Βερβέρης Παναγιώτης

Λέσβος

Τόπος γέννησης: Πλωμάρι, Λέσβος 

Χρόνος γέννησης: 1911

Προσωνύμιο («Παρατσούκλι»):

Τουρκογιάννης. Το παρατσούκλι αυτό αναφέρεται σε όλη την οικογένεια. Αποδόθηκε για πρώτη φορά στον πατέρα του, Γιάννη. Σύμφωνα με την ανιψιά του Παναγιώτη, Βούλα Βερβέρη – Κουτσουραδή, το παρατσούκλι αυτό του αποδόθηκε, γιατί

ήταν σέρτικος άνθρωπος, αψύς, άναβε εύκολα και τον φώναζαν Τούρκο Γιάννη.

 

Ιδιότητα:

Ο Παναγιώτης Βερβέρης ήταν επαγγελματίας οργανοπαίχτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Έπαιζε σαντούρι, κιθάρα, ντραμς, ενώ το πρώτο όργανο που έμαθε ήταν το βιολοντσέλο. Ο ίδιος αναφέρει:

Έπαιζα και σαντούρι και κιθάρα και ντραμς και βιολοντσέλο. Το πρώτο όργανο ήταν το βιολοντσέλο… Κιθάρα έπαιζα μόνο ακομπανιαμέντο.

 

Γονείς:

Ο πατέρας του, Γιάννης Βερβέρης, καταγόταν από το Πλωμάρι και ήταν επαγγελματίας οργανοπαίχτης, έπαιζε σαντούρι. Χαρακτηριστικά ο Παναγιώτης Βερβέρης αναφέρει για τον πατέρα του:

Μένα ήταν κι ι πατέρας ιμ μουσικός, άμα τον είχες κι έπαιζε σαντούρ!

, θέλοντας να εκφράσει το θαυμασμό του για τον τρόπο με τον οποίο έπαιζε ο πατέρας του.

Ο γιος του, Γιάννης Βερβέρης, είναι επίσης μουσικός.

 

 

Οικογενειακή κατάσταση:

Ο Παναγιώτης Βερβέρης είναι παντρεμένος και κατοικεί στο Πλωμάρι.

Στην οικογένεια του υπήρχαν πολλοί μουσικοί:

  • Γιαννης Βερβέρης, πατέρας του. Έπαιζε σαντούρι.

 

  • Δημήτρης Βερβέρης ή «Πίκολο», θείος του, αδερφός του πατέρα του. Έπαιζε κλαρίνο.

 

  • Μεγακλής Βερβέρης, αδερφός του. Έπαιζε σαντούρι.

 

  • Μιχάλης Βερβέρης, δίδυμος αδερφός του. Έπαιζε βιολί.

 

  • Γιάννης Παπγής, εξάδερφός του, από την πλευρά της μητέρας του. Σταδιοδρόμησε ως μουσικός στο στρατό.

 

  • Παναγιώτης Παπγής, εξάδερφός του. Σταδιοδρόμησε ως μουσικός στο στρατό μαζί με τον αδερφό του Γιάννη.

 

Οι τρεις αδερφοί Βερβέρη είχαν φτιάξει δικό τους μουσικό συγκρότημα στο Πλωμάρι που ήταν γνωστό στην ευρύτερη περιφέρεια με την επονομασία «Τουρκογιάννηδες». Ο ίδιος αναφέρει χαρακτηριστικά:

Κι ο αδερφός μου βιολί. Ακόμα, όταν ανταμώσουμε, ύστερ’ από τόσα χρόνια, λέει (ο κόσμος): “Ε, ρε Τουρκογιάννηδες πού ’ναι τα μεράκια, πού ’ναι τα μεγαλεία, πού ’ναι!”

 

Ο Μιχάλης Βερβέρης, όταν υπηρετούσε τη θητεία του, εντάχθηκε στη μπάντα του στρατού. Μαζί του κατετάγησαν στο ίδιο σώμα και δύο ξαδέρφια του Π. Βερβέρη οι «Παπγήδες», Γιάννης και Παναγιώτης, οι οποίοι παρέμειναν στο στρατό ως αξιωματικοί.

