Βουρλιώτης Μανόλης
ΣάμοςΤόπος γέννησης: Σάμος
Χρόνος γέννησης: 1941
Στοιχεία καταγωγής:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης κατάγεται από τους Μυτιληνιούς της Σάμου:
Από δω [είμαι], βέρος Μυτιληνιός.
Για το χωριό του αναφέρει:
…δεν είναι πλούσιο. Ήταν αγρότες τότες. Βάζαν καπνά. Φτώχεια μεγάλη. Και αναγκάστηκε ο κόσμος και έφυγε. Πήγανε στο εξωτερικό. Μετά που ήρθε ο τουρισμός ασχοληθήκανε και γυναίκες και άντρες στον τουρισμό και πήρανε λίγο ανάσα.
Ιδιότητα:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης παίζει ακορντεόν και αρμόνιο. Ασχολήθηκε από πολύ μικρός με τη μουσική:
Πρώτη φορά στα δέκα τέσσερα […], με ακορντεόν έπαιζα στο σπίτι, ας πούμε σε παρέες, στις δικές μου, στους μικρούς, μετά εξελίχθηκα, με ακούσαν οι παλιοί μουσικοί ότι πάω καλά, με πήρανε στις ορχήστρες τους και από κει ξεκίνησα. Έγινα και επαγγελματίας.
Με το αρμόνιο άρχισε να ασχολείται αργότερα, το 1970:
Κάθισα στο σπίτι το μελέτησα, τι το μελέτησα μια […], ήρθα, απ’ τη Δευτέρα έπιασα, το Σάββατο πήγαμε και παίξαμε. Ήμουνα διάολος. Αυτό το όργανο, ναι.
Ωστόσο ποτέ δεν ασχολήθηκε με το τραγούδι:
Μου φαινόταν ότι δεν θα άρεσα. Και λέω θα χάσω την αξία που έχω ως μουσικός, και έλεγα […]. Καμιά φορά σε παρέες και τέτοια τραγουδάω, και μου λέει αφού τραγουδάς ωραία, αλλά φοβάμαι μήπως δεν αρέσω στον κόσμο και πούνε α, σιγά μωρέ, ο Μανόλης δεν τραγουδάει, ενώ [για] το όργανο όμως λένε άλλα λόγια.
Γονείς:
Και οι δύο γονείς του Μανόλη Βουρλιώτη είναι πρόσφυγες που πέρασαν στη Σάμο από τα μικρασιατικά παράλια. Κανένας ωστόσο από την οικογένεια του δεν είχε ασχοληθεί με τη μουσική:
Αλλά, έτσι μ’ άρεσε, δεν ξέρω πως και έγινα εγώ. Καμιά σχέση η οικογένειά μου, καμιά.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης παντρεύτηκε την Αντωνία μόλις απολύθηκε από το στρατό, το 1964:
Ε, ήμουνα και μικρός τότες ακόμα […], τότες ήταν το σύστημα να απολυθείς από φαντάρος και να παντρευτείς. Πριν δεν επιτρεπόταν. Αλλά μόλις απολύθηκα την πήρα και ’γω την κοπέλα μου.
Με τη γυναίκα του Αντωνία απόκτησε ένα γιο, τον Βαγγέλη, ενώ αργότερα και τρία εγγονάκια. Ο γιος του ασχολήθηκε για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα με τη μουσική:
…έχω ένα γιο, ο οποίος έμαθε και αυτός, τον έμαθα, αλλά τα παράτησε, δεν τ’ άρεσε, γιατί σπούδασε το παιδί μετά […]. Και ως φοιτητής στην Θεσσαλονίκη που ήτανε […], θα σας πω, είχε το ακορντεόν μαζί του, το ακορντεόν, και πέρναγε τον καιρό του. Εκεί ως φοιτητής. Είχε μάθει καλά. Μετά τα ’μπλεξε με την κοπελιά του, το παράτησε το όργανο. Πήρε το πτυχίο του, παντρευτήκανε, κάνανε οικογένεια και […]. Θεολόγος είναι, αδιόριστος μεν, επιτυχών δε, αδιόριστος […]. Του Α.Σ.Ε.Π…ναι. Ευτυχώς και διορίστηκε η γυναίκα του και είναι και εκείνη Θεολόγος, εκείνη τα κατάφερε στον Α.Σ.Ε.Π.
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Από πολύ μικρός άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά και αποκλειστικά με τη μουσική:
Στα δέκα τέσσερα ήμουνα, έκανα με τις παρέες ακόμα στο πάλκο, έτσι πότε ντρεπόμουνα ξέρω ’γω, αλλά στα δέκα πέντε ήμουνα επαγγελματίας τέλειος.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης παρουσιάστηκε στο στρατό το 1962 όπου υπηρέτησε μέχρι το 1964. Κατά τη διάρκεια της θητείας του έπαιζε μουσική:
Το ’χα μαζί μου το ακορντεόν, το ’χα εκεί στο στρατό, στην ορχήστρα […]. Γιατί το όργανό μου δεν ήταν για την μπάντα. Δεν, το ακορντεόν δεν υπάρχει. Αλλά στην ορχήστρα έπαιζα πολλές φορές. Είχαμε. Και τι, το Πάσχα, κάτι άλλες, καμιά φορά δεξιώσεις που κάνουμε και παίζαμε στη Λέσχη ας πούμε.
Προσωπική και οικογενειακή πορεία:
Αναφερόμενος στις αλλαγές που έχει παρατηρήσει ο ίδιος στα μουσικά δρώμενα με το πέρασμα των χρόνων, αναφέρει:
Κοίταξε τώρα το παλιό το τραγούδι δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει εδώ. Το θέλουν ο κόσμος, το ζητάνε […]. Το λαϊκό και το νησιώτικο και το παραδοσιακό. Τα ζητάνε αυτά τα πράγματα […]. Αλλά τα καινούργια, οι νέοι τώρα θέλουν τα καινούργια. Ύστερα οι νέοι μουσικοί που βγαίνουν τώρα δεν ασχολούνται με τα παλιά, δεν τα ξέρουν. Δεν τα ξέρουν, δεν έχουν ιδέα απ’ αυτά. Και ασχολούνται με τα καινούργια αυτά που βγάζουν τώρα, της ώρας.
