Βογιατζίνης Γιάννης

Σάμος

Τόπος γέννησης: Παγώνδας, Σάμος

Χρόνος γέννησης: 1927

Στοιχεία καταγωγής:

Ο Γιάννης Βογιατζίνης γεννήθηκε το 1927. Κατάγεται από τον Παγώνδα της Σάμου.

 

Ιδιότητα:

Ο Γιάννης Βογιατζίνης παίζει τσαμπούνα. Παράλληλα κατασκευάζει τσαμπούνες.

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Σύμφωνα με το Γιάννη Βογιατζίνη, σημαντικό ερέθισμα για να ασχοληθεί με την τσαμπούνα αποτέλεσε ο παππούς του:

Ο παππούς μου [που τον θυμάμαι όταν ήταν] πολύ – πολύ γέρος – εγώ ήμουνα τόσο δα πιτσιρικάκι – κι έπαιζε, να πούμε, ο παππούς μου [τσαμπούνα], ο οποίος ήταν πολύ μεγάλος […], πολλά χρόνια.

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Ο Γιάννης Βογιατζίνης εργάστηκε ως τσαγκάρης:

Εγώ έφυγα το ’60 από ’δω πέρα [Σάμο] με τα παιδιά μικρά, γιατί βγήκαν τα μηχανήματα στην Αθήνα και παρουσιάζανε μια άλφα παραγωγή παραπάνω παπούτσια, με τα μηχανήματα που είχανε βγει. Συν το χρόνο, σιγά – σιγά, βγήκαν παραπάνω και ερχότανε γυρολό[γ]οι εδώ και μας κόβανε τη δουλειά. Δεν είχαμε δουλειά στο μαγαζί. Πουλούσαν έτοιμα και δεν είχαμε παραγγελίες εμείς στα μαγαζ[ι]ά μας, απ’ την πελατεία μας δηλαδή. Εφόσον είδα ένα χρόνο – δυο χρόνια, να πούμε, εκεί πέρα – φτάνει να πούμε το ’60- και είδα, να πούμε, ότι το κακό αρχίν’σε και γινόταν περισσότερο και να με πιάσει η ανεργία- δεν πα να ’χαμε δουλειά στα μαγαζ[ι]ά μας- φου! Τα παρατήσαμε όλα και πήγαμε στην Αθήνα. Πήραμε τα παιδιά και φύγαμε. Κι εγώ ήμουνα τσαγκάρης και [δούλεψα και] ως εργάτης σε εργοστάσιο υποδημάτων στην Αθήνα: Πήγα στην αρχή, μια βδομάδα τσαγκάρης, δούλεψα σε παπούτσια απάνω. Μετά βρήκα, να πούμε, το εργοστάσιο, το οποίο ζητούσε μηχανικοί…Το γάζωμα, το γάζωμα. Και μετά στα μοντέλα, στα σχέδια μετά. Γνωρίστηκα δηλαδή μετά. Άνοιξα μαγαζί μέσα στο Ψυρρή, 25 χρόνια ήμουνα. Και με παίρναν τα μεγαλύτερα εργοστάσια και δούλευα μέσα στα μεγάλα εργοστάσια, στα σχεδιαστήρια μέσα. Έβγαζα σχέδια και μοντέλα. Με πληρώνανε βέβαια. Μετά [δούλευα] στο μαγαζί μου, εφόσον τελείωνε [η δουλειά με] τα μοντέλα και τα σχέδια […], γιατί κάναν εξαγωγές μεγάλες έξω […], εμπόροι απ’ το εξωτερικό. Και βλέπαν τα σχέδια και τα μοντέλα και δίναν παραγγελίες, τριάντα χιλιάδες ζευγάρια, σαράντα χιλιάδες ζευγάρια, δίναν μες στα εργοστάσια εδώ, που έβγαζα τα σχέδια εγώ. Και μετά από ’να-δυο εργοστάσια ή εργολάβους στο Ψυρρή, που είχε μικρές και μεγάλες βιοτεχνίες, μου φέρναν στο μαγαζί έτοιμα κομμένα στην πρέσα τα δέρματα, είχα τα μηχανήματα – στην Αθήνα είχα αυτή τη μηχανή- τρία – τέσσερα μηχανήματα, τριφυλλάραμε τα δέρματα, τ’ αλείβαμε με τη γυναίκα μου -την είχα μάθει τη γυναίκα μου και με βοηθούσε αρκετά – και γαζώναμε μες στο μαγαζί μας φασόν, κομμάτια. Σαββάτο μας πληρώνανε. Κάθε Σάββατο. Με πολλούς συνεργαζόμουν. Μέσα είχε μικρές και μεγάλες βιοτεχνίες, μέσα το Ψυρρή ήταν γεμάτο. Τώρα δεν έχ’ κανέναν. Τώρα γίν’κε όλο πεζόδρομ’, να πούμε, κι όλα κέντρα διασκεδάσεως στο Ψυρρή. Τα μαγαζά, ναι. Κάτ[ι] δερματοπωλεία, τώρα που πάω απάν’ καμιά φορά, είναι κάτι γνωστοί μου, κάτ[ι] δερματοπωλεία μονάχα εκεί μέσα στη Μιαούλη. Δεν έχ’ τώρα. Οι βιοτεχνίες από ’κει μέσα του τσαγκαριού διαλύθηκαν. Τα πουλήσαν τα μηχανήματα και φύγαν. Αφήσαν τα μαγαζά και φύγαν, διότι δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τα μεγάλα εργοστάσια που βγάζανε πεντακόσα ζευγάρια την ημέρα. Δεν μπορούν τώρα και σταματήσανε, οι μικροί δηλαδή. Ο μεγάλος δηλαδή έφαγε το μικρόνε. Και μετά σιγά – σιγά πήραμε δρόμο κι εμείς. Εγώ έδωσα τ’ άλλα μηχανήματα, πήρα αυτό μονάχα και φύγαμε κι εμείς, ήρθαμε εδώ. Εδώ έχω γυρίσει το ’90. Το ’91 πέθανε η γυναίκα μου. Αμέσως μετά από ’να χρόνο. Εγώ είμαι εδώ μόνιμος, εγκατέλειψα την Αθήνα, απ’ το ’90. Δηλαδή και κάτω, να πούμε, εκεί πέρα, τριάντα – τριάντα δυο χρόνια ήμουνα στην Αθήνα. […] Η δουλειά μου δεν ήτανε σκληρή και στο χωριό μου μαγαζί που είχα και τώρα, τα σχέδια, απ’ τα μοντέλα απάνω και μετά το βγάζω στα δέρματα. Ήτανε πολύ ξεκούραστα μες στο μαγαζί. Δεν ήμουνα δηλαδή σε αγροτικές δουλειές να κουραστώ, αλλά είμαι και γυμνασμένος πολύ. Εδώ στη Σάμο στο κυνήγι έχω γυρίσει όλη τη Σάμο με τα πόδια [….]. Γιατί πήγαινα στο κυνήγι πολύ τότες. Έχω γυρίσει όλη τη Σάμο.

Ο Γιάννης Βογιατζίνης άρχισε να φτιάχνει τσαμπούνες και να ξαναπαίζει όταν επέστρεψε στην Σάμο [το 1990]:

Την είχα ξεχάσει. Όταν γύρισα εδώ, βρήκα ένα φίλο μου […] είναι επάνω στον Παγώνδα, τσοπάνης, έχει ζώα, κατσικάκια αυτός και παίζει λίγο τσαμπούνα, δηλαδή δεν φανερώνεται, δεν πάει [σε δημόσιες εκδηλώσεις]. Λίγο στο σπίτι του ή στο μαντρί του, που λέει ο λαός, και παίζει. Λοιπό[ν], αυτός, όταν γνωριστήκαμε εδώ, γιατί εγώ ζήταγα ένα δερμάτι να κάμω μια δικιά μου, “έλα Γιάννη να σου δώσω εγώ μία”, μου λέει. Δεν είχα τσαμπούνα δηλαδή. Μετά, όταν γύρισα εδώ, δεν είχα τέτοια πράγματα. Έπρεπε να φτιάξω. Και μου ’δωσε ένα δερμάτι και μια τσαμπούνα αυτός. Κι άρχισα εγώ σιγά-σιγά να εξασκούμαι, να πούμε, να παίζω. Ε, μπήκα στο λούκι μέσα, να πούμε, μάθαινα ’κεινα που ήξερα -σιγά-σιγά τα μάθαινα- αλλά όχι καλά και όχι όλα, γιατί ήμουνα τότες στο χωριό μου μέσα, να πούμε, ως νέος τσαμπουνιέρης ήμουνα ταλέντο, που λέει ο λόγος. Έπαιζα πολύ ωραία εγώ. Με προτιμούσαν όλα τα μαγαζά. Ήμουνα δηλαδή ξακουστός. Έπαιζα πολύ ωραία και τώρα πάλι τα ίδια. Αλλά τώρα βρήκα τον εαυτό μου, όμως τον βρήκα αργά. Δεν τον βρήκα αμέσως. Διότι παίζω εδώ πέρα ορισμένα χρόνια αλλά δεν είχα βρει τον εαυτό μου. Τώρα βρήκα τον εαυτό μου. Τον παλιό μου εαυτό τον βρήκα. Τον βρήκα τώρα, διότι τα ’χα παρατήσει τριάντα χρόνια. Ε, ήτανε ξεχασμένα πολλά. Αυτά εδώ πέρα, να πούμε, τα τσακίσματα αυτά, τα τρεμουλιάσματα, το πάνω-κάτω, να πούμε, στα γρήγορα, αυτά μπεζέρ’σα να τα βρω. Τα ’ξερα τότε και τα βρήκα τώρα. Δεν μπόραγα να μπω στο χρόνο αυτό που είχα τότες. Άργησα να μπω. Πολλά χρόνια, παίζω πολλά χρόνια τσαμπούνα, παίζω ωραία. Έπαιζα κι έμαθα ωραία τσαμπούνα εδώ που ήμουνα, εδώ τώρα απ’ το ’90, αλλά την καλή μουσική στη τσαμπούνα και τη γκάιντα βρήκα τώρα […], είναι ορισμένοι μήνες. Βρήκα, να πούμε, το ταλέντο που είχα τότες, βρήκα τον εαυτό μου δηλαδή.