Ο γιος του Παναγιώτη Βερβέρη, Γιάννης αναφέρει:

Δυό ξαδέρφια του πατέρα μου, αυτοί καταταχτήκανε στη στρατιωτική μουσική κι είναι απόστρατοι συνταξιούχοι. Ζουν, ο Παναγιώτης κι ο Γιάννης. Οι Παπγήδες, τα ξαδέρφια σου. Ο ένας βιολί θαρρώ σαλάγα (έπαιζε), στη μουσική τη στρατιωτικιά…. Δηλαδή η μάνα αυτονών και του πατέρα μου ο πατέρας, δηλαδή ο παππούς μου, ήταν αδέρφια. Πάλι οικογένεια, πάλι αίμα. Δεν μπορούν να θεωρηθούν αυτοί ως επαγγελματίες, δηλαδή αρχίσανε τότε να πούμε και μετά πήγανε καταταχτήκανε στη μουσική κι απομείναν πια εκεί.

 

Και ο Παναγιώτης Βερβέρης συμπληρώνει:

Ναι ήταν μέσα στη μουσική, ήταν αρχάριοι. Εμείς τους στείλαμε και πήγαν εύτου πέρα. Απολύθηκε ο Μιχάλης μας, ο Μιχάλης μας έκανε εκεί πέρα, εύτου πέρα έβγαλε τη θητεία τ’ στην Αθήνα, στη μουσική αυτού πέρα, στη στρατιωτική μουσική. Και κει κόλλησε εύτου πέρα και πάγηκαν και οι δυό (οι αδερφοί Γιάννης και Παναγιώτης Παπγής), πήγαν εύτου πέρα, τώρα παίρνουν 200 χιλιάρικα, 300. Είναι απόστρατοι αξιωματικοί του στρατού, της μουσικής… Ζουν και οι δυό καλά. Κάναν σπίτια στην Αθήνα αυτού πέρα, παίρνουν τα μηνιάτικα. Πήγαν στη στρατιωτική μουσική.

 

 

Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:

Ο Π. Βερβέρης ήταν ράφτης και διατηρούσε μαγαζί στο Πλωμάρι.

Ράφτης ήμουν. Μαγαζί είχα. Ναι φραγκοράφτης. Την τέχνη την έμαθα εδώ, από φραγκοράφτη. Απ’ αυτό παίρνω και σύνταξη.

 

 

Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:

Ο Παναγιώτης Βερβέρης έζησε για μια περίοδο της ζωής του στην Αθήνα, όπου δούλεψε σε μαγαζί ως ράφτης.

Και στην Αθήνα πήγα και στην Αθήνα δούλεψα. Πήγα στην Αθήνα και βρήκα καλό μαγαζί.

Επέστρεψε στο Πλωμάρι επειδή του το ζήτησε ο πατέρας του, για να τον βοηθήσει στο μουσικό συγκρότημα. Με την προτροπή μάλιστα του πατέρα του αγόρασε από την Αθήνα και έφερε μαζί του ντραμς. Για την παρότρυνση του πατέρα του ο ίδιος αναφέρει:

Είχαν έρθει Αμερικανοί, καμιά 30αριά άτομα, εδώ στο Πλωμάρι, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε (μάλλον τη δεκαετία του 1930). Ανταμώναμε και πληρώνανε μουσική. Ήταν μόδα αυτό το ντραμ και δεν είχαμε έδγιω (εδώ) πέρα. Μου τηλεφωνεί ο πατέρας μου και λέει: “Θα πας ν’ αγοράσεις ένα ντραμ και να ’ρθεις (από την Αθήνα), έχει πολλή δουλειά”. Κι αναγκάστηκα να ’ρθω. Έπαιζα βιολοντσέλο τότε, έφερα και το ντραμ.

 

Μουσική παιδεία:

 

Ο Παναγιώτης Βερβέρης έχει θεωρητικές γνώσεις μουσικής:

Εμείς διαβάζαμε μουσική… ξέραμε από τι ‘δρόμο’ θα το πούμε σε μια γυναίκα, από τι ‘δρόμο’ στον άντρα, ανάλογα και φωνή. Λοιπόν, αλλάζοντας τους τόνους πρέπει να ’σαι γερός, γιατί άλλο οπλισμό βάζεις στο ένα, άλλο στο άλλο.

 

Μουσική μαθητεία:

Ο Παναγιώτης Βερβέρης διδάχτηκε βιολοντσέλο, μαζί με τον αδερφό του Μιχάλη που μάθαινε βιολί, στον μουσικοδιδάσκαλο Κλεάνθη Μυρογιάννη στη Μυτιλήνη, τη διετία 1926-27:

Έμαθα στην Μυτιλήνη, σ’ έναν Μυρογιάννη, γέρο, γύρω στα ’26 – ’27. Του Μυρογιάννη ήταν σαν ωδείο τότε, μαθαίναν κιθάρα, βιολί. Ήταν μαζί και ο αδελφός μου… και έκανε βιολί.