Δεν πιστεύει ότι υπάρχει κάποια σημαντική στροφή προς την παλιά, παραδοσιακή μουσική:
Ε, επειδής υπάρχουμε εμείς ακόμα. Κάτι πιο παλιοί λίγο και τα διατηρούμε. Αλλιώς […]. Ή που βγάζουν τώρα και CD, ας πούμε. Βγάζουνε παλιά τραγούδια και μπορεί και οι νέοι να κλέβουνε, να παίρνουνε κανένα.
Ο Μανόλης Βουρλιώτης έζησε διάφορα περιστατικά κατά την πορεία του ως οργανοπαίκτης μουσικός. Για τα πανηγύρια συγκεκριμένα αναφέρει:
Τι να πρωτοθυμηθείς. Τι να πρωτοθυμηθείς. Έχουνε γίνει πολλά. Φασαρίες και […], έχουνε δει πολλά τα μάτια μας […]. Α, ήταν η παραγγελία και είχαμε και φασαρίες, ε; […] Αυτό επειδή ας πούμε, γιατί δεν μου είπε και σε μένα το τραγούδι πρώτο […]. Γιατί αυτουνού του ’παιξες τρία τραγούδια, εμένα μου ’παιξες δυο. Διαλούσε το μαγαζί, χάλα η δουλειά, χάναμε και ’μεις τα λεφτά […]. Τότες αυτός που παρήγγελνε, αυτός θα χορέψει […]. Όχι κανείς άλλος. Και η παρέα του. Η παρέα του δηλαδή […]. Άμα σηκωνότανε άλλος να παίξει, γινότανε έπεφτε και ξύλο. Τι θέλεις εσύ εδώ; Κάτσε στην παρέα σου…
[…] Κοιτάξτε τότες τα ζευγάρια δεν είχανε την ελευθερία που έχουνε τώρα. Στα κρυφά, πολύ κρυφά θα σμίγανε να τα πούνε και όχι αυτά που γίνονται τώρα καφετέριες και τέτοια, δεν είχε πολύ κρυφά. Και άμα τυχαίνανε σε μαγαζί που έπαιζε ορχήστρα, καθόντανε ας πούμε η κοπέλα με την παρέα της, ο νεαρός με την παρέα του, κοιταγότανε από μακριά, μπορεί να παραγγείλει και ένα τραγούδι, έτσι να αρέσει στην κοπελιά του, έτσι αυτά.
Ο Μανόλης Βουρλιώτης θυμάται ακόμη και ένα περιστατικό ενός φόνου που έγινε σε γνωστό κέντρο διασκεδάσεως όπου εργάζονταν το 1980 περίπου:
[…] Ναι. Αυτό που σας είπα. Γιατί χόρευε ένας και σηκώθηκε και άλλος και χόρεψε και γιατί σηκώθηκες εσύ. Λοιπόν, γιατί σηκώθηκες αφού χορεύω εγώ, γιατί σηκώθηκες και συ, πήγε και πήρε το μαχαίρι από το αυτοκίνητο, απ’ τ’ αμάξι έξω […]. Μεταξύ του ’ρθε στην καρδιά, παλικάρια ε, εικοσιπεντάρηδες, εικοσιοκτάρηδες […]. Επί τόπου. Έχουν γίνει τέτοια πολλά.
Γενικές γραμματικές γνώσεις, επίπεδο εκπαίδευσης, τυπικές & άτυπες μορφές εκπαίδευσης:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης άφησε γρήγορα το σχολείο για να ασχοληθεί με τη μουσική:
[ …] δεν πήγαμε παραπάνω από το Δημοτικό […]. Αφού μπλέχτηκα με τη μουσική και πήγα και έβγαζα μεροκάματο και μετά […], το σχολείο […].
Μουσική παιδεία:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης δηλώνει αυτοδίδακτος μουσικός:
Μόνος μου […]. Ναι, στην αρχή πήρα κάποια μέθοδο που υπήρχε, τότες μέθοδος με μουσική, και την μελέτησα, αλλά μετά έπιασα το πρακτικό, το οποίο είχα αφτί εγώ δυνατό. Τότες δεν είχαμε μαγνητόφωνα. Άμα λέμε πριν πενήντα χρόνια δεν υπήρχαν μαγνητόφωνα. Ακούγαμε το τραγούδι απ’ τους δίσκους, απ’ τα γραμμόφωνα και τα πικ απ που είχανε στα καφενεία. Ακούγαμε τους δίσκους εκεί και έτρεχα στο σπίτι να το παίξω το τραγούδι που τ’ άκουγα εκεί πέρα. Έτσι, έτσι τα μαθαίναμε τα τραγούδια. Ακούγοντας με το αφτί. Τότες.
Μουσική μαθητεία:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης δε διδάχθηκε μουσική από κάποιον παλαιότερο οργανοπαίκτη. Έμαθε να παίζει ακούγοντας δίσκους και κομμάτια από τις άλλες ορχήστρες:
…τ’ άκουγα απ’ τα καφενεία που ’χανε, τα καφενεία είχανε δίσκους και βάζανε, απ’ τα καφενεία άκουγα, από ορχήστρες άλλες που ερχότανε πιο παλιοί και έριχνα αφτί. Έτσι. Ο ένας με τον άλλον.
Ο ίδιος ωστόσο έχει διδάξει μουσική σε νεότερους:
Πολλούς, πολλούς. Έχω βγάλει δυο επαγγελματίες εδώ, τους Κοκόληδες […]. Ένα παιδί. Κοκόλης Μανόλης. Ένα παιδί απ’ το Καρλόβασι [Σάμου], Ζαχαρίου, τον έχω μάθει αρμόνιο και μετά αυτός έμαθε και βιολί και τα μάθαινε με το βιολί. Ερχότανε καιρό στο σπίτι μου. Αυτά.
