Γιαννής Στρατής
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Μανταμάδος, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1935
Ιδιότητα:
Ο Στρατής Γιαννής έπαιζε επαγγελματικά κιθάρα και τραγουδούσε από το 1952 μέχρι το 1973, οπότε μετανάστευσε στην Αμερική.
Γονείς:
Οι γονείς του Γιαννή Στρατή κατάγονται από το Μανταμάδο. Ο πατέρας του ήταν ακτήμονας αγρότης και απασχολούνταν στην ελαιοκαλλιέργεια σε κτήματα Μανταμαδιωτών ιδιοκτητών. Ο παππούς του καταγόταν από τα Ψαρά. Ο Γιαννής Στρατής αναφέρει για την καταγωγή του:
Η ράτσα του παππού λέγιτι Ψαρός. Βαστά απ’ τα Ψαρά. Μάλιστα, ένας Εμμανουήλ πειρατής ήταν ξάδερφος τ’ παππού μ’… Ο παππούς ήταν εδώ πέρα. Ήταν μάλλον μεγάλ’ οικουγένεια.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Γιαννής Στρατής είναι έγγαμος με παιδιά και εγγόνια. Παντρεύτηκε το 1967. Η σύζυγός του κατάγεται από το Πλωμάρι και τη γνώρισε με συνοικέσιο.
Για την επαγγελματική ενασχόληση του παππού του και του πατέρα του ο Γιαννής Στρατής αναφέρει:
Στον Άγιο Στέφανο είχαμι κτήμα τ’ παππού μου που ήταν βαρκάρ’ς. Έκανε μεταφορές πριν του ’22. Είχι βαρκούλα μιγάλ’ – μιγάλ’ κι έκανι οικουγένειες, πάγηνι κι έφιρνι απ’ τ’ Αϊβαλί στου Παλιό.(Ο Άγιος Στέφανος και ο Παλιός είναι παραλιακές τοποθεσίες της περιφέρειας Μανταμάδου, στην Ανατολική ακτή της Λέσβου). Ου πατέρας μ’ ήταν ένας μεροκαματιάρ’ς, τότις κι τώρα του μιρουκάματου είνι κι μιρουφάγατου που λέν’. Τότις ήπριπι να έχ’ς κι μέσουν να δουλέψ’ς. Ήταν 3.000 κάτοίκ’ κι εδώ πέρα η περιουσία είνι ίδια σήμερα.
Ο Γιαννής Στρατής έχει μια αδερφή η οποία παντρεύτηκε στο Αγρίνιο της Αιτωλοακαρνανίας
..Πήγα στν’ Αιτολωακαρνανία γιατί έκανα γαμπρό από κει, απ’ τ’ Αγρίνιο απού πάνου εκει πέρα.
Κάποια μέλη της οικογένειας του Γιαννή Στρατή μετανάστευσαν τη δεκαετία του 1910 στην Αμερική:
Και στην Αμερική ανταμώσαν δυο ξαδέρφια, παλιοί, που φύγαν απ’ του ’22. Απ’ του ’12 ο ένας μπάρμπας μου μι τουν πατέρα τ’ παγαίναν στου Αϊβαλί κι κ’βανούσαν κόσμου. Του ’15 που έγινι η πρώτη καταστρουφή, ου μπάρμπας ‘ιμ επειδής τραγουδούσι καλά, κι ήξιρι κι τα Αϊβαλιώτ’κα, πέρασι στ’ Αμερικάν’κου του βαπόρ’ κι αυτός σα πρόσφυγας, κι πήγι στν’ Αμερική στου Μπόστουν. Κι πήρι μια θεία μ’, κι εκεί πέρα ανταμώσαν δυο ξαδέρφια, που ήταν απ’ τα Ψαρά.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Ο Γιαννής Στρατής, μόλις έλαβε το απολυτήριο του Δημοτικού σχολείου πήγε σε έναν έμπειρο τσαγκάρη του Μανταμάδου για να μάθει την τέχνη του υποδηματοποιού. Συνέχισε να εργάζεται έξι χρόνια κοντά στον ίδιο τσαγκάρη, μέχρι να καταφέρει να ανοίξει δικό του υποδηματοποιείο. Παράλληλα με την μαθητεία του στην τέχνη του υποδηματοποιού, σε ηλικία 16 ετών, ξεκίνησε να μαθαίνει κιθάρα με τον μουσικό Κουτζανίδη από τον Μανταμάδο, για βιοποριστικούς κυρίως λόγους.
Του 1947, όταν τέλειωσα το σχολειό, στα 12 τα χρόνια, τελειώσαμε το σχολειό τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο πήγα στο τσαγκαράδικο. […] Ήμνα κι ανάπηρος, λοιπόν δεν ήμνα για τα κτήματα. Τότις τα επαγγέλματα που μπορούσες να πας ήταν τσαγκάρ’ς, ράφτης, κουρέας, μαραγκός, δεν είχι πουλλή δουλειά. Κάθισα έξι χρόνια (εννοεί στο τσαγκάρη που του μάθαινε την τέχνη του υποδηματοποιού). Κι ήβγα ύστιρα στου επάγγελμα του μουσικού. Εν τω μεταξύ δεν μπορούσα να ανοίξω και μαγαζί. Γιατί το μαγαζί ήθιλι κι συρμαγιά. Τότις δούλιυι κι ου βιρισές. Έπρεπε να έρθ’, να κάν’ […]. Του αφεντικό που έκανι τα παπούτσια για τ’ς κουπιλιές που πηγαίναν στ’ς ιλιές, είχι δουλειά βέβαια πιο πουλλή, άλλα ήπριπι να σι πληρώσ’ όπουτι πούλα του λάδ’. Του λάδ’ εν τω μεταξύ πότι του πούλα; Τουν Αύγουστου μπουρεί να περίμενες να σι πληρώσ’. Έπριπι να έχ’ς συρμαγιές να δουλέψεις. Εγώ ύστιρα του παράτ’σα του τσαγκαράδ’κου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, για κάποιο χρονικό διάστημα, ο Γιαννής Στρατής είχε περίπτερο πώλησης τσιγάρων στην αγορά του Μανταμάδου. Για να μην διακόψει την επαγγελματική του ενασχόληση με τη μουσική, ο πατέρας του τον αντικαθιστούσε στο περίπτερο τα Σαββατοκύριακα.
Δε μπουρούσα να ασχοληθώ πουλύ μι του […]. Μετά του ’60, άρχισα ένα πιρίπτιρου, πουλούσαμι […]. Είνι πουλλή ιστουρία η δική μ’. Ήταν η πατέρας μ’, τουν άφηνα του Σαββατοκύριακο. Πάγαινα εγώ στη μουσική. Γιατί κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίναμε τότε, δεν καθόμασταν. Για θα πάμι στου γάμου στη Στύψ’, για θα πάμι στη Πελόπ’ στου γάμου, για στη Κάπ’ στου γάμου, άμα έπαιζα μι του Κυριάκογλου, τότι που συνεργαστήκαμε. Πηγαίναμι παντού που λες, κι τα παράτησα ύστερα. Έφυγε ο αδερφός μ’, είχα έναν αδερφό ο οποίος έγινι στρατεύσιμους. Έφυγι στου στρατό, ιγώ μι ντου γέρου δε μπουρούσαμι, γιατί άμα έφιυγα, βρίσκαμι δικάρις, βρίσκαμι[….] παλιά Τούρκικα, ντου γιλούσαν ντου γέρου.