 

Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):

Ο Παναγιώτης Βερβέρης ξεκίνησε να παίζει βιολοντσέλο και ντραμς στην κομπανία του πατέρα του, Γιάννη, που έπαιζε σαντούρι. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, συνεργαζόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα με τον δίδυμο αδερφό του, Μιχάλη, που έπαιζε βιολί και τον αδερφό του Μεγακλή, που έπαιζε σαντούρι. Στην κομπανία τους έπαιζε κλαρίνο ο Δημήτρης Στεριανός ή «Μπουρλής», από την Πλαγιά και αργότερα ο Γιώργος Πατρέλλης, επίσης από την Πλαγιά. Έχει επίσης συνεργαστεί με τον Ηλία Ρουμελιώτη ή “Καραχάλια” από το Πλωμάρι, στην κιθάρα και το τραγούδι. Η κομπανία των Βερβέρηδων έπαιζε επίσης σε χοροεσπερίδες στη Λέσχη Πλωμαρίου «Βενιαμίν ο Λέσβιος», σε καφενεία στο Πλωμάρι, όπως “Μπάτης”, “Αθανασιάδειο”, καθώς και σε θερινά κέντρα στον Άγιο Ισίδωρο Πλωμαρίου.

Για το οικογενειακό μουσικό συγκρότημα ο Παναγιώτης Βερβέρης αναφέρει:

Ε, εμείς ήταν 4-5 άτομα. Ε κλαρίνο ήτανε ο μπάρμπας μου το “Πίκολο”, Δημήτρης (ο θείος του Δημήτρης Βερβέρης), είχε κάνει και στην Αμερική. Παρατσούκλι ήταν το “Πίκολο”. […] Ε δεν τους θυμάμαι. Ήτανε ι Χαλδέζος. Ο Παναγιώτης, τον άλλον του Χαλδέζου, του κουρέα: ι πατέρας τ’. Στον Πλάτανο είχε μαγαζί, κουρείο. Έπαιζε τέτοια, κορνέτα. Ε έπαιζε μαζί με τον πατέρα μ’.

Ο Παναγιώτης Βερβέρης ανέφερε επίσης τους εξής μουσικούς από την περιφέρεια του Πλωμαρίου:

 

  • Παναγιώτης Χαλδέζος, από το Πλωμάρι. Έπαιζε τρόμπα, κορνέτα και βιολί. Ήταν και κουρέας.

 

  • Δημήτρης Καμπάνης. Έπαιζε κλαρίνο στην κομπανία του Μιχάλη Γιαννίκου ή «Πατεντάδου». Αρχικά είχε και δεύτερο επάγγελμα: Κατασκεύαζε καπίστρια και καποδέτες για τα άλογα. Πέθανε στην Αυστραλία.

 

  • Μιχάλης Γιαννίκος ή «Πατεντάδος», από την Πλαγιά. Έπαιζε βιολί. Ήταν και φωτογράφος και κουρέας.

 

  • Μπογιατζής ή Βογιατζής, από την Βρισά. Έπαιζε κλαρίνο.

 

 

Συγκρότημα – κομπανία: Βερβέρηδες ή “Τουρκογιάννηδες”

 

 

Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:

 

Ο Παναγιώτης Βερβέρης αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο έπαιζαν το σαντούρι, στην τεχνική κατασκευής, αλλά και στην προέλευση του σαντουριού του πατέρα του:

Τα σαντούρια είναι, είναι ασημάδευτα, πώς να μπορείς να τα κουρδίσεις, να μπορείς να κάνεις το κάθε κομμάτι, έχει το δρόμο του. Να κάνεις έτσ’, ν’ ανεβείς, να κατεβείς. Ε, έτσι το παίζεις, τό ’παιζε (με δακτυλήθρες). Αλλά τα σαντούρια δουλεύαν με μπαγκέτες. […] Ι πατέρας ιμ το είχε αγορασμένο το 1923-1924 ήταν τόσο – εγώ ήμουν πιτσιρικάς – απ’ την Κωνσταντινούπολη. Πόσες λίρες; Θυμούμι ότι ήτανε η λίρα τότις, είχε 24-25 δραχμές, η χρυσή και δε θυμάμαι, ήταν πολλές οι λίρες, το πλέρωσε εκεί πέρα να πούμε στην Κωνσταντινούπολη. […] Ήταν ένας Γιάννης στην Αθήνα (εννοεί πιθανά τον κατασκευαστή σαντουριών Γιάννη Ζαφειρόπουλο), καλός ήτανε αλλά πέθανε. Σαντούρ’ ποιος να κάνει; Το σαντούρ’ είναι και δύσκολο και επικίνδυνο. Για να γίνει σαντούρι, ξέρεις πόσα τέλια (χορδές) θέλει; 128-130 τέλια. Λοιπόν λογάριασε να δεις ότι το κάθε τέλι, κάθε φωνή έχει 5 τέλια. Τα 5 τέλια αυτά το ’να κομμάτι να μην είναι το ίδιο το τέλι και να βάλεις άλλο τέλι, δεν μπορείς να παίξεις, δε συμφωνούν, δεν έρχεται στο αυτό. Να το κουρδίζεις, δεν μπορείς να το φέρεις. Απ’ την Αθήνα τα φέρναμε εκεί πέρα (τις χορδές). Ε παγαίνανε να τούτοι, γι ι ένας πάγαινε, ο άλλος πάγαινε, μάλλον στην Εύβοια πάνω ήταν αυτός, στην Εύβοια πάνω ήτανε το μαγαζί (για τις χορδές). Τώρα μήδε ξέρω, μήδε[…]. Τους τα δίνανε, έχει, αλλά θέλει να βρεις, να είσαι έξυπνος, πως θα μπορέσεις να βρεις τέλι σκληρό-σκληρό και να μη βάλεις χοντρό τέλι και μπει το άλλο πιο ψιλό. Διαφωνούν.

 

Ο Παναγιώτης Βερβέρης αναφέρει ιδιαίτερα την εισαγωγή του νέου οργάνου, των ντραμς, στο μουσικό συγκρότημα της οικογένειας στο Πλωμάρι, τη δεκαετία του 1930:

Είχαν έρθει Αμερικανοί, καμιά 30αριά άτομα, εδώ στο Πλωμάρι…, δεν θυμάμαι ακριβώς πότε. Ανταμώναμε και πληρώνανε μουσική. Ήταν μόδα αυτό το ντραμ και δεν είχαμε έδγιω (εδώ) πέρα. Μου τηλεφωνεί ο πατέρας μου και λέει: “Θα πας ν’ αγοράσεις ένα ντραμ και να ’ρθεις (από την Αθήνα, όπου εργαζόταν ως ράφτης), έχει πολλή δουλειά”. Κι αναγκάστηκα να ’ρθω. Έπαιζα βιολοντσέλο τότε, έφερα και το ντραμ.

 

Τοπικές δράσεις:

Ο Π. Βερβέρης αναφέρει για το Πλωμάρι και τα περίχωρα:

Ε, παντού-παντού, σε καφενέδες, σε πανηγύρια παίζαμε. Ως επί το πλείστον η δ’λειά η δ’κή μας ήταν απ’ τα βράδια, απ’ τις 9, τις 10 είχε κάθε λίγο και λιγάκι, κατάλαβες; Σε σπίτια παγαίναμε, παρέες, πίναν, κάναν, δείχναν: Να πάμε στο τάδε το σπίτι, να πάμε στ’ αλλουνού το σπίτι, να πάμε στ’ αλλουνού το σπίτι, δυό μερόνυχτα! Δυό μερόνυχτα, παιξίματα, κατάλαβες; Ε, τραγουδούσαν, παίζαν, πίναν, τρώγαμε, πίναμε, παράδες παίρναμε, είπαμε ήταν διαφορετικά. Ε, λέγαν, βέβαια τα τραγούδια…

Όπως ανέφερε ο Παναγιώτης Βερβέρης, το οικογενειακό μουσικό συγκρότημα των «Τουρκογιάννηδων» έχει παίξει σε πολλά χωριά της Λέσβου, όπως:

 

  • Παλιοχώρι (σε καφενεία, σε πανηγύρια).

Στο Παλιοχώρι όταν πηγαίναμε να παίξουμε, δεν έμενε τζάμι στα καφενεία.

 

  • Πλαγιά, σε πανηγύρια και σε καφενεία.

 

  • Τρίγωνας, σε πανηγύρια και σε καφενεία.

 

  • Βρίσα, σε πανηγύρια.

 

  • Αγιάσος, στο πανηγύρι της Παναγίας, τον Δεκαπενταύγουστο.

