Βουρλιώτης Νίκος

Σάμος

Τόπος γέννησης: Παγώνδας, Σάμος

Χρόνος γέννησης: 1932

Ιδιότητα:

Ο Νίκος Βουρλιώτης παίζει μπουζούκι και τραγουδάει:

Παίζω μπουζούκι, έπαιζα, παίζω ακόμα, αλλά τώρα το παίζω στο σπίτι μόνο […]. Ναι τραγούδαγα. Δεν ήμουν τραγουδιστής, δηλαδή από τους πρώτους τραγουδιστές, αλλά έβγαζα δουλειά και ’γω.

Άρχισε να παίζει μουσική με μια παλιά κιθάρα του θείου του αλλά γρήγορα άρχισε να τον ενδιαφέρει το μπουζούκι:

Ύστερα μ’ άρεσε το μπουζούκι ας πούμε απ’ την κιθάρα, και καταπιάστηκα με το μπουζούκι ας πούμε. Ε, είχαμε κάνει εδώ μια ορχήστρα τριμελή, τετραμελή, πενταμελή, πολλές φορές κολλούσαμε εκεί, πανηγύρια, γάμους, ξέρω ’γω, πηγαίναμε.

 

Γονείς:

Οι γονείς του Νίκου Βουρλιώτη ονομάζονται Στέφανος και Βασιλοπούλα. Ο πατέρας του διατηρούσε τσαγκάρικο στον Παγώνδα της Σάμου και ήταν επίσης ψάλτης. Ο θείος του, Μανόλης Κυριακού, αδελφός της μητέρας του, ήταν πρακτικός μουσικός:

Και εκείνος πρακτικός, ακριβώς δεν μπορώ να σου πω τι […], ήξερα ότι έπαιζε κιθάρα, αλλά [αν] πήγε σε κανέναν δάσκαλο δεν ξέρω. Εγώ πάντως επειδή αρρώστησε τότες, το τριάντα οκτώ [1938], ήμουν έξη χρονών, δε θυμάμαι και πολλά πράγματα. Ε, ύστερα βρέθηκε η κιθάρα, της πέρασα κάτι χορδές επάνω και άρχισα μόνος μου.

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Ο Νίκος Βουρλιώτης θυμάται την εποχή που έκλεψε τη γυναίκα του Καλλιόπη:

[…] ήταν χειμώνας και, και επειδή είμαι και κλεψίγαμος […], παντρεύτηκα το Φλεβάρη του χίλια εννιακόσια πενήντα πέντε [1955]. Πήγα το Μάιο του πενήντα πέντε φαντάρος. Και απολύθηκα τέλος του πενήντα έξη.

Έχει δύο κόρες, τη Βάσω και την Ειρήνη:

Λοιπόν είναι, η μια είναι στο Βέλγιο, έχει πάρει ένα παιδί απ’ την Αλεξανδρούπολη και τώρα θα ’ρθούνε. Τον άλλο μήνα θα ’ρθούνε. Η άλλη μένει στο Ηραίον. Μένουν εκεί κάτω, έχουν σπίτι δικό τους, εκεί […], αυτή ήταν αυτή ασχολιόταν στα γράμματα, στο Βέλγιο έμαθε αυτά και εδώ δούλευε στην Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών.

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Όταν τελείωσε το δημοτικό άρχισε να δουλεύει μαζί με τον πατέρα του που ήταν τσαγκάρης:

Ναι δούλεψα με τον πατέρα μου, τσαγκάρης ο πατέρας μου, δούλευα και με τον πατέρα μου […].

Ο Νίκος Βουρλιώτης άρχισε να ασχολείται με τη μουσική το 1951, όμως άρχισε να δουλεύει επαγγελματικά λίγα χρόνια αργότερα:

Εγώ ξεκίνησα γύρω στο πενήντα ένα [1951], πενήντα δύο [1952] ξεκίνησα τη μουσική, αλλά στα πατάρια βγήκα απ’ το πενήντα τέσσερα [1954] και ύστερα. Πενήντα τρία, πενήντα τέσσερα […]. Όχι φυσικά έτοιμος. Βασικές ελλείψεις τότε της εποχής. Γιατί πάντοτε ο αυτοδίδακτος έχει πολλές ελλείψεις.

Μέχρι το 1964 δούλευε επαγγελματικά στην Ελλάδα. Μετά συνέχισε τη δουλειά του μουσικού στο Βέλγιο, μέχρι το 2000 περίπου:

Μέχρι το δυο χιλιάδες, πριν κανένα χρόνο σταμάτησα στο Βέλγιο εκεί πάνω, γιατί είχα κάτι προβλήματα άλλα ας πούμε και […]. Έπαιζα εκεί πάνω. Συνέχεια παίζαμε. Και τελευταία τα εφτά χρόνια έπαιζα μ’ ένα παιδί Έλληνας εκεί πάνω, καθηγητής ήτανε φιλόλογος Γαλλικής, αλλά επειδή τελείωσε τις σπουδές του, δουλειά δεν βρίσκεις εκεί πάνω. Και εκεί το μόνο που σε βάζουν στο ταμείο ανεργίας. Παίρνεις ένα επίδομα μικρό και δούλευα μ’ αυτό το παιδί εκεί. Πολύ ωραίος τραγουδιστής και ωραίος κιθαρίστας.

 

Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:

Ο Νίκος Βουρλιώτης άρχισε 19 ετών να παίζει μουσική:

Ήμουνα δέκα εννιά […], είμαι το τριάντα δύο [1932] γεννημένος, δέκα εννιά χρονών, δηλαδή συγκεκριμένα δεν θυμάμαι, μπορεί να είναι και το πενήντα δύο [1952]. Δεν έχω κρατήσει αυτοβιογραφία ας πούμε.

Δούλεψε για πολλά χρόνια ως επαγγελματίας μουσικός στην Ελλάδα. Το 1964 έφυγε για το Βέλγιο όπου εργάστηκε και σαν μουσικός μέχρι το 2000. Έκτοτε σταμάτησε να παίζει:

Παίζω μπουζούκι, έπαιζα, παίζω ακόμα, αλλά τώρα το παίζω στο σπίτι μόνο. Έχω σταματήσει, γιατί δούλεψα αρκετά χρόνια. Στο Βέλγιο, εδώ πέρα προτού φύγω. Εδώ δούλεψα γύρω στα δέκα, δώδεκα χρόνια. Πριν να φύγω για το Βέλγιο. Έφυγα το εξήντα τέσσερα [1964], γύρισα το δυο χιλιάδες [2000]. Έκτοτε το σταμάτησα επαγγελματικά. Τώρα μόνο στο σπίτι.

 

Προσωπική και οικογενειακή πορεία:

Ο Νίκος Βουρλιώτης παρουσιάστηκε το 1955 στον στρατό και απολύθηκε στις αρχές του 1957 περίπου. Περιγράφοντας τη στρατιωτική του θητεία αναφέρει:

Στο στρατό πήγα το χίλια εννιακόσια πενήντα πέντε [1955]. Είχα, το ’χα πάρει μαζί μου και το όργανο και διασκεδάζαμε μεταξύ μας πολλές φορές, κάναν και κάτι εκδηλώσεις οι […]αξιωματικοί και μας παίρναν και παίζαμε. Φυσικά για να έχουμε καμιά άδεια […]. Φαντάρος έκανα Κρήτη, βασική εκπαίδευση, μετά πήγα Γιαννιτσά, μετά πήγα Βέροια, μετά πήγα Κεφαλονιά και ξανά Γιαννιτσά. Από κει πήρα το απολυτήριο […]. Διασκεδάζαμε, μεταξύ μας διασκεδάζαμε […], ακούσματα είχαμε από, από δίσκους που άκουγα άμα βγαίναμε καμιά φορά έξοδο, πηγαίναμε και σε κανένα ταβερνάκι να πιούμε, ε από κει ακούγαμε […]. Έχω δουλέψει και με άλλους φαντάρους που ήταν μαζί […]. Θυμάμαι τώρα ένας Στεφανάκης, έπαιζε καλή κιθάρα και αυτός, αν θυμάμαι, ναι, Στεφανάκης, ένας άλλος, δεν τους θυμάμαι κιόλας, πως λεγόταν.