Το 1961 άνοιξε ένα τσαγκαράδικο στο Μανταμάδο, το οποίο διατήρησε μέχρι το 1973, οπότε μετανάστευσε στην Αμερική, κοντά στον αδελφό του που είχε εγκατασταθεί εκεί από το 1967. Την περίοδο αυτή, παράλληλα με την καθημερινή δουλειά του στο υποδηματοποιείο, εργαζόταν επαγγελματικά ως μουσικός, κυρίως τα Σαββατοκύριακα.
Του αγόρασα κι του έκανα του μαγαζί τούτου. Δούλευα ντ’ μουσική τα Σαββατουκύριακα κι τις άλλες μέρες καθόμουνα σα καλή ώρα τώρα. …Τότις που άνοιξα του τσαγκαράδικο τούτο ιδώ είχε άλλα 17. Και γω του άνοιξα του τσαγκαράδικο για τα φόντια. Οι άλλοι τσαγκάρηδες μας τα δίναν, του κόβαν του παπούτσ’ τ’ απάνω, τα φόντια κι ιγώ τα ‘ραβα. ‘Κάτσα τρεις μήνες κι μ’ έμαθι κάποιους σντ’ Μυτιλήν’ κι ήρθα εδώ πέρα κι έκανα εμ τα φόντια, εμ του τσαγκαράδικου. Πήγι αυτό μέχρι του 1973. Φύγαν ούλ’ οι τσαγκάρ’δις, όλ’ μεταναστεύσαν. Απόμ’να μόνος μου μέχρι του ’73. Η δουλειά ήταν έτσ’. Δεν είχι. Εν τω μεταξύ ου αδερφός μ’ που δουλεύαμι μαζί είχι φύγ’ του ’67 σντ’ Αμερική. (Η τέχνη του υποδηματοποιού παρήκμασε, επειδή δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τη βιομηχανική παραγωγή υποδημάτων. Τα βιομηχανικά κατασκευασμένα υποδήματα άρχισαν να εισρέουν στην επαρχία στα τέλη της δεκαετίας του 1960).
Το 1973, ο Στρατής Γιαννής μετανάστευσε στην Αμερική, όπου διέμεινε μέχρι το 1981. Η επαγγελματική του δραστηριότητα την περίοδο αυτή ήταν σε εργοστάσιο κατασκευής υποδημάτων.
Το ’73 μέχρι τις 29 Νοεμβρίου ήμ’να εδώ. Δούλευα. Δευτέρα στις 3 του μηνός φτάσαμι στου Μπόστουν, απού κει πήγαμι, μι πήρι ου αδερφός μου, σε ένα μέρος, […] σε μια πολιτεία. Ύστιρα ’πιάσα δουλειά, στα φόντια σε εργοστάσιο, σε τσαγκαράδικο. Δευτέρα πήγα, την άλλη Δευτέρα ’πιάσα δουλειά κι βάσταξι μέχρι τουν Αύγουστου του 1981. […] Στην Αμερική δεν ασχολήθηκα με την μουσική. Υπήρχαν μουσικοί. Εγώ όμως στην πολιτεία που ήμουν, είχε λίγ’ Έλληνες. Ήταν καμιά 25αριά οικουγένειες, οι ουποίες ήταν παλιές οικουγένειες.
Τον Αύγουστο του 1981 ο Γιαννής Στρατής παλιννόστησε στο Μανταμάδο, και άνοιξε ξανά το υποδηματοποιείο του. Μετά την επάνοδο του από την Αμερική διάφοροι οικογενειακοί λόγοι, καθώς και προβλήματα υγείας δεν επέτρεψαν την επαγγελματική του ενασχόληση με την μουσική
(Από τότε ξαναπαίξατε;) Όχι. Ο πατέρας μ’ μάλιστα μ’ λέγ, τότις μόλις ήρθα κι δεν μπουρούσα να κάνου τίπουτα. Ήταν ο πατέρας μ’ πιθαμένους, ύστιρα δε του αισθάνθ’κα καλά να ξαναρχίσου. Ήταν σφάλμα μου γιατί μπορεί να άρχιζα κι να ήμ’να πιο καλύτερα. Αλλά μπορεί και χειρότερα, γιατί όταν πήγα στου […], γιατί με τα τσιγάρα που κάπνιζα, δεν κάπνιζα και πάρα πολλά. Γιατί άρχισα απ’ τα 25 τα χρόνια κι ύστερα, όταν πήγα στα τσιγάρα και πουλούσα. Κι άμα πήγα να κάνου ντ’ καρδιά, γιατί έκανα εγχείρηση, μ’ λέγαν δε κάπνιζεις τσιγάρα; Κι άμα είπα του επάγγελμα σ’ ένα γιατρό στου Ιπποκράτειο, μ’ λέγ’: «Ισύ καπνίζ’ς ουλνούν τα τσιγάρα». Κι από τότις άμα πάγινεις στα κουτούκια, σι κάτ’ χαμηλά μαγαζιά, απ’ του τσιγάρου […], μόνου που ισύ τραγουδούσες ήπιρνες όλου του τσιγάρου αυτουνούν.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Από το 1935 μέχρι το Δεκέμβριο του 1973 ο Στρατής Γιαννής έμενε μόνιμα στον Μανταμάδο, με εξαίρεση κάποιο χρονικό διάστημα, που πήγε στη Μυτιλήνη για να μάθει να κατασκευάζει τα φόντια των υποδημάτων, δηλαδή το επάνω τμήμα του υποδήματος που απαιτούσε ειδική επεξεργασία.
Μέχρι του ’60 του τσαγκαράδ’κου του ήξιρα, αλλά δεν ήξιρα τούτα τα αυτά, τα φόντια που ράβουμι. Ου αδερφός μ’ ήξιρι τα φόντια, είχι αγουράσ’ τ’ μηχανή κι δούλιυι μ’ έναν τσαγκάρ’ άλλουν. Πήγα στ’ν Μυτιλήν’ κι έμαθα τούτη ντ’ δουλειά, τα φόντια κι άνοιξα του μαγαζί τούτου, του 1961.
Από το 1973 μέχρι το 1981, ο Γιαννής Στρατής έζησε και εργάστηκε στην Αμερική. Για την μετανάστευσή του ο ίδιος αναφέρει:
Το ’73 μέχρι τις 29 Νοεμβρίου ήμ’να εδώ. Δούλευα. Τέτοια ώρα ήρθε ένα τηλεγράφημα ότι έπρεπε να φύγω στις 3 του μηνός κι τα παρατήσαμι κι στις 30, φύγαμι απού δω. Κυριακή φύγαμι απού δω. Δευτέρα στις 3 του μηνός φτάσαμι στου Μπόστουν, από κει πήγαμι, μι πήρι ου αδερφός μου σε ένα μέρος, σε μια πολιτεία. Ύστιρα ‘πιάσα δουλειά στα φόντια σε εργοστάσιο, σε τσαγκαράδικο. Δευτέρα πήγα, την άλλη Δευτέρα ’πιάσα δουλειά κι βάσταξι μέχρι τουν Αύγουστο του 1981.
Προσωπική και οικογειακή πορεία:
Οι κοινωνικο – οικονομικές συνθήκες μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, φαίνεται ότι επέδρασαν καθοριστικά στη διαμόρφωση των επαγγελματικών επιλογών του Γιαννή
Στρατή. Η ανάγκη ανανέωσης των μελών που συγκροτούσαν τις κομπανίες προπολεμικά, τον ώθησε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική:
Με πήραν κάτι παλιοί μουσικοί, χρειαζόταν νεαροί, ήταν δυο συγκροτήματα εδώ πέρα, μετά τον πόλεμο γυρεύαν να ανανεώσιν. Οι παλιοί οι μουσικοί πεθάναν οι πολλοί απ’ τη πείνα, κι θέλαν ανανέωση την οποία κάναν μι όποιον βρίσκαν για να γίνιτι η δουλειά τους.
Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:
Ο Γιαννής Στρατής είναι απόφοιτος της δημοτικής εκπαίδευσης
Του 1947, όταν τέλειωσα το σχολειό, στα 12 τα χρόνια, τελειώσαμε το σχολειό τον Ιούνιο, τον Σεπτέμβριο πήγα στο τσαγκαράδικο. […] Ήμνα κι ανάπηρος, λοιπόν δεν ήμνα για τα κτήματα. […] Τότις τα επαγγέλματα που μπορούσες να πας ήταν τσαγκάρ’ς, ράφτης, κουρέας, μαραγκός, δεν είχι πουλλή δουλειά. Στου ράφτ’ κι στου τσαγκάρ’ ήπριπει να έχ’ς μέσουν. Σχουλειό δεν πάγηνι κανένας, έπρεπε να πας να πληρών’ς στου Γυμνάσιου.
Μουσική παιδεία:
Ο Στρατής Γιαννής είναι πρακτικός οργανοπαίχτης. Κατά την διάρκεια της εκπαίδευσής του, όπως ο ίδιος αναφέρει, δεν έλαβε θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Τους σκοπούς τους μάθαινε από τους δίσκους ή από άλλους μουσικούς, «με το αυτί».
Ήρχουνταν ου δίσκους, πλάκα ντ’ λέγαμι. Τα γραμμόφωνα με τα χωνιά, κι ντ’ πέρναμι, ιγώ είχα ένα, ύστερα που έφυγα για ντν’ Αμερική, τί έγινι[…]. Είχα κι ντ’ παίρναμι εκεί περα ντ’ πλάκα κι ντν’ ακούγαμι δυο, τρείς φουρές, κι ντ’ παίρναν οι μαέστρ’ εκεί πέρα, κι άλλους ντν’ έγραφι μι νότις άλλους ντν’ ήπιρνι μι του αυτί, κι ντν’ παίρναμι κι ντ’ παίζαμι… Εμείς ντν’ ήπιρνι μι του αυτί.
Μουσική μαθητεία:
Η ενασχόληση του Στρατή Γιαννή με τη μουσική ξεκίνησε ύστερα από προσωπική του επιθυμία, ενώ οι οικονομικές απολαβές αποτέλεσαν κίνητρο για τον ίδιο:
Την μουσική την ξεκίνησα γιατί μ’ άρισι. Ε, ήταν που ήβγαζα κι δέκα δραχμές απού κει πέρα.
Ο Γιαννής Στρατής διδάχτηκε κιθάρα, σε ηλικία 16 ετών, από τον συντοπίτη του μουσικό Κουτζανίδη. Ο χρόνος εκπαίδευσής του διήρκησε 2 μήνες:
Με κιθάρα άρχισα. Άρχισα τη μουσική απ’ του ’52, στα 16 τα χρόνια… Βέβαια τότι δεν ήταν να μαθαίνουμε νότες. Με πήραν κάτι παλιοί μουσικοί (μέλη της οικογένειας Κουτζανίδη), χρειαζόταν νεαροί, ήταν δυό συγκροτήματα εδώ πέρα, μετά τον πόλεμο γυρεύαν να ανανεώσιν… Ούτι νότις δε μας μάθαν καθόλ’. Πήραμι μια κιθάρα, μας μάθαν του Σολ ματζόρε κι του Ντο ματζόρε κι του ρε μινόρε, τα σέτιμα κι τα, τετάρτις εκεί πέρα, για να μπουρείς να δ’λέψ’ και δούλιυι τ’ αυτί σου μονάχα, για να είσι μουσικός, τσι ήβγηνις στ’ πιάτσα… Ιγώ μι τσ’ Κουτζανίδις έμαθα. Αυτοί μι βουηθήσαν εκεί πέρα… Ήταν τόσο μικρός ο καιρός μέχρι να βγω στου πάλκου: Δυό μήνες! Αλλ’ όχ’ ότι ήξιρα να μπω, σιγά σιγά, ύστιρα μι του τραγούδ’, γιατί όπως τώρα βγαίν’ οι τραγουδισταί κι παίζν’, ιγώ βαστούσα την κιθάρα κι βαστούσα κι τα ακουπανιμέντα. Του αυτί μουνάχα δούλιυι, τίπουτα άλλου.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Γιαννής Στρατής έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε από το 1952 μέχρι το 1973, οπότε μετανάστευσε στην Αμερική. Στο διάστημα αυτό συνεργάστηκε μόνο με μουσικούς από τον Μανταμάδο και την Κάπη. Η πρώτη του συνεργασία ήταν με την Μανταμαδιώτικη κομπανία της οικογένειας Κουτζανίδη:
Ιγώ ξεκίνησα μι τσ’ Κουτζανίδις. Αυτοί μι βουηθήσαν εκεί πέρα… Ήταν κάποιος Κουτζανίδης, ήταν μια οικουγένεια που ήταν απ’ τσ’ αρχαίοι αυτοί. Ήταν ο γέρος ο Κουτζανίδης, έπιζι τρόμπα. Ου γιος του ο μεγάλος έπιζι τρουμπόν’, ο πιο μικρός ο γιος του έπιζι τρόμπα πάλι τ’ πατέρα, γιατί ο γέρος ο πατέρας άρχισι να τ’ παρατεί.
Περιστασιακά, μόνο, συνεργαζόταν με τις άλλες δύο κομπανίες του Μανταμάδου, της οικογένειας Βουγιούκα και της οικογένειας Γιάννου:
- Οικογένεια Γιάννου. Μανταμαδιώτικη οικογένεια μουσικών με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Έπαιζαν στην ευρύτερη περιφέρεια του Μανταμάδου μέχρι και τη δεκαετία του 1960.
Ου Γιάννος, μια άλλ’ πάλι οικουγένεια ήταν. Οι παλιοί είχαν πεθάν’ μέσα στην πείνα (επί Γερμανικής κατοχής). Ου πατέρας έπιζι βιουλί κι ου γιός έπιζι βιουλί, ήταν ένας άλλους Γιάννους πάλι που έπαιζε κλαρίνο… Ο πατέρας τους έπαιζε κλαρίνο. Μετά έπαιζε ο γιός το βιολί και κλαρίνο και βιολί, μετά πέθανε. Ύστερα ήταν, γω που ’φταξα, ήταν αυτοί οι άνθρωποι οι μικροί. Με τουν Θεόφραστο έπαιζα εγώ.
Χαράλαμπος Γιάννος. Επαγγελματίας μουσικός, μέλος της οικογένειας Γιάννου που προαναφέρθηκε. Έπαιζε βιολί.
Θεόφραστος Γιάννος. Εξάδερφος του Χαράλαμπου. Έπαιζε βιολί.
- Οικογένεια Βουγιούκα. Μανταμαδιώτικη οικογένεια μουσικών με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Έπαιζαν στην ευρύτερη περιφέρεια του Μανταμάδου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε μετανάστευσαν στην Αυστραλία και στην Αθήνα.