Ο Γιάννης Βογιατζίνης αναφέρει σε σχέση με τη διαδικασία κατασκευής τσαμπούνας:

Αυτό το έμαθα […], ήμουνα στην πρώτη στο Δημοτικό, στην πρώτη τάξη, και είχαμε ένα περιβόλι λίγο μακριά απ’ το χωριό μου, τον Παγώνδα, το οποίο πήγαινα τακτικά με τον πατέρα μου εκεί πέρα, ε, να ποτίσουμε, να μαζέψουμε μπαχτσαβαν’κά [ζαρζαβατικά], φρούτα [..], που είχε απ’ όλα μέσα εκεί το περιβόλι αυτό χειμώνα-καλοκαίρι. Είχε έναν καλαμιώνα καλόν εκεί πέρα, θυμάμαι. Είχα ένα σουγιά στη τσέπη μου μικρός και είχα ακούσει αυτούς που ’χουνε πεθάνει, οι τσαμπουνιέρηδες στο χωριό μου, Απόκριες να παίζουν μες στα καφενεία και μ’ άρεσε τόσο πολύ και πήγαινα ’γω -πιτσιρίκος εγώ, δεν μπόραγα να μπω μες στο καφενείο να πω “κάνε μ’ καφέ” ή “δώσε μ’ κρασί”, δεν πάαινε, δεν πηγαίνανε, απαγορευότανε, ούτε γυναίκες δεν πηγαίνανε τότες που λέμε- και πάαινα απ’ έξω κι άκουγα αυτουνούς τους μεγάλους που παίζαν το όργανο αυτό. Και μ’ άρεσε. Κι εφόσον μ’ άρεσε μετά, όταν πήγαινα στο περιβόλι στο περιβόλι με τον πατέρα μου, έκοβα καλάμια κι έκανα κατ’ πιπίνια [αυλούς για τσαμπούνα], σαν αυτά εδώ πέρα. Έκανα αυτό, αυτό εδώ πέρα. Έκανα αυτό, έκανα κι αυτό, με το σουγιά. Το ’κανα λοιπόν, έπαιζε ωραία, να πούμε, το ’βαζα στο στόμα κι αρχίναγα να πούμε, εκείνο που άκουγα απ’ τους παλιούς μες στο καφενείο τις Απόκριες, κι έλεγα, να πούμε, αρχίναγα τη γλώσσα κι έκανα σιγά-σιγά. Αυτό έκανα τότες. Και το έβρισκα, να πούμε το σκοπό και σιγά-σιγά έμαθα τη τσαμπούνα μετά κι έκαμα το δερμάτι [ασκό] μετά κι έκανα και τα υπόλοιπα μετά […], που είδα τις άλλες δηλαδή. Δηλαδή μετά απ’ αυτή την υπόθεση, μετά από δυο-τρία χρόνια, πήγαινα τετάρτη-πέμπτη τάξη, που λέει ο λόγος, και μετά έμαθα κι έκανα αυτά εδώ -όχι σε καλή κατάσταση βέβαια […]. Τα δερμάτια τότες, αυτά τα δέρματα […] είχε η μαμά μου τότες κατσίκες και έβαζε μες στο τουλούμι εδώ, έβαζε τυρί. Και όταν τ’ αδειάζανε τις Απόκριες το τυρί αυτό με το χέρι, να μην το σκίσουνε, το ’παιρνα εγώ […]. Πήρα ένα δερμάτι εγώ απ’ τη μαμά μου, πήγα στη θάλασσα κάτω, στο Ηραίον, και το ’πλυνα μέσα, το πλάκωσα εκεί με πέτρες, με τη θάλασσα, και το ’πλυνα, να ξεμυρίσει το τυρί δηλαδή, να φύγει όλο το λίπος μέσα της μυτζήθρας, του τυριού, τα λάδια, αυτό το λίπος που ’χε μέσα […], με μαχαίρι, να πούμε, να το ξύσω, να το καθαρίσω τέλεια, να το φουσκώσω, να το πάω στον αέρα να γίνει ωραίο δερμάτ’ και μετά έβαζα τη τσαμπούνα [πιπίνι/αυλό] πάνω. Η πρώτη τσαμπούνα που έκανα στο χωριό μου απ’ τη μαμά μου που έβγανε το τυρί τσι μου έδωσε το δερμάτι, η μαμά μου. Η πρώτη τσαμπούνα που έκαμα…Αυτή η ηλικία ήταν […] η πρώτη τσαμπούνα που έκαμα ήτανε δεκαπέντε-δεκάξι χρονώ.

Σήμερα [2006], ο Γιάννης Βογιατζίνης πουλάει τις τσαμπούνες που κατασκευάζει:

Επί το πλείστον, παίρνουν τώρα το καλοκαίρι και παραμονές Απόκριες, παίρνουν αυτοί πιο πολύ [που…] έρχονται […], Αμερική έχω στείλ’, Αυστραλία έχω στείλ’, Γερμανία έχω στείλ’, Βέλγιο έχω στείλει. Τις παίρνουν από ’δω οι ίδιοι και τις πάνε, να πούμε, Αυστραλία, παν Αμερική. Αυτοί, οι Σαμιώτες. Είναι αυτοί που μένουν, να πούμε, Αυστραλία, Γερμανία, Αμερική, Βέλγιο. Πήραν πολλές. Έχουν πάρει πολλές. Και παίρνουν κι εδώ ορισμένοι ντόπιοι απ’ ορισμένα χωριά […]. Ναι, εγώ έχω το μεράκι αυτό, μ’ αρέσει να πούμε, τα πετυχαίνω, τα κάνω ωραία, βγάζουν φωνή ωραία, και μάθανε τώρα κι έρχονται και τσι κάνουν παραγγελία. “Γιάννη, κάνε μου κι εμένα μία. Γιάννη, θέλω κι εγώ μία”, αυτό μου λένε.

Οι πιο πολλοί που παίζανε στο χωριό μου είχανε ζώα, ήταν τσομπάνηδες, κι ασχολούνταν, να πούμε, στην εξοχή μ’ αυτό το είδος […]. Ο καθένας μία έφτιαχνε. Δεν έκανε παραγωγή να πουλάει. Μία δικιά του έκανε. Μία δικιά του έκανε, πολύ παλιά, να πούμε. Τότε στο χωριό μας ήτανε […], θυμάμαι ’γω, ήμουνα μικρός […], έπαιζα λεύτερος δηλαδή τσαμπούνα, δεκάξι, δεκαεπτά, δεκαοχτώ χρονών, δεκαεννιά που ήμουνα, κι έπαιζα τσαμπούνα στο χωριό, ωραία τσαμπούνα […], την είχα μάθει πολύ αρκετά ωραία […], αυτοί οι υπόλοιποι άλλοι [τσαμπουνιέρηδες] πεντ’-έξι, ήταν πολύ μεγάλοι, οι οποίοι πεθάνανε γρήγορα, δηλαδή εγώ ήμουνα στην Αθήνα κι αυτοί πεθάνανε όλοι μέσα εδώ και δεν υπήρχε τσαμπούνα μετά. Δεν υπήρχε εδώ. Ήταν ένας ακόμα λίγο. Μόλις ήρθα εδώ, προτού δεκατέσσερα-δεκαπέντε χρόνια, πέθανε κι αυτός. Κι έμεινα μόνος μου. […] Τότες [μέχρι τα μέσα του 20ου αι. περίπου], πραγματικώς, όσοι τσαμπουνιέρηδες ξέρω ’γω είναι -σχεδόν και τώρα ακόμα- όλ’ κτηνοτρόφοι. Ο μόνος που δεν ήτανε κτηνοτρόφος, βρίσκομαι εγώ ’πα στη Σάμο. Όσοι ξέρω, να πούμε, στα χωριά παλιά και προπάντων στο χωριό μου και στο Ηραίον, και ξέρω ’γω τι, αυτοί ήτανε όλοι κτηνοτρόφοι. Εγώ μόνο δεν ήμουνα κτηνοτρόφος. Ήμουνα τσαγκάρης.

Το 2006 ο Γιάννης Βογιατζίνης έλαβε πρόσκληση να συμμετάσχει σε συνάντηση τσαμπουνιέρηδων από όλα τα νησιά του Αιγαίου, στην Κάρπαθο:

Σεπτέμβρη, 20-21 Σεπτεμβρίου, μου λέει αυτός ο φίλος μου ο φιλόλογος, που είναι στην Κάρπαθο τώρα, σήμερα, θα γίνει πάλι αυτό με τσαμπούνες πολλές απ’ όλα τα νησιά ή στη Σάμο, ή κοντά στη Σάμο, σ’ ένα άλλο νησί. 20 με 21 Σεπτεμβρίου. Το ’χανε γράψει στην εφημερίδα.