 

 

Ρεπερτόριο:

Ο Παναγιώτης Βερβέρης έπαιζε συρτά, μπάλλους, καρσιλαμάδες, ζεϊμπέκικα, ταξίμια πάνω σε τούρκικους «δρόμους». Για τους τούρκικους «δρόμους», ο γιος του Γιάννης, επίσης μουσικός, αναφέρει:

Δουλεύουμε (παίζουμε) πολλοί τούρκικοι δρόμοι, που τους λέμε τα μινόρια, ουσάκ, σαμπάχ, νιαβέτ, γιουρντίν, ματζόρια, χουρτάμ, αυτοί είναι οι πιο γνωστοί, που δουλεύονται εδώ. Έχει και άλλοι δρόμοι, που τους δουλεύουν οι Τούρκοι, εμείς δεν τους δουλεύουμε, είναι πολύ βαριά, πολύ, ξεφεύγουν από τα δικά μας.

Και ο Παναγιώτης Βερβέρης συμπληρώνει:

Παροπλίζονται. Ίδιος ο τόνος ο ένας, ίδιος γι ι άλλος. Άλλο παροπλίζει κι άλλο […] Είναι ένα συγκρότημα, τ’ ακούγω στην τηλεόραση. Με ματζόρε μέσα. Ε παίζει, κάθε λίγο και λιγάκι βάζουν στην τηλεόραση τα βάζουν. Παρακολουθώ. Μυστήριοι, κατάλαβες; Σωστοί, μα δε μπορεί να τραγουδήσ’. Ανεβάζει τη μισή φωνή, τη μισή φωνή για να κάνεις απάνω, αυτά τα όργανα χάνουν το αίσθημα. Εν τούτοις όμως κρατάει. Έχουν μία πρακτική τέτοια να πούμε.

 

Ο Παναγιώτης Βερβέρης έπαιζε επίσης και τραγουδούσε τα τοπικά τραγούδια της περιοχής Πλωμαρίου, όπως το Έρι-πάλε (αποκριάτικο τραγούδι, με στίχους ερωτικού και ναυτικού περιεχομένου), κ.α.

Έπαιζαν επίσης τους επονομαζόμενους ευρωπαϊκούς σκοπούς, όπως βαλς, φοξ-τροτ, ταγκό, κλπ., για τους οποίους ο Παναγιώτης Βερβέρης αναφέρει:

Κι ευρωπαϊκά παίζαμε, βέβαια. Παγαίναμε και παίζαμε απάνω, κάναμε χορό απάνω στη Λέσχη… όλα, ταγκό, απ’ ούλα, αλλά τα ’χω ξεχάσει.

Αμοιβή:

Αναφερόμενος στο θέμα της αμοιβής, ο Π. Βερβέρης τονίζει την αξία των χρημάτων την περίοδο πριν από τον πόλεμο του 1940:

Τότε τα λεφτά ήταν γερά. Άμα σου πέταγε ο άλλος ένα κατοστάρι, πέρναγες ένα μήνα. Τότε οι δάσκαλοι παίρναν 1000 δραχμές το μήνα. Εμείς σ’ ένα γλέντι μπορεί να παίρναμε και 2 και 3 και 5000 δραχμές, όλοι μαζί.

Όλα τα χωριά του Πλωμαρίου πληρώναν καλά. Ενώ στην Αγιάσο δεν δίναν τίποτα. Άλλου είδους άνθρωποι εκεί, άλλοι εδώ… […] Αυτοί (οι Αγιασώτες) είχαν να κλαδίζουν, να μαζώνουν, να μαζώνουν ελιές, να κάνουν τέτοια πράματα. Δεν είναι η Αγιάσο αυτού πέρα! Απ’ την Αγιάσο ερχόντι, φέρνουν τόσα εύτου, πωλούν, μπορώ να σου πω το κάθε αυτοκίνητο μπορεί να πιάνει 50.000 δραχμές και παραπάνω, κατάλαβες; Δεν ξεπαραλογούν, καφέ δεν πάνε να πιούν εκεί πέρα! Θέλω να σ’ πω δηλαδή ότι είναι πολύ σφιχτοί ανθρώποι δηλαδή.

 

Κρίσεις για άλλους μουσικούς:

  • Δημήτρης Στεριανός ή «Μπουρλής», από την Πλαγιά. Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Βερβέρη:

Ο Στεργιανός ήταν πολύ καλός στο κλαρίνο, μετά έπιασε το σαντούρι. Είχε καλή μπουκαδούρα.

