα τα όργανα, δεν υπήρχε τότε αρμόνιο. Ακορντεονάκι κάπου τύχαινε, και πηγαίναμε… Ένα κλαρινάκι, ένα ακορντεονάκι και γω με το ούτι, εντάξει.
Για τους γάμους και τους αμανέδες που έφτιαχνε ο ίδιος, αναφέρει:
Πηγαίναμε σε γάμους, και στο γάμο πηγαίναμε πολλές φορές, να πάρουμε πιο πολλά, να πάρουμε τη νύφη και το γαμπρό με αμανέδες, παρά στο γάμο όλη νύχτα.… Εγώ αμέσως τους λέω. Από τι είδα το γαμπρό, τ’ είδα τη νύφη, τι δουλειά κάνει, αν έχει αδέρφια, αν έχει λεύτερα αδέρφια, να του πεις για τον αδερφό να τον πειράξεις και για την αδερφή, να του πεις για τη φιλενάδα την αρρεβωνιάρα, και ξέρω γω… Μανέδες όλα. Εκάναμε το μαρς στης νύφης που λέμε και πηγαίναμε και σταματούσαμε απ’ όξω και αρχίζει το ταξίμι για να πει μανέ.
Για έναν άλλο γάμο αναφέρει:
Πήγαμε στο […], σε ένα γάμο, είχαμε πάρει σα να παίξαμε σε δυο γάμοι, στη νύφη και [σ]το γαμπρό. Πολλά λεφτά. Την ώρα που φεύγαμε – ήταν ο συχωρεμένος ο Μιχάλης κλαρίνο, ο Νεαμονιτάκης, ο Στέργιος ο ανιψιός του και συ – την ώρα που φεύγαμε […], που θα κατήβαινε ο γαμπρός τις σκάλες για να φύγει, να φύγομε πια να τελειώσει, ήταν ένα γεράκι δίπλα μου, και του λέω τι δουλειά κάνει ο γαμπρός, μου λέει ασυρματιστής με τα βαπόρια. Του λέω κάμε ταξίμι, του Μιχάλη, βρε κατεβαίνει ο γαμπρός, κάνε ταξίμι. Κάνει ταξίμι, σταματούνε στη σκάλα, και του λέω: “κι’ άλλο τραγούδι θα σας πω, δε θέλω να πληρώσεις, σου εύχομαι το SOS ποτέ να μην το δώσεις…”. Κατάλαβες; Ε, τι να σου πω, να σου πω εκατό χιλιάδες πως ήταν αυτό το τραγούδι; [….] και όλα τα λεφτά τα τρυπημένα που τα ρίχναν ντουφεκιές στον αέρα, που τα ρίχνανε, μπαμ μπαμ, ξέρεις; Τα σκάγια τα τρυπούσαν τα χιλιάρικα, αλλά δε… η τράπεζα τα ’παιρνε.
Στους γάμους στα Βορειόχωρα [Χίου] οι μουσικοί έπρεπε να παίξουν μουσική για να χορέψει κάθε άγαμη κοπέλα του χωριού με συγγενείς, φίλους και γνωστούς:
Κοίταξε να δεις, στους γάμους στα Βορειόχωρα τι γινότανε. Είχεν 20 κορίτσια το χωριό λεύτερα. Ήταν γραμμένα με τις ώρες, θα χορέψει εκείνη 1 ώρα και στο τέλος θα τις κάνουμε τσιφτετέλια… Ήτανε 20 κορίτσια μες το χωριό και ήπρεπε να παίξεις 20 ώρες, από μια ώρα, να χορέψουν τα κορίτσια, και τα ’χανε γραμμένα, το κάθε όνομα. Και λέγανε, η τάδε θα χορέψει. Μόλις τελείωνεν η ώρα της, εβλέπαμε εμείς το ρολόι, βάζαμε τσιφτετέλι, και μετά το τσιφτετέλι παίζαμε χασαποσέρβικο, και χόρευαν και κάθιζε κάτω, και σ’κώνονταν το άλλο ζευγάρι.