 

Προσωπική και οικογενειακή πορεία:

Ο Γιάννης Βογιατζίνης θυμάται τις γυναίκες που τραγουδούσαν κατά τη διάρκεια των καθημερινών τους δραστηριοτήτων:

Αυτές ήταν οι σπιτικές αυτές οι κυρίες, που ούτε τις θυμόμαστε τώρα ούτε τα [τραγούδια τους…], πολύ παλιές. Λέγανε κάτι τραγουδάκια, να πούμε, έτσι. Πολύ παλιές. Γιατί, άμα λέμε πιτσιρικάκι εγώ, άκουγα τη μαμά μου, αυτές που κάναν κάτι τραγουδάκια, λέγανε, να πούμε, εκεί πέρα παλιά τραγουδάκια, αυτές πεθάναν πολύ νωρίς, πάρα πολύ νωρίς. Ήμουνα πιτσιρίκος ακόμα και ήτανε γριές αυτές. Ε, τραγουδούσανε έτσι, στην εξοχή πηγαίνανε, στον κήπο, στα κτήματα. Να, τραγουδούσανε έτσι. Δηλαδή σαν […] μέσα, με ορχήστρα, με αυτά, δεν είχαμε να τραγουδάνε. Ε, δεν ακουγόνταν, δεν φανερωνόνταν δηλαδή. Αν τσ’ έβρισκες, να πούμε, στο σπίτι τους, καθούνταν και τραγουδούσανε σε κανένα γλεντάκι. Εάν τσ’ ήβρισκες στην εξοχή, τραγουδούσαν. Να, κάτ’ τέτοια ήταν τότες. Δηλαδή δε φανερωνόντανε, γιατί ο κόσμος τότε ήντανε πολύ, ήμασταν πολύ καθυστερημένοι και ντρεπόμασταν κιόλας, να το πούμε κι έτσι. Δε φανερωνόμαστε δηλαδή, αν είχαμε λίγο ταλέντο κάπου, δηλαδή σε μια τσαμπούνα, σε ένα όργανο. Δεν φανερωνόμασταν, να πούμε. Υπήρχε κι εκείνο το ταμπού, να το πούμε κι έτσι. Ήμασταν καθυστερημένοι. Ο κόσμος εξελίχθηκε μετά απ’ το ’55, ’60 που φύγαμε για έξω οι πιο πολλοί, όλοι. Και τώρα γυρίσαμε πάλι, οι πιο πολλοί. Μείνανε κι έξω πολλοί, γιατί κάμανε παιδιά, κάμανε αγγόνια, να πούμε, εκεί πέρα, και μείνανε έξω μονίμως. Κι έρχοντ’ εδώ λίγο και φεύγουνε […]. Ο Παγώνδας ήτανε κάποτες 3.200 νομίζω, 3.250 άτομα. Τώρα είναι, όπως έμαθα 700-800, είναι νομίζω τώρα. Ε, όλα τα σπίτια είναι άδεια. Όλα. Διότι πεθάνανε πολλοί, μεγαλώσανε, πεθάνανε -ήταν πολλοί ηλικιωμένοι βέβαια – κι έχουμε πάλι ηλικιωμένοι μες στο χωριό μας, αλλά και πολλοί στο εξωτερικό, οι οποίοι δεν γυρίσανε. Έρχονται λίγο και φεύγουν. Περισσότερο απορρόφησε Αυστραλία και Γερμανία πολύ. Πολύ κόσμο. Κι απ’ το χωριό μου. Πολύς κόσμος πήγε Γερμανία, Αυστραλία, πάρα πολύς. Ξέρω δηλαδή απ’ τον Παγώνδα πολλά άτομα, τα οποία απορρόφησε η Γερμανία και η Αυστραλία. Πάρα πολλά άτομα. Γνωστοί μου, συγγενείς, φίλοι, παιδιά τα οποία τα μάθαινα τσαγκάρηδες τότες και τα ετοίμασα και ήταν έτοιμα να δουλέψουνε. Φύγαν, πήγαν στην Αυστραλία για δουλειά. Πολλά.

Οι πιο πολλοί που παίζανε [τσαμπούνες] στο χωριό μου είχανε ζώα, ήταν τσομπάνηδες, κι ασχολούνταν, να πούμε, στην εξοχή μ’ αυτό το είδος. Είχαν τα κατσικάκια, είχαν το δερμάτι απ’ το τυρί, αυτό που είπα προηγουμένως. Τώρα δεν βάζουνε τυρί. Τώρα τα επεξεργάζομαι εγώ, δίχως τυριά. Τα παίρνω τα κατσίκια μόλις τα γδάρει ο χασάπης και τα φασίζω με φάρμακα και αλάτια. Τα φασίζω τρεις-τέσσερις μήνες, τα περιμένω, να πούμε, να δαμάσουνε, θα τα πλύνω μετά να τα κάμω έτσι, με φάρμακα και με τέτοια […].

 

Μουσική παιδεία:

Μιλώντας για την τσαμπούνα ο Γιάννης Βογιατζίνης, ανέφερε:

Δεν έχει νότες αυτό [η τσαμπούνα]. Αυτό είν’ αυτοδίδακτα, όλα, να πούμε, εκεί πέρα. Τίποτα, είναι μόνο αυτό το εδώ. […] Έχει πολλά μέσα [η τσαμπούνα], δηλαδή είναι αυτοδίδαχτο αυτό το όργανο, δεν έχ’ με νότες και τέτοια πράγματα. Και την ώρα που παίζεις, να πούμε, εκεί πέρα, σου ’ρχεται στο μυαλό, να πούμε, κάτι, να πούμε, και ενθουσιάζεσαι, σ’ αρέσει κι αρχινάν τα δάχτυλα, να πούμε, και αρχινάνε μόνα τους και βγάζουν ορισμένοι τόνοι, να πούμε, ωραίοι.

 

Μουσική μαθητεία:

Ο Γιάννης Βογιατζίνης δεν διδάχτηκε από κάποιον να παίζει τσαμπούνα, αλλά επηρεάστηκε από τα ακούσματα που είχε από άλλους τσαμπουνέρηδες, από μικρή ακόμα ηλικία:

Ήτανε ένας Νικόλαος Στρογγυλός. Απ’ τον Παγώνδα μιλάω. Αλλουνούς σα πέρα δεν ήξερα τότες άλλους. Απ’ τον Παγώνδα μέσα ήτανε πεντ’ – έξι αυτοί οι μεγάλοι, σου λέω. Ναι, αυτοί οι μεγάλοι. Εγώ έμαθα μετά. Λοιπόν, ήτανε ο Νικόλαος ο Στρογγυλός. Είχε γίδια κι αυτός, φυλούσε γίδια και είχε τσαμπούνες, τέτοια, και έπαιζε τις Απόκριες. Κάθε Απόκριες, να πούμε, μες σ’ ένα καφενείο και τον άκουγα εγώ μικρός και μ’ άρεσε, να πούμε, κι έκανα κι εγώ αυτά μετά.

 

Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Ο Γιάννης Βογιατζίνης θυμάται από τα παιδικά του χρόνια:

Είχαν πέντ’- εξ’ τσαμπούνες μεσ’ τα καφενεία, από μία τσαμπούνα τις Απόκριες μέσα σε κάθε καφενείο. Το χωριό ήταν πολύ μεγάλο στον κόσμο και με δικά τους […] μεζέδες και τηγανίτες τότε που ήταν με τα τυριά, τα μπουρέκια, που λέμε, π’τάκια, κρέατα, να πούμε, το καφενείο βαρελίσιο κρασί ωραίο. Και πηγαίνανε όλες οι οικογένειες, συγγενείς σε κάθε καφενείο και σμίγανε και γλεντούσανε όλη τη νύχτα μέχρι την Καθαρά Δευτέρα. Όλη τη νύχτα. Κι έπαιζα εγώ -δεν είχε μουσικές, δεν είχε CD, δεν είχε κασετόφωνα- κι εγώ έβαζα το μαγαζί ολόκληρο μόνος μου να χορεύουν όλη τη νύχτα. Δηλαδή όλη τη νύχτα έπαιζα τσαμπούνα. Μου δίνανε λεφτά βέβαια, δηλαδή πώς κολλούσαν τότε τη χαρτούρα, που λέμε, στα όργανα […], καθόμουνα σ’ ένα τραπεζάκι εκεί πέρα και ενώ χορεύανε ο κόσμος […], αλλά αυτοί που χορεύανε, να πούμε, ήτανε, να πούμε, σε κέφι, και ήταν και σε αυτό, και ερχόνταν και μ’ αφήναν πάνω στο τραπέζι φράγκα, δίφραγκα, τάλιρα τότες. Αυτά. Μου τ’ αφήναν απάνω στο τραπέζι κι εγώ έπαιζα. Είχα το μεζέ μου, είχα το κρασί μου -μου βάζανε- κι έπαιζα όλη τη νύχτα και χορεύανε όλα τ’ αποκριάτικα. Και την άλλη μέρα, Καθαρά Δευτέρα, πάλι, γυρίζαμε στο χωριό μία παρέα, όχι όλος ο κόσμος, οι γλεντζέδες, δηλαδή οι νέοι προπάντω, είχανε ένα καλάμι μακρύ, ένα τρίφτη που τρίβαμε το τυρί μικρό, ένα τριφτάκι, το δένανε επάνω-επάνω στο καλάμι και κάνανε ένα στεφάνι από λουλούδια και μέσα καταμεσή ήταν ο τρίφτης αυτός εδώ πέρα και τον εβάσταγε να πούμε, ένας, κι έπαιζα τη τσαμπούνα εγώ και γυρίζαμε το χωριό μία βόλτα ολόκληρο το χωρίο, τον Παγώνδα, είχανε καλάθια στα χέρια, είχανε τραμιτζάνες άδειες. Αυτά γεμόζανε όλο αποκριάτικα φαγητά και καλό κρασί απ’ τα βαρέλια και πηγαίναμε καταμεσή στην πλατεία μέσα σε έξ’-επτά τραπέζια, σα πέρα, και καθόμασταν και γλεντούσαμε Καθαρά Δευτέρα, κι άλλος κόσμος απ’ τα σπίτια έρχονταν εκεί πέρα και γλεντούσαμε και χορεύαμε…Όλη νύχτα και την επόμενη μέρα, όλη την Καθαρά Δευτέρα…Με τις προσφορές που δίνανε ο κόσμος…Αυτά τα μεζεδάκια και τα κρασιά…Διάφορα. Κρέατα, βραστά, ψητά, γιαχνί, ξέρω ’γω τι, διάφορα, στεγνά δηλαδή, όχι με ζουμιά, και προπάντων πολλά ήταν τα π’τάκια με το τυρί και με το κολοκύθι και οι τηγανίτες.