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Ο Μανόλης Βουρλιώτης άρχισε από πολύ μικρός να παίζει επαγγελματικά μουσική. Όπως θυμάται ο ίδιος, ξεκίνησε να παίζει γύρω στα 1955, οπότε έχει συνεργαστεί με παλιούς μουσικούς της Σάμου:
Κοίτα, εγώ ήμουνα ο μικρός, ήμουνα ο πιτσιρικάς της ομάδας […]. Παλιός ήταν ο Τσελεπιδάκης […]. Απ’ τους πιο παλιούς, απ’ τους πρώτους. Κιθάρα και τραγουδούσε. Ναι. Ήταν ο Σπύρος ο Λερίου, βιολίστας. Βιολί. Ήτανε ο Βασίλης ο Ζεϊμπέκης, τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα. Ήταν ο Χρήστος ο Βουρλιώτης. Έπαιζε μπουζούκι. Οι παλιοί. Πιο παλιοί ακόμα. Είχαμε τον Πυθαγόρα τον Παπαχριστοδούλου, βιολί. Μιλάμε για τους Μυτιληνιούς τώρα. Εδώ πέρα από το χωριό μας […]. Αυτός, κάποιος Τζουτζούλης Μανόλης, τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα. Ακόμα εγώ πριν εμφανιστώ. Αυτοί.
Για την ορχήστρα στην οποία συμμετείχε αναφέρει:
Μας λέγαν τα Μυτιληνιά όργανα […]. Είτε βιολιά, ήταν τα βιολιά τότες, ε και μπουζούκι μετά. Εδώ είχαμε την ωραία μας ορχήστρα, εδώ Χρήστος Βουρλιώτης μπουζούκι, Χρήστος Λημναίος μπουζούκι, Αλέξης Βουρλιώτης κιθάρα, Νίκος Παπαχριστοδούλου […].
Για τις γυναίκες τραγουδίστριες που υπήρχαν στη Σάμο, επισημαίνει:
Είχαμε Σαμιώτισες που και που καμιά, όπως η Νατάσσα, η Μαίρη, ε, που και που καμιά, ξεφύτρωνε και καμιά Σαμιώτισα.
Μέχρι και σήμερα ο Μανόλης Βουρλιώτης συμμετέχει σε μια σταθερή ορχήστρα:
Θα δείτε μια ορχήστρα που έχουμε το Σάββατο εδώ πέρα, είναι δικιά μου η ορχήστρα, η κατάδικιά μου αυτή. Εγώ την έχω δημιουργήσει. Του Μανόλη του Βουρλιώτη η ορχήστρα και θα δείτε τι αποτέλεσμα έχει […]. Πέντε άτομα […]. Μπουζούκι ο Παύλος. Μπασάλος. Είναι ο Αντρέας Μαρινόπουλος, κιθάρα. Στο ντραμς είναι Τάσος Τσακαλάκης και τραγουδιστής έξτρα, χωρίς όργανο, Βλάχος Κώστας.
Έχει συνεργαστεί με τον Γιώργο Μαρνέρο από τον Παγώνδα ο οποίος μένει στο Ηραίο:
Τώρα μετά που γύρισε απ’ την Αμερική, που εγκαταστάθηκε εδώ, παίξαμε μερικές φορές. Έτσι ήρθε να πούμε και έπαιξε λίγο μαζί μου και τραγούδησε.
Επίσης έχει συνεργαστεί με τον Νίκο Βουρλιώτη [μπουζούκι] με τον οποίο έχουν απλά συνωνυμία.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Οι κύριες περιστάσεις στις οποίες έπαιζε μουσική ήταν τα πανηγύρια, οι γάμοι αλλά και τα διάφορα κέντρα διασκεδάσεως. Από τα παραπάνω δρώμενα φαίνεται ότι αξιολογεί ως σημαντικότερα τα πανηγύρια:
[…] βέβαια το πανηγύρι, ήταν πανηγύρι. Το περιμέναμε πως και τι να ’ρθει να πάμε να πάρουμε […].
Αναφέρεται στα σπουδαιότερα πανηγύρια της Σάμου:
Λοιπόν θα πιάσουμε από της Αγίας Παρασκευής. Ήτανε χθες. Χθες έγινε στη Χώρα της Αγίας Παρασκευής. Σήμερα του Αγίου Παντελεήμονα, σήμερα. Είχαμε στους Κουμαραδέους σ’ ένα χωριό […]. Στο Κο[υ]κάρι. Εκεί ήταν για σήμερα, θα πηγαίναμε. Μετά έχουμε της Μεταμορφώσεως, έξη Αυγούστου, Πυθαγόρειο […]. Μεγάλο πανηγύρι και αυτό […]. Όσα μαγαζιά είχε στην παραλία, τόσες ορχήστρες είχε […]. Αυτό και μετά ερχόταν και της Παναγίας το μεγάλο, μεγάλο πανηγύρι εδώ στην πλατεία. Στους Μυτιληνιούς, στον Πλάτανο, στους Σπαθαραίους έχω πάει εκεί της Παναγίας, στη Χώρα έχει Παναγία και εκεί και γιορτάζει, αυτά τα μεγάλα πανηγύρια.
Ο ίδιος παίζει σήμερα [2006] με την ορχήστρα του [και] στο Ποσειδώνιο:
[…] Ελληνική βραδιά [έχουμε] κάθε Παρασκευή […]. Εκεί παίζουμε τα τουριστικά τα λεγόμενα, αλλά παίζουμε και παραδοσιακά. Είναι ένας, έχουμε χορευτές εκεί, αυτός, ένας καπετάνιος, που φέρνει τουρίστες από το Πυθαγόρειο με το καΐκι […]. Ο Γιάννης. Αδερφός του Ανδρέα είναι. Και τους φέρνει εκεί τους τουρίστες, χορεύει αυτός, χορεύει τον τσάμικο, χορεύει νησιώτικα τέτοια, μπροστά αυτός και γίνεται τρεις ώρες […]. Αν σας πάρει βόλτα, ελάτε. Είναι πολύ μακριά, είναι μακριά […]. Ήμαστε τρία άτομα. Μπουζούκι, κιθάρα και αρμόνιο.