Ο Νίκος Βουρλιώτης πιστεύει ότι οι καταστάσεις όσον αφορά στη μουσική παραγωγή έχουν αλλάξει με το πέρασμα των χρόνων:

Σήμερα κοιτάζουν να εμπορευματοποιήσουν, κοιτάζουν. Ποιος θα βγάλει πιο πολλά, σου λέει θα βγάλω δέκα τραγούδια, θα πουλήσω τα δυο. Θα πιάσω να οικονομήσω από κει. Ενώ παλιά ήτανε ότι βγάζανε, να μην πω ότι, αλλά τουλάχιστον το ενενήντα τις εκατό, είχε ακουστικότητα. Και ξέρεις, ήταν το συναίσθημα τότες, της εποχής που ο κόσμος υπόφερε από πολλά πράγματα. Υπόφερε από φτώχεια, υπόφερε από φυλακές, υπόφερε από αγάπη. Και αυτό, είχαν και αυτό μέσα. Υπόφερε από αδικία, δηλαδή ότι, ότι […], κοινωνική, μα για τι μιλάω. Λοιπόν αυτά όλα είχανε, χτυπούσανε στην ακουστική του ανθρώπου είχε, είχε μεγάλη έλξη, δηλαδή άκουγε, δεν ξέρω τι ιδεολογία έχετε, αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει ότι και να ’χετε. Αλλά επειδή τότες, πάρε δω απ’ το χωριό μας και αυτό ισχούσε παντού. Είχε πολλούς φυλακισμένους. Άκουγες ας πούμε φυλακές, λέει φυλακές και άδικα με κλείσανε και ξέρω γω […] και ο άλλος που είχε ένα γιο, ένα αδερφό, που ήξερε […], γιατί πολλοί ήταν άδικα, ήταν τα κομματικά τότες. Δεν θα σας βάλω αριστερούς εγώ μονάχα, θα σας βάλω ότι απ’ όλες τις κομματικές αποχρώσεις ήρθανε στη Γυάρο, στις φυλακές ήτανε, φοβεροί επιστήμονες. Κεφαλές της επιστήμης ήτανε. Στη Γυάρο. Δηλαδή, συγκεκριμένα. Θεοδωράκης αριστερός. Ρίτσος αριστερός ήτανε. Κανελλόπουλος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος δεν ήταν αριστερός, ο Κανελλόπουλος είχε κάνει και πρύτανης του Πολυτεχνείου, του Πανεπιστημίου. Ήτανε δεξιός τότες. Είχε πολλοί […], ο Σημίτης φυλακή δεν τον είχαν και αυτόνε, ξέρω ’γω, ή τον Αντρέα τον είχαν και ύστερα τον αφήκαν. Ή πολλοί άλλοι σημερινοί πολιτικοί που κάνανε φυλακές τότες. Λοιπόν όταν νιώθει κάποιος ότι είναι φυλακή άδικα, γιατί άδικα, άδικα είναι να ξέρεις ότι αγωνίζεσαι για ένα κόσμο και σε πάνε φυλακή. Αυτό δεν έχει καμιά, καμιά, όχι λογική, δηλαδή ότι και να πεις, κατάλαβες, είναι […]; Αλλά μανούλα μ’ να σου πω λέει δυο λόγια, δυο κουβέντες, τις φυλακής τα σίδερα είναι για τους λεβέντες. Κατάλαβες; Και ο άλλος το έχει καμάρι, γιατί είναι φυλακή, είναι φυλακή γιατί πάλεψε για ιδανικά. Και είναι φυλακή […]. Ε, τώρα έχουν, τώρα, κοίταξε τώρα πάει στον έρωτα, στον έρωτα, σε […], στον έρωτα. Άμα […], σ’ αγαπάω μ’ ακούς, σ’ αγαπάω δε μ’ ακούς και σ’ αυτά. Δεν έχει. Εδώ είναι που πάει να χαλάσει […].

Για τη μετανάστευση μεγάλου μέρους του πληθυσμού αλλά των μουσικών της περιοχής, αναφέρει:

Γίναν κάτι, βγαίναν κάτι καινούργιοι ξέρω ’γω, αλλά εν το μεταξύ η μείωση του πληθυσμού αδυνάτισε και αυτή τη δουλειά ακόμα. Τα αδυνάτισε όλα. Να εδώ βλέπεις στο χωριό, ότι έχει νεκρώσει; Όσους βλέπεις τώρα, τώρα τι; Προτού φύγω εγώ ήτανε θεριό στις τρεις απ’ τα μεσάνυχτα. Ήταν αυτοί και γυρίζαν έτσι. Και ήταν, όλα αυτά ήταν καφενεία πέρα. Όχι μόνο αυτά και από πάνω που έπαιζα και πιο πέρα άλλο και πιο πέρα σε άλλο και πιο πάνω σε άλλο.

Ο Νίκος Βουρλιώτης θυμάται τις γυναίκες να τραγουδάνε σε διάφορες περιστάσεις παινέματα, μοιρολόγια, νυφιάτικα τραγούδια:

Απόψε γάμος γίνεται, απόψε πανηγύρι, απόψε αποχωρίζεται, η κόρη από τον κύρη.
Για τα πανηγύρια και τις φασαρίες που γίνονταν σ’ αυτά αναφέρει:

Ε, κάπου, κάπου γινότανε. Αλλά αυτά κοπήκανε σιγά, σιγά. Αυτά, παλιά γινότανε πιο πολύ […]. Όταν εγώ δεν ήμουνα, ήμουνα μικρός ακόμα. Δηλαδή σηκωνόταν απάνω κάθε παλικαράς να το πούμε έτσι, κάτσε στην άκρη να χορέψω εγώ. Και άλλα γινόταν και φασαρίες που γινόταν πολλές φορές. Με παρεξηγήσεις και τέτοια, ναι.

Για τη θέση των γυναικών στα πανηγύρια αναφέρει:

Παλιά, παλιά εγώ το θυμάμαι, ήμουν πολύ μικρός, εκεί πάνω ήταν τα σκαλιά της πλατείας, από κει πάνω όλο μέχρι κάτω ήταν […], ύστερα τ’ αλλάξαν με τα αυτά που κάναν εδώ, οι γυναίκες καθόταν εκεί πάνω, οι άντρες διασκεδάζαν. Και στο πανηγύρι ακόμα του χωριού. Και όταν χόρευε ένας άντρας ας πούμε, πήγαιναν και τον συνόδευαν η γυναίκα του, αδερφή του, ανιψιά του ξέρω ’γω, οι στενοί συγγενείς.

 

Όταν κάποιος ήθελε να χορέψει με μια κοπέλα έπρεπε να ζητήσει πρώτα την άδεια από τους δικούς της:

Ε, πήγαινε, μπορώ να χορέψω με τη κόρη σου; Μπορώ να χορέψω με τη γυναίκα σου; Ε, άμα έλεγε όχι δεν πήγαινε, δεν επέμενε πιο πέρα. Όχι, σε αυτό είχανε, ήτανε λίγο κουμπωμένοι αυτοί. Φασαρία δεν έχω ακούσει κανένα να γίνει, καμία φορά για τη […], άμα του ’λεγε όχι δε, δε μπορώ […], γιατί μπορεί να το ξέρει και να μη τον θέλει. Να μη θέλει, είτε ο γαμπρός, η μάνα του γαμπρού να μη θέλει τη κοπέλα ξέρω ’γω και αν πήγαινε να τη σηκώσει να του λέει να μην πας […], παλιά. Είχαμε, τότε, ήταν πολύ τα πράγματα αυτά. Αλλά τα ερωτικά ζευγάρια υπήρχαν πάντως. Είχαν πολύ κόσμος τότες εδώ το βράδυ, μέχρι κάτω που μπαίνεις στο χωριό, κάτω ακόμα, κάτω κόσμος περίπατο πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, φώτα δεν είχαμε. Είχαμε μόνο πριν τον πόλεμο φώτα εδώ. Εμείς εδώ […], αλλά ύστερα ήρθαν οι Γερμανοί καταστρέψαν την ηλεκτρική και βάλαν τώρα, μετά το εξήντα έξη [1966], το βάλανε γιατί, αν θυμάμαι καλά, γιατί εγώ ήμουν στο Βέλγιο το εξήντα έξη και βάλαν τα φώτα ύστερα εδώ. Και έτσι που λες στο σκοτάδι έβλεπες κοντά ψου, ψου, ε, αυτά καταλαβαίνεις, τα ερωτικά ζευγάρια […].

