Γανώσης Γιώργος
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Παλαιοχώρι, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1927
Ιδιότητα:
Ο Γιώργος Γανώσης ήταν επαγγελματίας οργανοπαίχτης. Έπαιζε σαντούρι και ντραμς.
Γονείς:
Ο πατέρας του Γιώργου Γανώση καταγόταν από το Πλωμάρι. Απασχολούνταν σε αγροτικές εργασίες αλλά περιστασιακά, μέχρι το 1922, είχε πάει να εργαστεί και στη Σμύρνη στην παραγωγή κάρβουνου.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Γιώργος Γανώσης παντρεύτηκε τη Μαρία Γανώση το 1957. Ο γιος τους φοίτησε δύο χρόνια σε Ωδείο στην Αθήνα και είναι επαγγελματίας μουσικός, παίζει ντραμς. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας ήταν μέλος της στρατιωτικής μπάντας.
Παρόλο που ο πατέρας του δεν ήταν μουσικός, ο Γιώργος Γανώσης, ο μεγαλύτερος αδερφός του Παναγιώτης αλλά και ο μικρότερος αδερφός του Δημήτρης, έγιναν επαγγελματίες μουσικοί.
Ο Παναγιώτης Γανώσης ήταν επαγγελματίας μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής, έπαιζε βιολί. Θεωρία της μουσικής διδάχτηκε σε ωδείο της Αθήνας, ενώ τους παραδοσιακούς σκοπούς του νησιού τους έμαθε από τον συντοπίτη του βιολιστή Ποσειδώνα Καραβά. Ο Γιώργος Γανώσης αναφέρει για τον Παναγιώτη:
Ο αδερφός μου ο μεγάλος, ο Παναγιώτης, όταν τον είχε εδώ ο μπαμπάς μου, λοιπόν, είχε μανία με το βιολί. Λέει ο πατέρας μου: Εγώ δεν έχω λεφτά να σε μάθω βιολί, να πληρώνω. Και σηκώνεται και φεύγει στην Αθήνα, σε Γραφείο Κηδειών, υπάλληλος. Κι όσα έπαιρνε, τα ’δινε στο Ωδείο και μελετούσε… Όταν ήρθε εδώ πάλι – το Ωδείο είχε άλλα πράγματα, έδειχνε – δεν είχε ιδέα τα παραδοσιακά που παίζαμε, τα συρτά….Ο Ποσειδών Καραβάς του ’δειξε όλα τα παραδοσιακά τούτα που ’χαμε εμείς. Και κάνει συγκρότημα ο αδερφός μου.
Ο Παναγιώτης Γανώσης υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην Αλεξανδρούπολη, όπου έπαιζε βιολί στη Λέσχη των Αξιωματικών. Τη δεκαετία του 1940 έπαιζε επαγγελματικά βιολί στο Πλωμάρι. Σύμφωνα με τον Γιώργο Γανώση:
Στο Πλωμαρ’, στου Γιαμουγιάννη το Εξοχικό, ο Παναής μας ήταν βιολί, ο Ποσειδών (Καραβάς) βιολί, ο Γιάννης ο γιός ’ιτ ακκορντεόν. Προτού παντρευτεί και μείνει μόνιμα στην Καλλονή, παίζανε στο Πλωμάρι. Βλέπεις εγώ, πιτσιρικάς, 14 χρονών ήμουν τότε.
Στη συνέχεια, έφτιαξε μια μικρή κομπανία στο Παλαιοχώρι:
Ήταν ο Παναγιώτης ο αδερφός μου βιολί, ο Αριστής (Σκυβαλάκης) σαντουρ’, ο Παντελής (Σκυβαλάκης) αρμόνιο.
Μετά το γάμο του στα τέλη της δεκαετίας του 1940 εγκαταστάθηκε στην Καλλονή, στην Κεντρική Λέσβο. Στη συνέχεια προσκάλεσε τον Γιώργο Γανώση στην Καλλονή, τον δίδαξε σαντούρι και τον ενέταξε στο συγκρότημα. Όταν έμαθε και ο μικρότερος αδερφός, ο Δημήτρης, ακορντεόν, οι αδελφοί Γανώση έφτιαξαν πια τη δική τους οικογενειακή κομπανία που έγινε γνωστή στο νησί με την επονομασία «Τα Γανωσέλια».
Ο Παναγιώτης Γανώσης ήταν επίσης δάσκαλος μουσικής και δίδαξε πολλούς νέους στην περιφέρεια της Καλλονής.
Ο μικρότερος αδερφός του Γιώργου, ο Δημήτρης Γανώσης έπαιζε επαγγελματικά ακορντεόν και κιθάρα. Συμμετείχε στην κομπανία του αδερφού του, Παναγιώτη, στην περιφέρεια της Καλλονής τη δεκαετία του 1950. Στη συνέχεια χρίστηκε παπάς στο Χάλικα της Μυτιλήνης και εγκατέλειψε την επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Παράλληλα με τη μουσική ο Γιώργος Γανώσης έκανε αγροτικές εργασίες και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την καλλιέργεια της ελιάς στην περιφέρεια του Παλαιοχωρίου.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 μέχρι το 1957-1958 εγκαταστάθηκε στην Καλλονή και εντάχθηκε στο μουσικό συγκρότημα που είχε φτιάξει εκεί ο αδερφός του Παναγιώτης.