Σημαντικοί σταθμοί και γεγονότα στην επαγγελματική του ζωή ως μουσικός:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης έχει ηχογραφήσει κάποιες κασέτες παλαιότερα, όταν ακόμα έπαιζε ακορντεόν:
Τους παλιούς [σκοπούς], με το παλιό [στυλ επιτέλεσης], παλιά, παλιά, με το ακορντεόν ακόμα, πριν βγει το αρμόνιο.
Έχει συμμετάσχει επίσης σε ένα Audio CD με τον τίτλο «Live Greek Music»:
Νησιώτικα, τέτοια, ναι. Τουριστικά που τα λέμε εμείς. Κάτι τουριστικά τραγούδια.
Επίσης έχει συνεργαστεί με τον ηθοποιό και τραγουδιστή Νίκο Ξανθόπουλο το 1985, καθώς και άλλους γνωστούς μουσικούς, ενώ δέχτηκε και πρόταση να δουλέψει στην Αθήνα:
[…] Κάποτε που δούλευα στα “Τρία Αδέρφια”, ένα μαγαζί, μπουζουκτσίδικο πραγματικό και φέρναμε φίρμες από την Αθήνα. Μεγάλοι, όλοι οι μεγάλοι, ας πούμε Μαργαρίτες που ακουγόταν, Καίτη Γκρέϋ, αυτή η Μαυράκη, ούτε θυμάμαι. Όλους. Όλους, όσοι ακούγονται τώρα, οι παλιοί, τους στέλνανε. Και μου λέγανε αυτοί οι παλιοί, ρε, τι κάνεις εδώ. Έπαιρνα πέντε χιλιάδες τότες τη βραδιά στα “Τρία Αδέρφια”. Πόσα παίρνεις; Λέω πέντε χιλιάδες παίρνω τη βραδιά. Έλα μου λέγανε στην Αθήνα, ο ίδιος ο Ξανθόπουλος ο Νίκος, και θα παίρνεις κάθε βράδυ είκοσι. Σου εγγυώμαι εγώ είκοσι. Άντε μωρέ λέω θα αφήσω εγώ το νησί μου, λέω, να ’ρθω στην Αθήνα. Καταλάβατε, είχα μεγάλες προτάσεις. Με είκοσι χιλιάδες τότε, που έπαιρνα τα πέντε εδώ, να πάω στην Αθήνα. Τελικά δεν πήγα πουθενά, εδώ [..] Ήρθε ο Ξανθόπουλος και δουλέψαμε τέσσερα βράδια μαζί εδώ πέρα. Και τότες εγώ με τις ταινίες του, τα ’χα μάθει όλα του τα τραγούδια του. Πήγαινα σινεμά κάθε βράδυ του Ξανθόπουλου, ξέρεις δεν ξέρω αν τα είχατε, έχετε ακουστά; […] Λοιπόν εγώ όλα τα τραγούδια του τα ξέρω. Ήρθε ο Ξανθόπουλος εδώ πέρα, λέει να κάνουμε πρόβες, λέει, τη μέρα, για να το βράδυ που θα παίξουμε. Δεν χρειάζομαι του λέω Νίκο πρόβες, εγώ τα ξέρω τα τραγούδια σου. Ε, ας το καλό. Ναι, κάτσε του λέω και θα δεις. Κάνουμε λοιπόν το βράδυ εκεί πέρα, κόσμος, ε. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση που έχει γίνει στη Σάμο είναι του Ξανθόπουλου. Ως τραγουδιστής, ως τραγουδιστής. Ερχόταν απ’ τα νησιά με καΐκια, ήρθανε […]. Είχε γίνει διαφήμιση, ήρθαν απ’ τα [γύρω] νησιά. Τα “Τρία Αδέρφια”. Έβαζε χίλια άτομα. Είχε χίλια καθίσματα μέσα […]. Και δουλέψαμε και μου λέει ο Νίκος, εκείνος πήρε τριακόσια εκείνη τη βραδιά. Τριακόσιες χιλιάδες τη βραδιά και εγώ έπαιρνα πέντε. Και εγώ έβγαζα τη δουλειά, εγώ του τα ’παιζα τα τραγούδια. Και μου ’λεγε ο Νίκος, έλα ρε μαζί μου, ρε, να οικονομήσεις, να παίρνεις λεφτά πολλά, πενήντα, εκατό πόσα θέλεις; […] Δεν πήγα. Είχα το γιο μου τότες εδώ πέρα, ήταν μοναδικό, δεν ήθελα να φύγω κιόλας. Άντε, αφού περνάμε καλά λέω, δεν βαριέσαι.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Όπως αφηγείται ο Μανόλης Βουρλιώτης:
Αυτό το μοναδικό ακορντεόν που πήρα από τα δεκατέσσερά μου, ακόμα το ’χω. Χθες βράδυ έπαιξε στο Πυθαγόρειο, καταχειροκροτήθηκα από πολύ κόσμο […]. Το είχα πάρει από το Βαθύ.
Το ακορντεόν του Μανόλη Βουρλιώτη το αγόρασε ο πατέρας του από έναν έμπορο μουσικών οργάνων στο Βαθύ της Σάμου, ο οποίος το παρήγγειλε από την Ιταλία:
[…] Αυτό δεν είχαμε. Μόνο απ’ την Ιταλία. Στην Ελλάδα δεν φτιάχνουν τέτοια. Το αγόρασα […]. Ε, βέβαια ο πατέρας μου. Τέσσερις χιλιάδες έκανε τότες. Βέβαια πατέρας μου [ήταν…]. Πολλά λεφτά. Πολλά, τέσσερις χιλιάδες. Και το αγόρασα αυτό και μάθαινα σιγά, σιγά στο σπίτι. Και μετά με ακούγανε οι μουσικοί που περνάγανε απέξω οι παλιοί, λέει έλα εδώ εσύ που τα ξέρεις, πότε τα ’μαθες αυτά; Είχα αφτί φαίνεται δυνατό και τα ’παιρνα και προσλήφθηκα στην αρχή, ύστερα, και άρχισα και έβγαζα λεφτά και οπότε το ’βγαλα το ακορντεόν. Αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα. Σου λέω χθες βράδυ πήρα μεροκάματο, πάλι [με] αυτό, το ακορντεόν. Πήρα μεροκάματο.