Το χρόνο που αντιστοιχούσε σε κάθε κοπέλα τον αποκαλούσαν «κάβο». Όπως αναφέρει ο Ηλίας Εγγλέζος, το συγκεκριμένο έθιμο ήταν πολύ διαδεδομένο μέχρι τη δεκαετία του 1960:
Μια φορά πήγα να κάνω το ψιλό μου νερό – ύστερα από δέκα ώρες – κι έρχεται ένας και με πιάνει στα σκαλάκια στα Καβιά. Έλα ρε Εγγλέζο, μου λέει, τώρα που σηκώθηκε η κόρη μου θα κατουρήσεις; Ένα λεπτό. Δηλαδή καταλαβαίνεις τι γίνονταν; Ήθελε να μην παρεξηγηθεί, επειδή σηκώθηκε η κόρη του και έφυγα απ’ τον κάβο της κόρης του δυο λεπτά.
Υπερτοπικές δράσεις:
Ο Ηλίας Εγγλέζος έχει παίξει και στις Οινούσσες:
Πολλά χρόνια… Καλοκαίρια… Επηγαίναμε με το Μιχάλη και με το Στέργιο και τον αυτό, ολόκληρο καλοκαίρι στο… στης προκυμαίας το καφενείο (Στο Κομνηνάριο). Αλλά το Κομνηνάριο… Έλα να σου πω κύριε, το πρωί τελείωνες. [Δ]εν ήταν ταλαιπωρίες, γυρνούσα και είχε και λεφτά.[…].
Σε πολλές περιπτώσεις έτυχε να παίξει σε γάμους. Θυμάται και αναφέρει ορισμένες από αυτές, όπως έναν γάμο που έγινε σε γνωστό μαγαζί της Αθήνας στη λεωφόρο Συγγρού, τη δεκαετία του ’60:
Αυτός ήτανε κουμπάρος, ο Βασίλης, που είχε την “[Α]ντριάνα του Χειλιά”. Ο Βασίλης ο Χειλιάς […]. Και… Αυτός ο γάμος ήτανε ένα άκουσμα, διότι αυτά τα λεφτά, είχανε 180 [δραχμές] η χρυσή […], κοντά εβδομήντα χρυσές πήραμε ο ένας, εβδομήντα χρυσές τότε, έπαιρνες ένα σπίτι στη χώρα [Χίου]. Όχι πολυτελείας, αλλά σπίτι να μπεις μέσα […]. Το κατάλαβες τι ήτανε η δουλειά τότε; Και μέχρι […], θυμούμαι τότε που ήτανε ο Χειλιάς και είχε ένα πατέρα 97 χρονώ με τις σέλες [βράκες], ήτανε γονατιστός μέσ’ το σπίτι και του χτυπούσε τα παλαμάκια του και χόρευε τσιφτετέλι. Του ’χα βγάλει ένα συρτό εγώ αμέσως, και το… το λέγαμε “συρτό του Χειλά”, για το κέντρο του ας πούμε, δούλευε και ο Χιώτης τότε ο Μανόλης εκεί, για διαφήμιση, ε, και δεν εδίνανε ελληνικά λεφτά, μόνο χρυσές, κατάλαβες; Και το αποτέλεσμα. Θυμάμαι έναν να σας πω που ήτανε γονατιστός ο πατέρας του και χτύπανε παλαμάκια που χόρευε ο Χειλιάς ο Βασίλης με την κόρη του […]. Και θυμούμαι που του λέω του αυτουνού […] – τσιφτετέλια χορεύανε – και μπαίνω εγώ μέσα και του λέω ένα μανέ: “σε κέφι μπήκε ο κύρης σου και σου χτυπάει τα χέρια, το ξέρω πως ο κόρακας δεν κάνει περιστέρια”, βγάζει από το τσέπη του και μια, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε….[λίρες].
Στην Αμερική έχει πάει πολλές φορές για να δουλέψει ως μουσικός:
Αρκετές φορές. Άκου να σου πω, καθούμουνε έξι μήνες, κάθιζα έξι μήνες, έφευγα από κει, ερχόμουνα δω, δούλευα το καλοκαίρι εδώ και έφευγα πάλι το χειμώνα με συγκρότημα και πήγαινα εκεί.