 

  • Γιώργος Πατρέλλης, από την Πλαγιά. Έπαιζε κλαρίνο. Ο γιος του Παναγιώτη, Γιάννης, αναφέρει:

Ο Πατρέλλης έφυγε στον Άγιο Νικόλαο Χαλκιδικής κι άνοιξε μαγαζί με είδη οικοδομών. Ο γιος του παίζει κλαρίνο στην Καλλονή.

Ο Παναγιώτης πάλι σχολιάζει:

Είχε γερά κλαρίνα η Πλαγιά… Ο Πατρέλλης ήταν πιο «στακάτος» από τον Στεργιανό.

 

Επιρροές προσφύγων ή μεταναστών από άλλες περιοχές στα μουσικά δρώμενα:

Ο Π. Βερβέρης συσχετίζει τη Μικρασιατική καταστροφή και τη διασπορά των μουσικών με τους λόγους επικράτησης του μπουζουκιού και των ρεμπέτικων:

Απ’ την Τουρκία τα φέρανε, τα μπουζούκια τα φέραν απ’ την Τουρκία. […] Οι Σμυρνιοί σχεδόν τα έχουν μεταφέρει, όλα αυτά να πούμε. Διότι έγινε η καταστροφή της Σμύρνη το 1922 θαρρώ, ’22 και σκορπίσαν, φύγαν ο κόσμος, πήραν τα μπουζούκια ντων, τα …., περάσαν σ’ Αθήνα πια. Πως δε τους θυμάμαι (τους πρόσφυγες)! 85 χρονών είμαι.

 

Ακροατές – γλεντιστές:

Αναφερόμενος σε καυγάδες που ξεσπούσαν στα παλιά γλέντια ο Παναγιώτης Βερβέρης αναφέρει:

Πως δεν είχε (νταήδες). Μια φορά έλαχα σ’ ένα, ε, κάναν, θυμούμαι ένα επεισόδιο. Ήταν αυτός από κει πέρα, από Ίσα-Μέσα (συνοικία του Πλωμαρίου), να δεις πώς τον λέγαν; Μαλώσαν μέσ’ στον καφενέ αυτού πέρα – μεθυσμένοι ήσαν – τραβάει ο άλλος το μαχαίρι, να ’σου εδώ, να σου εκεί, τον σκοτώσανε. Για ποιο λόγο δεν ξέρω. […] Πάντως έγινε αυτό το περιστατικό. Και σε μένα μια φόρα, παίζαμε στη Γέρα και τράβηξε ι ένας το μαχαίρι. Τράβηξε το μαχαίρι, λέει “μην κινηθείς!”, τραβώ το πιστόλι, κάναν πιστολιές. Παίζαμε. Γιατί είχε μια κοπέλα, γυρίζαν κάτι κοπέλες, και μοιράζαν κάτι χαρτέλια εύτου πέρα, θυμάμαι και ήρθε η μια και πήρε ένα τέτοιο χαρτί – δε θυμούμαι 5, 10 δραχμές, 20; – ε, λέει, “Πιο καλά λέει να πάρω εσένα παρά να πάρω αυτόν”. Άκουσε …. ο πατέρας καθόταν καρσί, τράβηξε το μαχαίρι κι ήρθε να με βρει, αλλά εγώ, η πιστόλα δεν απόλειπε από κει πέρα. Κάναμε πιστολιές να δεις εσύ! Και στο Παλιοχώρι μια φορά, μια φορά στο Παλιοχώρι 40 νοματαίοι, τους έβαλα με το πιστόλι μου!

Όλα τα χωριά τα ίδια ήταν. Είχε και ανόητοι, είχε και […]. Ε, στη Μόρια πήγα, στα Πάμφιλα, στα έτσι. Ήταν πιο ήσυχα. […] Εκείνα τα χρόνια ήταν εδώ […]. Να μη μπλέξεις! Πας σ’ ένα μέρος και δεν περιμένεις μια τέτοια υπόθεση, δηλαδή να σου συμβεί, και τη βλέπεις. Το Παλιοχώρι ήταν (ξεσπούσαν συχνά καυγάδες). Το Παλιοχώρι, όποτε παγαίναμε να παίξουμε, τα τζάμια όλα δεν απόμενε κανένα. Πατ – κιούτ τα τζάμια, μήδε ξέρεις τί! Αποφεύγαμε, ε ναι ως επί το πλείστον ήταν ένας-δυό καφενέδες κάναν, αποφεύγαμε στο Παλιοχώρι.

 

Φωτογραφίες

Μετάβαση στο περιεχόμενο