Για την επιλογή του να αρχίσει να παίζει αρμόνιο ο Μανόλης Βουρλιώτης υποστηρίζει:
Είναι κουραστικό λίγο το ακορντεόν. Το αρμόνιο είναι ξεκούραστο. Ε, έχει και αυτό τα καλά του. Μόνο που σε κουράζει λίγο περισσότερο. Ακόμα […]. Ύστερα λοιπόν που βγήκαν τα αρμόνια εγώ άκουγα, ας πούμε το εβδομήντα [1970], κάτι δίσκους στα καφενεία ή στο ράδιο, είχαμε ράδιο το εβδομήντα, είχαμε ραδιόφωνο, τηλεόραση ακόμα δεν είχε έρθει στη Σάμο […]. Το εβδομήντα, και άκουγα λοιπόν ένα όργανο που έπαιζε στους δίσκους, και έλεγα αυτό δεν είναι ακορντεόν. Τι πράγμα είναι; Που βγήκαν τα αρμόνια. Τι πράγμα είναι αυτό; Ρώταγα τον έναν, τον άλλον, δεν ήξερε. Λέω θα σηκωθώ να πάω στην Αθήνα να δω τι πράγμα είναι αυτό. Πήγα λοιπόν σ’ ένα αναψυκτήριο εκεί πέρα, το εβδομήντα είναι αυτή η δουλειά, και βλέπω λοιπόν το όργανο αυτό, έτσι σαν πιάνο το υπολόγιζα εγώ, τι ωραίο πράγμα είναι αυτό ρε παιδί μου, λέω δεν χρειάζεται να κουράζεσαι, ξέρεις το ακορντεόν. Πλησιάζω το συνάδερφο εκεί του λέω, ρε φίλε, τι είναι αυτό το πράγμα; Λέει είναι αρμόνιο, τα οποία ήρθαν τώρα. Και που τα πουλάνε αυτά; Μου λέει εκεί Ακαδημίας μου λέει θα πας, δεν το θυμάμαι το μαγαζί, και εκεί θα το βρεις. Πάω λοιπόν εκεί πέρα, τα είδα εκεί που τα ’χε αυτός, λέω αυτό, είδα ένα μπάνικο εκεί πέρα που μπήκα, λέω πόσο έχει αυτό; Μου λέει εικοσιδυόμιση χιλιάδες. Παναγία μου λεφτά […]. Το εβδομήντα. Που είναι τόσα λεφτά. Τέλος πάντων, του λέω κοίταξε φίλε του λέω, εικοσιδυό χιλιάδες δεν έχω τόσα πολλά λεφτά, έρχομαι απ’ τη Σάμο. Είμαι φτωχός. Μου λέει κοίταξε κύριε δεν σου είπα λέει είκοσι δυο χιλιάδες, σου είπα εικοσιδυόμιση. Ούτε δραχμή δεν μου ’κοψε. Τελικά το πήρα […]. Τελικά το πήρα, λοιπόν ήρθα εδώ πέρα, αμέσως, να ο αριθμός μου, αυτό το [αρμόνιο], τα οποία δεν υπάρχουν εδώ, “φαρφίσα”. Ήταν από τα πρώτα – πρώτα που βγήκαν. Που κυκλοφορήσαν. Αυτό το ’φερε ένας Βασιλειάδης αν έχετε ακουστά, μουσικός, αρμονίστας είναι […]. Τώρα θα είναι γέρος. Όχι. Στην Αθήνα. Πρωτόπαιξε και ’φερε λοιπόν το “φαρφίσα” αυτό, και κάναμε αυτή την ορχήστρα με το αρμόνιο, έτσι ξεκινήσαμε. Πιο μπροστά ήμουνα με το ακορντεόν. Να το το ακορντεόν εδώ που παίζει. Και εδώ είμαι επίσης. Να το και ’δω το ακορντεόν. Αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα. Είναι πενήντα, πενήντα χρονώ είναι αυτό. Μπορεί να είναι και πενήντα ένα.
Τα παλιότερα χρόνια στη Σάμο, σύμφωνα με τον Μανόλη Βουρλιώτη, οι μουσικοί χρησιμοποιούσαν κυρίως σαντούρια και βιολιά:
Ούτι δεν είχαμε εμείς στη Σάμο […]. Ποτέ δεν είχαμε στη Σάμο ούτι. Σαντούρι είχαμε. Σαντούρι και βιολιά, αυτά ήταν τα παραδοσιακά μας όργανα εδώ […]. Πολύ κιθάρα, πολύ κιθάρα […]. Μπουζούκι τώρα έχουμε, μπουζούκι εδώ, μπουζουκτζήδες έχει γεμίσει η Σάμος.
Τοπικές δράσεις:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης, όπως και οι άλλοι μουσικοί της εποχής του, έπαιζαν μουσική κυρίως στα πανηγύρια, όπου τους καλούσαν συνήθως οι καφετζήδες:
Έπρεπε να έχεις καλή ορχήστρα, βέβαια. Πως θα πας στο πανηγύρι έτσι; Γιατί ήταν και απέναντι, έχει και άλλους σε άλλο καφενείο. Στο ίδιο πανηγύρι. Ναι. Άμα είναι η πλατεία ας πούμε μεγάλη, όπως εδώ, έτυχε να είναι δυο ορχήστρες εδώ πέρα. Δεν είχαν τα μηχανήματα τα δυνατά τότες, τις κονσόλες, τα μεγάφωνα, οπότε παίζαν άνετα. Μια ορχήστρα εδώ και μια στην άλλη άκρη, δεν ενοχλούσε ο ένας τον άλλον. Δεν ήταν είπαμε τα μηχανήματα, ήταν ελαφρά. Αλλά τώρα όμως δεν γίνεται να παίξουν δυο ορχήστρες μαζί, γιατί έχουμε φοβερό ήχο.