Η δουλειά ωστόσο στα μαγαζιά στη Αμερική ήταν πολύ σκληρή:
[…] δε ξαναπήγα σε μαγαζί, γιατί στο μαγαζί παιδιά είναι κίνδυνος – θάνατος. Πήγαμε στο μαγαζί και την τρίτη μέρα σκοτώσανε ένα παλικάρι στη μπάρα. Ρε τι ήρθαμε εδώ και δε καθόμαστε στη Χίο που ’μαστε ήσυχοι… Οι άλλοι πίνανε και το παιδί έπεσε κάτω σκοτωμένο […]. [Η Αμερική] δεν είναι πατρίδα. Πατρίδα μόνο για λεφτά. Για τίποτ’ άλλο. Με λίγα λόγια: κάνω ύστερης συγκρότημα και πάμε τη δεύτερη φορά – όχι μ’ αυτούς, με άλλους […]. Πήρα το Μιχάλη [Νεαμονιτάκη]…[…], και παίρνω το Μήτσακα, τι τραβήξαμε, μεθύσια ο Μήτσακας…. Ο Πατζάκας.… μπουζούκι, ο Μιχάλης ο Νεαμονιτάκης κλαρίνο, ο Στέργιος τον ανιψιό του τζαζ, τέλος πάντων, και δουλεύαμε γάμοι και αρρεβώνες. Μόλις επήγαμε τη τρί… τη δεύτερη βδομάδα, είμαστε κλειστοί για τις έξι μήνες.
Ρεπερτόριο:
Η μουσική και οι σκοποί στα Βορειόχωρα και στα Νοτιόχωρα διέφεραν. Ο Ηλίας Εγγλέζος υποστηρίζει ότι στα Βορειόχωρα οι ρυθμοί είναι πολύ πιο αργοί:
Είναι από δω και πάνω [πόλη της Χίου] όποιοι σηκωθούν να χορέψουν […] είναι χορευτάδες, όποιοι χορέψουνε είναι χορευτάδες. Οι ταχύτητες πιο αργές αλλά είναι χορευτάδες και άντρες και γυναίκες. Βλέπεις τα πόδια τους και θαρρείς πως είναι και τα δυο κολλημένα. Από εδώ [και κάτω] έχει μερικοί που παίζεις συρτό και χορεύουν τη ζωή εν τάφω… Όχι όλοι, έχει κι εδώ χορευτάδες πολλοί, αλλά έχει και κάτι [χορευτές] που για να τον εβάλεις μέσα [στο σωστό χρόνο] πολεμάς να τον εσπρώχνουνε.
Παράλληλα, στα νότια χωριά της Χίου φαίνεται ότι ζητούσαν με μεγαλύτερη συχνότητα τους «ευρωπαϊκούς» σκοπούς:
Καλαμωτή… είχενε ευρωπαϊκά πού και που ε.. [….] κάνα δυο – τρία ταγκό κάναμε, κάνα ένα – δυο βαλς κανένα φοξ, αλλά η δουλειά ήτανε συρτοτσιφτετέλι και τις αυγές, ζεμπέκικα […]. Ότι θες παίζεις εσύ. Aλλά όταν αρχίσεις τα ζεϊμπέκικα είναι παραγγελίες πια.
Ο Ηλίας Εγγλέζος ανέφερε ότι υπήρχαν συγκεκριμένοι σκοποί του γάμου, όπως το λεγόμενο «μαρς της νύφης» και οι «μανέδες» που παίζονταν όταν συνόδευε η μουσική τη νύφη στην εκκλησία. Μετά την τελετή η μουσική συνέχιζε να παίζει σε μια πλατεία για να χορέψει η νύφη:
Πολίτικο, […] φερεϊ, όλα τα συρτά αυτά.