Ύστερα ήταν ένας Βουγιούκας, ο οποίος είνι στην Αυστραλία τώρα τσι είχε δυό – τρία αδέρφια, ήταν εννιαμελής οικογένεια, κορίτσια κι αγόρια, που τα τέσσερα τ’ αγόρια, ο μεγάλος έπαιζε βιολί, ήταν στη Μέση Ανατουλή, ήρθι εδώ πέρα μι του βιουλί, ύστερα έκανι τα δυό τα αδέρφια του, ένας έπιζι κιθάρα, άλλους έπιζι σαντούρ’. Ο ένας είνι στην Αθήνα τώρα. Ο άλλους πέθανι, ο άλλους είνι στν’ Αυστραλία. Και έχει κι ένα αδερφό κι αυτός μουσικός κι αυτός στν’ Αυστραλία. Τσι τα πιδιά τ’ ύστιρα αυτός τα ‘μαθι, αλλά αυτή η δ’λειά είνι τώρα του ‘60… Ιγώ του ’52 που έγινα (εννοεί που ξεκίνησε να εργάζεται ως μουσικός) ήταν οι Κουτζανίδις αυτοί κι αυτός ου Βουγιούκας μι τ’ αδέρφια του τσι έναν γαμπρό έκανι, αυτός λέγεται Φωτιάδης, ο οποίος έχ’ έναν γαμπρό τώρα, Σίμος, είνι κιθαρίστας δεν ξέρω τι, στ’ Γερμανία, πού παίζ’ τώρα.
Για τις σχέσεις μεταξύ των δύο κομπανιών, ο Γιαννής Στρατής αναφέρει:
Οι Βουγιούκες με τους Γιάννους δεν παίζαν μαζί. Παίζαν άμα ταίριαζι σε κάνε γάμου. Αλλιώς κάθε κομπανία ήταν χωριστά κι μαλουμέν’ κιόλα! Γιατί οι δουλειές τότις. Κι τώρα είνι μαλουμέν’! Αυτό του επάγγελμα δεν είνι σίγουρου, είμαστε έτσ’ ιμείς.
Από το 1959 έως και το 1968 συνεργαζόταν με το συγκρότημα της οικογένειας του Μενέλαου Κυριακόγλου από την Κάπη, λόγω του ότι τα τοπικά συγκροτήματα του Μανταμάδου είχαν ήδη διαλυθεί και οι περισσότεροι μουσικοί είχαν μεταναστεύσει εκτός Λέσβου.
Μι ντου Μιχάλη τουν Κυριακόγλου δ’λεύαμι, 11 χρόνια μαζί, απ’ του ‘59 μέχρι του ‘68… Οι Μανταμαδιώτες φύγαν όλ’ στην Αθήνα, άλλους στν’ Αυστραλία, άλλους στ’ Γερμανία, άλλους στν’ Αθήνα, δεν έμεινε κανένας εδώ πέρα. Έμεινα μοναχός μ’ κι έπριπι να πάω κάπου να δουλέψω. Κι πήγα μι ντου Κυριακόγλου ντου Μινέλαου. Πήγαμι, τότις ι Στράτους (γιος του Μενέλαου) ήταν μικρός, ι μπαμπάς (Μιχάλης Κυριακόγλου, γιος του Μενέλαου) έπιζι τ’ ακορντεόν, ι Στράτους του ταμπούρλου.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 καθιερώνεται η συμμετοχή τραγουδίστριας στα συγκροτήματα. Για την περίοδο αυτή ο Γιαννής Στρατής αναφέρει:
Εγώ άρχισα του ’54 και μετά από δυό – τρία χρόνια δούλευα μ’ αυτές. Ύστιρα τα παράτ’σα γιατί δεν κέρδιζα τίπουτα. Παίζαμι εδώ πέρα, έπρεπε να πας να πληρών’ς ξενοδοχείο, ήταν διαφορετικά τα πράγματα… Στην Αγία Παρασκευή παίρναμι τραγουδίστριες από γραφεία, αλλά του κανόνιζι τότις του κατάστημα. Δεν είχαμι εμείς, εμείς είχαμι λίγες φουρές, παίρναμι απ’ τη Μυτιλήν’. Όχ’ Μυτιληνιές, απ’ αλλού ήταν οι κουπέλις. Οι καλές που έρχουνταν, αυτή ήθιλι κι ντ’ πρόβα, είχι κι τα έντυπά της μαζί, τα τραγούδια που θα πει, μαζί μι ντ’ μουσική γραμμένα, ούλα ήταν εντάξ’. Οι πολλές όμως δεν ξέραν ούτι να τραγουδήσουν, αλλά βγαίναν στο πάλκο… Τα ίδια τα συνηθισμένα τραγούδια ήλεγαν, ήλιγι τότι δυό – τρία τραγούδια, δεν ξέραν παραπάνου.
Ο Γιαννής Στρατής αναφέρει ότι έρχονταν στον Μανταμτάδο, κυρίως στο περίφημο πανηγύρι του Ταξιάρχη Μανταμάδου, μουσικά συγκροτήματα από την Αγιάσο και το Σκουτάρο:
Αγιασώτες ερχόταν, οι Κ’σταριώτες (Σκουταριώτες) ερχόταν, αλλά αυτοί ερχόταν σχετικά στο πανηγύρ’, όχ’ άλλες μέρες… Του Ταξιάρχη. Των Μυροφόρων. Που γίνεται το μεγάλο πανηγύρ’ εδώ πέρα, κι έρχόταν γιατί είχε πολλά καφενεία. […] Εγώ έφταξα γύρω στα 17 καφενεία. Έφταξα εγώ. Αυτά ήταν μέχρι του ’60. Ύστερα φύγαν τα μικρά και απουμείναν, τα […], κλείσαν όλα.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου, ο Γιαννής Στρατής τραγουδούσε συχνά στα καφενεία του Μανταμάδου, αλλά και σε καφενεία χωριών της ευρύτερης περιφέρειάς του, όπως στη Συκαμιά, και στο Χάλικα. Το καλοκαίρι έπαιζε συχνά μουσική σε εξοχικά κέντρα της Θερμής. Τακτική ήταν, επίσης, η παρουσία του στα διάφορα πανηγύρια και γλέντια της περιφέρειάς του, ενώ σαν σταθερή μουσική δραστηριότητα αναφέρει το πανηγύρι του Ταξιάρχη Μανταμάδου.
Εμείς πηγαίναμε, τώρα ήταν ένα καφενείο εδώ πέρα τ’ Καρακουσταντή, ήταν τσι τ’ Κουπριτέλ’, ήταν τσι η Τσαντήρα. Η Τσαντήρα του παναγύρ’ είχι πιο πουλλή δουλειά. Άμα ήρχουνταν στουν Ταξιάρχ’ θέλαν να παν τσι στ’ Τσαντήρα.
Στη Σκαμιά πηγαίναμι, ήταν καλοί εκεί πέρα… Σαββατοκύριακα πηγαίναν πολλοί. ….Όχ’ σε εξοχικά (κέντρα), το χειμώνα πηγαίναμε.
Εξοχικά πηγαίναμε στη Θερμή. Η Θερμή είχε δυο τρία κέντρα εκεί πέρα κάτω, ήταν ου «Παράδεισους», εκεί πέρα κάτω στο γιαλό. Εκεί πηγαίναμι του καλουκαίρ’. Κάθε Σαββατουκύριακου, μάλλον την Κυριακή… Μας καλούσε το μαγαζί.
Πάγαινες στ’ Καλλονή στ’ν Αγία Άννα, πηγαίναμι στ’ Πέτρα τσ’ Παναγίας, καλό παναγύρ’, η Κάπ’ είχι, η Χάλικας είχι […]. Η Κάπ’ είχι τρείς μουσικές, παγαίναμι τσι μεις. Κι κει πέρα πουλύ πανηγύρ’ γίν’ταν καλό. Αλλά στου Χάλικα πηγαίναμι εμείς πουλύ.