Το διάστημα 1967-1968 εργάστηκε ως μουσικός στο νυχτερινό κέντρο της Μυτιλήνης «Κληματαριά».
Προσωπική και οικογενειακή πορεία:
Ο Γιώργος Γανώσης υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Χαλκίδα και στην Αλεξανδρούπολη. Παρουσιάστηκε το 1953:
Όντας ήμουν φαντάρος, μάθαινα σαλπιγκτής, ήταν η σχολή σαλπιγκτών, φαντάρος στη Χαλκίδα. […] ήμουνα σαλπιγκτής. Αλλά όχι σε μπάντα, επειδή ήμουνα πρακτικός, δε διάβαζα θεωρία.
Για τα γλέντια στα καφενεία της Λέσβου τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια ο Γιώργος Γανώσης αναφέρει:
Παρόλο που ήτανε φτώχεια κείνα τα χρόνια, δεν ξέρω, οι άνθρωποι γλεντούσαν. Εμείς τώρα, δεν ξέρω, μονάχα άγχος γεμίσαμε… […] Τρέμαμε. Άμα σπούσαν τζάμια, πετιώνταν γυαλιά αυτό και χάλα η δουλειά μας, πολλές φορές. Ενώ θέλαμε να ’κονομήσουμε, να πάρουμε λεφτά…
Μουσική μαθητεία:
Ο Γιώργος Γανώσης είναι πρακτικός οργανοπαίχτης. Ο αδερφός του Παναγιώτης τον δίδαξε πρακτικά σαντούρι, παρόλο που ο ίδιος είχε θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Στη συνέχεια ο σαντουριέρης Νίκος Καλαϊτζής ή “Μπινταγιάλας” από το Μεσότοπο, ο οποίος συνεργαζόταν με τον αδερφό του, τον βοήθησε να βελτιώσει την τεχνική του. Όταν ο μικρότερος αδερφός, ο Δημήτρης, έμαθε να παίζει ακορντεόν, ο Παναγιώτης προέτρεψε τον Γιώργο να μάθει ντραμς, για να φτιάξουν το δικό τους οικογενειακό συγκρότημα αποτελούμενο από βιολί, ακορντεόν και ντραμς.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Γιώργος Γανώσης ξεκίνησε να παίζει επαγγελματικά σαντούρι στα τέλη της δεκαετίας του 1940, στην Καλλονή:
Το ’49 ήμουνα στην Καλλονή, δουλεύαμε με τον αδερφό μου Παναγιώτη (βιολί). Και δύο άλλοι Καπιώτες (από το χωριό Κάπη) ήταν. Είναι παλιοί. Ο ένας πέθανε τώρα και ο άλλος είναι ο Γιαννακός Γιώργος, σαντούρ’ έπαιζε εκείνος, έπαιζε και αμφώνιο (ευφώνιο). Λοιπόν, λέει ο αδερφός μου, Παναγιώτης, θα πιάσει λέει ο μικρός σαντούρ’ και να πιάσεις εσύ τ’ αμφώνιο. Τί να κάνει; Ήθελε να μείνει στον αδερφό μου. Κι έπιασε αμφώνιο ο Γιαννακός κι έπιασα εγώ το σαντούρι.
Την περίοδο αυτή συμμετείχε στην κομπανία και ο Παναγιώτης Παντελέλης από το Παλαιοχώρι, που έπαιζε τρομπόνι.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην Καλλονή οι τρεις αδερφοί Γανώση φτιάχνουν δική τους κομπανία, που έγινε γνωστή στη Λέσβο με την ονομασία «Τα Γανωσέλια». Ο Γιώργος Γανώσης παίζει ντραμς, ο Δημήτρης Γανώσης ακορντεόν και ο Παναγιώτης Γανώσης βιολί:
Όταν βγήκαν τ’ ακορντεόν κι έπιασε ο αδερφός μου ο Δημήτρης, ο μικρός, ακορντεόν, μου λέει ο αδερφός μου ο Παναγιώτης: ‘Έ, τώρα λέει θα πιάσεις ντραμς εσύ. Έχουμε ανάγκη από ντραμς. Να ’μαστε τρία αδέρφια, δεμένοι, κι όποιος θέλει ας έρθει μαζί μας, για συγκρότημα’.
Μετά το 1952 συμμετέχει στην κομπανία και ο Κουταλέλλης ή «Κουταλής», που παίζει μπουζούκι.
Τη διετία 1955-56 οι τρεις αδερφοί Γανώση συνεργάστηκαν με τον Νίκο Καλαϊτζή ή «Μπινταγιάλα», που έπαιζε σαντούρι. Ο Γιώργος έπαιζε ντραμς, ο Παναγιώτης βιολί και ο Δημήτρης ακορντεόν.
Το 1957 ο Γιώργος Γανώσης έφυγε από την Καλλονή και επέστρεψε στο Παλαιοχώρι. Ο μικρότερος αδερφός του ο Δημήτρης χρίστηκε παπάς και εγκατέλειψε την επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική, ενώ ο μεγαλύτερος αδερφός του Παναγιώτης παρέμεινε στην Καλλονή και συνέχισε να παίζει βιολί σε συνεργασία με μουσικούς της περιφέρειάς του. Από το 1957 μέχρι το 1967 ο Γιώργος Γανώσης έπαιζε σαντούρι σε κομπανία με τους αδερφούς Παντελέλη, στο Παλιοχώρι. Συνεργάστηκε επίσης για ένα διάστημα με τον βιολιστή Ποσειδώνα Καραβά, και με τον βιολιστή Μιχάλη Βερβέρη ή Τουρκογιάννη στο Πλωμάρι.