Το γλέντι σε αυτές τις περιπτώσεις κρατούσε μέχρι το πρωί:
Μέχρι το πρωί. Μπορεί να ’ταν, ήταν και δυο βράδια. Και την παραμονή και ανήμερα [κάποιας τοπικής εορτής].
Άλλωστε φαίνεται πως ήταν η μοναδική ευκαιρία για τους περισσότερους να ακούσουν μουσική και να διασκεδάσουν:
Πολύ, βεβαίως τα πανηγύρια τα […], πηγαίνανε πολύς κόσμος, γιατί δεν είχε τις άλλες μέρες μουσική αλλού, και περιμέναν το πανηγύρι να πάει ο κόσμος να διασκεδάσει. Φέρ’ ειπείν στα χωριά πάνω, δεν είχε μουσική, μόνο στα πανηγύρια πηγαίναν και σε κανένα γάμο. Και περιμέναν πως και τι να ’ρθει το πανηγύρι ή να γίνει κανένας γάμος, να πάνε να δούνε τα όργανα. Και τρέχαν απ’ τα χωριά οι μικροί όταν πήγαινα και ’γω […], τρέξτε να δείτε ήρθε ένας και παίζει, ένας μικρός που παίζει όργανο και αυτός, που παίζει στην ορχήστρα, να δείτε ένα μικρό. Και τρέχαν οι γριές για να δουν το μικρό που έπαιζε στην ορχήστρα.
Μουσική επίσης έπαιζαν και στους γάμους. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο γαμπρός καλούσε τους μουσικούς. Συνηθίζονταν να συνοδεύουν το γαμπρό και τη νύφη στην εκκλησία με όργανα:
Και το εξήντα ακόμα. Και εξήντα, και το εξήντα ακόμα, τους πηγαίναν. Να πάρουμε τη νύφη από το σπίτι να την πάμε στην εκκλησία. Και το γαμπρό πάλι απ’ το σπίτι στην εκκλησία. Και μετά πάλι πίσω στο μαγαζί που θα γίνει το γλέντι.
Υπερτοπικές δράσεις:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης δεν έχει δουλέψει επαγγελματικά ως μουσικός σε άλλες περιοχές εκτός Σάμου:
Σα μουσικός μέχρι την Ικαρία. Εδώ στην Ικαρία έχουμε πάει αρκετές φορές. Στην Ικαρία. Σε γάμους, σε πανηγύρια […].
Αυτόαξιολόγηση:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης θεωρεί ότι είναι ένας από τους καλύτερους οργανοπαίκτες της Σάμου:
Και ακόμα [σήμερα-2006], άμα ρωτήσετε ποιος είναι ο καλύτερος οργανοπαίχτης στη Σάμο, θα ακούσετε τ’ όνομά μου. Δεν το παινεύομαι ας πούμε, αλλά έτσι. Γι’ αυτό είμαι τώρα και σε αυτή την ηλικία και δεν μ’ αφήνουνε να κάτσω. Συνέχεια με τραβάνε σε δουλειές […]. Ναι. Ε, στο Καρλόβασι, εδώ στην περιοχή μας δεν έχει άλλον. Όχι. Μόνο στο Καρλόβασι έχει δυό – τρία παιδιά, τα οποία παίζανε καλά.
Ρεπερτόριο:
Για το ρεπερτόριο που κυριαρχούσε συνήθως στα πανηγύρια, ο Μανόλης Βουρλιώτης αναφέρει:
Ήταν το “ευρωπαϊκό” τότες [δεκαετίες 1950-1960], ήταν στην ακμή του. Έπρεπε να παίζεις, το ίδιο ήταν το λεγόμενο το ταγκό και το βαλς. Τα λέγαμε “ευρωπαϊκά” ταγκό και βαλς. Απαραίτητα αυτά. Τώρα έχουν καταργηθεί αυτά. Που και που, αν υπάρχει κανένας μεγάλος, σε μεγάλος σε ηλικία, μπορεί να χορέψει κανένα τέτοιο. Όσο επί το πλείστον το νησιώτικο, το σαμιώτικο χορεύαν όλη νύχτα στα πανηγύρια […]. Εκτός από τη “Σαμιώτισα”, που λέμε ένα τραγουδάκι για τη Σαμιώτισα, τα άλλα ήτανε γενικά αυτά που παίζονται παντού σε όλη την Ελλάδα. […] Είναι τα νησιώτικα. Όσο επί το πλείστον τα νησιώτικα […]. Βάλε ένα νησιώτικο, βάλε ένα συρτό. .Ή και τα τραγούδια αυτά που ακουγότανε στους δίσκους, τα παραγγέλναν και αυτά.
Για τους γάμους, ο Μανόλης Βουρλιώτης, αναφέρει:
[…] βάζαμε και τραγούδια μετά [τη στέψη]. Βάζαμε. “Απόψε γάμος γίνεται, απόψε πανηγύρι” […]. Αυτά είναι τοπικά, αυτά. Ο νυφιάτικος ο χορός είναι πραγματικός σαμιώτικος. Τα μαρσάκια τα πρώτα βέβαια, τα μαρσάκια που ήτανε, τα γράφει μέσα. Έτσι. Άμα αρχίζαμε, το πρώτο ήταν το μαρσάκι το δυο τέταρτα που λέμε εμείς οι μουσικοί, το γρήγορο, το αλέγρο.
Μετά την τελετή οι μουσικοί συνόδευαν τη νύφη και το γαμπρό στο μαγαζί όπου γινόταν το γλέντι:
[…] ξεπατώνανε τη νύφη και το γαμπρό στο χορό. Διότι θα κάτσουνε αυτοί που σηκώσανε, μετά θα σηκωθεί άλλη παρέα, να σηκώσουνε πάλι τη νύφη και το γαμπρό να τους χορέψουν και αυτοί. Να μη χορέψει και αυτός τη νύφη.
