Γιάννης Μανώλης
ΙκαρίαΤόπος γέννησης: Άγιος Παντελεήμων/ Άγιος Κήρυκος, Ικαρίας
Χρόνος γέννησης: 1927
Στοιχεία καταγωγής:
Ο Γιάννης Μανώλης (με το προσωνύμιο «Ζαχαρογιάννης»), είναι ερασιτέχνης μουσικός και κατασκευαστής λυρών. Κατάγεται από ναυτική οικογένεια του Φραντάτου και εργάστηκε ως ναυτικός, ενώ συνταξιοδοτήθηκε ασκώντας το επάγγελμα του αυτοκινητιστή στον Άγιο Κήρυκο: «Έχω γεννηθεί σ’ ένα χωριό στο βόρειο μέρος, στο Φραντάτο […]. Ο πατέρας μου ήτανε καπιτάνιος, είχε καΐκια, ναυτικός […]. Είχε προπολεμικά μεγάλο καΐκι, 150 τόνοι. Εκείνη την εποχή ήτανε μεγάλη δουλειά […], το καΐκι το λέγανε ‘Άγιο Γεώργιο’ […]. Αλλά αυτή η δουλειά ήτανε από το 1936 […], που το ’χε πάρει το καΐκι και με τους Γερμανούς […], το πήρανε [το επιτάξανε] οι Γερμανοί μετά και το ’χασε […]. Μετά έκανε άλλο καΐκι, εδώ στην Νικαριά το φτιάξαμε, στον Κάμπο, στο Βόρειο μέρος […]. [Εγώ δούλευα ως] ναυτικός, ναυτικός, πλήρωμα. […]. Όλοι ναυτικοί [ήταν από την οικογένεια μου]. Εγώ πήγα στρατιώτης -ναυτικός και ’γω είμαι- και πήγα στρατιώτης κι έμαθα οδηγός. Τότες κείνα τα χρόνια, να μάθεις να οδηγείς αυτοκίνητο ήτανε μεγάλη δουλειά […]. Και δεν είχαμε δουλειές με το καΐκι και θέλαμε να το πουλήσομε και κάποιος φίλος μου -από δω απ’ τον Άγιο Κήρυκο- μου λέει […], ‘Δε πας στη Νικαριά να πάρεις και ένα αυτοκίνητο -ξέρει πως ήμουνα οδηγός- να πάρεις ένα αυτοκίνητο να πας στη Νικαριά;’ […]. Πήγα το 1953, πήγα στο υπουργείο αρώτηξα […]. Να μην τα πολυλογούμε παίρνω την άδεια, μετά ήρθα [και] πήρα ταξί, αγοραίο το λέγαν τότες. Ήρθα εδώ […]. Τρία αυτοκίνητα επιβατικά είχε ο Άγιος Κήρυκος, και εγώ ήμουνα ο τέταρτος […]. Αυτό [έγινε] το 1953 […], από το 1953 είμαι […], από κει πήρα τη σύνταξη».
Με τη μουσική ξεκίνησε να ασχολείται σε μικρή ηλικία, την περίοδο που διέμενε στο Φραντάτο: «Με τη μουσική, όταν ήμουνα πιτσιρικάς […], είχα το γείτονα το βιολιστή, το Σταμάτη το Βατούγιο το λέγανε, και ήθελα να γίνω και ’γω […], να μάθω να παίζω βιολί […]. Και τον έβλεπα και τον θαύμαζα που έπαιζε το βιολί […]. Αλλά πώς να μάθω βιολί; Ήξερα ότι όλοι αυτοί, οι βιολιτζήδες της εποχής εκείνης, ξεκινούσαν από τη λύρα. Παίρ[ν]ανε τη λύρα, το λυράκι και μαθαίνανε. Ύστερα ’παιρναν το βιολί και κει σιγά-σιγά ξεκινούσαν και μαθαίναν και γινήκανε. Εγώ έβλεπα […], είχε τη λύρα του ο Σταμάτης […], την είχε πάνω σ’ ένα ράφι στο σπίτι του σα μπιμπελό […]. Και μια μέρα πήρα την απόφαση να του τη ζητήξω […]. Λέω ‘Θέλω να μου δώκεις τη λύρα’ […]. ‘Θέλω να μάθω να παίζω, του λέω’. ‘Α, άμα θες να μάθεις θα σου τη δώκω’ […]. Ύστερα την πήρα τέλος πάντων τη λύρα, την έπαιζα […]. Όλα τα παιδιά είχαμε […], το ’χαμε έτσι με τις λύρες, αλλά λίγοι μαθαίνανε, ξεκινούσαν και τελειώνανε».