Τη διετία 1967-68, ο Γιώργος Γανώσης έπαιζε ντραμς στο νυχτερινό κέντρο του Δαλαμπέκη: «Κληματαριά», στην Μυτιλήνη. Εκεί συνεργαζόταν με τον Παππά, που έπαιζε μπουζούκι.
Μετά το 1968, επέστρεψε στο Παλιοχώρι και συνέχισε να παίζει σαντούρι ή ντραμς σε τοπικά συγκροτήματα μέχρι τη δεκαετία του 1990.
Ο Γιώργος Γανώσης ανέφερε και άλλους μουσικούς της περιφέρειάς του, με πολλούς από τους οποίους είχε περιστασιακά συνεργαστεί: τον Παντελή Σκυβαλάκη από το Παλαιοχώρι που έπαιζε ακορντεόν και αρμόνιο, τον αδερφό του Αριστή Σκυβαλάκη που έπαιζε σαντούρι, τον Ηλία Ανδρόνικο στο μπουζούκι, τον Παναγιώτη Τυροπώλη από το Πλωμάρι και τον περίφημο Γιώργο Χατζέλλη ή «Βέβα» ή «Χαχίνα» από το Ακράσι που έπαιζαν σαντούρι. Επίσης ανέφερε το συγκρότημα των αδερφών Βερβέρη ή «Τουρκογιάννη» από το Πλωμάρι που αποτελούνταν από τον Μιχάλη – βιολί, τον Μεγακλή – σαντούρι και τον Παναγιώτη – βιολοντσέλο κυρίως, αλλά και σαντούρι, κιθάρα και ντραμς. Στην Πλαγιά της περιφέρειας Πλωμαρίου ανέφερε τον σαντουριέρη Γιώργο Καβαρνό ή «Αράπη», τον βιολιστή Παναγιώτη Χρήστου και τον μουσικό Μανώλη Γιαγνίση που έπαιζε ακορντεόν.
Στην ευρύτερη περιφέρεια του τόπου του ανέφερε τους εξής μουσικούς: Τον Μιχαήλ Πετρέλλη (ντραμς) και τον Γιάννη Κοτοπούλη (ακορντεόν) οι οποίοι συνεργάστηκαν με την κομπανία των αδερφών Γανώση, τους βιολιστές Τάσο Κουλούρη και Ηλία Δογραμπατζή, το Χρήστο Παντελίδη από το Σκουτάρο (κορνέτα) καθώς και τους Δημήτρη Μπατάκα, Αντώνη Στεργίου, Ευστράτιο Κουταλέλη ή «Κουταλή» που παίζουν μπουζούκι.
Συγκρότημα – κομπανία: “Τα Γανωσέλια”
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Από το 1949 μέχρι το 1957 με έδρα την Καλλονή στην Κεντρική Λέσβο, ο Γιώργος Γανώσης έπαιζε μουσική σε γάμους και πανηγύρια, αλλά και σε γλέντια σε καφενεία και σε σπίτια, σε συνεργασία με τον αδερφό του Παναγιώτη. Το 1950 παίζανε μουσική στο νυχτερινό κέντρο του Γιώργου Βαμβουκλή. Αρχικά το μουσικό συγκρότημα αποτελούνταν από τον Παναγιώτη Γανώση στο βιολί, τον Γιώργο Γανώση (σαντούρι), τον Γιώργο Γιαννακό από την Κάπη (ευφώνιο) και τον Παναγιώτη Παντελέλη από το Παλαιοχώρι (τρομπόνι).
Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν ο Δημήτρης Γανώσης έμαθε ακορντεόν, ο Γιώργος ξεκίνησε να παίζει ντραμς, και μαζί με τον μεγαλύτερο αδερφό τον Παναγιώτη στο βιολί, οι τρεις αδερφοί Γανώση έφτιαξαν το δικό τους μουσικό συγκρότημα στην Καλλονή:
Όταν βγήκαν τ’ ακορντεόν κι έπιασε ο αδερφός μου ο Δημήτρης, ο μικρός, ακορντεόν, μου λέει ο αδερφός μου ο Παναγιώτης: ‘Έ, τώρα λέει θα πιάσεις ντραμς εσύ. Έχουμε ανάγκη από ντραμς. Να ’μαστε τρία αδέρφια, δεμένοι, κι όποιος θέλει ας έρθει μαζί μας, για συγκρότημα’.
Μετά το 1952 συμμετέχει στην κομπανία και ο Κουταλέλλης ή «Κουταλής», που παίζει μπουζούκι.
