Βερβέρης Γιάννης
ΛέσβοςΤόπος γέννησης: Ακράσι, Λέσβος
Χρόνος γέννησης: 1908
Προσωνύμιο («Παρατσούκλι»):
«Βαλάκ’» ή «Μπαλάκ’», και υποκοριστικό: «Μπαλακέλ’».
Το προσωνύμιο αναφέρεται σε όλη την οικογένεια. Ο ίδιος εξηγεί την προέλευση του:
Ως επί το πλείστον μας λέγαν – επειδής τον πατέρα μου τον έλεγαν, τ’ όνομα του, Βαλάκο (Βερβέρη), “Ποιός;” , “Γιάννης Βαλάκ’ ” – πολλοί τώρα μας ξέρουν “Μπαλάκηδες”. Πήραμε του πατέρα μου τ’ όνομα, “Βαλάκηδες”, αλλά καθ’ εαυτού Βερβέρηδες.
Ιδιότητα:
Επαγγελματίας οργανοπαίχτης με θεωρητικές γνώσεις μουσικής. Έπαιζε βιολί και όταν το απαιτούσε το ρεπερτόριο, τραγουδούσε.
Γονείς:
Ο πατέρας του, Βαλάκος Βερβέρης, ήταν κι αυτός μουσικός και έπαιζε βιολοντσέλο και μπάσο. Η καταγωγή του ήταν από το Μπορό (Νεοχώρι) Πλωμαρίου. Από το Ακράσι καταγόταν η μητέρα του Γιάννη Βερβέρη, η οποία πέθανε σε ηλικία 32 ετών:
Ο πατέρας μου έπαιζε βιολοντσέλο, μπάσο… Ο πατέρας μου δεν ήταν απ’ το Ακράσι. Πήρε γυναίκα απ’ τ’ Ακράσι. Ήταν απ’ το Μπορό (Νεοχώρι)… Η μητέρα μου πέθανε 32 χρονών, έμεινε ο πατέρας μου και δεν ξαναπαντρεύτηκε, κι είπε, λέει, μια μπαταριά, “Βαλάκο”, λέει “τα παιδιά μου τ’ αφήνω σε σένα” και δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί, αν και ήταν μικρός.
Οικογενειακή κατάσταση:
Ο Γιάννης Βερβέρης παντρεύτηκε την Ειρήνη, την οποία επειδή φορούσε βράκες, την προσφωνούσαν «βρακούσα». Ο Γιάννης Βερβέρης είχε τρία αδέρφια. Ο αδερφός του Δημήτρης έγινε επίσης επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε σαντούρι:
Μ’ έστειλε βιολί εμένα και τον αδερφό μου – είμαστε τρία αδέρφια – και τον άλλον σαντούρι, Δημήτρης. Είχαμε ακόμα έναν αδερφόν, ο οποίος έφυγε στην Αφρική. Ε, πήγαμε, εγώ πήγα στην Μυτιλήνη, μέσα στην Μυτιλήνη και τον άλλον τον αδερφό μου σαντούρι…
Η οικογένεια του Γιάννη Βερβέρη είχε μακρά παράδοση στη μουσική. Στο συγγενικό του δίκτυο συγκαταλέγονταν οι ακόλουθοι μουσικοί:
- Γιάννης Βερβέρης, από το Μπορό (Νεοχώρι). Παππούς του. Έπαιζε βιολί:
Βερβέρης Γιάννης, γι’ αυτό και μένα με βγάλαν Γιάννη. Γιάννη, ι πάππους ’ιμ.
Ο παππούς του είχε κομπανία στον Μπορό, που αποτελούνταν από ένα βιολί και δυο λαούτα.
Ο Γιάννης αφηγείται μια ιστορία για τον παππού του, που την είχε ακούσει από τον ίδιο:
Ήταν ένας, έπαιζε λαούτο. Έπαιζε βιολί κι έπαιζε κι ένα λαούτο. Κουλμπάνης ονομαζόταν. Κι ακόμα ένα λαούτο έπαιζε. Λοιπόν μια μέρα παίζαν στον Μπορό, ι πάππους ’ιμ – τούτα έχω τα ακοής εγώ, ναι – παίζαν. Ήταν οι γυναίκες ντων, οι μουσικοί είχαν και τσι γυναίκες ντων κι ακούγαν… Λέει η μια στην άλλη: “Ρε συ, μωρέ συ, ι άντρας σ’, ’χάσα ντον τον σκοπόν, δεν βλέπεις τα χέρια του, ανεβαίνει και κατεβαίνει, ανεβαίνει και κατεβαίνει. Γυρεύει να τον εύρει”, λέει “Α, μωρή, βλέπεις ο δικός μου”, λέει “βαστά τον σ’ ένα μέρος!”
- Βαλάκος Βερβέρης, από τον Μπορό (Νεοχώρι). Πατέρας του. Παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε στο Ακράσι.
Ο Γιάννης αναφέρει για τον πατέρα του:
Ο πατέρας μου ήταν μουσικός. Ο πατέρας μου έπαιζε βιολοντσέλο, μπάσο. Ήτανε ένας Παναγιώτης Λιναρδής, έπαιζε κλαρίνο, ήτανε απ’ τη Βρισά. Ήταν ένας Αριστείδης Κουμπάς, έπαιζε τρόμπα, ήταν απ’ το Λισβόρ’, απ’ τα Βασιλικά. Ήταν ένας άλλος, Στρατής Παντελέλης, ο οποίος ήταν απ’ το Παλιοχώρ’. Ο πατέρας ’ιμ ήταν Μποριανός, κάναν μια κομπανία και γυρίζαν… Έπειτα, όταν παντρεύτηκε ο πατέρας ’ιμ στ’ Ακράσι, ε, έκανε και μας, μεγαλώσαμε και ’μεις, στέλνει εμένα βιολί. Μ’ έστειλε βιολί εμένα και τον αδερφό μου – είμαστε τρία αδέρφια – και τον άλλον σαντούρι, Δημήτρης. Είχαμε ακόμα έναν αδερφόν, ο οποίος έφυγε στην Αφρική… Νότια Αφρική, Γιοχάνεσμπουργκ, αυτού ήταν.
Όταν έμαθαν οι γιοι του μουσική, ο Βαλάκος Βερβέρης τους συμπεριέλαβε στο συγκρότημά του. Μετά το 1920 εντάχθηκε στο συγκρότημα και ο περίφημος σαντουριέρης Γιώργος Χατζέλης ή “Χαχίνα” που παλιννόστησε στο Ακράσι από την Αμερική.
- Δημήτρης Βερβέρης. Αδερφός του. Έπαιζε σαντούρι και μετά τρόμπα στην κομπανία του πατέρα του. Είχε παρακολουθήσει μαθήματα μουσικής στη Μυτιλήνη, στον μουσικοδισάκαλο Κλεάνθη Μυρογιάννη, μαζί με τον αδερφό του Γιάννη.