[Οι άλλοι μουσικοί] πηγαίναν σε πανηγύρια. Σπαθαραίοι, στου Σταυρού εδώ πέρα το μοναστήρι, πάαινε ο κόσμος κι έπαιζε. Αυτοί παίζανε. Οι τσαμπούνες δεν παίζανε. Μετά, το Τριώδιο παίζαν οι τσαμπούνες [..]. Μόνο όταν αρχίναε και μπαίναμε “απ’ τ’ Αι-Ντωνιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού αέρα”, λέγαμε στα χωριά…Ο Άγιος Αντώνιος και μετά […], “απ’ τ’ Αη-Ντωνιού και πέρα, δώσ’ του φουστανιού σου αέρα”. Δηλαδή γλεντούσανε. Αλλά αραιά. Με τσαμπούνες. Αραιά…Κι ένας άλλος πάλι με κιθάρα, με τραγουδάκι, με κάνα μπουζουκάκι και ήτανε μια μικρή ορχήστρα μες στον Παγώνδα….Ε, είναι πρόσφατα, το Γενάρη, και μετά μέχρι το Μάρτη, να πούμε, το έχουμε το Τριώδιο. Προπάντων το Τριώδιο, τρεις βδομάδες παίζανε τσαμπούνες. Μετά σταματούσανε. Μετά απ’ την Καθαρά Δευτέρα σταματούσανε και παίζαμε ακόμα λίγο, θυμάμαι -έχω παίξει κι εγώ, έφτασα εγώ και παίζαν κι οι τσαμπουνιέρηδες- μέσα στο Ηραίον μετά μία βδομάδα απ’ την Καθαρά Δευτέρα, τ’ς Ορθοδοξίας. Μέσα στην άμμο, παιδιά, γυναίκες, σεντόνια, κει πέρα, κουρελούδες, μεζέδες, αυτά, απ’ όλα, και χορεύανε μες στην άμμο με τη τσαμπούνα. Πολύ παλιά. Αυτή την υπόθεση που λέω, γινόταν τ’ς Ορθοδοξίας, κάτω, ερχόταν πολύς κόσμος στο Ηραίον. Και τώρα έρχονται ακόμα, αλλά τότες χορεύανε μέσα στην άμμο, γιατί καφενεία μεγάλα δεν είχε. Είχε κάτ’ ταβερνάκια το Ηραίον και αραιά. Καλύβες, πολύ καλύβες. Αλλά ήταν η άμμο τέτοια και ξαπλώναν τα σεντόνια, τους μεζέδες απάνω, τα πιοτά, τα κρασιά. Ήταν και μια τσαμπούνα και παίζανε και χορεύανε. Μες στην άμμο, τότε.

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

Ο Γιάννης Βογιατζίνης περιγράφει τα χαρακτηριστικά της τσαμπούνας, τις διαφορές της με την γκάιντα και αναφέρει τα εργαλεία και τις λεπτομέρειες της κατασκευής της:

Όταν παίζεις, ναι, φουσκώνουνε περισσότερο. Είναι τα χέρια, είναι τώρα τα δύο χέρια κι είν’ και το στόμα για τον αέρα, να πούμε, εκεί πέρα. Κατάλαβες; Ε, βέβαια.

Κάθε τσαμπούνα διαθέτει ένα σώμα από δέρμα [ασκό], στο οποίο προσαρμόζονται ένα στόμιο από το οποίο φυσά ο οργανοπαίκτης, το «φυσητήρι», καθώς και δύο αυλοί εξόδου, οι «μάνες», εκ των οποίων ο ένας χρησιμεύει ως μπάσο. Όπως ανέφερε ο Γιάννης Βογιατζίνης:

Η γκάιντα έχει κι ένα ακόμα [μια τρίτη έξοδο του αέρα από τον ασκό] για ίσο. […] Η τσαμπούνα δηλαδή έχει δύο. […] Αυτή είναι πραγματικά τσαμπούνα. Η πολύ παραδοσιακιά. Αλλά κι η γκάιντα απά’ στη Μακεδονία, να πούμε, και σε άλλες χώρες, είναι πολύ παλιά, παραδοσιακιά κι αυτή. Προπάντων αυτή με τα δερμάτια [ασκό από δέρμα…]. Αυτές είναι παραδοσιακές. Από δέρμα το ίδιο, παραδοσιακό, πολύ παλιό. Όχι προβάτου. Κατσίκια, όλα. Όλα κατσίκια. Απ΄ τα πρόβατα δεν κάνει. Γιατί τα πρόβατα δεν αντέχουνε. Το δέρμα τους, δεν αντέχει. Αυτό είναι. […] Τα δέρματα είναι στα φάρμακα και τ’ αλάτια τέσσερις μήνες. Τα δέρματα τα παίρνουμε ωμά και τα πασίζουμε, τα βάζουμε σε τελάρα απάνω, να ξεραθούνε, να μη μαδάει η τρίχα και ξέρω ’γω τι. Για το δέρμα είναι κάτι σκόνες, αυτές, στα βυρσοδεψεία. Μία σκόνη και τ’ αλάτι, τίποτ’ άλλο. Αλάτι και σκόνη. Το πασίζουμε και το αφήνουμε τέσσερις μήνες. Απά σ’ ένα τελάρο να παίρνει αέρα από κάτω. Δηλαδή σ’ ένα τελάρο από σύρμα, να πούμε, για να παίρνει λίγο αέρα από κάτω, να ξεραθεί τέλεια, να κοκαλιάσει, να φύγουν […]. Τέσσερις μήνες αυτό. Μετά το διπλώνω, το βάζω μέσα με θάλασσα και με αλάτι […] στη δεξαμενή. Το πετρώνω […] στη λεκάνη. Τ’ αφήνουμε ένα βράδυ και την άλλη μέρα το πρωί το βγάζω. Με σαπούνι πράσινο να το πλύνουμε καλά, να το κουρέψουμε […], να στεγνώσει και μετά να το κουρέψουμε και να το δέσουμε να μη ξεθυμαίνει μετά. Και μετά το τρίβω με τα χέρια να μαλακώσει. Έχει πολλή δουλειά το δέρμα. Το κουρεύουμε, όταν στεγνώσει- είναι μαλακό ακόμα […].

 

Ο Γιάννης Βογιατζίνης δημιουργεί δύο ειδικές υποδοχές ή βάσεις [όπως τις αποκαλεί ο ίδιος] στον ασκό [δερμάτι] της τσαμπούνας, όπου προσαρμόζονται οι «μάνες», ώστε να είναι εύκολη η αντικατάσταση ή η αλλαγή τους, χωρίς να δημιουργούνται φθορές στο δερμάτι [ασκό]:

[…] Εγώ έχω τα εργαλεία εδώ. […] Τα ξύλα, τα ειδικά ξύλα […]. […] Έχω κάνει προεργασία, γιατί έχω τα δερμάτια έτοιμα, να πούμε, έχω παραγγελίες […], να πούμε, εκεί πέρα, να τις δώσω. Αυτά είναι τσαμπούνες όλα. Αυτά είναι τσαμπούνες, με άλλο σύστημα τώρα που κάνω. [Υπάρχει μια βάση για να μπαίνουν διάφορες “μάνες”] μέσα στο δερμάτι [τον δερμάτινο ασκό] εδώ, μόνιμο. Αυτό μπαίνει μόνιμο μέσα κι αυτό βγαίνει, όποτε θες, να πούμε, αν θες να την κουρδίσεις ή να την αλλάξεις, και μπαίν’ και είναι μόνιμο τώρα. Έχω αλλάξει σύστημα δηλαδή, για να μην κομπιάζει, να μην ξαναγίνεται αυτό […]. Να μην ξαναγίνεται. Κατάλαβες; Η ουσία είναι, η βάση δηλαδή, είναι αυτό το πράγμα […].