 

Μουσική μαθητεία:
Η πρώτη επαφή του Νίκου Βουρλιώτη με τη μουσική έγινε μέσω του πατέρα του, που ήταν ψάλτης:

Είχα εμπειρίες από Βυζαντινή μουσική. Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης και την εποχή του εμφυλίου πολέμου, επειδή είχαμε και δω εμφύλιο πόλεμο. Μόλις βασίλευε ο ήλιος, μέσα στο σπίτι όλοι, κανένας έξω. Και ο πατέρας μου, μου λέει να σε μάθω μουσική. Α, είχα και τα ακούσματα, γιατί κάθε τόσο έψελνε ο πατέρας μου στο σπίτι, ξέρω ’γω, και άρχισε να φουντώνει ο οργανισμός. Ξέρεις αυτά είναι […]. Και από τότες που λες […], ύστερα άρχισα μια κιθάρα απ’ του θείου μου, μιανού θείου μου που είχε πεθάνει, τη βρήκαμε παλιά, την αρμάτωσα εκεί πάνω […]. Πέθανε αυτός το τριάντα οκτώ [1938]. Και βρέθηκε, είχε μείνει μια κιθάρα εκεί, τη πέρασα κάτι σύρματα απάνω […].

Δεν έχει διδαχθεί μουσική από κάποιον δάσκαλο:

Δεν πήγα γιατί […], είχε εδώ ένα δάσκαλο ο οποίος έδειχνε κιθάρα, αλλά εγώ ύστερα μ’ άρεσε το μπουζούκι πολύ και καταπιάστηκα με το μπουζούκι. Είχε ένας […], επειδή ο πατέρας μου ήταν και τσαγκάρης και είχε ένα συνάδερφο τσαγκάρη που ’χε ένα μπουζούκι αυτός κι έπαιζε λίγο και καμιά φορά μου το ’δινε, λέει πάρτο και το ’παιρνα στο σπίτι και μελετούσα λίγο […]. Ε, κοίταξε, έχω δείξει σε πολλούς, όχι πολλά πράγματα, απ’ αυτά που ήξερα. Τότες δεν ήξερα και ’γω πολλά πράγματα. Ύστερα έμαθα όμως πολλά με τους, με άλλους που δούλεψα, πιο καλύτερους από μένα. Και έμαθα πολλά πράγματα γιατί έχει και η πρακτική έχει, έχει πολλά μυστικά μέσα.

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Νίκος Βουρλιώτης ανέφερε:

[…] είχαμε κάνει εδώ μια ορχήστρα τριμελή, τετραμελή, πενταμελή πολλές φορές, κολλούσαμε εκεί, πανηγύρια, γάμους, ξέρω ’γω, πηγαίναμε. Έπαιζα με ένα Δημήτρη Αρβανίτη, ο οποίος νέος πέθανε. Προ δυο χρόνια […]. [Και τον] Ρολάνδο, ναι. Μ’ αυτούς έπαιζα. Ύστερα έπαιζα με κάποιους άλλους από δω, […]. Το Τζίμη τον Αρβανίτη, το Ρολάνδο, τον Αριστείδη τον αδερφό του -έχει ακόμα ένα αδερφό ο Ρολάνδος- και ο Αριστείδης, εγώ […]. Αυτοί παίζανε κιθάρες και ο Τζίμης έπαιζε ακορντεόν. Παίζαμε. Πότε, πότε ξεπέφτανε και καμιά τραγουδίστρια από ’δω και παίζαμε, ύστερα κάναμε και κάτι […]. Ύστερα πήγαμε κάτω στα Δωδεκάνησα κάναμε τουρνέ, τα Δωδεκάνησα εκεί πέρα με κάτι τραγουδίστριες ξέρω ’γω, εκεί πέρα […]. Από Αθήνα. Από Αθήνα δεν ήταν. Θυμάμαι μια απ’ την Εύβοια. Άλλη ήταν απ’ τη Ρόδο, άλλη ήταν […], με διάφορες τραγουδίστριες. Άλλη μια απ’ την Εύβοια θυμάμαι, διάφορες τραγουδίστριες, ε, πήγαμε στα Δωδεκάνησα κάτω, κάναμε ένα τουρνέ, γυρίσαμε πάλι εδώ, αυτά γίναν το πενήντα οκτώ [1958]. Το πενήντα εννιά [1959] ξαναπήγαμε πάλι κάτω. Έκτοτε έπαιζα εγώ εδώ με κάτι άλλους χωριανούς και ένας που είχε έρθει απ’ την Αθήνα, έπαιζε κιθάρα και αυτός, […]. Ο ένας πέθανε και αυτός, συγχωρέθηκε πέρυσι. Μανόλης Κεφαλιανός, Κεφαλιανός λεγότανε, με το […]. Έπαιζε ακορντεόν. Γιατί ξέχασα να σας πω, η δικιά μας αυτή ορχήστρα διαλύθηκε μετά, γιατί ο Τζίμης έφυγε για Αυστραλία. Ο Ρολάνδος και αυτός, φύγανε και ο αδερφός του και αυτοί φύγανε για Αυστραλία, εγώ έπαιζα με αυτούς τους άλλους που θα σας πω τώρα και το εξήντα τέσσερα [1964] έφυγα και εγώ για το Βέλγιο. Λοιπόν ήταν αυτός ο Μανόλης ο Κεφαλιανός ο ένας ακορντεόν, ένας Βαρβάκης εδώ που έπαιζε σαντούρι […]. Βαρβάκης Παναγιώτης λεγότανε αυτός, έπαιζε σαντούρι και ο γιος του έπαιζε τρομπέτα. Κορνέτα. Τρομπέτα το ίδιο, μάλλον το ίδιο πρέπει να ’ναι. Και ένας απ’ την Αθήνα που έπαιζε κιθάρα και αυτός, Χρυσοφάκης Ιωάννης λεγότανε. Ερχόταν αυτοί ε, και είχαμε εδώ δουλέψαμε […]. Ο Χρυσοφάκης έπαιζε κιθάρα. Ο Βαρβάκης αυτός, ο γιος του έπαιζε κορνέτα, αλλά ξέχασα να σας πω, μετά άφησε την κορνέτα και έπαιζε ντραμς. Μέχρι το εξήντα τέσσερα [1964].

Για τα σταθερά μουσικά σχήματα της εποχής του ανέφερε:

Ναι, είχε συγκροτήματα που ήτανε βιολιά. Ήτανε όπως ήτανε δυο αδέρφια απ’ το Βαθύ, Καλτάκηδες. Έχω παίξει μ’ αυτούς. Αυτοί ήταν Μικρασιάτες. Φοβεροί. Στα σμυρναίικα και αυτά τότες της εποχής εκείνα, ήταν φοβεροί αυτοί. Διαβάζανε παρτιτούρες και πολλά πράγματα. Είχε, είχε, είχε […], είχε άλλοι που δεν είχανε μπουζούκι, άλλοι που είχανε μπουζούκι, άλλοι που [….], δηλαδή δεν ήταν συγχρονισμένα. […] Α, κιθάρα, βιολί, ακορντεόν αυτά εκεί πέρα ήτανε. Καμιά ντραμς και τέτοια. Σαντούρια είχε. Όχι λαούτο δεν υπήρχε. Εδώ δεν υπήρχε. Λαούτο δεν είχαμε όχι […]. Ναι από τότες που βγήκα εγώ και πιο πριν δεν θυμάμαι και πιο μικρός που ήμουνα. Βιολιά, σαντούρια, εδώ είχαμε δυο που παίζανε σαντούρι. Δυο, ο Βαρβάκης που σου είπα προηγουμένως και ένας Μανόλης Ρήγας λεγόταν. Έφυγε και αυτός στην Αμερική, πήγε μετά. Αυτός ήταν πολύ [πιο] μεγάλος από μένα. Λοιπόν αυτά ήταν εδώ τα […]. Και από το Βαθύ είχαμε κάτι αμανετζήδες, είχε απ’ τους Μυτιληνιούς, είχε, […], θυμάμαι μερικούς απ’ αυτούς. Ένας Βασίλης Ζεϊμπέκης λεγότανε. Ένας […] Μανόλης Τσελεπιδάκης. Ένας Μανόλης Τσελεπιδάκης. […] Έχει και απ’ το Βαθύ κάτι άλλους, δεν τους θυμάμαι όλους ας πούμε […]. Απ’ το Πυθαγόρειο είχε έναν […], απ’ τους Μυτιληνιούς, Βαρμαξίδης λεγόταν, ήταν και με το ένα πόδι αυτός, ο οποίος έπαιζε όλα τα όργανα. Ό,τι όργανο έπιανε και το ’παιζε, όχι συλλαβιστά. Βιολί, σαντούρι, κιθάρα, ακορντεόν, μπουζούκι, και έπαθε ο καημένος, πέθανε από καρκίνο και πέθανε νέος. Πολύ καλό παιδί. Είχε και κάτι αλλά ήταν πάλι Βαρμαξίδης και αυτός από το Πυθαγόρειο, έπαιζε βιολί. Ο Μανόλης ο Μαυραζώτης και αυτός τραγούδαγε πολύ ωραία. Έχουν πεθάνει όλοι αυτοί. Έχω παίξει μ’ αυτούς, έχω παίξει. Εγώ ήμουνα νέος, αυτοί ήταν πιο μεγάλοι. Αλλά δεν πεθάνανε από γηρατειά αυτοί που σας λέω τώρα. Πεθάναν από ασθένειες, καρκίνους και τέτοια. Ενώ αυτοί οι Καλτάκηδες που είναι τα καλά βιολιά απ’ το Βαθύ, αυτοί πεθάναν σε ηλικία πια, υπερήλικοι είχαν φτάσει και πεθάνανε. Βέβαια.