- Κώστας Γιαλούρης, από τον Μπορό (Νεοχώρι). Έπαιζε βιολί. Εξάδερφος του:
Λοιπόν, τότες μάθαινε ένας άλλος απ’ τον Μπορό, μάθαινε βιολί, ο οποίος ήταν, η μάνα του ήταν με τον πατέρα μου αδέρφια. Γιαλούρ’ Κώστας. Μάθαινε κι αυτός στον ίδιο το δάσκαλο, που μάθαινα εγώ, αλλά εγώ πήγα έπειτα, ήταν πιο μεγάλος ο Κώστας. Ήθελε να τον ακούσει τώρα ι πάππους ’ιμ. Λέει: “Τί έμαθες ρε Κωστή; Πού ’ν’ το βιολί; Πάν’ να το φερ’ς να σ’ ακούσω”. Έπαιξε όποιοι σκοποί ήξερε. Λέει: “Τούτονα να μάθεις”. Λέει: “Ποιόν;” Λέει: “Ω λύγερόν και κόφτερόν σπαθί μου, εσείς τον Τούρκον σφάξετε, τον τύραννον σπαράξετε”, ναι, α τούτος είναι καλός….
Άλλο παράλληλο ή κύριο επάγγελμα:
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, μετά το θάνατο πολλών μελών του τοπικού μουσικού συγκροτήματος στο οποίο συμμετείχε, ο Γιάννης Βερβέρης σταμάτησε να παίζει συστηματικά μουσική. Έκτοτε απασχολούνταν σε αγροτικές εργασίες, ιδιαίτερα με την καλλιέργεια της ελιάς στα δικά του κτήματα στο Ακράσι. Ήταν επίσης επαγγελματίας κυνηγός. Για την επαγγελματική του ενασχόληση με το κυνήγι ο ίδιος αναφέρει:
Κυνηγούσα… κυνήγια. Έφευγα, πήγαινα στη Χίο, πήγαινα στη Μακεδονία, στα κουνάβια, που λεν, “ατσίδια”, προβιές. Μαζί με τον θείο μου, τον αδερφό μου, ναι. Το χειμώνα, χειμώνα κυνηγούσαμε, κουνάβια, αλεπούδες, λύκοι. Τα πουλούσαμε, αλλά ερχόνταν και τα μαζεύαν κι από δω. Μας κυνηγούσαν, είχανε πέραση αυτά, γιατί της Μακεδονίας το κουνάβι, τ’ “ατσίδι”, που λέμε, είχε δραχμές 1.200 το ένα, της Χίου είχε 500 – 600. Ήταν πιο τριχωμένο της Μακεδονίας. Το πέτας το κρέας. Μόνο το δέρμα (αξιοποιούσαν). Μας τα γυρεύαν (δηλαδή δεν έκαναν συμφωνίες από πριν με τους εμπόρους). Ερχόνταν και τα παίρναν απ’ τη Χίο, ξένοι (έμποροι). Μαθαίναν πού είναι, μας ξέραν, “πού πήγαν να κυνηγήσουν;” κι ερχόνταν και μας ζητούσαν: “Βερβέρηδες”, “Κοντέλλια”, “Βερβέρηδες” μας ζητούσαν. Στα δάση κυνηγούσαμε, στα κτήματα, στα λαγκάδια, ναι, ναι. Και πιο μπροστά απ’ τον (Β΄ Παγκόσμιο) πόλεμο τα κυνηγούσαμε. […] Στη Μυτιλήνη είχε (εμπόρους που αγοράζαν αυτά τα δέρματα, στο Πλωμάρι δεν είχε. Ερχόνταν απ’ την Αθήνα… Μας σύνφερνε. Είχαμε, μαζώναμε ελιές, είχαμε την περιουσία μας, αλλά σύνφερνε να κυνηγούμε αυτά τα πράγματα, παίρναμε πιο πολλά λεφτά…. Έλληνες (έμποροι τα αγόραζαν), αλλά στη Μακεδονία όταν πηγαίναμε, τα παίρναν ως επί το πλείστον, Εβραίοι τα παίρναν”. Οι κυνηγοί πήγαιναν κατά ομάδες 4-5 ατόμων. Υπήρχαν κι άλλες παρόμοιες ομάδες κυνηγών από το Ακράσι και το Νεοχώρι, που πήγαιναν για κυνήγι στη Χίο. […] Ε, εκεί (στη Μακεδονία) μαθευτήκαμε, πήγαμε μια φορά, μαθευτήκαμε. Ε, απ’ το ’να το χωριό στο άλλο, απ’ τ’ άλλο το χωριό στο άλλο. Μας συστήναν, μέναμε… Όχι δεν είχε τακτική (ακτοπλοϊκή συγκοινωνία). Ε, παίρναν Μυτιλήνη – Χίο. Μυτιλήνη – Χίο, βγαίναμε έξω. Μακεδονία βγαίναμε στο, Δεδέ-Αγάτς το λέγαμε εμείς τότε, Αλεξανδρούπολη.
Διαδρομές στο χώρο και στο χρόνο:
Ο Γιάννης Βερβέρης γεννήθηκε και έζησε στο Ακράσι της Λέσβου. Πολλές φορές ως κυνηγός επισκέφθηκε τη Χίο και τη Μακεδονία.
Προσωπική και οικογενειακή πορεία:
Ο Γιάννης Βερβέρης σταμάτησε να παίζει επαγγελματικά βιολί στα τέλη της δεκαετίας του 1940, μετά το θάνατο κάποιων μελών της κομπανίας στην οποία συμμετείχε. Μετά από αυτό το γεγονός προσανατολίστηκε σε καθαρά αγροτικές εργασίες, στην καλλιέργεια της ελιάς, καθώς και στο επαγγελματικό κυνήγι.
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, το 1928, ο Γιάννης Βερβέρης έπαιζε μουσική μαζί με άλλα τρία – τέσσερα άτομα στη λέσχη Αξιωματικών:
Το 1928 πήγα στρατιώτης. Στη Μυτιλήνη. Όλοι κάναμε δεκάξι μήνες τότες. Μέσα στο φρούριο ήμουνα, έπαιζα. Παίζαμε στη Λέσχη Αξιωματικών. Σαββατοκύριακο παίζαμε. Έπαιζα εγώ βιολί, ένας – “Κουτσκούδα” τον λέγαν τον πατέρα του – έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε ωραία, από την Μυτιλήνη ήτανε, ναι. Ένας μαντολίνο, μαντολίνο ήταν τότες. Ε, να εμείς οι τρεις – τέσσερις, βιολί εγώ, μαντολίνο, κιθάρα, τραγουδούσε, να. Και περνούσαμε καλά, Σαββατοκύριακο. Παίρναμε και πότε – πότε, μας δίναν (χρήματα). Χορεύαν, γιατί βλέπεις, κάθονται πολλοί απάνω αξιωματικοί, καθένας είχε ονομασία, άλλος Μήτρος, άλλος άλλο και γλεντούσαν (στις ονομαστικές τους εορτές). Στη Λέσχη ήτανε τότες, θυμούμαι, ήταν “Ριρίκα”, ήταν τέτοια, παίζαμε κάνα φοξ, κάνα ταγκό παίζαμε, αυτά και καλαματιανά παίζαμε.