 

Οι ίδιες οι «μάνες» ή «τσαμπλομάνες» κατασκευάζονται από καλάμι. Σε κάθε «μάνα» προσαρμόζεται ένας αυλός μικρότερης διαμέτρου, το «πιπίνι» ή «τσαμπούνι». Όπως αναφέρει ο Γιάννης Βογιατζίνης:

Ναι. Τα δύο καλαμάκια μέσα [“μάνες”] και τα δύο τα πιπίνια. Αυτά εδώ [τα καλάμια πάνω στα οποία προσαρμόζονται τα πιπίνια] λέγονται μάνες. […] Ένα, δύο, και τα πιπίνια άλλα δύο. Αυτά είν’ από σαμπούκο, ειδικό δέντρο. Από σαμπούκο λέγεται. Έχω απά’ σε μια ρεματιά και πάω και κόβω κάθε χρόνο, να πούμε, ορισμένα κομμάτια, τ’ αφήνω και ξεραίνονται και μετά, όταν ξεραθούνε, πιάνω, να πούμε, κι εργάζομαι και κάνω αυτά εδώ. Αυτά κάνω, όλα. Σαμπούκο, ναι, σαμπούκο. Είναι μέσα σε ρεματιές […]. Τις παλιές-παλιές τις φτιάχνανε το ίδιο, ακριβώς. […] Ήτανε μονοκόμματο. […] το κόβουμε φρέσκο το ξύλο αυτό και μετά από ’να χρόνο, τ’ αφήνουμε μέσα σ’ ένα χρονικό διάστημα, ξεραίνεται τελείως και μετά το εργαζόμαστε. Μετά το κάνουμε. Φρέσκο να μη γίνεται, γιατί θα χαλάσει, θα σκίσει, θα μπάσει. Δεν κάνει. Δηλαδή πρέπ’ να μείνει ένα χρόνο να ξεραθεί. Μετά, κόβουμε το ξύλο αυτό, το αφήνουμε και ξεραίνεται και […] σε δύο μέρες μπορείς να κάνεις μια τσαμπούνα ωραία. Μετά από τέσσερις μήνες που είναι έτοιμα αυτά, μέσα σε δυο μέρες, να πούμε, κάνεις μία τσαμπούνα ωραία.

 

Κάθε «πιπίνι» φέρει μια εγκάρσια τομή κοντά στο ένα άκρο του, με την οποία αποσπάται εν μέρει μια μικρή «φέτα» καλαμιού από τον κορμό του «πιπινιού», χωρίς να αποκολληθεί εντελώς από το σώμα του «πιπινιού». Αυτή η «φέτα» που είναι γνωστή ως «καπάκι» πάλλεται με το φύσημα του οργανοπαίκτη και παράγει τον ήχο της τσαμπούνας. Ο Γιάννης Βογιατζίνης αναφέρει σχετικά:

[…] τα πιπίνια […]. Έχιν τα καπάκια μέσα. […] Τα καπάκια. […]. Αυτό είναι το πιπίνι, το καπάκι εδώ, αυτό. […] Ναι, έχω σκισμένο καπακάκι. Ναι, μια γλωσσίτσα, ναι, στο καλάμι. Δεν είναι ξεκολλημένο αυτό. Είναι μέχρι εδώ σκισμένο […]. Αυτό […], παρουσιάζεται η φωνή, γιατί [παράγει] χιλιάδες σπασμοί με το φύσημα. Αυτό το λέμε καπάκι […] στο πιπίνι. Ναι, καπάκι στο πιπίνι. Τη μάνα [δηλαδή το καλάμι πάνω στο οποίο προσαρμόζεται το πιπίνι], αυτή τη λέγαμε παλιά στο χωριό “τσαμπλομάνα”. Είναι η μάνα του αυτουνού [του τσαμπουνιού ή πιπινιού…], “τσαμπλομάνα” τη λέγαμε. Η προέκταση. Κι αυτό το λέγαμε “τσαμπούνι” παλιά. Μετά το βγάναμε πιπίνι […] και η μάνα. Ενώ είναι “τσαμπλομάνα” και “τσαμπούνι”. […] Πολύ παλιό, πάρα πολύ […], χρόνια πολλά. Θυμάμαι ανθρώπους στο χωριό μου, να πούμε […]. Αυτά βγάζουν τη μελωδία. Αυτά πρέπ’ να ’ναι πετυχημένα, να πούμε, στο χέρ’ που τα κάνω, να βγάλουν, να πούμε, ωραία φωνή. […] Ναι, τα καπάκια, στα πιπίνια. Τα καπάκια στα πιπίνια. Στο καλάμι δηλαδή.

 

Σε κάθε μάνα προσαρμόζεται και ένα πρόσθετο ηχείο που ενισχύει τον τελικό ήχο. Συνήθως είναι κατασκευασμένο από κέρατο αγελάδας, ή πιο πρόσφατα και από ξύλο. Ο Γιάννης Βογιατζίνης περιγράφει τα συγκεκριμένα ηχεία ως εξής:

[Τα κέρατα] αυτά είναι απ’ αγελάδια, τα οποία τα φτιάχνω εγώ. Μου τα δίνουν, να πούμε, χοντρά πράματα να πούμε, και τα φτιάχνω εγώ. Κέρατα δηλαδή. Κι αυτό είναι το κέρατο από αγελάδι, από αγελάδι μεγάλο. Αυτό λέγεται κάλανος. Ναι, τα φτιάχνω εγώ. Αυτό μπαίν’ μέσα, να πούμε. […] Με απλά εργαλεία, Βlack ’n’ Decker να πούμε, με διάφορα φαρδιά, στενά τρυπάνια, να πούμε, με ράσπες, με γυαλιά, με τέτοια πράματα κι κάθομαι κι τα κάνω. […] Γιατί πάω στην Αθήνα στις λαϊκές και τα βρίσκω από Ρωσοπόντιους αυτά. Είναι δυσεύρετα, πολύ δυσεύρετα, πάρα πολύ, μη συζητάς. Και παλιά δηλαδή από κέρατο αγελάδας το κάναν. Από γελάδια, από γελάδια. Θηλυκά. Τα αρσενικά δεν έχουν τέτοια ωραία πράγματα. […].

 

Για την τεχνική των οργανοπαικτών, εξηγεί:

Να γίνουν οι τρεις νότες, οι τρεις τρύπες [που διαθέτει το κάθε πιπίνι] να φτάσουν στον ίδιο ήχο με τις άλλες [που διαθέτει το δεύτερο πιπίνι]. Να συνταυτίζονται, να ’ναι γλυκιές, να ’ναι μελωδία δηλαδή. Να μη “γκρινιάζει”, λέμε. Αυτό είν’ το κούρδισμα. Ένα κάτι, πρέπ’ να τ’ αλλάξεις, να πούμε. [Αυτό που κάνει το καλάμι και κάνει τον ήχο ν’ αλλάζει], παρουσιάζει μέσα στη μάνα εδώ, παρουσιάζει ένα χόντρος, δηλαδή ένα στένεμα. Ένα στένεμα, κι εκεί με το στένεμα, να πούμε, ταιριάζει όλες οι φωνές. Λέγεται κούρντισμα αυτό. Αυτό είν’ το κουρντιστήρι που λέμε. Αυτά είν’ τα κουρντιστήρια. Ή ένα ή δύο ή καθόλου. Άμα είναι καθόλου, να πούμε, είναι πολύ κουρντισμένη μόνη της, δηλαδή την έχεις φτιάξει ωραία. Αν παρουσιαστεί κάτι, να πούμε, πρέπ’ να το κουρντίσεις μ’ αυτό. Κι όχι να το βγάζεις και να το […], γιατί μπορεί να τη χαλάσεις τέλεια. Δηλαδή να χάσει την αυτή του και να παιδεύεσαι μετά μία ώρα – δύο ώρες, να τα βρεις. Τα κουρδιστήρια […] αυτό, όταν χάνει, να πούμε, λίγο η φωνή, απ’ τα πιπίνια, βάζουμε ένα τσάκνο [λεπτό άχυρο…] από μία σκούπα, από ένα καλαμάκι, κάνουμε λεπτό και το βάζουμε ή στη μία τσαμπλομάνα ή στην άλλη τσαμπλομάνα. Όπου βγάλ’ φωνή ωραία. […] Σε μία τσαμπλομάνα, το δοκιμάζουμε κι άμα δε μας αρέσει, το βάζουμε στην άλλη και κουρδίζεται. Ορίστε. Αυτά τα τσακνάκια που λέμε είναι πασίγνωστα από παλιά. Τότες τα ξέρανε όλοι και βάζανε μέσα. Ένα, δυο, τρία, βάζανε τέτοια, για να ταιριάσει.

[Για να βγάζει τον κανονικό ήχο, η τσαμπούνα θέλει τον] κανονικό αέρα. Δε θέλ’ να φυσάς δυνατά, ούτε να ζουλάς δυνατά, ούτε τίποτα για να βγει ο κανονικός αέρας εδώ, με την κανονικιά φωνή. Όταν δώσομε δύναμη αέρα, δεν θα βγάν’ φωνή ωραία. Όταν δώσουμε λιγότερη, πάλι χειρότερο. Ο αέρας από ’δω που θα βγει θα παίξουν τα πιπίνια μέσα […] πρέπ’ να ’ναι στάνταρ συνέχεια με τα χέρια και με το στόμα. Να βγαίν’ ο ίδιος ο αέρας. Έβγανες παραπάνω, δυνατά, θα πάθεις ζημιά, δε θα λέει ωραία, ή σιγά-σιγά, να πούμε, αν δεν μπορείς να φουσκώσεις, εκεί έχασες. Χάν’, δεν παίζει. Δεν βγάζει φωνή ωραία άμα πας σιγά-σιγά. […] Για να βγάζει τη μελωδία, αυτό το ωραίο πράμα. Αυτό είναι ωραίο τώρα που βγάζει. Έχει τώρα δα η τσαμπούνα πραγματικώς […], είναι τέλεια κουρντισμένη, είναι πρώτη δηλαδή. Δεν υπάρχει καλύτερο κούρντισμα απ’ αυτό. Καλύτερη μελωδία […]. Να δεις τι διαφορά έχει. [Αν ο τσαμπουνιέρης πιέσει πολύ με το χέρι, μπορεί να μπουκώσει ο ήχος], μπορεί να κομπιάσουν αυτά μέσα, να μην παίρνουν τα καπάκια. Να σταθούνε σ’ ένα μέρος με τον δυνατόν αέρα […]. Να σταθούνε σ’ ένα τα καπάκια. Να σταθούνε σ’ ένα μέρος, δηλαδή να μην παίζει η τσαμπούνα μετά, να κομπιάσει […] που λέμε “κόμπιασε η τσαμπούνα”, γιατί φύσηξε παραπάνω [ο τσαμπουνιέρης], γιατί πήγε μια τρίχα, γιατί κάτι μέσα. Κατάλαβες; Κόμπιασε λέμε. Δεν κουνιέται, γιατί δεν τ’ αφήν’ να κουνηθεί. Ο δυνατός αέρας δεν τ’ αφήν’ να κουνηθεί. […] Ο δυνατός αέρας που θα φυσήξουμε δυνατά, θα ζουλήξουμε δυνατά […], έχασες. Δεν κάνει. Σ’ όλα τα πνευστά, σε όλα, να πούμε, πρέπ’ να δώσεις τον κανονικό αέρα, τον κανονικό. Έδωσες παραπάνω, να πούμε, έχασες, δεν παίζει, δηλαδή δεν βγάζει ήχο καλόνε, δε βγάζει φωνή καλή.