Το 1957 ο Γιώργος Γανώσης επέστρεψε στο Παλαιοχώρι και εντάχθηκε στο τοπικό μουσικό συγκρότημα των αδερφών Παντελέλη, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1967:
Είχαν κι οι Παντελέληδες έναν αδερφό στο σαντούρ’, αλλά εγώ ήμουν πιο καλός παλιά απ’ τον αδερφό ’ντων και λέει το βιολί – ο αδερφός Παντελέλ’ : Να παίζεις το ντραμς λέει εσύ (στον αδερφό του), να παίζει σαντούρ’ ο Γιώργος. Επειδή εκούρδιζα πιο καλά…
Στο διάστημα αυτό έπαιζε σαντούρι στα τοπικά πανηγύρια, όπως το πανηγύρι της Παναγίας Κρυφτής στο επίνειο Μελίντα. Κάθε Κυριακή έπαιζε στο καφενείο «Ταράτσα». Μετά το 1968 έπαιζε σαντούρι σε γάμους και πανηγύρια στην ευρύτερη περιφέρεια του Πλωμαρίου, σε συνεργασία με τον βιολιστή Μιχάλη Βερβέρη ή «Τουρκογιάννη».
Μαζί με τον βιολιστή Ποσειδώνα Καραβά έπαιζε σαντούρι στο παραθαλάσσιο καφενείο του Μανιάκη στο Πλωμάρι. Έχει παίξει επίσης επανειλημμένα στα υπερτοπικά πανηγύρια του νησιού, όπως το πανηγύρι της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο στην Αγιάσο, το πανηγύρι του Ταύρου στην Αγία Παρασκευή, το πανηγύρι της Κυριακής των Μυροφόρων στον Μανταμάδο.
Το 1964 έπαιζε σαντούρι ή ντραμς σε ένα καφενείο στη Γέρα μετά από πρόσκληση του καφετζή.
Τη διετία 1967-1968 έπαιζε ντραμς στο νυχτερινό κέντρο «Κληματαριά» στη Μυτιλήνη.
Μετά το 1968, επέστρεψε στο Παλιοχώρι και συνέχισε να παίζει σαντούρι ή ντραμς σε γάμους και πανηγύρια της περιφέρειάς του, μέχρι τη δεκαετία του 1990.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Ο Γιώργος Γανώσης αγόρασε το σαντούρι του από τον οργανοποιό Ιωάννη Ζαφειρόπουλο στην Αθήνα.
Στο σπίτι του έχει επίσης ένα «τσύμπαλο», το οποίο αγόρασε, πριν το 1980 από τον μουσικό Ποσειδώνα Καραβά:
Αυτός το πήρε απ’ την Αθήνα τούτο το ’κανε παραγγελία όμως, ε γέρασε πια… […] Μπορεί να ’κανε τότε φερ’ ειπείν 50.000 δραχμές , 5-6 (χιλιάδες) τ’ έδωσα εγώ;…. Αν βλέπετε μέσα, είναι του Ζαφειρόπουλου Αλλά τούτα τα φτιάχνουν στη Ρουμανία μονάχα. Κι ο Ζαφειρόπουλος πήρε σχέδιο απ’ τη Ρουμανία, από Ρουμάνο.
Τοπικές δράσεις:
Ο Γιώργος Γανώσης έπαιξε μουσική σε όλα σχεδόν τα χωριά του νησιού:
Μονάχα στην Ερεσό δεν έχω παίξει. Στ’ άλλα όλα χωριά έχω πάει.
Με έδρα την καλλονή στην Κεντρική Λέσβο, από το 1949 μέχρι το 1957 έπαιζε μουσική σε συνεργασία με τον αδερφό του Παναγιώτη στο βιολί, σε γάμους και πανηγύρια, όπως το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας. Έπαιζαν επίσης σε γλέντια σε καφενεία αλλά και σε σπίτια, καθώς και σε εξοχικά κέντρα:
Το ’49 ήμουνα στην Καλλονή. Μες στην πείνα στην Καλλονή δουλεύαμε με τον αδερφό μου Παναγιώτη. […] Πασιακάς, ένας πλούσιος ήταν, στην Καλλονή. Σπίτι του. Κι άμα ξημέρωνε, πόση ήταν η παρέα, 4-5 άτομα, όσοι ήταν, άντε βόλτα όλη την Καλλονή…
Παίζανε συχνά σε ένα εξοχικό μέρος, έξω από την Καλλονή, στην κατεύθυνση του Μολύβου.
Τα Σουμούρια είναι το μέρος, Σουμούρια λέγεται, Εσωμέρια, μέσα μέρος.
Το 1950 παίζανε στο νυχτερινό κέντρο του Γιώργου Βαμβουκλή μέσα στην Καλλονή. Στο διάστημα αυτό έπαιζαν συχνά σε γλέντια που γίνονταν στην Στύψη, στη βόρεια Λέσβο:
Το βόρειο τμήμα, Στύψη ιδίως, σπάνια να μη γινόταν γλέντι και να μην πιάσει καβγάς.
Το 1957 ο Γιώργος Γανώσης επέστρεψε στο Παλαιοχώρι και μέχρι τη δεκαετία του 1990 έπαιζε σαντούρι ή ντραμς σε συνεργασία με συντοπίτες του μουσικούς σε γάμους, πανηγύρια, γλέντια σε καφενεία αλλά και σε σπίτια στα χωριά της ευρύτερης περιφέρειάς του:
Μας φώναζαν παρέες στα σπίτια. Εκεί που κοιμόμασταν, ντάκα-ντάκα η πόρτα: ‘Λάτε να παίξουμε στου Μπάμπη το σπίτι’, ναι….πιθανόν να μας φωνάζαν τη νύχτα, ξανά, πρωινές ώρες: ‘Λάτε στη Σκάλα της Καλλονής, οι ψαράδες σας θέλουν…
Έχει παίξει επίσης επανειλημμένα σαντούρι στη Σκάλα Πολιχνίτου:
Τουλάχιστον 30 φορές έχω πάει από δω (Παλιοχώρι), με τα πόδια, Σκάλα Πολυχνίτου, με το σαντούρι σ(η)κωμένος.