Αναφερόμενος στους καβγάδες που ξεσπούσαν συχνά στα γλέντια στα παλιά χρόνια αφηγείται:
Ε, καβγάδες γίνονται. Και πα’(νω) στους χορούς γινόντουσαν παρεξηγήσεις και πα’ στσι γαμπροί (δηλαδή στα γαμήλια γλέντια), ναι.
Αναφέρει επίσης μια παραδοσιακή δραστηριότητα που σήμερα έχει εκλείψει, το ράψιμο τσεμπεριών (είδος κεφαλομάντηλων) στην Πλαγιά του Πλωμαρίου και την πώλησή τους από πλανόδιους τοπικούς εμπόρους:
Τσεμπέρια, ναι, ερχόνταν και πουλούσαν στ’ Ακράσι. Ήταν, “τσεμπερούδες” τις λέγαν. Θαρρώ πως ήταν απ’ την Πλαγιά μια γυναίκα. “Τσεμπερούδες” τις λέγαν. Κάποτε, να σας πω (μια ιστορία), τώρα τούτα, αδιαφόρητα είναι, αλλά θα το πω: Εμείς, ως επί το πλείστον είχαμε σκυλιά… Ήταν ένας απ’ την Πλαγιά, από δω, απ’ το Πλωμάρι, πού ήταν και γύριζε και πούλαγε ρούχα, πα’ σ’ ένα άλογο, είχε δυο κασέλες, εδώ να έτσι, κι είχε μέσα και παγαίναν και ψωνίζαν. Είχε και τσεμπέρια. Πήγε η γιαγιά μου, ζούσε, μας κοίταζε η γιαγιά μου, πήγε να πάρει τσεμπέρι. Ήταν τότες τα λεφτά κομμένα, τα πεντακοσάρια 250, τα χιλιάρικα πεντακόσιες. Είχε ο πατέρας μου, ήθελε κάτι να πάρει η μανή μ’, δώκε της 375 στη γριά, πήγε σ’ αυτόν, πήρε ένα τσεμπέρι, πήρε το όλο αυτός (δηλαδή όλα τα χρήματα), 475. Ε, ήρθε, “Ρε συ” (λέει ο πατέρας του) πήρες ένα τσεμπέρι πήρες 475;”. Λέει, ένα πήρα. Ε, έφυγε, απόμεινε. Κάποτες , ήρθε πάλι αυτός στ’ Ακράσι, είχαμε πεζούλια στην εκκλησιά, είχε και μέσα σ’ ένα μποχτσά τσεμπέρια. Το σκυλί, είχαμε δικό μας ένα σκυλί, πήγε, δαγκάνει τον μποχτσά, τον πήγε μες στην αυλή, στο σπίτι το δικό μας. Τον πήγε τον μποχτσά. “Ε, τι είναι τα τσεμπέρια;”. “Κάτσε κερατά, λέει, γέλασες τη γριά” ο πατέρας ’ιμ, ’πιάσε, μοίραζε τσεμπέρια!
(Τα τσεμπέρια αυτά ήταν…) λεπτά. Ε, άλλα είχανε κάτι κλαδέλια επάνω… Φορούσαν, οι κοπέλες φορούσανε άσπρα, οι γριές φοράγαν μαύρα. Βάζαν και ψηφέλια, ωραία πράγματα ήταν, παλαιά. Εγώ είχα τέτοια τσεμπέρια, είχε η μητέρα μου και τα ’δωκα στ’ ανήψια μ’, στις μικρές, στολιζόνται, πώς το λένε, του σχολείου που πηγαίνουν και τα βάζουν.
Αναφέρει επίσης τα «γλιτώματα», τα γλέντια που γίνονταν στα ελαιοκτήματα όταν ολοκληρωνόταν η περισυλλογή της ελιάς:
Είχαμε ας πούμε έναν πλούσιον, Αθανασέλλη και είχε να πούμε 30 – 40 γυναίκες και μαζεύαν, κι αν “εγλίτωνε”, καύαν (καίγανε) τις καλαθίδες. Εγώ μικρός ήμουνα. Ήταν ένας κι έπαιζε γκάϊντα, είχε γκάϊντα και χορεύγαν οι μαζεύτριες. Εποχή, ήταν αναλόγως το μαξούλι που έχουμε…
Μουσική παιδεία:
Ο Γιάννης Βερβέρης έλαβε θεωρητικές γνώσεις μουσικής στον μουσικοδιδάσκαλο Κλεάνθη Μυρογιάννη στη Μυτιλήνη:
Νότες, με νότες, μουσική καλή ήξερα….
Μουσική μαθητεία:
Ο πατέρας του, Βαλάκος Βερβέρης που ήταν επαγγελματίας μουσικός τον παρύτρυνε να μάθει μουσική, καθώς και τον αδερφό του Δημήτρη. Για τη μαθητεία του ο ίδιος αναφέρει:
Έπειτα, μεγαλώσαμε και ’μεις, στέλνει εμένα βιολί, ο πατέρας ’ιμ. Μ’ έστειλε βιολί εμένα και τον αδερφό μου, τον Δημήτρη σαντούρι. Ε, πήγαμε, εγώ πήγα στην Μυτιλήνη, μέσα στην Μυτιλήνη και τον άλλον τον αδερφό μου σαντούρι κι εμένα, μας είχε οικότροφοι, σ’ έναν παπά, Παναγιωτίδη, οικότροφοι. Πλήρωνε ο πατέρας μου. Εγώ μάθαινα βιολί, ο αδερφός μου σαντούρι. Ο παπάς ήταν, οικότροφοι, να μας έχει. Στον Κλεάνθη Μυρογιάννη. Σπίτι του μας τα ’κανε τα μαθήματα. Ο Μυρογιάννης βιολί, ήτανε ξακουστός τότες… Απ’ τον πόλεμο, εγώ τότες μάθαινα βιολί, μάθαινα βιολί πολλά χρόνια. Έπειτα απ’ το 1920 μάθαινα ’γω βιολί.
Τους τοπικούς σκοπούς τους έμαθε από τον πατέρα του, Βαλάκο, που έπαιζε βιολοντσέλο. Όταν ξεκίνησαν να παίζουν με τον πατέρα τους:
…μικρός ήμουνα εγώ κι έπαιζα. Γιατί φέραν ένα κι απ’ την Αγιάσο βιολί, έναν γέρον, να πάω να παίξω μαζί του, να ξεσπάσω. Τον ονόμαζαν “Άννα” (προσωνύμιο του Παναγιώτη Ρόδανου).