Μέχρι σήμερα [2006] οι μουσικοί πηγαίνουν σε γάμους, ωστόσο τώρα γίνονται κυρίως σε ξενοδοχεία και μεγάλα μαγαζιά. Αλλαγές έχουν γίνει και στην επιλογή των τραγουδιών:
Ε, όχι και ακριβώς το ίδιο. Τα παλιά τραγούδια ας πούμε, παλιά μπορεί να παίζονται κανένα, μερικά μέσα στο διάστημα αυτό. Παίζουν πιο καινούργια τραγούδια. Αλλά που και που γυρεύουν και κανένα παλιό άμα είναι παλιές ηλικίες, μεγάλοι, ζητάνε και κανένα παλιό.
Ο Μανόλης Βουρλιώτης καταγράφει ελάχιστες διαφορές στο ρεπερτόριο, ανάλογα με τις περιοχές του νησιού:
Όταν πηγαίνουμε στον Μαραθόκαμπο φέρ’ ειπείν από δω, έπρεπε ορισμένα τραγούδια να τα ξέρεις εκεί […]. Όπως, “Φόρα τα μαύρα, φόρα τα”. Ένα τραγούδι είναι, πολύ παλιό. Δεν είναι Σαμιώτικο, όχι. Δεν μπορεί να ’ναι Σαμιώτικο. Το ακούω και τώρα, το λένε οι καινούργιοι, αλλά πολύ παλιό. Αυτό έπρεπε να το παίζεις στο Μαραθόκαμπο, να το ξέρεις.
Αμοιβή:
Παλιότερα οι μουσικοί της Σάμου δε πληρώνονταν με μεροκάματο αλλά με τη λεγόμενη «χαρτούρα» [χρηματικές προσφορές που «έριχναν» οι γλεντιστές στην ορχήστρα]:
Δεν είχε μεροκάματο τότες. Τότες ήταν η λεγόμενη χαρτούρα, που λέμε σήμερα. Ήταν τα τυχερά. Μόνο με αυτά δουλεύαμε. Δηλαδή χορεύανε, παραγγέλνανε τα τραγούδια, τα χορεύανε, πληρώνανε και με αυτά πληρώνονταν η ορχήστρα […]. Ε, εγώ που ήμουνα πιο μικρός μου δίνανε και λιγότερα, σαν πιο μικρός. Σα πιο μικρός. Μετά από κάμποσα χρόνια βγήκαν τα ποσοστά. Λέγαν οι ορχήστρες, κάμαν εσύ μπούγιο εδώ η μουσική και λένε θα δουλεύουμε στα καφενεία, αλλά θα παίρνουμε ποσοστά επί των εισπράξεων των μαγαζιών. Και αν έπιανε ας πούμε, παίρναν το δέκα πέντε τις εκατό για την ορχήστρα. Το βάζαν στους λογαριασμούς. Και παίρναμε και από το μαγαζί κάτι τις, είχαμε και τη χαρτούρα και παίρναμε ένα μεροκάματο. Το εξήντα πέντε.
Σήμερα δεν υπάρχει η «χαρτούρα» αλλά οι μουσικοί εργάζονται με «το μεροκάματο»:
Ε, τώρα επάνω στο κέφι μπορεί να πετάξουν και κάτι. Ασήμαντα όμως. Τα πολλά ήταν τότες […]. Από τότε […], γίνανε δυο μαγαζιά εδώ, συστηματικά μπουζουκτσίδικα, τα οποία πρώτα δεν υπήρχανε […]. Ε, το χωριό μας ας πούμε. Ε, όπως στη περιφέρεια εδώ. Όπως τα “Ξημερώματα”, όπως τα “Τρία Αδέρφια” αν έχετε ακούσει, είναι κάτι μαγαζιά. Και από τότες εφαρμόστηκε το μεροκάματο. Πρώτα τα γλέντια γίνονταν στα καφενεία. Παίζανε, όπως Σαββάτο, Κυριακή, Σάββατο, Κυριακή, παίζαμε στα καφενεία. Δεν ήταν μπουζουκτσίδικο, δεν ήταν κέντρο διασκεδάσεως. Μετά γίναν αυτά τα οποία ήταν αποκλειστικά μπουζουκτσίδικα. Από τότες άρχισε, απ’ το ογδόντα, απ’ το εβδομήντα πέντε [1975]. […] Μετά αρχίσαν το μεροκάματο […]. Ασφάλεια. Κανένας δεν πήρε […]. Δεν βάζανε, όχι. Δεν βάζανε Ι.Κ.Α.. Ανασφάλιστοι. Μόνο στην Αθήνα.
Όπως αναφέρει ο Μανόλης Βουρλιώτης, ο μισθός ενός μουσικού ήταν ανάλογος με το μισθό ενός δημοσίου υπαλλήλου:
Ήταν το μηνιάτικο τότες δυόμισι, τρεις χιλιάδες το μήνα. […] Βέβαια δεν ήταν και πολλά τα έξοδα τότες. Τι δεν θέλαμε και πολλά πράγματα. Τι είχαμε τα αυτοκίνητα, τις τηλεοράσεις, το ρεύμα; Τα βγάζαμε πέρα ας πούμε και βάζαμε και στην άκρη. Δεν λες τότες, και τώρα παίρνουμε του κόσμου τα λεφτά και δεν μένει τίποτα. Μας τα παίρνουνε.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης αναφέρεται σε μουσικούς παλαιότερους από αυτόν, πριν από τη δεκαετία του 1940:
Οι Καλτάκηδες έτσι, τους έφτασα […]. Α, τον Ευριπίδη δεν τον έφτασα. Ο Ευριπίδης Λερίου […]. Κλειδωνιάρης, σαντούρι, άκου, άκου, αφού τώρα εγώ είμαι εξήντα πέντε χρονών και δεν τους έφτασα, φανταστείτε. Οι φωτογραφίες αυτές υπάρχουν όμως, αλλά που να βρεθούνε […]. Ο Γειτωνιάρης έπαιζε σαντούρι […]. Κουρούνης Φίλανδρος, ήταν ένα ντουέτο φοβερό. Της εποχής εκείνης, δεν το φτάσατε, ήσασταν μικροί. Στην Αθήνα, ήτανε φίρμα των Αθηνών δηλαδή. Οι μεγάλες, οι πλούσιοι, Πρωθυπουργοί και Βασιλείς τότες, διασκεδάζαν με τον Κουρούνη Φίλανδρο. Ο Φίλανδρος δε, είναι Μυτιληνιός. Και όταν πήρε τη σύνταξή του ήρθε εδώ αγόρασε ένα σπιτάκι και έκατσε εδώ πέρα τα τελευταία του χρόνια. Σε μεγάλη ηλικία. Ογδόντα πέντε χρονώ. Ο Φίλανδρος, ξακουστός. Ακόμα υπάρχουν ελληνικές ταινίες που θα τον δείτε να παίζει. Αν έχετε δει το έργο “Μια ζωή την έχουμε” […], με τον Δημήτρη Χορν. Τραγουδάει ο Φίλανδρος εκεί. Μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε […]. Ο Κουρούνης Φίλανδρος εκεί, και είναι ο Κουρούνης Φίλανδρος εδώ. Μεγάλη φίρμα […]. Ήτανε του παλατιού ανθρώποι. Ο Παύλος και η […] Φρειδερίκη διασκεδάζανε με αυτούς. Και λεφτά οικονομάγανε πολλά. Ύστερα είχαμε το Μοσχονά τον Οδυσσέα. Φίρμα τότε τις εποχής εκείνης. Μυτιληνιός και αυτός. Καίτη Γκρέϋ. Μυτιληνιά η Καίτη Γκρέϋ.