Ο Γιώργος Γανώσης έπαιζε τακτικά μουσική στα υπερτοπικά πανηγύρια της Λέσβου, όπως το πανηγύρι του Ταύρου στην Αγία Παρασκευή, το πανηγύρι της Παναγίας τον Δεκαπενταύγουστο στην Αγιάσο, το πανηγύρι της Κυριακής των Μυροφόρων στο Μανταμάδο, όπου συγκεντρώνονταν πολλά μουσικά συγκροτήματα του νησιού.
Το καλοκαίρι του 1964 έπαιζε μουσική σε ένα καφενείο στη Γέρα, μετά από πρόσκληση του καφετζή, ενώ τη διετία 1967-1968 έπαιζε ντραμς στο νυχτερινό κέντρο του Δαλαμπέκη στην Μυτιλήνη:
Ξενυχτάδικο, αλλά δουλεύαμε, ρεπό δεν κάναμε, το δουλεύαμε, γιατί ποιός θα πάει ντραμς; Έπρεπε να ’χει πρόβες καμωμένες τα κομμάτια που παίζαμε.
Ηγετικές προσωπικότητες – ρόλοι στο πεδίο της μουσικής επιτέλεσης:
Ο Γιώργος Γανώσης αναγνωρίζει τον ηγετικό ρόλο του αδερφού του Παναγιώτη όχι μόνο στον δικό του προσανατολισμό στην εκμάθηση του μουσικού οργάνου, αλλά γενικότερα στη συνεργασία του με τους άλλους μουσικούς που συμμετείχαν στο μουσικό συγκρότημα. Από τα λόγια του Γιώργου για τον αδερφό του προκύπτει ότι ο ηγετικός του ρόλος βασιζόταν μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι είχε θεωρητικές γνώσεις μουσικής και αναγνωρισμένη δεξιοτεχνία στο βιολί:
Το ’49 ήμουνα στην Καλλονή, δουλεύαμε με τον αδερφό μου Παναγιώτη (βιολί). Και 2 άλλοι Καπιώτες (από το χωριό Κάπη) ήταν. Είναι παλιοί. Ο ένας πέθανε τώρα και ο άλλος είναι ο Γιαννακός Γιώργος: σαντούρ’ έπαιζε εκείνος, έπαιζε και αμφώνιο (ευφώνιο). Λοιπόν, λέει ο αδερφός μου, Παναγιώτης, ‘θα πιάσει λέει ο μικρός σαντούρ’ και να πιάσεις εσύ τ’ αμφώνιο’. Τί να κάνει; Ήθελε να μείνει στον αδερφό μου. Κι έπιασε αμφώνιο ο Γιαννακός κι έπιασα εγώ το σαντούρι… […] Όταν βγήκαν τ’ ακορντεόν κι έπιασε ο αδερφός μου ο Δημήτρης, ο μικρός, ακορντεόν, μου λέει ο αδερφός μου ο Παναγιώτης: ‘Ε, τώρα λέει θα πιάσεις ντραμς εσύ. Έχουμε ανάγκη από ντραμς. Να ’μαστε τρία αδέρφια, δεμένοι, κι όποιος θέλει ας έρθει μαζί μας, για συγκρότημα.
Και ο Γιώργος Γανώσης συμπληρώνει χαρακτηριστικά:
Ε, ήξερε, ήταν πολύ πνεύμα, τεχνίτης πολύ. Εγώ δεν μπόρεσα να τον φτάσω. Γιατί εγώ σχεδόν πρακτικά έπιασα. Διότι το συγκρότημα γρινιάζαν τότε κείνα τα χρόνια, να εγώ ατζαμής να παίρνω ίσα-ίσα μερίδιο, αλλά είχανε ανάγκη οι παλιοί τον Παναγιώτη, γιατί αυτός τραβούσε, όλα τα τραβούσε αυτός μπροστά. Τί να κάνειν; Υποκύπτανε και οι άλλοι συντρόφοι.
Ρεπερτόριο:
Ο Γιώργος Γανώσης έπαιζε στο σαντούρι όλους τους τοπικούς σκοπούς και χορούς, όπως καρσιλαμά, συρτό, μπάλλο, ζεϊμπέκικο, καλαματιανό, τσάμικο, που περιλαμβάνονταν στο ρεπερτόριο των πανηγυριών. Έπαιζε επίσης ρεμπέτικα, λαϊκά και τα επονομαζόμενα «ευρωπαϊκα», όπως βαλς, «Τα κύματα του Δουνάβεως», «Κομπαρσίτα», ανάλογα με τις απαιτήσεις του ακροατηρίου.