Μουσική εξειδίκευση (τραγούδι, ή/και όργανα):
Τη δεκαετία του 1920 ο Γιάννης Βερβέρης έγινε επαγγελματίας μουσικός. Έπαιζε βιολί και εντάχθηκε στην κομπανία που είχε ο πατέρας του Βαλάκος σε συνεργασία με μουσικούς της περιφέρειάς του:
Ο πατέρας μου ήταν μουσικός. Ο πατέρας μου δεν ήταν απ’ το Ακράσι. Πήρε γυναίκα απ’ τ’ Ακράσι. Ήταν απ’ το Μπορό. Στον Μπορό είχε τότες μια κομπανία, είχε μια κομπανία, αλλά όλοι ήταν ξένοι, από ξένα χωριά. Γεννήθηκε μια κομπανία επειδή γυρίζαν, αγαπηθήκαν με τις κοπέλες τους, τι κάναν και…, άλλος ήταν απ’ τη Βρισά, άλλος ήταν απ’ το Λισβόρι, άλλος ήταν απ’ το Παλιοχώρι και κάναν, ανταμώναν, γυρίζαν στα πανηγύρια…. Ήτανε ένας Παναγιώτης Λιναρδής, έπαιζε κλαρίνο, ήτανε απ’ τη Βρισά. Ήταν ένας Αριστείδης Κουμπάς, έπαιζε τρόμπα, ήταν απ’ το Λισβόρ’, απ’ τα Βασιλικά. Ήταν ένας άλλος, Στρατής Παντελέλης, ο οποίος ήταν απ’ το Παλιοχώρ’. Ο πατέρας ’ιμ ήταν Μποριανός, κάναν μια κομπανία και γυρίζαν.
Λοιπόν, πιάσαμε, μαθαίναμε λίγο – λίγο, πήρε μας ο πατέρας ’ιμ. Έμαθα εγώ να παίζω λίγοι σκοποί κι ο αδερφός μου (Δημήτρης) ν’ ακκομπανιάρει (στο σαντούρι). Ε, ήταν ο πατέρας μου… έλειπε ένα σαντούρι Ακρασιώτικο, ήτανε στην Αμερική, “Χαχίνα” (Γιώργος Χατζέλλης), ξακουστός. Ήρθε τότες… Έλειπε ως το ’20, γιατί εμείς παίζαμε μοναχοί μας. Κι ύστερα ήρθε και έπαιζε σαντούρι αυτός. Παίζαμε μετά μαζί, ούλο το διάστημα. Επειδής έπαιζε γι’ αδερφός ’ιμ σαντούρ’, το παράτησε, επειδής πήραμε αυτόν στην κομπανία. Και γινήκαμε μια κομπανία καλή. Ο αδερφός ’ιμ έμαθε τρόμπα μετά, ωραία τρόμπα έπαιζε, ναι. Εγώ βιολί, αυτός σαντούρι η “Βέβα” (άλλο παρατσούκλι του Γιώργου Χατζέλλη), “Βέβα” τον λέγανε, τον παρονομοιάζανε, ε, ο πατέρας ’ιμ μπάσο, έμαθε κι ακόμα ένας, τότες κοντά, κλαρίνο, Μαυροθαλασσίτης, Κώστας. Έμαθε ένας άλλος Μαυροθαλασσίτης πάλι…. Αλλά πριν μάθουνε αυτοί οι μικροί, είχαμε τον Παναγιώτη το Λιναρδή τρόμπα, ε, κλαρίνο, που ήταν απ’ το Μπορό. Έφυγε απ’ τους άλλους κι ήρθε μαζί μας, παίζαμε, ίσαμε να μάθει άλλος, ναι.
Εκτός από τους προαναφερθέντες μουσικούς ο Γιάννης Βερβέρης ανέφερε και πολλούς άλλους μουσικούς της περιφέρειάς του, που άκμασαν κυρίως μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1940:
- Κουλμπάνης, από τον Μπορό (Νεοχώρι). Έπαιζε βιολί και λαούτο, σε κομπανία μαζί με τον παππού του βιογραφούμενου, Γιάννη Βερβέρη.
- “Γκάϊτατζης”, από τη Δρότα (επίνειο του Ακρασίου):
Γκάϊντα, ναι. Απ’ τη Δρότα ήταν ένας. Εμ, “Γκάϊτατζη” τον φωνάζαμε, απ’ τη Δρότα. Εγώ θυμούμαι τον που έπαιζε γκάϊντα μαζί μ’ ένα ντουμπανέλλι (τύμπανο). Ναι δυο νομάτοι ήταν. Έρχονταν στ’ Ακράσι, έπαιζαν. Τον φωνάζανε… σε πανηγύρια. Γάμοι δεν θυμούμαι να παίζουν.
Ο Γιάννης Βερβέρης αναφέρεται σ’ έναν μουσικό που έπαιζε γκάϊντα στα “γλιτώματα” (γλέντια που οργάνωναν για τους εργάτες τους, οι ιδιοκτήτες των κτημάτων, κατά την ολοκλήρωση της περισυλλογής της ελιάς). Ενδέχεται να πρόκειται για τον προαναφερόμενο:
Είχαμε ας πούμε έναν πλούσιον, Αθανασέλλη και είχε να πούμε 30 – 40 γυναίκες και μαζεύαν, κι αν “εγλίτωνε”, καύαν (καίγανε) τις καλαθίδες. Εγώ μικρός ήμουνα. Ήταν ένας κι έπαιζε γκάϊντα, είχε γκάϊντα και χορεύγαν οι μαζεύτριες.
- Γρηγόρης Βασίλας Μαυροθαλασσίτης, από τ’ Ακράσι:
Κάνα δυό, να πούμε, με τρόμπα, με ακορντεόν, απομείναν. Ήταν κι ένας Γρηγόρης Βασίλας, Μαυροθαλασσίτης κι αυτός, είχε ένα παιδί που έπαιζε ακορντεόν, παίρναν κι απ’ άλλα χωριά κανέναν και παίζαν στα πανηγύρια. Ναι, μια μικρή κομπανία ήταν και παίζαν, πηγαίναν. Στη Βρισά πήγανε, στα Βασιλικά πήγανε, καλοί ήτανε.
- Βαγγέλης Κίτιλης, από το Πλωμάρι. Έπαιζε βιολί.
- Παναγιώτης Βερβέρης, ή “Τουρκογιάννης”, από το Πλωμάρι Γεννήθηκε το 1911. Έπαιζε βιολοντσέλο και λίγο ντραμς, σαντούρι και κιθάρα.
- Παναγιώτης Παντελέλης ή “Ασπαρκιά”, από το Παλιοχώρι. Έπαιζε τρομπόνι.
- Μανώλης Παντελέλης, από το Παλιοχώρι. Αδερφός του προηγούμενου. Έπαιζε βιολί.