Περιγράφοντας τη διαμονή του στο Βέλγιο και τις συνεργασίες που βίωσε ως μουσικός επισήμανε:

Έπαιζα εκεί πάνω. Συνέχεια παίζαμε. Και τελευταία τα εφτά χρόνια έπαιζα μ’ ένα παιδί Έλληνας εκεί πάνω, καθηγητής ήτανε, φιλόλογος Γαλλικής, αλλά επειδή τελείωσε τις σπουδές του, δουλειά δεν βρίσκεις εκεί πάνω. […] Πολύ ωραίος τραγουδιστής και ωραίος κιθαρίστας. Αυτός λέγεται Λεωνίδας Παγκαλής. Είναι, ο πατέρας του είναι από Πειραιά, η μάνα του είναι από πάνω απ’ τον Έβρο. Αλεξανδρούπολη, κάπου εκεί πέρα. Αυτός δούλευε σε γραφική υπηρεσία. Σε μια υπηρεσία εκεί ερχόταν, το πρακτορείο που ερχόταν όλες οι εφημερίδες του κόσμου. Εκεί δούλευε αυτός, σε γραφική υπηρεσία μέσα και ήταν καλά. Μου λέει εγώ τώρα και να μου βρούνε δουλειά δεν πάω γιατί παίρνω καλά λεφτά. Έπαιρνε και απ’ τη δουλειά που κάναμε […]. Παίζαμε σ’ ένα εστιατόριο και παίζαμε σκέτο εκεί. Μεγάλο εστιατόριο, θα έβαζε περίπου τα διακόσια πενήντα άτομα μέσα και παίζαμε χωρίς μηχανήματα, χωρίς μικρόφωνα και τέτοια. Αλλά εκεί οι Βέλγοι είναι γεμάτο να ’ναι δεν ενοχλεί κανένας. Και είναι τόσο ευχάριστο άμα παίζεις φυσικά που δεν λέγεται.

Για τις γυναίκες τραγουδίστριες αναφέρει:

Εκτός από την Γκρέϋ που είχε πάει στην Αθήνα ας πούμε, είχαμε μια που είχαμε πάει στα Δωδεκάνησα, μια από τους Μυτιληνιούς και αυτή […], την πήραμε για κράχτη. […] Τότες η τραγουδίστρια ήταν και κράχτης […]. Μ’ αυτήν δεν έπαιξα εγώ, όχι [την Καίτη Γκρέϋ]. Γιατί δεν ήρθε εδώ καμιά […], μόνο με το […], είχε ένα απ’ τους Μυτιληνιούς ο οποίος είπε αρκετά δισκάκια ύστερα. Τον Οδυσσέα τον Μοσχονά. Ο οποίος αυτός ήρθε και στο Βέλγιο εκεί πάνω. Κιθαρίστας και τραγούδι. Και είχε βγάλει και πολλά τραγούδια, αυτός είχε βγάλει, ορισμένα τραγούδια. Έχουν παίξει μ’ αυτόν. Έχει παίξει […] η Καίτη Γκρέϋ έχει παίξει με όλους τους μουσικούς. Τις κορυφές δηλαδή. Για την Ελλάδα, για την Αθήνα λέω. Εδώ δεν ήρθε. Ούτε ήρθε να δουλέψει, δεν θυμάμαι να ήρθε καμιά φορά […].

 

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:

 

Ο Νίκος Βουρλιώτης έχει παίξει, όπως λέει ο ίδιος, σε όλα σχεδόν τα πανηγύρια της Σάμου. Παράλληλα όμως, έχει συμμετάσχει και σε άλλες, σχετικά μόνιμες μουσικές δραστηριότητες. Ο ίδιος περιγράφει μια απ’ αυτές:

[…] εμείς παίζαμε από πάνω, είχε ο Γιάννης ο Χατζηθανάσης ένα ωραίο καφενείο στο Παγώνδα και ωραίος καφετζής ήταν [..]. Και είχε κόσμο πολύ τότες, γιατί έπιανε περίπου τους τρεισήμισι χιλιάδες κατοίκους εδώ το Παγώνδα. Τώρα ήμαστε εφτακόσιοι, εφτακόσιοι πενήντα, παραπάνω δεν είναι. Ε, τότες έπαιζα που λες, παίζαμε από πάνω. Κατά διαστήματα ερχόταν και καμιά τραγουδίστρια, ξέρω ’γω, αλλά από πάνω ήμουνα μόνιμα. Και το καλοκαίρι πολλές φορές, όχι όλα τα καλοκαίρια, ναι, όλα τα καλοκαίρια, αλλά όχι όλα τα βράδια. Πήγαινε και έπαιζε […] κάτω μόλις μπαίνουμε, προτού μπούμε σ’ ένα εργοστάσιο που έχει κάτω εκεί […]. Όταν ερχόμαστε στον Παγώνδα, πιο κάτω σε μια στροφή έχει από πάνω μια αμυγδαλιά. Αυτό ήταν εξοχικό. Ήταν πολύ ωραίο εξοχικό. Παίζαμε και κει. Γιατί είχε, είχαν πολύ κόσμο, πήγαινε βόλτα […].

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

Για τα όργανα ανέφερε:

…τα παίρναμε, είχε φτιάξει εμένα το πρώτο μου όργανο, το έφτιαξε ένας στο Βαθύ, όργανα, αλλά δεν ήταν και τόσο […]. Ε, δε βαριέσαι, βέβαια τη δουλειά μου την έκανα. Ύστερα πήγαινα από Αθήνα και ψούνιζα. Δηλαδή αυτό το ’χα τρία, τέσσερα χρόνια το ’χα αυτό το όργανο; Και έπαιζα κιόλας ας πούμε μ’ αυτό, αλλά ύστερα πήγα απ’ την Αθήνα. Γιατί μια φορά της Ορθοδοξίας, πηγαίναμε κάτω στο Ηραίον. Και το πενήντα έξη [1956] συγκεκριμένα, είχα απολυθεί από στρατιώτης. Πήγαινα με τους άλλους, πηγαίναμε για το Ηραίον. Σ’ ένα φορτηγό επάνω, ιταλικό φορτηγό το ’χε κάποιος από δω. Πολύ κόσμο. Εκεί πιο πάνω όπως πηγαίναμε με το φορτηγό, γεμάτο κόσμο επάνω, του σπάσανε τα φρένα, δεν μπόρεσε να βάλει ταχύτητα, ευτυχώς και στη στροφή που έστριψε για Ηραίον δεν μας μπατάρισε. Τελικά πήγε και το ’ριξε πάνω σ’ ένα ντουβάρι εκεί πέρα. Χώμα είναι και το ’ριξε εκεί. Και κάνω το μπουζούκι εγώ κομμάτια, γιατί το κρατούσα έτσι, καταλαβαίνεις με τη αυτή, και ύστερα ήταν το πρώτο που πήγα και το πήρα απ’ την Αθήνα. Και ύστερα πήγα και πήρα κι άλλο […]. Από οργανοποιούς. Ήταν ένας καλός, αυτόν οι άλλοι μου τον συστήσανε. Λεγόταν ένας Αρμένης, Ζοζέφ Περβεσιζιάν. Αυτός δεν ξέρω αν ζει ακόμα, πρέπει να ζει, έφτιαχνε ωραία μπουζούκια αυτός. Πολύ ωραία μπουζούκια έφτιαχνε. Το πήρα απ’ αυτόν και ύστερα πήρα κι άλλο απ’ αυτόν τον ίδιο. Πάλι και έφυγα για το Βέλγιο.