Στην Καλλονή, όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες έπαιζαν πολλούς μικρασιάτικους σκοπούς, κάποιοι από τους οποίους δεν ήταν τότε γνωστοί στο Παλαιοχώρι:
“Τ’ “Αϊσέ”, δεν τ’ ήξερε η περιφέρεια μας. Κι εγώ όταν πήγα ντραμς να παίξω σ’ Καλλονή, Αϊδίνικο, λέει, λέγεται, δεν το παίζαμε εδώ πέρα… Τούρκικα παίζαμε. Άχρονα είναι. Στην Καλλονή είχε πολλούς πρόσφυγες, που τα γυρεύαν. Π.χ. το “Ιμιτλερίμ”, το γυρεύαν ονομαστικώς, το πληρώναν.
Αναφέρει επίσης χαρακτηριστικά:
Βεβαίως ήθελαν τούρκικα. Ιδίως η Καλλονή: “Ιμιτλερίμ”, Ταβακλαρίμ”, “…γιαπρακλαρίμ”, “Τσάκιτζη”, αυτοί που τα γυρεύαν, τα ξέραν.
Για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι πρακτικοί οργανοπαίχτες στην εκμάθηση του νέου ρεπερτορίου των λαϊκών και ρεμπέτικων ο Γιώργος Γανώησης αναφέρει:
Όταν μπήκαν τα μπουζούκια (περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1950), τα κομμάτια ήταν δύσκολα. Ταχύτητα. Να πάρουμε τις «φωνές» (νότες), δυσκολευτήκαμε. Μας τα γυρεύανε να τα παίξουμε. Και δυσκολευτήκαμε. Μια εποχή κλονιστήκαμε.
Για τα επονομαζόμενα “ευρωπαϊκά” πάλι αναφέρει:
Στα πανηγύρια αρχή-αρχή το κάθε συγκρότημα έπρεπε να παίξει “ευρωπαϊκά” και μετά να παίξει τα λαϊκά… Τα χορεύανε. Ιδίως η Καλλονή, πολλά ευρωπαϊκά γυρεύανε.
Τις παρτιτούρες για τα «ευρωπαϊκά» τις αγοράζανε από το κατάστημα του Πατλάκα στη Μυτιλήνη. Τις μελετούσε ο αδερφός του Παναγιώτης, που είχε θεωρητικές γνώσεις μουσικής, στο βιολί και έδειχνε τα κομμάτια, πρακτικά στους υπόλοιπους μουσικούς του συγκροτήματος.
Αμοιβή:
Στα γλέντια στα καφενεία οι μουσικοί αμείβονταν από όσους επιθυμούσαν να χορέψουν, πρακτική που ονομαζόταν «χαρτούρα»:
Πληρώνανε μόνο με χαρτούρα, από καφενείο δεν παίρναμε φράγκο.
Τα μέλη του μουσικού συγκροτήματος μοιράζονταν τη συνολική αμοιβή στο τέλος της βραδιάς σε ίσα μερίδια, εκτός εάν κάποιος ήταν αρχάριος οπότε μπορεί να έπαιρνε μικρότερο μερίδιο:
Γιατί εγώ σχεδόν πρακτικά έπιασα. Διότι το συγκρότημα γρινιάζαν τότε κείνα τα χρόνια, να εγώ ατζαμής να παίρνω ίσα-ίσα μερίδιο, αλλά είχανε ανάγκη οι παλιοί τον Παναγιώτη (Γανώση), γιατί αυτός τραβούσε, όλα τα τραβούσε αυτός μπροστά. Τί να κάνειν; Υποκύπτανε και οι άλλοι συντρόφοι.
Υπήρχαν χωριά, που λόγω πολυκαλλιέργειας, είχαν μεγαλύτερη οικονομική άνεση, από τα χωριά του Πλωμαρίου, όπως το Λισβόρι, τα Βασιλικά, η Βρίσα. Γι’ αυτά αναφέρει:
Αν έπαιρνες εδώ, σε ένα πανηγύρι, ο κάθε μουσικός, φερ’ ειπείν, μερίδιο εκατό δραχμές, όταν πήγαινες σ’ αυτή την περιφέρεια, έπαιρνες τα διπλά και τα τρίδιπλα. Πλήρωναν πιο καλά. Είχαν την οικονομική ευκαίρεια.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Γιώργος Γανώσης διέκρινε τους εξής μουσικούς της Λέσβου, με κάποιους από τους οποίους συνεργάστηκε στο πλαίσιο των τοπικών συγκροτημάτων:
- Ποσειδώνας Καραβάς. Πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία, που το 1922 εγκαταστάθηκε στο Παλαιοχώρι. Μουσικός με θεωρητικές γνώσεις μουσικής, έπαιζε βιολί και ήταν καλλίφωνος τραγουδιστής:
Βιολί από τα λίγα. Δάσκαλος του αδερφού μου Παναγιώτη στο βιολί. Ήταν η καταγωγή του απ’ τη Σμύρνη….Ο Ποσειδών πα’ στη Μυτιλήνη, πρώτος ερχόταν. Γιατί κατείχε ευρωπαϊκά, σμυρνέϊκα, τούρκικα, τα λαϊκά, ταξίμια να κάνει. Σ’ όλα μέσα ήταν.
- Γιάννης Καραβάς. Γιός του Ποσειδώνα Καραβά. Παίζει αρμόνιο.
Αυτός είναι πολύ τεχνίτης, έχω μάθει. Είναι στην Αυστραλία.