- Αναστασία Τυρρηνή ή “Στασούλ΄”, από την Πλαγιά. Έπαιζε τουμπερλέκι και τραγουδούσε: «Μια Πλαγιώτισσα από δω έπαιζε ντουμπερλέκι, το “Στασούλ΄”. Ήρθε μια φορά στ’ Ακράσι. Χόρευγα εγώ απ’ ήρθε αυτή με το ντουμπερλέκι”.
- Μανώλης Χριστοφέλλης, από τ’ Ακράσι. Είχε λατέρνα και όταν έπαιζε τους σκοπούς τον συνόδευε με το ντέφι ο συγχωριανός του Χρήστος Θαλασσέλης:
Είχε μια λατέρνα. Μες σε καφενείο και την σηκώναν, την παίρναν και στα πανηγύρια. Ντέφι (τη συνόδευε). Μανώλης Χριστοφέλλης και το ντέφι Χρήστος Θαλασσέλης, αυτό το αλλάξαν πολλοί, ήβγανε, πολλοί το παίζαν το ντέφι και τ’ όργανο το πουλούσαν, ο ένας τ’ αγόραζε, ο άλλος…. Νομίζω ότι είχε οχτώ σκοποί, νομίζω, δεν ξέρω…
- Ποσειδώνας Δίβαρις-Καραβάς. Πρόσφυγας από τη Σμύρνη που παντρεύτηκε στο Παλιοχώρι, το χωριό καταγωγής της μητέρας του. Επαγγελματίας μουσικός και καλλίφωνος τραγουδιστής. Έπαιζε βιολί.
- Στρατής Ρόδανος ή “Άννα”, από την Αγιάσο. Επαγγελματίας μουσικός, έπαιζε τρόμπα. Ήταν γιος του Παναγιώτη Ρόδανου ή “Άννα” που έπαιζε βιολί. Ο γιος του Στρατή, Χαρίλαος Ρόδανος έγινε επίσης επαγγλεματίας μουσικός, έπαιζε βιολί.
- Γρηγόρης Μουτζουρέλλης ή “Λαγός”, από την Αγιάσο. Έπαιζε ζουρνά και νταούλι, σε ζυγιά με τον Αντρέα Χατζηκινάνη ή “Αντριά”, επίσης από την Αγιάσο.
Σταθερές μουσικές δραστηριότητες στις οποίες συμμετείχε/συμμετέχει:
Ο Γιάννης Βερβέρης έπαιζε βιολί σε σταθερή συνεργασία με τον πατέρα του, τον αδερφό του και άλλους συντοπίτες του μουσικούς σε γάμους, πανηγύρια, σε γλέντια σε σπίτια και σε καφενεία στην ευρύτερη περιφέρεια του Ακρασίου:
Στ’ Ακράσι, τα πανηγύρια; Της Αγίας Παρασκευής, της Παναγίας παίζαμε, των Αγίων Αποστόλων, ναι είχε πανηγύρια, παίζαμε. Ερχόντουσαν κι απ’ αλλού (μουσικοί στα πανηγύρια του Ακρασίου), κι απ’ την Πλαγιά, ναι ερχόνταν. Γινόντουσαν διασκεδάσεις καλές, δυο – τρεις μέρες. Ναι, και σε σπίτια. […] Παντού παίζαμε, πανηγύρια, γάμοι, αρραβώνες, διασκεδάσεις. Μας πιάσαν πολύ τότες, από τούτον, “Χαχίνα” που λες. Ήταν άπιαστος ήταν…
Σχετικά με τους γάμους αναφέρει:
Πάλι πηγαίναμε και παίρναμε… απ’ την εκκλησιά, το πρώτο δεν επαίζαμε τον νυφ’κάτο. Ύστερα που γένονταν ο γάμος και βγαίναν πια τον παίζαμε. Ύστερα πηγαίναν, καθίζαν στο καφενείο. Όταν χειμώνας, μέσα στο καφενείο, όταν καλοκαίρι, έξω. Καθίζαν οι παρέες αυτού και χορεύαν, χορεύαν. Ως επί το πλείστον οι γάμοι γινόντουσαν τ’ απόγευμα. Ε, κρατούσαν (τα γλέντια του γάμου) και το πρωί ξημερωνόμασταν, αναλόγως.
Από πού προμηθευόταν/προμηθεύεται μουσικά όργανα:
Για την προέλευση των βιολιών του ο Γιάννης Βερβέρης αναφέρει:
Εγώ το βιολί τ’ είχα, ι πατέρας ’ιμ είχε βιολί. Γιατί έπαιζε κι ο πατέρας μου πότε – πότε βιολί. Είχα του πατέρα μ’ ένα. Κάποιο βιολί το είχε, είχε έναν κουνιάδο ο πατέρας ’ιμ, της μάνας μου τον αδερφό, ήταν στην Τραπεζούντα και έστειλε ένα βιολί στον πατέρα μου, στο γαμπρό του. Ύστερα, είχα, το πρώτο, αυτό. Μάθαινα. Έπειτα ήτανε ένας, από δω απ’ το Πλωμάρι ήταν, ένας Βαγγέλης Κίτιλης, ναι Βαγγέλης, πέθανε και πήρα κι αυτό το βιολί. Βιολί έπαιζε, προτού πεθάνει. Έπειτα, πήγα στην Μυτιλήνη, μάθαινα, πήραμε ένα άλλο. Και τώρα, είχα δυό βιολιά: Το ένα το πήρε η ανιψιά μου που ’χει τ’ όνομα μου, Γιάννα. ’Δώκα το ένα.
Αναφερόμενος στην προέλευση των πνευστών οργάνων, των επονομαζόμενων και «φυσερών», που είχαν οι μουσικοί της Λέσβου πριν τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο Γιάννης Βερβέρης δίνει την πληροφορία ότι προέρχονταν από την Ιταλία:
Από την Ιταλία νομίζω. Παραγγελία τα κάναν. Εγώ θυμάμαι ότι ένα παιδί…. που έπαιζε μαζί μας, τρομπόνι, το είχε παραγγείλει, απ’ την Ιταλία του το φέρανε, εδώ. Παραγγελία το ’κανε.
Αναφέρει επίσης ότι μέχρι τη δεκαετία του 1940 υπήρχε και στη Μυτιλήνη οργανοποιός που μπορούσε να κατασκευάσει ή να επισκευάσει τα σαντούρια:
Σαντούρια, και στην Μυτιλήνη φτιάχναν…
Τοπικές δράσεις:
Ο Γιάννης Βερβέρης έχει παίξει βιολί, σε συνεργασία με το μουσικό συγκρότημα που προαναφέρθηκε, σε πολλά χωριά της περιφέρειας του Πλωμαρίου, καθώς και στην κεντρική Λέσβο:
- Ακράσι. Στο Ακράσι όπου κατοικούσε έπαιζε τακτικά μουσική στα πανηγύρια του χωριού, στους γάμους και σε γλέντια σε καφενεία και σε σπίτια:
Της Αγίας Παρασκευής, της Παναγίας, παίζαμε, των Αγίων Αποστόλων, ναι είχε πανηγύρια, παίζαμε. Ερχόντουσαν κι απ’ αλλού μουσικοί, κι απ’ την Πλαγιά, ερχόνταν. Γινόντουσαν διασκεδάσεις καλές, δυο – τρεις μέρες. Ναι, και σε σπίτια (γλεντούσαν).