Τοπικές δράσεις:
Ο Στρατής Γιαννής αναγνωρίζει ως περιφέρεια του την περιοχή του Μανταμάδου και της Κάπης. Το διάστημα 1954-1973 έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε σε συνεργασία με Μανταμαδιώτες και Καπιώτες μουσικούς:
- Μανταμάδος: Σε καφενεία, τις καθημερινές και κυρίως, τις εορτάσιμες μέρες και κατεξοχήν στο μεγάλο υπερτοπικό πανηγύρι του Ταξιάρχη του Μανταμάδου, την Κυριακή των Μυροφόρων:
(Ο Ταξιάρχης γιορτάζει) κι τουν Νοέμβριο, αλλά επειδή τότις ήταν εποχή σποράς, ήταν χειμώνας, του μεταφέραν του πανηγύρ’ κι του κάναν των Μυροφόρων, λόγω που έγινι η εκκλησία των Ταξιάρχη του 1888 κι κάναν τα εγκαίνια των Μυροφόρων, γι’ αυτό γιορτάζεται τότε το πανηγύρ’ αυτό. Επειδής άνοιγ’ ο καιρός, είνι καλουκαίρ’. Ερχόταν καΐκια απ’ του Αϊβαλί κι γιουρτάζαν τουν Ταξιάρχ’. […] Στου παναγύρ’ τ’ Μανταμάδου ήταν τρείς – τέσσερεις μέρες, βάστα ούλ’ βδουμάδα, ύστιρα τα γκαρσόνια, άμα τώρα εδώ δούλιυις, έπρεπε να έχ’ς μέσουν να πας, να πας στ’ δουλειά. Ναι, σι μιγάλα πανηγύρια έπρεπε να πάει ο φίλος σου, να πει ότι παίζ’ς καλά, ότι έχ’ς πιλάτις, να σι πάριν. Τσι τώρα βέβαια γίνεται του ίδιο, αλλά γίνεται διαφορετικά. […] Εμείς πηγαίναμε στα καφενεία. Τώρα ήταν ένα καφενείο εδώ πέρα «τ’ Καρακουσταντή», ήταν τσι «τ’ Κουπριτέλ’», ήταν τσι η «Τσαντήρα». Η «Τσαντήρα» του παναγύρ’ είχι πιο πουλλή δουλειά. Άμα ήρχουνταν στουν Ταξιάρχ’ θέλαν να πάν’ τσι στ’ «Τσαντήρα». «Τσαντήρα» ντ’ λέγαν επειδής είχι μια βάγια, «Τσαρντάκα» του ίδιου είνι… Το πανηγύρ’ των Μυροφόρων, αρχίζεις απ’ τ’ Παρασκευή του βράδ’ κι πάγινι ούλ’ ντ’ βδουμάδα. Δευτέρα, μέχρι ντ’ Δευτέρα πια ήταν του Μανταμαδιώτ’κου του παναγύρ’. Γίν’τι κι σήμερα, είνι φούλ τα μαγαζιά, ξ’μηρώντιν ντ’ Δευτέρα.
Στ’ άλλις μέρις (εκτός πανηγυριών), κάθι μέρα έπιζι μουσική. Προυπαντός του χειμώνα άμα ήβριχι, έπριπι κάπου να ακ’στεί τα όργανα. Κι τούτις τσι μέρις τώρα τ’ Ευαγγελισμού, Καθαρές Δευτέρις, οι Απόκριες, ήταν πανηγυρικές μέρις όλις, που τα όργανα θα δουλεύαν.
Ο Στρατής Γιαννής συμμετείχε επίσης σε γάμους καθώς και σε χοροεσπερίδες που διοργάνωναν οι τοπικοί Πολιτιστικοί Σύλλογοι.
Ένας παλιός σύλλογος, προπολεμικός, η «Ομόνοια» ήταν των Κυριών και Δεσποινίδων. Αυτός κάν’ πολλά πράγματα. Έκανε πάντοτε χοροεσπερίδα τη δεύτερη Αποκριά, Κυριακή της Αποκριάς. Του Σαββάτου γίν’ταν η χοροεσπερίδα, η οποία ήταν πάντοτε επιτυχημέν’. Γιν’ταν στου σχολείου, σε καφενείου, εδώ παρακάτου είχι ένα μιγάλου που είνι τώρα κλειστό. Σ’ έναν κινηματουγράφου παλιό, που τώρα είνι έτοιμος να πέσει. Ούλ’ ήταν προσκαλεσμέν’, ένα εισιτήριο μόνο βάζαν. Τα έσοδα του Συλλόγου. Μέσα είχε κουζίνα, που ντν’ έκανι ου Σύλλουγους. Η μουσική πληρών’ταν απ’ τον Σύλλογο. Είχες ένα πρόγραμμα κι έπρεπε να παίξεις το πρόγραμμα που σ’ έδινι ου Σύλλογος. Του μάλωμα άρχιζι μετά το πρόγραμμα. Είχις μέχρι τις δύο η ώρα του πρόγραμμα, στις τρεις η ώρα του πρόγραμμα, μετά όποιους ήθιλι να χουρέψ’, έπριπι να πάρ’ σειρά απ’ τ’ μουσική και να πληρώσ’.
Για τα αυτοσχέδια γλέντια στα καφενεία του Μανταμάδου και για τις βραδυνές βόλτες στις συνοικίες με τη συνοδεία μουσικής, ο Στρατής Γιαννής αναφέρει:
Και πάγινις λοιπόν, άσε που χορεύαν μεσ’ τουν καφινέ κι διασκεδάζαν αυτή τν’ ώρα, γιατί δε σι φουνάζαν απ’ του μισ’μέρ’. Ώσπου να πιούν κι να μεθύσιν, να ’ρθούν στου κέφ’ για να σι πάριν’, έπριπι να πάει η ώρα μιάμσ’, δυό η ώρα. Λοιπόν τέτοια ώρα, αφού χουρεύαν κι θέλαν να πάν’ κι στ’ς γκόμινις. Να πάρουμι βόλτα τα σπίτια. Παίζαμε τώρα εμείς κι αυτοί από πίσω, ώπα, τσι παγαίναμι στα σπίτια τσι βγαίναν οι κουπέλις τσι κιρνούσαν τα σχετικά.
Το πανηγύρι του Άγιου Χαράλαμπου, στο ομώνυμο εξωκλήσι, εορταζόταν και στον Μανταμάδο και στην Αγία Παρασκευή στην κεντρική Λέσβο. Για το πανηγύρι του Άγιου Χαράλαμπου, το οποίο στην Αγία Παρασκευή έλαβε υπερτοπικό χαρακτήρα, ο Γιαννής Στρατής αναφέρει:
Τα πανηγύρια ήταν ο Αη Χαράλαμπος. Στην Αγιά Παρασκευή κι εδώ πέρα (στον Μανταμάδο), γιατί γίν’τι κι εδώ πέρα του ίδιου. Δεν πηγαίναμι πουλύ, γιατί ιδώ πέρα βγαίναν, αλλά δεν κάναν αυτό του πανηγύρ’ που κάν’ οι Αγιαπαρασκυιώτις. Εμείς, άμα ήμ’να, κάνα – δυό, τρία χρόνια, κάναμι ιδώ πέρα. Ύστιρα πηγαίναμι στην Αγιά Παρασκευή γιατί είχι πιο πουλλά χρήματα.