Ο Νίκος Βουρλιώτης επισημαίνει την προτίμηση που έχει στα τρίχορδα μπουζούκια:

Τρίχορδο. Είναι το παραδοσιακό, αυτό εμένα μ’ αρέσει πολύ. Δεν θέλω ν’ ασχοληθώ με το άλλο, γιατί αυτό είναι εκφραστής του λαϊκού τραγουδιού. Το τρίχορδο εκφράζει πιο πολύ το λαϊκό τραγούδι απ’ το τετράχορδο […]. Γιατί έχει μια, έχει μια άλλη στο παίξιμο, έχει διαφορετικό παίξιμο απ’ το τετράχορδο […]. Παίζεις μέσα έξω. Ενώ το άλλο, αυτό το πάνω κάτω δίνει άλλη, άλλο χρώμα ας πούμε. Δίνει χρώμα λαϊκού τραγουδιού. Κατάλαβες; Αυτή είναι η διαφορά στο τρίχορδο, με τετράχορδο. […] Φυσικά έχει, είναι λίγο πιο δύσκολο το τρίχορδο, γιατί εκφράσεις γίνονται σε πιο μεγάλα διαστήματα, ενώ το άλλο μπορείς να τις κάνεις μέσα. Κατάλαβες; Ε, θέλει, έχει πιο μεγάλη γλύκα έτσι. Οι νότες γλυκαίνουν πιο πολύ αυτές, στο έτσι. Αυτό είναι.

 

Τοπικές δράσεις:

Για τη συμμετοχή τους στα πανηγύρια της Σάμου ανέφερε:

Ερχότανε εδώ σε μένα, αλλά και σε άλλους μουσικούς έτσι γινότανε. Ερχότανε σε μένα εδώ ή σε άλλον ή στο Μήτσο, το Τζίμη που λέμε […]. “Έχω καφενείο στους Σπαθαραίους. Μπορείτε να ’ρθείτε να παίξετε στο πανηγύρι, των Ταξιαρχών”, που γίνεται υποθέτουμε εκεί πάνω. Εάν δεν είχαμε κλείσει πουθενά αλλού, πηγαίναμε. Σχεδόν σε όλη τη Σάμο έχουμε πάει […]. Eδώ στην πλατεία αυτή έχουμε της Αγίας Τριάδος, γίνεται το πανηγύρι. Έφτασε να έχει πέντε ορχήστρες μέσα η πλατεία αυτή. Τότες που […], δεν είχαμε, όχι ηλεκτρισμό, δεν είχαμε ούτε μηχανήματα. Ύστερα, ύστερα πήρα εγώ ένα μικρό μετασχηματιστή, με μπαταρία ας πούμε, και δούλευε. Ύστερα ήμασταν οι πιο λίγοι. Δυο και τρία πολλές φορές συγκροτήματα. Ένα εδώ, ένα πάνω, ένα πιο πάνω. Χωρίς να είναι σε ένταση τέτοια που να μην ακούει ο ένας τον άλλον τι κάνει. Ήταν πιο [….], αυτά. Τώρα τα βάζουν […].

 

Υπερτοπικές δράσεις:

Η πρώτη εμπειρία του Νίκου Βουρλιώτη από τα μουσικά δρώμενα εκτός Σάμου, προήλθε από τη συμμετοχή του σε μια τουρνέ στα Δωδεκάνησα:

Ύστερα πήγαμε κάτω στα Δωδεκάνησα […], γυρίσαμε πάλι εδώ, αυτά γίναν το πενήντα οκτώ [1958]. Το πενήντα εννιά [1959] ξαναπήγαμε πάλι κάτω […], επειδή τότες είχε, τραβούσε τουρισμό. Τα Δωδεκάνησα τραβούσε τουρισμό. Εμείς δεν είχαμε τουρισμό. Και είχε κόσμο. Γιατί στην Κω που παίζαμε φέρ’ ειπείν, είχαμε τρία μαγαζιά στην προκυμαία εκεί πέρα. Ένας Τούρκος και δυο Έλληνες. Είχαν τρία μαγαζιά στην προκυμαία. Μας είχαν πάρει εκεί και είχαμε […], και δυο τραγουδίστριες [….].

 

Το 1964 έφυγε για το Βέλγιο, όπου δούλεψε για αρκετά χρόνια ως μουσικός:

Γιατί ήρθε εδώ ένας χωριανός μου φίλος μου που ήτανε στο Βέλγιο και επειδή […], εμείς παίζαμε από πάνω, είχε ο Γιάννης ο Χατζηθανάσης ένα ωραίο καφενείο και ωραίος καφετζής ήταν […]. Ε, έκτοτε που λες μεσολάβησε η […] καλά ήδη είχε αρχίσει η μετανάστευση, αυτό το φοβερό, φοβερή πως να το πούμε, φοβερή κατάσταση. Να φεύγουν, η νεολαία να φεύγει συνέχεια. Να φεύγουν όλα. Και ήρθε εδώ κάποιος που ήταν πιο παλιός από μένα στο Βέλγιο, δούλευε ανθρακωρύχος και ήρθε το καλοκαίρι διακοπές και από πάνω ήρθε και να διασκεδάσει. Και μου λέει να σου κάνω προξενιά να ’ρθείς στο Βέλγιο, εκεί πάνω έχει κέντρα πολλά και ζητάνε. Για κάνε μια αυτή. Πήγε λοιπόν εκεί πάνω και μου λέει έλα όποτε θέλεις, έχεις δουλειά αμέσως. Πήγα εκεί πάνω και πήγα έπιασα δουλειά σ’ ένα μαγαζί που λεγόταν Ολύμπια, ένα μεγάλο μαγαζί. Ολύμπια λεγότανε, πολύ μεγάλο μαγαζί, με άλλους, με άλλους συναδέρφους από κει. Έλληνες. Έλληνες που βρεθήκαν εκεί στο Βέλγιο. Έπαιζε άλλος ακορντεόν, άλλος έπαιζε κιθάρα, άλλος έπαιζε […]. Λοιπόν άλλους θυμάμαι το επώνυμο και άλλους με τ’ όνομα. Παίζαμε με κάποιο Βαγγέλη Γκόλια, τραγουδιστής απ’ την Αθήνα ήτανε. Ήτανε καλός, είχε χτυπήσει και ορισμένους δίσκους. Μια τραγουδίστρια πολύ ωραία, Βαγγελιώ Μαρκοπούλου. Αυτή έχει πει πολλά τραγούδια παλιά, σε δίσκους. Ήταν ένας Μιχάλης Χατζηπαπαδόπουλος απ’ την Καβάλα. Αυτός ήτανε […], ένας Πολυχρόνης και αυτός απ’ τη Καβάλα, έξω απ’ την Καβάλα μάλλον. Τώρα το επώνυμό του δεν το θυμάμαι. Ε, κατόπιν και κει άλλαξα, όπως συνήθως όλοι αλλάζουμε ας πούμε, άλλαζα, άλλαξα μαγαζιά και άλλα πήγαινα και έπαιζα […]. […] έπιασα και δουλειά εν το μεταξύ. Σ’ ένα εργοστάσιο, γιατί η δουλειά αυτή ήταν μόνο τρεις μέρες τη βδομάδα. Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Αλλά επειδής σκεφτόμουνα να πάρα και την οικογένεια πάνω […], λέω έχουμε στη διάρκεια της ζωής έχουμε και αρρώστιες και έπρεπε να πιάσω το Ι.Κ.Α.. Άλλοι το λένε Μοτοέλ, το λεν στα Γαλλικά […]. Όπως κιόλας και έγινε λοιπόν και πήγαινα και δούλευα Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή στα κέντρα και τη Δευτέρα στο εργοστάσιο.