- Βρίσα και Πολιχνίτος:
Κομπανία, παίζαμε, γυρίζαμε τα χωριά. Τα χωριά μας ήταν, όλα τα χωριά, αλλά προπάντων πηγαίναμε στη Βρισά, Πολυχνίτο. Εκεί, στη Βρισά είχαμε σπίτι νοικιασμένο και μέναμε εκεί, πολλές μέρες, δεκαπέντε – είκοσι μέρες, μέναμε. Παντού παίζαμε, πανηγύρια, γάμοι, αρραβώνες, διασκεδάσεις.
- Λισβόρι και Βασιλικά:
Ναι, παίζαμε Βρισά, Πολυχνίτο, Λισβόρ’, Βασιλικά. Δεν είχανε (δικές τους κομπανίες). Κι εμείς όλο με τα ζα (ζώα) πηγαίναμε, πότε με τα ζα, πότε με τα πόδια, με τα πόδια γυρίζαμε, παντού, παντού γυρίζαμε.
- Παλιοχώρι:
Και στο Παλιοχώρι πηγαίναμε, αμέ….Παίζαμε και στο πανηγύρι της (Παναγίας) «Κρυφτής», στη Δρότα και στο Παλιοχώρι.
- Πλωμάρι:
Λίγες φορές, λίγες. Μια φορά ήρθαμε του Αγίου Νικολάου εδώ, γιατί όταν ήρθε πια (ο σαντουριέρης Γιώργος Χατζέλλης ή “Χαχίνα”), βγάλαμε όνομα εμείς, ότι είμαστε καλοί μουσικοί, γιατί ήταν γι’ άλλος, το σαντούρι κι έπαιζε. Ε, ύστερα μάθαμε κι εμείς. Μας ειδοποιήσαν να ’ρθουμε να παίξουμε στο Πλωμάρι και ήρθαμε στο Πλωμάρι και παίζαμε κάτω σ’ ένα καφενείο. Ε, ήταν του Αγίου Νικολάου, ψαράδες, πλούσιοι ήταν αυτού. Είχε και θάλασσα και μας βάλαν μες σ’ ένα καΐκι κ’ ήβγαμε όξω και παίζαμε μες στο καΐκι και χορεύαν μες στο καΐκι. Ε, πια μεγάλος ήμουνα, παντρεμένος ήμουνα.
- Αγιάσος:
Πήγαμε και στην Αγιάσο, στης Παναγίας (το Δεκαπενταύγουστο), σε κάνα πανηγύρι πηγαίναμε στην Αγιάσο. Η Αγιάσος είχε μουσική καλή.
Αυτοαξιολόγηση:
Ο Γιάννης Βερβέρης θεωρεί ότι ήταν καλός μουσικός, επειδή μαθήτευσε πολλά χρόνια στον μουσικοδιδάσκαλο Κλεάνθη Μυρογιάννη στη Μυτιλήνη και απέκτησε θεωρητικές γνώσεις μουσικής:
Νότες, με νότες, μουσική καλή ήξερα.
Ως μουσικός άκμασε στο διάστημα από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1940. Η περίοδος της επαγγελματικής του ενασχόλησης με τη μουσική ταυτίζεται με το διάστημα που άκμασε η κομπανία του Ακρασίου, που απαρτιζόταν από τον περίφημο σαντουριέρη Γιώργο Χατζέλλη ή «Χαχίνα» ή «Βέβα», από τον πατέρα του Βαλάκο Βερβέρη (κοντραμπάσο), τον αδερφό του Δημήτρη (τρόμπα), καθώς και άλλους μουσικούς της περιφέρειάς του που προαναφέρθηκαν:
Μια φορά ήρθαμε του Αγίου Νικολάου εδώ (στο Πλωμάρι), γιατί όταν ήρθε πια (ο σαντουριέρης Γιώργος Χατζέλλης ή “Χαχίνα”), βγάλαμε όνομα εμείς, ότι είμαστε καλοί μουσικοί, γιατί ήταν γι’ άλλος, το σαντούρι κι έπαιζε. Ε, ύστερα μάθαμε κι εμείς…
Ρεπερτόριο:
Ο Γιάννης Βερβέρης έπαιζε στο βιολί τους τοπικούς σκοπούς καθώς και πολλούς μικρασιάτικους σκοπούς που γνώριζαν οι παλαιοί μουσικοί, όπως ο πατέρας του. Το ρεπερτόριο της κομπανίας τους εμπλουτίστηκε με σκοπούς και τραγούδια που έφερε τυπωμένα σε δίσκους ο σαντουριέρης Γιώργος Χατζέλλης ή «Χαχίνα» όταν επέστρεψε από την Αμερική στο Ακράσι:
Παλαιά, εμείς τότες, παλαιά παίζαμε… Ήρθε η “Χαχίνα” (μετά το 1920), έφερε κομμάτια απ’ την Αμερική: Κλέφτικα παίζαμε, παίζαμε παλιοελλαδίτικα, παίζαμε πολλά, κρητικά παίζαμε, ναι παίζαμε πολλά πράγματα….
Παίζει επίσης στο βιολί και τραγουδάει τα τοπικά τραγούδια της περιοχής Πλωμαρίου, όπως: το «Έρι-πάλε» (αποκριάτικο τραγούδι με “ερωτικό” ή “ναυτικό” περιεχόμενο), «της κούνιας» (τραγουδιέται την άνοιξη, την περίοδο του Πάσχα), τα δίστιχα του «καημού και του έρωτα», που τραγουδιούνται πάνω στον «παραπουνικό σκοπό» (σκοπός που ονομάζεται και «πλαγιώτικος» και «πλωμαρίτικος», ο οποίος συναντάται μόνο στα χωριά της περιοχής Πλωμαρίου, με μικρές παραλλαγές στο τέμπο, από χωριό σε χωριό. Ο σκοπός αυτός δεν παίζεται με μουσικά όργανα).