- Καλλονή:
Στου μεταξύ θυμάμαι, συνδυαζόταν οι Απόκριες, προυπαντός η τελευταία Αποκριά, πηγαίναμε στου Μόλ’βου Σαββάτου, στην Καλλουνή Κυριακή, στην Αγία Άννα την Καθαρή Δευτέρα. Εκεί πέρα είχε πανηγύρ’ καλό, κατεβαίναν ολ’, γίν’τι πιο καλός ου χουρός εκεί πέρα κάτω. Απ’ τη μέρα, του μισ’μέρ’ πηγαίναμι, που τρώγαν τα θαλασσινά κι κάναν την Καθαρή Δευτέρα κι του συνδυάζαμε έτσ’ του πράγμα. Ου Μόλ’βους ήταν καθορισμένους να πάμι αυτό του Σάββατου, του τελευταίο, η Καλλονή ντ’ Κυριακή, καμιά φορά φεύγαμι απ’ ντ’ Καλλονή κι πηγαίναμι στου Πλουμάρ’.
- Μόλυβος: Το Σάββατο που προηγείται της Κυριακής της Τυρινής, αλλά και σε χοροεσπερίδες της Λέσχης.
- Πλωμάρι: Σε χοροεσπερίδες της Λέσχης Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος», στο διάστημα 1959 – 1968, σε συνεργασία με την κομπανία του Μιχάλη Κυριακόγλου από την Κάπη, αλλά και πρωτύτερα, σε συνεργασία με την κομπανία του Μανταμαδιώτη Κουτζανίδη.
Στη Λέσχη απάνου πολλές φουρές και με τους Κυριακόγλου και πιο μπρουστά. Παίρναμε το αγοραίο (ταξί) και μας πάγινι κι άμα ήταν του καθυστιρούσαμι κι μας ήφιρνι πάλι πίσω… Καμιά φορά φεύγαμι απ’ ντ’ Καλλονή (την Κυριακή της Τυρινής) κι πηγαίναμι στου Πλουμάρ’. Στη Λέσχη απάνου κι ντ’ Καθαρή Δευτέρα πηγαίναμε στα καφενεία… Δεν τις παίρναν αυτές τις μουσικές (εννοεί τις κομπανίες της περιοχής Πλωμαρίου) απάνου στ’ Λέσχη. Παίρναν ευρωπαϊκιά μουσική. Εμείς παίζαμε το ευρωπαϊκό. Είχαμι ένα φίλου στου Μόλ’βου αυτός πήγι στου Πλουμάρ κι αυτός μας σύσ’τσι (σύστησε). Αυτοί κάναν και έναν χορό του Θωμά κι είνι μι ντν’ αύριο, ντ’ Καθαρή Δευτέρα.
- Πέτρα: Στο πανηγύρι της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο.
- Κάπη: Στο πανηγύρι της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο και σε γάμους.
Η Κάπ’ είχι τρεις μουσικές, παγαίναμι τσι μεις. Κι κει πέρα πουλύ πανηγύρ’ γίν’ταν, καλό.
- Χάλικας: (χωριό της Βόρειας Λέσβου, που τα νεώτερα χρόνια εγκαταλείφτηκε λόγω καθίζησης. Οι κάτοικοί του ίδρυσαν το χωριό Λεπέτυμνος, ανατολικά του Χάλικα).
Στου Χάλικα πηγαίναμι εμείς πουλύ.
- Συκαμιά:
Στη Σκαμιά πηγαίναμι, ήταν καλοί εκεί πέρα. Σαββατοκύριακα πηγαίναν πολλοί. Όχ’ σε εξοχικά [κέντρα], το χειμώνα πηγαίναμε.
- Στύψη: Σε γάμους.
- Πελόπη: Σε γάμους.
- Θερμή:
Εξοχικά [κέντρα] πηγαίναμε στη Θερμή. Η Θερμή είχε δύο – τρία κέντρα εκεί πέρα κάτω, ήταν ου «Παράδεισους» εκεί πέρα, κάτω στο γυαλό. Εκεί πηγαίναμι του καλουκαίρ’, κάθε Σαββατοκύριακου, μάλλον την Κυριακή. Μας καλούσε το μαγαζί. Τότις παίρναμι πουσουστά. Απ’ του ’55 κι μιτά.
- Αγία Παρασκευή: Στο πανηγύρι του Άγιου Χαράλαμπου.
Ρεπερτόριο:
Για το ρεπερτόριο γενικά ο Γιαννής Στρατής αναφέρει:
Ρεπερτόριο, όχ’ δεν υπήρχι μιγάλου ρεπερτόριο, ήταν συνηθισμένο. Συρτοί, καρσιλαμάδες, τα ζεϊμπέκικα, αυτά που παίζαμι στσ’ γάμ’, κάτι άλλοι σκουποί που παίζαν στσ’ παρέες, καθιστικά τα λέγαν.
Σύμφωνα με το Γιαννή Στρατή, στα πανηγύρια έπαιζαν τους σκοπούς,
[…] στη σειρά. Εν τω μεταξύ είχαν και το συνήθειο, τώρα παίζ’ς δυό – τρείς σκουποί, συρτό, άμα είνι πανηγύρ’, παίζ’ κανέναν καλαματιανό, σ’κώνουντι μαζουμέν’ κι χουρεύιν. Τότις έπριπι κάθι ζευγάρ’ να έχ’ τ’ σειρά τ’ να χουρέψ’. Άμα ήρχουνταν κανένας μεθυσμένος τα κάναν… Σειρά ήταν, έπρεπε να ήταν σειρά. Συρτό, μετά ήταν μπάλλος, ύστερα καρσιλαμάς, ύστερα ζεϊμπέκικος. […] Όλα τα Μικρασιάτικα τα παίζαμε. Οι καρσιλαμάδες, τα ζεϊμπέκικα είνι τέτοια.
Για τα ρεμπέτικα και «λαϊκά» τραγούδια της δεκαετίας του ’50, ο ίδιος αναφέρει:
Μετά τα παίζαμε όλα μετά. Αυτά τα κομμάτια, ήρχουνταν ου δίσκους, πλάκα ντ’ λέγαμι… Ήταν τούτους εδώ πέρα, είχι αυτού του γραμμόφωνο, ο Καρακωσταντής ο γέρος κι ήθιλι να πάει στ’ Μυτιλήν’ κάποιους κι να φέρ’ τουν δίσκου, γιά κανές σουφέρ, για κανές μερακλής. Κι ντουν ήφιρνι στου καφινείου κι έπριπι να ντου μάθ’ς ισύ, σ’ αυτή ντ’ βδουμάδα που αρχίζει η δίσκους, γιατί θα σε φουνάζαν τσι ήπριπι να του ξέρ’ς ισύ.
Έπαιζε επίσης τα επονομαζόμενα «ευρωπαϊκά», κυρίως στις χοροεσπερίδες των Πολιτιστικών Συλλόγων:
Ούλα έπριπι να τα παίζ’ς τότις, γιατί τότις άμα άρχιζι μια κουμπανία να παίξει σ’ ένα καφενείο, έπρεπε ν’ αρχίσ’ μι του μαρς. Ύστιρα βάζαμι του βαλς, ύστιρα τα ευρωπαϊκά κι μιτά πια τ’ άλλα πιο ρεμπέτικα, πιο συνηθισμένα. Μιτά άρχιζι ου χουρός κι τα ζεϊμπέκικα. Έπαιζες κει κάνα – δυό, τρία ζεϊμπέκικα κι ύστιρα άρχιζι η δουλειά. […] Στη Λέσχη παίρναν ευρωπαϊκιά μουσική. Εμείς παίζαμε το Ευρωπαϊκό.