Για τα δίστιχα των γάμων [μανέδες] αναφέρει χαρακτηριστικά:
Άκου να σου πω, στο… στα τραγούδια πρέπει να ξέρεις, να έχεις ένστικτο. Για να συνθέτεις τραγούδια. Όσα… όσοι λένε στους γάμους τραγούδια τα ’χουν κλέψει από ’μένα και τα λένε, αλλά εμένα δε με πειράζει… Μανέδες. Είναι έτσι όπως στο λέω;
Τέλος, για τα έθιμα των Απόκρεων και τα προστυχοτράγουδα που τα συνόδευαν, αναφέρει:
Δηλαδή με συχωρείς τα τραγούδια αυτά που λένε προστυχοτράγουδα… Τα φτιάχναν αυτοί. Εμένα μου λέγαν να τα πω, λέω ε ντα ξέρω. Ε μπορούσα να τα λέω μπρος στις γυναίκες. Ο Γάφος τα ’λεγε καμιά φορά.
Αμοιβή:
Ο Ηλίας Εγγλέζος υποστηρίζει ότι η δουλειά του μουσικού στην εποχή του, αν και ιδιαίτερα δύσκολη, ήταν επικερδής:
Αλλά έχε υπόψη σου ότι τότε οι δουλειές ήτανε χρυσά [χρυσές λίρες…], τότε δεν υπήρχαν μεροκάματο, δεν υπήρχε.
Μιλώντας για τους γάμους ανέφερε:
Δεν πλήρωνεν ο γαμπρός τα όργανα. Δε μας σύμφερε να πληρώσει, διότι στο γάμο, στο χειρότερο γάμο, έπαιρνες μιανού… 25 μερώ, 20 μερών δούλεψη σε μια βραδιά […]. Πήγαμε σε έναν γάμο μια φορά στα Καβιά, εκεί παίζαμε τρία μερόνυχτα. Μας ήφερε ένας ταξιτζής κάτου κι είπε πως ήφερα πέντε μουσικούς πεθαμένους. Δεν άφησα ούτε αναπνοή σκέψου… και το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Πήραμε 27 χρυσές ο ένας και πέντε διακόσα [….]. Δεν υπήρχε να σου δώκει ο γαμπρός δραχμή. Τώρα πας στη δουλειά και του λες – άμα δεις και η δουλειά είναι φτωχιά – του λες άμα δε μαζέψω δυο χιλιάδες ευρώ να με συμπληρώσεις γαμπρέ […]. Άλλα χρόνια τώρα, άλλα χρόνια τότε.
Οι πληρωμές ήταν το ίδιο καλές και στα πανηγύρια:
Το πανηγύρι; Το πανηγύρι πρώτα ήτανε καλό. Εχορεύανε εκατό ζευγάρια και πληρώναν και τα εκατό ζευγάρια. Ασχέτως πως εδίνανε δίδραχμα και τάλιρα… αλλά άμαν εμάζευες εσύ διακόσια φράγκα στο χορό, ήτανε λεφτά. Μια φορά πήγαινα στο Πυργί στο πανηγύρι. Μια φορά πηγαίναμε στο Πυργί στο πανεγύρι και μαζέψαμε έναν γκαζοντενεκέ μέχρι την Παναγία δίφραγκα και φράγκα και τάλιρα […]. Τα καλύτερα μέρη από τα νότια χωριά το Πυργί, η Ελάτα πλήρωνε… Από εδώ απ’ τούτα τα χωριά ήτανε λίγα χωριά που πληρώναν. Της Βέσας το πανηγύρι πλήρωνε, του Χριστού, η Παναγιάς ήτανε το Πυργί. […] Στα Βόρεια ήτανε άλλα λεφτά… Στα Βόρεια ήτανε, αν ήταν στο πανηγύρι εδώ στα νότια 100 έπαιρνες 1000 εκεί […]. Εεεε τα δίνουνε εκεί πιο χοντρά, γιατί δεν γλεντούνε καθόλου και γλεντούνε στο πανηγύρι τους. Τα μαζεύουνε όλο το χρόνο, τα ακουμπούνε.