Επίσης αναφέρει και κάποιους σκοπούς που γνώριζε μόνο ο Γιώργος Χατζέλλης ή “Χαχίνα”, όπως φαίνεται από την ακόλουθη ιστορία που αφηγήθηκε ο ίδιος:
Παίζαμε σ’ ένα αγροκήπιο στον Πολυχνίτο. Ήταν ένας, ο οποίος είχε μπακάλικο, λέγοντας μπακάλικο, χοντρικής πώλησης μόνο. Τελευταία πια, θέλαμε να παρατήσουμε, νάτος! Ήταν ζαλισμένος. Λέει: “Ρε συ” λέει, είπε στο σαντούρι, τη “Βέβα”, “ξέρεις τάδεν, ποιό σκοπό;” Να δεις τον θυμώμουν και τον σκοπόν που διέταξε αυτός. Τον “Αμάραντο”, νομίζω, ένα, από τ’ Αϊβαλί, από κει είναι. Λέει: “Ναι”. Παίζει τον, μοναχός ’ιτ, εμείς δεν τον ξέραμε…
Σμυρνέϊκα, παίζαμε. Παίζαμε όλα, όλα τα παίζαμε. Παίζαμε τούρκικα, μόνο τούρκικα παίζαμε, τότε ήταν τούρκικα. “Βαρύδες” τους λέγαμε τσι σκοποί. Ζεϊμπέκ’κα, καρσιλαμάδες, όλα, όλα.
Ανάλογα με την περίσταση παίζανε και τα επονομαζόμενα “ευρωπαϊκά”, όπως βαλς, ταγκό, φοξ:
Άμα θέλαν κάνα ταγκό να παίξουμε, φοξ, βαλς, τα ζητούσαν.
Στους γάμους έπαιζαν τον νυφικάτο σκοπό:
Πάλι πηγαίναμε και παίρναμε… απ’ την εκκλησιά, το πρώτο δεν επαίζαμε τον νυφ’κάτο. Ύστερα που γένονταν ο γάμος και βγαίναν πια τον παίζαμε. Ύστερα πηγαίναν, καθίζαν στο καφενείο. Όταν χειμώνας, μέσα στο καφενείο, όταν καλοκαίρι, έξω. Καθίζαν οι παρέες αυτού και χορεύαν, χορεύαν. Ως επί το πλείστον οι γάμοι γινόντουσαν τ’ απόγευμα. Ε, κρατούσαν (τα γλέντια του γάμου) και το πρωί ξημερωνόμασταν, αναλόγως.
Αμοιβή:
Οι μουσικοί της κομπανίας πληρώνονταν στα γλέντια με τα χρήματα που τους έριχναν όσοι επιθυμούσαν να χορέψουν, μια πρακτική που επονομαζόταν «χαρτούρα». Στη συνέχεια μοιράζονταν τα χρήματα σε ίσα μερίδια. Με τον ίδιο τρόπο μπορούσε να ανταμείψει έναν μεμονωμένο μουσικό ο γλεντιστής που παράγγελνε να του παίξουν ένα συγκεκριμένο σκοπό. Ο Γιάννης Βερβέρης αφηγείται ένα χαρακτηριστικό περιστατικό με πρωταγωνιστή τον σαντουριέρη Γιώργο Χατζέλλη ή «Χαχίνα» ή «Βέβα»:
Παίζαμε σ’ ένα αγροκήπιο στον Πολυχνίτο. Ήταν ένας, ο οποίος είχε μπακάλικο, λέγοντας μπακάλικο, χοντρικής πώλησης μόνο. Τελευταία πια, θέλαμε να παρατήσουμε, νάτος! Ήταν ζαλισμένος. Λέει: “Ρε συ” λέει, είπε στο σαντούρι, τη “Βέβα”, “ξέρεις τάδεν, ποιό σκοπό;”. Να δεις τον θυμώμουν και τον σκοπόν που διέταξε αυτός. Τον “Αμάραντο”, νομίζω, ένα, από τ’ Αϊβαλί, από κει είναι. Λέει: “Ναι”. Παίζει τον, μοναχός ’ιτ, εμείς δεν τον ξέραμε. Βγάζει δίνει ένα πεντακοσάρ’. Το πεντακοσάρ’ τότες ήταν, ούου! Λέει: “Ξέρεις τον τάδε;” Λέει: “Ξέρω τον”. Παίζει, βγάζει δίνει ακόμα ένα πεντακοσάρ’. Ε, ύστερα λέει: “Παίξετε κι εσείς, έναν δικό σας”, παίζουμε και έναν δικό μας. Λέει: “Δεν έχω πια άλλοι παράδες, να σας δώσω, μόν’ θα σας δώσω ένα γομάρι στάρ’ “!. Ε, το πρωί εμείς περάσαμε έξω απ’ το μαγαζί, λέει: “Ε, παληκάρια, ελάτε να πάρετε το στάρ’, έτοιμο το ’χω”, δεν το πήραμε πια εμείς, έφτανε”. Το περιστατικό αυτό συνέβη μετά το 1920.
Κρίσεις για άλλους μουσικούς:
Ο Γιάννης Βερβέρης αναφέρει για τους μουσικούς της Αγιάσου:
Ήταν καλοί μουσικοί στην Αγιάσο, καλοί μουσικοί.
Διατυπώνει επίσης αξιολογικές κρίσεις για τους μουσικούς της περιφέρειας που έζησε:
- Γρηγόρης Βασίλας Μαυροθαλασσίτης, από τ’ Ακράσι.
Κάνα δυό, να πούμε, με τρόμπα, με ακορντεόν, απομείναν. Ήταν κι ένας Γρηγόρης Βασίλας, Μαυροθαλασσίτης κι αυτός, είχε ένα παιδί που έπαιζε ακορντεόν, παίρναν κι απ’ άλλα χωριά κανέναν και παίζαν στα πανηγύρια. Ναι, μια μικρή κομπανία ήταν και παίζαν πηγαίναν. Στη Βρισά πήγανε, στα Βασιλικά πήγανε, καλοί ήτανε.
- Γιώργος Χατζέλλης ή “Χαχίνα” ή “Βέβα”, από τ’ Ακράσι. Περίφημος σαντουριέρης, που είχε μεταναστεύσει στην Αμερική πριν το 1920. Εκεί είχε ηχογραφήσει και δίσκους. Μετά το 1920 επέστρεψε στο Ακράσι και συμμετείχε στην τοπική κομπανία, πλουτίζοντας το ρεπερτόριο της με τραγούδια ηχογραφημένα στην Αμερική και επεκτείνοντας τη φήμη της στην ευρύτερη περιοχή του Πλωμαρίου. Όπως αναφέρει ο Γ. Βερβέρης:
Μας πιάσαν πολύ τότες, από τούτον, “Χαχίνα” που λες.
Η καλή γνώση του οργάνου και η ταχύτητα στο παίξιμο του, είχε γίνει αντικείμενο θαυμασμού στους μουσικούς της περιοχής Πλωμαρίου. Πέθανε τη δεκαετία του 1940, οπότε διαλύθηκε και η κομπανία του Ακρασίου.
Έχει μια κόρη, την οποία έχω εγώ βαφτίσει και την έχω στεφανωμένη. Είναι στην Αθήνα. Έχει παιδιά: Ένας είναι στην Αυστραλία, ο άλλος, Χριστόφορος, είναι καθηγητής στη Μυτιλήνη.
- Μιχάλης Βερβέρης ή “Τουρκογιάννης”, από το Πλωμάρι (1911-1975). Έπαιζε βιολί.