Για τις χοροεσπερίδες που διοργάνωναν οι πολιτιστικοί σύλλογοι, ο Γιαννής Στρατής συμπληρώνει:
Είχες ένα πρόγραμμα και έπρεπε να παίξεις το πρόγραμμα που σ’ έδινι ου Σύλλογος. Του πρώτου πράγμα που ήθιλις να δεις ήταν ένα κρέμασμα που αρχινά ου χουρός. Αρχίζει απ’ τουν καλαματιανό, μετά του ταγκό, μετά του βαλς, μετά η ρούμπα. έτσ’ τα πράγματα πηγαίναν. Ου συρτός έμπαινε μετά τα μεσάνυχτα. Σ’ όλες τις χοροεσπερίδες που πηγαίναμε, γιατί πηγαίναμε στου Μανταμάδο, στου Μόλυβου, στου Πλουμάρ’.
Για τις βραδινές «βόλτες» των νέων του χωριού στα σοκάκια του Μανταμάδου με τη συνοδεία μουσικής, ο Στρατής Γιαννής αναφέρει:
παίζαμι τραγούδια λουγιών λουγιών, τα παλιά βέβαια. Είχι σκουποί ειδικοί για ντ’ βόλτα… Τώρα τούτον που παίζν’ «τα Ξύλα», αυτός ήταν πια τσ’ βόλτας ου σκουπός. Δεν του χουρεύαν τα παλιά, ήταν καθιστικό αυτό.
Στους γάμους:
[…] μονάχα άμα που ντ’ πηγαίναμι τη νύφ’ στν’ εκκλησία είχι ένα σκουπό, ντου νυφκάτου [νυφικάτο] κι οι Μανταμαδιώτις είχαν ακόμα έναν που ντουν ήφιρνις πίσου στο σπίτ’. Χωρίς λόγια. Εμείς παίζαμι χουρίς λόγια, αλλά οι κουπιλιές τραγουδούσαν. Όπως γίν’τι σ’ ούλα τα χουριά τσ’ Μυτιλήν’ς.
Αμοιβή:
Ο Γιαννής Στρατής αναφέρει για την αμοιβή των μουσικών όταν σε καφενεία τη δεκαετία του 1950 – 1960, σε τοπικά πανηγύρια:
Τότις δεν πληρώναν τα μαγαζιά, που πηγαίναμι πουλλές φουρές μας γυρεύαν να τσ’ πληρώσουμι κιόλα στα πανηγύρια.
Οι μουσικοί στα καφενεία αμείβονταν με την «χαρτούρα» (δηλαδή χρήματα που έδιναν στους μουσικούς όσοι επιθυμούσαν να χορέψουν) από τους πανηγυριώτες. Για τις αμοιβές των μουσικών μέσα στα πλαίσια της κομπανίας ο Σ. Γιαννής αναφέρει:
Εμείς είμαστε 5 άτομα [στο διάστημα 1959 – 68, όταν συνεργαζόταν με την οικογένεια του Μενέλαου Κυριακόγλου], δεν είχι μεροκάματα καλά. Μέχρι του ’73, όσες κουμπανίες έκανα, πήγα μι πουλλοί, ίσα – ίσα τα μοιραζόμαστι. Παραπάνω ούτι πήρι κι κανένας παραπάνου, μι αυτοί που δούλευα ιγώ.
Στα καφενεία του Μανταμάδου:
στ’ άλλις μέρις (εκτός δηλαδή από τις μέρες του πανηγυριού του Ταξιάρχη), κάθι μέρα έπιζι μουσική. Προυπαντός του χειμώνα άμα ήβριχι, έπριπι κάπου να ακ’στεί τα όργανα. Κι τούτις τις μέρες τώρα τ’ Ευαγγελισμού, καθαρές Δευτέρις, οι Απόκριες ήταν πανηγυρικές μέρις όλις, που τα όργανα θα δούλευαν.
Οι παρέες που γλεντούσαν στα καφενεία προσκαλούσαν τους μουσικούς και τους πλήρωναν με «χαρτούρα».
Στους γάμους, τη συμφωνία με το μουσικό συγκρότημα την αναλάμβανε ο γαμπρός. Δεν συνηθιζόταν η προπληρωμή, οι μουσικοί αμείβονταν και πάλι με «χαρτούρα» από τους προσκεκλημένους που επιθυμούσαν να χορέψουν.
Πάλι μι χαρτούρα. Όταν γίν’ταν η διασκέδαση, ο παλιός ο γάμος, τότις δε μας πλήρωναν. Μας πληρώναν μι χαρτούρα. Θα χουρέψ’ η νύφη, πληρώναν οι συγγενείς, ι πατέρας, η μάνα, τ’ αδέρφια, όταν χόρευε έπρεπε να μαζέψεις χρήματα…. Όταν ήλιγις ότι θα έχ’ γλέντ’ δεν ήπιρνις λεφτά. Μετά που τσ’ πηγαίναμε μουνάχα στν’ εκκλησία κι απού κει φεύγαμι, γιατί τσ’ βάζαμι στου ταξί κι φεύγαν στ’ Μυτιλήν’, που άρχισε η μόδα απ’ του ’60 κι ύστιρα, μας πληρώναν.
Σε χοροεσπερίδες των Συλλόγων, όπου οι μουσικοί έπρεπε να παίξουν συγκεκριμένο πρόγραμμα η αμοιβή τους προερχόταν από τον Σύλλογο. Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος όμως η διασκέδαση συνεχιζόταν και οι μουσικοί πληρώνονταν με «χαρτούρα».
Είχις μέχρι τις δύο η ώρα του πρόγραμμα, στις τρεις η ώρα του πρόγραμμα, μετά όποιους ήθιλι να χουρέψ’, έπριπι να πάρ’ σειρά απ’ τ’ μουσική και να πληρώσ’.
Απ’ του ’55 κι μιτά, εξοχικά [κέντρα] πηγαίναμε στη Θερμή. Η Θερμή είχε δυό – τρία κέντρα εκεί πέρα κάτω, ήταν ου «Παράδεισους» εκεί πέρα στο γιαλό. Εκεί πηγαίναμι του καλουκαίρ’ κάθε Σαββατουκύριακου, μάλλον την Κυριακή. Μας καλούσε το μαγαζί. Τότις παίρναμι πουσουστά.