Μέρος της δουλειάς των μουσικών ήταν και η αξιολόγηση των διαθέσεων των γλεντιστών:
Εγώ ήξερα εσύ που ’σουνα στο πανεγύρι πόσα βαστάς και τι τραγούδι θέλεις. Αυτό το ξέρεις… Ήξερα τι τραγούδι γουστάριζε να σε πειράξω να τα πάρουμε και αν τα κρατάς […]. Γνωστοί όλοι – όλοι. Δεν ήταν ας πούμε σαν την Αθήνα που μπαίνανε όλοι μεσ’ στο μαγαζί… εκεί ήταν όλοι γνωστοί. Ήξερα ότι, ερχούνταν ας πούμε, ξέρεις εσύ, τις καλοί πελάτες, δεν ήξερες τώρα τις καλοί πελάτες εσύ, ποιος θα τα δώκει;
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ηλίας Εγγλέζος εργάστηκε ως επαγγελματίας τραγουδιστής σε μια περίοδο που οι μουσικοί απολάμβαναν μια σχετική ευημερία. Όπως ανέφερε ο ίδιος:
Στην Κατοχή παίζανε τα όργανα, και παίζανε, και είχανε μπροστά ένα αυτό, και άλλος ήριχνε σιτάρι, άλλος κουκιά… Την άλλη μέρα καθόνταν και τα διαλέγανε για να φάνε. Αυτό ήταν στην Κατοχή, εγώ ε… δεν τα πρόλαβα…
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Για άλλους μουσικούς της Χίου που γνώριζε ο Ηλίας Εγγλέζος, αναφέρει:
Σαντουριέρης, ο καλύτερος που ήταν τότε, ήταν ένας Βολισιανός, ο Τσίμπαλος… Ένας ψηλός, αδύνατος, μεγάλος άνθρωπος. Σαντούρι ήταν τότε ο Παντελής ο Φιστές από το Χαλκιό, καλός, που είχενε γράψει “ετότε μάνα μου επαντρεύουνε με την Αγγελική, που ’χει θείους κι αδέρφια στην Αμερική”. Βιολί ήτανε: – να πούμε τους καλύτερους – Ο Γιουλμπαξιώτης, ο Κοντογιάννης ο μαστρο – Γιάννης, ύστερα ο Σιδερής ο Ζεργούδης, και ύστερα ήταν της Μπίρμπας ο πατέρας. Ο μαστρο – Γιάννης, ο “κουλουρτζής”, το παρατσούκλι του… Είχε και κάτι άλλοι, απ’ τα Νένητα. Ο Λουλούδης ο Λεωνίδας καλός, κι ο αδερφός του σαντούρι.
Για τους οργανοπαίκτες κλαρίνου αναφέρει:
Ο Στεφανής ήτανε, ο Μιχάλης κλαρίνο… Ο Νεαμονιτάκης, πρώτα ξαδέρφια εεε […] για τότε που σου λέω ο Παναγιώτης ο Ατσίγγανος… αυτόν τον λέγανε Παναγιώτης Ατσίγγανος, ήτανε, γύφτος ήτανε, κι είχε παντρευτεί δικιά μας… Έχει και παιδιά πολλά. Στην Πάτρα είχε πάρει μια δικιά μας. Το λοιπόν […]. Ε, κλαρίνα ήσαν από τα κατωχώρια [Νοτιόχωρα]. Επηγαίναμε σ’ ένα πανηγύρι, επηγαίναμε τέσσερις από τη… Χίο και εβρίσκαμε επτά, εκεί χωριανούς. Εμείς ήρθαμε τέσσερις θα παίξουμε ναι, αλλά γινούτανε του καραγκιόζη το μερδικό. Το πρωί τους δίναμε όσα παίρνανε μεροκάματο στο χωριό. Πόσα παίρνετε μεροκάματο; Τόσα. Τόσα; Πάρτε τα. Κατάλαβες;
Θυμάται επίσης μουσικούς οι οποίοι έπαιζαν ούτι:
Είχενε πολλούς τότε ούτια…. Ούτια ήτανε τότε ο Δασκαλάκης [από τα Θυμιανά], ήτανε ένας Καράς από τα Θυμιανά… Ήτανε το “Νε Ολούρ” [προσωνύμιο], που δε μπορούσαμε ’μεις να πάμε κοντά του κανένας […]. Ο “Νε Ολούρ” [Μικρασιάτης πρόσφυγας] – μαστρο – Γιάννης τον ελέγανε – αλλά το “Νε Ολούρ” ήτανε μεγάλος άνθρωπος και ήτανε μπεκρής. Έπαιζε ένα όργανο θαρρείς και ήτανε πιάνο, αλλά μέθαγε και σου ’λεγε παίξε και συ, εγώ παίζω τριάντα χρόνια. Κατάλαβες, αυτό ήτανε […] αυτός το ’βγαλε το Νε Ολούρ [τραγούδι που μετέφεραν οι πρόσφυγες]. […] Ακόμα το λένε στην Αιγνούσα… Είναι σαν απτάλικο. […] Το λοιπόν με λίγα λόγια […]. Που να σου λέω τώρα ούτια, πφφφ… Ούτια ήτανε πολλοί.