Μετά τη συνταξιοδότηση του ξεκίνησε να κατασκευάζει λύρες: «Τη λύρα την παράτησα [σταμάτησα να παίζω] στο σαράντα […], 1948 περίπου, 1947-1948 εκεί πέρα. Κι από τότες δε ξανάπιασα όργανο […]. Αλλά πήγαινα […], στον Πειραιά που πηγαίναμε, έβλεπα, [έ]ψαχνα να βρω οργανοπωλείο να πουλάν όργανα, όπου πήγαινα με το καΐκι […]. Και έλεγα πότε να μου μείνει χρόνος να κάτσω και ’γω να φτιάξω μια λύρα […], μετά περάσαν τα χρόνια, εγώ ήμουν ταξί, είχα και τ’ αυτοκίνητο. Πήρα σύνταξη και μια μέρα κατέβαινα από ένα δρόμο […], μια μέρα είχανε δω σ’ ένα σχολείο κόψει τα δέντρα στην αυλή που ’ταν σκαμνιές, μουριές, και τα ’χανε στοιβάσει πάνω-πάνω σ’ ένα τοίχο. Πως κατέβαινα με το ταξί, βλέπω τα δέντρα, τα ξύλα εκεί, και λέω να πάω να δω αν έχει κανά ξύλο για να κάμω λύρα […], πήρα το ξύλο. Έψαχνα άλλους που ασχολούντανε […]. Έβαλα μπροστά να το φτιάχνω και δίπλα δω είχα ’να γείτονα που ήτανε από την Άνδρο. Ο Βαγγέλης ο Τριανταφυλλάκης, λεγόταν αυτός […], ήτανε φαροφύλακας […], κι αυτός ήτανε από μουσική οικογένεια […], αυτός έπαιζε σαντούρι. Έπαιζε καλό σαντούρι κι έφτιαχνε κιόλας σαντούρια […], και ήξερα ότι έχει ιδέα απ’ αυτά τα πράματα και πή[γ]α και τον αρώτηξα […]. Ε, μου λέει ‘Πως ξεκινάς;’. ‘Ε, την έχω λέω, μεσ’ το μυαλό μου έτσι […], να τη φτιάξω. Θα τη ζωγραφίσω, λέω, σ’ ένα αυτό […] και μετά θα τη ξεκινήσω να την φτιάχνω’. Αυτός μου λέει ‘Ε, όχι, λέει, δε θα κάμεις τίποτα, πρέπει να ’χεις μέτρα, αλλιώς δε κάμεις τίποτα […]. Δε θα μιλάει το όργανο’. Και λέω: ‘Μέτρα που να βρω τώρα εγώ;’. Μου λέει: ‘Έλα να σου δώκω τη λύρα την κρητικιά που έχω, να τη βλέπεις και να φτιάχνεις’. Και την πήρα [και] την ξεκίνησα κι έκαμα τις κρητικιές απ’ αυτήν τη λύρα […]. Ύστερα που είδα στην εφημερίδα το Μουσείο Λαϊκών Οργάνων κι αυτά, πήγα στην Αθήνα, πήγα [και] βρήκα το βιβλίο του Ανωγειανάκη, πήρα τα μέτρα απ’ τα γεγραμμένα -σε χοντρές γραμμές βέβαια- κι έφτιαξα τη λύρα […], την καριώτικη λύρα […]. Μετά πήγα στον κρητικό, ε, και κείνος μου ’δειξεν πολλά πράματα, ένας κρητικός που είναι μουσικός […]. Έκανα λύρες ύστερα. Μου ’πε για τα μέτρα, μου ’πε έτσι, μου ’πε πολλά. Και ξεκίνησα και φτιάχνω λύρες. Και όσοι τις έχουνε δει μουσικοί, αυτοί που τις παίζουνε μου λένε πως είναι καλές […]. Τώρα υπολογίζω πως έχω δώσει καμιά 30αρια».
Για τον τρόπο κατασκευής των λυρών, ανέφερε: «[Τα ξύλα] τα καλά οι οργανο[…], αυτοί που φτιάχνουνε, οι κρητικοί που ασχολούνται, λένε ότι είναι ο κισσός. Στα βιβλία που έχω δει, τον κισσό έχουνε πρώτο, την αγριαχλαδιά και τη μουριά τη μαύρη […]. [Για το σκάφος και για το καπάκι] οι κρητικοί βάλουνε κατράνι, αυτό το ανατολίτικο. Ε, και ’γω τέτοιο βάζω, κατράνι […]. Ε, κόρδες [χορδές] παίρνω απ’ τον Πειραιά που πουλάνε και στους Κρητικούς. Του λέω για λύρα και μου δίνει για λύρα, και μου λέει αυτές είναι για λύρα […]. Το δοξάρι είναι από αγριόξυλο. Ξύλο από οξά είναι, μάλλον οξές, από παλιά έπιπλα που ’ναι αυτά, ξέρεις […]. Η τρίχα, από Πειραιά παίρνουμε τρίχα».