Η πιο προσοδοφόρα περίοδος για τους μουσικούς στον Μανταμάδο μεταπολεμικά ήταν:
του ’50 – ’60. Του ’65. Ύστιρα σπάσαν. Έπριπι να πας στα πανηγύρια, δεν είχι κάθε μέρα να δουλεύ’ς. Γιατί καμιά φορά δούλευες κι κάθι μέρα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, εξαιτίας κυρίως της μετανάστευσης των κατοίκων εκτός Λέσβου, περιορίζονται σημαντικά τα μουσικοχορευτικά δρώμενα, με αποτέλεσμα η αποκλειστική απασχόληση με τη μουσική να μην αποτελεί ικανοποιητική προσοδοφόρα δραστηριότητα. Οι μουσικοί του Μανταμάδου:
άλλους έφ’γι, άλλους γέρασι, τα παράτ’σι, γιατί δεν είχι δουλειές να μπουρείς να σταματήσεις. Η Κυριάκουγλους έμεινε γιατί είχι τα κτήματα.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Χαράλαμπος Γιάννος. Επαγγελματίας μουσικός από τον Μανταμάδο, έπαιζε βιολί. Ο Στρατής Γιαννής αναφέρει:
Ήταν κάποιοι Γιάννου, ο οποίος ήταν ένας μαέστρος καλός, ο τελευταίος που είχε μείνει στ’ Μυτιλήν’, ευρωπαϊκός. (Εννοεί ότι ο Χαράλαμπος Γιάννος έπαιζε καλά τα επονομαζόμενα ‘ευρωπαϊκά’ κομμάτια).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 καθιερώνεται η συμμετοχή τραγουδίστριας στα συγκροτήματα. Για τη συνεργασία του με τις τραγουδίστριες ο Γιαννής Στρατής αναφέρει:
Εγώ άρχισα του ’54 και μετά από δυό – τρία χρόνια δούλευα μ’ αυτές. Ύστιρα τα παράτ’σα γιατί δεν κέρδιζα τίπουτα. Παίζαμι εδώ πέρα, έπρεπε να πας να πληρών’ς ξενοδοχείο, ήταν διαφορετικά τα πράγματα… Στην Αγία Παρασκευή παίρναμι τραγουδίστριες από γραφεία, αλλά του κανόνιζι τότις του κατάστημα. Δεν είχαμι εμείς, εμείς είχαμι λίγες φουρές, παίρναμι απ’ τη Μυτιλήν’. Όχ’ Μυτιληνιές, απ’ αλλού ήταν οι κουπέλις. Οι καλές που έρχουνταν, αυτή ήθιλι κι ντ’ πρόβα, είχι κι τα έντυπά της μαζί, τα τραγούδια που θα πει, μαζί μι ντ’ μουσική γραμμένα, ούλα ήταν εντάξ’. Οι πολλές όμως δεν ξέραν ούτι να τραγουδήσουν, αλλά βγαίναν στο πάλκο… Τα ίδια τα συνηθισμένα τραγούδια ήλεγαν, ήλιγι τότι δυό – τρία τραγούδια, δεν ξέραν παραπάνου.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα σκοπών, μουσικών, τραγουδιών, χορών του τόπου:
Αντιπροσωπευτικό δείγμα τραγουδιών ήταν οι συρτοί, οι καρσιλαμάδες, τα ζειμπέκικα, καθώς και κάποιοι σκοποί που έπαιζαν σε γάμους (νυφικάτος), ή στις βόλτες των νέων στους δρόμους του χωριού (π.χ. σκοπός «τα Ξύλα»).
Ρεπερτόριο, όχ’ δεν υπήρχι μιγάλου ρεπερτόριο, ήταν συνηθισμένο. Συρτοί, καρσιλαμάδες, τα ζεϊμπέκικα, αυτά που παίζαμι στσ’ γάμ’, κάτι άλλοι σκουποί που παίζαν στσ’ παρέες, καθιστικά τα λέγαν.
Άμα που ντ’ πηγαίναμι τη νύφ’ στν’ εκκλησία είχι ένα σκουπό, ντου νυφκάτου [νυφικάτο] κι οι Μανταμαδιώτις είχαν ακόμα έναν που ντουν ήφιρνις πίσου στο σπίτ’. Χωρίς λόγια. Εμείς παίζαμι χουρίς λόγια, αλλά οι κουπιλιές τραγουδούσαν. Όπως γίν’τι σ’ ούλα τα χουριά τσ’ Μυτιλήν’ς.
Είχι σκουποί ειδικοί για ντ’ βόλτα… Τώρα τούτον που παίζν’ ‘τα Ξύλα’, αυτός ήταν πια τσ’ βόλτας ου σκουπός. Δεν του χουρεύαν τα παλιά, ήταν καθιστικό αυτό.
Επαφές – επιρροές από άλλες περιοχές του Βορείου Αιγαίου και τα Μικρασιατικά παράλια στα μουσικά δρώμενα:
Ο Γιαννής Στρατής αναφέρεται στις επαφές των Μικρασιατών με τους κατοίκους του χωριού Μανταμάδος, στο πανηγύρι των Μυροφώρων
Αυτοί ερχόταν στου πανηγύρ’ των Μυροφόρων. Ερχόταν κι τουν Νοέμβριο, αλλά επειδή τότις ήταν εποχή σποράς ήταν χειμώνας, του μεταφέραν του πανηγύρ’ κι του κάναν των Μυροφόρων, λόγω που έγινι η εκκλησία των Ταξιαρχών του 1888, κι κάναν τα εγκαίνια των Μυροφόρων, γι’ αυτό γιορτάζεται τότε το πανηγύρ’ αυτό. Επειδής ανοίγ’ ο καιρός, είνι Καλουκαίρ’. Ερχόταν καΐκια απ’ του Αϊβαλί κι γιουρτάζαν τουν Ταξιάρχ’.
Μάλιστα, ο παππούς του Γιαννή Στρατή, που ήταν βαρκάρης, μέχρι το 1922 μετέφερε Μικρασιάτες από το Αϊβαλί, στις παράλιες τοποθεσίες της περιφέρειας Μανταμάδου: Παλιό (Λιμάνι) και Άγιο Στέφανο.
Σύμφωνα με τον Γιαννή Στρατή, πολλοί σκοποί που είχαν ενσωματωθεί στο τοπικό λεσβιακό ρεπερτόριο, όπως οι καρσιλαμάδες και τα ζεϊμπέκικα, προέρχονταν από τη Μικρά Ασία:
Όλα τα Μικρασιάτικα. Οι Καρσιλαμάδες, τα ζεϊμπέκικα, είνι τέτοια.
Επιδράσεις στον τοπικό μουσικό πολιτισμό από αστικούς χώρους της Ελλάδας και του εξωτερικού:
Τα τοπικά μουσικά συγκροτήματα επηρεάζονται από τα ακούσματα των αστικών περιοχών της Ελλάδας και ενσωματώνουν στο ρεπερτόριό τους, τους επονομαζόμενους ‘ευρωπαϊκούς’ σκοπούς και τραγούδια, καθώς και χορευτικούς σκοπούς με ‘πανελλήνια’ εμβέλεια, όπως ο καλαματιανός . Ο Γιαννής Στρατής αναφέρει:
Ούλα έπριπι να τα παίζ’ς τότις, γιατί τότις άμα άρχιζι μια κουμπανία να παίξει σ’ ένα καφενείο, έπρεπε ν’ αρχίσ’ μι του μαρς. Ύστιρα βάζαμι του βαλς, ύστιρα τα ευρωπαϊκά κι μιτά πια τ’ άλλα πιο ρεμπέτικα, πιο συνηθισμένα. Μιτά άρχιζι ου χουρός κι τα ζεϊμπέκικα. Έπαιζες κει κάνα – δυό, τρία ζεϊμπέκικα κι ύστιρα άρχιζι η δουλειά…. Στη Λέσχη παίρναν ευρωπαϊκιά μουσική. Εμείς παίζαμε το Ευρωπαϊκό.
Στις Λέσχες, το πρόγραμμα συνήθως
άρχιζι απ’ τουν καλαματιανό, μετά του ταγκό, μετά του βαλς, μετά η ρούμπα. Έτσ’ τα πράγματα πηγαίναν. Ου συρτός έμπαινε μετά τα μεσάνυχτα. Σ’ όλες τις χοροεσπερίδες που πηγαίναμε.
Ακροατές – γλεντιστές:
Όπως αναφέρει ο Γιαννής Στρατής, στις διασκεδάσεις και στα γλέντια στα καφενεία το ακροατήριο ήταν αποκλειστικά αντρικό. Ακόμα και στα πανηγύρια, οι γυναίκες χορεύανε μόνο όταν έπαιρνε σειρά η οικογένεια ή η παρέα τους:
Οι γυναίκες δε χορεύαν. Σ’κώνταν κανές φίλους. Κι τιλιυταία, σα θέλαν να χουρέψιν τσ’ γυναίκες τους, αυτό γινόταν στα πανηγύρια, γιατί στ’ς διασκεδάσεις που γίν’ταν στα καφενεία δεν υπήρχαν γυναίκις, ήταν η παρέα που μας ήπιρνι κι παίζαμι για ντ’ παρέα τούτην.