Επίσης αναφέρεται στην αδελφή του Νίκου Παπαχριστοδούλου Αλκμήνη, ή οποία αν και δεν είναι επαγγελματίας τραγουδάει πολύ ωραία:
Και η αδερφή του είναι πολύ καλή, ωραία φωνή. Επαγγελματικά δεν έχει ασχοληθεί αλλά είναι […]. Τώρα έχει πάει στο αυτό, στο Διόνυσο που κάνουν το χορό, οι απανταχού Μυτιληνιών, εδώ οι ρίζες, οι ρίζες, κάνουν κάθε χρόνο στον Διόνυσο της Αγίας Τριάδας. Και πάει και τραγουδάει. Και τραγουδάει. Όχι επαγγελματικά, αλλά είναι πολύ ωραία φωνή […]. Φοβερή, φοβερή. Ε, είναι φωνάρα βρε, φωνάρα. Φωνάρα.
Όσο για το πώς ξεχωρίζει ο ίδιος ένα καλό μουσικό, ο Μανόλης Βουρλιώτης αναφέρει:
Ε, θα τον ακούσω. Μόλις τον ακούσω, τον κατάλαβα. Λίγο, κάτι ν’ ακούσω […], δεν είναι το θέμα να παίξεις το κομμάτι, να το παίξεις. Πώς θα το παίξεις. Έχουμε ξεχωρίσει τα δάχτυλα. Τη γλύκα ας πούμε, τα μόρια που πιάνει ο μουσικός. Μόρια εννοώ, άμα δεν θα το παίξεις, δεν μπορείς να παίζεις ένα κομμάτι, ίσο, ντο, ρε, μι, φα, σολ, λα σι. Είναι τα μόρια ανάμεσα […]. Τις διέσεις, τα οποία αυτά πρέπει να […], για να γλυκαίνει, γλυκαίνει το κομμάτι. Είναι ο χειρισμός των δακτύλων. Αυτό παίζει ρόλο. Αλλιώς μπορεί να πιάσεις εσύ να παίξεις. Ένας ανίδεος να παίξει κάτι, να βγάλει κάτι. Αλλά δεν είναι. Τη νοστιμάδα αυτή, τη νοστιμιά. Από κει ξεχωρίζεις το μουσικό. Τη γλύκα.
Κοινωνική θέση των μουσικών
Για τη θέση που κατείχαν οι μουσικοί στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο αναφέρει:
Δεν τους είχαν και από καλό […] τους μουσικούς, δεν τους παραϋπολογίζαν και πολύ τότες […]. Το αντιμετώπισα και ’γω. Αλλά έλα ντε που είχε και χειρότερα. Έλα που είχε και χειρότερα, διότι ήταν αγρότισσες. Οι οποίες πεθαίνανε στα χωράφια κάθε μέρα, ψοφάγανε στη δουλειά, που λέει ο λόγος, και τίποτα, δεν είχανε φράγκο. Ενώ ο μουσικός είχε. Και ήτανε και καλό ας πούμε για το μουσικό. Να φύγω εγώ απ’ τα χωράφια, να πάρω εγώ καλύτερα το μουσικό, να ξεφύγω εγώ από αυτό το […], τα καπνά, τότες τους βάζαν στα καπνά και κουραζόταν τα κορίτσια, όπως η γυναίκα μου ας πούμε, ήταν δώδεκα χρονών, ακόμα παιδάκι, και ξύπναγε τρεις η ώρα τη νύχτα, τη ξυπνάγανε να πάνε να κόψουνε το καπνό, δεν ξέρω αν έχετε ιδέα από αυτό το πράγμα […]. Ναι. Μετά όλη μέρα να το περάσουνε εκεί για να το μπολονιάσουν [βελονιάσουν – δηλαδή να το περάσουν σε νήματα], λέγαμε τότες, και είχαν τα κορίτσια, ήταν απελπισμένα, τα αγροτοκόριτσα. Και κοιτάγανε που να πάνε ν’ αράξουνε σε κανένα επαγγελματία. Ας ήταν και μουσικός. Επαγγελματίας ήτανε.
Ακροατές – γλεντιστές:
Ο Μανόλης Βουρλιώτης υποστηρίζει ότι στο χωριό του, τους Μυτιληνιούς της Σάμου, οι άνθρωποι γλεντάνε περισσότερο από ότι σε άλλες περιοχές:
Εδώ κάποτε υπήρχανε ένα, δυο, τρία, τέσσερα. Τέσσερα μαγαζιά που βάζανε κάθε Σαββατοκύριακο ορχήστρα. Βέβαια. Τέσσερα. Και μαζευόντουσαν απ’ όλα τα χωριά. Από το Βαθύ, Χώρα, Πυθαγόρειο.