 

Ρεπερτόριο:

Για τα τραγούδια που έλεγαν τις δεκαετίες του 1950 και 1960 στα πανηγύρια ανέφερε:

Ξεκινούσαμε με κανένα ελαφρύ ας πούμε, τότες, λαϊκά ελαφρά ξέρω γω, ύστερα περνούσε ο χορός και παίζαμε κάτι νησιώτικα ξέρω γω κάτι […]. Και Δημοτικά ακόμα, ας πούμε. Κλαρίνο είχαμε, είχαμε κλαρίνα εδώ στη Σάμο, αλλά ήτανε λίγα τα κλαρίνα τότες. Και έναν τον αυτόν, έχω παίξει και μ’ αυτόν πολλές φορές, το Μαρίνο, απ’ το Καρλόβασι ήταν αυτός. Ένας άλλος από τους Αγίους Θεοδώρους, Γιώργος Βακάκης. Μαζί τον είχαμε και με το Μήτσο, το Τζίμη και όλοι αυτοί και παίζαμε. […] αυτοί ήτανε όλοι αυτοί, εδώ πέρα […]. Χαρακτηριστικοί σκοποί της Σάμου δεν έχουμε εμείς. Όπως δεν έχουμε και χορούς ας πούμε, να πεις ότι ο χορός αυτός είναι Σαμιώτικος. Εκτός από έναν που ξέρω εγώ. Είναι ένα που λέει, “Βάγια στρώστε και λουλούδια, και με χαρωπά τραγούδια, σύρτε τώρα το χορό παιδιά”, και ξέρω ’γω. Αυτό το κάνουν στην αρχή συρτό, σταυρωτό και ύστερα γίνεται έτσι σαν χασαποσέρβικο. Το χορεύουν. Αυτό θα το δείτε, βάζουν πολλές φορές εδώ στην τηλεόραση, γιατί βάζουν από το Βαθύ που κάνουν κάτι εκδηλώσεις και θα τα δείτε αυτά. Ε, αυτά είναι. Και τραγούδια έχουμε αυτό το τραγούδι που λέει και είναι και ο χορός ας πούμε έτσι, “Και να ’χα νερό απ’ τον Πλάτανο”. Αυτό αν το έχετε ακούσει. “Σταφύλι απ’ την κολόνα” που λένε, αυτό το έχουν σα Σαμιώτικο, ας πούμε. Απ’ το Πλάτανο. Είναι ένα χωριό ο Πλάτανος. Είναι πάνω από τους Αγίους Θεοδώρους προς το Καρλόβασι και έχει ωραίο νερό. Είναι ένας πλάτανος και το λεν και Πλάτανο το χωριό. Και σταφύλι απ’ την κολόνα. Κολόνα λένε εδώ κάτω στο Ηραίον που έχει και μια κολόνα εκεί που ήταν ο ναός της θεάς Ήρας. Εκεί κάνει ωραία ας πούμε, μάλλον δεν είναι το σταφύλι ωραίο, βγάζει ωραίο χυμό το σταφύλι. Το μούστο. Για σταφύλι δεν είναι ωραίο να φας. Σταφύλι βγάζουν στα βουνά απάνω πιο ωραίο για να […], αλλά το βγάλανε τότες επειδή έβγαζε, βγάζει ωραίο μοσχάτο από δω. Το μοσχάτο το κρασί από την Κολόνα είναι. Και λένε σταφύλι απ’ την κολόνα […]. Αυτά είναι. Ε, αυτά είναι. Ερμηνείες […]. Αυτά παίζαμε τότες και άλλα συρτά ας πούμε, απ’ τα συνηθισμένα τα νησιώτικα συρτά και ξέρω ’γω. Αυτές ήταν. Και τα λαϊκά που είχα αναλάβει ας πούμε εγώ ως λαϊκός μουσικός και τα λαϊκά της εποχής. Εκείνη την εποχή ότι λαϊκό υπήρχε το βγάζαμε. Είχε και πολλά λαϊκά τότες […]. Είχαν και τα λαϊκά αυτά που κυκλοφορούσαν σ’ όλη την Ελλάδα, τα νησιώτικα, αυτά κυκλοφορούσαν τότε ας πούμε. Λαϊκά, χασάπικα, ζεϊμπέκικα, νησιώτικα, συρτά, αυτά.

Ο Νίκος Βουρλιώτης μάθαινε να παίζει τα τραγούδια που ζητούσαν στα πανηγύρια ακούγοντάς τα σε δίσκο:

Καθόμουνα μ’ ένα πικ απ μικρό εκεί, έβαζα το δίσκο και άρχινα και άκουγα. Κατάλαβες; Το φύτευα στο μυαλό μου και μετά το, ε, στην αρχή πάντοτε είχε κάτι ελλείψεις. Μετά όμως ξανά ερχότανε στη […], γιατί χρειάζεται μνημονικό να ’χεις πολύ […]. Όλη τη νύχτα παίζαμε.. Ε, και διαφορετικά και πολλά παίζαμε τα ίδια. Τα ζητούν οι πελάτες τα ζητούσαν […]. Παίξε μου αυτό να χορέψω ας πούμε, παίξε μου εκείνο. Και πολλές φορές ζητούσε άλλος, ζητούσε άλλο. Άλλο ας πούμε. Όποια ήταν, κυκλοφορούσαν τότε στην αυτή, στην πιάτσα […]. Τότες που δεν είχαμε μικρόφωνο του λέγαμε, ε, εσύ έλα εδώ […]. Αμανέδες λέγαν οι πιο παλιοί από μας. Εμείς αμανέδες δεν λέγαμε. Εμείς παίζαμε το σύγχρονο, της εποχής λαϊκό. Λαϊκό τραγούδι. Παραδοσιακά, συρτά και τέτοια, αλλά όχι αμανέδες. Αμανέδες δεν λέγαμε εμείς.

Για το ρεπερτόριο των γάμων ανέφερε:

Απ’ το σπίτι [συνοδεύαμε το γαμπρό και τη νύφη], απαραίτητα. Με τα όργανα […]. Ε, τότες παίζαμε κάτι, κάτι έτσι μαρς τα λέγανε ας πούμε. Κάτι [σα φόξ γκαλέ] ήτανε ένα […]. Σε Ιταλικό στυλ ήτανε. “Ήταν φτωχοκόριτσο η Μαρία”, γιατί είναι Ιταλικό αυτό. “Ήταν φτωχοκόριτσο η Μαρία, μα είχε μάτια αρχοντικά. Όλοι την ελέγαν κυρία, αλλά […]”. […] μου έχουν διαφύγει αυτά τώρα. Γιατί τώρα με τα χρόνια η μνήμη μου έχει πάθει μια αλλοίωση. Ενώ πριν ήμουνα […]. Δεκαετία του πενήντα. Από τη δεκαετία του πενήντα και ύστερα βάλε […]. Να πάμε να πάρουμε τον κουμπάρο πρώτα. Μετά παίρναμε, πηγαίναμε στο γαμπρό, μετά όλοι μαζί πηγαίναν να πάρουν τη νύφη στην εκκλησία με τα όργανα. Μετά όταν τελείωνε η εκκλησία με τα όργανα πάλι θα ’ρθούν στο καφενείο ή στην πλατεία γινόταν στο […]. Το γλέντι. Πηγαίναν μέχρι το πρωί […]. Το νυφιάτικο που λένε αυτόνε, αλλά το κάθε […], επειδή έχω παίξει και με άλλους συναδέρφους απάνω, από την υπόλοιπη Ελλάδα, λένε και αυτοί Χιώτικο με διαφορετικό χρώμα, διαφορετική μουσική […]. Συρτό, αυτό που σας είπα. Όχι, συρτό κανονικό, συρτό. Όπως χορεύουν τα νησιώτικα ας πούμε, αλλά η διαφορά [είναι] ότι πιάνονται έτσι, σταυρόχειρα λένε ας πούμε. Πιάνονται και το πηγαίνουν με τρεις βηματισμούς, αυτό […]. Τον πρώτο χορό αρχινούσε με κάτι έτσι, με κάτι κανταδόρικα ας πούμε, “Eτίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά”, αυτά. […] Τότες παίζαμε δυο, τρία τραγούδια απ’ αυτά, και μετά θα σηκωθεί ο κουμπάρος επάνω, οι συμπεθέροι, και θ’ αρχίσουν να κάνουν το χορό. Σηκώνουν και το αντρόγυνο και χορεύανε. Ύστερα πάλι πήγαινε μέχρι το πρωί.