Για κάποιους μουσικούς από τις Οινούσσες αναφέρει:
Εκεί έπαιζε… Εκεί έπαιζε ένα βιολί, ο… – πως τον λέγανε μωρέ – του Θοδωρή [Ντούσλατζη] ο πάππους λαούτο […]. Έπαιζε βιολί… στάσου να θυμηθώ τ’ όνομά του, ναι βιολί, έπαιζε… Το λοιπόν, έπαιζεν ένα ούτι πάλι ένας… ήταν η γυναίκα του από δω και έπαιζε και ένα πάντζο… Ένα πάντζο – και στους γάμους το πάντζο ρε – καλό. Αυτοί οι τέσσερις ήτανε γνωστοί απ’ τους Χιώτες… ύστερα βγήκε ο Θοδωρής ο… ο εγγονός του, ο Ντούσλατζης καλό μπουζούκι, καλός… υτός είναι μικρός, είναι πενήντα χρονώ [το 2006]. Καλό μπουζούκι, άμα σου πω. Καλό. Κιθάρα, βιολί έπιανε; Έπαιζε. Αλλά τι να το κάμεις, με το ζόρι ήταν. Έτσι; Για λάθος είμαι; […] Του ’λεγα ρε συ Θοδωρή, δε βλέπεις τα λεφτά ρε μπροστά σου, ρε συ, έχεις οικογένεια, ρε σηκ’ απάνου. Α, μου λέει εγώ θα πιω τα ούζα μου και ύστερα.
Άλλοι καλοί μουσικοί σύμφωνα με τον Ηλία Εγγλέζο ήταν οι:
[…] Βονιμούσης [Κώστας]… καλός. […] Ααα, ήταν και ο Καραούζος τότε, μπουζούκι καλό. Σας λέω τώρα τα μπουζούκια. Τραγούδια ήτανε πολύ λίγα. Οι Πατσάδες κάναν τότε τραγουδιστέ[ς]…. […]… Οι Αμπελιώτες, ο Μανόλης και ο Μιχάλης.
Ο Ηλίας Εγγλέζος είχε συνεργαστεί και με αρκετές τραγουδίστριες της εποχής, οι οποίες έρχονταν κυρίως από την Αθήνα:
Ε!! Τότε που ’ρχούνταν κάτου στο μαγαζί που δούλευα, στις είκοσι που μας στέλνανε οι τρεις θα τραγουδούσαν, οι δεκαεφτά ήτανε κονσομετρίς… Ήρθενε η Μαρινέλα, όχι η Μαρινέλα του Καζαντζίδη, μια άλλη, ήταν πολύ καλή και την ήβρα και στην Αμερική… Κ’ η Βάνα βγήκε καλή τότε. Η Βάνα ήτανε καλή. Ε.. πολλές που να τις θυμάσαι. Δούλεψα με χίλιες γυναίκες […]. Ξένες, Χιώτισσα εν είχαμε καμιά. Καμιά Χιώτισσα.