- Στρατής Καραβάς. Ο μικρότερος γιός του Ποσειδώνα. Έπαιζε βιολί. Σκοτώθηκε σε ατύχημα κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας.
Βιολί, αν έζη (ζούσε) αυτό το μωρό σήμερα, όλοι θα τον θαύμαζαν. Ήταν πνεύμα. Κι είχε βάλει τον μπαμπά του κάτω.
- Γιάννης Παντελέλης, από το Παλιοχώρι.
Ήταν η πρώτη κορνέτα πα’ στη Μυτιλήνη.
- Παναγιώτης Παντελέλης ή “Ασπαρκιά”, από το Παλαιοχώρι. Έπαιζε τρομπόνι:
Τον Παναγιώτη (Παντελέλη), το τρομπόνι, τον είχαμε πάρει εμείς. Δουλεύαμε Καλλονή. Λοιπόν κι ευτυχώς, ήταν και πιο δυναμωμένος, εγώ πιτσιρικάς ακόμα. Εδώ (στους ώμους) έκανε αυλάκι το λουρί απ’ το σαντούρ’. ‘Έλα βρε αδίκαστε’, μ’ έλεγε μένα, δηλαδή μικροκαμωμένε, και μ’ έπαιρνε το σαντούρ’ και μ’ έδινε και σήκωνα εγώ το τρομπόνι.
- Γεώργιος Χατζέλλης ή «Βέβα» ή «Χαχίνα», από τ’ Ακράσι:
Το πιο καλό σαντούρ’ πα’ στο νησί. Είχε δουλέψει και στην Αμερική εκείνος, το ‘20. Τότε που γεννήθηκα εγώ, το ’27, είχε επιστρέψει. Είχαν συγκρότημα στ’ Ακράσι… “Βέβα” τον λέγανε. Κι αυτό πάλι μάλλον παρατσούκλι πρέπει να ήτανε. Γιώργος ήταν το όνομά τ’.
- Μουσικό συγκρότημα των τριών αδερφών Βερβέρη ή «Τουρκογιάννη», από το Πλωμάρι:
Και οι Βερβέρηδες, όντας παίζαν τ’ αδέρφια, ήνταν συνεννοημένοι, ήξερε ο ένας τι θα κάνει ο άλλος… Ο Μιχάλης (βιολί), σαντούρ’ ο Μεγακλής. Ήταν και οι δυο τεχνίτες. Διάβαζαν και οι δυο μουσική. […] Καλό σαντουρέλι ήταν κι αυτός και τούτος (ο Παναγιώτης)…
- Γεώργιος Καβαρνός ή «Αράπης». Πρόσφυγας από την Μικρά Ασία που παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στην Πλαγιά της περιφέρειας Πλωμαρίου:
Τεχνίτης σαντούρ’. Εγώ ίσα-ίσα τον πρόλαβα.
- Νίκος Καλαϊτζής ή «Μπινταγιάλας», από τον Μεσότοπο. Έπαιζε σαντούρι και βιολί:
Μόνο τον Νίκο πρόλαβα εγώ, γνώρισα. Καλό συγκρότημα ήταν: Η «Μπινταγιάλας» με τ’ αδέρφια του εννοώ. Παίζανε στον Πολυχνίτο, Βασιλικά… Ήταν πολύ πνεύμα. Τεχνίτης πολύ ήταν. Εγώ δεν μπόρεσα να τον φθάσω.
- Γιώργος Καλαϊτζής, αδερφός του Νίκου Καλαϊτζή ή “Μπινταγιάλα”.
Τον Γιώργο τον γνώρισα στη Χαλκίδα εγώ. Είχε παντρευτεί στη Χαλκίδα και κει τον γνώρισα εγώ. Σαλπιγκτής εκπαιδευόμουν και ήταν το κέντρο εκπαιδευτών σαλπιγκτών στη Χαλκίδα… Εκεί ήταν παντρεμένος. Και πήγα τον γνώρισα. Εκεί με συγκρότημα έπαιζε, είχε άλλο συγκρότημα εκείνος και παίζανε.
- Χρήστος Παντελίδης, από τον Σκουτάρο. Συνεργάστηκε με τον Γιώργο Γανώση σε πανηγύρι της Αγίας Τριάδας στην Καλλονή:
Κι αυτός καλή κορνέτα ήταν.
- Ευστράτιος Κουταλέλλης ή «Κουταλής. Έπαιζε μπουζούκι και συνεργάστηκε με τους αδερφούς Γανώση μετά το 1952 στην Καλλονή:
Δεν ήταν τεχνίτης στο μπουζούκι, αλλά ήταν της δουλειάς άνθρωπος.