[…] Δεν προλαβαίνω να πω παραπάνω από δυο-τρεις κουβέντες [όταν παίζω]. Δεν προλαβαίνω, γιατί πρέπει να συμπληρώσω αέρα. Φεύγει πολύς αέρας, δε φεύγει λίγος, γιατί παίζ[ω] πολύ δυνατά. Όταν θέλουμε να μη βγαίν’ πολύς αέρας, να μη μας κουράζει καθόλου, χαμηλώνω μέσα μ’ αυτή την κλωστή [που συγκρατεί τη γλώσσα του πιπινιού και περιορίζει την κίνησή της] -αυτό εδώ πέρα […]. Μ’ αυτή την κλωστή εδώ […], είναι απά’ στο καπάκι [του πιπινιού…], χαμηλώνω κάτω αυτό και λέω να βγάνει λίγη φωνή. Αυτό δε βγάζει αέρα πολύ. Όταν το σηκώσω τώρα αυτό απάνω, βγαίνει παραπάνω αέρας. Εγώ την έχω στο ναι και όχι, και στο λίγο και στο πολύ, μέτρια. Την έχω δηλαδή σύμφωνα με την αντοχή που έχω να φυσάω, να παίζω, να πούμε, μία ώρα-δύο ώρες να μην κουραστώ, να μην πάθω ζημιά και ξέρω ‘γω τι. Έχω βγάλει τον κανονικό αέρα και βγάζ’ και μια ωραία φωνή. Ούτε πολύ δυνατά- δυνατή είναι- αλλά ούτε πολύ σιγά.

 

Κάποιοι τσαμπουνέρηδες τραγουδούσαν την ώρα που έπαιζαν:

Ναι. Την έχουν ελαφριά την τσαμπούνα. Αυτά τα πιπίνια είναι πολύ ελαφριά, με λίγο αέρα παίζουνε αυτά, με λίγο αέρα. Αλλά δεν έχ’, να πούμε, τη μελωδία που έχ’ αυτή τώρα δα, από κάτω όπως είναι πολύ κουρντισμένη. Δεν έχ’ τη δυνατή φωνή και δεν έχ’, να πούμε, και τη μελωδία την ωραία. Και προλαβαίνει, προλαβαίνει -γιατί βγάζ’ λίγος αέρας […] προλαβαίν’ και τραγουδάει, ενώ εγώ δεν προλαβαίνω.

 

Όπως επισημαίνει ο Γιάννης Βογιατζίνης, οι δύο πρώτες τρύπες κάθε πιπινιού είναι αυτές που δίνουν το ρυθμό:

Ναι, τ’ ανεβάζεις, να πούμε, κι έχει κάποια έτσι, σαν αυτό να πούμε, σαν κράτημα […], τσάκισμα λέγεται αυτό […], γυρίσματα και τσακίσματα […] δηλαδή να τ’ ακούει ο άλλος και να ενθουσιάζεται, να τ’ αρέσει δηλαδή. Ανοιγοκλείνουνε και οι τρεις [τρύπες] όλες. […] Παίζουν -τρεις [τρύπες του ενός πιπινιού] και τρεις [του δεύτερου πιπινιού] έξι- παίζουν και οι έξι τρύπες. Ορισμένες φορές, να πούμε, εκεί πέρα, να κάμω αυτό, λίγο να το κρατήσω να βγάλει μιαν άλλη μελωδία μόνη της αυτή. Λίγο, πολύ λίγο.

 

Τέλος, για τον αυλό από τον οποίο φυσά τον αέρα ο τσαμπουνιέρης, ο Γιάννης Βογιατζίνης επεξηγεί:

Αυτό τώρα το φυσηχτήρι, ενώ πιο μπροστά, πολύ παλιά, το λέγαμε “ανεμολόγος”. Είναι αυτό που φυσάμε, ναι. Κι αυτό ανοίγει. Ναι. Αυτό […] τότες ήταν όλα μονοκόμματα, τώρα είναι διακεκομμένα με δύο φίλτρα […] Αυτό είναι. Είναι με δύο φίλτρα. Ένα εδώ για τον αέρα να μη βγαίνει κι ένα από πίσω. [Από καλάμι], σαμπούκο. Όλα έχουνε μάσα ψίχα παραπάνω, αυτό το δέντρο δηλαδή έχει ψίχα παραπάνω και μας διευκολύνει.

 

Ρεπερτόριο:

Ο Γιάννης Βογιατζίνης έπαιξε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μερικούς σκοπούς με την τσαμπούνα:

Έπαιξα λίγο το “Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική”, έπαιξα και σούστα. Το γύρισα μετά. Αμέσως το γυρίζω, ναι. Λοιπόν, τώρα θα παίξουμε “Την τράτα μου την πούλησα [Η τράτα μου η κουρελού]”. Μπορεί να βάνω και κάτι άλλο εν συνέχεια -να μην παίζω το ίδιο συνέχεια. Έπρεπε να βάνω και σ’ αυτό αλλά δεν έβανα. Δηλαδή, όπως έχω μάθει, να πούμε, εκεί πέρα, πιο πολλές φορές, για να μην παίζω, να πούμε, το ίδιο τραγούδι και τα ίδια τσακίσματα και ανεβοκατεβάσματα, βάζω μέσα, να πούμε […], έπαιξα, να πούμε, “Δεν πάω μάνα μου στην Αμερική” […] βάζω, να πούμε, αμέσως ξοπίσω στη σούστα, βάζω “Την τράτα μου την πούλησα”, ή βάζω, να πούμε, “Είμαι του ψαρά ο γιος”, μες στα τρία αυτά, γιατί είναι ο ίδιος χορός […].

[…] “Την τράτα μου την κουρελού” το ’χω σε άλλο ήχο εγώ. Δεν μπορούμε να το βρούνε [να το παίξουν], να πούμε, οι τσαμπούνες [όπως τα άλλα όργανα…]. Τ’ αλλάζουμε, γιατί και η εισαγωγή, να πούμε, και το ρεφρέν προπάντων, να πούμε […], για να [ταιριάζει] με το ρεφρέν πίσω-πίσω, αυτό το πάνω-κάτω. Αλλάζουμε, να πούμε, εκεί πέρα, και δεν το λέμε το γνήσιο, να πούμε, όπως είναι, ας πούμε […]. Τα γνήσια δεν μπορούμε να τα παίξουμε έτσι, δηλαδή με όλα τα τσακίσματα και με όλους τους τόνους. […] Πάντοτες, όλες οι τσαμπούνες- και στη Μύκονο που έχω τις κασέτες μέσα που είναι οι τσαμπουνιέρηδες και λένε διάφορα τραγούδια- τα ’χουνε με το δικό τους αυτό, να πούμε, όχι το γνήσιο, όπως το ’χουνε οι τραγουδισταί, οι τραγουδίστριες και ξέρω ’γω τι. Κατάλαβες; Αυτά όλα τα ’χω κι εγώ μάθει, να πούμε, σε άλλο στυλ. Δηλαδή διαφορετικό. Μπορεί να τ’ ακούει ο άνθρωπος να το καταλαβαίνει. […] Να παίξουμε […] να το γυρίσουμε τώρα να παίξουμε […]. Τραβηχτά, που είν’ ωραία. Ορισμένα κομμάτια, δυο-τρία κομμάτια μαζί. Είναι το ένα […], τώρα ποιο θα βάνω πρώτο, ποιο θα βάνω δεύτερο, ποιο θα βάνω τρίτο δεν μπορώ να πω […], είν’ αναλόγως το ρεφρέν που θα παρουσιάσω κάτω-κάτω, να με πάρει, να πούμε, να τ’ αλλάξω […]”

 

Σύμφωνα με τον Γιάννη Βογιατζίνη, παλιά στις Απόκριες, όταν έπαιζε η τσαμπούνα, τραγουδούσαν ομαδικά και άσεμνα ή «αδιάντροπα» δίστιχα:

Ναι, τα σόκιν όλα. Ω, παρέες, πολλοί. Έφευγε ο ένας, έμπαινε δίπλα ο άλλος. Έπαιζα εγώ κι έλεγε σόκιν αυτός. Και τα σόκιν άμα λέγαμε, γελούσαν όλοι εκεί. Αυτό γίνεται κάθε Απόκριες. Όταν κάθομαι εδώ εγώ και παίζω στο τραπέζι, σηκώνονται γνωστοί και θαμώνες, να πούμε, της ταβέρνας, που λέει ο λόγος, σηκώνονται και κάθονται δίπλα μου, γιατί ξέρουν τα σόκιν. Κι αρχινάν και λένε και ακούν οι άλλοι γύρω και γελούνε, βέβαια […]. [Όταν είναι να πω] τ’ αποκριάτικα, θα πιάσω απ’ την “Κλώσα”, όπως αρχινάμε τσ’ Απόκριες και σιγά-σιγά θα καταλήξω, να πούμε, μέχρι τη σούστα, που λέει ο λόγος. Να τα πω τ’ αποκριάτικα εν μέσον όλα. Η “Κλώσα”. Γνήσια. Αυτή παίζουμε όλοι οι τσαμπούνες τσ’ Απόκριες. “Βρε πανά, βρε πανάθεμά σε κλώσα, κλώσα-κλώσα τα πουλιά, δεν τα ’βγανες σωστά. Σο ’βανα εικοσιένα και δε μου ’βγαλες κανένα” και το ρεφρέν, να πούμε, λίγο και πάλι συνέχεια. […] Το “Πώς το τρίβουν το πιπέρι” […] έχει μέσα κάτι γυρίσματα παραπάνω, να πούμε, και ξέρω ’γω τι, το οποίο πάλι, να πούμε, κλίν’ πάλι προς το “Οι καημέν’ οι καλογέροι” και μετά μπορώ να πω- συνέχεια, να μη σταματήσουμε- να πω μετά “Στον τόπο, στον τόπο και μ’ έκλεισες απ’ όξω και μ’ έφαγι τ’ αγιάζι”. Αυτά είν’ αποκριάτικα. “Οι καημέν’, οι καημέν’, οι καημέν’ οι καλογέροι, οι καημέν’ οι καλογέροι πώς το τρίβουν το πιπέρι […]”. Και μπορεί να το γυρίσει μετά. Αυτός είναι ο σκοπός συνέχεια αλλά έχει άλλα τραγούδια μετά, δηλαδή λέξεις τις οποίες δεν τις θυμάμαι. Είναι και τα σόκιν, ναι. Λοιπόν. Μετά λέμε, “Α πα πα, α πα πα καημός, να κοιμάται του Γιαννάκ’ μας ούλου μοναχό τ΄”. Έχ’ πολλά. Λένε, να πούμε, μισομεθυσμένοι διάφορα ονόματα […].

 

Αμοιβή:

Είχαν πέντ’- εξ’ τσαμπούνες μεσ’ τα καφενεία, από μία τσαμπούνα τις Απόκριες μέσα σε κάθε καφενείο. Το χωριό ήταν πολύ μεγάλο στον κόσμο και με δικά τους […] μεζέδες και τηγανίτες τότε που ήταν με τα τυριά, τα μπουρέκια, που λέμε, π’τάκια, κρέατα, να πούμε, το καφενείο βαρελίσιο κρασί ωραίο. Και πηγαίνανε όλες οι οικογένειες, συγγενείς σε κάθε καφενείο και σμίγανε και γλεντούσανε όλη τη νύχτα μέχρι την Καθαρά Δευτέρα. Όλη τη νύχτα. Κι έπαιζα εγώ -δεν είχε μουσικές, δεν είχε CD, δεν είχε κασετόφωνα- κι εγώ έβαζα το μαγαζί ολόκληρο μόνος μου να χορεύουν όλη τη νύχτα. Δηλαδή όλη τη νύχτα έπαιζα τσαμπούνα. Μου δίνανε λεφτά βέβαια, δηλαδή πώς κολλούσαν τότε τη χαρτούρα, που λέμε, στα όργανα […], καθόμουνα σ’ ένα τραπεζάκι εκεί πέρα και ενώ χορεύανε ο κόσμος […], αλλά αυτοί που χορεύανε, να πούμε, ήτανε, να πούμε, σε κέφι, και ήταν και σε αυτό, και ερχόνταν και μ’ αφήναν πάνω στο τραπέζι φράγκα, δίφραγκα, τάλιρα τότες. Αυτά. Μου τ’ αφήναν απάνω στο τραπέζι κι εγώ έπαιζα. Είχα το μεζέ μου, είχα το κρασί μου -μου βάζανε- κι έπαιζα όλη τη νύχτα και χορεύανε όλα τ’ αποκριάτικα […].

 

Κρίσεις για άλλους μουσικούς:

Ο Γιάννης Βογιατζίνης αναφέρει ορισμένους τσαμπουνιέρηδες, καθώς και άλλους μουσικούς, που γνώριζε παλιότερα:

Ήτανε ένας Νικόλαος Στρογγυλός. Απ’ τον Παγώνδα μιλάω. Αλλουνούς σα πέρα δεν ήξερα τότες άλλους. […] Ήτανε ο Γιάννης Αλεξάκης, αλλά είναι λίγο σε παρατσούκλι, Ιωάννης Αρβανίτης, τσομπάνης μεγάλος κι αυτός, καλός τσομπάνης. Έπαιζε τσαμπούνα κι έπαιζε και, αυτό, σουραύλι με το καλάμι, ένα μακρύ τόσο με έξι τρύπες κι είχε εδώ πέρα ένα […]. Όταν ερχόμαστε εμείς απ’ την Αθήνα με τη γυναίκα μου, τον ακούγαμε κάτω στα λιβάδια που έπαιζε. Έπαιζε πολύ ωραίο σουραύλι και πολύ ωραία τσαμπούνα κι αυτός. Μετά ήταν ο Λευτέρης ο Αξιώτης, κι αυτός τσαμπουνιέρης. Ήταν ο Μιχάλης […]. Λίγο διαφορά είχαμε, να πούμε, εμείς, που είχε μάθει κι αυτό, αλλά έπαιζε κι αυτός. Αλλά πέθανε κι αυτός γρήγορα. Ποιος άλλος; Ο Μανόλης ο Αλεξάκης, αδέρφια με τον Γιάννη. Τρία-τέσσερα αδέρφια ήτανε, παίζανε όλα τσαμπούνα. Ο Ηλίας ο Αλεξάκης, πάλι αδερφός του Γιάννη. Τρία-τέσσερα αδέρφια Αλεξάκηδες, αυτοί που λέμε Αρβανίτες, να πούμε. Άμα δεν τους πεις Αλεξάκηδες, δεν τους βρίσκεις. Τρία-τέσσερα αδέλφια τσομπάνηδες και παίζαν τσαμπούνα όλοι. Ναι. Ήταν αυτό, αλλά δεν τους κακοφαίνονταν, να πούμε, δηλαδή όλος ο κόσμος ήξερε τον Γιάννη τον Αλεξάκη, ήξερε τον Ηλία τον Αλεξάκη, ήξερε τον Μανόλη τον Αλεξάκη. Αυτοί ήταν τσομπαναραίοι όλοι και παίζαν και ωραία τσαμπούνα. Δεν υπήρχε άλλος. Ξακουστός δεν υπήρχε τότες. Ήτανε ανά τόπους δηλαδή. Ήτανε […], κάθε χωριό είχε και δυο και τρεις και έναν και κανέναν. Το κάθε χωριό. Αλλού είχε, αλλού δεν είχε. Αλλά στο χωριό μας ήτανε παραπάνω τσαμπουνιέρηδες. Είχαν, είχαν και σ’ άλλα χωριά, αλλά όχι τόσες πολλές τσαμπούνες, όχι τόσες πολλές. Θυμάμαι, όχι τόσες πολλές. Παίζανε, και στ’ άλλα χωριά παίζανε, είχε τσαμπουνιέρηδες, έχουνε πεθάνει βέβαια τώρα και ζούνε, να πούμε, κάτι πολύ αραιοί. Έναν στο Καρλόβασι, έμαθα, έχει -δεν τόνε ξέρω. Στους Μυτιληνιούς είναι ένας σαν ανάπηρος, με πατερίτσες, και ένας φίλος μου πάλι, Μανόλης Λεβισιανός. Είναι τσοπάνης κι αυτός κι έχουμε σμίξει και μία φορά στο μαντρί του. Και παίξαμε τσαμπούνα. Αυτός μένει από πάνω, στο Βαθύ, στο Παλιόκαστρο. Κάπου, ένα μέρος έξω απ’ το Παλιόκαστρο, εκεί κάπου έχει τα ζώα του. Και πήγαμε ένα βράδυ απ’ το Ηραίον με κάτι φίλοι μου με τη τσαμπούνα και πήγαμε και τόνε βρήκαμε, μας είχε και μεζέδες εκεί πέρα, και έπαιζε κι αυτός τσαμπούνα, έπαιζα κι εγώ. […] Ένας γέρος [ο οποίος παίζει την τσαμπούνα] στους Μυτιληνιούς είναι, ο Παναής, που λέμε, ο ανάπηρος, ο Γούναρης αυτός. Άλλονε […] ξέρεις, να πούμε, παίζανε κάποτες, να πούμε, εκεί πέρα, εδώ κάτω στο Ηραίον, για μια φορά, να πούμε, αλλά ούτε τ’ όνομά του ξέρω, ούτε πού μένει, ούτε τίποτα. Πάει στην Αθήνα, λέει, κι έρχεται. Δεν ξέρω ποιος είναι. Μάλλον στο Βαθύ, στο Πάνω Βαθύ πρέπει να ’ναι κι αυτός. Στο Πάνω Βαθύ είναι κι αυτός […].