Κοινωνική θέση των μουσικών:
Όπως αναφέρει ο Ηλίας Εγγλέζος, το επάγγελμα του μουσικού, ήταν πολύ σκληρό στην εποχή του:
Τώρα εχτιμούν τους μουσικούς. Τότε δε σε πήγαινε για τίποτα. Σ’ έβριζεν κιόλας. Μια φορά πήγαμεν σε ένα γάμο […] και είπαμε την άλλη μέρα το απόγιομα να φύγομε και έβγαλε ένας κάτι μαχαίρες απάνω στο τραπέζι. Και λέει όποιος μπορεί ας φύγει. Κ’ ήταν Καθαρή Δευτέρα που ξημέρωνε και ήθελε να πάμε στη […] που ’χαμε κλείσει στο πανεγύρι. Ξέρεις ήταν Καθαρή. Και ευτυχώς που μαλώσανε το συμπεθεριό μαζί και χτυπιούνταν στο ξύλο και φύγαμε απ΄τα χωράφια. Δε ξέρετε τι τραβούσαμε τότε. Τώρα μου λένε μουσικοί, τώρα είναι το καλύτερο επάγγελμα.
Επήγα μια φορά στα Μεστά, πάμε στο πανηγύρι στα Μεστά, δυο συγκροτήματα, είχαμε μια άσπρη γραμμή τόσηνε φαρδιά, και εγώ έκατσα κανονικά στην καρέκλα, μπροστά. Να κάτσουν τα όργανα. Έρχεται ο καφετζής μου λέει Εγγλέζο είσαι μέσα στο… τράβηξ’ την καρέκλα σου, θα ’ναι στα μισά η καρέκλα σου από δω και τα μισά από κει, είναι αλλουνού καφενείο. Λέω καλά. Ήταν ο Κουκάς ο Γιάννης ταξιτζής, του λέω μη φύγεις περίμενε. Του λέω γιατί είναι η καρέκλα… Λέει ναι, ναι η μισή καρέκλα θα παρθεί από δω και η μισή από κει. Του λέω περίμενε, φώναζαν ο Στεφανής, μπαίνουμε στ’ αυτοκίνητο. Λέω περίμενε. [Δ]εν το περίμενε πως θα φύγω, κατάλαβες; Αι στο διάολο, θα μου πεις η καρέκλα είναι δυο πόντοι ολόκληρο λιβάδι και… Έτσι εν είναι; Χωριάτικα πράματα, κατάλαβες; Άλλα χρόνια ήτανε τότε. Τώρα πάει ο μουσικός, τον εχτιμάει και άμα του πει και τίποτα, του λέει άμα είναι να τα μαζέψω να φύγω. Έτσι δεν είναι; Εκεί ήμαστεν αιχμάλωτοι άμα πηγαίναμε στη δουλειά. Γι΄ αυτό σου λέω να μάθουν τα παιδιά μου όργανο. Θα μπόρηγα να βγάλω και τους γιους μου τους μεγάλους, όργανο και τους δυο, και να χω συγκρότημα δικό μου. Μακριά, να κάψω τα παιδιά. Και τώρα ο Στέργιος ήβγαλε και δικό του τραγουδιστή. Α πα, να βγάλω δικό μου τραγουδιστή. […] Είσαι μες τη δουλειά χρόνια και α πα να βγάλω το παιδί μου τραγουδιστή. Και ε ντο πάω στο μπουρδέλο πιο καλά κατευτείαν που θα τον πάω τραγουδιστή; […] Να μην έχεις, να πεινάς το ψωμί, να υστερείς εντάξει [….]. Έχουν αλλάξει, είπαμε ότι τώρα είναι διαφορετικά. Δηλαδή ο μουσικός έχει εκτίμηση, δεν κουράζεται, δεν ταλαιπωρείται, πα σε μια δουλειά και γεμίζει την τσέπη του, μηνιάτικο παίρνει. Ενώ πρώτα για να πάρουμε μηνιάτικο στις δουλειές ήτανε δύσκολο. Σου ρίχναν και τα φραγκοδίφραγκα κι αν την ήτρωγες στο κεφάλι, σου κάμαν και καρούμπαλα από μακριά. […] Μπάπ, στις μουσικοί, θαρρείς που ’ναι σκύλος. Τώρα άμα του κάμει τουτουνού τέτοια δουλειά θα τα μαζέψει θα φύγει, θα τους αφήκει μες στη μέση στο λιβάδι. Το κατάλαβες, να τι είναι τώρα, με τότε.