Επιρροές προσφύγων ή μεταναστών από άλλες περιοχές στα μουσικά δρώμενα:
Όπως αναφέρει ο Γιώργος Γανώσης, στην Καλλονή όπου ήταν εγκατεστημένοι πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες, το ρεπερτόριο περιελάμβανε πολλούς μικρασιατικούς σκοπούς, κάποιοι εκ των οποίων δεν ήταν ακόμα γνωστοί σε άλλες περιοχές της Λέσβου:
Ιδίως αυτή η περιφέρεια είχε πολλοί πρόσφυγοι και τα γυρεύαν. … και τούρκικα παίζαμε, “Ιμιτλερίμ”, τέτοια… Άχρονα ήτανε αυτά. Δεν χορευόταν. Κατά βούληση, μας το γυρεύαν ονομαστικώς (το “Ιμιτλερίμ”), το πληρώναν. […] Βεβαίως ήθελαν τούρκικα. Ιδίως η Καλλονή: “Ιμιτλερίμ”, Ταβακλαρίμ”, “…γιαπρακλαρίμ”, “Τσάκιτζη”, αυτοί που τα γυρεύαν, τα ξέραν». […] Τ’ “Αϊσέ”, δεν τ’ ήξερε η περιφέρεια μας. Κι εγώ όταν πήγα ντραμς να παίξω σ’ Καλλονή, Αϊδίνικο, λέει, λέγεται, δεν το παίζαμε εδώ πέρα.
Επιδράσεις στον τοπικό μουσικό πολιτισμό από αστικούς χώρους της Ελλάδας και του εξωτερικού:
Από τη δεκαετία του 1950 εισέρχονται στη Λέσβο τα τραγούδια αλλά και τα μουσικά όργανα που είχαν ήδη επικρατήσει στα μουσικά δρώμενα της Αθήνας και του Πειραιά. Στα μουσικά συγκροτήματα εισάγονται το μπουζούκι, το ακορντεόν και τα ντραμς, ενώ στο ρεπερτόριο τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά. Το νέο αυτό ρεπερτόριο που απαιτούσε μεγάλη δεξιοτεχνία δυσκόλεψε πολλούς ντόπιους μουσικούς, ιδιαίτερα βέβαια του πρακτικούς οργανοπαίχτες:
Ιδίως μας αχρήστεψε τα κομμάτια π’ έβγαλε ο Τσιτσάνης. Δύσκολα! Ταχύτητα! Δεν προλαβαίναμε να πάρουμε τις φωνές. Δυσκολευτήκαμε. Βλέπεις ο κόσμος δεν ήταν μαγνητόφωνα τότε, τζουκ-μποξ, ε, μας τα γυρεύαν και μας να τα παίξουμε. Και δυσκολευτήκαμε. Μια εποχή κλονιστήκαμε… Μοναχός, μοναχός του καθόταν (ο Κουταλέλης που έπαιζε μπουζούκι). Τέτοιο αυτί που είχε όμως! Κι έβαζε την, όχι κασέτα, ούτε κασέτες δεν υπήρχαν τότε, μονάχα το τζουκ-μποξ, την πλάκα, το δίσκο δηλαδή και έγραφε με νότες… Τα ’γραφε με νότες ναι. Είχε γερό αυτί. Αλλά θέλω να σου πω ότι με τα μπουζούκια τότε στην αρχή, ε, ταλαντευτήκαμε, δυσκολευτήκαμε πολύ, ο κόσμος τα γύρευε τα κομμάτια.
Στο ρεπερτόριο των χοροεσπερίδων, αλλά και στα πανηγύρια και στα γαμήλια γλέντια είχαν εισαχθεί ήδη από τα προπολεμικά χρόνια τα επονομαζόμενα «ευρωπαϊκά», όπως βαλς, φοξ, ταγκό, καθώς και τα κομμάτια από τις μουσικές επιθεωρήσεις που ανέβαιναν στις θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Τα κομμάτια αυτά τα μάθαιναν όσοι είχαν θεωρητικές γνώσεις μουσικής βάσει παρτιτούρας και στη συνέχεια τα έδειχναν πρακτικά στους μουσικούς που δεν είχαν θεωρητικές γνώσεις μουσικής:
Ευρωπαϊκά παίζαμε εδώ (στα πανηγύρια), τα “Κύματα του Δουνάβεως”…. Ε, βαλς παίζαμε… Τα χορεύανε βέβαια. Ιδίως η Καλλονή. Πολλά ευρωπαϊκά παίζαμε, Κομπαρσίτα. Πάγαινε απ’ τον Πατλάκα (ο αδερφός του Παναγιώτης Γανώσης), απ’ τη Μυτιλήνη, Πατλάκας λεγόταν (το κατάστημα με τα είδη μουσικής), τα είχε έντυπα τα ευρωπαϊκά, γραμμένα, έτοιμα (παρτιτούρες). Τα ’βγαζε αυτός και μας τα ’δειχνε και σε μας μετά.
Ακροατές – γλεντιστές:
Ο Γιώργος Γανώσης αναφέρει ότι τα επονομαζόμενα «ευρωπαϊκά» τα παράγγελναν και τα χορεύανε κυρίως οι εύποροι:
Τα βάζανε γιατί άλλος σηκωνόταν απάνω και χόρευε ταγκό, χόρευε βαλς, ταν-ταν-ταν… Βαλς οι καλοί-καλοί που λένε χορεύανε…
Αναφέρει επίσης τη χαρακτηριστική περίπτωση ενός εύπορου από την Καλλονή που προσκαλούσε τους μουσικούς όχι μόνο για να γλεντήσει με φίλους του στο σπίτι, αλλά και για να περιδιαβούν την κωμόπολη παίζοντας μουσική τα ξημερώματα:
Πασιακάς, ένας πλούσιος ήταν, στην Καλλονή. Σπίτι του. Κι άμα ξημέρωνε, πόση ήταν η παρέα, 4-5 άτομα, όσοι ήταν, άντε βόλτα όλη την Καλλονή…