Είχαν κι αυτοί, οι “Τουρκογιάννηδες” ένα καλό βιολί, Μιχάλης πέθανε. Ήταν τρία αδέρφια, θαρρώ ζει ένας, ο Παναγιώτης… Παίξαμε και μαζί με τον Μιχάλη, στο χωριό μας, στ’ Ακράσι.
- Ποσειδώνας Δίβαρις-Καραβάς. Πρόσφυγας από τη Σμύρνη που παντρεύτηκε στο Παλιοχώρι, το χωριό καταγωγής της μητέρας του. Έπαιζε βιολί.
Μες στην κομπανία μας έπαιξε, αλλά ήτανε αρχάριος ακόμα. Γιατί έπαιζα εγώ στη Βρισά, λοιπόν ήθελε δάσκαλο (;) και δεν μπορούσε να παίξει και πήγε αυτός. Στα καπνά δουλεύαν. Ένα αδερφόν είχε, μπάρμπα, δεν θυμάμαι, έπαιζε βιολί. Μαθηματευόμενος ήτανε, όμως έγινε άριστο βιολί.
- Στρατής Ρόδανος ή “Άννα”, από την Αγιάσο. Γιος του Παναγιώτη Ρόδανου ή “Άννα” που έπαιζε βιολί. Ο Στρατής Ρόδανος έπαιζε τρόμπα, ενώ ο γιος του Χαρίλαος έπαιζε βιολί:
Κι ο πατέρας του (Χαρίλαου Ρόδανου) δουλεύει καλή τρόμπα, ο πατέρας ’ιτ. Ήταν καλοί μουσικοί στην Αγιάσο, καλοί μουσικοί. Ο Χαρίλαος βιολί παίζει, τον ξέρω πολύ καλά.
Επιρροές προσφύγων ή μεταναστών από άλλες περιοχές στα μουσικά δρώμενα:
Η επιρροή των μεταναστών στα μουσικά δρώμενα της εποχής διαφαίνεται μέσα από την αναφορά του Γιάννη Βερβέρη στο ρεπερτόριο που έφερε μαζί του από την Αμερική ο σαντουριέρης Γιώργος Χατζέλλης ή «Χαχίνα»:
Παλαιά, εμείς τότες, παλαιά παίζαμε… Ήρθε η “Χαχίνα” (μετά το 1920), έφερε κομμάτια απ’ την Αμερική: Κλέφτικα παίζαμε, παίζαμε παλιοελλαδίτικα, παίζαμε πολλά, κρητικά παίζαμε, ναι παίζαμε πολλά πράγματα….
Από την αφήγηση του Γιάννη Βερβέρη αποκαλύπτεται ότι μετανάστες του εξωτερικού έφεραν γραμμόφωνα καθώς και δίσκους. Συγκεκριμένα αναφέρει για τον αδερφό του που είχε μεταναστεύσει στη Νότια Αφρική:
Είχε με τα χωνιά. Στα καφενεία. Με πλάκες (δίσκους). Ε, από πού τις φέρνανε (τις πλάκες)…., γιατί ήρθε κάποτε ι αδερφός ’ιμ από την Αφρική κι ήφερε τέτοιο – Νότια Αφρική ήταν, Γιοχάνεσμπουργκ, αυτού ήταν – λοιπόν, κι ήφερε πολλές πλάκες (με ελληνικά τραγούδια).
Επιδράσεις στον τοπικό μουσικό πολιτισμό από αστικούς χώρους της Ελλάδας και του εξωτερικού:
Μέσα από το ρεπερτόριο των μουσικών γίνεται φανερή η επίδραση στα μουσικά δρώμενα από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Παράλληλα διαπιστώνεται η διάδοση στη Λέσβο πολλών σκοπών και τραγουδιών από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο πριν τον πόλεμο του 1940:
Κλέφτικα παίζαμε, παίζαμε παλιοελλαδίτικα, παίζαμε πολλά, κρητικά παίζαμε, ναι παίζαμε πολλά πράγματα….
Ακροατές – γλεντιστές:
Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Γιάννη Βερβέρη όσον αφορά τη συμμετοχή των γυναικών στους χορούς στα πανηγύρια:
Οι κοπέλες δεν εβγαίναν όξω. Έπρεπε να πας να πάρεις άδεια απ’ τον πατέρα σου, για να σηκωθείς να χορέψεις. Διασκέδαζα μια φορά, ήθελα να χορέψω. Είχα ξαδέρφες, πρώτα ξαδέρφια είμαστε. Ήθελα να χορέψω με τα ξαδέρφια μου… […] Έπρεπε να πάρεις άδεια. Πήγα εγώ στον μπάρμπα μου, λέω: “Μπάρμπα, εγώ θα χορέψω με τη Σουλτάνα”, … δεν είπε ναι ή όχι, μόν’ κάθουνταν. Λέει: “Άϊντε ντε, πάνε πα, άϊντε, χόρεψε, σήκωσε την, άντε”, γιατί έπρεπε να πάρεις άδεια να χορέψεις. Οι γυναίκες ήταν μες στον κάμπο, που έπαιζε η μουσική. Έξω ήταν, πανηγύρια, πανηγύρια.
Πώς αξιολογεί ένα ακροατήριο τον/την τραγουδιστή/τρια/μουσικό:
Ο Γιάννης Βερβέρης αφηγείται ένα χαρακτηριστικό περιστατικό με έναν γλεντιστή που παρήγγειλε συγκεκριμένους σκοπούς που δεν ήταν γνωστοί στη Λέσβο:
Παίζαμε σ’ ένα αγροκήπιο στον Πολυχνίτο. Ήταν ένας, ο οποίος είχε μπακάλικο, λέγοντας μπακάλικο, χοντρικής πώλησης μόνο. Τελευταία πια, θέλαμε να παρατήσουμε, νάτος! Ήταν ζαλισμένος. Λέει: “Ρε συ” λέει, είπε στο σαντούρι, τη “Βέβα” (Γιώργο Χατζέλλη), “ξέρεις τάδεν, ποιό σκοπό;” Να δεις τον θυμώμουν και τον σκοπόν που διέταξε αυτός. Τον “Αμάραντο”, νομίζω, ένα, από τ’ Αϊβαλί, από κει είναι. Λέει: “Ναι”. Παίζει τον, μοναχός ’ιτ, εμείς δεν τον ξέραμε. Βγάζει δίνει ένα πεντακοσάρ’. Το πεντακοσάρ’ τότες ήταν, ούου! Λέει: “Ξέρεις τον τάδε;” Λέει: “Ξέρω τον”. Παίζει, βγάζει δίνει ακόμα ένα πεντακοσάρ’. Ε, ύστερα λέει: “Παίξετε κι εσείς, έναν δικό σας”, παίζουμε και έναν δικό μας. Λέει: “Δεν έχω πια άλλοι παράδες, να σας δώσω, μόν’ θα σας δώσω ένα γομάρι στάρ’ “!… Το περιστατικό αυτό συνέβη μετά το 1920.