Ο Νίκος Βουρλιώτης θυμήθηκε [και] τα τραγούδια που έλεγαν παλαιότερα οι γυναίκες στο αργολόγημα των αμπελιών:

[…] είναι πολλές [γυναίκες] που τραγουδούν. Ήταν πολύς ο κόσμος τότες, πολλές αργολογούσαν τ’ αμπέλια. […] Όταν το αμπέλι μεγαλώσουν τα φύλλα, οι βλαστοί, μέσα κάνει τα σταφύλια, τα οποία είναι ψιλά, πιο ψιλά και απ’ τα σκάγια ακόμα. Ε, εκεί πάνε και μαδάνε, βγάζουν τα φύλλα τα χαμηλά και κάτι άγρια που είναι και το ανοίγουν το κλίμα για να αεριστεί. Αυτό λέγεται αργολόγημα. Δηλαδή βγάζουν, αργά λέγονται αυτά που είναι, που είναι περιττά μέσα στο κλήμα. Κατάλαβες; Είναι όπως κλαδεύουν τις ελιές αν έχεις υπόψη σου […]. Λέγανε συνήθως, επειδή ήτανε νέοι, νέες ας πούμε, οι γριές δεν λέγανε κάτι. Οι γριές θα λέγανε κάτι τέτοια ας πούμε, αυτό το παλιό, την “Ανθισμένη αμυγδαλιά”, κάτι “Μακριά σαν θα φύγω μάνα στην ξενιτιά”. Κάτι τέτοια. Ε, λέγαν της εποχής, κάθε που άκουγαν κανά καινούργιο, αυτό είναι και τα τραγουδούσαν […]. Όχι λαϊκά, ελαφρά, τύπου Γούναρη, τύπου Μαρούδα, κατάλαβες; Ήταν κάτι τέτοια τραγούδια.

Για τα μοιρολόγια, ο Νίκος Βουρλιώτης ανέφερε:

Σε κηδείες λέγαν μοιρολόγια. Ήταν οι μοιρολογίστρες που ήτανε. Και αυτή αρχινούσε μια και έλεγε ένα στιχάκι και ύστερα αρχινούσανε και οι άλλοι. Ναι γύρω, οι συγγενείς. Αυτοί οι στενοί συγγενείς μαζευότανε γύρω, γύρω, ήτανε μια που λέγαν, η μοιρολογήτρα, και αυτή άρχιζε και έλεγε ένα στίχο ας πούμε […]. Και κάναν, ε, όχι, και οι άλλοι επαναλάμβαναν το ίδιο συνολικά, οι άλλοι ύστερα. Και άντε έλεγε πάλι το δεύτερο η άλλη, η μόνη αυτή και ύστερα λέγαν και οι άλλοι […].

 

Αμοιβή:

Για το μεροκάματο που έπαιρναν οι μουσικοί την περίοδο που εργάζονταν ο Νίκος Βουρλιώτης, ανέφερε:

Το μεροκάματο εδώ, μεροκάματο εργαζόμενου, όχι σε μουσική […], τότες δεν πλήρωναν εδώ τα καφενεία μουσική και τέτοια […]. Ότι “χαρτούρα” [οικονομικές προσφορές των γλεντιστών] είχε, δεν είχε. τυχερά. Δεν πληρώναν. Κανένας δεν πλήρωνε. Μόνο στο Πυθαγόρειο που γίνεται το πανηγύρι στις έξη Οκτωβρίου, εκεί […]. Λάθος, έξη Αυγούστου […] Μεταμορφώσεως. Εκεί μας βάζανε με ποσοστά. Δηλαδή βάσει των εισπράξεων που είχε, της κατανάλωσης, το ίδιο πράγμα είναι, μας πληρώναν κιόλας. Το μοναδικό πανηγύρι που γινόταν. Τα άλλα πηγαίναμε, και στους Αρβανίτες πήγαμε και στον Πύργο […]. Πήγαμε εκεί πάνω. Ότι παίρναμε απ’ τον κόσμο ας πούμε. Τα μαγαζιά δεν δίναν τίποτα. Το μόνο που επιβαρυνόταν ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, φαΐ και ύπνο. Αυτά, έπρεπε να μας κοιμίσει […].

Η αμοιβή των μουσικών στα πανηγύρια δεν ήταν προκαθορισμένη:

[…] Αρχινούσε από, μπορεί και εκατό δραχμές, γιατί τότες ήταν τα […], οι “χαρτούρες” ήταν μηδαμινά. Ήτανε δεκαράκια, μπορούσε και διακόσιες, μπορεί και […]. Ναι. Μπορούσες να πάρεις και πιο πολλά. Να πάρεις και πεντακόσιες δραχμές, δεν έχει να πεις στάνταρ τόσα θα παίρνεις, τόσα. Αλλά αυτό εξαρτάται από την πελατεία, εξαρτάται απ’ τα κέφια που θα δημιουργηθούν. […] Ανάλογα, ανάλογα την εποχή, γιατί άμα λέμε ένα μεροκάματο εργατικό σαράντα δραχμές, τι να σου ’δινε; Να σου ’δινε όλο το μεροκάματο; Δέκα δραχμές σου δίνανε. Άμα ήταν κανένας καλός, είκοσι ξέρω ’γω, ήτανε […]. Ε, βέβαια. Ο κόσμος ήτανε ζορισμένος. Ζούσε πολύ φτωχά ο κόσμος τότες. Και τα μεροκάματα ήταν […], έπαιρνε ένας, είχε αμπέλια και έπαιρνε εργάτες να πάνε να σκάβουν τ’ αμπέλια μ’ αυτή τη ζέστη, όπως σήμερα. Και τον παρακαλούσε, πάρε με και μένα. Ξέρω ’γω.

Στους γάμους ωστόσο, όπου ο γαμπρός καλούσε τους μουσικούς η πληρωμή γίνονταν διαφορετικά:

Όχι χαρτούρα, δεν είχε […]. Στο γάμο να σου πουν, “Θα ’ρθεις να παίξεις στο γάμο”; “Θα ’ρθώ”. Ή, “δεν έρχομαι, έχω να πάω αλλού”. Πήγαινες και […].

 

Το μεροκάματο ωστόσο που έπαιρναν οι μουσικοί στο εξωτερικό ήταν πολύ καλύτερο:

Λοιπόν για το Βέλγιο τώρα εκεί πάνω. Εκείνη την εποχή, εδώ το μεροκάματο, ενός, ένα εργατικό μεροκάματο ήτανε γύρω στις σαράντα δραχμές […]. Στη δεκαετία του εξήντα. Ένα βελγικό χιλιάρικο είχε εξακόσιες δραχμές. Ήταν πιο γερή η αυτή. Αλλά εκεί πάνω εγώ τώρα όταν πήγα πληρωνόμουνα τα τρία βράδια, πληρωνόμουνα αλλού δυόμισι χιλιάδες βελγικά και αλλού δυο χιλιάδες. Δεν ήταν πάντοτε το αυτό. Δηλαδή είχε το χιλιάρικο εξακόσια, χίλια, οκτακόσια, ναι, εξακόσια, εξακόσια ,χίλια διακόσια και τα πεντακόσια φράγκα άλλα, άλλα τριακόσιες δραχμές, δηλαδή χίλιες, γύρω στις χίλιες πεντακόσιες δραχμές ήταν τα τρία μεροκάματα. Ένα πεντακοσάρικο τη βραδιά. Αυτά ήταν τα μεροκάματα. Ε, ύστερα αλλάξανε γιατί χαμηλώσανε οι δουλειές. Πέσανε οι δουλειές, κρίση άρχισε σιγά, σιγά, σιγά, ανοίξανε και πολλά μαγαζιά και δεν ήταν τόση πολύ η δουλειά που να μπορεί να αντεπεξέλθει […]. Εκεί πέρα παίζαμε, μας πληρώναν κρυφά. Όχι μπροστά σε […], πολλές φορές που μας ρωτούσε, η αστυνομία δηλαδή, δια μέσου της Εφορείας πόσα παίρνετε; Όσα πάρουμε […]. Εμείς οι Έλληνες έχουμε το προνόμιο να δίνουμε χαρτούρα ας πούμε. Όσα πάρουμε από χαρτούρα. Τυχερά. Κατάλαβες; Γιατί, γιατί θα αρχίσουν να σε φορολογούν απάνω. Και με φορολογούσαν απ’ τ’ άλλο [επάγγελμα] ας πούμε, εκεί δεν γλίτωνες […].