Είχε, είχαμε στο χωριό μας κατ’ εκεί, οργανοπαίχτες. Είχαμε ένα μπουζούκι παλιά -ζει ο άνθρωπος αυτός- […] Νίκος [το] όνομα, το άλλο δεν το θυμάμαι. Ο μπαμπάς του ήταν τσαγκάρης, γιατί κι εγώ ήμουνα τσαγκάρης και γνωριζόμασταν. Ήταν οι Βαρβάκηδες με το τρομπόν’ και με το σαντούρ’ […], ένας Βαρβάκης Μιχαήλ, όχ’ Μιχαήλ, πώς τόνε λέγαν το γέρο, δεν θυμάμαι το όνομα […]. Βαρβάκης, παράνομα. Έπαιζε ωραίο σαντούρι αυτός, κι ο γιος του έπαιζε ωραίο τρομπόνι. Κι ένας άλλος πάλι με κιθάρα, με τραγουδάκι, με κάνα μπουζουκάκι, και ήτανε μια μικρή ορχήστρα μες στον Παγώνδα. Αυτοί, τ’ς παίρναν στους γάμους, στα πανηγύρια της Αγίας Τριάδος μες στην πλατεία, μια-δυο φορές, δυο βράδια. Κάτι γιορτές δηλαδή παίζαν. Μες στα καφενεία παίζανε. Γλένταγε ο κόσμος, να πούμε. Αυτή η εποχή […], μιλάω προτού το ’60. Ναι, προτού το ’60. ’48, ’49, στην ανταρσία [Εμφύλιο], να πούμε, και πέρα, ήταν αυτοί και παίζανε τότες. Και μετά απ’ την ανταρσία, πάλι παίζαν στα καφενεία, παίζαν στην πλατεία, παίζαν στα πανηγύρια. Πηγαίναν σε πανηγύρια. Σπαθαραίοι, στου Σταυρού εδώ πέρα το μοναστήρι, πάαινε ο κόσμος κι έπαιζε. Αυτοί παίζανε. Οι τσαμπούνες δεν παίζανε. Μετά, το Τριώδιο παίζαν οι τσαμπούνες. Δεν παίζανε μετά […]. Απ’ αυτούς δεν έχει κανένας απομείνει, εκτός από τον Νίκο που σου λέω, που ήτανε στο Βέλγιο και έπαιζε μπουζουκάκι. Το Βουρλιώτη. Ήταν φίλος μου. Ο μπαμπάς του ήταν τσαγκάρης κι αυτός. Αυτός παίζει μπουζουκάκι αλλά το έχ’ απαρατήσει. Δεν πάει πουθενά δηλαδή. Είναι συνταξιούχος απ’ το Βέλγιο που ήρθε, απ’ τη Γερμανία που ήτανε, και μπορεί να παίζει λίγο στο σπίτι του, αλλά δεν πάει να παίξει έξω, δεν…Τόνε καλούνε, θέλουν να πάει να παίξει, αλλά δεν πάει […]. Ε, αυτή η ορχήστρα τραγούδαε τα γαμπριάτικα. Τραγούδησε τραγουδάκια, τραγούδησε ζεϊμπεκιές, να πούμε, νησιώτικα. Τραγουδούσαν. Εδώ στο χωριό μας, ο Νίκος αυτός με το μπουζουκάκ’ τραγουδούσε. Με το μπουζουκάκ’ που έπαιζε, τραγουδούσε. Με την ορχήστρα, με τους Βαρβάκηδες, τραγουδούσε θυμάμαι.
Γυναίκα είχαμε τώρα τελευταίως, δηλαδή μετά που φεύγανε απ’ το εξωτερικό κι ερχόντανε πάλι μέσα στην Ελλάδα σιγά-σιγά -άλλος νωρίς κι άλλος αργά- είχαμε μία τραγουδίστρια. Είναι στο Ηραίον, είναι φίλη μου, η […] πώς τη λένε; Μες στο μυαλό μου γυρίζουνε. Λευτερία. Το παρόνομα [προσωνύμιο] δεν το θυμάμαι του μπαμπά της, δεν το θυμάμαι το παράνομα. Λευτερία, η οποία δουλεύ’ ακόμα στο Ηραίον. Είναι, στέκεται καλά και δουλεύ’ στο Ηραίον, αλλά δεν πάει να τραγουδάει. Έχουμε τώρα μια τραγουδίστρια, κι αυτή γνωστή μου, φίλη μου. Είναι στον Πύργο. Κατερίνα. Είναι στον Πύργο. Δεν τα ξέρω τα παρανόματα, δεν τα ξέρω. Είμαστε λίγο μακριά, να πούμε, και καμιά φορά πάω εδώ που παίζει, εδώ στα “Τρία Φ” πάω. Αύριο…Τι είναι, Σαββάτο σήμερα; Απόψε θα ’ναι στα “Τρία Φ”. Τραγουδάει. Είναι φίλη μου η Κατερίνα. Ναι, τραγουδάει. Είναι με μια ορχήστρα με τον Γιάννη τον Ταλαίπωρο, απ’ το χωριό μας. Παίζει αρμόνιο αυτός, ένας άλλος απ’ τη Χώρα μπουζουκάκι κι είναι κι η τραγουδίστρια αυτή, απ’ τον Πύργο. Είναι απόψε στα “Τρία Φ”. Νησιώτικα, ζεϊμπέκικα, ρεμπέτικα, τραγουδάει απ’ όλα […]. Η Λευτερία που ήταν στο εξωτερικό, ήρθε εδώ πέρα, ήταν γνωστή, να πούμε, με κάποια ορχήστρα. Μ’ ένα Μένιο απ’ το Καρλόβασι. Ο φίλος μου ο Μένιος που παίζει ακορντεόν και αρμόνιο και τραγουδάει κιόλας. Ήταν παρεούλα. Ήταν ο γιος της που έπαιζε αυτό το -πώς το λένε; Αυτά, τα τύμπανα, ναι. Ο γιος της. Τώρα αυτά τα ’χουν εγκαταλείψει. Δεν παίζουν τώρα.

 

Ακροατές – γλεντιστές:
Τις Απόκριες, όταν έπαιζε η τσαμπούνα, τραγουδούσαν όλοι ομαδικά:

Ναι, τα σόκιν όλα. Ω, παρέες, πολλοί. Έφευγε ο ένας, έμπαινε δίπλα ο άλλος. Έπαιζα εγώ κι έλεγε σόκιν αυτός. Και τα σόκιν άμα λέγαμε, γελούσαν όλοι εκεί. Αυτό γίνεται κάθε Απόκριες. Όταν κάθομαι εδώ εγώ και παίζω στο τραπέζι, σηκώνονται γνωστοί και θαμώνες, να πούμε, της ταβέρνας, που λέει ο λόγος, σηκώνονται και κάθονται δίπλα μου, γιατί ξέρουν τα σόκιν. Κι αρχινάν και λένε και ακούν οι άλλοι γύρω και γελούνε, βέβαια.

 

Φωτογραφίες

Βίντεο

Video Grid with Modal
Video 1
Video 2

Ηχογραφήσεις

1. Μη με στέλνεις μάνα στην Αμερική Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, γκάϊντα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
2. Αιγιώτισσα (Θα πάρω αερόπλανο) Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, γκάϊντα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
3. Χαρικλάκι στην ταβερνα - Θα ρθω να σε πάρω βρε Μαριώ (2) Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, γκάϊντα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
4. Έμαθα κυρά πως έχεις Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, γκάϊντα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
5. Να 'χα νερό απ' τον Πλάτανο Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, γκάϊντα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
6. Βαγγελιώ μου παινεμένη Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, γκάϊντα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
7. Κάτω στο γιαλό Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, γκάϊντα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
8. Δεν πάω πιά στην Κάλυμνο Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, γκάϊντα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
9. Εγώ 'μαι του ψαρά ο γυιός Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, γκάϊντα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
10. Σούστα (Ίσως Καλύμνου) Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, γκάϊντα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
11. Αποκριάτικα (Καϋμένοι καλογέροι - Πως το τρίβουν το πιπέρι) Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, γκάϊντα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
12. Κλώσσα τα πουλιά - Καϋμένοι καλογέροι Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, καλαμένια τσαμπούνα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
13. Κλώσσα τα πουλιά Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, τσαμπούνα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
14. Καϋμένοι καλογέροι Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, τσαμπούνα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
15. Σούστα Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, τσαμπούνα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
16. Έμαθα κυρά πως έχεις - Πάρε Μαριώ τη ρόκα σου Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, τσαμπούνα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
17. Μπάλλος Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, τσαμπούνα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
18. Πλατανιώτικο νερό Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, τσαμπούνα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
19. Σούστα Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, τσαμπούνα Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
20. Σαμιώτισσα Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, «φλογεροκλάρινο» Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
21. Μπάλλος (Μάτια σαν και τα δικά σου) Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, «φλογεροκλάρινο» Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
22. Χαρικλάκι - Θα 'ρθω να σε πάρω βρε Μαριώ Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, «φλογεροκλάρινο» Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
23. Πλατανιώτικο νερό Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, «φλογεροκλάρινο» Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
24. Συρτό (Οι καϋμένοι οι καλογέροι) Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, «φλογεροκλάρινο» Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
25. Σούστα Ηραίον Σάμου | 2007 Γιάννης Βογιατζίνης, «φλογεροκλάρινο» Προέλευση: Ερευνητής: Νίκος Διονυσόπουλος Ηχοληψία: Νίκος Διονυσόπουλος
Μετάβαση στο περιεχόμενο