Πήγα μια φορά στις Κηπουριές, όχι στη Σπαρτούντα. Για να καταλάβετε σε τι αξία είχανε τους μουσικούς, παίζαμε τρία συγκροτήματα… Στου φονιά ένα, στον πλάτανο το άλλο, και το άλλο μες στο δρόμο. Άμαν ετελειώσαμε, “παιδιά που θα κοιμηθούμε;” Λέει να πάτε στο σχολειό. Εν ηξέραμε και ’μεις. Ετελειώσαμε και τα τρία συγκροτήματα πήγαμε στο σχολειό. Το σχολείο που μας είπαν, εν είχε ούτε θρανίο, ούτε τραπέζι, τίποτε. Ένα ντιβανάκι εκοιμούνταν ένας παπάς μέσα… Παπάς, αλλά μεγάλος άνθρωπος, ήταν και κουφός. Το λοιπόν εγώ είχα ένα φακουδάκι στυλό και ήβλεπα. Κοιτάω, τι να δω; Τέσσερα δαχτύλια η σκόνη. Που να κάτσεις; Που να κάτσεις κάτου, πουθενά δεν είχε κάθισμα. Αχ, λέω με γελάσαν δε ξαναπ… δεν ξαναπήγα, αυτή ήταν η πρώτη φορά […].
Το ξέρεις ότι στην […] που τραγουδούσε ένας τραγουδιστής, το πρωί εξέρασε αίμα, σκάσανε οι πνέμονες του και πέθανε; Αμέ. Ήταν άλλα πράματα τότε. Τώρα είναι… Τώρα πας στη δουλειά και λές να φύγομεν, ακόμη εν εκάτσανε.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα σκοπών, μουσικών, τραγουδιών, χορών του τόπου:
Αναφερόμενος στα παραδοσιακά τραγούδια της Χίου ο Ηλίας Εγγλέζος λέει:
Χιώτικα ήταν “Η δασκάλα”, ήτανε “Στην Αγιά Μαρκέλλα μες τον ποταμό”, “Της Ωριάς το κάστρο”, “Τι σε μέλει εσένανε”, “Άμαν μυλωνά κάνε μου τη χάρη”, το μυλωνά εν τον εξέρετε κανένας όπως είναι σωστά. “Άμαν άμαν μυλωνά….”, που λέει, “… κάνε μου τη χάρη, άλεσε μου να χαρείς το σιτάρι”. Έτσι δυο στιχάκια λένε και εν εξέρουν τ’ άλλο: “… να στ’ αλέσω δε μπορώ, κούκλα μου να σε χαρώ”. Έτσι; “τρίβε – τρίβε χάλασε το λιθάρι”. Έτσι “άλεσε μου μυλωνά…”, κάνε στην κορόνα, “άλεσε μου μυλωνά και ’χω στο χωριό δουλειά. Τα παιδιά μου νηστικά, είναι ορφανά”. Δηλαδή πράματα που εν τα λένε στο Μυλωνά. Να σου πω εγώ το Μυλωνά πως είναι, έχει πολλά. Κατάλαβες; “Κρεώσαν τα πουλιά δε τα ’βγαλες σωστά”, “Της Αττάλειας τα νερά”. Πολλά.
Επιρροές προσφύγων ή μεταναστών από άλλες περιοχές στα μουσικά δρώμενα:
Πολλά από τα τραγούδια είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία, από τους πρόσφυγες:
Ελέγαμε, έλεγε η μάνα μου κάτι ωραία πράματα τούρκικα. Όπως ο Καζαντζίδης, που του κάμαν και δικαστήριο τότε για το “νινανάι” και πήγε στο δικαστήριο και αθωώθηκε. Η μάνα μου ήτανε μικρασιάτισα, τραγουδούσε το “νινανάι”, το ’κουσα ’γω και μου ’δωσε, το ’μαθα και το πέρασα. Εκείνος ήταν κλεμμένο το “νινανάι”, δεν ήταν απ’ τη μάνα του, αλλά το δικαστήριο την πάτησε και τον αθώωσε […]. Ο Αλής που δούλεψα μαζί του – ο Τούρκος – στις Μύλους, ήρθε για να κάμει δικαστήριο του Καζαντζίδη, του λέω μη τρέχεις ρε, [τι] θα πας να κάμεις…