 

Όταν ο Νίκος Βουρλιώτης ζούσε στο Βέλγιο δούλευε ως μουσικός αλλά παράλληλα τις καθημερινές δούλευε σε εργοστάσιο:

Στο εργοστάσιο. Ένα εργοστάσιο, Ολλανδική εταιρία ήτανε, χρώματα έκανε […]. Εκεί ήταν πιο χαμηλό το μεροκάματο […], επειδή πληρώναν δεκαπενταμερία εκεί πέρα, δηλαδή ήταν εκεί, να σας πω το μεροκάματο ήταν γύρω στις τριακόσιες δραχμές ελληνικές. Γύρω στις τριακόσια βελγικά, γύρω τρεις [επί] έξη [κάνουν] δέκα οκτώ. Εκατόν ογδόντα με διακόσιες δραχμές ελληνικές. Για οκτάωρο. Αυτό ήταν το μεροκάματο. Γιατί εκεί […], εκεί πληρώναν με την ώρα εκεί, πάνω στα εργοστάσια. Στα εργοστάσια του Βελγίου πόσα θα σε πάρουμε, με την ώρα. Τόσο θα σε πάρουμε […], την ώρα εκεί. Δηλαδή και αν λείψεις μια ώρα, θα σου αφαιρέσουν μια ώρα. Και την ώρα που τρώγαμε το μεσημέρι, μισή ώρα και αυτή ήταν, αφαιρημένη ήταν. Αυτοί θέλαν οκτώ ώρες δουλειά. Τότες. Και δέκα η ώρα που κάναμε ένα κολατσό, ένα τέταρτο και εκείνο το αφαιρούσαν […]. Και φορολογία φοβερή. Το Βέλγιο […], άμα δεις στη συμφωνία πόσα θα παίρνεις γραπτώς και πόσα παίρνεις στο χέρι, θα τρελαθείς. Ένα τρίμηνο το χρόνο, τρίμηνο ολόκληρο […]. Πολλά λεφτά. Μιλάμε πολλά λεφτά. Αλλά είναι, έχεις μέσα τώρα, το Ι.Κ.Α. σου, το ταμείο ανεργίας, τη σύνταξή σου, όλα αυτά είναι μέσα.

 

Κρίσεις για άλλους μουσικούς:

Ο Νίκος Βουρλιώτης επισημαίνει χαρακτηριστικά:

[…] εάν πιάνει το αφτί σου από νότες, θ’ ακούς, αν το λέει στις νότες που θέλει απάνω. Γιατί να σου πω και απ’ τους τραγουδιστές τους σημερινούς, έχει πολλοί καλούς τραγουδιστές σήμερα. Έχει και ορισμένους και από γυναίκες που βγαίνουν και τραγουδάνε, δηλαδή ενώ η νότα η μια το σολ, να σας το δώσω μια άλλη, είναι ένα κιλό, κιλά μπορεί να την πει εννιακόσια γραμμάρια, ενώ και αυτή πρέπει να την [πει] ένα κιλό για να βγαίνει, καταλάβατε το νόημα που σας λέω […]. Εκείνο, εκείνο είναι η τεχνική. Γι’ αυτό θέλει να αρπάχτει και από δω, άμα δεν αρπάξεις, γι’ αυτό θέλει μνήμη, μνήμη και ωραία απορρόφηση να κάνεις. Για να διακρίνεις. Να πεις αυτός είναι, παίζει ωραία, τραγουδάει ωραία. Είναι πολλοί σήμερα, έχει πολλοί καλούς τραγουδιστές. Πάρα πολλοί καλούς τραγουδιστές.

Όσον αφορά τους παλιότερους, ο Νίκος Βουρλιώτης επισημαίνει:

[…] Ήτανε […] δυο αδέρφια απ’ το Βαθύ, Καλτάκηδες. Έχω παίξει μ’ αυτούς. Αυτοί ήταν Μικρασιάτες. Φοβεροί. Στα σμυρναίικα και αυτά τότες της εποχής εκείνα ήταν φοβεροί αυτοί…

 

Κοινωνική θέση των μουσικών:

Οι δυσκολίες για τους μουσικούς της εποχής του Νίκου Βουρλιώτη ήταν πάρα πολλές, γεγονός που ανάγκαζε πολλούς από αυτούς να μεταναστεύσουν:

Τι να κάνουν, τι να κάνουν, τι να κάνει ο κόσμος; Δεν υπήρχε, άλλη διέξοδο δεν υπήρχε. Ήτανε φοβερή η κατάσταση, μιλάμε φοβερή η κατάσταση. Ήσουνα αριστερός, δουλειά δεν έπιανες […]. Αλλά σε άλλους που ήταν Αθήνα, ξέρω ’γω, σε παίρνανε για δουλειά, πήγαινε η Ασφάλεια και έλεγε αυτόνε που έχεις πάρει, του ’λεγε του αφεντικού, αυτόν θα τον διώξεις, είναι […], και έλεγες λυπάμαι αλλά να […].

 

Επιρροές προσφύγων ή μεταναστών από άλλες περιοχές στα μουσικά δρώμενα:
Σύμφωνα με τον Νίκο Βουρλιώτη, η μουσική της Σάμου είχε επηρεαστεί από τη Μικρασιάτικη μουσική:

Είχαμε κυρίως από τραγούδια, χωρίς στίχους, σκέτη μουσική. Κάτι παλιά ζεϊμπέκικα, το απτάλικο που λένε. Οι αυτοί τον λένε, οι Τούρκοι το λένε “Aπτάλ χαβασί”. Δηλαδή να το πούμε τραγούδι, απτάλικο τραγούδι, έτσι. Σκοπός. Απτάλικος σκοπός. Έτσι το λέγανε. Ήτανε το Αϊβαλιώτικο που λέγανε, ήτανε, πιο άλλο; Απ’ τα παλιά ας πούμε [….], ήτανε τα συρτά, ένα τον Πολίτικο που λένε. Ήταν το Σεληβριανό. Αυτά είναι χωρίς λόγια, είναι μόνο με μουσική. Ήταν το νησιώτικο που λέγαν ένα άλλο, νησιώτικο συρτό είναι και αυτό. Αλλά δεν παίζανε όλο συνέχεια αυτά, γιατί [είναι] και άλλα τραγούδια. Γιατί μεσολάβησαν ύστερα να βγαίνουν στην παραγωγή νησιώτικα, άλλα τραγούδια από άλλους νησιώτες. Όπως οι Κονιτοπουλαίοι και άλλοι πιο παλιά. Και Δημοτικά. Εγώ έπαιζα και Δημοτικά. Έλεγα ας πούμε τσάμικα με το μπουζούκι και με […], ε, γιατί δεν είχαμε κλαρίνο πάντοτε, αλλά ένας που ήθελε να χορέψει τσάμικο, τι θα κάνεις. Έπρεπε κάτι να του βάλεις. Φυσικά δεν είναι η απόδοση όπως είναι με το κλαρίνο θα ’ναι και με το μπουζούκι; Δεν είναι. Αποκλείεται να ’ναι. Ε, κι όμως τα κάναμε όλα.

Κάποιοι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους και τους σκοπούς και τις μουσικές του τόπου τους:

Όπως σας είπα, τους Τσελεπιδάκηδες, τους Καλτάκηδες. Οι Καλτάκηδες αυτοί ήταν από κει, απ’ την Μικρά Ασία. Είχε και άλλους μου φαίνεται, οι οποίοι πεθάνανε. Και αυτοί και παίζανε ωραία. Αυτοί τα παίζανε τα σμυρναίικα αυτά όλα τότες.

 

Φωτογραφίες

Μετάβαση στο περιεχόμενο